Language of document :

Ανακοίνωση στην ΕΕ

 

Προσφυγή της Electricité de France (EDF) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 27 Απριλίου 2004

(Υπόθεση Τ-156/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η Electricité de France (EDF), με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τον Michel Debroux, avocat, άσκησε στις 27 Απριλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

-    να ακυρώσει τα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως C(2003)4637, τελικό, της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις της Γαλλίας προς την προσφεύγουσα και προς τον κλάδο των βιομηχανιών ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου υπό τη μορφή λογιστικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν το 1997, επ' ευκαιρία μιας αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF.

-    Επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω του ότι το ποσό του οποίου η απόδοση επιβάλλεται στην EDF είναι σημαντικά υπερτιμημένο,

-    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Με την προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή έκρινε ότι η μη καταβολή από την προσφεύγουσα φόρου επί των εταιριών, οφειλόμενου λόγω του αναχαρακτηρισμού ως εισφοράς κεφαλαίου των απαλλασσομένων από τον φόρο προβλέψεων που είχε δημιουργήσει για την ανακαίνιση του δικτύου της γενικής της τροφοδοσίας, συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ' αρχάς τον λόγο ακυρώσεως της παραβάσεως ουσιώδους τύπου. Ισχυρίζεται ότι, τροποποιώντας η Επιτροπή την ανάλυσή της στο διάστημα μεταξύ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της λήψεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να δώσει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να υποβάλει παρατηρήσεις, προσέβαλε τα δικαιώματά της ως αμυνομένης.

Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα αμφισβητούμενα μέτρα πρέπει να χαρακτηριστούν ως νόμιμη πράξη κεφαλαιοποιήσεως της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή, παραλείποντας να απαντήσει στο επιχείρημα αυτό, παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως και υπέπεσε σε νομική πλάνη περί την εκτίμηση της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, στο πλαίσιο του ίδιου λόγου, ότι τα αμφισβητούμενα μέτρα δεν επρόκειτο να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση.

Τέλος, προς ενίσχυση των ισχυρισμών της, προβάλλει επικουρικώς ότι το ποσό στην απόδοση του οποίου την υποχρεώνει η προσβαλλομένη απόφαση είναι μεγαλύτερο από αυτό που θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι οφείλεται.

____________