Language of document : ECLI:EU:T:2006:387

Υπόθεση T-155/04

SELEX Sistemi Integrati SpA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως — Έννοια της επιχειρήσεως — Καταγγελία — Απορριπτική απόφαση»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία — Παρέμβαση — Λόγος μη προβληθείς από τον προσφεύγοντα

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 40, εδ. 4, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 116 § 3)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αντικείμενο — Απόφαση που στηρίζεται σε πλείονες άξονες συλλογισμού, έκαστος των οποίων θα αρκούσε αφεαυτού να στηρίξει το διατακτικό της — Ακύρωση μιας τέτοιας αποφάσεως — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 230 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Επιχείρηση — Έννοια

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Επιχείρηση — Έννοια

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Επιχείρηση — Έννοια

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Επιχείρηση — Έννοια

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

7.      Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Καταχρηστική εκμετάλλευση — Έννοια

(Άρθρο 82 ΕΚ)

8.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ)

1.      Μολονότι το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, και το άρθρο 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν απαγορεύουν στον παρεμβαίνοντα να προβάλει νέα ή διαφορετικά επιχειρήματα από τα επιχειρήματα του διαδίκου τον οποίο υποστηρίζει, προκειμένου η παρέμβασή του να μην περιορίζεται στην απλή επανάληψη των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις αυτές του παρέχουν τη δυνατότητα να μεταβάλει ή να αλλοιώσει το πλαίσιο της διαφοράς, όπως αυτό ορίστηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, προβάλλοντας νέους λόγους.

(βλ. σκέψη 42)

2.      Εφόσον το διατακτικό αποφάσεως της Επιτροπής στηρίζεται σε πλείονες άξονες συλλογισμού έκαστος των οποίων θα αρκούσε, μόνος του, να στηρίξει το διατακτικό αυτό, επιβάλλεται η ακύρωση της πράξεως αυτής, καταρχήν, μόνον εάν έκαστος των αξόνων αυτών πάσχει παρανομία. Στην περίπτωση αυτή, ένα σφάλμα ή άλλη παρανομία που επηρεάζει ένα μόνον άξονα της συλλογιστικής δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, εφόσον το σφάλμα αυτό δεν ασκούσε καθοριστική επιρροή ως προς το διατακτικό στο οποίο κατέληξε το όργανο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση.

(βλ. σκέψη 47)

3.      Η έννοια της επιχειρήσεως, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του, και η οικονομική δραστηριότητα συνίσταται σε κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά.

Συναφώς, όσον αφορά δημόσιο οργανισμό και λαμβάνοντας υπόψη το ότι οι διατάξεις της Συνθήκης στον τομέα του ανταγωνισμού είναι εφαρμοστέες στις δραστηριότητες οι οποίες μπορούν να διαχωριστούν από εκείνες που ασκούνται κατά την άσκηση προνομιών δημοσίας εξουσίας, οι διάφορες δραστηριότητες ενός τέτοιου φορέα πρέπει να εξετάζονται ατομικά και δεν μπορεί να συναχθεί από την εξομοίωση ορισμένων από αυτές με προνομίες δημοσίας εξουσίας ότι οι άλλες δραστηριότητες δεν μπορούν να έχουν οικονομικό χαρακτήρα. Επομένως, πρέπει να προσδιοριστεί, για καθεμία από τις δραστηριότητες του δημόσιου οργανισμού, αφενός, αν αυτή μπορεί να διαχωριστεί από τις δραστηριότητές του που εμπίπτουν στη δημόσια αποστολή του και, αφετέρου, αν αυτή συνιστά οικονομική δραστηριότητα.

(βλ. σκέψεις 50, 54-55)

4.      Στη δραστηριότητα τυποποιήσεως του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας (Eurocontrol), πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της προετοιμασίας ή της καταρτίσεως των προδιαγραφών, έργο που επιτελεί η Υπηρεσία του Eurocontrol ως εκτελεστικό όργανο και, αφετέρου, της εγκρίσεώς τους από τη μόνιμη επιτροπή αυτού. Καίτοι το τελευταίο αυτό έργο εμπίπτει στον νομοθετικό τομέα και, επομένως, συνιστά δραστηριότητα εμπίπτουσα στη δημόσια αποστολή του Eurocontrol, η προετοιμασία ή η κατάρτιση των τεχνικών προδιαγραφών μπορεί, αντιθέτως, να διαχωριστεί από την αποστολή της διαχειρίσεως του εναερίου χώρου και της αναπτύξεως της ασφάλειας στην εναέρια κυκλοφορία, δεδομένου ότι η ανάγκη εγκρίσεως προτύπων σε διεθνές επίπεδο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι ο φορέας ο οποίος επεξεργάζεται τα πρότυπα αυτά πρέπει να είναι αυτός που, στη συνέχεια, τα εγκρίνει.

Ωστόσο, η δραστηριότητα επεξεργασίας των προτύπων εκ μέρους του Eurocontrol δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί οικονομική δραστηριότητα ελλείψει αγοράς για τέτοιες υπηρεσίες. Πράγματι, οι μόνοι αποδέκτες τέτοιων υπηρεσιών μπορούσαν να είναι τα κράτη υπό την ιδιότητά τους ως αρχής ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας, αυτά όμως επέλεξαν να καταρτίζουν τα ίδια τα πρότυπα αυτά, στο πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας μέσω του Eurocontrol. Ο Eurocontrol δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσφέρει αγαθά ή υπηρεσίες στα κράτη μέλη του δεδομένου ότι, στον τομέα της τυποποιήσεως, ο οργανισμός αυτός δεν συνιστά, για τα κράτη μέλη του, παρά ένα βήμα διαβουλεύσεως το οποίο δημιούργησαν για να συντονίσουν τα εθνικά πρότυπα των ενιαίων συστημάτων τους διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας.

Εξάλλου, ο μη οικονομικός χαρακτήρας της δραστηριότητας τυποποιήσεως που ασκεί ο Eurocontrol συνεπάγεται τον μη οικονομικό χαρακτήρα της αποκτήσεως εκ μέρους του οργανισμού αυτού των αγαθών που είναι αναγκαία για αυτή τη δραστηριότητα· πράγματι, ο οικονομικός χαρακτήρας και όχι η μεταγενέστερη χρήση του αγορασθέντος προϊόντος είναι αυτός που καθορίζει κατ’ ανάγκην τον χαρακτήρα της πράξεως αγοράς.

(βλ. σκέψεις 59-61, 65)

5.      Οι δραστηριότητες έρευνας και αναπτύξεως που χρηματοδοτεί ο Eurocontrol δεν συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες και, επομένως, οι κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης δεν έχουν εφαρμογή. Πράγματι, προκύπτει ότι η απόκτηση των πρωτοτύπων στην οποία προβαίνει ο Eurocontrol στο πλαίσιο των εν λόγω δραστηριοτήτων έρευνας και αναπτύξεως και η διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που σχετίζονται με τις δραστηριότητες αυτές δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να προσδίδουν στη δραστηριότητα αυτή του οργανισμού οικονομικό χαρακτήρα, εφόσον η εν λόγω απόκτηση δεν συνεπάγεται την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά. Εξάλλου, η απόκτηση των πρωτοτύπων είναι στην πράξη παρεπόμενη δραστηριότητα για την ανάπτυξή τους. Η ανάπτυξη αυτή δεν γίνεται από τον ίδιο τον Eurocontrol, αλλά από επιχειρήσεις του οικείου τομέα, στις οποίες ο οργανισμός, προκειμένου να προωθήσει την έρευνα και την ανάπτυξη, χορηγεί δημόσιες επιδοτήσεις ως κίνητρα. Έστω και αν, σύμφωνα με τις συμβάσεις επιχορηγήσεως, ο Eurocontrol αποκτά την κυριότητα του πρωτοτύπου και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που απορρέουν από την έρευνα που αυτός χρηματοδοτεί, η απόκτηση των δικαιωμάτων από τον οργανισμό δεν είναι αυτοσκοπός και δεν χρησιμεύει για την εκμετάλλευσή τους για εμπορικούς σκοπούς. Πράγματι, η απόκτηση δεν είναι παρά ένα μόνο στοιχείο της έννομης σχέσεως μεταξύ του φορέα που παρέχει την επιδότηση και της επιδοτούμενης επιχειρήσεως.

Στην αλληλουχία αυτή, στο πλαίσιο της διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που διαμόρφωσε ο Eurocontrol, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που κατέχει ο οργανισμός επί των αποτελεσμάτων των προαναφερόμενων δραστηριοτήτων έρευνας και αναπτύξεως τίθενται δωρεάν στη διάθεση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων. Ασφαλώς, στο πλαίσιο της εξετάσεως του οικονομικού χαρακτήρα μιας δραστηριότητας, το κριτήριο της ελλείψεως αμοιβής δεν συνιστά παρά μια ένδειξη, μεταξύ άλλων, και δεν μπορεί, καθεαυτό, να αποκλείσει τον οικονομικό χαρακτήρα. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, στο γεγονός ότι οι άδειες εκμεταλλεύσεως για τα δικαιώματα ιδιοκτησίας που απέκτησε ο Eurocontrol στο πλαίσιο της αναπτύξεως των πρωτοτύπων χορηγούνται δωρεάν προστίθεται το γεγονός ότι πρόκειται για δραστηριότητα παρεπόμενη της προωθήσεως της τεχνικής αναπτύξεως, η οποία εντάσσεται το πλαίσιο του γενικού συμφέροντος στόχου της αποστολής του Eurocontrol και δεν επιδιώκεται ίδιο συμφέρον του οργανισμού που θα μπορούσε να διαχωριστεί από τον εν λόγω στόχο, πράγμα που αποκλείει τον οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας.

(βλ. σκέψεις 73, 75-77, 82)

6.      Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του συνδρομής προς τις εθνικές διοικήσεις, ο Eurocontrol είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, δεδομένου ότι πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, αυτή η δραστηριότητα του Eurocontrol διακρίνεται από την αποστολή διαχειρίσεως του εναέριου χώρου και της αναπτύξεως της εναέριας ασφάλειας. Εξάλλου, δεδομένου ότι ο Eurocontrol προσφέρει τη συνδρομή του στον τομέα αυτό κατόπιν αιτήσεως των εθνικών διοικήσεων, ουδόλως πρόκειται για δραστηριότητα η οποία είναι ουσιώδης ή και απαραίτητη στην ασφάλεια της αεροναυτιλίας.

Επιπλέον, όταν η δραστηριότητα αυτή λαμβάνει τη μορφή συμβουλών που παρέχονται όταν καταρτίζονται οι συγγραφές υποχρεώσεων για την υποβολή προσφορών ή κατά τη διαδικασία επιλογής των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σ’ αυτές τις διαδικασίες υποβολής προσφορών, πρόκειται ακριβώς για προσφορά υπηρεσιών στην αγορά των συμβούλων, αγορά στην οποία μπορούσαν κάλλιστα να δρουν ιδιωτικές επιχειρήσεις ειδικευμένες στον τομέα αυτόν.

Το γεγονός ότι οι υπηρεσίες συνδρομής των εθνικών διοικήσεων δεν προσφέρονται επί του παρόντος από ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν εμποδίζει να χαρακτηριστούν ως οικονομική δραστηριότητα, εφόσον φαίνεται δυνατό ότι μπορούν να πραγματοποιούνται από ιδιωτικούς φορείς.

Το γεγονός ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν αμείβονται αυτές καθεαυτές μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι δεν πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα, αλλά δεν είναι καθαυτό αποφασιστικό, δεδομένου ότι ο Eurocontrol χρηματοδοτείται από τα κράτη μέλη υπό μορφή εισφορών, οι οποίες παρέχουν δικαίωμα δωρεάν παροχής υπηρεσιών συνδρομής κατόπιν αιτήσεως.

Επίσης, το γεγονός ότι με τη δραστηριότητα συνδρομής του Eurocontrol επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος και όχι κερδοσκοπικός σκοπός μπορεί να αποτελέσει ένδειξη ότι υφίσταται δραστηριότητα μη οικονομικής φύσεως, αλλά δεν εμποδίζει η δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά υπηρεσιών για δεδομένη αγορά να θεωρείται ως οικονομική δραστηριότητα.

(βλ. σκέψεις 86-92)

7.      Η έννοια της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως είναι έννοια αντικειμενική και αφορά τη συμπεριφορά συγκεκριμένης επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση, συμπεριφορά η οποία είναι σε θέση να επηρεάσει τη δομή μιας αγοράς όπου, λόγω ακριβώς της υπάρξεως της εν λόγω επιχειρήσεως, ο βαθμός ανταγωνισμού είναι ήδη μειωμένος και η οποία έχει ως συνέπεια την παρεμπόδιση, με την προσφυγή σε μέσα διαφορετικά εκείνων που διέπουν τον φυσιολογικό ανταγωνισμό επί των προϊόντων ή υπηρεσιών βάσει των παροχών των επιχειρηματιών, της διατηρήσεως του υφισταμένου ακόμα στην αγορά βαθμού ανταγωνισμού ή της αναπτύξεώς του.

(βλ. σκέψη 107)

8.      Η Επιτροπή δεν υποχρεούται, στην αιτιολογία των αποφάσεων που εκδίδει για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι για να στηρίξουν το αίτημά τους, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία στο πλαίσιο της οικονομίας της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 118)