Language of document : ECLI:EU:T:2010:376

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 (*)

«Φάρμακα για χρήση από τον άνθρωπο – Διαδικασία χαρακτηρισμού φαρμάκων ως ορφανών φαρμάκων – Αίτηση χαρακτηρισμού του φαρμάκου “Ειδικό απόσταγμα ρίζας χελιδονίου” (“Ukrain”) ως ορφανού φαρμάκου – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία δεν γίνεται δεκτός ο χαρακτηρισμός ενός φαρμάκου ως ορφανού φαρμάκου»

Στην υπόθεση T‑74/08,

Now Pharm AG, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τη C. Kaletta και τον I.-J. Tegebauer, δικηγόρους, και στη συνέχεια από τη C. Kaletta,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον B. Schima και την M. Šimerdová,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής C(2007) 6132, της 4ης Δεκεμβρίου 2007, με την οποία το φάρμακο «Ειδικό απόσταγμα ρίζας χελιδονίου» δεν χαρακτηρίστηκε ως ορφανό φάρμακο, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 141/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, για τα ορφανά φάρμακα (ΕΕ 2000, L 18, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, M. Prek (εισηγητή) και V. V. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Απριλίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Για να καταστήσουν δυνατή την αποτελεσματική θεραπεία των ασθενών που πάσχουν από σπάνιες ασθένειες στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν τον κανονισμό (ΕΚ) 141/2000, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, για τα ορφανά φάρμακα (ΕΕ 2000, L 18, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 22 Ιανουαρίου 2000, εισάγει σύστημα κινήτρων προς ενθάρρυνση φαρμακευτικών επιχειρήσεων να επενδύουν στην έρευνα, στην ανάπτυξη και στην εμπορία φαρμάκων για τη διάγνωση, την πρόληψη ή την καταπολέμηση των σπάνιων ασθενειών.

2        Ο κανονισμός 141/2000 ορίζει, στο άρθρο του 3, παράγραφος 1, τα εξής:

«Ένα φάρμακο χαρακτηρίζεται ως ορφανό όταν ο υποστηρικτής του είναι σε θέση να αποδείξει:

α)      ότι το φάρμακο αυτό προορίζεται για τη διάγνωση, πρόληψη ή θεραπεία πάθησης που συνεπάγεται κίνδυνο για τη ζωή ή χρόνια αναπηρία και που προσβάλλει, στην Κοινότητα, όχι περισσότερα από πέντε άτομα ανά δέκα χιλιάδες κατά τη στιγμή της υποβολής της αίτησης, ή

ότι το φάρμακο αυτό προορίζεται για τη διάγνωση, πρόληψη ή θεραπεία, στην Κοινότητα, πάθησης που συνεπάγεται κίνδυνο για τη ζωή ή σοβαρή αναπηρία ή μιας σοβαρής και χρόνιας πάθησης και ότι η θέση σε κυκλοφορία του φαρμάκου στην Κοινότητα χωρίς την παροχή κινήτρων είναι ελάχιστα πιθανό να αποφέρει επαρκή έσοδα ώστε να δικαιολογείται η απαιτούμενη επένδυση,

και

β)      ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική μέθοδος διάγνωσης, πρόληψης ή θεραπείας της εν λόγω πάθησης που να έχει εγκριθεί στην Κοινότητα ή, εφόσον υπάρχει τέτοια μέθοδος, ότι το συγκεκριμένο φάρμακο θα ωφελήσει σημαντικά τα πρόσωπα που πάσχουν από την πάθηση αυτή.»

3        Η διαδικασία χαρακτηρισμού, η οποία ορίζεται στο άρθρο 5 του κανονισμού 141/2000 όπως είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, έχει ως εξής:

«1.      Προκειμένου να επιτύχει τον χαρακτηρισμό ενός φαρμάκου ως ορφανού, ο υποστηρικτής υποβάλλει αίτηση στον [Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων], σε οιοδήποτε στάδιο της ανάπτυξης του φαρμάκου πριν από την υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας.

2.      Η αίτηση συνοδεύεται από τα ακόλουθα στοιχεία και έγγραφα:

α)      όνομα ή εταιρική επωνυμία και μόνιμη διεύθυνση του υποστηρικτή·

β)      δραστικά συστατικά του φαρμάκου·

γ)      προτεινόμενη θεραπευτική ένδειξη·

δ)      στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 3, παράγραφος 1, και περιγραφή της πορείας ανάπτυξης του φαρμάκου, συμπεριλαμβανομένων των αναμενόμενων ενδείξεων.

3.      Η Επιτροπή, σε συνεννόηση με τα κράτη μέλη, τον Οργανισμό και τα ενδιαφερόμενα μέρη, καταρτίζει λεπτομερείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την μορφή και το περιεχόμενο των αιτήσεων χαρακτηρισμού.

4.      Ο Οργανισμός ελέγχει την εγκυρότητα της αίτησης και συντάσσει συνοπτική έκθεση προς την [επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα]. Μπορεί, αν χρειαστεί, να ζητήσει από τον υποστηρικτή την συμπλήρωση των στοιχείων και εγγράφων που συνοδεύουν την αίτηση.

5.      Ο Οργανισμός μεριμνά ώστε η επιτροπή να γνωμοδοτήσει εντός ενενήντα ημερών από την παραλαβή έγκυρης αίτησης.

6.      Κατά τη γνωμοδότηση, η επιτροπή καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να επιτευχθεί συναίνεση. Εάν η συναίνεση δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, η γνώμη υιοθετείται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών της επιτροπής. Η γνώμη είναι δυνατόν να διατυπωθεί με γραπτή διαδικασία.

7.      Όταν από τη γνώμη της επιτροπής προκύπτει ότι η αίτηση δεν πληροί τα κριτήρια του άρθρου 3, παράγραφος 1, ο Οργανισμός ενημερώνει αμέσως τον υποστηρικτή σχετικά. Εντός ενενήντα ημερών από την παραλαβή της γνώμης, ο υποστηρικτής δύναται να υποβάλει λεπτομερή τεκμηρίωση που θα επέτρεπε την άσκηση προσφυγής την οποία ο Οργανισμός διαβιβάζει στην επιτροπή. Η επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο αναθεώρησης της γνώμης της στην επόμενη συνεδρίαση.

8.      Ο Οργανισμός διαβιβάζει αμέσως την τελική γνώμη της επιτροπής στην Επιτροπή, η οποία εκδίδει απόφαση εντός τριάντα ημερών από την παραλαβή της γνώμης. Όταν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σχέδιο απόφασης δεν συμφωνεί με τη γνώμη της επιτροπής, η τελική απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 73 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2309/93 του Συμβουλίου. Η απόφαση κοινοποιείται στον υποστηρικτή και γνωστοποιείται στον Οργανισμό και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

9.      Το χαρακτηρισθέν ως ορφανό φάρμακο καταχωρείται στο κοινοτικό μητρώο ορφανών φαρμάκων.

[...]»

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 847/2000 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2000, για τη θέσπιση διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων για τον χαρακτηρισμό ενός φαρμάκου ως ορφανού φαρμάκου και τους ορισμούς των εννοιών «παρόμοιο φάρμακο» και «υπεροχή από κλινική άποψη» (ΕΕ L 103, σ. 5), ορίζει:

«Για την εφαρμογή του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) 141/2000 για το ορφανά φάρμακα, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:

– ως “σημαντικό όφελος” νοείται το από κλινική άποψη σχετικό πλεονέκτημα ή η μείζων συνεισφορά στη φροντίδα ασθενών.»

5        Επιπλέον, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει εκδώσει μια ανακοίνωση σχετικά με τον κανονισμό 141/2000 (ΕΕ 2003, C 178, σ. 2), της οποίας το σημείο A 4 έχει ως εξής:

«[…]

Στον κανονισμό […] 847/2000 […] ως σημαντικό όφελος νοείται το “από κλινική άποψη σχετικό πλεονέκτημα ή η μείζων συνεισφορά στη φροντίδα ασθενών”. Ο αιτών πρέπει να αποδεικνύει την ύπαρξη σημαντικού οφέλους σε σχέση με υφιστάμενο εγκεκριμένο φάρμακο ή μέθοδο κατά τη στιγμή του χαρακτηρισμού. Εφόσον ενδέχεται να έχει αποκτηθεί ελάχιστη ή μηδενική κλινική πείρα με το υπό εξέταση ορφανό φάρμακο, η αιτιολόγηση του σημαντικού οφέλους θα βασίζεται πιθανώς σε παραδοχές του αιτούντα σχετικά με το όφελος. Σε κάθε περίπτωση, η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα (COMP) καλείται να αξιολογεί κατά πόσον οι παραδοχές αυτές υποστηρίζονται από δεδομένα/αποδείξεις που προσκομίζει ο αιτών.

Εν πάση περιπτώσει, η παραδοχή σημαντικού οφέλους πρέπει να αιτιολογείται από τον αιτούντα μέσω της παροχής αποδείξεων/δεδομένων, που πρέπει να εξετάζονται υπό το φως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πάθησης και των υφιστάμενων μεθόδων [...]».

6        Εξάλλου, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ) (COMP/8212/00 Rev 2), της 8ης Δεκεμβρίου 2004, ορίζει:

«Όταν το θεωρούν αναγκαίο, η επιτροπή και οι ομάδες εργασίας που έχει συστήσει δύνανται να επικουρηθούν από πραγματογνώμονες, σε επιστημονικές ή τεχνικές πτυχές. Οι [πραγματογνώμονες] πρέπει να περιλαμβάνονται στον κατάλογο Ευρωπαίων [πραγματογνωμόνων].»

7        Τέλος, το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3, του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα ορίζει:

«2.      Τα μέλη της επιτροπής και των ομάδων εργασίας καθώς και οι [πραγματογνώμονες] τους οποίους αναφέρουν τα διάφορα άρθρα του παρόντος εσωτερικού κανονισμού δεν πρέπει να έχουν άμεσο συμφέρον στη φαρμακοβιομηχανία, το οποίο θα μπορούσε να θίξει την ακεραιότητά τους. Οφείλουν να ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον και με πλήρη ανεξαρτησία και, κάθε έτος, πρέπει να δηλώνουν τα χρηματοοικονομικά τους συμφέροντα. Όλα τα έμμεσα συμφέροντα σε σχέση με τη φαρμακοβιομηχανία πρέπει να αναγράφονται σε κατάλογο του ΕΟΦ, προσιτό στο κοινό. Επιπλέον, οι δηλώσεις συμφέροντος των μελών της επιτροπής πρέπει να αναρτώνται στον ιστότοπο του ΕΟΦ.

3.      Στην αρχή κάθε συνεδριάσεως, τα μέλη της επιτροπής και των ομάδων εργασίας (καθώς και οι [πραγματογνώμονες] που μετέχουν στη συνεδρίαση αυτή) οφείλουν να δηλώσουν κάθε ειδικό συμφέρον που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους όσον αφορά τα θέματα της ημερήσιας διατάξεως. Οι δηλώσεις αυτές πρέπει να είναι προσβάσιμες από το κοινό.»

 Ιστορικό της διαφοράς

8        Η προσφεύγουσα Now Pharm AG έχει επεξεργαστεί το φάρμακο «Ειδικό απόσταγμα ρίζας χελιδονίου» (στο εξής: Ukrain), με σκοπό την καταπολέμηση του καρκίνου του παγκρέατος. Παρουσιάζει το φάρμακο αυτό ως ενδοφλεβίως χορηγούμενο απόσταγμα χελιδονίου, το οποίο σε λίγα λεπτά σωρεύεται στον πρωτογενή όγκο και στις μεταστάσεις, φθορίζει στη σάρωση με ακτίνες λέιζερ για να διακρίνονται σαφώς οι ασθενείς ιστοί από τους υγιείς ιστούς και καταστρέφει τα καρκινικά κύτταρα χωρίς να βλάπτει τους υγιείς ιστούς.

9        Η προσφεύγουσα έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας του Ukrain σε διάφορα κράτη εκτός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αντιθέτως, υπογραμμίζει ότι δεν της χορηγήθηκε τέτοια άδεια στην Αυστρία το 2002, βάσει πραγματογνωμοσύνης του καθηγητή H. W.

10      Στις 6 Φεβρουαρίου 2007, η προσφεύγουσα κατέθεσε στον ΕΟΦ αίτηση χαρακτηρισμού του Ukrain ως ορφανού φαρμάκου.

11      Στις 31 Μαΐου 2007, η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα διατύπωσε, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 6, του κανονισμού 141/2000, αρνητική γνώμη και συνέστησε να μη χαρακτηριστεί το Ukrain ως ορφανό φάρμακο. Εκτίμησε ότι το Ukrain δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 141/2000 και ότι δεν αποδείχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, ότι το Ukrain ωφελεί σημαντικά τα πρόσωπα που έχουν τη σχετική πάθηση, για την οποία έχει εγκριθεί από την Κοινότητα ικανοποιητική μέθοδος καταπολεμήσεως. Στις 25 Ιουνίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της γνώμης αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 141/2000. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα υπέβαλε λεπτομερή τεκμηρίωση προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής.

12      Στις 10 Οκτωβρίου 2007, η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα διατύπωσε αρνητική οριστική γνώμη, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 8, του κανονισμού 141/2000. Εκτίμησε ότι το Ukrain πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 141/2000, αλλά ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το Ukrain ωφελεί σημαντικά τα πρόσωπα που έχουν τη σχετική πάθηση, λαμβανομένων υπόψη των υπαρχουσών ικανοποιητικών μεθόδων καταπολεμήσεως της ασθένειας, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 141/2000. Κατά συνέπεια, η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα ενέμεινε στην αρνητική γνώμη της 31ης Μαΐου 2007 και συνέστησε να μη χαρακτηριστεί το Ukrain ως ορφανό φάρμακο προοριζόμενο για την καταπολέμηση του καρκίνου του παγκρέατος.

13      Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2007 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 5 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή ακολούθησε τη σύσταση του ΕΟΦ, που είχε διατυπωθεί με γνώμη του της 10ης Οκτωβρίου 2007, και απέρριψε την αίτηση να χαρακτηριστεί το Ukrain ως ορφανό φάρμακο προοριζόμενο για την καταπολέμηση του καρκίνου του παγκρέατος.

  Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 6 Φεβρουαρίου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

15      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

16      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 2010.

17      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποφανθεί εκ νέου επί της από 6 Φεβρουαρίου 2007 αιτήσεως της προσφεύγουσας, λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποφανθεί εκ νέου επί της από 6 Φεβρουαρίου 2007 αιτήσεως της προσφεύγουσας, λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου

19      Εφόσον ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει αρμοδιότητα να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο της ακυρωτικής εξουσίας που του έχει αναθέσει η Συνθήκη, το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο.

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος

20      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα διατυπώνει τρεις λόγους ακυρώσεως. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 141/2000. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, προβάλλει ότι ένας από τους πραγματογνώμονες που συμβουλεύθηκε η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα στερείται προσόντων και αμεροληψίας. Τέλος, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 141/2000

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 141/2000, το οποίο ορίζει τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός φαρμάκου ως ορφανού φαρμάκου.

22      Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σε σχέση με τις τώρα εγκεκριμένες μεθόδους καταπολεμήσεως το Ukrain δεν ωφελεί σημαντικά τα πρόσωπα που πάσχουν από καρκίνο του παγκρέατος, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην πραγματικότητα σε κριτήριο που προβλέπεται από το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 141/2000, δηλαδή στο κριτήριο της υπεροχής από κλινική άποψη. Πάντως, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι το κριτήριο αυτό απαιτείται μόνον όταν ο υποστηρικτής του ορφανού φαρμάκου ζητεί άδεια κυκλοφορίας του ορφανού φαρμάκου. Φρονεί ότι, για να πετύχει τον χαρακτηρισμό του Ukrain ως ορφανού φάρμακου, της ήταν αρκετό να αποδείξει την ύπαρξη σημαντικού οφέλους, και όχι την από κλινική άποψη υπεροχή του εν λόγω φαρμάκου.

23      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 141/2000, μία εκ των οποίων είναι το σημαντικό όφελος, και ότι επομένως το Ukrain έπρεπε να χαρακτηριστεί ως ορφανό φάρμακο. Συγκεκριμένα, σημειώνει, αφενός, ότι το Ukrain σκοπό έχει να καταπολεμήσει μια σπάνια πάθηση, δηλαδή τον καρκίνο του παγκρέατος, και, αφετέρου, ότι αυτό καθ’ εαυτό το εν λόγω φάρμακο ωφελεί σημαντικά επειδή είναι τοξικό μόνο για τα καρκινικά κύτταρα και όχι για τα υγιή κύτταρα, επειδή παρατείνει τη διάρκεια ζωής των προσώπων που πάσχουν από καρκίνο του παγκρέατος και επειδή αποτελεί το έσχατο καταφύγιο για τους ασθενείς για τους οποίους η εγκεκριμένη μέθοδος καταπολεμήσεως έχει υπερβολικά τοξικές επιπτώσεις.

24      Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι παρουσίασε πλείστες προκλινικές μελέτες και τέσσερις κλινικές μελέτες (τη μελέτη Zemskov του 2002, τη μελέτη Gansauge του 2002, τη μελέτη Aschhoff του 2003 και τη μελέτη Gansauge του 2007), πρώτον, στην επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα με την αίτηση χαρακτηρισμού του Ukrain ως ορφανού φαρμάκου, δεύτερον, με την αιτιολογία που υπέβαλε τον Σεπτέμβριο του 2007 προς στήριξη της προσφυγής που είχε ασκήσει τον Ιούνιο του 2007 και, τρίτον, με τις παρατηρήσεις που κατά τη διάρκεια μιας συνεδριάσεως διατύπωσε στον ΕΟΦ τον Οκτώβριο του 2007. Οι διάφορες αυτές μελέτες συνέβαλαν στο να διευκρινιστούν οι λεπτομέρειες του μηχανισμού δράσεως του Ukrain και στηρίζουν το συμπέρασμα ότι ουδεμία άλλη ουσία έχει τόσο ευνοϊκές ιδιότητες για την καταπολέμηση του καρκίνου.

25      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα απορρίπτει ευθύς εξ αρχής μια μελέτη (τη μελέτη Panzer του 2000) κατά την οποία το Ukrain είναι εξίσου τοξικό για τα φυσιολογικά κύτταρα. Ισχυρίζεται, αφενός, ότι οι συντάκτες της μελέτης αυτής δεν εξήγησαν τις προφανείς αντιφάσεις της τελευταίας με προγενέστερες μελέτες και, αφετέρου, ότι ουδεμία μεταγενέστερη μελέτη επιβεβαίωσε το συμπέρασμα αυτό.

26      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η «πιλοτική» κλινική μελέτη που χρηματοδοτήθηκε με πόρους γερμανικού πανεπιστημίου, δηλαδή η μελέτη Gansauge του 2007, κατέστησε δυνατό να αποδειχθεί ότι, για τον καρκίνο του παγκρέατος, το Ukrain δεν είναι αποτελεσματικό μόνον in vitro, αλλά επίσης ότι έχει σημαντικά κλινικά πλεονεκτήματα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την αντοχή σε σχέση με παραδοσιακές μεθόδους καταπολεμήσεως. Συνδυαζόμενο με ένα ήδη εγκεκριμένο φάρμακο, το Gemcitabine, το Ukrain παρατείνει κατά 120 ημέρες, κατά μέσο όρο, τη διάρκεια ζωής των ασθενών.

27      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι το Ukrain έχει αποκτήσει το καθεστώς ορφανού φαρμάκου για τον καρκίνο του παγκρέατος στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αυστραλία, βάσει των ίδιων εγγράφων με εκείνα που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή, και ότι ο εφευρέτης του Ukrain προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ του 2005 και για το εναλλακτικό βραβείο Νόμπελ του 2007.

28      Τέλος, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι δεν υπήρχαν κλινικές εξετάσεις που να συγκρίνουν ευθέως το Ukrain με άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του καρκίνου του παγκρέατος, αλλά ότι επικαλείται έμμεσες συγκρίσεις μεταξύ του συνδυασμού του Gemcitabine και του Ukrain και του συνδυασμού του Gemcitabine και του Erlotinib. Αναφέρει ότι το ποσοστό επιβιώσεως είναι σαφώς ανώτερο στην πρώτη περίπτωση και ότι οι τέσσερις κλινικές μελέτες έδειξαν ανώτερο ποσοστό επιβιώσεως σε περίπτωση χορηγήσεως του Ukrain, μόνου του ή σε συνδυασμό με το Gemcitabine, απ’ ό,τι σε περίπτωση χορηγήσεως μόνο του τελευταίου φαρμάκου. Εξ αυτών συνάγει ότι με τα προσωρινά αυτά στοιχεία είχε αποδειχθεί η ενισχυμένη κλινική αποτελεσματικότητα του Ukrain.

29      Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατυπώνει την αιτίαση ότι ήσαν υπερβολικές οι απαιτήσεις της Επιτροπής όσον αφορά την απόδειξη του σημαντικού οφέλους. Ισχυρίζεται ότι οι προϋποθέσεις που η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα επέβαλε σχετικά με τις προσκομισθείσες από την προσφεύγουσα κλινικές μελέτες της φάσεως II αντιστοιχούν στην πραγματικότητα στο επίπεδο που κανονικά απαιτείται για τις κλινικές μελέτες της φάσεως III, οι οποίες χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως κοινοτικής άδειας κυκλοφορίας ορφανού φαρμάκου. Δηλαδή, η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα μεταχειρίστηκε τις «πιλοτικές» μελέτες σχετικά με το Ukrain ως εάν επρόκειτο για μελέτες της φάσεως III. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει εν προκειμένω ότι οι ερωτήσεις που τέθηκαν στους πραγματογνώμονες N. και K., οι οποίοι ορίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας επί της προσφυγής, μπορούσαν να τεθούν μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας χορηγήσεως κοινοτικής άδειας κυκλοφορίας.

30      Τρίτον, η προσφεύγουσα διατυπώνει την αιτίαση ότι παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Υποστηρίζει ότι η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα έθεσε στην προσφεύγουσα, όσον αφορά τα κριτήρια που έπρεπε να ικανοποιήσει και τις μελέτες και τεκμηρίωση που έπρεπε να προσκομίσει για να πετύχει να χαρακτηριστεί το Ukrain ως ορφανό φάρμακο, αυστηρότερες απαιτήσεις από εκείνες που έθεσε σε υποστηρικτές άλλων φαρμακευτικών αγωγών, όπως είναι αυτές με το χιμαιρικό αντίσωμα κατά της μεσοθηλίνης και με το Nimuzuteb. Κατά την προσφεύγουσα, οι υποστηρικτικές των τελευταίων έλαβαν «άδεια ορφανού φαρμάκου» χωρίς να απαιτηθούν τόσο προχωρημένες μελέτες όσο εκείνες που η Επιτροπή απαίτησε για το Ukrain.

31      Με το ίδιο πνεύμα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη απρόσφορα στοιχεία. Συγκεκριμένα, διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απορρέει περισσότερο από «αγορακεντρική πολιτική» και λιγότερο από επιλογή στηριγμένη στα καθιερωμένα κριτήρια. Επομένως, προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβλεψε τον κύριο σκοπό του κανονισμού 141/2000, ο οποίος είναι να ευνοηθεί η ανάπτυξη μεθόδων καταπολεμήσεως των σπάνιων παθήσεων.

32      Η Επιτροπή αρνείται τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ζητεί να απορριφθεί ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

33      Κατ’ αρχάς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διαδικασία σχετικά με τα ορφανά φάρμακα διεξάγεται σε δύο χωριστά στάδια. Το πρώτο στάδιο αφορά τον χαρακτηρισμό του φαρμάκου ως ορφανού φαρμάκου, ενώ το δεύτερο αφορά την άδεια κυκλοφορίας του φαρμάκου που έχει χαρακτηριστεί ως ορφανό φάρμακο και την εμπορική αποκλειστικότητα που συνδέεται με την άδεια αυτή.

34      Όσον αφορά τη διαδικασία χαρακτηρισμού ενός φαρμάκου ως ορφανού φαρμάκου, το άρθρο 3 του κανονισμού 141/2000 ορίζει τα κριτήρια που το φάρμακο πρέπει να ικανοποιεί για να χαρακτηριστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο υποστηρικτής του ορφανού φαρμάκου πρέπει, μεταξύ άλλων, να αποδείξει ότι, για την πάθηση την οποία αφορά το φάρμακο που ζητείται να χαρακτηριστεί ως ορφανό φάρμακο, δεν υπάρχει ικανοποιητική μέθοδος διαγνώσεως, προλήψεως ή καταπολεμήσεως που να έχει εγκριθεί στην Κοινότητα. Αν, παρά ταύτα, υπάρχει τέτοια μέθοδος, ο νομοθέτης έχει προβλέψει τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί ως ορφανό φάρμακο κάθε δυνητικό φάρμακο που προορίζεται για την καταπολέμηση της ίδιας παθήσεως, υπό την προϋπόθεση να αποδείξει ο υποστηρικτής του ότι το εν λόγω φάρμακο θα ωφελήσει σημαντικά τους ασθενείς που έχουν την πάθηση αυτή.

35      Όσον αφορά το σημαντικό όφελος, πρέπει να υπομνησθεί ότι τούτο περιγράφεται στον κανονισμό 847/2000 ως «το από κλινική άποψη σχετικό πλεονέκτημα ή η μείζων συνεισφορά στη φροντίδα ασθενών».

36      Όσο για το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή το στάδιο της χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας του ορφανού φαρμάκου, η διαδικασία εισέρχεται στο στάδιο αυτό άπαξ το σχετικό φάρμακο χαρακτηριστεί ως ορφανό φάρμακο.

37      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου της διαδικασίας, δηλαδή του σταδίου του χαρακτηρισμού του Ukrain ως ορφανού φαρμάκου. Μεταξύ των διαδίκων δεν αμφισβητείται ότι φάρμακα που προορίζονται για την καταπολέμηση του καρκινώματος στο πάγκρεας έχουν ήδη λάβει άδεια κυκλοφορίας και ότι, επομένως, έργο της προσφεύγουσας ήταν να αποδείξει ότι το φάρμακό της ωφελεί σημαντικά τους ασθενείς που πάσχουν από την ασθένεια αυτή.

38      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το σημαντικό όφελος που επικαλείται η προσφεύγουσα οφείλεται στο ότι το Ukrain δρα μόνο κατά των καρκινικών κυττάρων και επομένως στερείται τοξικότητας για τα υγιή κύτταρα, ότι καθιστά δυνατή την παράταση της ζωής των ασθενών που έχουν προσβληθεί από καρκίνο του παγκρέατος και ότι παρουσιάζεται ως το έσχατο καταφύγιο για τους ασθενείς που δεν αντέχουν πλέον τις τοξικές επιπτώσεις των άλλων φαρμάκων.

39      Ακριβώς λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις που περιέχονται στον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 141/2000.

40      Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει στην ουσία, αφενός, ότι η απόδειξη του σημαντικού οφέλους δεν απαιτεί συγκριτική ανάλυση μεταξύ του φάρμακου που ζητείται να χαρακτηριστεί ως ορφανό φάρμακο και των υπαρχουσών μεθόδων καταπολεμήσεως, αλλά ότι η απόδειξη αυτή πρέπει να γίνει σε σχέση με τις εγγενείς ιδιότητες του φαρμάκου. Αφετέρου, υπογραμμίζει, ότι το Ukrain σαφώς έχει εγγενείς ιδιότητες και έτσι ωφελεί σημαντικά.

41      Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 141/2000 καθώς και από τον ορισμό του «σημαντικού οφέλους» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 847/2000 προκύπτει άνευ ετέρου ότι η απόδειξη του εν λόγω σημαντικού οφέλους απαιτείται μόνο στην ειδική περίπτωση που έχει ήδη εγκριθεί ικανοποιητική μέθοδος διαγνώσεως, προλήψεως ή καταπολεμήσεως της σχετικής παθήσεως.

42      Συγκεκριμένα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, και στοιχείο β΄, του κανονισμού 141/2000, ο υποστηρικτής φαρμάκου το οποίο ζητείται να χαρακτηριστεί ως ορφανό φάρμακο οφείλει να αποδείξει ότι το φάρμακο αυτό προορίζεται για τη διάγνωση, την πρόληψη ή την καταπολέμηση μιας σπάνιας παθήσεως και ότι για τη διάγνωση, την πρόληψη ή την καταπολέμηση δεν υπάρχει ακόμα ικανοποιητική μέθοδος που να έχει εγκριθεί. Αντιθέτως, ο υποστηρικτής ενός δυνητικού φαρμάκου το οποίο σκοπό έχει να καταπολεμήσει μια σπάνια πάθηση για την οποία ήδη υπάρχει ικανοποιητική μέθοδος διαγνώσεως, προλήψεως ή καταπολεμήσεως θα πρέπει όχι μόνο να αποδείξει, κατ’ εφαρμογήν του ίδιου άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, ότι το σχετικό φάρμακο όντως προορίζεται για τη διάγνωση, την πρόληψη ή την καταπολέμηση της σπάνιας παθήσεως, αλλά και, κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ότι το δυνητικό φάρμακο θα ωφελήσει σημαντικά τους ασθενείς που έχουν την εν λόγω πάθηση.

43      Κατά συνέπεια, ο καθορισμός του σημαντικού οφέλους γίνεται στο πλαίσιο συγκριτικής αναλύσεως με υπάρχουσα και εγκεκριμένη μέθοδο ή με υπάρχον και εγκεκριμένο φάρμακο. Συγκεκριμένα, «το από κλινική άποψη σχετικό πλεονέκτημα» και «η μείζων συνεισφορά στη φροντίδα ασθενών», που παρέχουν στο δυνητικό ορφανό φάρμακο την ιδιότητα του σημαντικού οφέλους, μπορούν να καθοριστούν μόνο με σύγκριση με τις ήδη εγκεκριμένες μεθόδους καταπολεμήσεως.

44      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον κανονισμό 141/2000 (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), όπου εκτίθεται ότι «[ο] αιτών πρέπει να αποδεικνύει την ύπαρξη σημαντικού οφέλους σε σχέση με υφιστάμενο εγκεκριμένο φάρμακο ή μέθοδο κατά τη στιγμή του χαρακτηρισμού».

45      Από την προσβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, από τη γνώμη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση εκείνη και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της, προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός του «Ukrain» ως ορφανού φαρμάκου δεν έγινε δεκτός με το αιτιολογικό ότι δεν αποδείχθηκε το σημαντικό όφελος του τελευταίου σε σχέση με τις τώρα εγκεκριμένες μεθόδους καταπολεμήσεως του καρκίνου του παγκρέατος. Κατά συνέπεια, η εξέταση της Επιτροπής σωστά έγινε με σύγκριση του Ukrain με τα υπάρχοντα φάρμακα, για να συναχθεί ότι δεν αποδείχθηκε ότι το πρώτο θα ωφελήσει σημαντικά σε σχέση με τα δεύτερα.

46      Εφόσον, όπως προεκτέθηκε, η απόδειξη του σημαντικού οφέλους γίνεται στο πλαίσιο συγκριτικής αναλύσεως με υπάρχουσα και εγκεκριμένη μέθοδο ή με υπάρχον και εγκεκριμένο φάρμακο, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 141/2000 εκτιμώντας ότι απέκειτο στην προσφεύγουσα να αποδείξει ότι το Ukrain παρέχει σημαντικό όφελος σε σχέση με τα φάρμακα που έχουν ήδη εγκριθεί στην Ένωση και ότι, κατά συνέπεια, οι αποδείξεις ενός τέτοιου πλεονεκτήματος δεν μπορούσαν να προσκομιστούν απλώς και μόνο με το να παρουσιαστούν οι εγγενείς ιδιότητες του Ukrain χωρίς να συγκριθούν με εκείνες των εγκεκριμένων μεθόδων.

47      Κατά συνέπεια, εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή έπρεπε να περιορίσει την εξέτασή της του Ukrain στο ζήτημα αν αυτό καθ’ εαυτό το Ukrain παρείχε σχετικό πλεονέκτημα από κλινική άποψη ή αποτελούσε μείζονα συνεισφορά στη φροντίδα ασθενών, χωρίς να προβεί σε σύγκριση με τις υπάρχουσες και εγκεκριμένες μεθόδους καταπολεμήσεως. Επίσης ατελέσφορα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα ότι, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι αξιολόγησε το σημαντικό όφελος στο πλαίσιο συγκριτικής αναλύσεως μεταξύ του Ukrain και των ήδη εγκεκριμένων φαρμάκων, η Επιτροπή εφάρμοσε την κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 141/2000 προϋπόθεση της υπεροχής από κλινική άποψη.

48      Με τη δεύτερη αιτίασή της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι απαιτήσεις της Επιτροπής όσον αφορά την απόδειξη του σημαντικού οφέλους ήσαν υπερβολικές, επειδή επρόκειτο για απαιτήσεις που, κανονικά, τάσσονται από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 141/2000 για να αποδειχθεί η από κλινική άποψη υπεροχή του σχετικού φαρμάκου. Ειδικότερα, θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις που η Επιτροπή επέβαλε σχετικά με τις προσκομισθείσες από την προσφεύγουσα κλινικές μελέτες της φάσεως II αντιστοιχούν στην πραγματικότητα στο επίπεδο που κανονικά απαιτείται για τις κλινικές μελέτες της φάσεως III, οι οποίες χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως κοινοτικής άδειας κυκλοφορίας ορφανού φαρμάκου. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει εν προκειμένω ότι οι ερωτήσεις που τέθηκαν στους πραγματογνώμονες N. και K., οι οποίοι ορίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, μπορούσαν να τεθούν μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας χορηγήσεως κοινοτικής άδειας κυκλοφορίας.

49      Η αιτίαση αυτή δεν δύναται να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί, όπως εκτίθεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον κανονισμό 141/2000 (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), ότι, εφόσον μπορεί να είναι ελάχιστη ή μηδενική η κλινική πείρα σχετικά με το δυνητικό φάρμακο το οποίο αφορά η αίτηση χαρακτηρισμού του ως ορφανού φαρμάκου, η δικαιολόγηση του σημαντικού οφέλους μπορεί να βασιστεί σε υποθέσεις που διατυπώθηκαν από τον υποστηρικτή οι οποίες πρέπει να στηρίζονται σε διαθέσιμα δεδομένα και/ή στοιχεία που παρασχέθηκαν από τον τελευταίο.

50      Έτσι, μια αίτηση χαρακτηρισμού δύναται, αναλόγως της περιπτώσεως, να στηρίζεται σε προσωρινά δεδομένα που προέρχονται από προκλινικές μελέτες, δηλαδή από μελέτες σε κύτταρα και/ή ζώα και όχι σε ανθρώπους, ή, όταν αυτά υπάρχουν, σε δεδομένα που προέρχονται από κλινικές μελέτες, δηλαδή από μελέτες σε ανθρώπους. Ναι μεν οι προκλινικές μελέτες μπορούν, ως προγνωστικό, να δώσουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με το σημαντικό όφελος που ένα δυνητικό φάρμακο μπορεί να παράσχει σε σύγκριση με τις εγκεκριμένες άλλες ουσίες, πλην όμως οι κλινικές μελέτες είναι πιο κατάλληλες να το πράξουν. Συγκεκριμένα, τέτοιες μελέτες γίνονται in vivo και έτσι αποτελούν την καλύτερη δυνατή πηγή πληροφοριών. Αν οι κλινικές μελέτες καταλήξουν στο ότι δεν υπάρχει σημαντικό όφελος από το σχετικό φάρμακο, εκ προοιμίου οι προκλινικές μελέτες, οι οποίες γίνονται in vitro, δεν είναι εκείνες που θα μπορέσουν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα αυτά. Παρά ταύτα, είναι θεμιτό να υποτεθεί ότι είναι δυνατή η διατύπωση αμφιβολιών ως προς την αληθοφάνεια κλινικών μελετών λόγω μεθοδολογικών προβλημάτων που τις βαρύνουν. Τέτοιες μελέτες δεν θέτουν οριστικά υπό αμφισβήτηση τις ιδιότητες του φαρμάκου. Κατά συνέπεια, κάλλιστα είναι δυνατόν, σε μια τέτοια κατάσταση, να γίνει αναφορά σε προκλινικές μελέτες για να αξιολογηθεί η ενδεχόμενη ύπαρξη σημαντικού οφέλους από το σχετικό φάρμακο.

51      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα στήριξε την αίτηση χαρακτηρισμού του Ukrain ως ορφανού φαρμάκου σε τέσσερις κλινικές μελέτες και σε άλλα στοιχεία όπως προκλινικές μελέτες.

52      Πρώτον, όσον αφορά τις κλινικές μελέτες, η προσβαλλόμενη απόφαση επισήμανε διάφορα μεθοδολογικά προβλήματα που απέκλεισαν την αναγνώριση επαρκούς επιστημονικής αξιοπιστίας στις μελέτες αυτές. Λόγω των ως άνω μεθοδολογικών προβλημάτων, η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα ζήτησε από την προσφεύγουσα να της προσκομίσει τα πλήρη πρωτότυπα πρωτόκολλα μελέτης για να μπορέσουν να αρθούν ενδεχομένως οι αμφιβολίες σχετικά με τα τελευταία. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τα έγγραφα αυτά και ο ΕΟΦ δεν τα έλαβε, παρά τις σχετικές αιτήσεις προς τους συντάκτες των μελετών. Κατά συνέπεια, η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα διαμόρφωσε γνώμη με βάση τα διαθέσιμα έγγραφα που της είχαν διαβιβαστεί.

53      Εν προκειμένω, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή επέβαλε στις κλινικές μελέτες της φάσεως II τις προϋποθέσεις που κανονικά απαιτούνται για εκείνες της φάσεως III. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέθεσε ότι δύο φερόμενες ως τυχαιοποιημένες μελέτες έθεταν πολλαπλά προβλήματα όσον αφορά την ισορροπία τους, ότι η έλλειψη πλήρους πρωτοκόλλου και του συνόλου των αποτελεσμάτων δεν επέτρεπε αντικειμενική αξιολόγηση των τελευταίων, ότι οι δύο άλλες μελέτες παρουσίαζαν και αυτές διάφορα προβλήματα μεθοδολογικής φύσεως, ότι η μέση διάρκεια επιβιώσεως που ανέφεραν οι τέσσερις εκθέσεις κυμαινόταν από 8,1 έως 33,8 μήνες και ότι τέτοιες διαφορές μπορούσαν να αποδοθούν στα μεθοδολογικά σφάλματα που επισημάνθηκαν, και όχι στο αποτέλεσμα της θεραπείας με το Ukrain. Έτσι, η Επιτροπή δεν έπραξε τίποτε άλλο από το να δείξει την έλλειψη σαφήνειας των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν στις μελέτες της φάσεως II. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα ουδόλως απέδειξε ότι οι προϋποθέσεις που η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα επέβαλε σχετικά με τις προσκομισθείσες μελέτες της φάσεως II αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα στο επίπεδο που κανονικά απαιτείται για τις κλινικές μελέτες της φάσεως III.

54      Δεύτερον, εφόσον η Επιτροπή εκτίμησε ότι, λόγω αμφιβολιών σχετικά με την επιστημονική τους αληθοφάνεια, οι τέσσερις κλινικές μελέτες που προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα δεν μπορούν να αποτελέσουν απόδειξη του ότι το Ukrain παρέχει σημαντικό όφελος στους ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο του παγκρέατος, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη άλλα στοιχεία που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, ικανά να αποδείξουν ένα τέτοιο όφελος.

55      Πρώτον, η προσφεύγουσα αναφέρει σειρά προκλινικών μελετών από τις οποίες θεωρεί ότι προκύπτει ότι κανένα άλλο προϊόν εκτός από το Ukrain δεν έχει τόσο ευνοϊκές ιδιότητες για την καταπολέμηση του καρκίνου. Παρά ταύτα, η Επιτροπή σημείωσε, σωστά και χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί σοβαρά από την προσφεύγουσα, ότι οι μελέτες αυτές αφορούν άλλες ασθένειες και όχι τον καρκίνο του παγκρέατος. Πάντως, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι τα αποτελέσματα των μελετών αυτών ισχύουν και για τον καρκίνο του παγκρέατος. Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τη βασιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, ελλείψει συγκρίσεως με τις υπάρχουσες μεθόδους καταπολεμήσεως, οι προκλινικές μελέτες δεν ήσαν επαρκείς για να αποδειχθεί ότι το Ukrain θα ωφελήσει σημαντικά.

56      Στη συνέχεια, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν κατάφερε να αποδείξει τον προδήλως εσφαλμένο χαρακτήρα των σκέψεων της Επιτροπής όσον αφορά την κυτταροτοξικότητα του Ukrain. Συγκεκριμένα, αφενός, από την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελίδες 40 και 41 του παραρτήματος) προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίζει το συμπέρασμά της σε μια επιστημονική μελέτη (τη μελέτη Panzer του 2000) η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση την επιλεκτική κυτταροτοξικότητα του Ukrain. Αφετέρου, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μελέτη αυτή έρχεται σε αντίφαση με άλλες επιστημονικές μελέτες, και μεταξύ αυτών τη μελέτη Panzer του 1998, πόρρω απέχον από το να αναιρέσει τη βασιμότητα της συλλογιστικής της Επιτροπής, αντιθέτως αποδεικνύει την ύπαρξη επιστημονικής αβεβαιότητας στο σημείο αυτό. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη αυτή την επιστημονική αβεβαιότητα. Επιπλέον, το να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας θα είχε ως συνέπεια να συγκρίνει το Γενικό Δικαστήριο τη βασιμότητα, σε επιστημονικό επίπεδο, κάθε μιας από τις μελέτες που επικαλέστηκαν οι διάδικοι, πράγμα που θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου του στον τομέα αυτόν.

57      Επιπλέον, το γεγονός ότι το Ukrain έχει αποκτήσει το καθεστώς ορφανού φαρμάκου στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αυστραλία δεν αρκεί για να τεθούν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά την έλλειψη σημαντικού οφέλους. Συγκεκριμένα, επιρροή ασκούν μόνον οι διατάξεις της Ενώσεως που καθορίζουν τα κριτήρια χαρακτηρισμού φαρμάκων ως ορφανών φαρμάκων, οπότε το γεγονός ότι το Ukrain ικανοποιεί τα κριτήρια χαρακτηρισμού φαρμάκων ως ορφανών φαρμάκων σε άλλες χώρες δεν έχει σημασία εν προκειμένω.

58      Τέλος, η προσφεύγουσα δεν δύναται να αντλήσει επιχειρήματα από το γεγονός ότι ο υποστηρικτής του Ukrain προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ του 2005 και για το εναλλακτικό βραβείο Νόμπελ του 2007 για να θέσει υπό αμφισβήτηση τη βασιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ουδόλως έθεσε υπό αμφισβήτηση την επιστημονική ποιότητα του εφευρέτη του Ukrain, αλλά προσδιόρισε τα πολλά προβλήματα επιστημονικής μεθοδολογίας τα οποία δημιούργησαν την αμφιβολία ως προς την αληθοφάνεια των ιατρικών συμπερασμάτων που περιλαμβάνονται στις κλινικές μελέτες.

59      Με την τρίτη αιτίασή της, η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Προσάπτει στην Επιτροπή ότι, για να αξιολογήσει το Ukrain, χρησιμοποίησε κριτήρια εκτιμήσεως διαφορετικά από εκείνα που επιβλήθηκαν στους υποστηρικτές άλλων φαρμακευτικών αγωγών, όπως αυτή με το Nimuzuteb και εκείνη με το χιμαιρικό αντίσωμα κατά της μεσοθηλίνης, και ισχυρίζεται ότι οι απαιτήσεις που τάχθηκαν στους εν λόγω υποστηρικτές, για να πετύχουν τον χαρακτηρισμό του φαρμάκου τους ως ορφανού φαρμάκου, ήσαν χαμηλότερες.

60      Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη δυσμενείς διακρίσεις λόγω του ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη απρόσφορα στοιχεία που δεν απαιτήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών χαρακτηρισμού φαρμάκων ως ορφανών φαρμάκων σχετικά με άλλες φαρμακευτικές αγωγές. Ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απορρέει περισσότερο από «αγορακεντρική πολιτική» και λιγότερο από επιλογή στηριγμένη στα καθιερωμένα κριτήρια. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το τελευταίο επιχείρημα προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως και είναι απαράδεκτο, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

61      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως είναι απορριπτέα. Συγκεκριμένα, αφενός, τα κριτήρια στα οποία αναφέρθηκε η Επιτροπή είναι ορθά, όπως δείχτηκε πιο πάνω. Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας χαρακτηρισμού άλλων φαρμάκων ως ορφανών φαρμάκων χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα κριτήρια, η προσφεύγουσα δεν δύναται να επικαλεστεί βασίμως το στοιχείο αυτό, επειδή η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συγκεραστεί με την αρχή της νομιμότητας, κατά την οποία ουδείς δύναται να επικαλεστεί παρανομία που διαπράχθηκε υπέρ άλλου [βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1373, σκέψη 160· της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T-106/00, Streamserve κατά ΓΕΕΑ (STREAMSERVE), Συλλογή 2002, σ. II-723, σκέψη 67, και της 20ής Μαρτίου 2002, T-23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1705, σκέψη 367].

62      Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη απρόσφορα στοιχεία που δεν απαιτήθηκαν στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών χαρακτηρισμού φαρμάκων ως ορφανών φαρμάκων, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα αν είναι απαράδεκτο.

63      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ουδόλως αποδεικνύει ποιο άλλο κριτήριο από εκείνο του σημαντικού οφέλους εφαρμόστηκε από την Επιτροπή και δεν προβάλλει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η τελευταία έχει ως πολιτική να ευνοεί ορισμένες φαρμακευτικές επιχειρήσεις εις βάρος άλλων. Αντιθέτως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν έπραξε τίποτε άλλο από το να απαιτήσει, σύμφωνα με αυτό που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 141/2000, να αποδειχθεί ότι το Ukrain ωφελεί σημαντικά. Έτσι, η απαίτηση σημαντικού οφέλους ουδόλως απορρέει από «αγορακεντρική πολιτική», αλλά είναι κριτήριο που απορρέει από την εφαρμοστέα νομοθεσία.

64      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 141/2000 πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη προσόντων και αμεροληψίας του καθηγητή H. W.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

65      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο καθηγητής H. W., τον οποίο η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα όρισε ως εμπειρογνώμονα στη διαδικασία χαρακτηρισμού του Ukrain ως ορφανού φαρμάκου, δεν είχε τα προσόντα να εκφέρει γνώμη επί του εν λόγω φαρμάκου επειδή δεν είναι ειδικός στον τομέα της ογκολογίας.

66      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο καθηγητής H. W. είχε ήδη προβεί σε αρνητική γνωμάτευση σχετικά με το Ukrain στο πλαίσιο δύο διαδικασιών που αφορούσαν το ίδιο φάρμακο στην Αυστρία και ότι τούτο θέτει υπό αμφισβήτηση την επιστημονική του αντικειμενικότητα σε σχέση με το φάρμακο αυτό.

67      Η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορα επιχειρήματα για να αποδείξει την έλλειψη αμεροληψίας του καθηγητή H. W. Πρώτον, υποστηρίζει ότι ο καθηγητής αυτός αγνόησε τα νέα αποτελέσματα αναλύσεων τα οποία παρουσιάζονται σε πρόσφατες μελέτες.

68      Δεύτερον, παρατηρεί ότι ο καθηγητής H. W. δεν έλαβε υπόψη, ούτε γνωστοποίησε στην Επιτροπή, το γεγονός ότι η καταπολέμηση με το Ukrain διευκολύνει την επέμβαση για την αφαίρεση του καρκινώδους όγκου, ότι ορισμένες δημοσιεύσεις στις οποίες στηρίζεται είναι αντιφατικές όσον αφορά τη φερόμενη τοξικότητα του Ukrain και ότι το φάρμακο αυτό είναι το μόνο που, για την καταπολέμηση του καρκίνου του παγκρέατος, μπορεί να χορηγηθεί ενδομυϊκά χωρίς να νεκρώσει ιστούς.

69      Τρίτον, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι παρουσίασε μελέτες της φάσεως II, δηλαδή τις λεγόμενες «πιλοτικές» μελέτες για να εξακριβωθεί αν δύναται να διαπιστωθεί και κλινικώς η in vitro αποτελεσματικότητα του Ukrain επί των ανθεκτικότατων κυττάρων του καρκίνου του παγκρέατος. Προσάπτει στους καθηγητές H. W., N. και K. ότι μεταχειρίστηκαν αυτές τις «πιλοτικές» μελέτες ως μελέτες της φάσεως III, οι οποίες, κανονικά, πραγματοποιούνται μόνον όταν έχει υποβληθεί αίτηση χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας του φαρμάκου που έχει χαρακτηριστεί ως ορφανό φάρμακο.

70      Η προσφεύγουσα σημειώνει ότι οι κλινικές μελέτες δεν αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ενός φαρμάκου ως ορφανού φαρμάκου. Πάντως, κατά την προσφεύγουσα, η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις μελέτες αυτές και στις επικρίσεις που έκρινε ότι μπορεί να διατυπώσει εναντίον τους για να δικαιολογήσει την αρνητική γνώμη.

71      Επιπλέον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι οι επικρίσεις του καθηγητή H. W. όσον αφορά τις τέσσερις κλινικές μελέτες που παρουσίασε η προσφεύγουσα αντιστοιχούν σχεδόν κατά γράμμα με εκείνες που διατυπώθηκαν στην παλαιά έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που είχε καταρτιστεί για το αυστριακό Υπουργείο Υγείας. Κατά την προσφεύγουσα, το αλυσιτελές των επικρίσεων αυτών γίνεται εναργές ιδίως από δύο αμφιλεγόμενα σχόλια που διατυπώθηκαν κατά της εκθέσεως Gansauge του 2002.

72      Επιπλέον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι είναι αλυσιτελής ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η ψήφος του καθηγητή H. W. «δεν ελήφθη υπόψη στην απόφαση». Συγκεκριμένα, διατείνεται ότι τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν επελέγησαν από τον καθηγητή H. W. και ότι ούτε οι πραγματογνώμονες που γνωμάτευσαν στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής ούτε η Επιτροπή αξιολόγησαν το Ukrain διαφορετικά απ’ ό,τι ο καθηγητής H. W.

73      Η Επιτροπή αρνείται τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και συνάγει ότι είναι αβάσιμος ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

74      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 141/2000 ορίζει ότι τα μέλη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα μπορούν να συνοδεύονται από πραγματογνώμονες.

75      Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι, σε έναν περίπλοκο επιστημονικό τομέα όπως είναι αυτός των ορφανών φαρμάκων, η Επιτροπή στις περισσότερες περιπτώσεις επικυρώνει τις γνώμες της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα, μη έχοντας άλλες επαρκείς πηγές πληροφορήσεως στον σχετικό τομέα. Άλλωστε, με αυτό το πνεύμα ο κοινοτικός νομοθέτης εκτίμησε ότι μόνον κατ’ εξαίρεση θα λαμβάνεται απόφαση μη σύμφωνη με τη γνώμη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 5, παράγραφος 8, του κανονισμού 141/2000 ορίζει ότι, «[ό]ταν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σχέδιο απόφασης δεν συμφωνεί με τη γνώμη της επιτροπής, η τελική απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 73 του κανονισμού […] 2309/93».

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, αφενός, πρέπει να σημειωθεί ότι η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα δύναται να εκτελέσει την αποστολή της μόνον αν αποτελείται από πρόσωπα που έχουν τις απαιτούμενες επιστημονικές γνώσεις στους διάφορους σχετικούς τομείς ή αν τα μέλη της μπορούν να συμβουλευθούν πραγματογνώμονες οι οποίοι έχουν τις γνώσεις αυτές (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 22).

77      Αφετέρου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διαδικασία χαρακτηρισμού φαρμάκων ως ορφανών φαρμάκων είναι μια διοικητική διαδικασία που συνεπάγεται περίπλοκες επιστημονικές αξιολογήσεις για τις οποίες η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Επομένως, εν προκειμένω, κατά μείζονα λόγο επιβάλλεται να τηρούνται οι εγγυήσεις που η κοινοτική έννομη τάξη παρέχει σχετικά με τις διοικητικές διαδικασίες, μία από τις οποίες εγγυήσεις είναι να εξετάζονται, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως που ασκούν επιρροή. Μια τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να τηρηθεί αν η γνώμη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα, επί της οποίας στηρίζεται η Επιτροπή, διατυπώθηκε από πραγματογνώμονες που επέδειξαν μεροληψία.

78      Λαμβανομένων υπόψη ακριβώς αυτών των παρατηρήσεων πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας.

79      Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση ότι ο καθηγητής H. W., ο οποίος είναι ειδικός στον τομέα της φαρμακολογίας, δεν έχει τα προσόντα να εκφέρει γνώμη εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα στηρίζεται, στην ουσία, στο γεγονός ότι ο τελευταίος δεν είναι ειδικός για τους καρκινώδεις όγκους εφόσον δεν έχει την ιδιότητα του ογκολόγου. Η αιτίαση αυτή καταλήγει στην ουσία στο να υποστηριχτεί ότι μόνον ένας ογκολόγος έχει τη δυνατότητα να εκφέρει επιστημονικώς έγκυρη γνώμη για το Ukrain και ότι, μη προσφεύγοντας σε ειδικό στον τομέα της ογκολογίας, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

80      Παρά ταύτα, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, γενικά όσον αφορά την επιλογή φαρμακολόγου και ειδικά όσον αφορά την επιλογή του καθηγητή H. W.

81      Συγκεκριμένα, αφενός, είναι θεμιτή η απόφαση της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα να συμβουλευθεί ειδικό στον τομέα της φαρμακολογίας για να αξιολογήσει αν το Ukrain ωφελεί σημαντικά τους ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο του παγκρέατος. Πράγματι, ο φαρμακολόγος μελετά τους μηχανισμούς αλληλεπιδράσεως μεταξύ μιας δραστικής ουσίας και του οργανισμού στον οποίο αναπτύσσεται η ουσία αυτή, έτσι ώστε τα αποτελέσματα αυτά να μπορέσουν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για θεραπευτικούς σκοπούς. Ως εκ τούτου, ένας ειδικός στον τομέα της φαρμακολογίας παρουσιάζεται ως ο κατάλληλος εμπειρογνώμονας να εκφέρει επιστημονικώς έγκυρη γνώμη για τις συνέπειες ενός δυνητικού φαρμάκου στον οργανισμό.

82      Αφετέρου, δεν δύναται εύλογα να αμφισβητηθεί ότι ο καθηγητής H. W. έχει κύρος στον τομέα της φαρμακολογίας. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι περιλαμβάνεται στον κατάλογο Ευρωπαίων πραγματογνωμόνων, ότι επί πολλά έτη ήταν διευθυντής του ινστιτούτου φαρμακολογίας αυστριακού πανεπιστημίου και ότι, μεταξύ του 1997 και του 2000, ήταν μέλος της επιτροπής για τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα, δηλαδή της τωρινής επιτροπής για τα φάρμακα για ανθρώπινη χρήση, στον ΕΟΦ.

83      Επιπλέον, ο καθηγητής H. W. είχε ήδη γνωματεύσει ως πραγματογνώμονας στο πλαίσιο δύο διαδικασιών σχετικά με το Ukrain στην Αυστρία. Ως εκ τούτου, εύλογα δύναται να γίνει δεκτό ότι ο καθηγητής αυτός έχει ακόμη πιο άρτιες γνώσεις σχετικά με το εν λόγω δυνητικό φάρμακο.

84      Επομένως, το γεγονός ότι η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα επέλεξε τον καθηγητή H.W. δικαιολογείται από την ιδιότητά του ως αναγνωρισμένου ειδικού στον τομέα της φαρμακολογίας και από τις γνώσεις που ήδη είχε αποκτήσει σχετικά με το Ukrain.

85      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που στηρίζεται στη φερόμενη έλλειψη προσόντων του καθηγητή H.W. να εκφέρει γνώμη σχετικά με το Ukrain.

86      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι ο καθηγητής H.W. στερείται αμεροληψίας.

87      Πρώτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν τα κοινοτικά όργανα έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας η τήρηση των εγγυήσεων που η κοινοτική έννομη τάξη παρέχει σχετικά με τις διοικητικές διαδικασίες. Στις εγγυήσεις αυτές περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως που ασκούν επιρροή (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Technische Universität München, σκέψη 76 ανωτέρω, σκέψη 14, και απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2007, C-326/05 P, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-6557, σκέψη 77· απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T-167/94, Nölle κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2589, σκέψη 73).

88      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η απαίτηση αμεροληψίας στην οποία υπόκεινται τα κοινοτικά όργανα καταλαμβάνει και τους πραγματογνώμονες που γνωματεύουν συναφώς. Ειδικότερα, όταν ένας πραγματογνώμονας καλείται να εκφέρει γνώμη σχετικά με τις συνέπειες δυνητικού φαρμάκου, ο τελευταίος πρέπει να εκτελέσει την αποστολή του με πλήρη αμεροληψία (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T-70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3495, σκέψεις 172, 183 και 211).

89      Εν προκειμένω, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα ορίζει ότι, για επιστημονικές ή τεχνικές πτυχές, η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα και οι ομάδες εργασίας που έχει συστήσει μπορούν να συνοδεύονται από πραγματογνώμονες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο Ευρωπαίων πραγματογνωμόνων. Βάσει του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου κανονισμού, τα μέλη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα και των ομάδων εργασίας, καθώς και οι πραγματογνώμονες δεν πρέπει να έχουν άμεσο συμφέρον στη φαρμακοβιομηχανία το οποίο θα μπορούσε να θίξει την αμεροληψία και την ανεξαρτησία τους και οφείλουν να δηλώνουν πριν από κάθε συνεδρίαση κάθε συμφέρον που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους όσον αφορά τα θέματα της ημερήσιας διατάξεως.

90      Διαπιστώνεται ότι ο καθηγητής H. W. δήλωσε επικαλούμενος τον λόγο της τιμής του ότι δεν έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον στη φαρμακοβιομηχανία και ότι η διαπίστωση αυτή δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση από την προσφεύγουσα. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο πραγματογνώμονας αυτός τήρησε τις επιταγές δηλώσεως κατά τα άρθρα 10 και 11 του εσωτερικού κανονισμού και δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του.

91      Δεύτερον, η προσφεύγουσα εσφαλμένως υποστηρίζει ότι απλώς και μόνο το γεγονός ότι ο πραγματογνώμονας H.W. είχε καταρτίσει έκθεση πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο δύο διαδικασιών σχετικά με το Ukrain συνεπάγεται ότι ο πραγματογνώμονας αυτός δεν μπορούσε, χωρίς να παραβεί την υποχρέωση αμεροληψίας, να μετάσχει υπό την ίδια ιδιότητα στη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

92      Συγκεκριμένα, η μόνη υποχρέωση που προβλέπεται από τον εσωτερικό κανονισμό της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα, της οποίας η μη τήρηση θα μπορούσε να οδηγήσει στο να αμφισβητηθεί η αμεροληψία του καθηγητή H. W., είναι η υποχρέωση να μην υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων με τη φαρμακοβιομηχανία. Πάντως, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 90 ανωτέρω, ουδόλως αμφισβητήθηκε το ότι ο εν λόγω πραγματογνώμονας δεν είχε κανένα συμφέρον ικανό να συγκρουστεί με το αντικείμενο της αποστολής που του ανατέθηκε.

93      Από την υποχρέωση αμεροληψίας δεν δύναται να συναχθεί νομικό κώλυμα να γνωματεύσει ένας πραγματογνώμονας στο πλαίσιο διαδικασίας χαρακτηρισμού ενός φαρμάκου ως ορφανού φαρμάκου, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι αυτός είχε ήδη γνωματεύσει σχετικά με το ίδιο φάρμακο στο πλαίσιο άλλης, εθνικής διαδικασίας που είχε κινηθεί σε κράτος μέλος της Ενώσεως.

94      Τρίτον, η προσφεύγουσα ατελέσφορα προσπαθεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του καθηγητή H. W. στηριζόμενη σε σειρά συναφών περιστατικών.

95      Ευθύς εξ αρχής, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι τα σχόλια του καθηγητή H. W. αντιστοιχούν σχεδόν κατά γράμμα σε εκείνα της παλαιάς πραγματογνωμοσύνης που είχε γίνει για το αυστριακό Υπουργείο Υγείας, ούτε αυτό αποδεικνύει ότι ο καθηγητής H. W. επέδειξε μεροληψία. Τούτο θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο τελευταίος θεώρησε ότι εκεί επρόκειτο για το μόνο επιστημονικώς αποδεκτό συμπέρασμα όσον αφορά το Ukrain.

96      Στη συνέχεια, αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο εν λόγω πραγματογνώμονας, για να εκφέρει τη γνώμη του, δεν αγνόησε τις πρόσφατες μελέτες που παρουσίασε η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, από το παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο καθηγητής H. W. έλαβε υπόψη μελέτες, όπως οι μελέτες Aschhoff του 2003 και Gansauge του 2007, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μετά τις πραγματογνωμοσύνες στις οποίες είχε προβεί στο πλαίσιο δύο εθνικών διοικητικών διαδικασιών σχετικά με το Ukrain, κατόπιν αιτήσεως του αυστριακού Υπουργείου Υγείας.

97      Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η αμεροληψία του καθηγητή H. W. δύναται να τεθεί υπό αμφισβήτηση για τον λόγο ότι σκοπίμως έλαβε υπόψη μόνο αρνητικές δημοσιεύσεις σχετικά με το Ukrain. Αν υποτεθεί ότι ο καθηγητής H. W. δεν προέβαλε περισσότερο τις θετικές δημοσιεύσεις σχετικά με το Ukrain, παρά ταύτα επικαλέστηκε αρκούντως μεγάλο αριθμό αρνητικών στοιχείων βάσει των οποίων και μόνον εύλογα ήταν θεμιτό να εκφέρει με πλήρη επιστημονική αντικειμενικότητα αρνητική γνώμη επί του ζητήματος του σημαντικού οφέλους που παρέχεται από το Ukrain.

98      Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα ότι ο καθηγητής H. W., ακριβώς όπως οι καθηγητές N. και K., μεταχειρίστηκε κλινικές μελέτες της φάσεως II ως μελέτες της φάσεως III, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 53 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν έπραξε τίποτε άλλο από το να δείξει την έλλειψη σαφήνειας των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν στις μελέτες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη φάση II.

99      Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, αντιθέτως προς αυτό που αφήνει να νοηθεί η προσφεύγουσα, θετικά στοιχεία ορισμένων μελετών, όπως το φαινόμενο της «περικλείσεως του όγκου», δεν απεκρύβησαν, αλλά όντως τέθηκαν σε γνώση της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα, οπότε τα μέλη της τελευταίας εξέφεραν δυσμενή γνώμη έχοντας γνώση του συνόλου των παρατηρήσεων και των εξηγήσεων της προσφεύγουσας.

100    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η γνώμη που εξέφερε ο καθηγητής H. W. υπαγορεύθηκε από μη αμιγώς επιστημονικές σκέψεις.

101    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, είναι απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι ο καθηγητής H. W. στερούνταν προσόντων και αμεροληψίας.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως της Επιτροπής

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

102    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η γνώμη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα είναι εσφαλμένη.

103    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο μηχανισμός δράσεως του Ukrain είναι διαφορετικός από τα εγκεκριμένα φάρμακα και ότι ο λόγος αυτός είναι αρκετός για να χαρακτηριστεί το Ukrain ως ορφανό φάρμακο. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι η δράση του Ukrain είναι επιλεκτική, εφόσον δεν βλάπτει τα φυσιολογικά κύτταρα και, επομένως, δεν επιδεινώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών. Ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς τις παραδοσιακές μεθόδους καταπολεμήσεως, η ενδομυϊκή χορήγηση του Ukrain δεν νεκρώνει ιστούς. Υποστηρίζει επιπλέον ότι το Ukrain παρατείνει τη διάρκεια ζωής των ασθενών και, ειδικότερα, υπογραμμίζει ότι, συνδυαζόμενο με το Gemcitabine, το Ukrain παρατείνει κατά 120 ημέρες τη διάρκεια ζωής των ασθενών.

104    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα ενδιαφέροντα αποτελέσματα που ελήφθησαν με τη χορήγηση του Ukrain σε ασθενείς εκτέθηκαν στην αίτηση χαρακτηρισμού του ως ορφανού φαρμάκου και υποστηρίχτηκαν με τέσσερις κλινικές μελέτες, καθώς και με πολύ ελπιδοφόρες προκλινικές μελέτες. Όσον αφορά τις κλινικές μελέτες, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι από αυτές προκύπτει ότι έμμεσες συγκρίσεις μεταξύ του συνδυασμού, αφενός, του Gemcitabine και του Ukrain, και, αφετέρου, του Gemcitabine και του Erlotinib κατέστησαν δυνατό να αποδειχθεί η ενισχυμένη αποτελεσματικότητα του Ukrain. Όσο για τις προκλινικές μελέτες, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, μολονότι συχνά στη φαρμακολογία διαπιστώνεται απόσταση μεταξύ καλών προκλινικών αποτελεσμάτων και απογοητευτικών κλινικών αποτελεσμάτων, αυτό δεν συνέβη με το Ukrain. Κατά συνέπεια, φρονεί ότι τα στοιχεία αυτά έπρεπε να της είχαν δώσει τη δυνατότητα να πετύχει να χαρακτηριστεί το Ukrain ως ορφανό φάρμακο.

105    Εν προκειμένω, και δεύτερον, η προσφεύγουσα αρνείται τα μεθοδολογικά προβλήματα που επικαλέστηκαν η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα, ο πραγματογνώμονας H. W. και οι πραγματογνώμονες N. και K. σε απάντηση ερωτήσεων της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα.

106    Όσον αφορά τη μελέτη Zemskov του 2002, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι εκεί δεν διευκρινίστηκαν οι στατιστικές μέθοδοι, ισχυριζόμενη ότι η μελέτη αυτή ανέφερε τις καμπύλες επιβιώσεως Kaplan-Meier και ότι είχε εφαρμοστεί ένα τεστ «log rank». Όσον αφορά τη μελέτη Aschhoff του 2003, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τη μελέτη αυτή προκύπτει σαφώς ότι, μεταξύ Αυγούστου του 1997 και Δεκεμβρίου του 2003, έλαβαν μέρος στη μελέτη 28 ασθενείς, εκ των οποίων 21 δεν αντιδρούσαν στο Gemcitabine και 7 είχαν αρνηθεί τη χημειοθεραπεία, και ότι εντεύθεν δύναται να συναχθεί ότι τουλάχιστον 21 από τους 28 ασθενείς βρίσκονταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο και είχαν ήδη εξαντλήσει όλες τις δυνατές θεραπευτικές επιλογές. Προσθέτει, όσον αφορά τις δύο προαναφερθείσες μελέτες, ότι ο μικρός αριθμός ασθενών εξηγείται από το γεγονός ότι οι δύο κλινικές τις οποίες αφορούσαν οι μελέτες δεν ήσαν ειδικευμένες στην καταπολέμηση του καρκινώματος στο πάγκρεας.

107    Όσον αφορά τη μελέτη Gansauge του 2002, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα κριτήρια που καθιστούν δυνατό να αξιολογηθεί το στάδιο της ασθένειας (staging) των ασθενών που έλαβαν μέρος στη μελέτη αυτή είχαν διεθνώς αναγνωριστεί από την Union internationale contre le cancer (Διεθνή ένωση κατά του καρκίνου) (UICC) και επομένως ήσαν σαφή.

108    Όσον αφορά τη μελέτη Gansauge του 2007, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε το γεγονός ότι η δημοσίευση αυτή περιείχε πρόσθετα δεδομένα όσον αφορά το πλεονέκτημα της επιβοηθητικής θεραπείας που συνδέει το Gemcitabine με το Ukrain και όσον αφορά την εντεύθεν σημαντική παράταση της διάρκειας επιβιώσεως.

109    Εν κατακλείδι, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η γνώμη που διατυπώθηκε από την επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα δεν διαμορφώθηκε με αντικειμενικότητα. Υπό την έννοια αυτή, παρατηρεί ότι ορισμένες παρουσιασθείσες επιστημονικές δημοσιεύσεις παρερμηνεύτηκαν, και μάλιστα αγνοήθηκαν. Υποστηρίζει ότι είναι ανακριβής και αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι «μεθοδολογικές ατασθαλίες» μπόρεσαν να επηρεάσουν υπέρ του Ukrain τα αποτελέσματα αναλύσεων.

110    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

111    Πρέπει ευθύς εξ αρχής να υπομνησθεί ότι στην Επιτροπή πρέπει να αναγνωρίζεται ευρεία διακριτική ευχέρεια σε τομείς όπου αυτή οφείλει να προβαίνει σε περίπλοκες τεχνικές και/ή επιστημονικές αξιολογήσεις. Στο πλαίσιο του δικαστικού του ελέγχου, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την Επιτροπή, αν εμφιλοχώρησε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή αν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας (απόφαση Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, σκέψη 87 ανωτέρω· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Νοεμβρίου 2002, T-74/00, T-76/00, T-83/00 έως T-85/00, T-132/00, T-137/00 και T-141/00, Artegodan κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-4945, σκέψη 201, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, T-326/07, Cheminova κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 107).

112    Στη συνέχεια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διαδικασία την οποία εισήγαγε το άρθρο 5 του κανονισμού 141/2000 χαρακτηρίζεται από τον ουσιώδη ρόλο της αντικειμενικής και ενδελεχούς επιστημονικής αξιολογήσεως, από την επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα, των συνεπειών των σχετικών δυνητικών φαρμάκων. Συγκεκριμένα, εφόσον η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προβεί σε επιστημονικές εκτιμήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα και/ή το επιβλαβές ενός φαρμάκου στο πλαίσιο της διαδικασίας αιτήσεως χαρακτηρισμού ενός φαρμάκου ως ορφανού φαρμάκου, η υποχρεωτική διαβούλευση με την επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα προορισμό έχει να της παράσχει τα απαραίτητα στοιχεία επιστημονικής εκτιμήσεως για να μπορέσει να καθορίσει, με πλήρη γνώση της υποθέσεως, τα κατάλληλα μέτρα προς διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Artegodan κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 111 ανωτέρω, σκέψη 198). Έτσι, η γνώμη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα, ακόμη και αν δεν δεσμεύει την Επιτροπή, έχει παρά ταύτα αποφασιστική σημασία. Εν προκειμένω, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 75 ανωτέρω, από το άρθρο 5, παράγραφος 8, του κανονισμού 141/2000 προκύπτει ότι θεωρήθηκε εξαιρετική περίπτωση η λήψη αποφάσεως μη σύμφωνης με τη γνώμη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα.

113    Τέλος, από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός του Ukrain ως ορφανού φαρμάκου με την ένδειξη «Καταπολέμηση του καρκίνου του παγκρέατος» δεν έγινε δεκτός για τους λόγους που παρατίθενται στην έκθεση της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα η οποία αποτελεί παράρτημα της πιο πάνω αποφάσεως. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν απέστη της γνώμης της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα και, αντιθέτως, υιοθέτησε τις διαπιστώσεις που εκτέθηκαν στη γνώμη αυτή.

114    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ο έλεγχος της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως πρέπει να ασκηθεί όσον αφορά το σύνολο των κρίσεων που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβανομένων εκείνων στις οποίες η απόφαση αυτή παραπέμπει, δηλαδή και των κρίσεων που περιέχονται στο παράρτημα, το οποίο επομένως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

115    Η άσκηση του ελέγχου της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως συνεπάγεται, σε πρώτο στάδιο, απαρίθμηση των ουσιωδών στοιχείων που περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση. Στο πλαίσιο των τεσσάρων πρώτων μερών του παραρτήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκθέτει ότι η προσφεύγουσα στηρίχθηκε σε τέσσερις κλινικές μελέτες για να αποδείξει τις θεραπευτικές ιδιότητες του Ukrain: στη μελέτη Zemskov του 2002, στη μελέτη Gansauge του 2002, στη μελέτη Aschhoff του 2003 και στη μελέτη Gansauge του 2007. Ωστόσο, αναφέρει ότι οι τέσσερις αυτές μελέτες, από τις οποίες προέρχονται τα κλινικά δεδομένα όσον αφορά τον καρκίνο του παγκρέατος, έχουν μεθοδολογικά και πρακτικά προβλήματα τα οποία έβλαψαν σοβαρά τη χρησιμότητά τους για να αξιολογηθεί η ιατρική αληθοφάνεια των συμπερασμάτων, και ειδικότερα η ύπαρξη σημαντικού οφέλους.

116    Η Επιτροπή διευκρινίζει συναφώς ότι οι τέσσερις προαναφερθείσες μελέτες πραγματοποιήθηκαν επί συνόλου 190 ασθενών που είχαν καρκίνο του παγκρέατος και ότι επικαλούνται σημαντικά αποτελέσματα όσον αφορά το ποσοστό επιβιώσεως των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε Ukrain. Ωστόσο, η Επιτροπή σημειώνει ότι δύο φερόμενες ως τυχαιοποιημένες μελέτες έθεταν πολλαπλά προβλήματα όσον αφορά την ισορροπία τους, πράγμα που έβλαψε σοβαρά τη δυνατότητα σαφούς ερμηνείας των αποτελεσμάτων, και ότι η έλλειψη πλήρους πρωτοκόλλου και του συνόλου των αποτελεσμάτων δεν επέτρεπε την αντικειμενική αξιολόγηση των τελευταίων. Η Επιτροπή διευκρίνισε συναφώς ότι ο ΕΟΦ ατελέσφορα ζήτησε κατ’ επανάληψη από την προσφεύγουσα να του παράσχει τις μελέτες αυτές. Επιπλέον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι δύο άλλες μελέτες παρουσίαζαν και αυτές διάφορα προβλήματα μεθοδολογικής φύσεως. Διαπίστωσε ότι η μέση διάρκεια επιβιώσεως, που αναφέρουν οι τέσσερις μελέτες, κυμαινόταν μεταξύ 8,1 και 33,8 μηνών. Σημείωσε ότι η προσφεύγουσα δέχθηκε τις διαφορές αυτές και τις απέδωσε σε «διαφορές όσον αφορά τον πληθυσμό και τη δοσολογία». Η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι διαφορές αυτές μπορούσαν να αποδοθούν σε ορισμένα από τα προαναφερθέντα μεθοδολογικά σφάλματα, και όχι στα αποτελέσματα της μεθόδου καταπολεμήσεως. Υπογράμμισε επίσης ότι μια πρόσφατη ανεξάρτητη ανάλυση (Ernst and Schmidt, 2005) σχετικά με τη δυνητική αποτελεσματικότητα του Ukrain στην ογκολογία, ανάλυση η οποία δημοσιεύθηκε σε επιστημονικό περιοδικό έχοντας υποβληθεί σε αξιολόγηση από ομότιμους ειδικούς, συνήγαγε ότι η μεθοδολογική ποιότητα των περισσότερων μελετών σχετικά με το Ukrain είναι μέτρια, ότι η ερμηνεία διαφόρων δοκιμών είχε προσκρούσει σε άλλα προβλήματα, ότι πολλές προειδοποιήσεις εμπόδιζαν την εξαγωγή θετικού συμπεράσματος και ότι ήταν επείγον να γίνουν αυστηρές και ανεξάρτητες μελέτες.

117    Η Επιτροπή έκρινε ότι η διαθέσιμη τεκμηρίωση δεν περιείχε καμία ανεξάρτητη μελέτη αυτού του είδους και υπογράμμισε συναφώς ότι, όταν άλλοι ερευνητές είχαν προσπαθήσει να μελετήσουν το Ukrain σε κλινική δοκιμή της φάσεως II, προκειμένου να αποδείξουν την αποτελεσματικότητά του σε διάφορες μορφές καρκίνων, είχαν δηλώσει ότι δεν μπόρεσαν να λάβουν το φάρμακο αυτό (Farrugia and Slevin, 2000).

118    Επιπλέον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι ο ισχυρισμός περί σημαντικού οφέλους σε σχέση με τις διαθέσιμες μεθόδους καταπολεμήσεως, ιδίως δε σε σχέση με τα εγκεκριμένα φάρμακα που καταπολεμούν την ίδια πάθηση (το Gemcitabine και το Erlotinib), δεν είχε στηριχθεί επαρκώς με τις διαθέσιμες αποδείξεις, λαμβανομένων υπόψη των αντιφατικών προκλινικών αποδείξεων, των μεθοδολογικών προβλημάτων και της ελλείψεως δυνατότητας αναπαραγωγής που είχαν επισημανθεί στις επιστημονικές δημοσιεύσεις.

119    Λόγω των αμφιβολιών όσον αφορά την αληθοφάνεια των δημοσιευθέντων δεδομένων, η Επιτροπή ανέφερε ότι ζήτησε από την προσφεύγουσα να της διαβιβάσει τα πλήρη πρωτότυπα πρωτόκολλα μελέτης και τις εκθέσεις μελέτης για να μπορέσει να αξιολογήσει τα παρασχεθέντα δεδομένα, στο πλαίσιο της δικαιολογήσεως των ισχυρισμών περί σημαντικού οφέλους. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να της παράσχει τα έγγραφα αυτά και δικαιολόγησε τούτο με το γεγονός ότι οι τέσσερις κλινικές μελέτες, στις οποίες στηρίχθηκαν οι ισχυρισμοί περί σημαντικού οφέλους, ανήκουν στους ερευνητές που τις είχαν διενεργήσει. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ο ΕΟΦ ήλθε σε επαφή με τους τέσσερις συντάκτες των σχετικών κλινικών μελετών, ζητώντας τους τις πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους και τα αποτελέσματα. Σημείωσε ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τον ιατρό Gansauge δεν περιείχαν νέα στοιχεία και ότι ουδεμία πληροφορία διαβιβάστηκε όσον αφορά τη μελέτη Zemskov.

120    Τέλος, η Επιτροπή ανέφερε ότι η προσφεύγουσα ορθώς είχε υπογραμμίσει ότι η υποβολή των δεδομένων αυτών δεν ήταν υποχρεωτική στο στάδιο του χαρακτηρισμού του φαρμάκου ως ορφανού φαρμάκου, αλλά ότι ήταν δύσκολο να δεχθεί τον ισχυρισμό περί σημαντικού οφέλους μόνο βάσει των δεδομένων που υπήρχαν στις επιστημονικές δημοσιεύσεις, λαμβανομένων υπόψη των πολλαπλών μεθοδολογικών προβλημάτων που είχαν θέσει οι δημοσιεύσεις αυτές.

121    Στο πέμπτο μέρος του παραρτήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 141/2000, η προσφεύγουσα παρουσίασε, στις 6 Σεπτεμβρίου 2007, λεπτομερή τεκμηρίωση προς στήριξη της από 25 Ιουνίου 2007 προσφυγής κατά της αρνητικής γνώμης που η επιτροπή για τα ορφανά φάρμακα διατύπωσε στις 31 Μαΐου 2007. Στη συνέχεια, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, ορίστηκαν δύο πραγματογνώμονες, οι καθηγητές K. και N., με αποστολή να απαντήσουν σε τρεις ερωτήσεις. Η πρώτη ερώτηση ήταν αν οι πραγματογνώμονες συμφωνούσαν με τη γνώμη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα ότι οι διαθέσιμες αποδείξεις ήσαν ανεπαρκείς για να αποδειχθεί ότι το Ukrain ωφελεί σημαντικά. Η δεύτερη αφορούσε το ζήτημα αν οι πραγματογνώμονες συμμερίζονταν την άποψη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα όσον αφορά την ύπαρξη μεθοδολογικών προβλημάτων στις τέσσερις μελέτες που είχε επικαλεστεί η προσφεύγουσα. Όσο για την τρίτη ερώτηση, αφορούσε το ζήτημα αν η λεπτομερής τεκμηρίωση έδινε διευκρινίσεις όσον αφορά τα προβλήματα που είχαν τεθεί στο πλαίσιο της πρώτης γνώμης.

122    Το παράρτημα αναφέρει ότι οι πραγματογνώμονες έδωσαν θετική απάντηση στις δύο πρώτες ερωτήσεις. Όσον αφορά την τρίτη ερώτηση, θεώρησαν ότι ουδεμία διευκρίνιση, σχετικά με τα προβλήματα που τέθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης γνώμης, παρασχέθηκε από την προσφεύγουσα.

123    Ακολούθως, η Επιτροπή ανέφερε, στο παράρτημα, τις εξαντλητικές απαντήσεις που δόθηκαν στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και, επομένως, τους λόγους για τους οποίους δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη σημαντικού οφέλους.

124    Ακριβώς σε σχέση με όλα αυτά τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και στο παράρτημα που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της, πρέπει, σε δεύτερο στάδιο, να καθοριστεί αν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί ότι συντρέχουν πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως.

125    Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στις ιδιότητες του Ukrain. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς τα ήδη εγκεκριμένα φάρμακα που σκοπό έχουν να καταπολεμήσουν τον καρκίνο του παγκρέατος, η δράση του Ukrain είναι επιλεκτική, επειδή δεν καταστρέφει τα υγιή κύτταρα και δρα μόνον επί των καρκινικών κυττάρων, επειδή δεν έχει σημαντικές παρενέργειες και επειδή παρατείνει το προσδόκιμο ζωής των ασθενών. Μολονότι δεν πρέπει να αποκλειστεί ότι τέτοιες ιδιότητες μπορούν να παράσχουν, στο πλαίσιο συγκρίσεως με τις ιδιότητες των εγκεκριμένων φαρμάκων, σημαντικό όφελος υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 141/2000 στα πρόσωπα που έχουν καρκίνωμα στο πάγκρεας, εντούτοις διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, τίθεται υπό αμφισβήτηση η ίδια η επιστημονική μεθοδολογία των μελετών στις οποίες στηρίζονται τα συμπεράσματα αυτά.

126    Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να εξεταστεί αν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας θέτουν υπό αμφισβήτηση τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν από τους πραγματογνώμονες και από την Επιτροπή σχετικά με τις διάφορες μελέτες που η προσφεύγουσα είχε επικαλεστεί προς στήριξη της αιτήσεώς της.

127    Πρώτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις διαπιστώσεις που έγιναν από τον πραγματογνώμονα K., στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, ότι οι μελέτες Zemskov του 2002 και Aschhoff του 2003 χαρακτηρίζονται από μικρό αριθμό ασθενών σε πολύ μακρό χρονικό διάστημα. Παρά ταύτα, η προσφεύγουσα αρκείται να ισχυριστεί ότι ο μικρός αυτός αριθμός ασθενών εξηγείται από το γεγονός ότι οι δύο κλινικές τις οποίες αφορούν οι μελέτες δεν είναι ειδικευμένες στην καταπολέμηση του καρκινώματος στο πάγκρεας. Μια τέτοια εξήγηση ουδόλως καθιστά δυνατό να αποδειχθεί ότι στο σημείο αυτό εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε πλάνη εκτιμήσεως.

128    Δεύτερον, πρέπει να καθοριστεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι μελέτες στις οποίες στηρίζεται δεν βαρύνονται με μεθοδολογικά προβλήματα.

129    Πρώτον, όσον αφορά τη μελέτη Zemskov του 2002, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι αυτή δεν διευκρινίζει τις στατιστικές μεθόδους, ισχυριζόμενη ότι η μελέτη αυτή ανέφερε τις καμπύλες επιβιώσεως Kaplan-Meier και ότι είχε εφαρμοστεί ένα τεστ «log rank». Καίτοι διαπιστώνεται ότι οι δύο προαναφερθείσες στατιστικές μέθοδοι όντως περιλαμβάνονται στη μελέτη Zemskov, εντούτοις πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επίκριση της Επιτροπής σχετικά με την έλλειψη στατιστικής μεθόδου αφορά τα προαπαιτούμενα των μεθόδων αυτών. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι, για να μπορέσει να αξιολογήσει τις εν λόγω καμπύλες επιβιώσεως όσων έλαβαν μέρος στη μελέτη, έπρεπε να αναφερθούν ο τρόπος που συστάθηκαν οι ομάδες των προσώπων αυτών καθώς και τα κριτήρια (ηλικία, φύλο κλπ.) όσον αφορά όσους απετέλεσαν τις διάφορες ομάδες. Πάντως, χωρίς στο σημείο αυτό να αντικρουστεί από την προσφεύγουσα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η μελέτη αυτή δεν περιείχε καμία πληροφορία εν προκειμένω.

130    Στη συνέχεια, όσον αφορά τη μελέτη Gansauge του 2002, η προσφεύγουσα ατελέσφορα υποστηρίζει ότι αναγνωρίζονταν από την UICC τα κριτήρια καθορισμού του σταδίου της ασθένειας (staging) που εφαρμόστηκαν στη μελέτη αυτή. Συγκεκριμένα, όπως αυτό που εκτέθηκε για τη μελέτη Zemskov του 2002, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι το μεθοδολογικό πρόβλημα που διαπιστώθηκε στη μελέτη αυτή ανάγεται στα προαπαιτούμενα. Ανέφερε ότι τα κριτήρια υπαγωγής που εφαρμόστηκαν από τη μελέτη ήσαν αόριστα, επειδή τα κριτήρια που καθιστούσαν δυνατό να αξιολογηθεί το στάδιο της ασθένειας (staging) δεν είχαν διευκρινιστεί πριν περιληφθούν στη μελέτη, και επειδή δεν διευκρινίστηκε ούτε αν έγινε ενδοσκόπηση σε όλους τους ασθενείς. Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι οι πληροφορίες αυτές μπορούσαν να έχουν συνέπειες για την επιβίωση του ασθενούς ανεξαρτήτως της μεθόδου καταπολεμήσεως που εφαρμόστηκε.

131    Η προσφεύγουσα περιορίστηκε να αναφέρει ότι τα κριτήρια αυτά είχαν αναγνωριστεί από την UICC και δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα για να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως η Επιτροπή έκρινε ότι τα σχετικά με το Ukrain συμπεράσματα που περιέχονται στη μελέτη Gansauge του 2002 επιδέχονταν επιφυλάξεις και δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι το Ukrain ωφελεί σημαντικά τους ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο του παγκρέατος.

132    Επιπλέον, όσον αφορά τη μελέτη Aschhoff του 2003, η Επιτροπή έδειξε ότι επρόκειτο για αναδρομική μελέτη και ότι δεν αναφέρθηκαν τα κριτήρια υπαγωγής και αναθέσεως, οπότε δεν μπορούσε να αποκλειστεί ένα «βεβιασμένο βήμα», δηλαδή μεθοδολογικό σφάλμα που οδηγεί σε εσφαλμένα αποτελέσματα. Η συλλογιστική της προσφεύγουσας ότι από τη μελέτη προκύπτει σαφώς ότι μεταξύ Αυγούστου του 1997 και Δεκεμβρίου του 2003 στη μελέτη αυτή έλαβαν μέρος 28 ασθενείς, εκ των οποίων 21 δεν αντιδρούσαν στο Gemcitabine και 7 είχαν αρνηθεί τη χημειοθεραπεία, και ότι εντεύθεν μπορούσε να συναχθεί ότι τουλάχιστον 21 από τους 28 ασθενείς βρίσκονταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο και είχαν ήδη εξαντλήσει όλες τις θεραπευτικές επιλογές δεν δύναται να αρκέσει για να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι θεμιτές επιφυλάξεις που η Επιτροπή διατύπωσε σχετικά με τη μελέτη αυτή.

133    Τέλος, όσον αφορά τη μελέτη Gansauge του 2007 σχετικά με την επιβοηθητική θεραπεία που συνδέει το Gemcitabine με το Ukrain, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι η μελέτη αυτή δεν παρείχε τη δυνατότητα να διακριθούν τα αποτελέσματα του Ukrain από τα αποτελέσματα του Gemcitabine ούτε να αποδειχθεί ότι η μέθοδος καταπολεμήσεως ήταν γενικά αποτελεσματική. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι δεν υπήρχε «ομάδα placebo», η οποία συνήθως είναι αναγκαία όταν δεν υπάρχει εγκεκριμένο φάρμακο για την επιβοηθητική θεραπεία, οπότε η σύγκριση έγινε με ιστορικά δεδομένα. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι όλοι οι ασθενείς που έλαβαν μέρος στη μελέτη αυτή είχαν υγιή περιθώρια αντιδράσεως κατά τη χειρουργική επέμβαση και επομένως αποτελούσαν άκρως προεπιλεγμένη ομάδα για την οποία η πρόγνωση ήταν καλύτερη. Πόρρω απέχουσα από το να αντικρούσει τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, η προσφεύγουσα περιορίστηκε να υπογραμμίσει ότι η δημοσίευση αυτή περιείχε πρόσθετα δεδομένα όσον αφορά το πλεονέκτημα της επιβοηθητικής θεραπείας η οποία συνδέει το Gemcitabine με το Ukrain και όσον αφορά την εντεύθεν σημαντική παράταση της διάρκειας επιβιώσεως. Τέτοια επιχειρήματα ουδόλως αποδεικνύουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή.

134    Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο μηχανισμός δράσεως του Ukrain είναι διαφορετικός από εκείνον των εγκεκριμένων ουσιών και ότι αυτό αποτελεί αφ’ εαυτού επαρκή λόγο για να συναχθεί η ύπαρξη σημαντικού οφέλους. Όπως εκτέθηκε στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η απόδειξη του σημαντικού οφέλους του Ukrain δεν δύναται να απορρεύσει από τέτοιους μηχανισμούς δράσεως του φαρμάκου αυτού, αλλά συνεπάγεται σύγκριση του τελευταίου με τα ήδη εγκεκριμένα φάρμακα. Απλώς και μόνον το γεγονός ότι ο μηχανισμός δράσεως ενός φαρμάκου είναι διαφορετικός από εκείνον ενός ήδη εγκεκριμένου άλλου φαρμάκου δεν σημαίνει ότι το πρώτο φάρμακο ωφελεί σημαντικά όσους έχουν την πάθηση που τα δύο αυτά φάρμακα τεκμαίρεται ότι καταπολεμούν. Συγκεκριμένα, αν τα αποτελέσματα της χρήσεως του πρώτου φαρμάκου δεν είναι διαφορετικά από εκείνα που λαμβάνονται με τη χρήση του δεύτερου, μικρή σημασία έχει το ότι τα δύο φάρμακα καταλήγουν στην ουσία στα ίδια αποτελέσματα με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσεως και, στην περίπτωση αυτή, δεν δύναται να τεθεί ζήτημα σημαντικού οφέλους από τη χρήση του πρώτου φαρμάκου.

135    Ομοίως, ατελέσφορα η προσφεύγουσα, όσον αφορά τις παρατηρήσεις της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα που διατυπώθηκαν εν κατακλείδι της διαδικασίας προσφυγής, επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της ότι οι ιδιότητες του Ukrain έχουν ως αποτέλεσμα ότι το φάρμακο αυτό ωφελεί σημαντικά. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τόσο οι πραγματογνώμονες που γνωμάτευσαν στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας και της διαδικασίας προσφυγής όσο και τα μέλη της επιτροπής για τα ορφανά φάρμακα διαπίστωσαν σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματα στις τέσσερις μελέτες στις οποίες στηρίζεται η προσφεύγουσα. Πάντως, ακριβώς λόγω των μεθοδολογικών αυτών προβλημάτων η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν δύναται να δώσει αντικειμενική επιστημονική αξία στα αποτελέσματα των μελετών αυτών. Επομένως, περιοριζόμενη να επαναλάβει το αποτέλεσμα των μελετών αυτών, η προσφεύγουσα ουδόλως απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

136    Εν προκειμένω, πρέπει να απορριφθούν και οι επικρίσεις που η προσφεύγουσα διατύπωσε κατά των επιχειρημάτων περί τοξικότητας του φαρμάκου τα οποία περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή στηρίχθηκε στη μελέτη Panzer του 2000 για να διατυπώσει επιφυλάξεις σχετικά με τη φερόμενη επιλεκτική κυτταροτοξικότητα των συστατικών του Ukrain. Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 56 ανωτέρω, αφενός, σε ένα τόσο περίπλοκο επιστημονικό τομέα, η προβληματική αυτή εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής. Αφετέρου, απλώς και μόνον το γεγονός ότι τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής δεν επιβεβαιώθηκαν από άλλες εκθέσεις δεν αποδεικνύει, αφ’ εαυτού, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

137    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως πρέπει να απορριφθεί.

138    Δεδομένου ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα κρίθηκαν απορριπτέοι, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

139    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Now Pharm AG στα δικαστικά έξοδα.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων

Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποφανθεί εκ νέου επί της από 6 Φεβρουαρίου 2007 αιτήσεως της προσφεύγουσας, λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 141/2000

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη προσόντων και αμεροληψίας του καθηγητή H. W.

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως της Επιτροπής

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.