Language of document :

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LÉGER

της 13ης Ιουνίου 2002 (1)

Υπόθεση C-422/00

Capespan International plc

κατά

Commissioners of Customs & Excise

[αίτηση του VAT και Duties Tribunal, London (Ηνωμένο Βασίλειο)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)]

«Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας - Οπωροκηπευτικά - Δασμολογητέα αξία»

1.
    Με την παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ζητείται να καθορισθεί ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να υπολογίζεται η δασμολογητέα αξία ορισμένων οπωροκηπευτικών εισαχθέντων στην Κοινότητα από τρίτες χώρες. Τα επίμαχα οπωροκηπευτικά είναι τα περιλαμβανόμενα στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) 3223/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος κατά την εισαγωγή οπωροκηπευτικών (2).

2.
    Στα οπωροκηπευτικά που καλύπτονται από το κείμενο αυτό επιβάλλεται κατά την εισαγωγή μικτός δασμός. Πρόκειται για έναν δασμό που αποτελείται από δύο στοιχεία, ήτοι από έναν δασμό κατ' αξία, που εκφράζεται σε ποσοστό επί της αξίας του εμπορεύματος και από ένα ειδικό δασμό, που εκφράζεται σε ECU ανά 100 kg καθαρού βάρους. Ο δασμός κατ' αξία υπολογίζεται βάσει της δασμολογητέας αξίας του προϊόντος, ενώ ο ειδικός δασμός υπολογίζεται με βάση την «τιμή εισόδου» του προϊόντος στην Κοινότητα.

3.
    Εν προκειμένω, οι παρεμβαίνοντες διαφωνούν ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υπολογιστεί η δασμολογητέα αξία αυτών των οπωροκηπευτικών. Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρούν ότι η δασμολογητέα αξία πρέπει να υπολογίζεται με βάση την τιμή εισόδου των προϊόντων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού 3223/94. Αντίθετα, η εταιρία Capespan International plc (στο εξής: Capespan) υποστηρίζει ότι η δασμολογητέα αξία πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των κανονισμών (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (3), και 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 (4).

I - Τα πραγματικά περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

4.
    Η Capespan είναι εισαγωγέας φρούτων με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά την περίοδο μεταξύ της 18ης Μαρτίου 1997 και της 24ης Αυγούστου 1998 (5), εισήγαγε φρούτα (ιδίως μήλα) από τη Νότια Αφρική). Τα φρούτα αυτά πωλήθηκαν εντός της Κοινότητας με προσωρινή τιμή, η οποία προσαρμόστηκε κατά το τέλος της περιόδου.

5.
    Για να καθορίσει τη δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων φρούτων, η Capespan θεώρησε ότι μπορούσε να στηριχθεί στις διατάξεις του άρθρου 29 του τελωνειακού κώδικα. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι η δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων είναι ίση με τη «συναλλακτική αξία», ήτοι την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα προϊόντα. Εντούτοις, επειδή η οριστική τιμή των φρούτων δεν ήταν γνωστή κατά τη στιγμή της εισαγωγής τους, η Capespan δήλωσε προσωρινή ένδειξη της δασμολογητέας αξίας τους, σύμφωνα με το άρθρο 254 του εκτελεστικού κανονισμού.

6.
    Οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου - οι Commissioners of Customs & Excise - αμφισβήτησαν το κύρος της μεθόδου που χρησιμοποίησε η Capespan.

7.
    Αφενός, θεώρησαν ότι η δασμολογητέα αξία των επίμαχων φρούτων δεν μπορούσε να υπολογισθεί με βάση το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα. Κατ' αυτές, όταν τα φρούτα εμπίπτουν στον κανονισμό 3223/94, η δασμολογητέα αξία πρέπει να καθορίζεται με βάση την τιμή εισόδου των προϊόντων στην Κοινότητα. Αφετέρου, οι τελωνειακές αρχές θεώρησαν ότι η Capespan δεν μπορούσε να δηλώσει προσωρινή δασμολογητέα αξία σύμφωνα με το άρθρο 254 του εκτελεστικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, αξίωσαν από την εταιρία αυτή την καταβολή ποσού 2 884 279 λιρών στερλινών για τις εισαγωγές στις οποίες είχε προβεί κατά την επίμαχη περίοδο.

8.
    Η Capespan άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του VAT και Duties Tribunal, London (Ηνωμένο Βασίλειο). Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτιόταν από την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που επικαλέσθηκαν οι διάδικοι. Επομένως, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)    Πρέπει η δασμολογητέα αξία των προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα του κανονισμού [...] 3223/94 [...], όπως αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (EΚ) 1890/96 της Επιτροπής (της 30ής Σεπτεμβρίου 1996 [...]), και εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα από τις 18 Mαρτίου 1997 αλλά πριν από τις 18 Ιουλίου 1998, ημερομηνία την οποία ορίζει για την έναρξη της ισχύος του ο κανονισμός (EΚ) 1498/98 της Επιτροπής (της 14ης Ιουλίου 1998, για τροποποίηση του κανονισμού 3223/94 [...]), για την τροποποίση του άρθρου 5 του κανονισμού 3223/94, να καθοριστεί σύμφωνα με

    α)    τους κανόνες που διατυπώνονται στο κεφάλαιο 3 του τίτλου II (δηλαδή στα άρθρα 28 έως 36) του [τελωνειακού κώδικα] και τους κανόνες που διατυπώνονται στον τίτλο V (δηλαδή στα άρθρα 141 έως 181α) του [εκτελεστικού] κανονισμού ή

    β)    το άρθρο 5 του κανονισμού 3223/94;

2)    Αν η δασμολογητέα αξία δεν πρέπει να καθοριστεί σύμφωνα με κάποιον από τους ανωτέρω κανόνες, ποια είναι η ορθή βάση για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των προϊόντων αυτών;

3)    Είναι έγκυρος ο κανονισμός 1498/98, που τροποποιεί με ισχύ από 18 Ιουλίου 1998 το άρθρο 5 του κανονισμού 3223/94, [...];

4)    Αν ο κανονισμός 1498/98 δεν είναι έγκυρος, πώς πρέπει να καθοριστεί η δασμολογητέα αξία των προϊόντων των οποίων έγινε μνεία στο ερώτημα 1 και τα οποία εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα από τις 18 Ιουλίου 1998;

5)    Ανεξαρτήτως του κύρους του κανονισμού 1498/98, αποκλείει ο κανονισμός 3223/94 την προσωρινή ένδειξη της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 254 του εκτελεστικού κανονισμού;»

II - Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο

9.
    Οι κρίσιμες διατάξεις για την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων περιλαμβάνονται στην τελωνειακή νομοθεσία και στη γεωργική νομοθεσία. Για μεγαλύτερη σαφήνεια, θα παρουσιάσω τις διατάξεις αυτές εντάσσοντάς τες στο γενικότερό τους πλαίσιο.

A - Η τελωνειακή νομοθεσία

10.
    Την τελωνειακή νομοθεσία αποτελούν, κυρίως, ο τελωνειακός κώδικας και ο εκτελεστικός κανονισμός.

11.
    Ο τελωνειακός κώδικας ορίζει ότι οι εισαγωγικοί δασμοί βασίζονται στο Κοινό Δασμολόγιο (6). Διευκρινίζει ότι το δασμολόγιο αυτό περιλαμβάνει τη συνδυασμένη ονοματολογία των εμπορευμάτων καθώς και τους συντελεστές και τα άλλα στοιχεία εισπράξεως που ισχύουν όσον αφορά τους δασμούς και τις γεωργικές εισφορές (7).

12.
    Στις 23 Ιουλίου 1987, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2658/87, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το Κοινό Δασμολόγιο (8). Το παράρτημα I του κανονισμού αυτού περιλαμβάνει τη συνδυασμένη ονοματολογία και πίνακα δασμών του Κοινού Δασμολογίου. Το παράρτημα αυτό τροποποιείται κάθε χρόνο και η κρίσιμη για την υπό κρίση υπόθεση μορφή του είναι:

-    για το έτος 1997, ο κανονισμός (ΕΚ) 1734/96 της Επιτροπής, της 9ης Σεπτεμβρίου 1996, που τροποποιεί το παράρτημα Ι του κανονισμού 2658/87 (9)·

-    για το έτος 1998, ο κανονισμός (ΕΚ) 2086/97 της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 1997, που τροποποιεί το παράρτημα I του κανονισμού 2658/87 (10).

13.
    Για τα οπωροκηπευτικά τα οποία εμπίπτουν στον κανονισμό 3223/94, το παράρτημα I του κανονισμού 2658/87 περιλαμβάνει τη συνδυασμένη ονοματολογία και πίνακα δασμών για τα «προϊόντα για τα οποία ισχύει τιμή εισόδου» (11). Επισημαίνει ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής της τιμής εισόδου καθορίζονται από τον κανονισμό 3223/94 (12).

14.
    Στα οπωροκηπευτικά που περιλαμβάνονται στον πίνακα αυτόν επιβάλλεται μικτός δασμός (13). Πρόκειται για δασμό που αποτελείται από δύο στοιχεία, ήτοι από δικαίωμα κατ' αξία, που εκφράζεται σε ποσοστό επί της αξίας του εμπορεύματος (14), και από ειδικό δασμό που εκφράζεται σε ECU ανά 100 kg καθαρού βάρους. Το δικαίωμα κατ' αξία υπολογίζεται με βάση την αξία του προϊόντος ενώ ο ειδικός δασμός υπολογίζεται με βάση την τιμή εισόδου. Επί πλέον, ο ειδικός δασμός είναι αντιστρόφως ανάλογος με την τιμή εισόδου. Αυτό σημαίνει ότι όσο χαμηλότερη είναι η τιμή εισόδου τόσο υψηλότερος είναι ο ειδικός δασμός (15).

15.
    .τσι, η τιμή εισόδου καθιστά δυνατό τον καθορισμό της δασμολογικής κατατάξεως των οπωροκηπευτικών καθώς και του συντελεστή των εφαρμοστέων δασμών (δασμός κατ' αξία και ειδικός δασμός). Το στοιχείο αυτό δεν αμφισβητείται από τους παρεμβαίνοντες στην παρούσα διαδικασία. Αντίθετα, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να υπολογισθεί η δασμολογητέα αξία των προϊόντων. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή θεωρούν ότι η τιμή εισόδου πρέπει να χρησιμοποιείται και για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών. Αντίθετα, η Capespan υποστηρίζει ότι η αξία αυτή πρέπει να καθορίζεται με βάση τα άρθρα 29 έως 36 του τελωνειακού κώδικα.

16.
    Τα άρθρα 29 έως 36 του κώδικα περιλαμβάνουν τους κανόνες που επιτρέπουν να καθορισθεί η «δασμολογητέα αξία για την εφαρμογή του [Κοινού] Δασμολογίου, καθώς και άλλων μέτρων [...] που θεσπίζονται από ειδικές κοινοτικές διατάξεις στα πλαίσια των εμπορικών συναλλαγών» (16).

17.
    Τα εν λόγω άρθρα προβλέπουν έξι μεθόδους υπολογισμού. Οι μέθοδοι αυτές πρέπει να εφαρμόζονται διαδοχικά, με αποτέλεσμα αν η δασμολογητέα αξία δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί με βάση μια μέθοδο, είναι αναγκαίο να εφαρμόζεται η επόμενη μέθοδος (17). Κατά τις διατάξεις αυτές, η δασμολογητέα αξία είναι:

α)    η «συναλλακτική αξία» του προϊόντος, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το έδαφος της Κοινότητας (άρθρο 29, παράγραφος 1, του κώδικα) (18)·

    

β)    η συναλλακτική αξία πανομοιότυπων εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται για εξαγωγή με προορισμό την Κοινότητα και εξάγονται κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα (άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο α´, του κώδικα)·

γ)    η συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό την Κοινότητα και τα οποία εξάγονται κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα (άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο β´, του κώδικα)·

δ)    η αξία που βασίζεται επί της τιμής μονάδος που αντιστοιχεί στις πωλήσεις μέσα στην Κοινότητα εισαγόμενων εμπορευμάτων ή πανομοιότυπων ή ομοειδών εισαγόμενων εμπορευμάτων οι οποίες αντιπροσωπεύουν συνολικά τη μεγαλύτερη ποσότητα (άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο γ´, του κώδικα)·

ε)    η «κατασκευασμένη» αξία, που ισούται προς το άθροισμα του κόστους της κατασκευής των εμπορευμάτων, ποσού που αντιπροσωπεύει τα κέρδη και τα γενικά έξοδα καθώς και τα έξοδα μεταφοράς και ασφάλισης των εμπορευμάτων μέχρι τον τόπο εισόδου τους στο έδαφος της Κοινότητας (άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο δ´ του κώδικα)·

στ)    αξία καθοριζόμενη με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία (άρθρο 31 του κώδικα).

18.
    Το άρθρο 36, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα προβλέπει εξαίρεση από τους κανόνες αυτούς για τα εμπορεύματα που δεν διατηρούνται τα οποία συνήθως παραδίδονται υπό το καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη. Η πώληση επί παρακαταθήκη είναι η πράξη που συνίσταται στην παράδοση των εμπορευμάτων με σκοπό να πωληθούν μεταγενέστερα (19). Στην περίπτωση αυτή ο εισαγωγέας μπορεί να ζητήσει να υπολογισθεί η δασμολογητέα αξία με τους απλουστευμένους κανόνες που προβλέπουν τα άρθρα 173 έως 177 του εκτελεστικού κανονισμού.

19.
    Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς, η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών (20) μπορεί να υπολογισθεί με βάση μια «κατά μονάδα τιμή» αναφοράς. Το σύστημα αυτό - αρκετά περίπλοκο - συνίσταται στον υπολογισμό της αξίας των εμπορευμάτων με βάση την τιμή τους σε ορισμένες διεθνείς αγορές (21). Ορίζει ότι, κάθε δεκαπέντε ημέρες η Επιτροπή πρέπει να καθορίζει, για κάθε προϊόν, μια κατά μονάδα αξία, η οποία εκφράζεται σε νομίσματα των κρατών μελών, ανά 100 kg καθαρού βάρους (22). Η κατά μονάδα αξία καθορίζεται με βάση:

-    τη μέση κατά τιμή μονάδα η οποία υπολογίζεται με βάση τις τιμές που διαπιστώθηκαν για τις παρτίδες των εμπορευμάτων σε συγκεκριμένα κέντρα εμπορίας (23). Αυτή η κατά μονάδα τιμή υπολογίζεται βάσει των πωλήσεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ εισαγωγέων και χονδρεμπόρων και πρέπει να μειωθεί: κατά ένα περιθώριο εμπορίας που ανέρχεται σε 15 %, κατά τα έξοδα μεταφοράς και ασφαλίσεως των προϊόντων στο εσωτερικό της Κοινότητας, κατά ένα κατ' αποκοπήν ποσόν ύψους 5 ECU καθώς και κατά τους εισαγωγικούς δασμούς και λοιπές επιβαρύνσεις που δεν ενσωματώνονται σε δασμολογητέα αξία (24)·

-    τις ποσότητες που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία ανά πολιτικό έτος με είσπραξη των εισαγωγικών δασμών (25).

20.
    Η κατά μονάδα τιμή αντιστοιχεί στον σταθμισμένο μέσο όρο των μέσων κατά μονάδα τιμών σε σχέση με τις ποσότητες εμπορευμάτων που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία (26). Η προσφυγή στο σύστημα αυτό είναι προαιρετική για τον εισαγωγέα (27). Αν χρησιμοποιήσει το σύστημα αυτό, η δασμολογητέα αξία των προϊόντων του θα καθορισθεί στο ύψος της κατά μονάδα αξίας που ισχύει κατά την εξεταζόμενη περίοδο (28). Οι κατά μονάδα αξίες εφαρμόζονται για περιόδους δεκαπέντε ημερών (29).

21.
    Ο τελωνειακός κώδικας προβλέπει επίσης απλουστευμένους κανόνες για τις διατυπώσεις διασαφήσεως. Κατ' αρχήν, ο εισαγωγέας πρέπει να συντάσσει τη διασάφησή του σε επίσημο έντυπο (30). Επί πλέον, η διασάφηση πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς (31).

22.
    Εντούτοις, το άρθρο 76 του κώδικα ορίζει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εισαγωγέας μπορεί να παραλείψει ορισμένα στοιχεία από τη διασάφησή του. .τσι, όταν πρόκειται για εμπορεύματα που υποβάλλονται σε δασμούς κατ' αξίαν, ο εισαγωγέας που δεν είναι σε θέση να δηλώσει την οριστική δασμολογητέα αξία μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 254 του εκτελεστικού κανονισμού, να προβεί σε προσωρινή ένδειξη της αξίας αυτής (32). Στην περίπτωση αυτή, οι τελωνειακές αρχές προβαίνουν στην είσπραξη των δασμών που υπολογίστηκαν με βάση την προσωρινή αξία, και απαιτούν τη σύσταση εγγυήσεως που θα καλύπτει τη διαφορά μεταξύ των δασμών αυτών και των δασμών στους οποίους είναι δυνατόν να υποβάλλονται οριστικώς τα προϊόντα αυτά (33).

B - Η γεωργική νομοθεσία

23.
    Η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών είναι μία από τις κοινές οργανώσεις που προβλέπει το άρθρο 40 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 34 ΕΚ).

24.
    Στην αρχή, η γεωργική νομοθεσία περιλαμβανόταν σε διάφορους κοινοτικούς κανονισμούς που κωδικοποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, της 18ης Μα.ου 1972, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών (34). Ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνει πολλές διατάξεις περί οργανώσεως του καθεστώτος συναλλαγών με τις τρίτες χώρες (35).

25.
    Ειδικότερα, η πραγματοποίηση κοινής αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών προϋπέθετε την καθιέρωση ενιαίου καθεστώτος συναλλαγών με τις τρίτες χώρες (36). Το Συμβούλιο εκκινεί από τη σκέψη ότι η εφαρμογή των δασμών του Κοινού Δασμολογίου πρέπει, κατ' αρχήν, να επαρκεί για τη σταθεροποίηση της κοινοτικής αγοράς (37). Εντούτοις, θεώρησε ότι είναι αναγκαίο να προβλέψει διατάξεις ικανές να αποτρέψουν διαταραχές οφειλόμενες σε προσφορές προελεύσεως τρίτων χωρών σε μη κανονικές τιμές (38). .τσι, ο βασικός κανονισμός θέσπισε ένα μηχανισμό αποβλέποντα στον καθορισμό «τιμής αναγωγής» και στην είσπραξη επί πλέον του δασμού εξισωτικής εισφοράς όταν η τιμή των εισαγόμενων προϊόντων είναι κατώτερη από την τιμή αναγωγής (39).

26.
    Ο μηχανισμός αυτός είναι οργανωμένος κατά τον ακόλουθο τρόπο.

27.
    Κάθε χρόνο, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν μια τιμή αναγωγής για τα οπωροκηπευτικά που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του βασικού κανονισμού (40). Η τιμή αναγωγής ισούται με τον μέσο όρο των τιμών στην παραγωγή κάθε κράτους μέλους προσηυξημένο κατά ποσόν που αντιστοιχεί στις δαπάνες εμπορίας των προϊόντων στην Κοινότητα (41). Η τιμή αναγωγής καθορίζεται για ένα έτος ή για περιόδους του έτους (42).

28.
    Επί πλέον, η Επιτροπή καθορίζει μια τιμή εισόδου για κάθε προϊόν και για κάθε χώρα προελεύσεως (43). Αυτή η τιμή εισόδου αντιστοιχεί στη χαμηλότερη τιμή που διαπιστώνεται για το 30 % τουλάχιστον των ποσοτήτων της εν λόγω χώρας προελεύσεως, οι οποίες πωλούνται σε όλες τις αντιπροσωπευτικές αγορές (44). Η τιμή αυτή πρέπει να μειωθεί με βάση διάφορα στοιχεία (45), ήτοι κατά τους δεσμούς που αναγράφονται στο Κοινό Δασμολόγιο, κατά τις ενδεχόμενες εξισωτικές εισφορές, κατά τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή καθώς και κατά τα έξοδα μεταφοράς των προϊόντων από τα σημεία διέλευσης στα σύνορα της Κοινότητας μέχρι τις αντιπροσωπευτικές αγορές εισαγωγής στις οποίες διαπιστώνονται οι τιμές. Διαφορετικά απ' ό,τι η τιμή αναγωγής, η τιμή εισόδου υπολογίζεται για κάθε ημέρα αγοράς (46).

29.
    Ο βασικός κανονισμός προβλέπει ότι, αν η τιμή εισόδου ενός προϊόντος διατηρείται επί δύο συνεχείς ημέρες αγοράς σε επίπεδο κατώτερο του επιπέδου της τιμής αναγωγής, θεσπίζεται εξισωτική εισφορά για την εν λόγω προέλευση (47). Η εισφορά αυτή ισούται με τη διαφορά μεταξύ της τιμής αναγωγής και της μέσης τιμής εισόδου, δηλαδή του μέσου όρου των δύο τελευταίων διαθέσιμων τιμών εισόδου (48). Η εισφορά προστίθεται στους ισχύοντες δασμούς (49).

30.
    Το προπαρατιθέμενο σύστημα σκοπούσε στην προστασία της κοινοτικής παραγωγής από τις εισαγωγές από τρίτες χώρες. Επέτρεπε να εξασφαλισθεί ότι οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων που κυκλοφορούν στην κοινοτική αγορά είναι όμοιες με αυτές που ισχύουν για τα προϊόντα που καλλιεργούνται εντός της Κοινότητας (50).

31.
    Ο μηχανισμός αυτός εξετάστηκε εκ νέου μετά την υπογραφή, στις 15 Απριλίου 1994, της τελικής πράξεως περί περατώσεων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (στο εξής: τελική πράξη), της συμφωνίας περί ιδρύσεως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: ΠΟΕ), καθώς και πολλών συμφωνιών που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1 έως 4 της συμφωνίας περί ιδρύσεως του ΠΟΕ (στο εξής: συμφωνίες ΠΟΕ) (51).

32.
    Η συμφωνία για τη γεωργία περιλαμβάνεται μεταξύ των συμφωνιών ΠΟΕ που υπογράφηκαν στο Marakech (Μαρόκο) το 1994 (52). Με αυτή επιχειρείται μεταρρύθμιση του εμπορίου στον τομέα της γεωργίας και σκοπείται, μεταξύ άλλων, η επέκταση της προσβάσεως στις αγορές των κρατών μελών προϊόντων από άλλα κράτη μέλη (53). Προς τούτο, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας τα κράτη μέλη υποχρεώνονται να μετατρέψουν σε δασμούς όλα τα μέτρα που περιορίζουν την εισαγωγή γεωργικών προϊόντων στο έδαφός τους (54). Τα περιοριστικά αυτά μέτρα περιλαμβάνουν κυμαινόμενες εισφορές κατά την εισαγωγή (55), όπως η εξισωτική εισφορά που προβλέπει ο βασικός κανονισμός (56).

33.
    Στις 22 Δεκεμβρίου 1994, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 3290/94, σχετικά με τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των συμφωνιών οι οποίες έχουν συναφθεί στο πλαίσιο των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (57).

34.
    Κατά τη συμφωνία για τη γεωργία, ο κανονισμός 3290/94 καταργεί τις μεταβαλλόμενες εισφορές κατά την εισαγωγή (58). Το Συμβούλιο θέσπισε την αρχή κατά την οποία οι εφαρμοστέοι δασμολογικοί συντελεστές θα καθορισθούν στο Κοινό Δασμολόγιο (59). Εντούτοις, στον τομέα των οπωροκηπευτικών θέσπισε συμπληρωματικό στην είσπραξη σταθερών δασμών μηχανισμό (60).

35.
    Στη θέση της εξισωτικής εισφοράς που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός, το Συμβούλιο θέσπισε τον μηχανισμό των «τιμών εισόδου». Ο μηχανισμός αυτός καθιστά δυνατή την επιβολή για τα οπωροκηπευτικά ειδικών δασμών, σε περίπτωση που η τιμή εισόδου εντός της Κοινότητας είναι κατώτερη από μια «κατ' αποκοπήν τιμή εισαγωγής». Διέπεται από το άρθρο 23 του βασικού κανονισμού, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί με το παράρτημα XIII του κανονισμού 3290/94 (στο εξής: τροποποιηθείς κανονισμός), καθώς και από τον κανονισμό 3223/94.

36.
    Αυτός ο μηχανισμός «τιμών εισόδου» οργανώνεται κατά τον ακόλουθο τρόπο.

37.
    Για κάθε προϊόν και για κάθε προέλευση, η Επιτροπή υπολογίζει μια κατ' αποκοπήν αξία κατά την εισαγωγή (61). Η αξία αυτή καθορίζεται με βάση:

-    τις αντιπροσωπευτικές μέσες τιμές των προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες (62) και διατίθενται στις αγορές εισαγωγής των κρατών μελών (63). Οι τιμές αυτές πρέπει να διαπιστώνονται στο στάδιο εισαγωγέα/χονδρεμπόρου ενώ μειώνονται με βάση ορισμένα στοιχεία (64), ήτοι κατά ένα περιθώριο εμπορίας που ανέρχεται σε 15 % και κατά τα έξοδα μεταφοράς και ασφαλίσεως των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας·

-    τις συνολικές ποσότητες εμπορευμάτων που αντιστοιχούν στις προαναφερόμενες τιμές (65).

38.
    Η κατ' αποκοπήν αξία κατά την εισαγωγή αντιστοιχεί στον μέσο σταθμισμένο όρο των αντιπροσωπευτικών τιμών, οι οποίες μειώνονται κατ' αποκοπήν κατά 5 ECU ανά 100 kg καθαρού βάρους καθώς και κατά τους κατ' αξία δασμούς (66). Υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα (67).

39.
    Εξάλλου, ο κανονισμός 3223/94 θεσπίζει τους κανόνες με βάση τους οποίους καθορίζεται η τιμή εισόδου των οπωροκηπευτικών. Το άρθρο 5 θεσπίζει τρεις μεθόδους υπολογισμού από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ο εισαγωγέας. Κατά τη διάταξη αυτή, η τιμή εισόδου είναι ίση:

α)    με την τιμή fob (free on board) των προϊόντων στη χώρα καταγωγής, προσαυξημένη με τα έξοδα ασφαλίσεως και μεταφοράς μέχρι τα σύνορα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, εφόσον η τιμή και τα έξοδα αυτά είναι γνωστά κατά τη στιγμή της δηλώσεως θέσεως των προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία (άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, του κανονισμού 3223/94)·

β)    με τη δασμολογητέα αξία που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο γ´, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ήτοι την αξία που βασίζεται επί της τιμής μονάδας που αντιστοιχεί στις πωλήσεις μέσα στην Κοινότητα εισαγομένων προϊόντων ή προϊόντων πανομοιότυπων ή ομοειδών (άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 3223/94)·

γ)    με την κατ' αποκοπήν αξία κατά την εισαγωγή, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τους προπαρατεθέντες κανόνες (άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, του κανονισμού 3223/94).

40.
     Το δασμολόγιο προβλέπει ότι, αν η τιμή εισόδου είναι κατώτερη από την κατ' αποκοπήν αξία κατά την εισαγωγή, τα εισαγόμενα προϊόντα υπόκεινται σε ειδικό δασμό. Ο ειδικός δασμός είναι αντιστρόφως ανάλογος προς την τιμή εισόδου (68). Αυτό συνεπάγεται ότι όσο χαμηλότερη είναι η τιμή εισόδου τόσο υψηλότερος είναι ο ειδικός δασμός. Αντίθετα, αν η τιμή εισόδου είναι υψηλότερη από την κατ' αποκοπήν αξία κατά την εισαγωγή, τα εισαγόμενα προϊόντα δεν υπόκεινται σε ειδικούς δασμούς. Στην περίπτωση αυτή, επιβάλλονται μόνον οι κατ' αξία δασμοί που προβλέπει το δασμολόγιο (69).

41.
    Στις 28 Οκτωβρίου 1996, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2200/96, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (70). Ο κανονισμός αυτός αντικατέστησε τον βασικό κανονισμό και τον τροποποιηθέντα κανονισμό εξαιτίας των αλλαγών που επήλθαν στον τομέα αυτόν (71). Εντούτοις, δεν τροποποίησε το καθεστώς των συναλλαγών με τις τρίτες χώρες στον τομέα των οπωροκηπευτικών (72). .τσι, οι κανόνες που προβλέπει ο νέος βασικός κανονισμός είναι πανομοιότυποι με τους προπαρατεθέντες ανωτέρω στα σημεία 34 έως 39 κανόνες (73).

42.
    Αντίθετα, η Επιτροπή τροποποίησε τον κανονισμό 3223/94 εκδίδοντας τον κανονισμό (ΕΚ) 1498/98, της 14ης Ιουλίου 1998 (74).

43.
    Η Επιτροπή ξεκίνησε από τη σκέψη ότι ήταν αναγκαίο να διασφαλιστεί η συνάφεια των μεθόδων υπολογισμού της τιμής εισόδου με τους κανόνες καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των προϊόντων (75). Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι «πρέπει αυτό να διευκρινιστεί στο ίδιο κείμενο του κανονισμού [...] 3223/94, ιδίως για να διευκολυνθεί η σύνταξη των τελωνειακών διασαφήσεων» (76). Κατά συνέπεια, συμπλήρωσε το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3223/94 ως ακολούθως (77):

«.ταν η τιμή εισόδου καθορίζεται με βάση την τιμή fob των προϊόντων στη χώρα καταγωγής, η δασμολογητέα αξία καθορίζεται με βάση την πώληση που αφορά η τιμή αυτή.

.ταν η τιμή εισόδου υπολογίζεται σύμφωνα με μία των διαδικασιών που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στοιχεία β´ ή γ´ [...] η δασμολογητέα αξία υπολογίζεται με την ίδια βάση όπως και η τιμή εισόδου.»

44.
    Στην παρούσα υπόθεση αμφισβητείται το κύρος της τροποποιήσεως αυτής (78).

III - Η εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων

45.
    Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του VAT και Duties Tribunal θέτει τρία ζητήματα. Αυτά αφορούν:

-    τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να υπολογιστεί η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 3223/94 (79)·

-    το κύρος του κανονισμού 1498/98 (80)·

-    τη δυνατότητα ενός εισαγωγέα να δηλώσει προσωρινή ένδειξη της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (81).

A - Ο υπολογισμός της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών

46.
    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να καθοριστεί ο τρόπος κατά τον οποίο πρέπει να υπολογιστεί η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 3223/94 για την περίοδο από τις 18 Μαρτίου 1997 έως και τις 17 Ιουλίου 1998. Ειδικότερα, ερωτά αν η αξία αυτή πρέπει να καθοριστεί με βάση τις μεθόδους που θεσπίζει ο τελωνειακός κώδικας ή με βάση τους κανόνες που προβλέπει το άρθρο 5 του κανονισμού 3223/94.

47.
    Θεωρώ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή, ότι η δασμολογητέα αξία των επίμαχων φρούτων πρέπει να καθορίζεται με βάση την τιμή εισόδου των προϊόντων στην Κοινότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3223/94.

48.
    Συγκεκριμένα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή προέβαλαν, συναφώς, τρεις λόγους, οι οποίοι είναι, κατά τη γνώμη μου, απολύτως πειστικοί. Οι λόγοι αυτοί είναι οι ακόλουθοι.

49.
    Πρώτον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3223/94 επαναλαμβάνει τις διάφορες μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας που προβλέπει ο κώδικας και ο εκτελεστικός κανονισμός προσαρμόζοντάς τες στην ιδιαίτερη φύση των οπωροκηπευτικών.

50.
    Ο τομέας των οπωροκηπευτικών χαρακτηρίζεται από σημαντικότατες διακυμάνσεις στην προσφορά και στη ζήτηση. Πρόκειται για ένα τομέα όπου η τιμή των προϊόντων είναι δυνατόν να παρουσιάσει σημαντικές μεταβολές. Επί πλέον, τα οπωροκηπευτικά σήμερα εισάγονται στην Κοινότητα υπό το εμπορικό καθεστώς της πωλήσεως επί παρακαταθήκη (82). Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρηματίες εισάγουν προϊόντα προσβλέποντας σε μια μελλοντική πώληση. Επομένως, η τιμή πωλήσεως των προϊόντων σπανίως είναι γνωστή κατά τον χρόνο που γίνεται η τελωνειακή διασάφηση πριν από την εισαγωγή στο κοινοτικό έδαφος.

51.
    Οι κανόνες που θεσπίζει το άρθρο 5 του κανονισμού 3223/94 επιτρέπουν να ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά αυτά. .τσι, διαπιστώνεται ότι:

-    η μέθοδος υπολογισμού που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, του κανονισμού 3223/94 (83) αντιστοιχεί στη μέθοδο που προβλέπει το άρθρο 29, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα (84). Και στις δύο περιπτώσεις, η υπολογιζόμενη αξία πρέπει να αντιστοιχεί στην τιμή fob του προϊόντος στη χώρα καταγωγής, επαυξημένη με τα έξοδα ασφαλίσεως και μεταφοράς μέχρι τα σύνορα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας·

-    το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 3223/94 προβλέπει ρητώς ότι η τιμή εισόδου αντιστοιχεί στη δασμολογητέα αξία που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο γ´, του τελωνειακού κώδικα, ήτοι την τιμή μονάδος που αντιστοιχεί στις πωλήσεις εντός της Κοινότητας εισαγόμενων προϊόντων ή προϊόντων πανομοιότυπων ή ομοειδών·

-    η μέθοδος υπολογισμού που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, του κανονισμού 3223/94 (85) αντιστοιχεί στη μέθοδο που προβλέπουν τα άρθρα 173 έως 177 του εκτελεστικού κανονισμού (86). Και στις δύο περιπτώσεις, η κατ' αποκοπήν αξία αντιστοιχεί στον μέσο σταθμισμένο όρο των τιμών των προϊόντων, τα οποία εισάγονται στις αγορές εισαγωγής των κρατών μελών. Επί πλέον, και στις δύο περιπτώσεις, η τιμή πρέπει να διαπιστώνεται στο στάδιο χονδρεμπόρου/εισαγωγέα και να μειώνεται με βάση ορισμένα στοιχεία, ήτοι κατά ένα περιθώριο εμπορευματοποιήσεως ανερχόμενο σε 15 %, κατά τα έξοδα μεταφοράς και ασφαλίσεως των προϊόντων εντός της Κοινότητας, κατά κατ' αποκοπήν ποσό 5 ECU καθώς και κατά τους εισαγωγικούς δασμούς. Η διαφορά μεταξύ των δύο μεθόδων έγκειται στο γεγονός ότι η κατά μονάδα αξία που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός υπολογίζεται για περιόδους δεκαπέντε ημερών, ενώ η κατ' αποκοπήν αξία κατά την εισαγωγή που προβλέπει ο κανονισμός 3223/94 υπολογίζεται κάθε εργάσιμη μέρα. Ο κανονισμός 3223/94 επιτρέπει, επομένως, να αντανακλώνται καλύτερα οι διακυμάνσεις τιμών που χαρακτηρίζουν τον τομέα των οπωροκηπευτικών·

-    το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3223/94 δεν προβλέπει μέθοδο αντίστοιχη προς τις μεθόδους που προβλέπονται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία α´ και β´, του τελωνειακού κώδικα (87). Εντούτοις, οι μέθοδοι αυτές χρησιμοποιούνται σπανίως για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών. Συγκεκριμένα, προϋποθέτουν ότι είναι γνωστή η τιμή πωλήσεως πριν από την εξαγωγή των οικείων προϊόντων ή ομοειδών προϊόντων προς την Κοινότητα. .μως, όπως έχω αναφέρει (88) τα οπωροκηπευτικά εξάγονται συχνά προς την Κοινότητα υπό το καθεστώς της παρακαταθήκης, ήτοι πριν γίνει η πώλησή τους.

-    το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3223/94 δεν περιλαμβάνει μέθοδο αντίστοιχη με αυτή που προβλέπει το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο δ´, του τελωνειακού κώδικα. Εντούτοις, η μέθοδος αυτή δεν είναι λυσιτελής για τα οπωροκηπευτικά, διότι στηρίζεται στο κόστος των πρώτων υλών και της κατασκευής των εισαγόμενων προϊόντων.

52.
    Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι οι κανόνες που προβλέπει το άρθρο 5 του κανονισμού 3223/94 ανταποκρίνονται καλύτερα στον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες.

53.
    Επί πλέον, από περισσότερα στοιχεία συνάγεται ότι ένας από τους στόχους που επιδίωκε ο κανονισμός 3223/94 ήταν ακριβώς η τροποποίηση των κανόνων του τελωνειακού κώδικα και του εκτελεστικού του κανονισμού όσον αφορά τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών. .τσι, τονίζω ότι:

-    στο προοίμιο του κανονισμού 3223/94, η Επιτροπή επισημαίνει ότι «τα υποκείμενα σε φθορά οπωροκηπευτικά που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, διέπονται από το εμπορικό καθεστώς της πώλησης επί παρακαταθήκη [και] ότι τούτο δημιουργεί ιδιαίτερες δυσκολίες για τον καθορισμό της αξίας τους» (89). .πως τόνισε το Ηνωμένο Βασίλειο, η φράση «αξία των προϊόντων» αφορά τη δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών. Επομένως, μπορεί να συναχθεί ότι, θεσπίζοντας κανόνες υπολογισμού της τιμής εισόδου, η Επιτροπή σκοπούσε να εξαλείψει ορισμένες από τις δυσκολίες που προκύπτουν, όσον αφορά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών, από το γεγονός ότι η τιμή πωλήσεως των προϊόντων σπανίως είναι γνωστή κατά τη στιγμή της εισαγωγής τους σε έδαφος της Κοινότητας·

-    το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 3223/94 προβλέπει ρητώς ότι, «[ε]φόσον για τα προϊόντα και για τις περιόδους εφαρμογής που αναφέρονται στο παράρτημα, έχει καθοριστεί κατ' αποκοπήν αξία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, δεν εφαρμόζεται η μοναδιαία αξία κατά την έννοια των άρθρων 173 έως 176 του [εκτελεστικού] κανονισμού. Η κατ' αποκοπήν αξία κατά την εισαγωγή στην πρώτη παράγραφο αντικαθίσταται από τη μοναδιαία αξία». Από αυτό προκύπτει ότι ο κανονισμός 3223/94 προβλέπει ρητώς ότι, για τις περιόδους που περιλαμβάνονται στο παράρτημά του, η μέθοδος καθορισμού της δασμολογητέας αξίας που προβλέπουν οι απλουστευμένοι κανόνες του εκτελεστικού κανονισμού (90) αντικαθίσταται από μία από τις μεθόδους υπολογισμού της τιμής των οπωροκηπευτικών, ήτοι την κατ' αποκοπήν αξία κατά την εισαγωγή (91)·

-    ο κανονισμός 1498/98 επιβεβαιώνει ότι ένας από τους σκοπούς του κανονισμού 3223/94 έγκειται στον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών με βάση την τιμή εισόδου των προϊόντων. Πράγματι, με την τροποποίηση που επέφερε ο κανονισμός 1498/98 απλώς διατυπώνεται ρητώς ο κανόνας αυτός στο «ίδιο το κείμενο του κανονισμού [...] 3223/94» (92). A contrario, αυτό σημαίνει ότι ο κανονισμός 3223/94 περιλάμβανε ήδη την αρχή κατά την οποία η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών πρέπει να καθορίζεται με βάση την τιμή εισόδου που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, αυτού.

54.
    Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι ο κανονισμός 3223/94 έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση των κανόνων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών. Κατά τον κανονισμό αυτό, η τιμή εισόδου χρησιμεύει όχι μόνο για καθορισμό της δασμολογικής κατατάξεως των προϊόντων και του συντελεστή των ειδικών δασμών που προβλέπει το Κοινό Δασμολόγιο (93), αλλά και για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών που εισάγονται από τρίτες χώρες κατά τις περιόδους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του εν λόγω κανονισμού.

55.
    Δεύτερον, θεωρώ ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Capespan, η Επιτροπή ήταν νομίμως εξουσιοδοτημένη να θεσπίσει ειδικούς κανόνες για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών (94).

56.
    Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τα άρθρα 40, παράγραφος 2, της Συνθήκης και 43, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 37, παράγραφος 3, ΕΚ), το Συμβούλιο έχει την εξουσία να εγκαθιδρύσει κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών. Επί πλέον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της Συνθήκης διευκρινίζει ότι η κοινή οργάνωση των αγορών δύναται να περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής, ιδίως δε «κοινούς μηχανισμούς σταθεροποιήσεως των εισαγωγών ή των εξαγωγών.»

57.
    Επομένως, το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να θεσπίσει καθεστώς συναλλαγών με τις τρίτες χώρες στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των αγορών. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών, δεδομένου ότι ο βασικός κανονισμός προέβλεπε καθεστώς στηριζόμενο στο σύστημα της εξισωτικής εισφοράς (95) και ο τροποποιηθείς κανονισμός θεσπίζει καθεστώς θεμελειούμενο στις τιμές εισόδου (96).

58.
    Το Συμβούλιο, όμως, εξουσιοδότησε ρητώς την Επιτροπή να λάβει τα αναγκαία μέτρα προς θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος των συναλλαγών με τις τρίτες χώρες. Συγκεκριμένα, το άρθρο 23 του τροποποιηθέντος κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.    Εφόσον ο παρών κανονισμός δεν ορίζει το αντίθετο, οι δασμολογικοί συντελεστές του Κοινού Δασμολογίου εφαρμόζονται για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

2.    Εφόσον η εφαρμογή των δασμών του Κοινού Δασμολογίου εξαρτάται από την τιμή εισόδου της εισαγόμενης παρτίδας, η αυθεντικότητα της εν λόγω τιμής επαληθεύεται μέσω της κατ' αποκοπήν τιμής εισαγωγής, η οποία υπολογίζεται από την Επιτροπή, ανά καταγωγή και ανά προϊόν, με βάση τη μέση σταθμισμένη τιμή των συγκεκριμένων προϊόντων στις αντιπροσωπευτικές αγορές εισαγωγής των κρατών μελών [...].

3.    Εφόσον η δηλωθείσα τιμή εισόδου της συγκεκριμένης παρτίδας είναι ανώτερη της κατ' αποκοπήν αξίας εισαγωγής, [...] απαιτείται η κατάθεση εγγύησης ίσης προς τους εισαγωγικούς δασμούς η οποία καθορίζεται βάσει της κατ' αποκοπήν αξίας εισαγωγής.

4.    Εφόσον η τιμή εισόδου της συγκεκριμένης παρτίδας δεν δηλώθηκε τη στιγμή της διέλευσης από το τελωνείο, η εφαρμογή των δασμών του Κοινού Δασμολογίου εξαρτάται από την κατ' αποκοπήν αξία εισαγωγής ή από την εφαρμογή, υπό προϋποθέσεις που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5, των σχετικών διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας.

5.    Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 33.»

59.
    Το άρθρο 33 του τροποποιηθέντος κανονισμού προβλέπει μια ειδική διαδικασία που επιτρέπει στην Επιτροπή να λάβει τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα αφού συμβουλευθεί την επιτροπή διαχειρίσεως οπωροκηπευτικών (97). Επομένως, η Επιτροπή ήταν εξουσιοδοτημένη να εκδώσει τον κανονισμό 3223/94 (98).

60.
    Επί πλέον, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Capespan, με τις διατάξεις της γεωργικής νομοθεσίας μπορούν νομίμως να θεσπισθούν ειδικοί κανόνες σε σχέση με τους γενικούς κανόνες του τελωνειακού κώδικα (99).

61.
    Ειδικότερα, το άρθρο 1 του κώδικα προβλέπει ότι αυτός εφαρμόζεται «με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων που θεσπίζονται σε άλλους τομείς». Στο προοίμιο του κώδικα διευκρινίζεται ότι ο κώδικας εφαρμόζεται «με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί σε άλλους τομείς [και] ότι τέτοιου είδους ειδικές διατάξεις είναι δυνατόν να υπάρχουν ήδη ή να θεσπιστούν [...] στο πλαίσιο των γεωργικών [...] ρυθμίσεων» (100).

62.
    Επομένως, από πλευράς των διατάξεων του τελωνειακού κώδικα, ο κανονισμός 3223/94 μπορεί νομίμως να περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών.

63.
    Τέλος, θεωρώ ότι η προσφυγή στην τιμή εισόδου για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών είναι κατάλληλη να μειώσει ουσιαστικά τις διοικητικές διατυπώσεις και τον κίνδυνο απάτης κατά την εισαγωγή.

64.
    Ειδικότερα, η αποδοχή της απόψεως της Capespan θα ισοδυναμούσε με αποδοχή της απόψεως ότι οι δασμοί που προβλέπει το Κοινό Δασμολόγιο μπορούν να καθορίζονται με βάση δύο διαφορετικές αξίες. Οι κατ' αξία δασμοί θα καθορίζονταν με βάση τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων υπολογιζόμενοι σύμφωνα με τα άρθρα 29 έως 36 του τελωνειακού κώδικα. Αντίθετα, οι ειδικοί δασμοί θα καθορίζονταν με βάση την τιμή εισόδου, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3223/94. Επί πλέον, στο μέτρο που ο εισαγωγέας μπορεί ελεύθερα να επιλέξει τη μέθοδο υπολογισμού της τιμής εισόδου, θα μπορούσε αυτός να επιλέξει μια μέθοδο που δεν είναι όμοια με την αντίστοιχη μέθοδο του τελωνειακού κώδικα (101).

65.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αποδοχή της απόψεως της Capespan θα οδηγούσε σε περιπλοκότερες διατυπώσεις της τελωνειακής διασαφήσεως. Συγκεκριμένα, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών θα υποχρεώνονταν να προβούν σε διπλό υπολογισμό (ή διπλή επαλήθευση), ενώ, κατά γενικό κανόνα, εισπράττουν τους κατ' αξία δασμούς και τους ειδικούς δασμούς ταυτόχρονα (102).

66.
    Επιπλέον, οι εισαγωγείς θα μπορούσαν να οργανώσουν τις δραστηριότητές τους κατά τρόπο συνεπαγόμενο τον μεγαλύτερο δυνατό περιορισμό των δασμών που προβλέπει το Κοινό Δασμολόγιο. .τσι, θα προσπαθούσαν να μειώσουν τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων για να ελαττώσουν τον συντελεστή των κατ' αξία δασμών. .μως, ταυτόχρονα, θα επέλεγαν μέθοδο που καταλήγει σε υψηλότερη τιμή εισόδου, ώστε να ελαττώσουν τον συντελεστή των ειδικών δασμών. .πως υπογράμμισε η Επιτροπή (103), δεν αποκλείεται η πρακτική ορισμένων επιχειρηματιών να είναι ικανή να στερήσει από την Κοινότητα ένα μέρος των εσόδων της (104).

67.
    Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι, για την περίοδο από τις 18 Μαρτίου 1997 έως και τις 17 Ιουλίου 1998, η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 3223/94 πρέπει να υπολογίζεται με βάση την τιμή εισόδου των προϊόντων, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

B - Το κύρος του κανονισμού 1498/98

68.
    Με το τρίτο προδικαστικό του ερώτημα (105), το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο κανονισμός 1498/98 είναι έγκυρος.

69.
    Το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε λόγω των επιχειρημάτων που προέβαλε η Capespan στην κύρια δίκη για να αμφισβητήσει το κύρος του κανονισμού 1498/98. Η Capespan υποστηρίζει ότι ο κανονισμός αυτός δεν μπορεί νομίμως να προβλέπει ότι η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών που εμπίπτουν στον κανονισμό 3223/94 πρέπει να καθορίζεται με βάση όμοια όπως η τιμή εισόδου των προϊόντων στην Κοινότητα.

70.
    Προς στήριξη της απόψεώς της, η Capespan προβάλλει τρία επιχειρήματα τα οποία θα εξετάσω διαδοχικά.

71.
    Πρώτον, η Capespan υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπερέβη τις εξουσίες που της παραχώρησε το Συμβούλιο με τον τροποποιηθέντα κανονισμό. .τσι, η Capespan ισχυρίζεται ότι:

-    αντίθετα προς τον σκοπό του κανονισμού 1498/98, ο τροποποιηθείς κανονισμός δεν περιλαμβάνει διάταξη προβλέπουσα ότι η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών πρέπει να καθορίζεται με βάση την τιμή εισόδου (106)·

-    οι μέθοδοι υπολογισμού της τιμής εισόδου που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3223/94 δεν είναι σύμφωνες προς τα άρθρα 29 έως 36 του τελωνειακού κώδικα (107)·

-    ο κανονισμός 1498/98 δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένος από πλευράς των επιταγών του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ) (108).

72.
    Κατά την άποψή μου, τα επιχειρήματα αυτά είναι αβάσιμα. .σον αφορά τα δύο πρώτα επιχειρήματα, έχω ήδη διαπιστώσει ότι η Επιτροπή ήταν εξουσιοδοτημένη να θεσπίσει ειδικούς κανόνες για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών (109) και ότι οι κανόνες υπολογισμού της τιμής εισόδου ήταν αντίστοιχοι με τις μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας που προβλέπουν τα άρθρα 29 έως 36 του κώδικα και 173 έως 177 του εκτελεστικού κανονισμού (110).

.σον αφορά το τρίτο επιχείρημα, αρκεί να τονισθεί ότι στο προοίμιο του κανονισμού 1498/98 εκτίθενται με σαφήνεια οι προθέσεις της Επιτροπής. Η Επιτροπή θεώρησε αναγκαίο να ενσωματώσει ρητώς, στο κείμενο του κανονισμού 3223/94, την αρχή και τις λεπτομέρειες με τις οποίες η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών πρέπει να καθορίζεται με βάση την τιμή εισόδου των προϊόντων. Επομένως, δεν βλέπω πώς ο κανονισμός 1498/98 μπορεί να θεωρηθεί ανεπαρκώς αιτιολογημένος από πλευράς του άρθρου 190 της Συνθήκης.

73.
    Δεύτερον, η Capespan υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας (111). Η Capespan θεωρεί ότι η αρχή κατά την οποία η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών πρέπει να υπολογίζεται με βάση την τιμή εισόδου των προϊόντων στην Κοινότητα είναι αντίθετη προς το άρθρο VII της γενικής συμφωνίας δασμών και εμπορίου (στο εξής: GATT) του 1994 και προς τη συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VII της GATT του 1994. Συγκεκριμένα, οι κανόνες υπολογισμού της τιμής εισόδου που θεσπίσηκαν με το άρθρο 5 του κανονισμού 3223/94 είναι ουσιωδώς διαφορετικοί - επομένως, ασυμβίβαστοι - με τις μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας που προβλέπει το άρθρο VII της GATT του 1994 και τις συμφωνίες για την εφαρμογή του άρθρου VII της GATT του 1994.

74.
    Ανεξαρτήτως του αν η νομιμότητα του κανονισμού 1498/98 μπορεί να εξετασθεί από πλευράς του άρθρου VII της GATT του 1994 και της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VII της GATT του 1994 (112), θεωρώ ότι το επιχείρημα της Capespan δεν είναι βάσιμο. Ειδικότερα, όπως έχω ήδη διαπιστώσει, οι κανόνες υπολογισμού της τιμής εισόδου των προϊόντων ήταν σε μεγάλο βαθμό αντίστοιχοι με τις μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας που προβλέπουν τα άρθρα 29 έως 36 του τελωνειακού κώδικα 173 έως 177 του εκτελεστικού κανονισμού (113).

Ουδέποτε κατά την παρούσα διαδικασία, η Capespan υποστήριξε, ή απέδειξε ότι οι μέθοδοι αυτές καθορισμού της δασμολογητέας αξίας ήταν ασυμβίβαστες με το άρθρο VII της GATT του 1994 και με τη συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VII της GATT του 1994. Συνεπώς, δυσχερώς αντιλαμβάνομαι τους λόγους για τους οποίους οι κανόνες υπολογισμού της τιμής εισόδου, που είναι σύμφωνοι προς τις διατάξεις του τελωνειακού κώδικα και του εκτελεστικού κανονισμού, θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντίθετοι προς το άρθρο VII της GATT και προς τη συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VII της GATT του 1994.

75.
    Τρίτον, η Capespan επικαλείται επιχείρημα αντλούμενο από την παράβαση ουσιωδών τύπων (114). Υπενθυμίζει ότι τα εκτελεστικά μέτρα του τελωνειακού κώδικα πρέπει να θεσπίζονται κατά τη διαδικασία που προβλέπει προς τούτο το άρθρο 249 του τελωνειακού κώδικα. .μως, εν προκειμένω, ο κανονισμός 1498/98 εκδόθηκε με διαφορετική διαδικασία, ήτοι με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 46 του νέου βασικού κανονισμού (115).

76.
    Το επιχείρημα αυτό στερείται λυσιτέλειας. Συγκεκριμένα, εφόσον η γεωργική νομοθεσία μπορεί νομίμως να περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις σχετικές με τη δασμολογητέα αξία των προϊόντων (116), είναι φυσικό τα εκτελεστικά μέτρα των εν λόγω διατάξεων να εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο εξουσιοδοτικός κανονισμός. Στον τομέα των οπωροκηπευτικών, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε, επομένως, να εκδώσει τον κανονισμό 1498/98 με διαδικασία διαφορετική από αυτή που προβλέπει το άρθρο 46 του νέου βασικού κανονισμού.

77.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι από την εξέταση των τεθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού 1498/98.

Γ - Η προσωρινή ένδειξη της δασμολογητέας αξίας των οπωροκηπευτικών

78.
    Με το τελευταίο ερώτημά του (117), το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 5 του κανονισμού 3223/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένας εισαγωγέας, ο οποίος δεν είναι σε θέση να δηλώσει οριστική δασμολογητέα αξία κατά τη στιγμή του εκτελωνισμού των προϊόντων για την είσοδό τους στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, μπορεί να δηλώσει προσωρινή ένδειξη της αξίας αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 254 του εκτελεστικού κανονισμού.

79.
    .τσι, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η Capespan μπορούσε νομίμως να παράσχει προσωρινή ένδειξη της δασμολογητέας αξίας των προϊόντων που εισήγαγε στην Κοινότητα κατά την επίμαχη περίοδο.

80.
    Θεωρώ, όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό προκύπτει λογικά από τις σκέψεις που αναπτύχθηκαν κατά την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.

81.
    Ειδικότερα, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η πρώτη μέθοδος υπολογισμού της τιμής εισόδου στηρίζεται στην τιμή fob των προϊόντων, επαυξημένη με τα έξοδα ασφαλίσεως και μεταφοράς μέχρι τα σύνορα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας (118). Στην περίπτωση αυτή, ουδόλως ενδιαφέρει αν θα επιτραπεί η δήλωση προσωρινής ενδείξεως της δασμολογητέας αξίας δεδομένου ότι είναι γνωστή η οριστική αξία των προϊόντων κατά τον εκτελωνισμό τους. Επί πλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, του κανονισμού 3223/94 ορίζει ρητώς ότι η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται μόνο «εφόσον η τιμή ή τα έξοδα αυτά είναι γνωστά κατά τη στιγμή της δήλωσης της θέσης των προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία».

82.
    Ομοίως, η τρίτη μέθοδος υπολογισμού της τιμής εισόδου στηρίζεται στην κατ' αποκοπήν αξία κατά την εισαγωγή (119). Στην περίπτωση αυτή, η οριστική αξία των προϊόντων είναι επίσης γνωστή κατά τον εκτελωνισμό τους εφόσον η κατ' αποκοπήν αξία κατά την εισαγωγή υπολογίζεται κάθε εργάσιμη μέρα. Επομένως, ούτε εδώ είναι αναγκαίο να επιτραπεί στον εισαγωγέα να προβεί σε προσωρινή ένδειξη της δασμολογητέας αξίας.

83.
    Στην πραγματικότητα, η μόνη περίπτωση στην οποία ένας εισαγωγέας μπορεί να είναι αναγκασμένος να προβεί σε ελλιπή δήλωση υπό την έννοια του άρθρου 254 του εκτελεστικού κανονισμού είναι η περίπτωση όπου χρησιμοποιεί τη δεύτερη μέθοδο υπολογισμού της τιμής εισόδου, που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 3223/94 (120). Στην περίπτωση αυτή, η αξία των προϊόντων μπορεί να καθορίζεται με βάση τη μοναδιαία τιμή που αντιστοιχεί στις πωλήσεις πανομοιότυπων ή ομοειδών εισαγομένων προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι η τιμή των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της δηλώσεως δεν είναι κατ' ανάγκη γνωστή κατά τη στιγμή του εκτελωνισμού τους.

84.
    Εντούτοις, εφόσον ο τελωνειακός κώδικας επιτρέπει ρητώς να δηλωθεί προσωρινή ένδειξη της δασμολογητέας αξίας στην περίπτωση αυτή (121), δεν βλέπω για ποιο λόγο μια τέτοιου είδους δήλωση θα απαγορευόταν όταν η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών καθορίζεται με βάση το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 3223/94.

85.
    Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το άρθρο 5 του κανονισμού 3223/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένας εισαγωγέας, ο οποίος δεν είναι σε θέση να δηλώσει οριστική δασμολογητέα αξία τη στιγμή του εκτελωνισμού προϊόντων, μπορεί να αναφέρει προσωρινή ένδειξη της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 254 του εκτελεστικού κανονισμού μόνο στην περίπτωση που η αξία των προϊόντων καθορίζεται με βάση τους κανόνες που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 3223/94.

ΙV - Πρόταση

86.
    Ενόψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το VAT και Duties Tribunal, London ως εξής:

«1)    Για την περίοδο από τις 18 Μαρτίου 1997 έως και τις 17 Ιουλίου 1998, η δασμολογητέα αξία των οπωροκηπευτικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 3223/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος κατά την εισαγωγή οπωροκηπευτικών, πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες υπολογισμού της τιμής εισόδου που προβλέπει το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού.

2)    Από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 1498/98 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 1998, για τροποποίηση του κανονισμού 3223/94.

3)    Tο άρθρο 5 του κανονισμού 3223/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένας εισαγωγέας, ο οποίος δεν είναι σε θέση να δηλώσει οριστική δασμολογητέα αξία τη στιγμή του εκτελωνισμού προϊόντων, μπορεί να αναφέρει προσωρινή ένδειξη της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 254 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα μόνο στην περίπτωση που η αξία των προϊόντων καθορίζεται με βάση τους κανόνες που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 3223/94.»


1: -     Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2: -     EE L 337, σ. 66.


3: -     EE L 302, σ. 1 (στο εξής: τελωνειακός κώδικας ή κώδικας).


4: -     EE L 253, σ. 1 (στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός).


5: -     .λλως «επίμαχη περίοδος».


6: -     .ρθρο 20, παράγραφος 1.


7: -     .ρθρο 20, παράγραφος 3, στοιχεία α´ και γ´.


8: -     EE L 256, σ. 1. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του τελωνειακού κώδικα. Κατά την εποχή εκείνη, οι διατάξεις του τελωνειακού δικαίου ήταν διασκορπισμένες σε διάφορους κοινοτικούς κανονισμούς και οδηγίες. Ο τελωνειακός κώδικας τις συγκέντρωσε σε ενιαίο κείμενο (πρώτη αιτιολογική σκέψη).


9: -     EE L 238, σ. 1.


10: -     ΕΕ L 312, σ. 1. Στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, αν δεν υπάρχει αντίθετη ένδειξη, θα χρησιμοποιώ για να δηλώσω τον κανονισμό 2658/87, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί από τους κανονισμούς 1734/96 και 2086/97, τον όρο «κανονισμός 2086/97».


11: -     Βλ. παράρτημα 2 του παραρτήματος I του κανονισμού 2658/87.


12: -     Θα επανέλθω αναλυτικότερα στην έννοια της «τιμής εισόδου», την οποία προβλέπουν οι διατάξεις του κανονισμού 3223/94, στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων (βλ. σκέψεις 34 επ.).


13: -     Βλ. στήλες 3 και 4 του εν λόγω πίνακα.


14: -     Ο κανονισμός 2658/87 ορίζει ότι οι δασμοί που εκφράζονται σε ποσοστά στις στήλες 3 και 4 είναι δασμοί κατ' αξίαν (βλ. τίτλο I του πρώτου μέρους του παραρτήματος I, B, παράγραφος 4, του κανονισμού 2658/87).


15: -     Με τις γραπτές τους παρατηρήσεις, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Capespan παρέθεσαν συγκεκριμένα παραδείγματα υπολογισμού με βάση τους προπαρατιθέμενους κανόνες (βλ. γραπτές παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, σημείο 2.7, και γραπτές παρατηρήσεις της Capespan, σημείο 3.15). .τσι, για να βρούμε τους δασμούς που εφαρμόζονται στα μήλα της ποικιλίας Granny Smith που εισήχθησαν μεταξύ της 1ης και της 30ής Ιουλίου 1997 με τιμή εισόδου μεταξύ 46,8 ECU και 47,7 ECU ανά 100 kg καθαρού βάρους, αναγόμαστε στη θέση 0808 10 73 (πέμπτη παύλα) του πίνακα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 του παραρτήματος I του κανονισμού 2658/87, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί από τον κανονσμό 1734/96 (ΕΕ 1996, L 238, σ. 862). Ο δασμός κατ' αξία ανέρχεται σε 5,4 % της αξίας του προϊόντος και ο ειδικός δασμός ανέρχεται σε 1,9 ECU ανά 100 kg καθαρού βάρους. Αντίθετα, αν η τιμή εισόδου του ως άνω προϊόντος είναι κατώτερη των 44,8 ECU, ο ειδικός δασμός ανέρχεται σε 26,8 ECU ανά 100 kg καθαρού βάρους, ενώ ο δασμός κατ' αξία παραμένει 5,4 % της αξίας του προϊόντος.


16: -     .ρθρο 28.


17: -     .ρθρα 30 και 31.


18: -     Το άρθρο 32, παράγραφος 1, του κώδικα καθορίζει τα στοιχεία που πρέπει να προστεθούν στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή: προμήθειες και έξοδα μεσιτείας, το κόστος των ειδών συσκευασίας και το κόστος συσκευασίας, η αξία ορισμένων προϊόντων που χρησιμοποιήθηκαν κατά την παραγωγή ή την πώληση προς εξαγωγή των εμπορευμάτων, τα δικαιώματα από παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης και τα έξοδα μεταφοράς και ασφάλισης των προϊόντων, καθώς και τα έξοδα φόρτωσης και διαφύλαξης μέχρι τον τόπο εισόδου των εμπορευμάτων στο έδαφος της Κοινότητας.


19: -     Berr, C. J., «Union douanière, Bases de la taxation», Juris-classeur, έκδ. του Juris-classeur, Παρίσι, 1999 (τεύχος 504, αριθ. 58).


20: -     Πρόκειται για τα οπωροκηπευτικά των οποίων ο κατάλογος περιλαμβάνεται στο παράρτημα 26 του εκτελεστικού κανονισμού. Τα μήλα περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό (βλ. κλάση 2.130 του εν λόγω παραρτήματος).


21: -     Berr, C. J., όπ.π. (τεύχος 504, αριθ. 67).


22: -     .ρθρο 173, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού.


23: -     Ο κατάλογος των κέντρων εμπορίας περιλαμβάνεται στο παράρτημα 27 του εκτελεστικού κανονισμού. .τσι, για τα μήλα, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη τις τιμές στα κέντρα του Αμβούργου (Γερμανία), του Δουβλίνου (Ιρλανδία), του Rungis (Γαλλία), της Αμβέρσας (Βέλγιο), κ.λπ. (βλ. κλάση 2.130 του εν λόγω παραρτήματος).


24: -     .ρθρο 173, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού.


25: -     .ρθρο 173, παράγραφος 2, στοιχείο β´, του εκτελεστικού κανονισμού.


26: -     .ρθρο 175, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού.


27: -     .ρθρο 177 του εκτελεστικού κανονισμού.


28: -     .ρθρο 173, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού.


29: -     .π.π.


30: -     .ρθρο 62, παράγραφος 1, του κώδικα.


31: -     .π.π.


32: -     .ρθρο 254, δεύτερη παύλα, του εκτελεστικού κανονισμού.


33: -     .ρθρο 257, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού.


34: -     EE ειδ. έκδ. 3/007, σ. 250 (στο εξής: βασικός κανονισμός).


35: -     .ρθρα 22 έως 30.


36: -     Δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού.


37: -     Η σταθεροποίηση των αγορών είναι ένας από τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής [βλ. άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, άρθρο 33, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, ΕΚ)].


38: -     Εικοστή αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού.


39: -     .π.π.


40: -     Τα μήλα περιλαμβάνονται μεταξύ των προϊόντων που διέπονται από τον βασικό κανονισμό (άρθρο 1, παράγραφος 2).


41: -     .ρθρο 23, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού. Οι τιμές στην παραγωγή αντιστοιχούν στον μέσο όρο των τιμών που διαπιστώνονται, κατά τα τρία έτη που προηγούνται της ημερομηνίας καθορισμού της τιμής αναγωγής για ένα εγχώριο προϊόν στην ή στις αντιπροσωπευτικές αγορές που ευρίσκονται στις ζώνες παραγωγής όπου οι τιμές είναι οι χαμηλότερες για τα προϊόντα που αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής η οποία τίθεται σε εμπορία καθ' όλη τη διάρκεια του έτους (άρθο 23, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού).


42: -     .ρθρο 23, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.


43: -     .ρθρο 24, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.


44: -     .π.π., παράγραφος 3.


45: -     .π.π.


46: -     .ρθρο 24, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.


47: -     .ρθρο 25, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.


48: -     .π.π.


49: -     .ρθρο 25, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.


50: -     Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής (σημείο 10).


51: -     Το κείμενο της τελικής πράξεως και των συμφωνιών ΠΟΕ βρίσκεται στην ιστοσελίδα του ΠΟΕ στο διαδίκτυο στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.wto.org/french/docs.f/legal.f/final.f.htm.


52: -     Για μια ανάλυση της συμφωνίας αυτής βλ., μεταξύ άλλων, Gadbin, «L'agriculture et le GATT», La Communauté européenne et le GATT, υπό τη διεύθυνση του Flory, T., έκδ. Apogée, Rennes, 1995 (σ. 95 έως 112).


53: -     Βλ. προοίμιο της συμφωνίας για τη γεωργία (πρώτο και τέταρτο εδάφιο).


54: -     Αυτή η μετατροπή αποκαλείται κοινώς «δασμολόγηση».


55: -     Βλ. υποσημείωση 1 του άρθρου 4, παράγραφος 2, της συμφωνίας για τη γεωργία.


56: -     Η συμφωνία για τη γεωργία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο με την απόφαση 4/800/ΕΚ, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1).


57: -     EE L 349, σ. 105.


58: -     Τρίτη αιτιολογική σκέψη.


59: -     .π.π.


60: -     .π.π.


61: -     .ρθρα 23, παράγραφος 2, του τροποποιηθέντος κανονισμού, και 4 του κανονισμού 3223/94.


62: -     Κατά γενικό κανόνα, θεωρούνται ως «αντιπροσωπευτικές» οι τιμές των προϊόντων εφόσον αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 50 % των εμπορευμάτων που διατίθενται στο εμπόριο (βλ. άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 3223/94).


63: -     Ο κατάλογος των χωρών εισαγωγής περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 του κανονισμού 3223/94. .τσι, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη της μέσες τιμές του Αμβούργου, του Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο), του Rungis, της Αμβέρσας, των Βρυξελλών (Βέλγιο), της Μαδρίτης (Ισπανία), κ.λπ.


64: -     .ρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 3223/94.


65: -     .ρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 3223/94.


66: -     .ρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3223/94.


67: -     .π.π.


68: -     Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.


69: -     Βλ. παράρτημα 2 του παραρτήματος I του κανονισμού 2658/87. .τσι, στο παράδειγμα που παρατέθηκε στην υποσημείωση 15 των παρουσών προτάσεων, τα μήλα της ποικιλίας Granny Smith που εισήχθησαν μεταξύ της 1ης και της 30ής Ιουλίου 1997 με τιμή εισόδου κατώτερη των 48,7 ECU ανά 100 kg καθαρού βάρους υπόκεινται σε προοδευτικούς ειδικούς δασμούς. Αντίθετα, αν η τιμή εισόδου είναι ανώτερη των 48,7 ECU ανά 100 kg καθαρού βάρους, δεν προβλέπεται ειδικός δασμός. Επιβάλλεται μόνον δασμός κατ' αξία που ανέρχεται σε 3,8 % (βλ., κλάση 0808 10 73 του περιλαμβανόμενου στο παράρτημα 2 του παραρτήματος I του κανονισμού 2658/87 πίνακα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1734/96 (ΕΕ 1996, L 238, σ. 862).


70: -     ΕΕ L 297, σ. 1 (στο εξής: νέος βασικός κανονισμός).


71: -     Πρώτη αιτιολογική σκέψη του νέου βασικού κανονισμού.


72: -     Δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του νέου βασικού κανονισμού.


73: -     .ρθρο 32 του νέου βασικού κανονισμού.


74: -     ΕΕ L 198, σ. 4. Ο κανονισμός 3223/94 αποτέλεσε αντικείμενο και άλλων τροποποιήσεων οι οποίες δεν αφορούν ευθέως στην παρούσα υπόθεση.


75: -     Δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1498/98.


76: -     .π.π.


77: -     .ρθρο 5, παράγραφος 1β, του κανονισμού 3223/94, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1498/98.


78: -     Βλ. τρίτο προδικαστικό ερώτημα.


79: -     Πρώτο, δεύτερο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.


80: -     Τρίτο προδικαστικό ερώτημα.


81: -     Πέμπτο προδικαστικό ερώτημα.


82: -     Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.


83: -     Βλ. σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.


84: -     Βλ. σημείο 17 των παρουσών προτάσεων.


85: -     Βλ. σημεία 37 και 38 των παρουσών προτάσεων.


86: -     Βλ. σημεία 19 και 20 των παρουσών προτάσεων.


87: -     Βλ. σημείο 17 των παρουσών προτάσεων.


88: -     Βλ. σημείο 50 των παρουσών προτάσεων.


89: -     Τρίτη αιτιολογική σκέψη.


90: -     Βλ. σημεία 18 έως 20 των παρουσών προτάσεων.


91: -     Βλ. σημεία 37 και 38 των παρουσών προτάσεων.


92: -     Δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1498/98.


93: -     Βλ. σημεία 13 έως 15 και 40 των παρουσών προτάσεων.


94: -     Βλ. επίσης, ως προς το σημείο αυτό, τις γραπτές παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου (σημεία 3.3 έως 3.6).


95: -     Βλ. σημεία 24 έως 30 των παρουσών προτάσεων.


96: -     Βλ. σημεία 34 έως 41 των παρουσών προτάσεων.


97: -     Πρέπει να τονισθεί ότι ο κανονισμός 3223/94 εκδόθηκε κατόπιν σύμφωνης γνώμης της επιτροπής διαχειρίσεως των οπωροκηπευτικών (τελευταία αιτιολογική σκέψη).


98: -     Είναι βέβαια αληθές, όπως υποστηρίζει η Capespan (βλ. τις γραπτές παρατηρήσεις, σημείο 4.24), ότι ο κανονισμός 3223/94 - ήτοι, ο εκτελεστικός κανονισμός - εκδόθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1994, ήτοι την προτεραία της ημερομηνίας εκδόσεως του τροποποιηθέντος κανονισμού - ο οποίος αποτελεί τον εξουσιοδοτικό κανονισμό. Εντούτοις, θεωρώ ότι το στοιχείο αυτό δεν ασκεί επιρροή στην επίλυση της παρούσας διαφοράς. Συγκεκριμένα, οι δύο κανονισμοί άρχισαν να ισχύουν την ίδια ημερομηνία: ο τροποποιηθείς κανονισμός και ο κανονισμός 3223/94 άρχισαν να ισχύουν από την περίοδο εμπορίας 1995/1996 [βλ. άρθρα 6, παράγραφος 2, στοιχείο β´, του κανονισμού 3290/94 και 7, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3223/94]. Αυτό σημαίνει ότι, κατά τη στιγμή που ο κανονισμός 3223/94 άρχισε να ισχύει, ίσχυε και ο τροποποιηθείς κανονισμός. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπενθυμισθεί ότι τα επίμαχα φρούτα εισήχθησαν από την Capespan μεταξύ της 18ης Μαρτίου 1997 και της 24ης Αυγούστου 1998. Κατ' αυτή τη χρονική περίοδο, όμως, ο τροποποιηθείς κανονισμός είχε αναμφισβήτητα τεθεί σε ισχύ.


99: -     Βλ. επίσης, ως προς το σημείο αυτό, τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής σημείο 16) και τις γραπτές παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου (σημεία 3.3 έως 3.6).


100: -     Τέταρτη αιτιολογική σκέψη του τελωνειακού κώδικα.


101: -     Βλ. σημείο 51 των παρουσών προτάσεων.


102: -     Το τελευταίο αυτό στοιχείο προκύπτει από τις πληροφορίες της Επιτροπής κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.


103: -     Σημείο 20 των γραπτών της παρατηρήσεων.


104: -     Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης, κατά τρόπο πειστικό, ότι μια τέτοια πρακτική θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη σταθερότητα της αγοράς των οπωροκηπευτικών (σημείο 20 των γραπτών της παρατηρήσεων).


105: -     Ενόψει της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα καθίσταται άνευ αντικειμένου.


106: -     Γραπτές παρατηρήσεις της Capespan (σημεία 4.47 και 4.51 έως 4.55).


107: -     .π.π. (σημείο 4.49).


108: -     .π.π. (σημείο 4.48).


109: -     Βλ. σημεία 55 έως 62 των παρουσών προτάσεων.


110: -     Βλ. σημεία 49 έως 52 των παρουσών προτάσεων.


111: -     Γραπτές παρατηρήσεις της Capespan (σημεία 4.11, 4.39 και 4.56 έως 4.59).


112: -     Οι παρεμβαίνοντες έθιξαν το ζήτημα αυτό κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία (βλ., ιδίως, γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημεία 22 επ.).


113: -     Βλ. σημεία 49 έως 52 των παρουσών προτάσεων.


114: -     Γραπτές παρατηρήσεις Capespan (σημεία 4.60 και 4.61)


115: -     Το άρθρο αυτό είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 33 του τροποποιηθέντος κανονισμού.


116: -     Βλ. σημεία 60 έως 62 των παρουσών προτάσεων.


117: -     Ενόψει της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα κατέστη άνευ αντικειμένου.


118: -     Βλ. σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.


119: -     Βλ. σημεία 37 έως 39 των παρουσών προτάσεων.


120: -     Βλ. σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.


121: -     Βλ. σημεία 21 και 22 των παρουσών προτάσεων.