Language of document : ECLI:EU:C:2024:385

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 7ης Μαΐου 2024 (1)

Υπόθεση C4/23 [Mirin] (i)

M.-A.A.

κατά

Direcţia de Evidenţă a Persoanelor Cluj, Serviciul stare civilă

Direcţia pentru Evidenţa Persoanelor şi Administrarea Bazelor de Date din Ministerul Afacerilor Interne,

Municipiul Cluj-Napoca,

παρισταμένων των:

Asociaţia Accept,

Consiliul Naţional pentru Combaterea Discriminării

[αίτηση του Judecătoria Sectorului 6 Bucureşti
(πρωτοδικείου του τομέα 6 του Βουκουρεστίου, Ρουμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στα κράτη μέλη – Υπήκοος και κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου ο οποίος έχει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους και την ιθαγένεια κράτους μέλους – Άρνηση των αρχών του κράτους μέλους να αναγράψουν στη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ενδιαφερομένου τις μεταβολές του ονόματος και του φύλου που πραγματοποιήθηκαν νομίμως στο έτερο κράτος – Εθνική νομοθεσία επιτρέπουσα την τροποποίηση ληξιαρχικής πράξης μόνον βάσει τελεσίδικης δικαστικής απόφασης – Επίπτωση της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση»






I.      Εισαγωγή

1.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 ΣΕΕ, των άρθρων 18, 20 και 21 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 1, 7, 20, 21 και 45 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2).

2.        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ υπηκόου της Ρουμανίας και των εθνικών αρχών του συγκεκριμένου κράτους μέλους, οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την τήρηση των μητρώων αστικής κατάστασης και τη διαχείριση του προσωπικού αριθμού ταυτοποίησης (3), λόγω της άρνησης των εν λόγω αρχών να αναγνωρίσουν και να αναγράψουν στη ληξιαρχική πράξη γέννησης το νέο όνομα και την ταυτότητα φύλου (4) (επίκτητο φύλο) (5) που το εν λόγω πρόσωπο απέκτησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, κράτος του οποίου είναι επίσης υπήκοος.

3.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο των αποφάσεών του σχετικά με την αναγνώριση της προσωπικής κατάστασης των πολιτών της Ένωσης, οι οποίες βασίζονται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ, εντός των ορίων της αρμοδιότητας των κρατών μελών σε θέματα αστικής και προσωπικής κατάστασης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Η συμφωνία αποχώρησης

4.        Το τέταρτο και το όγδοο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (6), η οποία εκδόθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2019 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2020, εγκρίθηκε δε με την απόφαση (ΕΕ) 2020/135 του Συμβουλίου, της 30ής Ιανουαρίου 2020 (7), διαλαμβάνουν τα εξής:

«Υπενθυμίζοντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 50 της ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 106α της Συνθήκης Ευρατόμ, και βάσει των ρυθμίσεων που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία, το δίκαιο της Ένωσης και της Ευρατόμ στο σύνολό του παύει να εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας,

[...]

Εκτιμώντας ότι είναι προς το συμφέρον τόσο της Ένωσης όσο και του Ηνωμένου Βασιλείου να καθοριστεί μια μεταβατική περίοδος ή περίοδος εφαρμογής κατά τη διάρκεια της οποίας […] το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών συμφωνιών, θα πρέπει να ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού και, κατά γενικό κανόνα, με τα ίδια αποτελέσματα για τα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφευχθούν διαταράξεις κατά την περίοδο στη διάρκεια της οποίας θα διεξαχθούν οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ή τις συμφωνίες σχετικά με τη μελλοντική σχέση.»

5.        Το άρθρο 126 της συμφωνίας αποχώρησης, το οποίο επιγράφεται «Μεταβατική περίοδος» και περιλαμβάνεται στο τέταρτο μέρος της εν λόγω συμφωνίας, με τίτλο «Μεταβατική περίοδος» ορίζει τα εξής:

«Προβλέπεται μεταβατική περίοδος ή περίοδος υλοποίησης, η ημερομηνία έναρξης της οποίας είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας και η ημερομηνία λήξης της η 31η Δεκεμβρίου 2020.»

6.        Το άρθρο 127 της συμφωνίας αποχώρησης, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής της μεταβατικής περιόδου», ορίζει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, και στην παράγραφο 6 τα εξής:

«1.      Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην παρούσα συμφωνία, το δίκαιο της Ένωσης ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

[...]

6.      Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην παρούσα συμφωνία, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, οποιαδήποτε αναφορά στα κράτη μέλη η οποία περιλαμβάνεται στο εφαρμοστέο δυνάμει της παραγράφου 1 δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων όπως υλοποιείται και εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη, θεωρείται ότι καλύπτει και το Ηνωμένο Βασίλειο.»

Β.      Το ρουμανικό δίκαιο

7.        Το άρθρο 9 του Legea nr. 119/1996 cu privire la actele de stare civilă (νόμου 119/1996 περί των ληξιαρχικών πράξεων) (8), της 16ης Οκτωβρίου 1996 (στο εξής: νόμος 119/1996), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση που ο ληξίαρχος ή ο υπάλληλος που ασκεί καθήκοντα ληξίαρχου αρνηθεί να συντάξει πράξη ή να καταχωρίσει παρατήρηση που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, το πρόσωπο που θίγεται μπορεί να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τον νόμο.»

8.        Το άρθρο 43 του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Στις ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως και, κατά περίπτωση, στις ληξιαρχικές πράξεις γάμου ή θανάτου, παρατηρήσεις που αφορούν μεταβολές της προσωπικής κατάστασης του προσώπου καταχωρίζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[...]

f)      μεταβολή ονοματεπωνύμου·

[...]

i)      μεταβολή φύλου, μετά την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως.»

9.        Κατά το άρθρο 57, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου:

«Η ακύρωση, η συμπλήρωση ή η τροποποίηση των ληξιαρχικών πράξεων και των παρατηρήσεων που αναγράφονται σε αυτές μπορεί να γίνει μόνο με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.»

10.      Κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 1, 2 και 10 επ. του νόμου 119/1996, οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την τήρηση των μητρώων αστικής κατάστασης χορηγούν πιστοποιητικά γέννησης, γάμου ή θανάτου βάσει των ληξιαρχικών πράξεων που διατηρούν, χωρίς να τις αναπαράγουν στο σύνολό τους.

11.      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο l, του Ordonanță Guvernului nr. 41/2003 privind dobândirea și schimbarea pe cale administrativă a numelor persoanelor fizice (διατάγματος 41/2003 της Κυβέρνησης σχετικά με την απόκτηση και διοικητική μεταβολή των ονομάτων των φυσικών προσώπων) (9), της 30ής Ιανουαρίου 2003, προέβλεπε τα εξής:

«Οι αιτήσεις μεταβολής ονόματος είναι βάσιμες στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[...]

l)      όταν το πρόσωπο απέκτησε την έγκριση για τη μεταβολή του φύλου με τελεσίδικη και αμετάκλητη δικαστική απόφαση και ζητεί να φέρει όνομα το οποίο αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο φύλο, προσκομίζοντας ιατροδικαστικό έγγραφο στο οποίο αναγράφεται το φύλο του.»

12.      Το άρθρο 131, παράγραφος 2, της μεθοδολογίας η οποία εγκρίθηκε με την Hotărârea Guvernului nr. 64/2011 pentru aprobarea Metodologiei cu privire la aplicarea unitară a dispozițiilor în materie de stare civilă (απόφαση 64/2011 της Κυβέρνησης περί εγκρίσεως της μεθοδολογίας σχετικά με την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων σε θέματα αστικής κατάστασης), της 26ης Ιανουαρίου 2011, έχει ως εξής:

«Ο προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης αποδίδεται βάσει των στοιχείων που αναγράφονται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης όσον αφορά το φύλο και την ημερομηνία γέννησης.»

13.      Ο εν λόγω προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης αναγράφεται στις ληξιαρχικές πράξεις (10).

14.      Κατά τη ρουμανική κανονιστική ρύθμιση για τη χορήγηση δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων (11), στα εν λόγω έγγραφα αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το επώνυμο, το όνομα, το φύλο και ο προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης των κατόχων τους. Οι μεταβολές των εν λόγω στοιχείων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στην αλλοδαπή δεν παράγουν αποτελέσματα στη Ρουμανία χωρίς προηγούμενη καταχώριση από τις ληξιαρχικές υπηρεσίες κατά τη χορήγηση διαβατηρίου, σε περίπτωση μεταβολής επωνύμου και ονόματος, ή δελτίου ταυτότητας σε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων που αφορούν την αστική κατάσταση. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, στοιχείο i, του επείγοντος διατάγματος 97/2005 της Κυβέρνησης, η δημόσια υπηρεσία που είναι επιφορτισμένη με την τήρηση του μητρώου προσώπων χορηγεί νέο δελτίο ταυτότητας σε περίπτωση μεταβολής του φύλου.

Γ.      Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

15.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3 του Gender Recognition Act 2004 (νόμου του 2004 περί αναγνωρίσεως φύλου), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (12), πρόσωπο ηλικίας άνω των 18 ετών το οποίο επιθυμεί τη νομική αναγνώριση του φύλου που δήλωσε απευθύνεται σε επιτροπή αναγνώρισης φύλου, η οποία εξετάζει τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία για τη χορήγηση πιστοποιητικού αναγνώρισης φύλου (13). Πρόκειται, αφενός, για διάγνωση δυσφορίας φύλου από ειδικευμένο ιατρό ή ψυχολόγο και, αφετέρου, για επίσημη δήλωση του προσώπου ότι έζησε επί τουλάχιστον δύο έτη σύμφωνα με το επίκτητο φύλο του και ότι προτίθεται να ζήσει σύμφωνα με το επίκτητο φύλο του την υπόλοιπη ζωή του.

16.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του προμνησθέντος νόμου προβλέπει ότι η χορήγηση οριστικού GRC επάγεται την πλήρη αναγνώριση, από κάθε άποψη, του επίκτητου φύλου του ενάγοντος. Εντούτοις, το GRC δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο ταυτοποίησης (14).

17.      Κατ’ εφαρμογήν του Enrolment of Deeds (Change of Name) Regulations 1994 [κανονισμού του 1994 περί καταχώρισης πράξεων (μεταβολή ονοματεπωνύμου)] (15), πολίτης της Κοινοπολιτείας μπορεί να μεταβάλει το επώνυμο ή το όνομά του με απλή δήλωση, ήτοι με «deed poll», η οποία μπορεί να καταχωριστεί, για τα άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών, στη γραμματεία του High Court of Justice (England & Wales), King’s Bench Division [Ανώτερου Δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα King’s Bench, Ηνωμένο Βασίλειο]. Στην περίπτωση αυτή, η «deed poll» δημοσιεύεται στη The London Gazette. Η εν λόγω καταχώριση δεν είναι υποχρεωτική, η δε μεταβολή του ονόματος ή/και του επωνύμου μπορεί να αποδειχθεί με κάθε νόμιμο τρόπο.

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18.      Ο ενάγων (16), ρουμανικής ιθαγένειας, καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του, στις 24 Αυγούστου 1992 στην Cluj-Napoca (Ρουμανία), ως θήλυ.

19.      Μετά τη μετεγκατάστασή του με τους γονείς του στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2008, ο ενάγων απέκτησε τη βρετανική ιθαγένεια με πολιτογράφηση την 21η Απριλίου 2016. Έκτοτε, έχει τόσο τη ρουμανική όσο και τη βρετανική ιθαγένεια.

20.      Την 21η Φεβρουαρίου 2017 ο ενάγων μετέβαλε το όνομα και την προσφώνησή του από το θηλυκό στο αρσενικό γένος εφαρμόζοντας τη διαδικασία της «deed poll».

21.      Μετά την εκπλήρωση της ως άνω διατύπωσης, ο ενάγων προέβη στην αντικατάσταση ορισμένων επίσημων εγγράφων που χορηγούνται από τις βρετανικές αρχές, ήτοι την άδεια οδήγησης και το διαβατήριό του.

22.      Στις 29 Ιουνίου 2020 ο ενάγων απέκτησε στο Ηνωμένο Βασίλειο «Gender Recognition Certificate» (GRC), ήτοι πράξη με την οποία επιβεβαιώνεται η ανδρική ταυτότητα φύλου του.

23.      Τον Μάιο του 2021, βάσει των δύο εγγράφων που χορηγήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήτοι της «deed poll» και του GRC, ο ενάγων ζήτησε από το ληξιαρχείο Cluj να αναγράψει στη ληξιαρχική πράξη γέννησής του τις μνείες που αφορούσαν τη μεταβολή του ονόματος, του φύλου και του προσωπικού αριθμού ταυτοποίησής του, ώστε η πράξη να αντιστοιχεί στο αρσενικό φύλο, καθώς και να του χορηγήσει νέο πιστοποιητικό γέννησης στο οποίο να αναγράφονται τα νέα στοιχεία.

24.      Λόγω της άρνησης του ληξιαρχείου, στις 14 Σεπτεμβρίου 2021 ο ενάγων άσκησε, με τα ίδια αιτήματα, αγωγή ενώπιον του Judecătoria Sectorului 6 Bucureşti (πρωτοδικείου του τομέα 6 του Βουκουρεστίου, Ρουμανία), αιτούντος δικαστηρίου, κατά του ληξιαρχείου Cluj, της Διεύθυνσης Μητρώου Προσώπων και Διαχείρισης Βάσεων Δεδομένων του Υπουργείου Εσωτερικών και του Δήμου Cluj-Napoca.

25.      Ο ενάγων ζητεί από το αιτούν δικαστήριο να διατάξει την ευθυγράμμιση της ληξιαρχικής πράξης γέννησής του με την ταυτότητα φύλου του, η οποία αναγνωρίστηκε οριστικά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ζητεί την άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, και συγκεκριμένα του δικαιώματος κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος της Ένωσης, προκειμένου να μπορεί να ασκεί απρόσκοπτα το συγκεκριμένο δικαίωμα έχοντας ένα ταξιδιωτικό έγγραφο το οποίο αντιστοιχεί στην ανδρική ταυτότητα φύλου του. Κατά τον ενάγοντα, η επιβολή της υποχρέωσης να κινήσει νέα δικαστική διαδικασία στη Ρουμανία, με άμεσο σκοπό την εξασφάλιση της έγκρισης της μεταβολής του φύλου, θα τον εξέθετε στον κίνδυνο έκδοσης απόφασης αντίθετης προς την εκδοθείσα από τις βρετανικές αρχές, λαμβανομένου υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (17) έχει κρίνει ότι η ρουμανική διαδικασία στερείται σαφήνειας και προβλεψιμότητας (18).

26.      Οι εναγόμενες ρουμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι με την αγωγή του ο ενάγων επιδιώκει να επιτύχει την αναγνώριση της νέας κοινωνικής προσωπικής κατάστασής του, η οποία είναι απόρροια μεταβολών που πραγματοποιήθηκαν στην αλλοδαπή. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 43, στοιχείο i, του νόμου 119/1996, μνείες σχετικές με τις μεταβολές της αστικής κατάστασης αναγράφονται στις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης, σε περίπτωση μεταβολής του φύλου, κατόπιν τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.

27.      Στη διαδικασία της κύριας δίκης, το Consiliul Naţional pentru Combaterea Discriminării (εθνικό συμβούλιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων, Ρουμανία) παρενέβη αναγκαστικά κατόπιν προσεπίκλησης, έγινε δε δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση της Asociația Accept (ένωσης Accept) υπέρ του ενάγοντος.

28.      Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, κατ’ αρχάς, στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, Garcia Avello (19), της 14ης Οκτωβρίου 2008, Grunkin και Paul (20), της 8ης Ιουνίου 2017, Freitag (21) και της 14ης Δεκεμβρίου 2021, Stolichna obshtina, rayon «Pancharevo» (22), και διατυπώνει, εν συνεχεία, αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης με τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιθαγένεια της Ένωσης, καθόσον υποχρεώνει τον ενδιαφερόμενο να κινήσει νέα δικαστική διαδικασία σε κράτος μέλος την ιθαγένεια του οποίου έχει, μολονότι ολοκλήρωσε με επιτυχία μια διαδικασία σε άλλο κράτος μέλος την ιθαγένεια του οποίου επίσης έχει, ανεξαρτήτως της φύσης της διαδικασίας που κινήθηκε στο έτερο κράτος, και ειδικότερα του δικαστικού ή διοικητικού χαρακτήρα της.

29.      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται επίσης από την αποσαφήνιση των συνεπειών της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση. Ειδικότερα, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, θα πρέπει να διευκρινιστεί αν ένα κράτος μέλος υποχρεούται να αναγνωρίσει τις έννομες συνέπειες διαδικασίας μεταβολής του φύλου κινηθείσας σε κράτος που είχε την ιδιότητα του κράτους μέλους κατά την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας, είχε όμως αποχωρήσει από την Ένωση κατά την ημερομηνία περάτωσης της ίδιας διαδικασίας.

30.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Judecătoria Sectorului 6 București (πρωτοδικείο του τομέα 6 του Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνιστά το γεγονός ότι το άρθρο 43, στοιχείο i, και το άρθρο 57 του [νόμου 119/1996] δεν αναγνωρίζουν τις μεταβολές των παρατηρήσεων σχετικά με το φύλο και το όνομα στην αστική κατάσταση, στις οποίες προέβη διεμφυλικός άνδρας που έχει διπλή ιθαγένεια (ρουμανική και ετέρου κράτους μέλους), σε άλλο κράτος μέλος μέσω της διαδικασίας δικαστικής αναγνώρισης του φύλου, και ζητούν από τον Ρουμάνο πολίτη να κινήσει εξαρχής νέα δικαστική διαδικασία στη Ρουμανία, μέσω της τοπικής δημόσιας Υπηρεσίας ληξιαρχείου και αστικής κατάστασης, διαδικασία που έχει κριθεί στερούμενη σαφήνειας και προβλεψιμότητας από το [ΕΔΔΑ] ([υπόθεση Χ και Υ κατά Ρουμανίας]) και η οποία μπορεί να καταλήξει σε απόφαση αντίθετη προς εκείνη του ετέρου κράτους μέλους, εμπόδιο για την άσκηση του δικαιώματος της ιθαγένειας της Ένωσης (άρθρο 20 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και/ή του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του πολίτη της Ένωσης (άρθρο 21 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 45 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) υπό συνθήκες αξιοπρέπειας, ισότητας έναντι του νόμου και μη διακρίσεως (άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, άρθρο 18 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρα 1, 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και με σεβασμό του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης);

2)      Επηρεάζει η αποχώρηση του [Ηνωμένου Βασιλείου] από την Ευρωπαϊκή Ένωση την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, ιδίως όταν i) η διαδικασία μεταβολής της αστικής κατάστασης άρχισε πριν από το Brexit και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου και ii) ο αντίκτυπος του Brexit συνεπάγεται ότι το πρόσωπο μπορεί να απολαύει των δικαιωμάτων που σχετίζονται με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, μόνο βάσει ρουμανικών εγγράφων ταυτότητας ή ταξιδιωτικών εγγράφων στα οποία εμφανίζεται με το γυναικείο φύλο και όνομα, σε αντίθεση με την ήδη αναγνωρισμένη ταυτότητα φύλου;»

31.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο ενάγων και η ένωση Accept, ο Δήμος Cluj-Napoca, η Γερμανική, η Ελληνική, η Ουγγρική, η Ολλανδική, η Πολωνική και η Ρουμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο ενάγων και η ένωση Accept, η Γερμανική, η Ουγγρική, η Ολλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, απάντησαν στις ερωτήσεις προς προφορική απάντηση που είχε θέσει το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Ιανουαρίου 2024.

IV.    Ανάλυση

32.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά αίτηση αναγραφής, σε ληξιαρχική πράξη γέννησης, της μεταβολής του ονόματος και του φύλου, βάσει πράξεων που καταχωρίστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρώτη πριν από την αποχώρηση του εν λόγω κράτους από την Ένωση και η δεύτερη πριν από το πέρας της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται στη συμφωνία αποχώρησης. Ο ενάγων, υπήκοος Ηνωμένου Βασιλείου, όπου κατοικεί, και Ρουμανίας, όπου γεννήθηκε, υποστηρίζει ότι η έκδοση ταξιδιωτικού εγγράφου σύμφωνου προς την ταυτότητα φύλου του θα του παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην Ένωση ως πολίτη της Ένωσης.

33.      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, αφενός, αν είναι βάσιμη, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, η άρνηση αναγνώρισης σε πολίτη της Ένωσης, για τον σκοπό της επικαιροποίησης της ληξιαρχικής πράξης γέννησής του, των μεταβολών της ταυτότητάς του που πραγματοποιήθηκαν σε κράτος στο οποίο το δίκαιο της Ένωσης είχε τότε εφαρμογή. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση.

Α.      Επί του συνδέσμου με το δίκαιο της Ένωσης της περίπτωσης στην οποία πολίτης της Ένωσης ζητεί την αναγραφή της ταυτότητας φύλου του στη ληξιαρχική πράξη γέννησής του

34.      Στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, καμία ρύθμιση ή νομολογία δεν διέπει τα ζητήματα που σχετίζονται με την επικαιροποίηση, στο κράτος μέλος γέννησης πολίτη της Ένωσης, των στοιχείων των ληξιαρχικών πράξεων που αφορούν το φύλο ή την ταυτότητα φύλου βάσει πράξεων ή αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος.

35.      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι δεν έχει εφαρμογή κανένας κανονισμός σχετικά με τη συνεργασία σε αστικές υποθέσεις. Η κατάσταση των προσώπων εξαιρείται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (23), τούτο δε από τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (24). Επίσης, το αντικείμενο της διαφοράς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (25).

36.      Επιπλέον, μολονότι παρενέβη προκειμένου να διευκολύνει την κυκλοφορία των ληξιαρχικών πράξεων, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν ρύθμισε τα έννομα αποτελέσματά τους, όπως προκύπτει από τον τίτλο του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1191 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών μέσω της απλούστευσης των απαιτήσεων για την υποβολή ορισμένων δημόσιων εγγράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 (26). Ο εν λόγω κανονισμός, νομική βάση του οποίου είναι, μεταξύ άλλων, το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, προβλέπει πολύγλωσσα έντυπα και γενική απαλλαγή από την επικύρωση εντός της Ένωσης. Το ζήτημα της επικαιροποίησης των εθνικών ληξιαρχικών μητρώων δεν ρυθμίζεται στον κανονισμό, μολονότι είχε εξεταστεί στο σημείο 4 της Πράσινης Βίβλου της Επιτροπής με τίτλο «Λιγότερα διοικητικά διαβήματα για τους πολίτες: Προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δημοσίων εγγράφων και της αναγνώρισης των εννόμων αποτελεσμάτων των πιστοποιητικών προσωπικής κατάστασης» (27).

37.      Δεύτερον, η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα της αστικής κατάστασης αφορά μόνον το επώνυμο και το όνομα που αναγράφονται στις ληξιαρχικές πράξεις. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι οι κανόνες σχετικά με την καταχώριση των εν λόγω στοιχείων ταυτότητας των φυσικών προσώπων εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, προς τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με την ελευθερία όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν στο έδαφος των κρατών μελών (28).

38.      Τρίτον, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι «η προσωπική κατάσταση, στην οποία περιλαμβάνονται οι σχετικοί με τον γάμο κανόνες και τη γονική σχέση, αποτελεί τομέα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, το δε δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα αυτή. Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν ή να μην προβλέπουν στο εσωτερικό τους δίκαιο τον γάμο μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, καθώς και τη δυνατότητα των εν λόγω προσώπων να αποκτήσουν την ιδιότητα των γονέων. Εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, προς τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με την ελευθερία κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει στο έδαφος των κρατών μελών, αναγνωρίζοντας, προς τον σκοπό αυτόν, την προσωπική κατάσταση των προσώπων όπως αυτή έχει διαπιστωθεί σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους» (29).

39.      Επομένως, κατά την ανωτέρω πάγια νομολογία, υφίσταται σύνδεσμος με το δίκαιο της Ένωσης προκειμένου για πρόσωπα τα οποία είναι υπήκοοι ενός κράτους μέλους και διαμένουν νομίμως εντός άλλου κράτους μέλους (30). Κατά συνέπεια, κάθε πολίτης της Ένωσης σε τέτοια κατάσταση μπορεί να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ιδιότητα αυτή, ιδίως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενδεχομένως και έναντι του κράτους μέλους καταγωγής του (31).

40.      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο ενάγων άσκησε, ως πολίτης της Ένωσης, το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εντός κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος καταγωγής του, σύμφωνα με το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, και ότι απέκτησε την ιθαγένεια του πρώτου κράτους μέλους.

41.      Επιπλέον, ο ενάγων επικαλείται, στο κράτος μέλος καταγωγής του, δικαιώματα τα οποία απέκτησε αφού άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο ήταν τότε κράτος μέλος της Ένωσης. Τέλος, αφότου το εν λόγω κράτος δεν έχει πλέον την ιδιότητα του κράτους μέλους της Ένωσης, ο ενάγων επιθυμεί να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα στο έδαφος της Ένωσης ως πολίτης της Ένωσης, βάσει απλώς και μόνον της ρουμανικής ιθαγένειάς του, με ρουμανικό έγγραφο ταυτότητας και ρουμανικό ταξιδιωτικό έγγραφο (32).

42.      Επομένως, η περίπτωση του ενάγοντος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Εντούτοις, μπορεί η ανωτέρω ανάλυση να τεθεί υπό αμφισβήτηση για τον λόγο ότι ο ενάγων επικαλέστηκε τα δικαιώματά του στη Ρουμανία μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση;

Β.      Επί της επιπτώσεως της συμφωνίας αποχώρησης

43.      Κατά πρώτον, υπενθυμίζονται τα εξής:

–        την 31η Ιανουαρίου 2020 το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας και

–        σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της συμφωνίας για την αποχώρηση, σε συνδυασμό με το άρθρο 126 αυτής, η συμφωνία προβλέπει μεταβατική περίοδο από την 1η Φεβρουαρίου 2020, ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω συμφωνίας, έως την 31η Δεκεμβρίου 2020. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το δίκαιο της Ένωσης εφαρμοζόταν για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού, κατά το άρθρο 127, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω συμφωνίας, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στη συμφωνία.

44.      Κατά δεύτερον, διαπιστώνω τα εξής:

–        καμία από τις διατάξεις της συμφωνίας αποχώρησης δεν προβλέπει παρέκκλιση από την αρχή που διατυπώνεται στο ανωτέρω άρθρο 127 όσον αφορά τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που είναι εφαρμοστέες στην υπόθεση της κύριας δίκης και,

–        εν προκειμένω, αξιώνονται σε άλλο κράτος μέλος τα αποτελέσματα της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα οποία προέκυψαν πριν από την αποχώρηση του εν λόγω κράτους μέλους από την Ένωση και πριν από το τέλος της μεταβατικής περιόδου, αντιστοίχως. Συγκεκριμένα, την 21η Φεβρουαρίου 2017, στο πέρας διαδικασίας «deed poll», το όνομα και η προσφώνηση του ενάγοντος της κύριας δίκης μεταβλήθηκαν και στις 29 Ιουνίου 2020, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, χορηγήθηκε στον ενάγοντα GRC, ήτοι πράξη που επιβεβαιώνει την ανδρική ταυτότητα φύλου.

45.      Κατά τη γνώμη μου, από τα ανωτέρω πρέπει να συναχθεί ότι το GRC, το οποίο εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, πρέπει να εξετασθεί στο οικείο κράτος μέλος ως επίσημο έγγραφο άλλου κράτους μέλους (33), δυνάμει του δικαίου της Ένωσης που είχε εφαρμογή την ημέρα εξέτασης της αίτησης.

46.      Ο ως άνω χαρακτηρισμός δεν πρέπει να εξαρτάται από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου και, ως εκ τούτου, από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος αξιώνει τα αποτελέσματα της πράξης (34). Επομένως, ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας που προβάλλει ο ενάγων (35) σε σχέση με την άρνηση επικαιροποίησης της ληξιαρχικής πράξης γέννησής του μπορεί, κατ’ αρχήν, να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 21 ΣΛΕΕ.

47.      Επομένως, με τα δύο προδικαστικά ερωτήματά του, τα οποία φρονώ ότι πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 7 και 45 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά άρνηση των αρχών κράτους μέλους να αναγνωρίσουν και να αναγράψουν στη ληξιαρχική πράξη γέννησης υπηκόου του οικείου κράτους μέλους, ο οποίος είναι επίσης Βρετανός υπήκοος, το όνομα και την ταυτότητα φύλου, που δηλώθηκαν και αποκτήθηκαν νομίμως στο Ηνωμένο Βασίλειο, μολονότι το εν λόγω κράτος ήταν ακόμη μέλος της Ένωσης κατά τον χρόνο της πρώτης πράξης και το δίκαιο της Ένωσης είχε ακόμη εφαρμογή κατά τον χρόνο της δεύτερης πράξης, για τον λόγο ότι διάταξη του εθνικού δικαίου εξαρτά τη δυνατότητα πραγματοποίησης τέτοιας αναγραφής από την αναγνώριση της μεταβολής του φύλου από δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους.

48.      Πρέπει, συνεπώς, να εξακριβωθούν οι συνέπειες που μπορούν να αντληθούν από τις επίδικες πράξεις, όσον αφορά την αστική κατάσταση, κατά το δίκαιο της Ένωσης.

Γ.      Επί της αναγνώρισης, όσον αφορά την αστική κατάσταση, σε ένα κράτος μέλος της μεταβολής του ονόματος και του φύλου που επιτεύχθηκε σε άλλο κράτος μέλος

49.      Λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων αναγνώρισης σε ένα κράτος μέλος των αποτελεσμάτων των δημόσιων εγγράφων που καταρτίζονται σε άλλο κράτος μέλος, παρατηρώ, κατά πρώτον, ότι το αιτούν δικαστήριο θεωρεί δεδομένο ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξεις, οι οποίες δεν είναι ούτε ληξιαρχικές πράξεις ούτε δικαστικές αποφάσεις, είναι ισχυρές και θα μπορούσαν να παραγάγουν, όσον αφορά την αστική κατάσταση, τα ίδια αποτελέσματα σχετικά με την ταυτότητα του ενάγοντος (36) με εκείνα τα οποία αναγνώρισαν οι βρετανικές αρχές, οι οποίες χορήγησαν νέο διαβατήριο και άδεια οδήγησης μετά τη δήλωση μεταβολής ονόματος και προσφώνησης (deed poll), μη παρεχομένης οποιασδήποτε διευκρίνισης όσον αφορά το GRC (37).

50.      Κατά δεύτερον, όσον αφορά αίτηση επικαιροποίησης της ληξιαρχικής πράξης γέννησης πολίτη της Ένωσης, πρέπει να γίνει παραπομπή στις αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικά με την αστική κατάσταση οι οποίες αφορούν αποκλειστικά και μόνον την άρνηση των αρχών κράτους μέλους να αναγνωρίσουν το όνομα ή το επώνυμο που απέκτησε, υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, υπήκοος του οικείου κράτους μέλους ο οποίος άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και έχει επίσης την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, όταν το όνομα ή το επώνυμο καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο δεύτερο κράτος μέλος (38).

51.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατ’ αρχάς, ότι «το όνομα και το επώνυμο ενός προσώπου αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του και της ιδιωτικής ζωής του, οι οποίες προστατεύονται βάσει του άρθρου 7 του [Χάρτη] και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ)». Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, μολονότι δεν μνημονεύεται ρητώς στο άρθρο 7 του Χάρτη, το όνομα και το επώνυμο ενός προσώπου αφορά πράγματι την ιδιωτική και την οικογενειακή ζωή του, καθόσον αποτελεί μέσο ταυτοποίησής του και σύνδεσης με ορισμένη οικογένεια (39).

52.      Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η άρνηση αναγνώρισης του επωνύμου το οποίο πολίτης της Ένωσης απέκτησε νομίμως σε άλλο κράτος μέλος δύναται να παρακωλύσει την άσκηση του κατά το άρθρο 21 ΣΛΕΕ δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών λόγω της σύγχυσης που ενδέχεται να προκληθεί και των προβλημάτων που ενδέχεται να ανακύψουν από τη διαφορά μεταξύ των δύο επωνύμων που αφορούν το ίδιο πρόσωπο όσον αφορά την απόδειξη τόσο της ταυτότητάς του όσο και της φύσης των οικογενειακών δεσμών του (40).

53.      Τέλος, όταν το εθνικό δίκαιο περιλαμβάνει άλλες νομικές βάσεις για τη μεταβολή του επωνύμου κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, προκειμένου να θεωρηθούν συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης, οι εν λόγω νομικές βάσεις δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, εφόσον δεν υφίσταται ρύθμιση της Ένωσης για τη μεταβολή του επωνύμου, οι διαδικασίες που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο πρέπει να τηρούν την αρχή της ισοδυναμίας (41).

54.      Με τις ως άνω αποφάσεις, οι οποίες στηρίχθηκαν στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών του οποίου απολαύει κάθε πολίτης της Ένωσης, το Δικαστήριο τάχθηκε υπέρ της εναρμόνισης, σε ένα κράτος μέλος, των ληξιαρχικών πράξεων με το επώνυμο ή το όνομα που ο ενδιαφερόμενος απέκτησε σε άλλο κράτος μέλος, είτε κατ’ εφαρμογήν των κανόνων αναγνώρισης του επωνύμου (42) είτε κατόπιν οικειοθελούς μεταβολής (43).

55.      Η ως άνω νομολογία στηρίζεται στην αυτόματη αναγνώριση, σε πλαίσιο αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών και με σκοπό τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας του ενδιαφερόμενου εντός των κρατών μελών, του επωνύμου ή του ονόματος που ο ενδιαφερόμενος απέκτησε σε άλλο κράτος μέλος, και όχι μιας διοικητικής ή δικαστικής πράξης. Πρόκειται, επομένως, για μια λογική διαφορετική από εκείνη της αναγνώρισης των αποτελεσμάτων αλλοδαπής πράξης ή δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με τις μεθόδους του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου (44), η οποία μπορεί να δικαιολογεί την κατάρτιση ειδικών κανόνων σε βάσεις διαφορετικές από το άρθρο 21 ΣΛΕΕ (45).

56.      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί η ανωτέρω νομολογία, διαχωριζομένων των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξεων, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί της αυτόματης αναγνώρισης νέου ονόματος.

1.      Η μεταβολή του ονόματος

57.      Εν προκειμένω, όσον αφορά τη μεταβολή του ονόματος που ο ενάγων απέκτησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, πριν από την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου του, δεν αμφισβητείται ότι το όνομα που αναγράφεται στο βρετανικό διαβατήριο και στη βρετανική άδεια οδήγησης του ενάγοντος δεν είναι το ίδιο με εκείνο που αναγράφεται στο ρουμανικό μητρώο αστικής κατάστασης και στα ρουμανικά διοικητικά έγγραφα. Όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bogendorff (46) και, κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση επιλογής νέου ονόματος το οποίο συνδέεται με εκείνο της μεταγενέστερης δήλωσης σχετικά με την ταυτότητα φύλου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η διαφορά των ονομάτων που αφορούν το ίδιο πρόσωπο μπορεί να προκαλέσει στο εν λόγω πρόσωπο σοβαρά προβλήματα διοικητικής, επαγγελματικής και ιδιωτικής φύσης.

58.      Κατά συνέπεια, η άρνηση των αρχών κράτους μέλους να αναγνωρίσουν το όνομα, όπως αποκτήθηκε σε άλλο κράτος, μέλος τότε της Ένωσης, συνιστά περιορισμό των ελευθεριών που διασφαλίζονται, βάσει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, για κάθε πολίτη της Ένωσης.

59.      Ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε η Ρουμανική Κυβέρνηση επισημαίνουν οποιονδήποτε λόγο ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογεί την άρνηση αναγνώρισης και αναγραφής, στη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ενάγοντος, του ονόματος που απέκτησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, πέραν του λόγου που σχετίζεται με την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, τον οποίο αντέταξαν οι αρμόδιες ρουμανικές αρχές (47). Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο δεν μνημόνευσε οποιαδήποτε διάταξη σχετικά με τη μεταβολή του ονόματος, πέραν εκείνης που σχετίζεται με τη μεταβολή του φύλου. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο δεν διαβίβασε οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης σχετικά με το επώνυμο ή το όνομα (48).

60.      Περαιτέρω, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, η σύνδεση της αναγνώρισης του νέου ονόματος με την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας και δεν διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων που ο ενάγων αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, από το άρθρο 21 ΣΛΕΕ (49). Τέλος, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη δικαιολογητικούς λόγους που σχετίζονται με τη δημόσια τάξη ή με την ισότητα μεταχείρισης προκειμένου να αρνηθεί τη μεταβολή του ονόματος (50).

61.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω περιστάσεων, ουδεμία δυσχέρεια υφίσταται, ως προς την επικαιροποίηση της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του ενάγοντος, όσον αφορά τον διαχωρισμό της αναγνώρισης της μεταβολής του ονόματος από την αναγνώριση της μεταβολής του φύλου, μολονότι φαίνεται ότι το όνομα συνδέεται με γένος διαφορετικό από εκείνο με το οποίο συνδέεται, από κοινωνιολογικής απόψεως, το καταχωρισμένο κατά τη γέννηση φύλο.

62.      Εξάλλου, φρονώ ότι, στην περίπτωση αυτή, προκειμένου να εκτιμηθεί η εμβέλεια μιας απόφασης αυτόματης αναγνώρισης νέου ονόματος, απαιτείται υπέρβαση του πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου υποβάλλεται αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο και συνεκτίμηση του γεγονότος ότι μια τέτοια αναγνώριση μπορεί να έχει συνέπειες για άλλες ληξιαρχικές πράξεις, όπως αυτές των μελών της οικογένειας του ενδιαφερομένου στις οποίες αναγράφεται το προ της μεταβολής όνομα, όπως, μεταξύ άλλων, ληξιαρχική πράξη γάμου ή καταχωρισμένης συμβίωσης ή ακόμη ληξιαρχική πράξη γέννησης τέκνου.

63.      Εκτιμώ ότι, όταν προβλέπεται από την κανονιστική ρύθμιση περί αστικής κατάστασης, η αναγνώριση νέου ονόματος πρέπει να παράγει τα αποτελέσματά της ανεπιφύλακτα, κατά μείζονα λόγο διότι δεν μεταβάλλει την ταυτότητα των ενδιαφερόμενων τρίτων, εν αντιθέσει προς την αναγνώριση της μεταβολής του επωνύμου που επιλέγει ή αποκτά σύζυγος ή ακόμη που αποδίδεται στα τέκνα. Αντιστρόφως, σε περίπτωση μη επακόλουθης επικαιροποίησης, θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των ληξιαρχικών πράξεων, η οποία θα παρακωλύει την άσκηση των δικαιωμάτων που αντλούνται από το άρθρο 21 ΣΛΕΕ όταν τα μέλη της οικογένειας θα επιθυμούν να ασκήσουν τα εν λόγω δικαιώματα βάσει των οικογενειακών δεσμών, τους οποίους θα πρέπει να δικαιολογήσουν.

64.      Για τον λόγο αυτόν, κατά τη γνώμη μου, η εμβέλεια της απάντησης του Δικαστηρίου δεν θα πρέπει να περιοριστεί στη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ενδιαφερομένου. Επομένως, γενικά, το άρθρο 21 ΣΛΕΕ θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό η άρνηση των αρχών κράτους μέλους να αναγράψουν σε μητρώο αστικής κατάστασης το όνομα που απέκτησε υπήκοος του οικείου κράτους μέλους σε άλλο κράτος μέλος, την ιθαγένεια του οποίου επίσης έχει, βάσει διάταξης του εθνικού δικαίου η οποία εξαρτά τη δυνατότητα πραγματοποίησης της εν λόγω καταχώρισης από την αναγνώριση της μεταβολής του φύλου από δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους.

2.      Η μεταβολή του φύλου

65.      Εν προκειμένω, το καινοφανές ζήτημα επί του οποίου το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί είναι αν η νομολογία του σχετικά με την αστική κατάσταση, η οποία αφορά τα διασυνοριακά αποτελέσματα της απόκτησης ενός επωνύμου σε ένα κράτος μέλος, μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως.

α)      Η αναλογία προς τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το επώνυμο

66.      Προκαταρκτικώς, υπογραμμίζεται ότι, μολονότι, με την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018, MB (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος) (51), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει [...] την αρμοδιότητα των κρατών μελών σε θέματα οικογενειακής καταστάσεως των προσώπων και νομικής αναγνωρίσεως της αλλαγής φύλου ενός προσώπου» (52), η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση δεν είχε ως αντικείμενο τη νομική αναγνώριση σε κράτος μέλος της ταυτότητας φύλου που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος (53).

67.      Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αυτοδίκαιη αναγνώριση σε ένα κράτος μέλος της μεταβολής στοιχείου της ταυτότητας πολίτη της Ένωσης, ήτοι του επωνύμου του, δεδομένης της καταχώρισής του στο ληξιαρχείο άλλου κράτους μέλους, μπορεί να εφαρμοστεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, όταν πρόκειται περί της μνείας του φύλου στη ληξιαρχική πράξη γέννησης.

68.      Η αρχική ανάλυση του ζητήματος υποδηλώνει ότι θα μπορούσε δοθεί καταφατική απάντηση, με την ίδια διατύπωση με εκείνη της απόφασης Freitag (54), και τούτο για τρεις λόγους.

69.      Κατ’ αρχάς, στα περισσότερα κράτη μέλη (55), η μνεία του φύλου αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητας ενός προσώπου, όπως το επώνυμο και το όνομά του (56). Το όνομα συνδέεται συνήθως με το φύλο που αναγράφεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης (57), όπως ενίοτε και το επώνυμο (58).

70.      Εν συνεχεία, οι βάσεις της αναγνώρισης νέου επωνύμου ή ονόματος με σκοπό την καταχώρισή του στο ληξιαρχείο, ήτοι οι απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, η προστασία του οποίου κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη και στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ (59), επιτάσσουν ο πολίτης της Ένωσης να μη στερείται την ουσία των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται λόγω της ιδιότητάς του, τούτο δε σε όλες τις πτυχές της ταυτότητάς του.

71.      Επιπλέον, η ανωτέρω λύση συνάδει με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία βασίζεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και αφορά τον σεβασμό της ταυτότητας φύλου (60).

72.      Είναι αληθές ότι το ΕΔΔΑ δεν αποφάνθηκε επί υποθέσεων αναγνώρισης αποφάσεων μεταβολής επωνύμου ή φύλου (61), επαναβεβαίωσε όμως επανειλημμένως ότι ο σεβασμός της ιδιωτικής ή της οικογενειακής ζωής επάγεται τη θετική υποχρέωση του κράτους να τη διασφαλίζει λαμβάνοντας μέτρα για την αναγνώριση τόσο της μεταβολής του επωνύμου ή του ονόματος (62) όσο και της ταυτότητας φύλου (63) και να αντλεί τις συνέπειες όσον αφορά την αστική κατάσταση.

73.      Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι 25 από τα 27 κράτη μέλη προβλέπουν διαδικασίες μεταβολής της αστικής κατάστασης ώστε η νομική ταυτότητα της γέννησης να μπορεί να τροποποιείται συνεπεία ατομικής επιλογής που αφορά το φύλο (64), στοιχείο το οποίο επιρρωννύει τη λυσιτέλεια της λύσης που προτείνεται βάσει των αρχών που διατυπώθηκαν στο σημείο 70 των παρουσών προτάσεων κατ’ αναλογίαν προς τη σχετική με το επώνυμο νομολογία.

74.      Επισημαίνω επιπλέον ότι, κατά τη γνώμη μου, η έλλειψη κανονιστικής ρύθμισης σε ένα κράτος μέλος με αντικείμενο την αναγνώριση της δήλωσης μεταβολής φύλου δεν συνιστά εμπόδιο σε σχέση με το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, λόγω της θετικής υποχρέωσης που προκύπτει από τη νομολογία του ΕΔΔΑ (65) και της δυνητικής αναλογίας προς την απόφαση Grunkin και Paul. Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αναγνώρισης του επωνύμου τέκνου, το οποίο αποτελούνταν από το επώνυμο του πατέρα και το επώνυμο της μητέρας, μολονότι το γερμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε τέτοιο διπλό σύνθετο επώνυμο (66).

75.      Τέλος, όσον αφορά τους λόγους που μπορεί δικαιολογούν τον περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, τους οποίους έχει εξετάσει το Δικαστήριο, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ειδικότερα επί του σκοπού της παρεμπόδισης, σε περίπτωση οικειοθελούς μεταβολής του επωνύμου, της καταστρατήγησης του εθνικού δικαίου για την προσωπική κατάσταση μέσω της άσκησης, για τον σκοπό αυτόν και μόνον, του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και των επακόλουθων δικαιωμάτων. Με την ευκαιρία αυτή, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, στη σκέψη 24 της απόφασης της 9ης Μαρτίου 1999, Centros (67), είχε κρίνει ότι κάθε κράτος μέλος δικαιούται να λαμβάνει μέτρα προκειμένου να εμποδίζει την προσπάθεια ορισμένων από τους υπηκόους του να αποφεύγουν, καταχρώμενοι τις ευχέρειες που παρέχονται δυνάμει της Συνθήκης, την υπαγωγή τους στην εθνική νομοθεσία και ότι οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης καταχρηστικά ή καταστρατηγώντας τους (68).

76.      Συναφώς, όσον αφορά την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η κανονιστική ρύθμιση των κρατών μελών είναι επί του παρόντος λιγότερο ενοποιημένη από τη ρύθμιση σχετικά με τη μεταβολή του επωνύμου κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου (69). Ορισμένα κράτη μέλη προβλέπουν διαδικασία αυτοπροσδιορισμού (70), ενώ σε άλλα κράτη μέλη, λόγω της νομολογίας του ΕΔΔΑ (71), οι απαιτήσεις όσον αφορά την απόδειξη έχουν τροποποιηθεί, ακόμη και καταργηθεί (72).

77.      Εντούτοις, η ως άνω ποικιλομορφία των ουσιαστικών δικαίων που εφαρμόζονται σε περίπτωση μεταβολής φύλου δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποδοχή σοβαρών λόγων μη αναγνώρισης της εν λόγω μεταβολής (73). Όταν τίθεται ζήτημα παραγωγής των αποτελεσμάτων των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιθαγένεια, η εν λόγω ποικιλομορφία δικαιολογεί απλώς και μόνον την αυξημένη προσοχή που πρέπει να δίνεται στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκούνται τα εν λόγω δικαιώματα προκειμένου να αποφευχθεί κάθε κατάχρηση.

78.      Ως εκ τούτου, όπως προτάθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ενδείκνυται, κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να αποκλειστεί ο κίνδυνος κατάχρησης, να μπορούν να τεθούν προϋποθέσεις κατοικίας ή ιθαγένειας (74) βάσει των οποίων θα μπορεί να εξακριβωθεί η ύπαρξη στενών δεσμών με το κράτος μέλος στο οποίο επήλθε τέτοια μεταβολή (75).

79.      Όσον αφορά την εφαρμογή των προεκτεθεισών αρχών στην υπόθεση της κύριας δίκης, παρατηρώ ότι ο μόνος δικαιολογητικός λόγος για την άρνηση αναγνώρισης και αναγραφής στην επίμαχη ληξιαρχική πράξη γέννησης, χωρίς οποιαδήποτε διαδικασία, της μεταβολής του φύλου μετά τη δήλωση ταυτότητας φύλου, που εκτέθηκε με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (76), είναι ο λόγος που ανάγεται στην ύπαρξη άλλων νομικών βάσεων που καθιστούν δυνατή την πραγματοποίηση της μεταβολής του φύλου στη Ρουμανία.

80.      Όπως επισήμανε, όμως, το αιτούν δικαστήριο, από την απόφαση X και Y κατά Ρουμανίας (77) προκύπτει ότι η προμνησθείσα εθνική διαδικασία δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης, καθότι καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ (78).

81.      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης της κύριας δίκης, το Δικαστήριο θα μπορούσε να κρίνει, όπως με τις παλαιότερες αποφάσεις του σχετικά με το επώνυμο πολίτη της Ένωσης, ότι η άρνηση των ρουμανικών αρχών να αναγνωρίσουν την ταυτότητα φύλου που αποκτήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, μολονότι το δίκαιο της Ένωσης είχε ακόμη εφαρμογή, συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό των ελευθεριών που το άρθρο 21 ΣΛΕΕ αναγνωρίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης.

82.      Εντούτοις, κατά την περαιτέρω ανάλυση του ζητήματος, η απαραίτητη εκτίμηση της γενικής εμβέλειας μιας τέτοιας απόφασης, ερειδόμενης στις ίδιες βάσεις με εκείνες της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με το επώνυμο, δημιουργεί ερωτηματικά σχετικά με όρια τα οποία θα πρέπει ενδεχομένως να τεθούν λόγω των ιδιαίτερων αποτελεσμάτων της μνείας του φύλου στη ληξιαρχική πράξη γέννησης όσον αφορά την προσωπική κατάσταση.

β)      Πρέπει να τεθούν όρια στην εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με το επώνυμο;

83.      Η μνεία του φύλου στη ληξιαρχική πράξη γέννησης παράγει ιδιαίτερα αποτελέσματα όσον αφορά την προσωπική κατάσταση. Ποιες συνέπειες θα πρέπει, ενδεχομένως, να αντληθούν, λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων αποφάσεων του Δικαστηρίου σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ληξιαρχικές πράξεις ενός κράτους μέλους πρέπει να παράγουν αποτελέσματα σε άλλο κράτος μέλος, ήτοι των αποφάσεων Coman κ.λπ. και Pancharevo;

1)      Επί των ειδικών αποτελεσμάτων στην προσωπική κατάσταση της μνείας του φύλου στο ληξιαρχείο

84.      Όσον αφορά την προσωπική κατάσταση, η δήλωση σχετικά με το φύλο έχει αποτελέσματα τα οποία δεν έχει το επώνυμο. Είναι αληθές ότι η μεταβολή του επωνύμου μπορεί να μεταβάλει αλυσιδωτά το επώνυμο των προσώπων το οποίο αποδίδεται στα εν λόγω πρόσωπα ή επιλέγεται από αυτά (79). Εντούτοις, συγκριτικά, η δήλωση ταυτότητας φύλου δεν μπορεί να εξεταστεί ως δήλωση βούλησης η οποία περιορίζεται στην ταυτότητα του ενδιαφερομένου.

85.      Συγκεκριμένα, η εν λόγω δήλωση μεταβάλλει τόσο την προσωπική όσο και την οικογενειακή κατάσταση του ενδιαφερομένου. Μπορεί, επομένως, να προβληθεί κατά την άσκηση δικαιωμάτων που εξακολουθούν να σχετίζονται με τη διαφορά φύλου (γάμος, γονική σχέση, σύνταξη (80), υγεία, αθλητικές διοργανώσεις κ.λπ.).

86.      Ως εκ τούτου, εφόσον η επικαιροποίηση των ληξιαρχικών πράξεων δικαιολογείται για σκοπούς διασφάλισης των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ελεύθερη κυκλοφορία του ενδιαφερόμενου πολίτη και των μελών της οικογένειάς του (81), πρέπει να εξακριβωθούν, όπως και στην περίπτωση της μεταβολής ονόματος (82), τα αλυσιδωτά αποτελέσματα της καταχώρισης δήλωσης ταυτότητας φύλου αναγνωρισμένης σε ένα κράτος μέλος επί άλλων ληξιαρχικών πράξεων, όπως η ληξιαρχική πράξη γάμου ή οι ληξιαρχικές πράξεις γέννησης των τέκνων, που καταρτίστηκαν πριν από την εν λόγω δήλωση (83) στο ίδιο κράτος μέλος ή σε άλλα κράτη μέλη, όπως προκύπτουν από τις αποφάσεις Coman κ.λπ. και Pancharevo.

2)      Επί των αποτελεσμάτων της αναγνώρισης και της καταχώρισης σε μητρώο αστικής κατάστασης της δήλωσης της ταυτότητας φύλου που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος

87.      Από τις αποφάσεις Coman κ.λπ. και Pancharevo συμπεραίνω ότι το Δικαστήριο μερίμνησε για την τήρηση της αρχής κατά την οποία το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά τις καταχωρίσεις στο ληξιαρχείο στοιχείων που θα είχαν ως αποτέλεσμα την αναγνώριση του θεσμού του γάμου μεταξύ ομοφύλων ή τη διαπίστωση γονικής σχέσης με δύο γονείς του ιδίου φύλου. Στη δεύτερη ως άνω περίπτωση, υπομνήσθηκε σαφώς η απουσία υποχρέωσης των κρατών μελών όσον αφορά την αστική κατάσταση (84).

88.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, το ζήτημα των αποτελεσμάτων της αναγνώρισης σε ένα κράτος μέλος των πράξεων ή των αποφάσεων που αφορούν τη μνεία του φύλου και καταρτίστηκαν σε άλλο κράτος μέλος επιδέχεται διαφορετική θεώρηση από εκείνη που εφάρμοσε το Δικαστήριο όσον αφορά το επώνυμο (85).

89.      Συγκεκριμένα, με την απόφαση Coman κ.λπ., μολονότι διαπίστωσε την υποχρέωση κράτους μέλους να αναγνωρίσει τον γάμο μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου που συνήφθη σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τη νομοθεσία του, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο εν λόγω γάμος πρέπει να αναγνωριστεί αποκλειστικώς για τη χορήγηση παράγωγου δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους, πλην όμως η εν λόγω υποχρέωση αναγνώρισης δεν επιβάλλει, στο οικείο κράτος μέλος, να προβλέψει, στο εθνικό δίκαιό του, τον θεσμό του γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου (86).

90.      Με την απόφαση Pancharevo, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές κράτους μέλους οφείλουν να χορηγήσουν δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο στον υπήκοό τους βάσει ληξιαρχικής πράξης γέννησης που καταρτίστηκε σε άλλο κράτος μέλος, ανεξαρτήτως της κατάρτισης νέας ληξιαρχικής πράξης σε εθνικό μητρώο, καθότι η πρώτη πράξη πρέπει να αναγνωριστεί (87).

91.      Η κρίση του Δικαστηρίου με τις δύο ως άνω αποφάσεις αποτέλεσε συνέχεια της πάγιας νομολογίας του σχετικά με τα διασυνοριακά αποτελέσματα αποδοθέντος ή επιλεγέντος επωνύμου. Το Δικαστήριο υπενθύμισε την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την προσωπική κατάσταση (88) και την υποχρέωση διασφάλισης των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, η οποία επιβάλλει, επομένως, την αναγνώριση του γάμου προσώπων του ιδίου φύλου (89) ή της γονικής σχέσης σε σχέση με γονείς του ιδίου φύλου, που έχει καταχωριστεί σε άλλο κράτος μέλος (90). Στη δεύτερη ως άνω περίπτωση, η ληξιαρχική πράξη που καταρτίστηκε σε ένα κράτος μέλος διαπίστωνε την ύπαρξη γονικής σχέσης αποκλειστικά και μόνον για τον σκοπό της έκδοσης ταξιδιωτικού εγγράφου από άλλο κράτος μέλος προς τους υπηκόους του (91), χωρίς κανένα αποτέλεσμα επί της τήρησης των μητρώων ατομικής κατάστασης στο οικείο κράτος μέλος.

92.      Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα των ανωτέρω αποφάσεων, η λύση που πρέπει να προκριθεί όσον αφορά την αναγνώριση και την αναγραφή σε μητρώο αστικής κατάστασης μεταβολής φύλου, ύστερα από δήλωση σχετική με την ταυτότητα του φύλου που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, η οποία βασίζεται στη διττή επιταγή του σεβασμού της προσωπικής αυτονομίας (92) και του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης (93), πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να προβλέπει ορισμένα όρια.

93.      Η εν λόγω λύση θα συνίστατο στον περιορισμό της υποχρέωσης των κρατών μελών να καταχωρίζουν τη μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας ενός προσώπου σύμφωνα με το επιλεγέν φύλο απλώς και μόνον βάσει της ληξιαρχικής πράξης γέννησής του όταν η εν λόγω μεταβολή μπορεί να παραγάγει αποτελέσματα σε άλλες ληξιαρχικές πράξεις. Με τη χρήση γενικής διατύπωσης, η απάντηση του Δικαστηρίου στο αιτούν δικαστήριο θα περιορίσει τα αποτελέσματα όσον αφορά την αστική κατάσταση των αρχών που απορρέουν από το άρθρο 21 ΣΛΕΕ στα στοιχεία προσδιορισμού της ταυτότητας του ενδιαφερομένου (94) τα οποία είναι, μεταξύ άλλων, χρήσιμα για τις μετακινήσεις του στο έδαφος της Ένωσης, ήτοι ενόψει της έκδοσης δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου (95).

94.      Η ως άνω λύση θα είχε ως συνέπεια η επικαιροποίηση των ληξιαρχικών πράξεων που αφορούν τα μέλη της οικογένειας του ενδιαφερομένου να μην είναι υποχρεωτική, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που η εν λόγω επικαιροποίηση θα συνεπαγόταν την επακόλουθη αναγνώριση στο μητρώο αστικής κατάστασης του γάμου προσώπων του ιδίου φύλου (96) ή διαπιστωμένων γονικών σχέσεων σε σχέση με γονείς του ιδίου φύλου (97), υποχρέωση η οποία δεν μπορεί να επιβληθεί στα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης.

95.      Από την άποψη αυτή, ο τρόπος απαλοιφής των διαφορών μεταξύ των ληξιαρχικών πράξεων ζεύγους ή μελών της ίδιας οικογένειας, ο οποίος έχει προταθεί από το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, θα μπορούσε να προσαρμοστεί, υπό την έννοια ότι η δήλωση ταυτότητας φύλου θα παράγει αποτελέσματα επί των στοιχείων υφιστάμενων ληξιαρχικών πράξεων μόνον κατά την έκδοση δελτίου ταυτότητας, άδειας διαμονής ή διαβατηρίου, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου στις αποφάσεις Coman κ.λπ. και Pancharevo.

96.      Είναι αληθές ότι η ως άνω λύση δεν είναι ικανοποιητική όσον αφορά το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής και το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, δεδομένου ότι το διεμφυλικό άτομο θα πρέπει να μπορεί να δικαιολογεί τους οικογενειακούς δεσμούς του με ληξιαρχικές πράξεις. Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου, μολονότι ο διαχωρισμός της χορήγησης διοικητικού εγγράφου και της τήρησης του μητρώου αστικής κατάστασης μπορεί να εφαρμοστεί για την έξοδο από το κράτος του οποίου ο πολίτης είναι υπήκοος, η λύση αυτή δεν πληροί την απαίτηση μιας ζωής χωρίς διοικητικά προβλήματα σε περίπτωση επιστροφής του πολίτη στο εν λόγω κράτος (98).

97.      Εντούτοις, δεδομένου ότι η αναγνώριση σε ένα κράτος μέλος μεταβολής σχετικής με την ταυτότητα πολίτη της Ένωσης επελθούσας σε άλλο κράτος μέλος βασίζεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη είναι μόνα αρμόδια να καθορίζουν τις συνέπειες για την προσωπική κατάσταση οι οποίες θα απορρέουν από την εναρμόνιση όλων των ληξιαρχικών πράξεων (99).

98.      Το ΕΔΔΑ εκτιμά επίσης ότι πρέπει να σταθμίζονται τα δημόσια συμφέροντα που διακυβεύονται στο πλαίσιο της οργάνωσης της αστικής κατάστασης (100) και της αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου των προσώπων (101). Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές απαιτήσεις στα κράτη μέλη (102).

99.      Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό άρνηση των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους να αναγνωρίσουν και να αναγράψουν, χωρίς οποιαδήποτε διαδικασία, στη ληξιαρχική πράξη γέννησης υπηκόου του οικείου κράτους μέλους την ταυτότητα φύλου που απέκτησε σε άλλο κράτος μέλος, την ιθαγένεια του οποίου έχει επίσης. Η ύπαρξη στο εθνικό δίκαιο διαδικασίας μεταβολής βιολογικού φύλου ή κοινωνικού φύλου δεν μπορεί να δικαιολογεί τέτοια άρνηση.

100. Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που εκτέθηκαν σχετικά με τις μεταβολές ονόματος και φύλου που πραγματοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος και των περιστάσεων της υπόθεσης της κύριας δίκης, θα προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει, στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου που αφορούν την αστική κατάσταση, απάντηση η οποία θα περιορίζεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης, διατυπωμένη με γενικούς όρους, με τη συμπληρωματική διευκρίνιση ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση δεν ασκεί εν προκειμένω οποιαδήποτε επιρροή.

V.      Πρόταση

101. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Judecătoria Sectorului 6 București (πρωτοδικείο του τομέα 6 του Βουκουρεστίου, Ρουμανία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 7 και 45 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

έχουν την έννοια ότι:

αντιβαίνει σε αυτά η άρνηση των αρχών κράτους μέλους να αναγνωρίσουν και να αναγράψουν στη ληξιαρχική πράξη γέννησης υπηκόου του συγκεκριμένου κράτους μέλους το όνομα και την ταυτότητα φύλου που δηλώθηκαν και αποκτήθηκαν νομίμως σε άλλο κράτος μέλος, την ιθαγένεια του οποίου έχει επίσης ο εν λόγω υπήκοος.

Η ύπαρξη δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας μεταβολής βιολογικού φύλου ή κοινωνικού φύλου δεν μπορεί να συνιστά εμπόδιο σε μια τέτοια αυτόματη αναγνώριση.

Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να προβλέπουν, στο εθνικό δίκαιο, τα αποτελέσματα της εν λόγω αναγνώρισης και αναγραφής για άλλες ληξιαρχικές πράξεις, καθώς και όσον αφορά την προσωπική κατάσταση, στην οποία εμπίπτουν οι κανόνες σχετικά με τον γάμο και τη γονική σχέση.

2)      Το γεγονός ότι η αίτηση αναγνώρισης και καταχώρισης, σε μητρώο αστικής κατάστασης, της μεταβολής του ονόματος και του φύλου που αποκτήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο υποβλήθηκε σε κράτος μέλος της Ένωσης σε ημερομηνία κατά την οποία το δίκαιο της Ένωσης δεν είχε πλέον εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο ουδεμία ασκεί επιρροή.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


i      H ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.


2      Στο εξής: Χάρτης.


3      Πρόκειται για την Direcția de Evidență a Persoanelor Cluj, Serviciul stare civilă (Ληξιαρχική Υπηρεσία της Διεύθυνσης του Μητρώου Προσώπων Cluj, Ρουμανία) (στο εξής: ληξιαρχείο Cluj), την Direcția pentru Evidența Persoanelor și Administrarea Bazelor de Date din Ministerul Afacerilor Interne (Διεύθυνση Μητρώου Προσώπων και Διαχείρισης Βάσεων Δεδομένων του Υπουργείου Εσωτερικών, Ρουμανία) και τον Municipiul Cluj-Napoca (Δήμο Cluj-Napoca, Ρουμανία).


4      Υπογραμμίζω ότι αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι η διόρθωση της μνείας του φύλου στη ληξιαρχική πράξη γέννησης, αλλά η αναγραφή στην εν λόγω πράξη της αναγνώρισης δήλωσης ταυτότητας φύλου, ήτοι της δήλωσης της πεποίθησης του προσώπου ότι ανήκει σε φύλο διαφορετικό από εκείνο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση, η οποία βεβαιώνεται μέσω πιστοποιητικού. Πρέπει, επομένως, να γίνει διάκριση, όσον αφορά την αστική κατάσταση, μεταξύ «μορφολογικής αναφοράς και ψυχοκοινωνικής αντίληψης» (βλ. Gallus, N., «L’enregistrement du nouveau sexe de la personne transgenre – L’évolution en droit belge: entre l’exigence du respect de la vie privée et la sécurité juridique de l’organisation de l’état civil», Revue trimestrielle des droits de l’homme, αριθ. 133, Nemesis, Βρυξέλλες, 2023, σ. 247 έως 264, ιδίως σ. 252). Βλ., επίσης, έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης «Δικαιοσύνη και Καταναλωτές» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τίτλο «Legal gender recognition in the EU: the journeys of trans people towards full equality», Ιούνιος 2020, σημείο 1.6.3, σ. 27 και 28. Βλ., επίσης, Moron-Puech, B., «Regards comparatistes sur la mention du sexe à l’état civil pour les personnes transgenres et intersexuées», σε Courduriès, J., Dourlens, C., και Hérault, L, État civil et transidentité – Anatomie d’une relation singulière: genre, identité, filiation, Presses universitaires de Provence, Aix-en-Provence, 2021, σ. 211 έως 249, ιδίως σ. 214 έως 217. Γλωσσάριο σε τρεις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά) προσαρτάται ως παράρτημα II στην έκθεση της International Lesbian, Gay, Bisexual, Trans and Intersex Association (ILGA) Europe, με τίτλο «Report on “transsexuality and international private law”», και διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση στο διαδίκτυο: https://transexualia.org/wp-content/uploads/2015/03/Legal_ilgalaw.pdf. Βλ. ένα άλλο γλωσσάριο στη γαλλική ή την αγγλική γλώσσα, Γλωσσάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI), του Συμβουλίου της Ευρώπης.


5      Προτείνω στο Δικαστήριο τη χρήση του συγκεκριμένου όρου καθόσον αποτυπώνει το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αποκτά ένα δικαίωμα ή γίνεται δικαιούχος μιας νέας κατάστασης.


6      ΕΕ 2020, L 29, σ. 7, στο εξής: συμφωνία αποχώρησης.


7      ΕΕ 2020, L 29, σ. 1.


8      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 282 της 11ης Νοεμβρίου 1996.


9      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 68 της 2ας Φεβρουαρίου 2003. Όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του νόμου 119/1996, που αντικατέστησε το συγκεκριμένο άρθρο από τις 2 Μαΐου 2022, ο όρος «όνομα» περιλαμβάνει το επώνυμο ή το όνομα.


10      Βλ. υποδείγματα των ληξιαρχικών πράξεων προσαρτημένα στον νόμο 119/1996. Στο άρθρο 14, παράγραφος 3, των Normele metodologice de aplicare unitară a dispozițiilor legale privind evidența, domiciliul, reședința și actele de identitate ale cetățenilor români (μεθοδολογικών κανόνων για την ομοιόμορφη εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με το μητρώο πληθυσμού, την κατοικία, τη διαμονή και τα έγγραφα ταυτότητας των προσώπων που έχουν τη ρουμανική ιθαγένεια), οι οποίοι εγκρίθηκαν με την Hotărârea Guvernului nr. 1375/2006 (απόφαση 1375/2006 της Κυβέρνησης), της 4ης Οκτωβρίου 2006 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 851 της 17ης Οκτωβρίου 2006), παρέχονται εξηγήσεις για τον τρόπο διαμόρφωσης του εν λόγω αριθμού. Το πρώτο ψηφίο προσδιορίζει το φύλο και τον αιώνα γέννησης. Το ψηφίο 1 αποδίδεται στους άρρενες που γεννήθηκαν μεταξύ 1900 και 1999, το ψηφίο 2 αποδίδεται στους θήλεις που γεννήθηκαν μεταξύ 1900 και 1999. Για την περίοδο 2000-2099, τα ψηφία είναι 5 και 6, αντιστοίχως.


11      Βλ. Ordonanța de urgență a Guvernului nr. 97/2005 privind evidența, domiciliul, reședința și actele de identitate ale cetățenilor români (επείγον διάταγμα 97/2005 της Κυβέρνησης περί μητρώου προσώπων, κατοικίας, διαμονής και εγγράφων ταυτότητας των Ρουμάνων υπηκόων), της 14ης Ιουλίου 2005 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 641 της 20ής Ιουλίου 2005), και Hotărârea nr. 557/2006 privind stabilirea datei de la care se pun în circulaţie paşapoartele electronice, precum și a formei și conținutului acestora (απόφαση 557/2006 της Κυβέρνησης περί καθορισμού της ημερομηνίας θέσης σε κυκλοφορία των ηλεκτρονικών διαβατηρίων καθώς και της μορφής και του περιεχομένου τους), της 26ης Απριλίου 2006 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 376 της 2ας Μαΐου 2006).


12      Βλ. λεπτομέρειες σχετικά με την ισχύουσα νομοθεσία και την πρακτική, αντιστοίχως, στις ακόλουθες διευθύνσεις στο διαδίκτυο: https://uk.westlaw.com/Document/I5F92B790E42311DAA7CF8F68F6EE57AB/View/FullText.html?originationContext=document&transitionType=DocumentItem&vr=3.0&rs=PLUK1.0&contextData=(sc.Search)&firstPage=true και https://www.gov.uk/apply-gender-recognition-certificate.


13      Στο εξής: GRC.


14      Βλ. μνεία που αναγράφεται στο GRC το οποίο περιλήφθηκε στη δικογραφία της κύριας δίκης [«Warning: A certificate is not evidence of identity» (Προσοχή: το πιστοποιητικό δεν συνιστά απόδειξη της ταυτότητας) (ελεύθερη μετάφραση)], καθώς και απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Ιανουαρίου 2021, X και Y κατά Ρουμανίας (CE:ECHR:2021:0119JUD000214516 § 32), στο εξής: απόφαση X και Y κατά Ρουμανίας.


15      Βλ. πρακτικές λεπτομέρειες στην ακόλουθη διεύθυνση στο διαδίκτυο: https://www.gov.uk/change-name-deed-poll.


16      Προτείνω στο Δικαστήριο να χρησιμοποιήσει τον όρο «ενάγων» δεδομένου ότι η μεταβολή του φύλου αναγνωρίστηκε νομικώς σε κράτος μέλος.


17      Στο εξής: ΕΔΔΑ.


18      Ο ενάγων παρέπεμψε στην απόφαση X και Y κατά Ρουμανίας.


19      Απόφαση C‑148/02 (στο εξής: απόφαση Garcia Avello, EU:C:2003:539).


20      Απόφαση C‑353/06 (στο εξής: απόφαση Grunkin και Paul, EU:C:2008:559).


21      Απόφαση C‑541/15 (στο εξής: απόφαση Freitag, EU:C:2017:432).


22      Απόφαση C‑490/20 (στο εξής: απόφαση Pancharevo, EU:C:2021:1008).


23      ΕΕ 2012, L 351, σ. 1. Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.


24      Σύμβαση η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 27 Σεπτεμβρίου 1968 (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις σχετικά με την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στην εν λόγω Σύμβαση (ΕΕ 1998, C 27, σ. 1).


25      ΕΕ 2003, L 338, σ. 1. Το ίδιο ισχύει για τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1111 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2019, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών (ΕΕ 2019, L 178, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2020, L 347, σ. 52), που κατήργησε τον κανονισμό 2201/2003 από την 1η Αυγούστου 2022.


26      ΕΕ 2016, L 200, σ. 1.


27      COM(2010) 747 final. Βλ. Mirisch-Krueger, M., «Filling the Legal Void in Interstate Legal Gender Recognition in the European Union: A U.S. Style Full Faith and Credit Clause and Coman-Based Approach», Southwestern Journal of International Law, τόμος 28, αριθ. 1, 2022, σ. 210 έως 229, ιδίως σ. 213 σχετικά με τη διαπίστωση της έλλειψης ομοιομορφίας των κανόνων για τη νομική αναγνώριση του φύλου. Βλ., επίσης, για έκθεση των διαφόρων λύσεων στη διάθεση του νομοθέτη της Ένωσης, σ. 216 επ. Βλ., ειδικότερα, σ. 217 επ. [τίτλος II, B, ο οποίος επιγράφεται «Θέσπιση ρήτρας περί πλήρους απόδειξης και πίστης στην Ευρώπη χάριν της διακρατικής αναγνώρισης του φύλου» (ελεύθερη μετάφραση)], για ανάλυση, εμπνευσμένη από το αμερικανικό δίκαιο (άρθρο IV, τμήμα 1, του Συντάγματος), υπέρ της διατύπωσης μιας θεμελιώδους αρχής αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην Ένωση με σκοπό την αυτόματη αναγνώριση της ταυτότητας φύλου μεταξύ των κρατών μελών.


28      Βλ. απόφαση Freitag [σκέψη 33, στην οποία μνημονεύονται οι αποφάσεις Garcia Avello (σκέψη 25), Grunkin και Paul (σκέψη 16), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψεις 38 και 39), της 12ης Μαΐου 2011, Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 63), και της 2ας Ιουνίου 2016, Bogendorff von Wolffersdorff (C‑438/14, στο εξής: απόφαση Bogendorff, EU:C:2016:401, σκέψη 32)].


29      Απόφαση Pancharevo [σκέψη 52, όπου γίνεται παραπομπή στην απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Coman κ.λπ. (C‑673/16, στο εξής: απόφαση Coman κ.λπ., EU:C:2018:385, σκέψεις 36 έως 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)].


30      Βλ. αποφάσεις Garcia Avello (σκέψη 27) και Freitag (σκέψη 34).


31      Πρβλ. αποφάσεις Coman κ.λπ. (σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και Pancharevo (σκέψη 42).


32      Πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Préfet du Gers και Institut national de la statistique et des études économiques (C‑673/20, EU:C:2022:449, σκέψεις 55 έως 58 και 79).


33      Επί του εν λόγω χαρακτηρισμού, βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2024, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑516/22, EU:C:2024:231, σκέψη 53).


34      Βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τα αποτελέσματα πράξεων που εκδόθηκαν πριν από την προσχώρηση κράτους στην Ένωση, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 55).


35      Βλ. σημείο 25 των παρουσών προτάσεων.


36      Συναφώς, επισημαίνω ότι η μόνη απόφαση του Δικαστηρίου στην οποία περιέχονται διευκρινίσεις σχετικά με το είδος της προσκομισθείσας ληξιαρχικής πράξης, την επικύρωση και τη μετάφρασή της είναι η απόφαση Pancharevo (σκέψη 20). Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Freitag, ο ενδιαφερόμενος είχε προσκομίσει το διαβατήριό του (σκέψη 20). Καμία ιδιαίτερη μνεία στα προσκομισθέντα στις γερμανικές αρχές έγγραφα δεν περιέχεται στην απόφαση Bogendorff, στη σκέψη 15 της οποίας διευκρινίζεται ότι η μεταβολή ονόματος και επωνύμου είναι αποτέλεσμα δήλωσης (deed poll). Στην απόφαση Grunkin και Paul, αντικείμενο της διαφοράς ήταν το επώνυμο ανήλικου Γερμανού, το οποίο αναγραφόταν στη ληξιαρχική πράξη γέννησής του που είχε καταρτιστεί στη Δανία.


37      Βλ., για λόγους σύγκρισης, για τη δήλωση (deed poll), απόφαση Bogendorff (σκέψη 15) και, όσον αφορά τον οριστικό χαρακτήρα του GRC, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018, MB (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος) (C‑451/16, EU:C:2018:492, σκέψη 11). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο ενάγων διευκρίνισε ότι η δήλωσή του (deed poll) είχε καταχωριστεί τον Φεβρουάριο του 2017 και ότι, δεδομένου ότι είναι άγαμος, του χορηγήθηκε οριστικό πιστοποιητικό αναγνώρισης φύλου. Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 2, του νόμου του 2004 περί αναγνώρισης φύλου.


38      Βλ. αποφάσεις Bogendorff και Freitag. Το Δικαστήριο εξέδωσε μεταγενέστερα δύο αποφάσεις σχετικά με την προσωπική κατάσταση οι οποίες αφορούσαν τον γάμο ή τη γέννηση πολίτη της Ένωσης που καταχωρίστηκαν σε άλλο κράτος μέλος. Εντούτοις, δεν είναι δυνατόν να αντληθεί από τις εν λόγω αποφάσεις οποιοδήποτε συμπέρασμα σχετικά με τις υποχρεώσεις που αφορούν την τήρηση του μητρώου αστικής κατάστασης. Οι ως άνω αποφάσεις αφορούν τις διοικητικές συνέπειες που πρέπει να παράγουν σε ένα κράτος μέλος οι ληξιαρχικές πράξεις που καταρτίζονται σε άλλο κράτος μέλος. Είναι ανεξάρτητες από την καταχώριση, υπό οποιαδήποτε μορφή, από υπηρεσία επιφορτισμένη με την τήρηση μητρώου αστικής κατάστασης στο πρώτο κράτος μέλος [βλ. αποφάσεις Coman κ.λπ. (σκέψη 45, δύο τελευταίες περίοδοι) και Pancharevo (σκέψη 57)]. Βλ., επίσης, σημεία 89 έως 91 των παρουσών προτάσεων.


39      Βλ. απόφαση Bogendorff (σκέψη 35). Το Δικαστήριο παρέπεμψε, όσον αφορά το άρθρο 8 ΕΣΔΑ, στις αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 12ης Μαΐου 2011, Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 66).


40      Βλ. απόφαση Freitag (σκέψεις 36 και 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, όσον αφορά το όνομα, απόφαση Bogendorff (σκέψη 38).


41      Βλ. απόφαση Freitag (σκέψεις 41 και 42).


42      Βλ. αποφάσεις Garcia Avello και Grunkin και Paul.


43      Βλ. αποφάσεις Bogendorff και Freitag.


44      Βλ., συναφώς, σημείο 36 των παρουσών προτάσεων. Βλ., επίσης, σχετικά με τη μέθοδο αναγνώρισης, Jault-Seseke, F., και Pataut, E., «Le citoyen européen et son nom», Europa als Rechts- und Lebensraum: Liber amicorum für Christian Kohler zum 75. Geburtstag, Gieseking Verlag, Bielefeld, 2018, σ.  371 έως 384, ιδίως σ. 377, και Gössl, S., και Melcher, M., «Recognition of a status acquired abroad in the EU. – A challenge for national laws from evolving traditional methods to new forms of acceptance andbypassing alternatives», Cuadernos de derecho transnacional, τόμος 14, αριθ. 1, Universidad Carlos III de Madrid, Μαδρίτη, 2022, σ. 1012 έως 1043, ιδίως σ. 1041.


45      Βλ., ενδεικτικώς, σύμβαση αριθ. 29 της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Κατάστασης (CIEC), σχετικά με την αναγνώριση των αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνεται μεταβολή του φύλου, η οποία εγκρίθηκε στη Γενική Συνέλευση της Λισσαβώνας στις 16 Σεπτεμβρίου 1999 και υπογράφηκε στη Βιέννη στις 12 Σεπτεμβρίου 2000. Η εν λόγω σύμβαση, ανοικτή για υπογραφή από κάθε κράτος μέλος της CIEC ή της Ένωσης, άρχισε να ισχύει την 1η Μαρτίου 2011. Έχει υπογραφεί από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την Ελληνική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Αυστρίας και έχει κυρωθεί από το Βασίλειο της Ισπανίας και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών. Αντικείμενο της σύμβασης είναι η καθιέρωση ενισχυμένου ελέγχου με σκοπό τη στήριξη της ατομικής βούλησης διά παραπομπής σε ορισμένους συνήθεις κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Βλ., επίσης, σχόλιο του Guez, P., «Identité de genre et droit international privé», σε Gallus, N., Droit des familles, genre et sexualité, Anthemis, Limal, 2012, σ. 115 έως 137, ιδίως σ. 132 έως 134.


46      Βλ. σκέψη 38 της εν λόγω απόφασης.


47      Βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.


48      Βλ., για λόγους σύγκρισης, Gössl, S., και Melcher, M., όπ.π., ιδίως σ. 1039, υποσημείωση 216.


49      Πρβλ. απόφαση Freitag (σκέψη 42).


50      Πρβλ. απόφαση Bogendorff (σκέψη 83).


51      Απόφαση C‑451/16 (EU:C:2018:492).


52      Βλ. σκέψη 29 της εν λόγω απόφασης. Στη συγκεκριμένη σκέψη, το Δικαστήριο υπενθύμισε την πάγια νομολογία του, κατά την οποία «τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε τις διατάξεις περί απαγορεύσεως των διακρίσεων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2006, Richards, C‑423/04, EU:C:2006:256, σκέψεις 21 έως 24, της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 59, καθώς και της 5ης Ιουνίου 2018, [Coman κ.λπ.], σκέψεις 37 και 38 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)».


53      Στη σκέψη 27 της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «η υπόθεση της κύριας δίκης και το ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο αφορούν αποκλειστικώς τις προϋποθέσεις χορηγήσεως κρατικής συντάξεως γήρατος που προβλέπονται στη νομοθεσία του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης κράτους μέλους. Επομένως, το Δικαστήριο δεν καλείται να απαντήσει στο ερώτημα εάν, γενικώς, η νομική αναγνώριση αλλαγής φύλου δύναται να εξαρτηθεί από την ακύρωση γάμου προγενέστερου της εν λόγω αλλαγής φύλου».


54      Βλ. σκέψεις 36 έως 39 της εν λόγω απόφασης.


55      Σχετικά με το ζήτημα της μη μνείας του φύλου κατά την καταχώριση στο ληξιαρχείο, σε ορισμένα κράτη μέλη, της γέννησης παιδιού στο οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί ούτε το γυναικείο ούτε το ανδρικό φύλο, βλ. Goessl, S., L., «From question of fact to question of law to question of private international law: the question whether a person is male, female, or...?», Journal of Private International Law, τόμος 12, αριθ. 2, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2016, σ. 261 έως 280, ιδίως σ. 263, υποσημείωση 8. Για υπόμνηση των στοιχείων συγκριτικού δικαίου, βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 31ης Ιανουαρίου 2023, Y κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2023:0131JUD007688817 § 37). Σχετικά με τη διαπίστωση της απουσίας ευρωπαϊκής συναίνεσης επί του ζητήματος αυτού, βλ. § 90 της εν λόγω απόφασης.


56      Πρβλ. Guez, P., όπ.π., ιδίως σ. 135. Βλ., επίσης, διατριβή σχετικά με τον αυτοπροσδιορισμό όσον αφορά το κοινωνικό φύλο στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του Schulz, A., Geschlechtliche Selbstbestimmung im Internationalen Privatrecht, Mohr Siebeck, Τυβίγγη, 2024, σ. 222.


57      Βλ. Župan, M., και Drventić, M., «Gender Issues in Private International Law», Gender Perspectives in Private Law, Springer, Cham, 2023, σ. 1 έως 28, ιδίως σ. 10.


58      Βλ., για παράδειγμα, πολωνικά επώνυμα με μορφή επιθέτου με συγκεκριμένες καταλήξεις (όπως -ski, -cki, -dzki), τα οποία έχουν στην πολωνική γλώσσα θηλυκό γένος. Συγκεκριμένα, το επώνυμο προσώπου γυναικείου φύλου καταχωρίζεται με κατάληξη «-a» αντί «-i». Βλ., συναφώς, https://rjp.pan.pl/dziaalno-rady-w-zwizku-z-ustaw-o-jzyku-polskim?view=article&id=114:nazwiska-kobiet&catid=48.


59      Βλ. απόφαση Bogendorff (σκέψη 35).


60      Σχετικά με το δικαίωμα κάθε προσώπου να καταγράφονται τα στοιχεία της ταυτότητάς του αναγνωρίζοντας τον επαναπροσδιορισμό του φύλου του από νομικής απόψεως, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 11ης Ιουλίου 2002, Christine Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2002:0711JUD002895795 § 71 έως 93), και της 23ης Μαΐου 2006, Grant κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2006:0523JUD003257003 § 39 έως 44). Με την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2022, Y κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2022:0217JUD007413114 § 76), το ΕΔΔΑ υπενθύμισε, αφενός, ότι, κατά την εκπλήρωση της θετικής υποχρέωσης που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, τα κράτη απολαύουν κάποιου περιθωρίου εκτίμησης. Για τον καθορισμό της έκτασης του εν λόγω περιθωρίου εκτίμησης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες. Αφετέρου, στο πλαίσιο της «ιδιωτικής ζωής», παραπέμποντας στις αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, Christine Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2002:0711JUD002895795 § 90), και της 16ης Ιουλίου 2014, Hämäläinen κατά Φινλανδίας (CE:ECHR:2014:0716JUD003735909 § 67), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, όταν διακυβεύεται μια ιδιαιτέρως σημαντική πτυχή της ύπαρξης ή της ταυτότητας ενός προσώπου, το περιθώριο που καταλείπεται στο κράτος θα είναι περιορισμένο. Βλ., για λεπτομερή έκθεση της νομολογίας του ΕΔΔΑ έως την 31η Αυγούστου 2023, Guide sur la jurisprudence de la Convention européenne des droits de l’homme – Droits des personnes LGBTI (Οδηγός σχετικά με τη νομολογία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Δικαιώματα των ΛΟΑΤΙ ατόμων) (διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση στο διαδίκτυο: https://ks.echr.coe.int/documents/d/echr-ks/guide_lgbti_rights_fre), που περιέχει το μέρος II, B, 1, b, με τίτλο «Reconnaissance du genre (c’est-à-dire modification de la mention du sexe sur les documents officiels)» (Αναγνώριση του κοινωνικού φύλου (ήτοι τροποποίηση της μνείας του φύλου στα επίσημα έγγραφα), καθώς και, για χρονολογική έκθεση της νομολογίας του ΕΔΔΑ έως τον Ιανουάριο του 2023, θεματικό δελτίο της Μονάδας Τύπου, με τίτλο «Identité de genre» (Ταυτότητα φύλου) (διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση στο διαδίκτυο: https://www.echr.coe.int/documents/d/echr/FS_Gender_identity_FRA).


61      Βλ., για εξέταση των προϋποθέσεων που ενδέχεται να ληφθούν υπόψη βάσει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ για την αναγνώριση ιδιότητας νομοθετικώς κατοχυρωμένης στην αλλοδαπή, Pfeiff, S., «Existe-t-il un droit fondamental à la permanence transfrontière des éléments du statut personnel et familial? σε Jafferali, R. κ.λπ., Liber amicorum Nadine Watté, Bruylant, Βρυξέλλες, 2017, σ. 461 έως 485, ιδίως σ. 471 επ., σημεία 7 επ.


62      Βλ. υπόμνηση της νομολογίας στον Guide sur l’article 8 de la Convention européenne des droits de l’homme – Droit au respect de la vie privée et familiale, du domicile et de la correspondance (Οδηγό σχετικά με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας), ο οποίος επικαιροποιήθηκε την 31η Αυγούστου 2022, διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση στο διαδίκτυο: https://www.echr.coe.int/documents/d/echr/Guide_Art_8_FRA (σημεία 271 και 272). Όσον αφορά τη μεταβολή ονόματος στο πλαίσιο διαδικασίας επαναπροσδιορισμού του φύλου, βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 11ης Οκτωβρίου 2018, S.V. κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2018:1011JUD005521608 § 70 έως 75).


63      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση X και Y κατά Ρουμανίας (§ 146 έως 148). Για λεπτομερή έκθεση της νομολογίας του ΕΔΔΑ, έως την 31η Αυγούστου 2023, σχετικά με τις αρνητικές και θετικές υποχρεώσεις των κρατών, καθώς και σχετικά με το περιθώριο εκτίμησής τους, βλ. οδηγό που μνημονεύθηκε στην υποσημείωση 60 των παρουσών προτάσεων, μέρος II, A, 2 και 3, σημεία 43 έως 54. Σχετικά με τη νομική αναγνώριση του κοινωνικού φύλου διαφυλικών ατόμων, βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 31ης Ιανουαρίου 2023, Y κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2023:0131JUD007688817).


64      Βλ. έγγραφο με τίτλο «Carte des droits Trans, Europe et Asie centrale 2023» (Χάρτης των δικαιωμάτων των διεμφυλικών ατόμων, Ευρώπη και Κεντρική Ασία 2023) που δημοσίευσε η μη κυβερνητική οργάνωση Transgender Europe (διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση στο διαδίκτυο: https://transrightsmap.tgeu.org/home/)  για επικαιροποίηση των πληροφοριών που αντλούνται από την απόφαση X και Y κατά Ρουμανίας (§ 84 επ.). Σε δύο κράτη μέλη (Βουλγαρία και Ουγγαρία), η αναγνώριση της ταυτότητας φύλου δεν είναι δυνατή. Όσον αφορά το τελευταίο ως άνω κράτος, βλ. εκκρεμή επί του παρόντος υπόθεση Deldits (C247/23). Στην έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης «Δικαιοσύνη και Καταναλωτές» που μνημονεύθηκε στην υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων, σ. 7, επισημαίνεται ότι τα κράτη μέλη που στήριξαν τις διαδικασίες τους για τον αυτοπροσδιορισμό (βλ. υποσημείωση 70 των παρουσών προτάσεων για επικαιροποιημένο κατάλογο των εν λόγω κρατών) τηρούν πλήρως τις αρχές της Yogyakarta συν 10 (Πρόσθετες αρχές και πρόσθετες υποχρεώσεις των κρατών σχετικά με την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσον αφορά τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, την έκφραση φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου για τη συμπλήρωση των αρχών της Yogyakarta), που εγκρίθηκαν τον Νοέμβριο του 2017 (βλ. https://yogyakartaprinciples.org/introduction-pj10/). Παραπομπή στις εν λόγω αρχές, και ειδικότερα στο κείμενο του 2007, γίνεται στην απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F (C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 62), στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση F (C‑473/16, EU:C:2017:739, υποσημείωση 21) και στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις A κ.λπ. (C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2111, υποσημείωση 47) ή στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις X κ.λπ. (C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:474, υποσημείωση 28).


65      Βλ. σημείο 72 των παρουσών προτάσεων.


66      Βλ. σκέψη 7 της εν λόγω απόφασης.


67      Απόφαση C‑212/97 (EU:C:1999:126).


68      Βλ. απόφαση Bogendorff (σκέψη 57).


69      Βλ., ειδικότερα, απόφαση Garcia Avello (σκέψεις 42 και 44).


70      Επί του παρόντος, τούτο συμβαίνει στα ακόλουθα κράτη μέλη: Βέλγιο, Δανία, Ιρλανδία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πορτογαλία και Φινλανδία. Βλ. χάρτη που μνημονεύεται στην υποσημείωση 64 των παρουσών προτάσεων. Βλ. σχετικά με τη βελγική νομοθετική μεταρρύθμιση του 2017, Gallus, N., όπ.π., ιδίως σ. 258. Βλ., επίσης, στη Γερμανία, σχέδιο νόμου «SBGG» [Gesetz über die Selbstbestimmung in Bezug auf den Geschlechtseintrag und zur Änderung weiterer Vorschriften (νόμος περί αυτοπροσδιορισμού όσον αφορά τη μνεία του φύλου και περί τροποποίησης άλλων διατάξεων)], ο οποίος αναμένεται να αντικαταστήσει τον Gesetz über die Änderung von Vornamen und die Feststellung der Geschlechtszugehörigkeit in besonderen Fällen (Transsexuellengesetz – TSG) (νόμος περί μεταβολής των ονομάτων και προσδιορισμού του φύλου σε ιδιαίτερες περιπτώσεις – νόμος περί διεμφυλικών ατόμων), της 10ης Σεπτεμβρίου 1980, υπό συζήτηση επί του παρόντος στην Bundestag (Ομοσπονδιακή Συνέλευση, Γερμανία). Προβλέπεται ότι ο εν λόγω μελλοντικός νόμος θα αρχίσει να ισχύει τον Νοέμβριο του 2024. Βλ. https://www.bmj.de/SharedDocs/Gesetzgebungsverfahren/DE/2023_Selbstbestimmung.html?nn=17592.


71      Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι συνιστά παράβαση της θετικής υποχρέωσης που υπέχει το καθού κράτος να διασφαλίζει το δικαίωμα των διεμφυλικών ατόμων στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής τους η απόρριψη της αίτησής τους περί μεταβολής της αστικής κατάστασής τους με την αιτιολογία ότι δεν είχαν αποδείξει τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα της αλλαγής της εμφάνισής τους, ήτοι δεν είχαν αποδείξει ότι υποβλήθηκαν σε επέμβαση στείρωσης ή σε ιατρική αγωγή που συνεπάγεται πολύ υψηλή πιθανότητα στειρότητας [βλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, A.P., Garçon και Nicot κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2017:0406JUD007988512 § 135)].


72      Βλ., επίσης, συστάσεις διεθνών οργανισμών οι οποίοι καλούν τα κράτη να θεσπίσουν διαδικασίες που θα καθιστούν δυνατή τη μεταβολή του ονοματεπωνύμου και του φύλου στα επίσημα έγγραφα με ταχύ, διαφανή και προσιτό τρόπο, οι οποίες υπομνήσθηκαν με την απόφαση X και Y κατά Ρουμανίας (§ 153). Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις εθνικές νομοθεσίες, βλ. χάρτη που μνημονεύεται στην υποσημείωση 64 των παρουσών προτάσεων.


73      Βλ., συναφώς, σημείο 55 των παρουσών προτάσεων.


74      Πρβλ. απόφαση Freitag (σκέψη 46).


75      Βλ., συναφώς, Jault-Seseke, F., και Pataut, E., όπ.π. Οι συγγραφείς σχολιάζουν τις αποφάσεις Bogendorff και Freitag (σ. 373 έως 376) και προτείνουν δύο είδη ελέγχου: τον έλεγχο της ύπαρξης στενών δεσμών (σ. 381) και τον έλεγχο που αφορά τη δημόσια τάξη και την κατάχρηση δικαιώματος (σ. 383). Βλ., επίσης, Wautelet, P., «L’abus de droit comme limite à la circulation des personnes et de leur statut dans un monde globalisé», La circulation des personnes et de leur statut dans un monde globalisé, LexisNexis, Παρίσι, 2019, σ. 293 έως 305, ιδίως σ. 296 καθώς και 303 έως 305. Βλ., τέλος, Hammje, P., «Reconnaissance par un État membre du nom patronymique acquis par l’un de ses nationaux auprès d’un autre État membre dont il a aussi la nationalité», Revue critique de droit international privé, αριθ. 4, Dalloz, Παρίσι, 2017, σ. 549 έως 559, ιδίως σ. 558 και 559, σημείο 20. Βλ., επίσης, ψήφισμα του Institut de Droit International (Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου) με τίτλο «Ανθρώπινα δικαιώματα και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο» (διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση στο διαδίκτυο: https://www.idi-iil.org/app/uploads/2021/09/2021_online_04_en.pdf. Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα του εν λόγω ψηφίσματος δημοσιεύθηκε επίσης στην Revue critique de droit international privé, αριθ. 4, 2021, σ. 939), άρθρο 10, το οποίο μνημονεύει ο Kohler, C., «Status und Mobilität in der Europäischen Union», Praxis des Internationalen Privat- und Verfahrensrechts (IPRax), Gieseking, Bielefeld, αριθ. 3, 2022, σ. 226 έως 231, ιδίως σ. 230 επ., συγγραφέας τον οποίο παραθέτει ο Schulz, A., όπ.π.


76      Βλ., για λόγους σύγκρισης όσον αφορά το επώνυμο, απόφαση Bogendorff (σκέψεις 48 επ.).


77      Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι «το ρουμανικό νομικό πλαίσιο σχετικά με τη νομική αναγνώριση του κοινωνικού φύλου δεν είναι σαφές και, επομένως, προβλέψιμο» (§ 157).


78      Βλ., όσον αφορά τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας τις οποίες το Δικαστήριο υπενθύμισε σε σχέση με τη μεταβολή επωνύμου, απόφαση Freitag (σκέψεις 41 και 42).


79      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση Bogendorff (σκέψη 46).


80      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018, MB (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος) (C‑451/16, EU:C:2018:492).


81      Πρβλ. απόφαση Bogendorff (σκέψεις 35 και 46).


82      Βλ. σημείο 62 των παρουσών προτάσεων.


83      Δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα εξέτασης των μελλοντικών αποτελεσμάτων της δήλωσης ταυτότητας φύλου επί της προσωπικής κατάστασης, καθόσον τα εν λόγω αποτελέσματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, με την επιφύλαξη της τήρησης του δικαίου της Ένωσης. Το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί επί της εφαρμογής του άρθρου 12 ΕΣΔΑ στα διεμφυλικά άτομα που επιθυμούν να συνάψουν γάμο. Βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, Christine Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2002:0711JUD002895795 § 103), όσον αφορά τον γάμο με άτομο φύλου αντίθετου προς το νέο αποδοθέν φύλο. Με την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, Schalk και Kopf κατά Αυστρίας (CE:ECHR:2010:0624JUD003014104 § 61 και 63), το ΕΔΔΑ, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 9 του Χάρτη, έκρινε ότι δεν μπορούσε πλέον να θεωρεί ότι το δικαίωμα γάμου πρέπει να περιορίζεται σε κάθε περίπτωση στον γάμο μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου. Εντούτοις, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το άρθρο 12 ΕΣΔΑ δεν επιβάλλει στα συμβαλλόμενα κράτη την υποχρέωση να επιτρέπουν τον γάμο ομόφυλων ατόμων. Όσον αφορά τη μνεία στα μητρώα αστικής κατάστασης, σε σχέση με τέκνο, ότι ένα από τα πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του γονέα είναι διεμφυλικό άτομο και το ευρύ περιθώριο εκτίμησης των κρατών συναφώς, βλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 2023, O.H. και G.H. κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2023:0404JUD005356818 § 114 και 116).


84      Βλ. απόφαση Pancharevo (σκέψη 45).


85      Πρβλ. Schulz, A., όπ.π., σ. 226.


86      Βλ. σκέψη 45 της εν λόγω απόφασης.


87      Βλ. σκέψεις 45 και 50 της εν λόγω απόφασης. Υπενθυμίζεται ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Pancharevo, αντικείμενο της διαφοράς ήταν η έκδοση βουλγαρικής ληξιαρχικής πράξης γέννησης με σκοπό την έκδοση βουλγαρικού εγγράφου ταυτότητας, βάσει «αποσπάσματος από τα βιβλία του ληξιαρχείου της Βαρκελώνης (Ισπανία) σχετικά με το πιστοποιητικό γεννήσεως [του ενδιαφερόμενου ανηλίκου]» (βλ. σκέψη 20 της εν λόγω απόφασης).


88      Βλ. αποφάσεις Coman κ.λπ. (σκέψη 37) και Pancharevo (σκέψη 52).


89      Βλ. απόφαση Coman κ.λπ. (σκέψη 40).


90      Βλ. απόφαση Pancharevo (σκέψεις 49 και 52).


91      Βλ. απόφαση Pancharevo (σκέψεις 48 έως 50).


92      Το ΕΔΔΑ έκρινε, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, Van Kück κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2003:0612JUD003596897 § 69), ότι, «[μ]ολονότι δεν διαπιστώθηκε με καμία παλαιότερη απόφαση ότι το άρθρο 8 [ΕΣΔΑ] συνεπάγεται καθαυτό δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, [το ΕΔΔΑ] εκτιμά ότι η έννοια της προσωπικής αυτονομίας αντικατοπτρίζει μια σημαντική αρχή στην οποία ερείδεται η ερμηνεία των εγγυήσεων του άρθρου 8». Σχετικά με την εξέλιξη των συνήθων μεθόδων παραπομπής του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, βλ., μεταξύ άλλων, παραπομπές σε Schulz, A., όπ.π., σ. 213, υποσημείωση 13.


93      Σχετικά με την πρόταση αναγνώρισης της προσωπικής κατάστασης με σκοπό την προστασία του δικαιώματος του προσώπου στη μονιμότητα της κατάστασής του και τη διασφάλιση της πραγματικής άσκησης του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, βλ. Pfeiff, S., La portabilité du statut personnel dans l’espace européen: de l’émergence d’un droit fondamental à l’élaboration d’une méthode européenne de la reconnaissance, Bruylant, Βρυξέλλες, 2017, ιδίως σημείο 354 (σ. 351). Επί του ζητήματος της αναγνώρισης των εννόμων καταστάσεων που απορρέουν από το πρωτογενές δίκαιο, βλ. Hübner, L., «Die Integration der primärrechtlichen Anerkennungsmethode in das IPR», Rabels Zeitschrift für ausländisches und internationales Privatrecht (RabelsZ), τόμος 85, αριθ. 1, Mohr Siebeck, Tübingen, 2021, σ. 106 έως 145, ιδίως σ. 114, που μνημονεύεται από τον Schulz, A., όπ.π. Βλ., επίσης, σχετικά με τον διεθνή διάλογο περί της απουσίας ελέγχου σε σχέση με τους κανόνες περί συγκρούσεως δικαίων, Kohler, C., όπ.π., ιδίως σ. 230.


94      Συναφώς, συντάσσομαι με τη γνώμη της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στις προτάσεις της στην υπόθεση Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:246, σημείο 93).


95      Όσον αφορά την εφαρμοστέα εν προκειμένω ρουμανική κανονιστική ρύθμιση, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Direcţia pentru Evidenţa Persoanelor şi Administrarea Bazelor de Date (C‑491/21, EU:C:2024:143), ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν στους υπηκόους τους δελτίο ταυτότητας το οποίο επέχει θέση ταξιδιωτικού εγγράφου, ακόμη και αν διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος.


96      Σχετικά με το ζήτημα της καταχώρισης ληξιαρχικής πράξης γάμου προσώπων του ιδίου φύλου, η οποία εκδόθηκε σε ένα κράτος μέλος, στα μητρώα αστικής κατάστασης άλλου κράτους μέλους που δεν αναγνωρίζει τέτοιο γάμο, βλ. αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην, εκκρεμή επί του παρόντος, υπόθεση Wojewoda Mazowiecki (C‑713/23). Βλ., επιπλέον, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Hämäläinen κατά Φινλανδίας (CE:ECHR:2014:0716JUD003735909 § 64, 79 και 87), με την οποία το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η υποχρέωση νομικής αναγνώρισης της διεμφυλικής ταυτότητας συνεπάγεται ότι το συμβαλλόμενο κράτος θεσπίζει «αποτελεσματική και προσιτή διαδικασία, ώστε η προσφεύγουσα να μπορεί να επιτύχει τη νομική αναγνώριση του νέου φύλου της διατηρώντας παράλληλα τον δεσμό του γάμου της», όχι όμως ότι υποχρεούται να αναγνωρίσει τον γάμο ομοφύλων.


97      Βλ., όσον αφορά τις εν λόγω έμμεσες συνέπειες, Eekelaar, J., «The Law, Gender and Truth», Human Rights Law Review, τόμος 20, αριθ. 4, Nottingham University Press, Nottingham, 2020, σ. 797 έως 809, ιδίως σ. 799. Βλ., επίσης, Kohler, C., όπ.π., ιδίως σ. 230 επ.


98      Βλ. έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης «Δικαιοσύνη και Καταναλωτές» της Επιτροπής, η οποία μνημονεύθηκε στην υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων, ιδίως σημείο 9.2, σ. 179 και 180. Πρβλ., επίσης, Thienpont, D., και Willems, G., «Le droit à la libre circulation des familles homoparentales consacré par la Cour de justice de l’Union européenne», Revue trimestrielle des droits de l’homme, αριθ. 132, Nemesis, Βρυξέλλες, 2022, σ. 925 έως 959, ιδίως σ. 948 έως 951. Βλ. επιπλέον, Rass-Masson, L., «La reconnaissance face aux incohérences du droit international privé européen de la famille (Coman και Hamilton)», σε d’Avout, L. κ.λπ., «Droit international privé de l’Union européenne (2018)», Journal du droit international (Clunet), LexisNexis, Παρίσι, Οκτώβριος 2019, αριθ. 4, χρονικό αριθ. 9, σ. 1420 έως 1424, ιδίως σ. 1421.


99      Βλ., για συγκριτική ανάλυση των συνεπειών της αναγνώρισης της προσωπικής κατάστασης και των αντίστοιχων υποχρεώσεων που το Δικαστήριο και το ΕΔΔΑ έχουν επιβάλει στο θετικό δίκαιο δεκαέξι κρατών μελών, Gössl, S., και Melcher, M., όπ.π.., ιδίως συμπεράσματα και προτάσεις, σ. 1043.


100      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 4ης Απριλίου 2023, O.H. και G.H. κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2023:0404JUD005356818 § 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


101      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 17ης Φεβρουαρίου 2022, Y κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2022:0217JUD007413114 § 82), και Gallus, N., όπ.π., ιδίως σ. 250 και 251.


102      Βλ. υποσημείωση 64 των παρουσών προτάσεων.