Language of document : ECLI:EU:T:2011:213

Υπόθεση T-145/08

Atlas Transport GmbH

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Κοινοτικό λεκτικό σήμα ATLAS – Προγενέστερο καταχωρισμένο στην Μπενελούξ εικονιστικό σήμα atlasair – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο – Κατάθεση υπομνήματος στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής – Αναστολή της διοικητικής διαδικασίας – Άρθρο 59 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] – Κανόνας 20, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προθεσμία και τύπος της προσφυγής – Εμπρόθεσμη κατάθεση υπομνήματος που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής – Προϋποθέσεις παραδεκτού

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 59· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 48 § 1 και 2, και κανόνας 49)

2.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή ενώπιον των τμημάτων προσφυγών – Αναστολή της διαδικασίας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 79· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 20 § 7· κανονισμός 216/96 της Επιτροπής, άρθρο 8)

1.      Βάσει του άρθρου 59 του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, η προσφυγή κατά αποφάσεως πρέπει να ασκηθεί εγγράφως ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. Εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως, πρέπει να κατατεθεί γραπτώς υπόμνημα που να εκθέτει τους λόγους της προσφυγής.

Εξάλλου, ο κανόνας 48, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94, αναφέρει ότι το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών πρέπει να προσδιορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και να διευκρινίζει μέχρι ποιο σημείο ζητείται η τροποποίηση ή η ακύρωσή της.

Τέλος, ο κανόνας 49 του κανονισμού 2868/95 διευκρινίζει ότι, αν η προσφυγή δεν πληροί ούτε τις προϋποθέσεις του άρθρου 59 του κανονισμού 40/94 ούτε εκείνες του κανόνα 48, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και παράγραφος 2 του κανονισμού 2868/95, το τμήμα προσφυγών την απορρίπτει ως απαράδεκτη εκτός αν όλες οι διαπιστωθείσες ελλείψεις θεραπευθούν πριν λήξει η σχετική προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 59 του κανονισμού 40/94.

Από τη συστηματική ανάγνωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο προσφεύγων που επιθυμεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών υποχρεούται, διότι διαφορετικά η προσφυγή του θα απορριφθεί ως απαράδεκτη, να καταθέσει, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, υπόμνημα στο οποίο να εκθέτει τους λόγους της προσφυγής του ενώπιον του ΓΕΕΑ και ότι οι λόγοι αυτοί βαίνουν πέραν του απλού προσδιορισμού της προσβαλλομένης αποφάσεως και της βούλησης του προσφεύγοντος να τροποποιηθεί ή να ακυρωθεί αυτή από το τμήμα προσφυγών.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία του όρου «λόγοι» που περιλαμβάνεται στην τελευταία περίοδο του άρθρου 59 του κανονισμού 40/94, ο προσφεύγων ενώπιον του τμήματος προσφυγών πρέπει να εκθέσει με δικόγραφο τους λόγους που προσδιορίζουν την προσφυγή του. Δεν εναπόκειται στο τμήμα προσφυγών να προσδιορίσει, διά της επαγωγής, τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η υπό κρίση προσφυγή. Το υπόμνημα του προσφεύγοντος πρέπει επομένως να παρέχει τη δυνατότητα να γίνει αντιληπτό γιατί ζητείται από το τμήμα προσφυγών η ακύρωση ή η τροποποίηση της αποφάσεως.

Επομένως, εφόσον το άρθρο 59 του κανονισμού 40/94 επιβάλλει στον προσφεύγοντα να καταθέσει εγγράφως υπόμνημα με το οποίο να εκθέτει τους λόγους της προσφυγής του, ο προσφεύγων πρέπει να εκθέσει, εγγράφως και με επαρκή σαφήνεια, ποια είναι τα πραγματικά και/ή νομικά στοιχεία που δικαιολογούν την αίτησή του προς το τμήμα προσφυγών να ακυρώσει και/ή να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

(βλ. σκέψεις 37-41, 46)

2.      Ο κανόνας 20, παράγραφος 7, του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, και το άρθρο 8 του κανονισμού 216/96, σχετικά με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), οι οποίοι προβλέπουν τη δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών αντιστοίχως σε διαδικασία ανακοπής και κατόπιν γνώμης του γραμματέα του τμήματος προσφυγών επί του παραδεκτού προσφυγής ενώπιον του εν λόγω τμήματος, συνιστούν έκφραση της γενικά αποδεκτής αρχής στα κράτη μέλη σχετικά με τη δυνατότητα δικαιοδοτικού οργάνου να αναστείλει διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιόν του, όταν το δικαιολογούν οι περιστάσεις.

Η κατ’ αναλογία εφαρμογή του κανόνα 20, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2868/95 στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας δικαιολογείται εφόσον τόσο η διαδικασία ανακοπής που στηρίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 όσο και η σχετική διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας που στηρίζεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού 40/94 έχουν ως αντικείμενο την ανάλυση του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των δύο σημάτων και εφόσον η δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας συντελεί στην αποτελεσματικότητα των εν λόγω διαδικασιών.

Επομένως, το τμήμα προσφυγών διαθέτει την εξουσία αναστολής της διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις.

Η εξουσία εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών όσον αφορά την αναστολή ή μη της διαδικασίας είναι ευρεία. Ο κανόνας 20, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2868/95 τονίζει την ευρεία αυτή εξουσία εκτιμήσεως αναφέροντας ότι το τμήμα προσφυγών μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εάν οι περιστάσεις το δικαιολογούν. Η αναστολή αποτελεί ευχέρεια του τμήματος προσφυγών το οποίο την αποφασίζει εφόσον την κρίνει δικαιολογημένη. Επομένως, η διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν αναστέλλεται αυτομάτως κατόπιν υποβολής από τον διάδικο σχετικής αιτήσεως ενώπιον του εν λόγω τμήματος.

Το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την αναστολή εκκρεμούς ενώπιόν του διαδικασίας δεν εξαιρεί την εκτίμησή του από τον δικαστικό έλεγχο. Ωστόσο, το γεγονός αυτό περιορίζει τον εν λόγω έλεγχο επί της ουσίας στον έλεγχο ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή κατάχρησης εξουσίας.

Κατά την άσκηση εκ μέρους του της εξουσίας εκτιμήσεως όσον αφορά την αναστολή της διαδικασίας, πρέπει να τηρεί τις γενικές αρχές που διέπουν μια δίκαιη δίκη μέσα σε μια κοινότητα δικαίου. Έτσι, κατά την εν λόγω άσκηση, πρέπει όχι μόνο να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον του διαδίκου του οποίου το κοινοτικό σήμα προσβάλλεται, αλλά επίσης και το συμφέρον των λοιπών διαδίκων.

(βλ. σκέψεις 66-70, 76)