Language of document : ECLI:EU:T:2010:190

Υπόθεση T-148/08

Beifa Group Co. Ltd

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που αναπαριστά όργανο γραφής – Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα – Λόγος ακυρότητας – Χρήση, στο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, προγενέστερου σημείου, τη χρήση του οποίου ο δικαιούχος του σημείου έχει δικαίωμα να απαγορεύσει – Άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 – Αίτηση αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως, υποβαλλόμενη για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή ενώπιον κοινοτικού δικαστηρίου – Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου – Αναπομπή σε χαμηλότερου βαθμού όργανο του ΓΕΕΑ

(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 60 § 1, και 61 §§ 3 και 6)

2.      Κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα – Λόγοι ακυρότητας – Χρήση διακριτικού σημείου σε μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα – Χρήση σημείου που παρουσιάζει ομοιότητα με το διακριτικό σημείο – Περιλαμβάνεται

(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 25 § 1, στοιχείο ε΄)

3.       Κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα – Λόγοι ακυρότητας – Χρήση διακριτικού σημείου σε μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα – Απόδειξη της χρήσεως του διακριτικού σημείου

(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 25 § 1, στοιχείο ε΄)

4.      Κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα – Λόγοι ακυρότητας – Χρήση διακριτικού σημείου σε μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα – Απόδειξη της χρήσεως του διακριτικού σημείου

(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 25 § 1, στοιχείο ε΄)

5.      Κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα – Λόγοι ακυρότητας – Χρήση διακριτικού σημείου σε μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα – Σχέδιο ή υπόδειγμα εκλαμβανόμενο από το κοινό ως διακριτικό σημείο – Έλλειψη χωριστής αναλύσεως

(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 25 § 1, στοιχείο ε΄)

6.      Κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα – Λόγοι ακυρότητας – Χρήση διακριτικού σημείου σε μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα – Σύγκριση μεταξύ του προσβαλλόμενου σχεδίου ή υποδείγματος με το διακριτικό σημείο – Τρισδιάστατο σημείο

(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 25 § 1, στοιχείο ε΄)

7.      Διαδικασία – Υποχρέωση του δικαστή να σεβαστεί το πλαίσιο της διαφοράς, όπως το έχουν καθορίσει οι διάδικοι – Υποχρέωση του δικαστή να αποφαίνεται μόνο βάσει των επιχειρημάτων που έχουν προβάλει οι διάδικοι – Δεν υφίσταται

1.      Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ακυρώνει ή να τροποποιεί την απόφαση του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 61, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, το ΓΕΕΑ υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να απευθύνει διαταγές στο ΓΕΕΑ, το οποίο όντως υποχρεούται να συμμορφώνεται με το διατακτικό και το σκεπτικό της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

Κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, του κανονισμού, το τμήμα προσφυγών που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεως πρωτοβαθμίου οργάνου του ΓΕΕΑ μπορεί, αφού εξετάσει την προσφυγή επί της ουσίας, να αναπέμψει την υπόθεση στο όργανο αυτό για τα περαιτέρω.

Από τις ως άνω διατάξεις και διαπιστώσεις προκύπτει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά αποφάσεως τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, δεν είναι απαράδεκτο το αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο να αναπέμψει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο όργανο του ΓΕΕΑ, του οποίου η απόφαση προσβλήθηκε με προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, δεχόμενο τέτοιο αίτημα, δεν υποχρεώνει το ΓΕΕΑ σε ενέργεια ή παράλειψη και, επομένως, δεν απευθύνει σε αυτό διαταγή. Με το αίτημα αυτό επιδιώκεται να λάβει το Γενικό Δικαστήριο απόφαση την οποία έπρεπε ή μπορούσε να λάβει το τμήμα προσφυγών και, συνεπώς, να ασκήσει το Γενικό Δικαστήριο την αρμοδιότητά του τροποποιήσεως της προσβαλλομένης ενώπιόν του αποφάσεως του τμήματος προσφυγών.

(βλ. σκέψεις 40-43)

2.      Το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, έχει την έννοια ότι ο δικαιούχος διακριτικού σημείου μπορεί, επικαλούμενος τη διάταξη αυτή, να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας μεταγενέστερου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, σε περίπτωση που στο εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα χρησιμοποιείται σημείο όμοιο με αυτό του οποίου είναι δικαιούχος.

Πρώτον, ο λόγος ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του εν λόγω κανονισμού δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι το προγενέστερο διακριτικό σημείο αναπαράγεται εξ ολοκλήρου και λεπτομερώς στο μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν ορισμένα από τα στοιχεία του εν λόγω σημείου δεν εμφανίζονται στο επίμαχο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα ή αν έχουν προστεθεί σε αυτό άλλα στοιχεία, μπορεί παρά ταύτα να συντρέχει «χρήση» του προαναφερθέντος σημείου, ιδίως αν τα παραλειφθέντα ή τα προστεθέντα στοιχεία είναι δευτερεύουσας σημασίας. Κατά συνέπεια, η κατά γράμμα ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού δεν αποκλείει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε περίπτωση που, σε μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, χρησιμοποιείται σημείο όμοιο και όχι πανομοιότυπο με το σημείο που προβάλλεται προς στήριξη της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας.

Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 είναι η μόνη που μπορεί να διασφαλίσει, αφενός, την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, κοινοτικού ή καταχωρισμένου σε κράτος μέλος, από οποιαδήποτε προσβολή οφειλόμενη στη χρήση του σήματος αυτού σε μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα και, αφετέρου, τη συνοχή μεταξύ των οικείων διατάξεων του κανονισμού 6/2002 και των διατάξεων της πρώτης οδηγίας 89/104, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, ή των κανονισμών 40/94 και 207/2009, για το κοινοτικό σήμα.

(βλ. σκέψεις 50, 52-53, 59)

3.      Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, το κοινοτικό δίκαιο ή η νομοθεσία κράτους μέλους που διέπει προγενέστερο διακριτικό σημείο, το οποίο προβάλλεται προς στήριξη ασκηθείσας δυνάμει της διατάξεως αυτής αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας, να παρέχει στον δικαιούχο του εν λόγω διακριτικού σημείου δικαίωμα απαγορεύσεως της χρήσεως του σημείου αυτού σε μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα. Απόδειξη της χρήσεως του σήματος απαιτείται εφόσον το κοινοτικό δίκαιο ή η νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους προβλέπει ότι ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος δεν έχει δικαίωμα να προβάλει κατά τρίτων τα δικαιώματα που αντλεί από το σήμα αυτό αν, κατά την πενταετία πριν την επίκληση των εν λόγω δικαιωμάτων, το σήμα δεν έχει χρησιμοποιηθεί για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που επικαλείται ο δικαιούχος προς άσκηση των δικαιωμάτων του.

(βλ. σκέψεις 63-65)

4.      Δεδομένου ότι ο κανονισμός 6/2002, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, δεν περιέχει ειδική διάταξη σχετικά με τη διαδικασία υποβολής αιτήσεως αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σημείου από τον δικαιούχο του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, το οποίο προσβάλλεται με αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας στηριζόμενη στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται ρητώς και εγκαίρως ενώπιον του ΓΕΕΑ. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που τάσσει το τμήμα ανακοπών στον δικαιούχο κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου ζητείται η ακυρότητα για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του προς απάντηση στην ανακοπή.

Αντιθέτως, η αίτηση αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σημείου στο οποίο στηρίζεται αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος δεν μπορεί να υποβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Η υπόθεση της οποίας επιλαμβάνεται το τμήμα προσφυγών δεν μπορεί να διαφέρει από εκείνη της οποίας επιλήφθηκε το τμήμα ακυρώσεων, δηλαδή το αντικείμενο της υποθέσεως αυτής δεν μπορεί να διευρυνθεί με την προσθήκη του προκαταρκτικού ζητήματος της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σημείου στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας.

(βλ. σκέψεις 67-68, 71)

5.      Αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, στηριζόμενη στον λόγο ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον αν διαπιστωθεί ότι, κατά την αντίληψη του ενδιαφερομένου κοινού, στο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω αιτήσεως, γίνεται χρήση του διακριτικού σημείου στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας. Αν διαπιστωθεί ότι, κατά την αντίληψη του ενδιαφερομένου κοινού, το διακριτικό σημείο στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας δεν χρησιμοποιείται στο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα για το οποίο έχει υποβληθεί η εν λόγω αίτηση, προφανώς αποκλείεται ο κίνδυνος συγχύσεως. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν απαιτείται να αναλυθεί χωριστά το ζήτημα αν το ενδιαφερόμενο κοινό εκλαμβάνει το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας ως διακριτικό σημείο.

(βλ. σκέψεις 105-107)

6.      Σημειωτέον, συναφώς, ότι η εξέταση του λόγου ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 πρέπει να στηρίζεται στην αντίληψη που σχηματίζει το ενδιαφερόμενο κοινό για το διακριτικό σημείο στο οποίο στηρίζεται η επίκληση του λόγου αυτού, καθώς και στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το σήμα αυτό στο εν λόγω κοινό.

Πάντως, η αντίληψη που σχηματίζει το ενδιαφερόμενο κοινό για ένα τρισδιάστατο σήμα δεν συμπίπτει οπωσδήποτε με την αντίληψή του για ένα εικονιστικό σήμα. Στην πρώτη περίπτωση, το κοινό βρίσκεται ενώπιον απτού αντικειμένου, το οποίο μπορεί να εξετάσει από διάφορες απόψεις, ενώ, στη δεύτερη, το κοινό βλέπει μόνο μία εικόνα.

Βεβαίως, δεν αποκλείεται, εφόσον τα δύο αντικείμενα ομοιάζουν μεταξύ τους, η σύγκριση μεταξύ ενός εξ αυτών και της εικόνας του ετέρου να οδηγήσει επίσης στη διαπίστωση ότι υφίσταται ομοιότητα. Εντούτοις, η εξέταση της συνδρομής του λόγου ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού προϋποθέτει σύγκριση μεταξύ του επίμαχου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος και του διακριτικού σημείου στο οποίο στηρίζεται η επίκληση του λόγου αυτού.

Αντιθέτως, η ομοιότητα μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του σημείου στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας δεν μπορεί απλώς να συναχθεί από το γεγονός και μόνον ότι το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με άλλο σημείο, έστω και αν το σημείο αυτό ομοιάζει προς το σημείο στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας.

(βλ. σκέψεις 120-123)

7.      Ο δικαστής, αν και οφείλει να αποφαίνεται μόνον επί των αιτημάτων των διαδίκων, στους οποίους απόκειται ο καθορισμός του πλαισίου της διαφοράς, εντούτοις δεν δεσμεύεται μόνον από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των ισχυρισμών τους, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσε να θεμελιώσει την απόφασή του σε εσφαλμένους νομικούς ισχυρισμούς.

(βλ. σκέψη 130)