Language of document : ECLI:EU:C:2021:371

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 6ης Μαΐου 2021(1)

Υπόθεση C428/19

OL,

PM,

RO

κατά

Rapidsped Fuvarozási és Szállítmányozási Zrt.

{αίτηση του Gyulai Törvényszék (ανωτέρου δικαστηρίου Gyula, Ουγγαρία) [πρώην Gyulai Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság
(δικαστηρίου διοικητικών και εργατικών διαφορών Gyula, Ουγγαρία]
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως}

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 96/71/ΕΚ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών – Οδηγοί οι οποίοι εργάζονται στον τομέα των διεθνών μεταφορών – Τήρηση των κατώτατων αμοιβών της χώρας απόσπασης – Ημερήσια αποζημίωση – Κανονισμός (ΕΚ) 561/2006 – Επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι ενάγοντες της κύριας δίκης είναι οδηγοί οχημάτων διεθνών μεταφορών. Οι εργοδότες τους προβαίνουν τακτικά σε απόσπασή τους από την Ουγγαρία στη Γαλλία. Οι ενάγοντες, ισχυριζόμενοι ότι ο πραγματικός μισθός τους κατά τη διάρκεια της απόσπασής τους υπολείπεται κατά πολύ του ισχύοντος στη Γαλλία κατώτατου μισθού κατά παράβαση των όρων εργασίας τους οποίους κατοχυρώνει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71/ΕΚ (2) (στο εξής: οδηγία 96/71), άσκησαν αγωγή κατά του Ούγγρου εργοδότη τους ενώπιον του Gyulai Törvényszék (ανωτέρου δικαστηρίου Gyula, Ουγγαρία).

2.        Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, μεταξύ άλλων, να διευκρινιστεί, πρώτον, αν η οδηγία 96/71 έχει εφαρμογή στην περίπτωση των εναγόντων· δεύτερον, αν οι ημερήσιες αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους ενάγοντες πρέπει να θεωρηθούν τμήμα του κατώτατου μισθού τους· και, τρίτον, αν ένα επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων το οποίο καταβάλλεται περιστασιακά στους ενάγοντες είναι τέτοιας φύσεως ώστε να θέτει σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια, κατά παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 (3).

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Η οδηγία 96/71

3.        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71, «[η] παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος επιχειρήσεις οι οποίες, στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών, προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων […] στο έδαφος κράτους μέλους».

4.        Το άρθρο 2 της οδηγίας 96/71 ορίζει ότι ως «αποσπασμένος» νοείται ο «εργαζόμενος ο οποίος, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτελεί την εργασία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως».

5.        Το άρθρο 3 της οδηγίας 96/71 αφορά τους «όρους εργασίας και απασχόλησης». Στο κρίσιμο για την προκειμένη υπόθεση τμήμα της, ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 να εγγυώνται στους εργαζόμενους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους τους όρους εργασίας και απασχόλησης σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται κατωτέρω, οι οποίοι, στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκτελείται η εργασία, καθορίζονται από:

–      νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή/και

[…]

γ)      ελάχιστα όρια μισθού, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας· το παρόν σημείο δεν εφαρμόζεται στα συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα·

[…]

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η έννοια των ελάχιστων ορίων μισθού που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) ορίζεται από τη νομοθεσία ή/και την εθνική πρακτική του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει αποσπασθεί ο εργαζόμενος.

[…]

7.      Οι παράγραφοι 1 έως 6 δεν εμποδίζουν την εφαρμογή όρων απασχόλησης και εργασίας ευνοϊκοτέρων για τους εργαζομένους.

Τα σχετικά με την απόσπαση επιδόματα θεωρούνται ως τμήμα του κατώτατου μισθού, εφόσον δεν καταβάλλονται υπό μορφή επιστροφής των εξόδων που προκλήθηκαν πράγματι λόγω της απόσπασης, όπως τα έξοδα ταξιδίου, στέγης ή διατροφής.»

2.      Ο κανονισμός 561/2006

6.        Το κεφάλαιο III του κανονισμού 561/2006, που επιγράφεται «Ευθύνη των επιχειρήσεων μεταφορών», περιλαμβάνει μόνον το άρθρο 10. Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, η «επιχείρηση μεταφορών δεν αμείβει τους οδηγούς που απασχολεί ή διαθέτει, ακόμη και εάν οι αμοιβές έχουν τη μορφή επιδόματος ή μισθολογικής αύξησης, σε συνάρτηση με τις διανυόμενες αποστάσεις ή/και με τον όγκο των μεταφερομένων εμπορευμάτων, εάν οι αμοιβές αυτές είναι τέτοιας φύσεως ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια ή/και να ενθαρρύνουν την παράβαση του παρόντος κανονισμού».

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα

7.        Κατά τα έτη 2015 και 2016, οι ενάγοντες της κύριας δίκης συνήψαν συμβάσεις εργασίας με τη Rapidsped (στο εξής: εναγομένη), νομικό πρόσωπο με έδρα την Ουγγαρία, για τη θέση οδηγού που εργάζεται στον τομέα των διεθνών μεταφορών.

8.        Με τις συμβάσεις αυτές, η εναγομένη δεσμεύθηκε να καταβάλλει στους εργαζομένους της, επιπλέον των βασικών μισθών, ημερήσιες αποζημιώσεις, το ύψος των οποίων αυξάνεται ανάλογα με τη διάρκεια της απόσπασης. Κατά το αιτούν δικαστήριο, σε ενημερωτικό φυλλάδιο της εναγομένης αναγράφεται ότι οι ημερήσιες αποζημιώσεις προορίζονται να καλύπτουν «τα έξοδα που πραγματοποιούνται στην αλλοδαπή». Η εναγομένη χορηγεί επίσης στους οδηγούς της, δυνάμει των όρων της σύμβασης εργασίας, αλλά κατά τη διακριτική της ευχέρεια, επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων, στις περιπτώσεις που η κατανάλωση καυσίμων είναι χαμηλότερη από το «κανονικό» επίπεδο κατανάλωσης καυσίμων.

9.        Η εργασία την οποία παρείχαν οι ενάγοντες απαιτούσε τη μετάβασή τους στη Γαλλία με μικρά λεωφορεία και, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της εργασίας τους, την κατ’ επανάληψη διέλευση συνόρων. Κατά την έναρξη κάθε απόσπασης στην αλλοδαπή, η εναγομένη παρέδιδε στους οδηγούς της δήλωση επικυρωμένη από Ούγγρο συμβολαιογράφο, μαζί με μια attestation de détachement (βεβαίωση απόσπασης) εκδοθείσα από τον Ministère du Travail, de l’Emploi et de l’Insertion (Υπουργό Εργασίας της Γαλλίας), όπου αναγραφόταν ότι το ωρομίσθιο των εργαζομένων ανέρχεται σε 10,40 ευρώ. Το ωρομίσθιο αυτό είναι υψηλότερο από το κατώτατο ωρομίσθιο των 9,76 ευρώ το οποίο ισχύει στη Γαλλία για τον ίδιο τομέα απασχόλησης.

10.      Οι ενάγοντες της κύριας δίκης άσκησαν αγωγή κατά της εναγομένης ενώπιον του Gyulai Törvényszék (ανωτέρου δικαστηρίου Gyula, Ουγγαρία), υποστηρίζοντας ότι ο μισθός τους για την εργασία που εκτελείται στη Γαλλία δεν ανέρχεται στο ύψος του γαλλικού κατώτατου μισθού. Δυνάμει της σύμβασης εργασίας τους, οι ενάγοντες εισέπρατταν ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές ύψους 544 ευρώ, οι οποίες αντιστοιχούσαν περίπου σε 3,24 ευρώ ανά ώρα. Ως εκ τούτου, υφίσταται διαφορά 6,52 ευρώ ανά ώρα μεταξύ του γαλλικού κατώτατου μισθού και του ωρομισθίου που λάμβαναν οι οδηγοί αυτοί.

11.      Η εναγομένη αντιτείνει ότι η διαφορά των 6,52 ευρώ ανά ώρα μεταξύ του γαλλικού κατώτατου μισθού και του ωρομισθίου που λαμβάνουν οι ενάγοντες καλύπτεται, στην πραγματικότητα, από τις ημερήσιες αποζημιώσεις και το επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων που καταβάλλεται στους ενάγοντες. Τα δύο αυτά επιδόματα αποτελούν τμήμα των αποδοχών των εναγόντων και, συνεπώς, οι ενάγοντες έχουν λάβει αμοιβή ισοδύναμη προς τον γαλλικό κατώτατο μισθό.

12.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το Gyulai Törvényszék (ανώτερο δικαστήριο Gyula) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της [οδηγίας 96/71], σε συνδυασμό με τα άρθρα της 3 και 5, καθώς και με τα άρθρα 285 και 299 του ουγγρικού εργατικού κώδικα, την έννοια ότι Ούγγροι εργαζόμενοι μπορούν να επικαλεσθούν παράβαση της οδηγίας αυτής και της γαλλικής νομοθεσίας περί κατώτατου μισθού έναντι των Ούγγρων εργοδοτών τους σε δίκη κινηθείσα ενώπιον των ουγγρικών δικαστηρίων;

2)      Πρέπει να θεωρούνται τμήμα του μισθού οι ημερήσιες αποζημιώσεις οι οποίες προορίζονται για κάλυψη των εξόδων που πραγματοποιούνται κατά την απόσπαση εργαζομένου στο εξωτερικό;

3)      Αντιβαίνει στο άρθρο 10 του [κανονισμού 561/2006] η πρακτική κατά την οποία, σε περίπτωση εξοικονομήσεως λόγω χαμηλότερης καταναλώσεως καυσίμου σε συνάρτηση προς τη διανυθείσα απόσταση, ο εργοδότης καταβάλλει, βάσει μαθηματικού τύπου, στον οδηγό του οχήματος μεταφοράς επίδομα το οποίο δεν αποτελεί τμήμα του μισθού που προβλέπεται στη σύμβασή του εργασίας και για το οποίο δεν καταβάλλονται φόροι ή εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ενώ προκειμένου να επιτύχουν αυτή την εξοικονόμηση καυσίμου, οι οδηγοί οχημάτων παροτρύνονται να οδηγούν κατά τρόπο που θα μπορούσε να θέτει σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια (π.χ. οδηγώντας για το μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα με το κιβώτιο ταχυτήτων στο νεκρό σημείο σε κατωφέρειες);

4)      Εφαρμόζεται η [οδηγία 96/71] στη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει κατά της Γαλλίας και της Γερμανίας λόγω της εκ μέρους τους εφαρμογής της νομοθεσίας τους σχετικά με τον κατώτατο μισθό και στον τομέα των οδικών μεταφορών;

5)      Εάν δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, μπορεί μια οδηγία να δημιουργεί καθ’ εαυτήν υποχρεώσεις για ιδιώτη και, επομένως, να συνιστά αφ’ εαυτής τη βάση αγωγής κατά ιδιώτη σε διαφορά ενώπιον εθνικού δικαστηρίου;»

13.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι ενάγοντες, η εναγομένη, η Γαλλική, η Ουγγρική, η Ολλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ενάγοντες, η εναγομένη και η Ουγγρική Κυβέρνηση απάντησαν επίσης σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου.

IV.    Ανάλυση

14.      Οι παρούσες προτάσεις είναι διαρθρωμένες ως ακολούθως: κατ’ αρχάς, θα εξετάσω το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 96/71 (Α). Στη συνέχεια, θα ακολουθήσω τη σειρά των προδικαστικών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου για το πρώτο έως το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα (Β έως Ε).

Α.      Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

15.      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 96/71 εφαρμόζεται στη διεθνή παροχή υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών. Ειδικότερα, έχει εφαρμογή η οδηγία αυτή στην απόσπαση οδηγών στον συγκεκριμένο τομέα;

16.      Το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί με την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Federatie Nederlandse Vakbeweging (4), η οποία παραπέμφθηκε από δικαστήριο των Κάτω Χωρών και αφορούσε την εφαρμογή της οδηγίας 96/71 στους οδηγούς που πραγματοποιούν διεθνείς οδικές μεταφορές. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 96/71 εφαρμόζεται στις διεθνικές παροχές υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών (5). Κατά το Δικαστήριο, από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 96/71, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται στις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος επιχειρήσεις οι οποίες, στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών, προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

17.      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/71 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της μόνον τις υπηρεσίες στις οποίες ενέχεται το ναυτιλλόμενο προσωπικό των επιχειρήσεων εμπορικής ναυτιλίας. Δεν προβλέπεται καμία εξαίρεση για άλλους τομείς. Ως εκ τούτου, η προαναφερθείσα οδηγία εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, σε κάθε διεθνική παροχή υπηρεσιών που συνεπάγεται απόσπαση εργαζομένων, ανεξαρτήτως του οικονομικού τομέα με τον οποίο συνδέονται οι υπηρεσίες αυτές. Στις ως άνω υπηρεσίες περιλαμβάνεται η διεθνική παροχή υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών (6).

18.      Λαμβανομένης υπόψη της ανωτέρω απάντησης, παρέλκει πράγματι η λεπτομερής εξέταση των επιχειρημάτων που προβάλλουν όσοι μετέχοντες στη διαδικασία αμφισβητούν τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 96/71 στην υπό εξέταση υπόθεση. Ωστόσο, χάριν πληρότητας, μπορεί να είναι χρήσιμο να εξεταστούν τρία συγκεκριμένα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

19.      Πρώτον, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση αμφισβητούν την ορθότητα της επιλογής του άρθρου 57, παράγραφος 2, και του άρθρου 66 ΕΚ (νυν άρθρου 53, παράγραφος 1, και άρθρου 62 ΣΛΕΕ αντίστοιχα) ως νομικής βάσης της οδηγίας 96/71. Κατά την άποψή τους, οι διατάξεις αυτές, οι οποίες αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καλύπτουν και τη διεθνική παροχή υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών.

20.      Με την απόφαση Federatie Nederlandse Vakbeweging, το Δικαστήριο ήρε κάθε αμφιβολία σχετικά με την επιλογή της νομικής βάσης της οδηγίας 96/71. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία αυτή δεν έχει ως πρωταρχικό σκοπό την ειδική ρύθμιση των υπηρεσιών μεταφορών (οπότε θα ήταν αναγκαία η παραπομπή στο άρθρο 58 ΣΛΕΕ (7)) (8). Αντιθέτως, η οδηγία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των γενικότερων κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών που απορρέουν από την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο της παροχής (όλων και κάθε είδους) υπηρεσιών (9). Ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαία η μνεία πρόσθετης νομικής βάσης για τις μεταφορές προκειμένου να επισημανθεί ότι ο τομέας των δραστηριοτήτων οδικών μεταφορών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής (10).

21.      Σε αντίθεση με την άποψη που υποστηρίζουν η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι η τελευταία οδηγία για την αναθεώρηση των απαιτήσεων επιβολής και τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την απόσπαση των οδηγών [οδηγία (ΕΕ) 2020/1057] (11) μνημονεύει το άρθρο 91, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ως νομική της βάση, παραπέμποντας επομένως στη διάταξη περί μεταφορών, δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό. Η οδηγία (ΕΕ) 2020/1057 έχει σκοπό να εναρμονίσει ειδικούς κανόνες για την απόσπαση των οδηγών στον τομέα των οδικών μεταφορών. Επομένως, το αντικείμενό της είναι πολύ ειδικότερο από εκείνο της οδηγίας 96/71. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή οδηγία δεν είχε σκοπό να θεσπίσει ούτε «κοινούς κανόνες» ούτε όρους δραστηριοποίησης των «μη εγκατεστημένων μεταφορέων» ούτε «μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας των μεταφορών»· ούτε άλλες «χρήσιμες διατάξεις» στον τομέα των μεταφορών, δεν συνέτρεχε λόγος μνείας του άρθρου 91, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ, γʹ ή δʹ, ΣΛΕΕ (12).

22.      Δεύτερον, η εναγομένη, καθώς και η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι ο βαθμός σύνδεσης μεταξύ των εναγόντων και του γαλλικού εδάφους δεν είναι επαρκής. Κατά τις κυβερνήσεις αυτές, οι ενάγοντες δεν καλύπτονται από την έννοια του «αποσπασμένου εργαζομένου» όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71.

23.      Δεν συμφωνώ.

24.      Είναι σαφές ότι, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71, ως αποσπασμένος νοείται ο εργαζόμενος ο οποίος, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτελεί την εργασία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως. Ωστόσο, επειδή ο εργαζόμενος δεν μπορεί, υπό το πρίσμα της οδηγίας, να θεωρηθεί αποσπασμένος στο έδαφος κράτους μέλους αν η εκτέλεση της εργασίας του δεν συνδέεται επαρκώς με αυτό, η οδηγία 96/71 προϋποθέτει την υποχρέωση σφαιρικής εκτιμήσεως του συνόλου των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα του εργαζομένου (13).

25.      Στη συγκεκριμένη περίπτωση των οδηγών που εργάζονται στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών, ιδιαίτερη σημασία έχει το πόσο στενά συνδέονται οι δραστηριότητες τέτοιου εργαζομένου, στο πλαίσιο της παροχής της υπηρεσίας μεταφοράς, με το έδαφος εκάστου κράτους μέλους. Σημασία έχει επίσης πόσο μεγάλο τμήμα του συνόλου της παροχής υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν οι δραστηριότητες αυτές (14).

26.      Μολονότι αρμόδιο να κρίνει τα ζητήματα αυτά είναι το αιτούν δικαστήριο, ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, γίνεται δεκτό από όλους τους μετέχοντες στη διαδικασία ότι οι ενάγοντες μεταφέρονται, με μικρό λεωφορείο, από την Ουγγαρία σε συγκεκριμένο προορισμό στη Γαλλία. Από τη «βάση» αυτή, φαίνεται να παρέχουν υπηρεσίες οδικών μεταφορών εντός της Γαλλίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι υπηρεσίες αυτές μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν διασυνοριακές μεταφορές. Ωστόσο, φαίνεται ότι, για το σύνολο των εργασιών που εκτελούν οι ενάγοντες κατά τη διάρκεια της απόσπασής τους, η «βάση» τους παραμένει γενικώς αμετάβλητη μέχρι να επιστρέψουν στην Ουγγαρία. Τούτο υποδηλώνει στενή σύνδεση μεταξύ της παροχής των επίμαχων υπηρεσιών μεταφοράς από τους ενάγοντες και του γαλλικού εδάφους.

27.      Τα χαρακτηριστικά αυτά διαφέρουν σαφώς στις περιπτώσεις των εργαζομένων που παρέχουν περιορισμένες μόνον υπηρεσίες στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, όπως στην υπόθεση Dobersberger (15). Στην υπόθεση εκείνη, η εταιρία των ομοσπονδιακών αυστριακών σιδηροδρόμων είχε συνάψει σύμβαση με εταιρία, μέσω πλειόνων υπεργολάβων, για την παροχή υπηρεσιών εστίασης στις αμαξοστοιχίες της (16). Η σύνδεση μεταξύ των εργαζομένων που απασχολούνταν στις αμαξοστοιχίες αυτές και του εδάφους από το οποίο διέρχονταν ήταν μάλλον εφήμερη και προσωρινή (17). Ως εκ τούτου, δεν θεωρήθηκαν «αποσπασμένοι εργαζόμενοι» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71.

28.      Επομένως, φρονώ ότι οι συγκεκριμένες περιστάσεις των εναγόντων είναι διαφορετικές από τις περιστάσεις της υπόθεσης Dobersberger ή ακόμη και από των εργαζομένων στον τομέα των οδικών μεταφορών οι οποίοι απλώς διαμετακομίζουν ή εκφορτώνουν εμπορεύματα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, πέραν του κράτους μέλους καταγωγής ή υποδοχής τους. Τούτο διότι, στα παραδείγματα αυτά, είναι πρόδηλο ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να φέρει χαρακτηριστικά σταθερής «βάσης» από την οποία να παρέχεται η εργασία.

29.      Τρίτον, η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων είναι διατυπωμένες με συγκεκριμένο τρόπο προκειμένου, κατ’ ουσίαν, η παροχή εργασίας στην αλλοδαπή να ανάγεται σε κανόνα αντί για εξαίρεση. Η διατύπωση αυτή διασφαλίζει ότι ο αποσπασμένος εργαζόμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει εργασία σε κράτος μέλος «άλλο από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71, επειδή ο εργαζόμενος αυτός εργάζεται «συνήθως» στην αλλοδαπή. Επομένως, στην πραγματικότητα, δεν πραγματοποιείται καμία «απόσπαση» κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

30.      Το επιχείρημα αυτό είναι εσφαλμένο. Αντιστρέφει το πνεύμα της οδηγίας 96/71 και επιχειρεί να το αντικαταστήσει με μια κενή ταυτολογία, ήτοι ότι ο συνήθης τόπος εργασίας του εργαζομένου είναι ο τόπος στον οποίον εργάζεται. Αν εργάζεται εκεί σε συγκεκριμένη στιγμή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποσπασμένος εκεί, εφόσον εργάζεται εκείνη τη στιγμή εκεί. Με βάση τη λογική αυτή, ο Ούγγρος εργαζόμενος δεν θα μπορούσε, εξ ορισμού, να αποσπαστεί ποτέ. Θα τύχαινε απλώς να μεταφέρει μόνιμα τον «συνήθη» τόπο απασχόλησής του κατά τη βούληση του εργοδότη του στην Ουγγαρία. Στην περίπτωση αυτή, ο συνήθης τόπος απασχόλησής του θα είναι, για παράδειγμα, το γαλλικό έδαφος επί τρεις εβδομάδες τον Ιανουάριο, το γερμανικό έδαφος επί τέσσερις εβδομάδες τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, και το ισπανικό έδαφος επί δύο εβδομάδες τον Απρίλιο, χωρίς ποτέ να απολαύει της ελάχιστης προστασίας την οποία επιδιώκει να εξασφαλίσει η οδηγία 96/71 μέσω των βασικών κανόνων της.

31.      Η οδηγία 96/71 αποτελεί πράξη που αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην προστασία κάθε «αποσπασμένου» εργαζομένου (18). Βάσει της οδηγίας αυτής, το ζήτημα αν συντρέχει περίπτωση απόσπασης εκτιμάται από τη σκοπιά του εργαζομένου και υπό το πρίσμα του «συνήθους» τόπου απασχόλησής του κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του, λαμβανομένου υπόψη του «(οικονομικού) βιοτικού κέντρου» (19). Η εκτίμηση αυτή απαιτεί υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας, δεδομένου ότι ο «συνήθης» τόπος απασχόλησης του αποσπασμένου εργαζομένου είναι, κατ’ αρχήν, ο τόπος στον οποίο επιστρέφει κατά κανόνα μετά την απόσπασή του. Επομένως, είναι εσφαλμένο να πραγματοποιείται η εκτίμηση αυτή μεμονωμένα για δεδομένη περίοδο απόσπασης του εργαζομένου, με σκοπό να διασφαλιστεί, στην πράξη, ότι μια συγκεκριμένη σχέση εργασίας θα εκφύγει της εφαρμογής της οδηγίας 96/71.

32.      Ακριβώς λόγω αυτής της «κινητικότητας» της απασχόλησης ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71 επιδίωξε να θεσπίσει, συντονισμένα, κανόνες αναγκαστικού δικαίου για την ελάχιστη προστασία, καθορίζοντας έτσι ένα βασικό επίπεδο όρων εργασίας και απασχόλησης που πρέπει να τηρούνται στη χώρα υποδοχής από τους εργοδότες που προβαίνουν σε απόσπαση των εργαζομένων τους (20). Σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 17 της εν λόγω οδηγίας, παραίτηση από τους κανόνες αυτούς χωρεί μόνο στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος υπόκειται σε ευνοϊκότερους όρους.

33.      Κατά την άποψή μου, είναι επομένως προφανές ότι οι (όποιοι τυχόν) αντίθετοι συμβατικοί όροι δεν μπορούν να υπερισχύσουν της οδηγίας 96/71 όσον αφορά τους αντικειμενικά αποσπασμένους εργαζομένους, θίγοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το «βασικό επίπεδο» κανόνων αναγκαστικού δικαίου που περιλαμβάνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής για τέτοιου είδους σχέσεις εργασίας.

34.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

Η οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται στη διεθνική παροχή υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών.

Β.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

35.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν Ούγγροι εργαζόμενοι δύνανται να επικαλεστούν παράβαση της οδηγίας 96/71 και της γαλλικής νομοθεσίας περί κατώτατου μισθού έναντι του Ούγγρου εργοδότη τους σε δίκη κινηθείσα ενώπιον των ουγγρικών δικαστηρίων.

36.      Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις επί του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος θεωρούν ότι με το ερώτημα αυτό ζητούνται διευκρινίσεις σχετικά με το ποια πράξη του δικαίου της Ένωσης απονέμει δικαιοδοσία στο αιτούν δικαστήριο. Κατά την άποψή μου, αυτή δεν είναι η μοναδική δυνατή ερμηνεία του ως άνω ερωτήματος. Με βάση τη διατύπωσή του, το προδικαστικό ερώτημα μπορεί, αντιθέτως, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ζητούνται διευκρινίσεις ως προς το αν το αιτούν δικαστήριο μπορεί πράγματι να εφαρμόσει (εν μέρει) γαλλικό δίκαιο στο πλαίσιο εκκρεμούς ενώπιόν του διαδικασίας και, βάσει του δικαίου αυτού, να διαπιστώσει ενδεχομένως παράβαση νόμου (και ποιου νόμου). Επομένως, στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής πιθανής ερμηνείας, το ζήτημα δεν επικεντρώνεται στην απονομή δικαιοδοσίας, αλλά, αντιθέτως, στο εφαρμοστέο δίκαιο.

37.      Εν πάση περιπτώσει, η απάντηση είναι αρκετά σαφής, ανεξαρτήτως με ποιον από τους δύο τρόπους θα ερμηνευθεί το πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Η δικαιοδοσία ουγγρικού δικαστηρίου να αποφανθεί επί υπόθεσης όπως αυτή της κύριας δίκης ουδόλως περιορίζεται από την οδηγία 96/71.

38.      Πρώτον, όσον αφορά τη δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου να εκδικάσει τη διαφορά της κύριας δίκης, δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά απαίτηση Ούγγρων εργαζομένων κατά του Ούγγρου εργοδότη τους, ενώπιον ουγγρικού δικαστηρίου, σχετικά με σύμβαση συναφθείσα δυνάμει του ουγγρικού εργατικού δικαίου. Λαμβανομένων υπόψη αυτών των μάλλον σαφών «σημείων αναφοράς» για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας, είναι απολύτως εύλογο να θεωρηθεί ότι γενική δικαιοδοσία έχουν τα αρμόδια δικαστήρια του τόπου εγκατάστασης του εργοδότη στην Ουγγαρία.

39.      Εικάζω ότι τούτο ισχύει ήδη βάσει της ουγγρικής νομοθεσίας. Η ενδεχόμενη εφαρμογή πράξεων ιδιωτικού δικαίου της Ένωσης, όπως, για παράδειγμα, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (21), θα κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα. Τα ουγγρικά δικαστήρια θα ήταν αρμόδια είτε βάσει της γενικής δικαιοδοσίας του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (η εναγομένη είναι προφανώς ουγγρικό νομικό πρόσωπο και επομένως, κατά πάσα πιθανότητα εδρεύει, στο κράτος μέλος αυτό) είτε ενδεχομένως, αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (22), βάσει της ειδικής δικαιοδοσίας των συμβάσεων εργασίας, πιο συγκεκριμένα δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012.

40.      Επιβάλλουν τα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 96/71 διαφορετική λύση συναφώς, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη;

41.      Αδυνατώ να αντιληφθώ πώς θα μπορούσαν οι διατάξεις αυτές να έχουν τέτοια συνέπεια. Οι προαναφερθείσες διατάξεις αφορούν τον έλεγχο και τη δημόσια επιβολή της τήρησης (23) ορισμένων ελάχιστων και αναγκαστικού δικαίου όρων εργασίας και απασχόλησης. Δεν τροποποιούν τους (εθνικούς) κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Στην πραγματικότητα, το άρθρο 6 της οδηγίας 96/71 είναι η μόνη διάταξη που πραγματεύεται το ζήτημα της δικαιοδοσίας. Ωστόσο, η διάταξη αυτή απλώς προσθέτει μια επιπλέον βάση δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους υποδοχής. Στο πλαίσιο αυτό, ασφαλώς δεν τροποποιεί τους κανόνες περί (γενικής) δικαιοδοσίας ως προς την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν Ούγγρους υπηκόους από τα ουγγρικά δικαστήρια σύμφωνα με τους συνήθεις εθνικούς κανόνες περί δικαιοδοσίας.

42.      Δεύτερον, αναφορικά με το ζήτημα πώς καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο σε μια διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία ένα στοιχείο των αναγκαστικού δικαίου ελάχιστων όρων της σχέσης εργασίας απορρέει από το γαλλικό δίκαιο, η απάντηση είναι επίσης σαφής. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71 καθιερώνει έναν βασικό πυρήνα όρων «αναγκαστικού δικαίου» από τους οποίους τα κράτη μέλη και οι εργοδότες των αποσπασμένων εργαζομένων δεν μπορούν να παρεκκλίνουν, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας (24). Κατ’ ουσίαν, οι εν λόγω όροι θέτουν ένα βασικό επίπεδο προστασίας των αποσπασμένων εργαζομένων, το οποίο δεν μπορεί να θιγεί. Τα «ελάχιστα όρια μισθού» αποτελούν μέρος αυτού του βασικού επιπέδου προστασίας για την περίοδο απόσπασης του εργαζομένου (25) και καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής, το οποίο προσδιορίζει τα «ελάχιστα όρια μισθού» (26).

43.      Στην υπό κρίση υπόθεση, τούτο συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι το αιτούν δικαστήριο θα εφαρμόσει τη γαλλική νομοθεσία περί κατώτατου μισθού στη σύμβαση εργασίας των εναγόντων, προκειμένου να κρίνει αν η σύμβαση αυτή πληροί τα «ελάχιστα όρια μισθού», σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71. Συνακόλουθα, τα κρίσιμα στοιχεία του γαλλικού δικαίου, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που υπερισχύουν κάθε διαφορετικού (ή αντίθετου) συμβατικού όρου. Κατόπιν τούτου, στοιχεία του γαλλικού δικαίου θα αποτελέσουν τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου σε μια περίπτωση η οποία ειδάλλως θα διεπόταν επί της ουσίας, κατά πάσα πιθανότητα, από το ουγγρικό δίκαιο.

44.      Στην πράξη, επισημαίνεται συμπληρωματικά ότι, όπως ορθώς εκθέτει η Γαλλική Κυβέρνηση, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να λάβει, εφόσον παραστεί ανάγκη, τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γαλλική νομοθεσία περί κατώτατου μισθού στηριζόμενο στα διεθνή μέσα συνεργασίας των δικαστηρίων, όπως το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις ή την ευρωπαϊκή σύμβαση για την πληροφόρηση για το αλλοδαπό δίκαιο.

45.      Συνοψίζοντας, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71, με βάση τη ratio του, έχει περισσότερο τα χαρακτηριστικά μιας lex specialis που αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο (27). Η διάταξη αυτή δύναται να οδηγήσει σε καταστάσεις στις οποίες στοιχεία του ουσιαστικού δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής θα έχουν εφαρμογή επί διαφοράς στο κράτος μέλος καταγωγής ή αντιστρόφως. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, αν οι εργαζόμενοι αναζητούσαν έννομη προστασία των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης στο κράτος μέλος απόσπασής τους, τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους θα καλούνταν, πιθανότατα, επίσης να εφαρμόσουν στοιχεία του ουσιαστικού δικαίου του κράτους μέλους καταγωγής, δεδομένου ότι αυτό θα ήταν το εν γένει εφαρμοστέο στη σύμβαση εργασίας δίκαιο.

46.      Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής:

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71 έχει την έννοια ότι παράβαση της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τα «ελάχιστα όρια μισθού» μπορεί να προβληθεί σε δίκη κινηθείσα στο κράτος μέλος καταγωγής, εφόσον τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού είναι αρμόδια να εκδικάσουν την υπόθεση, για παράδειγμα, επειδή ο εργοδότης έχει την κατοικία ή την έδρα του στο συγκεκριμένο κράτος.

Γ.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

47.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι ημερήσιες αποζημιώσεις οι οποίες προορίζονται για την κάλυψη των εξόδων που πραγματοποιούνται κατά την απόσπαση εργαζομένου στην αλλοδαπή πρέπει να θεωρούνται ως τμήμα του μισθού του εργαζομένου.

48.      Το ζήτημα αυτό τίθεται λόγω της διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης ως προς το αν οι ημερήσιες αποζημιώσεις αποτελούν τμήμα του «ελάχιστου μισθού» των εναγόντων, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71. Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 7, της οδηγίας, τέτοια περίπτωση μπορεί να συντρέχει μόνον όταν ένα επίδομα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της είναι «σχετικ[ό] με την απόσπαση». Στις περιπτώσεις αυτές, η οδηγία 96/71 απαιτεί το σχετικό επίδομα να θεωρηθεί τμήμα του μισθού του αποσπασμένου εργαζομένου. Ωστόσο, η αρχική αυτή παραδοχή ανατρέπεται αν το επίδομα «καταβάλλ[εται] υπό μορφή επιστροφής των εξόδων που προκλήθηκαν πράγματι λόγω της απόσπασης, όπως τα έξοδα ταξιδίου, στέγης ή διατροφής». Το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς την ερμηνεία των ανωτέρω απαιτήσεων σε σχέση με τις επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση ημερήσιες αποζημιώσεις.

49.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 96/71 χαρακτηρίζεται από αυτό που το Δικαστήριο έχει περιγράψει ως «σχέση “κανόνα-εξαιρέσεως”» για τον συνυπολογισμό των προσαυξήσεων και των πρόσθετων παροχών (28). Η σχέση αυτή περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος περιέχει τον γενικό κανόνα: «[τ]α σχετικά με την απόσπαση επιδόματα θεωρούνται ως τμήμα του κατώτατου μισθού». Ο κανόνας αυτός τίθεται υπό την επιφύλαξη του δεύτερου σκέλους, όπου καθιερώνεται μια υπερισχύουσα εξαίρεση: τα επιδόματα αποτελούν τμήμα του κατώτατου μισθού, «εφόσον [τα επιδόματα αυτά] δεν καταβάλλονται υπό μορφή επιστροφής των εξόδων που προκλήθηκαν πράγματι λόγω της απόσπασης, όπως τα έξοδα ταξιδίου, στέγης ή διατροφής» (29).

50.      Με άλλα λόγια, το κατά πόσον πρόκειται για επίδομα «σχετικό με την απόσπαση» κατά την έννοια του γενικού κανόνα του πρώτου σκέλους του άρθρου 3, παράγραφος 7, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 96/71 δεν είναι κατ’ ανάγκην το καθοριστικό στοιχείο που πρέπει να διαπιστωθεί ευθύς εξαρχής. Τούτο διότι η διαπίστωση αυτή θα έχει, πρακτικά, σημασία μόνο αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαίρεσης που προβλέπεται στο δεύτερο σκέλος του ίδιου εδαφίου. Συγκεκριμένα, λόγω της δομής αυτής, η εξαίρεση είναι εκείνη που εν τέλει καθορίζει το αν το επίμαχο επίδομα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης.

51.      Με βάση τα περιορισμένα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, συμμερίζομαι την άποψη της εναγομένης ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν προκύπτει ότι οι ημερήσιες αποζημιώσεις «καταβάλλονται υπό μορφή επιστροφής των εξόδων που προκλήθηκαν πράγματι λόγω της απόσπασης» (30).

52.      Φαίνεται ότι έχει επαρκώς στοιχειοθετηθεί ότι οι ημερήσιες αποζημιώσεις, οι οποίες κυμαίνονται από 34 έως 44 ευρώ, αναλόγως της περιόδου απόσπασης, καταβάλλονται ως κατ’ αποκοπήν ποσά και χωρίς να είναι αναγκαία η απόδειξη της πραγματοποίησης εξόδων. Προφανώς, τούτο οφείλεται στο ότι οι δαπάνες στέγασης και διατροφής, κατά το ουγγρικό δίκαιο, θεωρούνται επιλέξιμες χωρίς καμία απόδειξη.

53.      Λαμβανομένης υπόψη της συνακόλουθης μη εξάρτησης του ύψους ημερήσιων αποζημιώσεων από τις προκαλούμενες λόγω της απόσπασης δαπάνες, δεν μπορώ να δεχθώ το επιχείρημα των εναγόντων ότι οι ημερήσιες αποζημιώσεις καταβάλλονται για τα έξοδα στα οποία οι εργαζόμενοι πράγματι υποβάλλονται λόγω της απόσπασης. Συγκεκριμένα, μολονότι τούτο είναι βεβαίως πιθανό, ωστόσο χωρίς να αποδεικνύεται με ποιον τρόπο δαπανήθηκαν οι ημερήσιες αποζημιώσεις, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι ενάγοντες δαπάνησαν πράγματι τα ποσά των ημερήσιων αποζημιώσεων και, ακόμη και αν το έπραξαν, ότι τα ποσά αυτά δαπανήθηκαν για την κάλυψη εξόδων που προκλήθηκαν λόγω της απόσπασής τους.

54.      Το κριτήριο αφορά έξοδα τα οποία προκλήθηκαν πράγματι λόγω της απόσπασης. Υπογραμμίζω τη λέξη «πράγματι» επειδή, κατά την άποψή μου, είναι σαφές ότι η χρήση του όρου αυτού στο άρθρο 3, παράγραφος 7, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 96/71 υποδηλώνει την ανάγκη προσκόμισης ορισμένης μορφής απόδειξης, η οποία να συνδέει την επίμαχη «επιστροφή» με τα έξοδα «που προκλήθηκαν λόγω της απόσπασης». Το είδος της απόδειξης που πρέπει να προσκομιστεί είναι δευτερεύουσας σημασίας. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ο τρόπος κάλυψης των εξόδων που προκύπτουν από την απόσπαση δεν ασκεί επιρροή στον νομικό χαρακτηρισμό τους (31).

55.      Αφού η εξαίρεση από τον γενικό κανόνα δεν είναι πιθανόν να τύχει εφαρμογής, μένει πλέον να διευκρινιστεί το ζήτημα αν έχει εφαρμογή ο ίδιος ο γενικός κανόνας, ήτοι να αποσαφηνιστεί το εξής: αν οι ημερήσιες αποζημιώσεις αποτελούν, στην πραγματικότητα, «σχετικά με την απόσπαση επιδόματα», τα οποία πρέπει, εξ αυτού του λόγου, να θεωρηθούν ως τμήμα του κατώτατου μισθού.

56.      Μολονότι το ζήτημα αυτό εναπόκειται εν τέλει στον έλεγχο του αιτούντος δικαστηρίου, φρονώ ότι η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική για δύο λόγους. Πρώτον, όπως προεκτέθηκε, οι εργαζόμενοι λαμβάνουν όντως ημερήσιες αποζημιώσεις κατά τη διάρκεια της απόσπασής τους λόγω του ότι είναι πράγματι αποσπασμένοι. Δεύτερον, δεδομένου ότι τα έξοδα στα οποία πράγματι υποβάλλονται οι εργαζόμενοι ούτε τιμολογούνται ούτε τους επιστρέφονται, το κατ’ αποκοπήν ποσό (που λαμβάνουν ως ημερήσια αποζημίωση) καθίσταται όντως τμήμα του μισθού, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά την κρίση του εργαζομένου. Επομένως, στην πράξη, είναι αδύνατον να διακριθεί από τις κανονικές αποδοχές του.

57.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, η ratio του γενικού κανόνα του άρθρου 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 96/71 φαίνεται να ισχύει εν προκειμένω: κάθε αμοιβή που εισπράττεται λόγω της απόσπασης, αλλά δεν μπορεί να διαχωριστεί ως επιστροφή συγκεκριμένων εξόδων, αποτελεί απλώς τμήμα του (κατώτατου) μισθού.

58.      Το μνημονευόμενο τόσο από το αιτούν δικαστήριο όσο και από τους ενάγοντες ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο φέρεται να διευκρινίζει ρητώς ότι ο σκοπός των ημερήσιων αποζημιώσεων είναι να καλύπτουν τα «έξοδα που πραγματοποιούνται στην αλλοδαπή», δεν αναιρεί το ανωτέρω συμπέρασμα. Ανεξαρτήτως της αμφίβολης αποδεικτικής αξίας που μπορεί να έχει για την ερμηνεία του χαρακτήρα και του σκοπού των ημερήσιων αποζημιώσεων ένα έγγραφο το οποίο δεν περιλαμβάνεται στις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων, απλώς και μόνον ο χαρακτηρισμός ενός εξόδου ως προοριζόμενου για ορισμένο σκοπό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το ύψους των ημερήσιων αποζημιώσεων δεν εξαρτάται από πραγματοποιηθέντα έξοδα. Εν πάση περιπτώσει, στο ενημερωτικό φυλλάδιο αναγράφεται σαφώς ότι το κατ’ αποκοπήν ποσό των ημερήσιων αποζημιώσεων, ως εκ της φύσεώς του, προορίζεται συγκεκριμένα για την κάλυψη ενός ευρέος φάσματος δαπανών κατά τη διάρκεια της παραμονής στην αλλοδαπή, οι περισσότερες από τις οποίες ενδέχεται πράγματι να προκύψουν λόγω της απόσπασης, άλλες όμως όχι.

59.      Πάντως, ακόμη και αν λαμβανόταν υπόψη το ενημερωτικό φυλλάδιο, και πάλι δεν θα υπήρχε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη σύνδεσης μεταξύ τυχόν πραγματοποιηθέντων εξόδων και καταβολής των ημερήσιων αποζημιώσεων. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι η σύμβαση εργασίας των εναγόντων συνδέει (ή δεν συνδέει) τις ημερήσιες αποζημιώσεις με ορισμένο σκοπό ασκεί περιορισμένη επιρροή στον χαρακτηρισμό ως επιστροφής εξόδων «που προκλήθηκαν πράγματι λόγω της απόσπασης», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 96/71.

60.      Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

Οι ημερήσιες αποζημιώσεις που καταβάλλονται χωρίς να απαιτείται απόδειξη της πραγματοποίησης εξόδων, όπερ θα πρέπει να ελεγχθεί από το αιτούν δικαστήριο, δεν καταβάλλονται υπό μορφή επιστροφής εξόδων που προκλήθηκαν πράγματι λόγω της απόσπασης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 96/71. Εφόσον οι επίμαχες στην παρούσα διαδικασία ημερήσιες αποζημιώσεις καταβάλλονται επίσης ως σχετικό με την απόσπαση επίδομα, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελούν τμήμα του κατώτατου μισθού.

Δ.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

61.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με τη συμβατότητα του επιδόματος εξοικονόμησης καυσίμων με το άρθρο 10 του κανονισμού 561/2006. Η διάταξη αυτή απαγορεύει κάθε καταβολή που ενθαρρύνει την επικίνδυνη οδήγηση.

62.      Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων συνιστά παράβαση του άρθρου 10 του κανονισμού 561/2006. Όπως εξηγούν, το εν λόγω επίδομα στηρίζεται σε έναν μαθηματικό τύπο που ανταμείβει τους οδηγούς οχημάτων μεταφοράς όταν κατανάλωση καυσίμων ανά διανυόμενη απόσταση υπολείπεται της θεωρούμενης ως «κανονικής» για τη δεδομένη απόσταση. Ως εκ τούτου, προκειμένου να επιτύχουν την εξοικονόμηση καυσίμων που είναι αναγκαία για την είσπραξη του επιδόματος, οι οδηγοί παρακινούνται να υιοθετήσουν έναν τρόπο οδήγησης ο οποίος ενέχει κίνδυνο για την οδική ασφάλεια.

63.      Βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που έχουν παρασχεθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, συντάσσομαι με την πλειονότητα των μετεχόντων στη διαδικασία και συμμερίζομαι την άποψή τους ότι το ανωτέρω συμπέρασμα δεν ισχύει.

64.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός 561/2006 επιδιώκει δύο σκοπούς. Ειδικότερα, επιδιώκει τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της εν γένει οδικής ασφάλειας (32). Επιπλέον, το άρθρο 1 του ως άνω κανονισμού διευκρινίζει ότι αποσκοπεί επίσης στην προώθηση της βελτίωσης των πρακτικών εργασίας στον τομέα των οδικών μεταφορών. Ως εκ τούτου, στο μέτρο που το επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων το οποίο προβλέπεται στις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων ενδέχεται να θέτει σε κίνδυνο την εν γένει οδική ασφάλεια, πρέπει να κριθεί αν το επίδομα αυτό απαγορεύεται βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 561/2006.

65.      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 561/2006 απαγορεύει στις επιχειρήσεις μεταφορών να καταβάλλουν στους οδηγούς αμοιβές, ακόμη και με τη μορφή επιδόματος ή μισθολογικής αύξησης, i) σε συνάρτηση με τις διανυόμενες αποστάσεις και/ή με τον όγκο των μεταφερομένων εμπορευμάτων, και ii) εάν οι αμοιβές αυτές είναι τέτοιας φύσεως ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια και/ή να ενθαρρύνουν την παράβαση των διατάξεων του κανονισμού.

66.      Πρώτον, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι το επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων «συναρτάται» σαφώς με τη διανυόμενη απόσταση και/ή τον όγκο των μεταφερομένων εμπορευμάτων. Βεβαίως, υπάρχει έμμεση σύνδεση μεταξύ της απόστασης/του μεταφερόμενου βάρους και της κατανάλωσης καυσίμων. Τούτο είναι αναμφισβήτητο. Δεν απαιτείται πτυχίο φυσικής για να γίνει κατανοητό ότι μάζα και ενέργεια συναρτώνται μεταξύ τους, καθώς και ότι είναι αναγκαία ορισμένη ποσότητα ενέργειας για τη μετακίνηση της μάζας σε ορισμένη απόσταση.

67.      Ωστόσο, η κατανάλωση καυσίμων δεν επηρεάζεται μόνον από τη διανυόμενη απόσταση και το μεταφερόμενο βάρος. Συγκεκριμένα, όπως εξηγεί η Γαλλική Κυβέρνηση, η κατανάλωση καυσίμων είναι πολυπαραγοντική. Για παράδειγμα, οι ατμοσφαιρικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, η πίεση των ελαστικών, ο τρόπος οδήγησης, ακόμη και πτυχές όπως η χρήση των συστημάτων κλιματισμού, μπορούν όλες να έχουν αντίκτυπο στην κατανάλωση καυσίμων από τους οδηγούς (33). Κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν εξετάζεται από το αιτούν δικαστήριο. Μάλιστα, το αιτούν δικαστήριο δεν εξηγεί καθόλου τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι το επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων «συναρτάται με» τη διανυόμενη απόσταση και/ή τον όγκο των μεταφερομένων εμπορευμάτων. Ελλείψει οποιασδήποτε τέτοιας εξήγησης, δεν είμαι πεπεισμένος ότι το επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων εμπίπτει καν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 561/2006.

68.      Δεύτερον, και απλώς χάριν συζητήσεως, ακόμη και αν το επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 του κανονισμού 561/2006, δεν προσκομίστηκε από τους ενάγοντες κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι το εν λόγω επίδομα, αυτό καθεαυτό, ενθαρρύνει πράγματι την επικίνδυνη οδήγηση. Πιο εύλογο είναι, αντιθέτως, να θεωρηθεί ότι μπορεί, στην πραγματικότητα, να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα· η επικινδυνότητα αυξάνεται συχνότερα λόγω της οδήγησης με μεγάλη ταχύτητα, της υπερβολικής επιτάχυνσης ή της επιτάχυνσης σε ακατάλληλα σημεία, οι οποίες απαιτούν περισσότερα, και όχι λιγότερα, καύσιμα.

69.      Το αιτούν δικαστήριο παραθέτει το παράδειγμα ενός οδηγού που οδηγεί με το κιβώτιο ταχυτήτων στο νεκρό σημείο σε κατωφέρειες, για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, προκειμένου να εξοικονομήσει καύσιμα. Θα μπορούσε όντως να γίνει δεκτό ότι δεν προάγεται η εν γένει οδική ασφάλεια σε μια όχι πολύ πιθανή περίπτωση όπου ένα φορτηγό κινείται με το κιβώτιο ταχυτήτων στο νεκρό σημείο σε αυτοκινητόδρομο, είτε στη δεξιά λωρίδα, αλλά με πολύ χαμηλή ταχύτητα, είτε ακόμη και στην αριστερή λωρίδα, προσπερνώντας ένα άλλο φορτηγό για πολλά χιλιόμετρα, ακριβώς επειδή προσπαθεί να εξοικονομήσει καύσιμα (34). Ωστόσο, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες ή διευκρινίσεις, είναι απλώς αδύνατο να στοιχειοθετηθεί αυτομάτως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και του επιδόματος εξοικονόμησης καυσίμων.

70.      Τούτο δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να υπάρχουν παράγοντες οι οποίοι, στην πράξη, θα μπορούσαν να συντελέσουν στο να μετατραπεί μια κατά τα λοιπά αθώα ενθάρρυνση εξοικονόμησης χρημάτων σε παρότρυνση για επικίνδυνη οδήγηση. Όπως ορθώς επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αν η αμοιβή που ενθαρρύνει την εξοικονόμηση καυσίμων στηριζόταν σε έναν κανόνα ο οποίος θα ήταν διαμορφωμένος κατά τρόπο που να εξαρτά τη χορήγηση του κατ’ αποκοπήν πριμ όχι από την αναλογικά μεγαλύτερη οικονομία καυσίμων (για παράδειγμα, όταν η συνολική ετήσια κατανάλωση είναι κατώτερη κατά τουλάχιστον 5 % από το «κανονικό» επίπεδο), αλλά από την απόλυτη κατανάλωση σε ορισμένη απόσταση (για παράδειγμα, καταβάλλοντας πριμ ύψους 50 ευρώ ανά 100 λίτρα εξοικονόμησης καυσίμου), θα μπορούσε όντως ο οδηγός να αισθανθεί ότι παρακινείται να οδηγήσει πιο επικίνδυνα. Ομοίως, αν η υποχρέωση επιστροφής «πρόσθετων εξόδων» που θα προκύπτει από κατανάλωση καυσίμων η οποία υπερβαίνει το υπολογιζόμενο ως «κανονικό» επίπεδο είναι υπέρμετρη, ο οδηγός θα έχει έμμεσο κίνητρο να εξοικονομήσει όσο το δυνατόν περισσότερα καύσιμα, ανεξαρτήτως των οδικών, περιβαλλοντικών ή γεωγραφικών συνθηκών υπό τις οποίες καλείται να εργαστεί (35).

71.      Σαφές είναι, εν πάση περιπτώσει, ότι ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε οι ενδιαφερόμενοι ανέφεραν ή παρέθεσαν στοιχεία ικανά να στηρίξουν τις ανωτέρω εκτιμήσεις. Επομένως, δεν θεωρώ δυνατόν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, αφηρημένα, ένα επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων απαγορεύεται, αυτό καθεαυτό, από το άρθρο 10 του κανονισμού 561/2006.

72.      Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

Το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει, αυτή καθεαυτήν, την καταβολή επιδόματος εξοικονόμησης καυσίμων σε εργαζόμενο αποσπασμένο από τον εργοδότη του σε περίπτωση μη υπέρβασης ενός κανονικού συντελεστή κατανάλωσης καυσίμου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, το επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων πρέπει παρά ταύτα να θεωρηθεί ότι καταβάλλεται σε συνάρτηση με τις διανυόμενες αποστάσεις και/ή τον όγκο των μεταφερομένων εμπορευμάτων και ότι είναι τέτοιας φύσεως ώστε να θέτει σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια και/ή να ενθαρρύνει την παράβαση του κανονισμού 561/2006.

Ε.      Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

73.      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οδηγία που δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο μπορεί να δημιουργήσει υποχρεώσεις για ιδιώτη και, επομένως, να συνιστά, αυτή καθεαυτήν και αφ’ εαυτής, τη βάση αγωγής κατά ιδιώτη σε διαφορά ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

74.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν οι οδηγίες μπορούν να έχουν οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα. Ουδόλως όμως διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους υποβάλλεται το ερώτημα αυτό και με ποιον τρόπο ασκεί επιρροή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Μολονότι δεν απαιτείται ιδιαίτερη φαντασία για να γίνει αντιληπτό ότι το αιτούν δικαστήριο, κατά πάσα πιθανότητα, εννοεί την οδηγία 96/71, ωστόσο ουδεμία βάση παρέχεται στο Δικαστήριο για να διαπιστώσει ποια είναι η διάταξη σε σχέση με την οποία το αιτούν δικαστήριο ζητεί καθοδήγηση και, κυρίως, γιατί η επίλυση του ζητήματος αυτού είναι αναγκαία για την παρούσα διαδικασία.

75.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο καθορίζει το περιεχόμενο των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, ορίζει, στο στοιχείο γʹ, ότι οι αιτήσεις αυτές πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχουν «έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της κατά τη γνώμη του σχέσεως μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας».

76.      Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εκπλήρωσε την εν λόγω υποχρέωση, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα απαράδεκτο.

V.      Πρόταση

77.      Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Gyulai Törvényszék (ανωτέρου δικαστηρίου Gyula, Ουγγαρία) ως εξής:

Τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

Η οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται στη διεθνική παροχή υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών.

Πρώτο προδικαστικό ερώτημα

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71 έχει την έννοια ότι παράβαση της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τα «ελάχιστα όρια μισθού» μπορεί να προβληθεί σε δίκη κινηθείσα στο κράτος μέλος καταγωγής, εφόσον τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού είναι αρμόδια να εκδικάσουν την υπόθεση, για παράδειγμα, επειδή ο εργοδότης έχει την κατοικία ή την έδρα του στο συγκεκριμένο κράτος.

Δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

Οι ημερήσιες αποζημιώσεις που καταβάλλονται χωρίς να απαιτείται απόδειξη της πραγματοποίησης εξόδων, όπερ θα πρέπει να ελεγχθεί από το αιτούν δικαστήριο, δεν καταβάλλονται υπό μορφή επιστροφής εξόδων που προκλήθηκαν πράγματι λόγω της απόσπασης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 96/71. Εφόσον οι επίμαχες στην παρούσα διαδικασία ημερήσιες αποζημιώσεις καταβάλλονται επίσης ως σχετικό με την απόσπαση επίδομα, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελούν τμήμα του κατώτατου μισθού.

Τρίτο προδικαστικό ερώτημα

Το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει, αυτή καθεαυτήν, την καταβολή επιδόματος εξοικονόμησης καυσίμων σε εργαζόμενο αποσπασμένο από τον εργοδότη του σε περίπτωση μη υπέρβασης ενός κανονικού συντελεστή κατανάλωσης καυσίμου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, το επίδομα εξοικονόμησης καυσίμων πρέπει παρά ταύτα να θεωρηθεί ότι καταβάλλεται σε συνάρτηση με τις διανυόμενες αποστάσεις και/ή τον όγκο των μεταφερομένων εμπορευμάτων και ότι είναι τέτοιας φύσεως ώστε να θέτει σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια και/ή να ενθαρρύνει την παράβαση του κανονισμού 561/2006.

Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ 1997, L 18, σ. 1).


3      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου (ΕΕ 2006, L 102, σ. 1).


4      Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Federatie Nederlandse Vakbeweging (C‑815/18, EU:C:2020:976).


5      Όπ.π., σκέψη 41.


6      Όπ.π., σκέψεις 31 έως 33.


7      Βάσει του άρθρου 58 ΣΛΕΕ, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν τις μεταφορές, ήτοι από τα άρθρα 90 έως 100 ΣΛΕΕ.


8      Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Federatie Nederlandse Vakbeweging (C‑815/18, EU:C:2020:976, σκέψη 37). Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Federatie Nederlandse Vakbeweging (C‑815/18, EU:C:2020:319, σημείο 52) και, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑620/18, EU:C:2020:1001, σκέψεις 159 και 160), καθώς και της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑626/18, EU:C:2020:1000, σκέψεις 144 και 145).


9      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Federatie Nederlandse Vakbeweging (C‑815/18, EU:C:2020:319, σημείο 51).


10      Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Federatie Nederlandse Vakbeweging (C‑815/18, EU:C:2020:976, σκέψη 40).


11      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2020, για τη θέσπιση ειδικών κανόνων σχετικά με την οδηγία 96/71/ΕΚ και την οδηγία 2014/67/ΕΕ για την απόσπαση οδηγών στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/22/ΕΚ, όσον αφορά τις απαιτήσεις επιβολής, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 (ΕΕ 2020, L 249, σ. 49).


12      Πρβλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Federatie Nederlandse Vakbeweging (C‑815/18, EU:C:2020:976, σκέψη 39).


13      Όπ.π., σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.


14      Όπ.π., σκέψεις 47 και 48. Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Federatie Nederlandse Vakbeweging (C‑815/18, EU:C:2020:319, σημεία 97 και 102 έως 104, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


15      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Dobersberger (C‑16/18, EU:C:2019:1110).


16      Όπ.π., σκέψεις 9 και 10.


17      Όπ.π., σκέψη 31.


18      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, 13 και 14 της οδηγίας 96/71. Πρβλ., επίσης, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Laval un Partneri (C‑341/05, EU:C:2007:809, σκέψη 77).


19      Όρος τον οποίο χρησιμοποίησε εύστοχα ο γενικός εισαγγελέας M. Szpunar στις προτάσεις του στην υπόθεση Dobersberger (C‑16/18, EU:C:2019:638, σημείο 60) προς αντίκρουση παρόμοιου επιχειρήματος που προέβαλε η Ουγγρική Κυβέρνηση.


20      Αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 96/71. Βλ., επίσης, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Laval un Partneri (C‑341/05, EU:C:2007:809, σκέψη 81).


21      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).


22      Πράγμα που δεν φαίνεται να συμβαίνει, επειδή τόσο ο εργοδότης όσο και ο εργαζόμενος φαίνεται να εδρεύουν και/ή να κατοικούν στην Ουγγαρία.


23      Πρβλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Wolff & Müller (C‑60/03, EU:C:2004:610, σκέψεις 28 και 29).


24      Πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Laval un Partneri (C‑341/05, EU:C:2007:809, σκέψη 75). Βλ. επίσης αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑620/18, EU:C:2020:1001, σκέψη 60), και της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑626/18, EU:C:2020:1000, σκέψη 65).


25      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 96/71.


26      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 96/71.


27      Με αποτέλεσμα βεβαίως να προκαλείται συρροή και πιθανή σύγκρουση με άλλες πράξεις που διέπουν την επιλογή δικαίου – βλ., περαιτέρω, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Federatie Nederlandse Vakbeweging (C‑815/18, EU:C:2020:319, σημεία 90 έως 96).


28      Απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑341/02, EU:C:2005:220, σκέψη 30). Η υπογράμμιση δική μου.


29      Η υπογράμμιση δική μου.


30      Η υπογράμμιση δική μου.


31      Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Sähköalojen ammattiliitto (C‑396/13, EU:C:2015:86, σκέψη 59).


32      Πρβλ. αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 1994, Van Swieten (C‑313/92, EU:C:1994:219, σκέψη 22), και της 9ης Ιουνίου 2016, Eurospeed (C‑287/14, EU:C:2016:420, σκέψη 39).


33      Ενδεικτικά, βλ., για παράδειγμα, Κοινό Κέντρο Ερευνών (της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), Science for Policy Report, Zacharof, N. G. et al., «Review of in use factors affecting the fuel consumption and CO2 emissions of passenger cars», 2016, σ. 7.


34      Ή, αν δεν είναι ευθέως επιβλαβές για την οδική ασφάλεια, πάντως ασφαλώς δεν θα είναι επωφελές για την ψυχική υγεία των οδηγών που, εξ αυτού του λόγου, θα σχηματίζουν σειρά, κινούμενοι με χαμηλή ταχύτητα, στην αριστερή λωρίδα.


35      Συγκεκριμένα, ασφαλώς και δεν θα βελτίωνε την εν γένει οδική ασφάλεια ο υπολογισμός ενός υπέρμετρα χαμηλού «κανονικού» ορίου κατανάλωσης, για παράδειγμα, όσον αφορά την περίπτωση της ανοδικής και καθοδικής διέλευσης του περάσματος Stelvio στην Ιταλία από ένα φορτηγό 20 τόνων.