Language of document : ECLI:EU:C:2014:2370

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 13ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Προσέγγιση των νομοθεσιών περί υγειονομικού ελέγχου — Κανονισμός (EK) 2073/2005 — Παράρτημα I — Μικροβιολογικά κριτήρια για τα τρόφιμα — Σαλμονέλα στο νωπό κρέας πουλερικών — Μη συμμόρφωση προς τα μικροβιολογικά κριτήρια η οποία διαπιστώνεται κατά το στάδιο της διανομής — Εθνική νομοθεσία η οποία τιμωρεί τον υπεύθυνο επιχειρήσεως τροφίμων που δραστηριοποιείται μόνο κατά το στάδιο της λιανικής πωλήσεως — Συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης — Αποτελεσματικός, αποτρεπτικός και αναλογικός χαρακτήρας της κυρώσεως»

Στην υπόθεση C‑443/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Unabhängiger Verwaltungssenat in Tirol (Αυστρία) με απόφαση της 1ης Αυγούστου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Αυγούστου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Ute Reindl, αγορανομικώς υπεύθυνη για τους σκοπούς της ποινικής νομοθεσίας εκπρόσωπος της MPREIS Warenvertriebs GmbH,

κατά

Bezirkshauptmannschaft Innsbruck,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, M. Safjan, A. Prechal και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιουνίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η U. Reindl, εκπροσωπούμενη από τους M. Waldmüller και M. Baldauf, Rechtsanwälte,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek και την J. Vitáková,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas και τη C. Candat,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Bianchi και G. Von Rintelen,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (EK) 2073/2005 της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2005, περί μικροβιολογικών κριτηρίων για τα τρόφιμα (EE L 338, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1086/2011 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2011 (EE L 281, σ. 7, στο εξής: κανονισμός 2073/2005), σε συνδυασμό με το παράρτημα I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του εν λόγω κανονισμού.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της U. Reindl και της Bezirkshauptmannschaft Innsbruck (πρωτοβάθμιας διοικητικής αρχής του Innsbruck) (Αυστρία) σχετικά με τη χρηματική ποινή η οποία επιβλήθηκε στην U. Reindl λόγω της υπερβάσεως της κατά το παράρτημα I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005 οριακής τιμής της Salmonella Thyphimurium.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 178/2002

3        Το άρθρο 1 του κανονισμού (EK) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (EE L 31, σ. 1), που φέρει τον τίτλο «Στόχος και πεδίο εφαρμογής», ορίζει, στην παράγραφό του 1, τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός αποτελεί τη βάση για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των συμφερόντων των καταναλωτών σε σχέση με τα τρόφιμα, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη την πολυμορφία στον εφοδιασμό τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των παραδοσιακών προϊόντων, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Καθιερώνει κοινές αρχές και ευθύνες, τα μέσα ώστε να παρέχονται ισχυρή επιστημονική βάση, αποτελεσματικές οργανωτικές ρυθμίσεις και διαδικασίες με τις οποίες θα υποστηριχθεί η λήψη αποφάσεων σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων.

[...]»

4        Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Άλλοι ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[...]

3)      “υπεύθυνος επιχείρησης τροφίμων”: τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα μέσα στην επιχείρηση τροφίμων που έχουν υπό τον έλεγχό τους·

[...]

8)      “διάθεση στην αγορά”: η κατοχή τροφίμων ή ζωοτροφών με σκοπό την πώληση, συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς για πώληση ή οποιασδήποτε άλλης μορφής μεταβίβασης είτε αυτή γίνεται δωρεάν είτε όχι, και η ίδια η πώληση, η διανομή ή οι άλλες μορφές μεταβίβασης·

[...]».

5        Το άρθρο 14 του κανονισμού 178/2002, που φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις της ασφάλειας των τροφίμων», ορίζει τα εξής:

«1.      Τρόφιμα τα οποία είναι μη ασφαλή δεν διατίθενται στην αγορά.

2.      Τα τρόφιμα θεωρούνται ως μη ασφαλή όταν εκτιμάται ότι είναι:

α)      επιβλαβή για την υγεία,

β)      ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση.

[...]

5.      Κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσο ένα τρόφιμο είναι ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση, δίδεται προσοχή στο κατά πόσο το εν λόγω τρόφιμο δεν μπορεί να γίνει δεκτό για ανθρώπινη κατανάλωση σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, λόγω μόλυνσης προερχόμενης είτε από ξένες ουσίες είτε από άλλον παράγοντα, ή λόγω σήψης, αλλοίωσης ή αποσύνθεσης.

[...]»

6        Το άρθρο 17 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρεώσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών εξασφαλίζουν ότι τα τρόφιμα ή οι ζωοτροφές, σε όλα τα στάδια της παραγωγής, μεταποίησης και διανομής μέσα στην επιχείρηση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους, ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα οι οποίες αφορούν τις δραστηριότητές τους και επαληθεύουν την ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων.

2.      [...]

Τα κράτη μέλη καθορίζουν επίσης το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλονται στις παραβιάσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.»

 Ο κανονισμός 2160/2003

7        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2160/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για τον έλεγχο της σαλμονέλας και άλλων συγκεκριμένων τροφιμογενών ζωονοσογόνων παραγόντων (ΕΕ L 325, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1086/2011 (στο εξής: κανονισμός 2160/2003), που φέρει τον τίτλο «Στόχος και πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«1.      Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να εξασφαλισθεί η λήψη κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων για την ανίχνευση και τον έλεγχο της σαλμονέλας και άλλων ζωονοσογόνων παραγόντων σε όλα τα συναφή στάδια της παραγωγής, της μεταποίησης και της διανομής, ιδίως σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των ζωοτροφών, ώστε να μειωθεί η εξάπλωσή τους καθώς και ο κίνδυνος που δημιουργούν για τη δημόσια υγεία.

2.      Ο παρών κανονισμός καλύπτει:

α)      την υιοθέτηση στόχων για τον περιορισμό του επιπολασμού συγκεκριμένων ζωονόσων σε πληθυσμούς ζώων:

i)      στο επίπεδο της πρωτογενούς παραγωγής και

ii)      όταν αυτό είναι σκόπιμο για τη συγκεκριμένη ζωονόσο ή το συγκεκριμένο ζωονοσογόνο παράγοντα, σε άλλα στάδια της τροφικής αλυσίδας, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων και των ζωοτροφών·

[...]».

8        Κατά το άρθρο 5 του κανονισμού 2160/2003, τα εθνικά προγράμματα ελέγχου πρέπει να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις και τους στοιχειώδεις κανόνες δειγματοληψίας που ορίζονται στο παράρτημα II του ως άνω κανονισμού. Το εν λόγω παράρτημα, που φέρει τον τίτλο «Έλεγχος των ζωονόσων και των ζωονοσογόνων παραγόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα I», περιλαμβάνει το τμήμα E σχετικά με τις ειδικές απαιτήσεις για το νωπό κρέας, το οποίο, στο σημείο 1 αυτού, ορίζει τα ακόλουθα:

«Από την 1η Δεκεμβρίου 2011, το νωπό κρέας πουλερικών από ζωικούς πληθυσμούς που απαριθμούνται στο παράρτημα I πρέπει να πληροί το σχετικό μικροβιολογικό κριτήριο που καθορίζεται στο σημείο 1.28 του κεφαλαίου 1 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2005 της Επιτροπής.»

9        Στο παράρτημα I του κανονισμού 2160/2003 απαριθμούνται διάφορα είδη πουλερικών, μεταξύ των οποίων και οι γαλοπούλες.

 Ο κανονισμός 2073/2005

10      Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 του κανονισμού έχουν ως εξής:

«(1)      Ένα υψηλό επίπεδο δημόσιας υγείας είναι ένας από τους βασικούς στόχους της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, όπως προβλέπεται στον κανονισμό [178/2002]. Οι μικροβιολογικοί κίνδυνοι στα τρόφιμα αποτελούν μία από τις κυριότερες πηγές τροφιμογενών ασθενειών στον άνθρωπο.

(2)      Τα τρόφιμα δεν πρέπει να περιέχουν μικροοργανισμούς ή τις τοξίνες τους ή τους μεταβολίτες τους σε ποσότητες που παρουσιάζουν απαράδεκτο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.

(3)      Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 καθορίζει γενικές απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίμων, σύμφωνα με τις οποίες τα τρόφιμα που δεν είναι ασφαλή δεν πρέπει να διατίθενται στην αγορά. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων είναι υποχρεωμένοι να αποσύρουν από την αγορά τα μη ασφαλή τρόφιμα. Προκειμένου να συνεισφέρουν στην προστασία της δημόσιας υγείας και να εμποδίσουν διαφορετικές ερμηνείες, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν εναρμονισμένα κριτήρια ασφάλειας για τα τρόφιμα, ιδίως όσον αφορά την παρουσία ορισμένων παθογόνων μικροοργανισμών.»

11      Το άρθρο 1 του ως άνω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός καθορίζει τα μικροβιολογικά κριτήρια για συγκεκριμένους μικροοργανισμούς και τους κανόνες εφαρμογής προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνονται οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων όταν εφαρμόζουν τα γενικά και ειδικά μέτρα υγιεινής που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004. [...]»

12      Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«α)      “μικροοργανισμοί” είναι τα βακτήρια, οι ιοί, οι ζυμομύκητες, οι ευρώτες, τα άλγη, τα παρασιτικά πρωτόζωα, οι μικροσκοπικοί παρασιτικοί έλμινθες, καθώς και οι τοξίνες και οι μεταβολίτες τους·

β)      “μικροβιολογικό κριτήριο” είναι ένα κριτήριο που καθορίζει το αποδεκτό ενός προϊόντος, μιας παρτίδας τροφίμων ή μιας διαδικασίας, με βάση την απουσία, την παρουσία ή τον αριθμό μικροοργανισμών, ή/και με βάση την ποσότητα των τοξινών ή μεταβολιτών τους, ανά μονάδα μάζας, όγκου, επιφάνειας ή ανά παρτίδα·

γ)      “κριτήριο ασφάλειας των τροφίμων” είναι ένα κριτήριο που καθορίζει το αποδεκτό ενός προϊόντος ή μιας παρτίδας τροφίμων και το οποίο εφαρμόζεται στα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά·

δ)      “κριτήριο υγιεινής της παραγωγικής διαδικασίας” είναι ένα κριτήριο που καθορίζει την αποδεκτή λειτουργία της διαδικασίας παραγωγής· ένα τέτοιο κριτήριο δεν εφαρμόζεται στα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά· ορίζει μια ενδεικτική τιμή μόλυνσης πάνω από την οποία απαιτούνται διορθωτικές ενέργειες προκειμένου να διατηρηθεί η υγιεινή της παραγωγικής διαδικασίας σύμφωνα με τη νομοθεσία για τα τρόφιμα·

[...]

στ)      “διάρκεια διατήρησης” σημαίνει είτε το διάστημα που αντιστοιχεί στην περίοδο έως την ημερομηνία “ανάλωση μέχρι” ή την ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας, όπως ορίζονται αντίστοιχα στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2000/13/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (EE L 109, σ. 29)]·

[...]».

13      Το άρθρο 3 του κανονισμού 2073/2005, που φέρει τον τίτλο «Γενικές απαιτήσεις», ορίζει τα εξής:

«1.      Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων διασφαλίζουν ότι τα τρόφιμα πληρούν τα σχετικά μικροβιολογικά κριτήρια που καθορίζονται στο παράρτημα Ι. Για το σκοπό αυτό, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων λαμβάνουν μέτρα σε κάθε στάδιο της παραγωγής, επεξεργασίας και διανομής τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης της λιανικής πώλησης, στο πλαίσιο των διαδικασιών τους που βασίζονται στις αρχές του συστήματος HACCP [“hazard analysis and critical control point”] και των ορθών πρακτικών υγιεινής, για να εξασφαλίσουν ότι:

α)      η προμήθεια, ο χειρισμός και η επεξεργασία πρώτων υλών και τροφίμων υπό τον έλεγχό τους γίνονται με τρόπο που πληροί τα κριτήρια υγιεινής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

β)      τα κριτήρια ασφάλειας για τα τρόφιμα που πρέπει να εφαρμόζονται καθ’ όλη τη διάρκεια διατήρησης των προϊόντων μπορούν να πληρούνται υπό τις λογικά προβλεπόμενες συνθήκες διανομής, αποθήκευσης και χρήσης.

2.      Όταν είναι απαραίτητο, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων που είναι αρμόδιοι για την παρασκευή του προϊόντος διεξάγουν μελέτες σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ, προκειμένου να ελέγξουν τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια καθ’ όλη τη διάρκεια διατήρησης. [...]

[...]»

14      Το παράρτημα I του κανονισμού 2073/2005 περιλαμβάνει το κεφάλαιο I, που φέρει τον τίτλο «Κριτήρια ασφάλειας για τα τρόφιμα» και το οποίο στο σημείο 1.28 προβλέπει τα εξής:

«1.28 Νωπό κρέας πουλερικών (20)

Salmonella typhimurium (21) Salmonella enteritidis

5

0

Απουσία σε 25 g

EN/ISO 6579 (για την ανίχνευση) Σύστημα White- Kaufmann- Le Minor (για τον προσδιορισμό οροτύπου )

Προϊόντα που διατίθενται στην αγορά κατά τη διάρκεια διατήρησής τους

(20) Το κριτήριο αυτό εφαρμόζεται στο νωπό κρέας από αναπαραγωγικά σμήνη Gallus gallus, ωοπαραγωγών ορνίθων και κοτόπουλων κρεατοπαραγωγής, καθώς και σε αναπαραγωγικά και προς πάχυνση σμήνη γαλοπούλων.

(21) Όσον αφορά τη μονοφασική Salmonellatyphimurium, περιλαμβάνεται μόνο ο τύπος 1,4,[5],12:i:-.»

 Το αυστριακό δίκαιο

15      Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, του ομοσπονδιακού νόμου σχετικά με τις απαιτήσεις ασφαλείας και τις λοιπές απαιτήσεις όσον αφορά τα τρόφιμα, τα καταναλωτικά αγαθά και τα καλλυντικά προϊόντα χάριν της προστασίας των καταναλωτών (Bundesgesetz über Sicherheitsanforderungen und weitere Anforderungen an Lebensmittel, Gebrauchsgegenstände und kosmetische Mittel zum Schutz der Verbraucherinnen und Verbraucher) (BGBl. I, 13/2006, υπό τη δημοσιευθείσα στο BGBl. Ι, 80/2013 τροποποιημένη μορφή του, στο εξής: LMSVG) ορίζει τα εξής:

«1.      Απαγορεύεται η διάθεση στην αγορά τροφίμων

1)      που είναι μη ασφαλή κατά την έννοια του άρθρου 14 του κανονισμού (EK) 178/2002, δηλαδή επιβλαβή για την υγεία ή ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση,

[...]

5.      Τα τρόφιμα είναι

1)      επιβλαβή για την υγεία, εφόσον είναι ικανά να θέσουν σε κίνδυνο ή να βλάψουν την υγεία·

2)      ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση, εφόσον δεν διασφαλίζεται η δυνατότητα χρησιμοποίησής τους σύμφωνα με τον προορισμό τους·

[...]».

16      Το άρθρο 90, παράγραφος 1, του LMSVG προβλέπει τα εξής:

«Όποιος θέτει σε κυκλοφορία

1.      τρόφιμα ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση [...]

[…]

διαπράττει [...] διοικητική παράβαση για την οποία επιβάλλεται από την πρωτοβάθμια διοικητική αρχή [Bezirksverwaltungsbehörde] χρηματική ποινή μέχρι 20 000 ευρώ και, σε περίπτωση υποτροπής, μέχρι 40 000 ευρώ, σε περίπτωση δε αδυναμίας εισπράξεως επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή μέχρι έξι εβδομάδων.

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17      Η U. Reindl είναι διευθύντρια ενός υποκαταστήματος της MPREIS Warenvertriebs GmbH (στο εξής: MPREIS), εταιρίας που δραστηριοποιείται στο λιανικό εμπόριο τροφίμων. Κατά συνέπεια ευθύνεται για την τήρηση, από το εν λόγω υποκατάστημα, όλων των διατάξεων περί τροφίμων οι οποίες το αφορούν.

18      Στις 29 Μαρτίου 2012, κατά τη διάρκεια λειτουργικού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στο εν λόγω υποκατάστημα, ελήφθη από οργανισμό ελέγχου των τροφίμων δείγμα νωπού στήθους γαλοπούλας σε συσκευασία εν κενώ, το οποίο είχε παραγάγει και συσκευάσει τρίτη επιχείρηση. Η MPREIS δεν παρενέβη, όσον αφορά το δείγμα αυτό, παρά μόνο κατά το στάδιο της διανομής.

19      Στο εν λόγω δείγμα πραγματοποιήθηκε μικροβιολογικός έλεγχος από την αυστριακή υπηρεσία ασφάλειας τροφίμων του Innsbruck. Στην έκθεσή της πραγματογνωμοσύνης, η υπηρεσία αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διαπιστωνόταν επιμόλυνση από Salmonella Typhimurium και ότι, ως εκ τούτου, το δείγμα ήταν αφενός «ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 5, σημείο 2, του LMSVG και αφετέρου μη ασφαλές κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 178/2002. Το κριτήριο ασφάλειας των τροφίμων το οποίο έλαβε υπόψη της η ως άνω υπηρεσία στην έκθεσή της πραγματογνωμοσύνης είναι αυτό που καθορίζεται στο παράρτημα I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005.

20      Βάσει της ως άνω πραγματογνωμοσύνης, το Bezirkshauptmannschaft Innsbruck άσκησε ποινική δίωξη κατά της U. Reindl για παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 5, σημείο 2, του LMSVG. Το Bezirkshauptmannschaft Innsbruck διαπίστωσε ότι η U. Reindl είχε διαπράξει αδίκημα λόγω υπερβάσεως της κατά το το παράρτημα I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005 οριακής τιμής της Salmonella Typhimurium και επέβαλε στην U. Reindl χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 1, σημείο 1, του LMSVG.

21      Κατόπιν εφέσεως την οποία άσκησε ενώπιόν του η U. Reindl κατά της αποφάσεως του Bezirkshauptmannschaft Innsbruck, το Unabhängiger Verwaltungssenat in Tirol διερωτάται σχετικά με την έκταση στην οποία ευθύνονται, βάσει του καθεστώτος που θεσπίζεται με τον κανονισμό 2073/2005, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων που δραστηριοποιούνται μόνο κατά το στάδιο της διανομής.

22      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Unabhängiger Verwaltungssenat in Tirol αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 1 του κανονισμού [...] 2073/2005 την έννοια ότι το νωπό κρέας πουλερικών πρέπει να πληροί το μικροβιολογικό κριτήριο που προβλέπεται στο παράρτημα I, κεφάλαιο 1, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005 καθ’ όλα τα στάδια της διανομής;

2)      Εφαρμόζεται η ρύθμιση του κανονισμού (EK) 2073/2005 πλήρως και στους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων που δραστηριοποιούνται στο στάδιο της διανομής των τροφίμων;

3)      Έχουν οι επιχειρήσεις τροφίμων που δεν ασχολούνται με την παραγωγή (αλλά δραστηριοποιούνται αποκλειστικά και μόνο στο στάδιο της διανομής) την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς το μικροβιολογικό κριτήριο που προβλέπεται στο παράρτημα I, κεφάλαιο 1, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005 σε όλα επίσης τα στάδια της διανομής;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

23      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το παράρτημα II, τμήμα E, σημείο 1, του κανονισμού 2160/2003 έχει την έννοια ότι το νωπό κρέας πουλερικών από ζωικούς πληθυσμούς που απαριθμούνται στο παράρτημα I του ως άνω κανονισμού πρέπει να πληροί το μικροβιολογικό κριτήριο του παραρτήματος I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005 σε όλα τα στάδια της διανομής, περιλαμβανομένου του σταδίου της λιανικής πωλήσεως.

24      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του παραρτήματος II, τμήμα E, σημείο 1, του κανονισμού 2160/2003, από την 1η Δεκεμβρίου 2011, το νωπό κρέας πουλερικών από ζωικούς πληθυσμούς που απαριθμούνται στο παράρτημα I του ως άνω κανονισμού πρέπει να πληροί το σχετικό μικροβιολογικό κριτήριο που καθορίζεται στο παράρτημα I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005.

25      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το παράρτημα I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005 προβλέπει ρητώς ότι το κριτήριο αυτό εφαρμόζεται στα «προϊόντα που διατίθενται στην αγορά κατά τη διάρκεια διατήρησής τους».

26      Οι ορισμοί των εννοιών «διάθεση στην αγορά» και «διάρκεια διατήρησης» δίνονται, αντιστοίχως, από τους κανονισμούς 178/2002 και 2073/2005. Έτσι, το άρθρο 3, σημείο 8, του κανονισμού 178/2002 ορίζει την έννοια της «διαθέσεως στην αγορά» ως την κατοχή τροφίμων ή ζωοτροφών με σκοπό την πώληση, συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς για πώληση ή οποιασδήποτε άλλης μορφής μεταβίβασης είτε αυτή γίνεται δωρεάν είτε όχι, και την ίδια την πώληση, τη διανομή ή τις άλλες μορφές μεταβίβασης. Το δε άρθρο 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 2073/2005 ορίζει την έννοια της «διάρκειας διατήρησης» ως το διάστημα που αντιστοιχεί στην περίοδο έως την ημερομηνία «ανάλωση μέχρι» ή την ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας, όπως ορίζονται αντιστοίχως στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2000/13.

27      Από την ερμηνεία των ως άνω ορισμών προκύπτει ότι ο όρος «προϊόντα που διατίθενται στην αγορά κατά τη διάρκεια διατήρησής τους» αναφέρεται σε τρόφιμα όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη προϊόν νωπού κρέατος πουλερικών τα οποία κατέχονται με σκοπό αυτή καθαυτήν την πώληση, τη διανομή ή τις άλλες μορφές μεταβίβασης για διάστημα το οποίο προηγείται της ημερομηνίας «ανάλωση μέχρι» ή της ημερομηνίας ελάχιστης διατηρησιμότητας των τροφίμων αυτών.

28      Άλλωστε, αν δεν επιβαλλόταν η συμμόρφωση του νωπού κρέατος πουλερικών όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη προς το μικροβιολογικό κριτήριο του παραρτήματος I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005 σε όλα τα στάδια της διανομής, περιλαμβανομένου του σταδίου της λιανικής πωλήσεως, θα υπονομευόταν ένας από τους βασικούς σκοπούς της νομοθεσίας περί τροφίμων, ήτοι το υψηλό επίπεδο δημόσιας υγείας, στο οποίο αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 2073/2005, εφόσον θα διατίθεντο στην αγορά τρόφιμα τα οποία θα περιείχαν μικροοργανισμούς σε ποσότητες που θα παρουσίαζαν απαράδεκτο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.

29      Συνάγεται επομένως τόσο από το γράμμα του παραρτήματος I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005 όσο και από τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η νομοθεσία περί τροφίμων ότι το μικροβιολογικό κριτήριο έχει εφαρμογή σε προϊόν νωπού κρέατος πουλερικών όπως το επίδικο στην κύρια δίκη προϊόν κατά το στάδιο της διανομής του προϊόντος αυτού.

30      Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το παράρτημα II, τμήμα E, σημείο 1, του κανονισμού 2160/2003 έχει την έννοια ότι το νωπό κρέας πουλερικών από ζωικούς πληθυσμούς που απαριθμούνται στο παράρτημα I του ως άνω κανονισμού πρέπει να πληροί το μικροβιολογικό κριτήριο του παραρτήματος I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005 σε όλα τα στάδια της διανομής, περιλαμβανομένου του σταδίου της λιανικής πωλήσεως.

 Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

31      Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως οι κανονισμοί 178/2002 και 2073/2005, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία τιμωρεί τον υπεύθυνο επιχειρήσεως τροφίμων που δραστηριοποιείται μόνο στο στάδιο της διανομής για τη διάθεση στην αγορά ενός τροφίμου εξαιτίας της μη συμμορφώσεως προς το μικροβιολογικό κριτήριο του παραρτήματος I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005.

32      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2073/2005 διευκρινίζει ότι οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων διασφαλίζουν ότι τα τρόφιμα πληρούν τα μικροβιολογικά κριτήρια τα οποία καθορίζονται στο παράρτημα I του ως άνω κανονισμού σε όλα τα στάδια της διανομής, περιλαμβανομένου του σταδίου της λιανικής πωλήσεως.

33      Πάντως, μολονότι ο κανονισμός 2073/2005 καθορίζει τα μικροβιολογικά κριτήρια τα οποία πρέπει να πληρούν τα τρόφιμα σε όλα τα στάδια της τροφικής αλυσίδας, ο κανονισμός αυτός δεν περιέχει διατάξεις για τη ρύθμιση της ευθύνης την οποία υπέχουν οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων.

34      Ως προς το ζήτημα αυτό, επιβάλλεται η αναγωγή στον κανονισμό 178/2002. Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού προβλέπει ότι οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων εξασφαλίζουν ότι τα τρόφιμα, σε όλα τα στάδια της παραγωγής, μεταποίησης και διανομής μέσα στην επιχείρηση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους, ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα οι οποίες αφορούν τις δραστηριότητές τους.

35      Το δε άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλονται στις παραβιάσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και ότι οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

36      Εξ αυτού συνάγεται ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι κανονισμοί 178/2002 και 2073/2005, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται καταρχήν σε εθνική νομοθεσία όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία τιμωρεί τον υπεύθυνο επιχειρήσεως τροφίμων που δραστηριοποιείται μόνο στο στάδιο της διανομής για τη διάθεση στην αγορά ενός τροφίμου εξαιτίας της μη συμμορφώσεως προς το μικροβιολογικό κριτήριο του παραρτήματος I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005.

37      Πάντως, κατά τον καθορισμό του συστήματος των κυρώσεων που επιβάλλονται στην περίπτωση της μη συμμορφώσεως προς το εν λόγω μικροβιολογικό κριτήριο, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν τις προϋποθέσεις και τα όρια τα οποία θέτει το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ των οποίων και η προϋπόθεση που προβλέπεται, εν προκειμένω, στη διάταξη του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, κατά την οποία οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

38      Κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη, μολονότι διατηρούν το δικαίωμα επιλογής των κυρώσεων, οφείλουν να μεριμνούν ώστε να επιβάλλονται για τις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης κυρώσεις υπό ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις οι οποίες είναι ανάλογες εκείνων που ισχύουν για τις όμοιας φύσης και σημασίας παραβιάσεις της εθνικής νομοθεσίας και οι οποίες προσδίδουν στην κύρωση αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Lidl Italia, C‑315/05, EU:C:2006:736, σκέψη 58, καθώς και Berlusconi κ.λπ., C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Εν προκειμένω, τα επιτρεπόμενα από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία κατασταλτικά μέτρα δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα προσήκοντα και αναγκαία όρια για την επίτευξη των σκοπών που θεμιτώς επιδιώκονται με την ως άνω νομοθεσία, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση Urbán, C‑210/10, EU:C:2012:64, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μια κύρωση είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη ιδίως τη φύση και τη σοβαρότητα της παραβάσεως για την οποία προβλέπεται η κύρωση αυτή καθώς και τον τρόπο καθορισμού του ύψους της (βλ. απόφαση Equoland, C‑272/13, EU:C:2014:2091, σκέψη 35).

41      Πάντως, νομοθεσία όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, που προβλέπει χρηματική ποινή για την περίπτωση διαθέσεως στην αγορά τροφίμων ακατάλληλων για ανθρώπινη κατανάλωση, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη του θεμελιώδους σκοπού της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, δηλαδή υψηλού επιπέδου δημόσιας υγείας, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως.

42      Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι το σύστημα κυρώσεων στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι σύστημα αντικειμενικής ευθύνης, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένα τέτοιο σύστημα δεν είναι, αυτό καθαυτό, δυσανάλογο προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, όταν είναι ικανό να παρακινήσει τα πρόσωπα τα οποία αφορά να τηρούν τις διατάξεις κανονισμού και όταν οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει έχουν χαρακτήρα γενικού συμφέροντος το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει τη θέσπιση του εν λόγω συστήματος (βλ. απόφαση Urbán, EU:C:2012:64, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Είναι έργο του εθνικού δικαστηρίου να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των ως άνω στοιχείων, αν η επίδικη στην κύρια δίκη κύρωση είναι σύμφωνη προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002 αρχή της αναλογικότητας.

44      Βάσει του συνόλου των ανωτέρω, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα οι κανονισμοί 178/2002 και 2073/2005, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται καταρχήν σε εθνική νομοθεσία όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία τιμωρεί τον υπεύθυνο επιχειρήσεως τροφίμων που δραστηριοποιείται μόνο στο στάδιο της διανομής για τη διάθεση στην αγορά ενός τροφίμου εξαιτίας της μη συμμορφώσεως προς το μικροβιολογικό κριτήριο του παραρτήματος I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005. Είναι έργο του εθνικού δικαστηρίου να εκτιμήσει αν η επίδικη στην κύρια δίκη κύρωση είναι σύμφωνη προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002 αρχή της αναλογικότητας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το παράρτημα II, τμήμα E, σημείο 1, του κανονισμού (EK) 2160/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για τον έλεγχο της σαλμονέλας και άλλων συγκεκριμένων τροφιμογενών ζωονοσογόνων παραγόντων, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1086/2011 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2011, έχει την έννοια ότι το νωπό κρέας πουλερικών από ζωικούς πληθυσμούς που απαριθμούνται στο παράρτημα I του ως άνω κανονισμού πρέπει να πληροί το μικροβιολογικό κριτήριο του παραρτήματος I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού (ΕΚ) 2073/2005 της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2005, περί μικροβιολογικών κριτηρίων για τα τρόφιμα, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1086/2011 σε όλα τα στάδια της διανομής, περιλαμβανομένου του σταδίου της λιανικής πωλήσεως.

2)      Το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα ο κανονισμός (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων, και ο κανονισμός 2073/2005, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1086/2011, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται καταρχήν σε εθνική νομοθεσία όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία τιμωρεί τον υπεύθυνο επιχειρήσεως τροφίμων που δραστηριοποιείται μόνο στο στάδιο της διανομής για τη διάθεση στην αγορά ενός τροφίμου εξαιτίας της μη συμμορφώσεως προς το μικροβιολογικό κριτήριο του παραρτήματος I, κεφάλαιο I, σημείο 1.28, του κανονισμού 2073/2005. Είναι έργο του εθνικού δικαστηρίου να εκτιμήσει αν η επίδικη στην κύρια δίκη κύρωση είναι σύμφωνη προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002 αρχή της αναλογικότητας.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.