Language of document : ECLI:EU:C:2021:333

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 29ης Απριλίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταφορές – Άδεια οδήγησης – Αμοιβαία αναγνώριση – Αφαίρεση της άδειας οδήγησης εντός κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο που την εξέδωσε – Αναγραφή, επί του σώματος άδειας οδήγησης, μνείας περί μη ισχύος της στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑56/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof Baden‑Württemberg (διοικητικό εφετείο Βάδης‑Βυρτεμβέργης, Γερμανία) με απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Φεβρουαρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

AR

κατά

Stadt Pforzheim,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, C. Toader, M. Safjan και N. Jääskinen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο AR, εκπροσωπούμενος από τον B. Ehrle, Rechtsanwalt,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch, καθώς και από τις J. Schmoll και M. Winkler-Unger,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Pethke και την N. Yerrell,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης (ΕΕ 2006, L 403, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/94/ΕΕ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2011 (ΕΕ 2011, L 314, σ. 31) (στο εξής: οδηγία 2006/126).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του AR, Αυστριακού υπηκόου, κατόχου άδειας οδήγησης η οποία εκδόθηκε στην Αυστρία, και του Stadt Pforzheim (Δήμου Pforzheim, Γερμανία), με αντικείμενο την εκ μέρους των γερμανικών αρχών αναγραφή, επί του σώματος της αυστριακής άδειας οδήγησης, μνείας περί απαγόρευσης οδήγησης στη γερμανική επικράτεια.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2006/126 έχει ως εξής:

«Προκειμένου να μην καταστεί η ενιαία άδεια οδήγησης ένα ακόμη πρότυπο που θα προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα 110 πρότυπα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν κάθε απαιτούμενο μέτρο για την έκδοση του ενιαίου αυτού προτύπου για όλους τους κάτοχους άδειας.»

4        Η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας έχει ως εξής:

«Το υπόδειγμα της άδειας οδήγησης όπως ορίζεται στην οδηγία 91/439/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδήγησης (ΕΕ 1991, L 237, σ. 1),] θα πρέπει να αντικατασταθεί από ενιαίο υπόδειγμα με τη μορφή πλαστικής κάρτας. […]»

5        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εκδίδουν τις εθνικές άδειες οδήγησης που βασίζονται στο κοινοτικό υπόδειγμα του Παραρτήματος I, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Το διακριτικό σήμα του εκδώσαντος την άδεια κράτους μέλους τίθεται εντός του εμβλήματος που απεικονίζεται στη σελίδα 1 του κοινοτικού υποδείγματος άδειας οδήγησης.»

6        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2006/126 ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν αμοιβαία τις άδειες οδήγησης που εκδίδουν.

2.      Όταν ο κάτοχος έγκυρης εθνικής άδειας οδήγησης χωρίς τη διάρκεια διοικητικής ισχύος που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, αποκτά την κανονική του διαμονή σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο που εξέδωσε την άδεια οδήγησης, το κράτος μέλος υποδοχής δύναται να εφαρμόζει στην άδεια τις διάρκειες διοικητικής ισχύος που προβλέπονται στο ανωτέρω άρθρο, ανανεώνοντας την άδεια οδήγησης, μετά παρέλευση δύο ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο κάτοχος απέκτησε την κανονική του διαμονή στο έδαφός του.»

7        Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Η άδεια οδήγησης χορηγείται μόνο σε όσους υποψηφίους:

α)      έχουν επιτύχει σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς και σε δοκιμασία ελέγχου των γνώσεων και πληρούν τις απαιτήσεις υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις των Παραρτημάτων II και III·

[…]

ε)      διαμένουν κανονικά στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορηγεί την άδεια οδήγησης ή μπορούν να αποδείξουν ότι ακολουθούν εκεί σπουδές επί διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών.

[…]

3.      Η ανανέωση της άδειας οδήγησης τη στιγμή της λήξης της διοικητικής της ισχύος υπόκειται στα ακόλουθα:

α)      σε συνεχή εκπλήρωση των ελάχιστων προδιαγραφών για τη σωματική και διανοητική ικανότητα οδήγησης που περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙΙ για τις άδειες οδήγησης των κατηγοριών C, CΕ, C1, C1Ε, D, DΕ, D1, D1Ε· και

β)      κανονική διαμονή στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορηγεί την άδεια οδήγησης, ή απόδειξη σπουδαστικής ιδιότητας επί έξι τουλάχιστον μήνες στο κράτος μέλος αυτό.

[…]»

8        Το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Σε περίπτωση που ο κάτοχος άδειας οδηγήσεως, της οποίας η ισχύς δεν έχει λήξει και η οποία έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος, έχει πλέον την κανονική του διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να ζητήσει την ανταλλαγή της άδειάς του με νέα ισοδύναμη. Το κράτος μέλος που ανταλλάσσει την άδεια ελέγχει την κατηγορία για την οποία όντως ισχύει η υποβαλλόμενη άδεια.

2.      Με την επιφύλαξη της αρχής της εδαφικότητας όσον αφορά την ισχύ των ποινικών και αστυνομικών διατάξεών του, το κράτος μέλος κανονικής διαμονής μπορεί να εφαρμόσει στον κάτοχο άδειας οδήγησης η οποία έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, τις εθνικές του διατάξεις όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδήγησης και, ενδεχομένως, να προβεί, για τους σκοπούς αυτούς, σε ανταλλαγή της άδειας αυτής.

[…]

4.      Ένα κράτος μέλος αρνείται να αναγνωρίσει την ισχύ οποιασδήποτε άδειας οδήγησης έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος και έχει χορηγηθεί σε έναν υποψήφιο η άδεια οδήγησης του οποίου υπόκειται σε περιορισμούς, έχει ανασταλεί ή ανακληθεί στο πρώτο κράτος μέλος.

Ένα κράτος μέλος αρνείται να αναγνωρίσει σε πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζεται, στο έδαφός του, ένα από τα μέτρα της παραγράφου 2, την ισχύ άδειας οδήγησης που έχει εκδώσει άλλο κράτος μέλος.

Ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια οδήγησης σε υποψήφιο, η άδεια του οποίου έχει ακυρωθεί σε άλλο κράτος μέλος.

5.      Η αντικατάσταση μιας άδειας οδήγησης, ιδίως λόγω απώλειας ή κλοπής, μπορεί να γίνει μόνον από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου ο κάτοχος της άδειας έχει τη συνήθη διαμονή του. Οι αρχές αυτές αντικαθιστούν την άδεια με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουν ή, ενδεχομένως, με βάση βεβαίωση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους που είχε εκδώσει την αρχική άδεια.

[…]»

9        Το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 προβλέπει ότι:

«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ως “συνήθης διαμονή” νοείται ο τόπος στον οποίο ένα πρόσωπο διαμένει συνήθως, δηλαδή επί 185 τουλάχιστον ημέρες ανά ημερολογιακό έτος, λόγω προσωπικών ή επαγγελματικών δεσμών, ή, όταν πρόκειται για άτομο χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών, που συνεπάγονται στενή σχέση του με τον τόπο όπου κατοικεί.»

10      Το άρθρο 15 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη αλληλοβοηθούνται στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και ανταλλάσσουν πληροφορίες για τις άδειες που χορηγούν, ανταλλάσσουν, αντικαθιστούν, ανανεώνουν ή αφαιρούν. Χρησιμοποιούν το ενωσιακό δίκτυο αδειών οδήγησης που συνίσταται για το σκοπόν αυτόν, όταν το δίκτυο αυτό τεθεί σε λειτουργία.»

11      Το παράρτημα I της οδηγίας, τιτλοφορούμενο ««Διατάξεις σχετικά με το υπόδειγμα άδειας οδήγησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης», προβλέπει στο σημείο 3 τα εξής:

«Η άδεια αποτελείται από δύο όψεις.

Η σελίδα 1 περιλαμβάνει:

α)      τις λέξεις “άδεια οδήγησης” οι οποίες εκτυπώνονται με έντονα γράμματα στη γλώσσα ή τις γλώσσες του εκδίδοντος την άδεια κράτους μέλους·

β)      προαιρετικά, το όνομα του εκδίδοντος την άδεια κράτους μέλους·

γ)      το διακριτικό σήμα του κράτους μέλους που εκδίδει την άδεια, τυπωμένο αρνητικά μέσα σε ένα μπλε παραλληλόγραμμο και περιβαλλόμενο από δώδεκα κίτρινα αστέρια· τα διακριτικά σήματα είναι τα ακόλουθα:

[…]

Η σελίδα 2 περιλαμβάνει:

α)      […]

13.      χώρο για την ενδεχόμενη αναγραφή, από το κράτος μέλος υποδοχής, στα πλαίσια της εφαρμογής του τμήματος 4, στοιχείο α), του παρόντος παραρτήματος, των στοιχείων που απαιτούνται για τη διαχείριση της άδειας·

14.      χώρο για την ενδεχόμενη αναγραφή, από το κράτος μέλος που εκδίδει την άδεια, των στοιχείων που απαιτούνται για τη διαχείρισή της ή αφορούν την οδική ασφάλεια (προαιρετικά). Στην περίπτωση που το στοιχείο εμπίπτει σε στήλη καθοριζόμενη στο παρόν παράρτημα, πρέπει να προηγείται της αναγραφής του ο αριθμός της αντίστοιχης στήλης·

Στο χώρο αυτό μπορεί επίσης να αναγράφεται, με τη γραπτή επί τούτου συγκατάθεση του κατόχου, μνεία μη συνδεόμενη με τη διαχείριση της άδειας οδήγησης ή με την οδική ασφάλεια· η προσθήκη της εν λόγω μνείας δεν επηρεάζει ουδόλως τη χρήση του υποδείγματος ως άδειας οδήγησης.

[…]»

12      Το σημείο 4, στοιχείο αʹ, του εν λόγω παραρτήματος ορίζει τα εξής:

«Όταν ο κάτοχος άδειας οδήγησης την οποία έχει εκδώσει κράτος μέλος σύμφωνα με το παρόν παράρτημα αποκτά κανονική διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να αναγράψει στην άδεια τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διαχείρισή της, υπό την επιφύλαξη ότι αναγράφει επίσης τα στοιχεία αυτά στις άδειες που εκδίδει και ότι υπάρχει, ο απαιτούμενος, για το σκοπό αυτό, χώρος.»

 Το γερμανικό δίκαιο

13      Το άρθρο 3 του Straßenverkehrsgesetz (νόμου περί οδικής κυκλοφορίας, στο εξής: StVG) προβλέπει τα εξής:

«(1)      Όταν διαπιστώνεται ότι ένα πρόσωπο δεν έχει την ικανότητα να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα, η αρμόδια για τις άδειες οδήγησης αρχή πρέπει να αφαιρέσει την άδειά του οδήγησης. Σε περίπτωση αλλοδαπής αδείας οδήγησης, η αφαίρεση –ακόμη και αν επιβάλλεται δυνάμει άλλων διατάξεων– συνεπάγεται την άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος χρήσεως της άδειας αυτής οδήγησης στην ημεδαπή. […]

(2)      Με την αφαίρεση της άδειας οδήγησης παύει να ισχύει το δικαίωμα οδήγησης. Σε περίπτωση αλλοδαπής αδείας οδήγησης, με την αφαίρεσή της παύει να ισχύει το δικαίωμα οδήγησης οχημάτων στην ημεδαπή. Μετά την αφαίρεσή της, η άδεια οδήγησης πρέπει να παραδίδεται στην αρμόδια για τις άδειες οδήγησης αρχή ή να της προσκομίζεται προς αναγραφή της αποφάσεως περί αφαιρέσεως. […]»

14      Το άρθρο 46 της Verordnung über die Zulassung von Personen zum Straßenverkehr – Fahrerlaubnis‑Verordnung (κανονιστικής αποφάσεως περί αδειών οδήγησης), της 13ης Δεκεμβρίου 2010 (BGBl. 2010 I, σ. 1980), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρόνο (στο εξής: FeV), προβλέπει τα εξής:

«1)      Αν διαπιστωθεί ότι ο κάτοχος αδείας οδήγησης δεν είναι ικανός να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα, η αρμόδια για τις άδειες οδήγησης αρχή υποχρεούται να του αφαιρέσει την άδεια οδήγησης. […]

[…]

5)      Σε περίπτωση αλλοδαπής άδειας οδήγησης, η αφαίρεσή της συνεπάγεται την άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος χρήσεως της άδειας αυτής στην ημεδαπή.

6)      Με την αφαίρεση της άδειας οδήγησης παύει να ισχύει το δικαίωμα οδήγησης. Σε περίπτωση αλλοδαπής αδείας οδήγησης, με την αφαίρεσή της παύει να ισχύει το δικαίωμα οδήγησης μηχανοκίνητων οχημάτων στην ημεδαπή.»

15      Το άρθρο 47 της FeV έχει ως εξής:

«(1)      Μετά την αφαίρεσή τους, οι εκδοθείσες από γερμανική αρχή εθνικές και διεθνείς άδειες οδήγησης παραδίδονται αμελλητί στην εκδούσα τη σχετική απόφαση αρχή ή, στην περίπτωση επιβολής περιορισμών ή όρων, προσκομίζονται προκειμένου να αναγραφεί επ’ αυτών η σχετική μνεία. […]

(2)      Μετά την αφαίρεση του δικαιώματος οδήγησης ή τη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα, ή στην περίπτωση επιβολής περιορισμών ή όρων, οι αλλοδαπές ή εκδοθείσες στην αλλοδαπή διεθνείς άδειες οδήγησης κατατίθενται αμελλητί στο διοικητικό όργανο που εξέδωσε τη σχετική απόφαση […]. Μετά την αφαίρεση του δικαιώματος οδήγησης ή τη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα, αναγράφεται επί του σώματος της άδειας οδήγησης μνεία περί του ότι δεν επιτρέπεται η χρήση αυτής στην ημεδαπή. Η επισήμανση αυτή γίνεται, κατά κανόνα, με την αναγραφή ενός ερυθρού διαγωνίως διαγεγραμμένου “D” σε χώρο ειδικά προοριζόμενο για τον σκοπό αυτό επί του σώματος της άδειας οδήγησης, και συγκεκριμένα, στην περίπτωση κάρτας ευρωπαϊκού διπλώματος οδήγησης, με την αναγραφή μνείας στο πεδίο αριθ. 13, και, στην περίπτωση διεθνούς άδειας οδήγησης, με τη συμπλήρωση του ειδικού για τον σκοπό αυτό εντύπου. Τυχόν περιορισμοί ή όροι αναγράφονται επί του σώματος της άδειας οδήγησης. Η εκδούσα τη σχετική απόφαση αρχή ενημερώνει, μέσω της Kraftfahrt‑Bundesamt (ομοσπονδιακής υπηρεσίας μηχανοκίνητων οχημάτων, Γερμανία), την αρχή που εξέδωσε την άδεια οδήγησης σχετικά με την άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος οδήγησης ή τη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα στη Γερμανία. […]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16      Ο AR είναι Αυστριακός υπήκοος με συνήθη διαμονή, κατά την έννοια του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, στην Αυστρία. Στις 29 Αυγούστου 2008 απέκτησε άδεια οδήγησης στην Αυστρία για τις κατηγορίες Α και Β.

17      Με διοικητική πράξη της 10ης Αυγούστου 2015, η αρμόδια για τις άδειες οδήγησης αρχή του Δήμου Pforzheim αφαίρεσε από τον AR το δικαίωμα να οδηγεί στη Γερμανία, με την αιτιολογία ότι στις 26 Ιουνίου 2014 αυτός κατελήφθη στη Γερμανία να οδηγεί όχημα υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Η εν λόγω αρχή τον υποχρέωσε επίσης να προσκομίσει αμελλητί την αυστριακή άδειά του οδήγησης, προκειμένου να αναγραφεί επί του σώματος αυτής μνεία, υπό τη μορφή ενός ερυθρού, διαγωνίως διαγεγραμμένου «D», περί του ότι αυτή δεν ισχύει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Με την ίδια απόφαση διατάχθηκε η άμεση εκτέλεση των εν λόγω μέτρων, επ’ απειλή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση προσκόμισης της άδειας οδήγησης το αργότερο έως τις 28 Αυγούστου 2015, προσωρινής αναγκαστικής αφαίρεσής της, με τη διευκρίνιση ότι η άδεια οδήγησης θα επιστρεφόταν στον δικαιούχο μετά την αναγραφή της μνείας περί μη ισχύος της στη γερμανική επικράτεια.

18      Ο AR διατύπωσε άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της ως άνω διοικητικής πράξης και, στη συνέχεια, άσκησε ένδικη προσφυγή, αμφότερες όμως απορρίφθηκαν. Κατόπιν αυτού, άσκησε έφεση ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof Baden‑Württemberg (διοικητικού εφετείου Βάδης‑Βυρτεμβέργης, Γερμανία) κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία βάλλει κατά της διοικητικής πράξεως της 10ης Αυγούστου 2015, αφενός, όσον αφορά την υποχρέωση προσκόμισης της άδειας οδήγησης προκειμένου να αναγραφεί επ’ αυτής μνεία περί μη ισχύος της στη γερμανική επικράτεια και, αφετέρου, όσον αφορά την απειλή της ποινής της προσωρινής αναγκαστικής αφαίρεσής της σε περίπτωση μη τήρησης της ως άνω υποχρέωσης. Η απόφαση κατέστη απρόσβλητη όσον αφορά την άρνηση αναγνώρισης της ισχύος του δικαιώματος οδήγησης στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας βάσει της αυστριακής άδειας.

19      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο AR ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, σύμφωνα με την οδηγία 2006/126, η χορήγηση, καθώς και κάθε περαιτέρω τροποποίηση της άδειας οδήγησης εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του κατόχου της, κατά την έννοια του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας. Το κράτος μέλος προσωρινής διαμονής του κατόχου της άδειας οδήγησης στερείται τέτοιου είδους αρμοδιότητα και δεν μπορεί, μεταξύ άλλων, να αναγράφει στοιχεία επί του σώματός της, όπως είναι η μνεία περί απαγόρευσης οδήγησης. Συγκεκριμένα, ο AR θεωρεί ότι τέτοιου είδους αρμοδιότητα θα αντέβαινε στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών οδήγησης και στον σκοπό της εν λόγω οδηγίας ο οποίος συνίσταται στη δημιουργία ενός ενιαίου υποδείγματος άδειας οδήγησης για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

20      Πέραν τούτου, θεωρεί ότι από το γράμμα των διατάξεων του παραρτήματος I, σημεία 3 και 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/126 και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται συνάγεται ότι μόνον το κράτος μέλος που εκδίδει την άδεια οδήγησης μπορεί να αναγράφει στοιχεία επ’ αυτής. Ομοίως, οι λεπτομερείς διατάξεις που αφορούν τα μέτρα προστασίας κατά της πλαστογράφησης άδειας οδήγησης υπό τη μορφή πλαστικής κάρτας, τα οποία προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3 και στο παράρτημα I, σημεία 1 και 2, της οδηγίας, δεν επιτρέπουν, λαμβανομένου υπόψη του πνεύματος και του σκοπού τους, την τροποποίηση των αναγραφόμενων επ’ αυτής στοιχείων με την προσθήκη από το κράτος μέλος προσωρινής διαμονής επιπλέον στοιχείων, είτε μόνιμων είτε υπό τη μορφή αυτοκόλλητου (που αφαιρείται ευχερώς). Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, βάσει της οδηγίας, ο χώρος στο πεδίο αριθ. 13 της άδειας οδήγησης προορίζεται μόνον για την αναγραφή στοιχείων από το κράτος μέλος που την εκδίδει και δεν μπορεί μια ήδη αναγραφείσα από το εν λόγω κράτος μέλος μνεία να «επικαλυφθεί» απλώς από άλλη.

21      Ο AR υποστηρίζει επίσης ότι η εκπλήρωση της υποχρέωσής του να προσκομίσει την άδεια οδήγησης που κατέχει προκειμένου να αναγραφεί επί του σώματος αυτής μνεία περί μη ισχύος της στη γερμανική επικράτεια περιορίζει την ελευθερία μετακίνησής του και μπορεί αργότερα να προκαλέσει σημαντικά πρακτικά προβλήματα διαφάνειας, όπως, παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση που διενεργηθεί έλεγχος της οδικής κυκλοφορίας από άλλο κράτος μέλος και δημιουργηθούν παρεξηγήσεις εξαιτίας της αναγραφής, επί του σώματος άδειας οδήγησης της Ένωσης, μνείας η οποία είναι άγνωστη στα όργανα της τάξης του άλλου κράτους μέλους. Λόγω της ύπαρξης τέτοιου είδους περιορισμών και επιβαρύνσεων θα απαιτούνταν η θέσπιση ρητού κανόνα προς τούτο στην οδηγία 2006/126.

22      Κατά τον AR, η οδηγία 2006/126 προβλέπει ότι μόνον το αρμόδιο για την έκδοση της άδειας κράτος μέλος ή το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, μέσω της προβλεπόμενης στο άρθρο 15 της οδηγίας αμοιβαίας συνδρομής, να αναγράφει τέτοιου είδους στοιχεία επί της άδειας οδήγησης και να εκδίδει νέο έγγραφο άδειας οδήγησης.

23      Εξάλλου, είναι εύκολο για το κράτος μέλος προσωρινής διαμονής να ελέγχει με ηλεκτρονικά μέσα, σε περίπτωση διενέργειας ελέγχου της κυκλοφορίας στο έδαφός του, αν ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα στο εν λόγω έδαφος.

24      Από την πλευρά του, ο Δήμος Pforzheim θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι, αφ’ ης στιγμής δεν παρέχεται στο κράτος μέλος προσωρινής διαμονής αρμοδιότητα για την αναγραφή μνείας επί του σώματος εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος άδειας οδήγησης, μετά την απόφασή του να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ της εν λόγω άδειας στην επικράτειά του, η οδηγία 2006/126 εμφανίζει νομικό κενό, η πλήρωση του οποίου θα πρέπει να γίνει με κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στο κράτος μέλος προσωρινής διαμονής των διατάξεων της οδηγίας που αφορούν το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής.

25      Ο Δήμος Pforzheim εκτιμά ότι η ερμηνεία που συνάγεται από την απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 2015, Aykul (C‑260/13, EU:C:2015:257), κατά την οποία το κράτος μέλος προσωρινής διαμονής του κατόχου άδειας οδήγησης εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος έχει, υπό ορισμένες περιστάσεις, το δικαίωμα να αρνηθεί την αναγνώριση της ισχύος της εν λόγω άδειας, μπορεί να τύχει εφαρμογής και στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης. Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, το κράτος μέλος προσωρινής διαμονής πρέπει επίσης να έχει την ευχέρεια να λαμβάνει μέτρα σχετικά με τη διαχείριση της άδειας οδήγησης, όπως είναι η αναγραφή μνείας επ’ αυτής. Πρόκειται για μέτρο απαραίτητο, μείζονος σημασίας για την αποτελεσματική εκτέλεση αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως της ισχύος αλλοδαπής άδειας οδήγησης, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126. Τα αρμόδια όργανα θα πρέπει να είναι σε θέση να εξακριβώνουν πλήρως και αμέσως, κατά τη διάρκεια ελέγχου, την ισχύ του δικαιώματος οδήγησης του κατόχου της άδειας οδήγησης.

26      Επομένως, κατά τον Δήμο Pforzheim, δεδομένου ότι η οδηγία 2006/126 επιτρέπει στο κράτος μέλος διαμονής του κατόχου άδειας οδήγησης εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος να προβαίνει στην αναγραφή αντίστοιχης μνείας, π.χ. υπό τη μορφή αυτοκόλλητου, επί του σώματος της άδειας, όταν με απόφασή του αρνείται να αναγνωρίσει την ισχύ της, η εφαρμογή του μέτρου αυτού διαχείρισης των αδειών οδήγησης θα πρέπει να επιτρέπεται και στην περίπτωση που ο κάτοχος της άδειας την οποία αφορά η απόφαση περί μη αναγνώρισης δεν έχει τη διαμονή του στο κράτος μέλος εντός του οποίου υποβλήθηκε σε έλεγχο.

27      Επιπλέον, δεδομένου ότι, βάσει του παραρτήματος I, σημείο 3, τρίτη περίοδος, στοιχείο αʹ, πεδίο αριθ. 13, και σημείο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/126, προβλέπεται η δυνατότητα του κράτους μέλους υποδοχής να τροποποιήσει εκδοθείσα από άλλο κράτος μέλος άδεια οδήγησης, π.χ. με την τοποθέτηση αυτοκόλλητου, τέτοιου είδους τροποποίηση δεν αντίκειται στις διατάξεις περί προστασίας κατά της πλαστογράφησης.

28      Τέλος, ο Δήμος Pforzheim επισημαίνει ότι, αφ’ ης στιγμής ο ίδιος ο AR προκάλεσε με τη συμπεριφορά του την αναγραφή της μνείας με την οποία απώλεσε το δικαίωμα να οδηγεί στη Γερμανία, θα πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του περί στιγματισμού, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου με τη μνεία αυτή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη της οδικής ασφάλειας.

29      Το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το αν κράτος μέλος το οποίο, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Aykul (C‑260/13, EU:C:2015:257), αρνήθηκε με απόφασή του να αναγνωρίσει την ισχύ εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος άδειας οδήγησης, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου της στο έδαφός του μετά την έκδοση της άδειας, δικαιούται επίσης να προβεί στην αναγραφή, επί του σώματος αυτής, μνείας περί απαγόρευσης οδήγησης στο έδαφός του, όταν ο κάτοχος της άδειας δεν έχει αποκτήσει στο έδαφος αυτό συνήθη διαμονή, κατά την έννοια του άρθρου 12 της οδηγίας.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof Baden‑Württemberg (διοικητικό εφετείο Βάδης‑Βυρτεμβέργης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως στην οδηγία [2006/126], οι διατάξεις εθνικού δικαίου σύμφωνα με τις οποίες, όταν κράτος μέλος αρνείται να αναγνωρίσει, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας [2006/126], εκδοθείσα στην αλλοδαπή άδεια οδήγησης της Ένωσης, της οποίας ο κάτοχος δεν έχει συνήθη διαμονή στην εθνική επικράτεια, ο τελευταίος υποχρεούται να την προσκομίσει αμελλητί στην εκδούσα τη σχετική απόφαση εθνική αρχή, προκειμένου να αναγραφεί επί του σώματος της άδειας οδήγησης του ενδιαφερομένου μνεία περί του ότι του αφαιρέθηκε το δικαίωμα οδήγησης στην ημεδαπή (η αναγραφή της εν λόγω μνείας –περί απαγόρευσης οδήγησης– στην άδεια οδήγησης της Ένωσης γίνεται κατά κανόνα με την αναγραφή ενός ερυθρού διαγωνίως διαγεγραμμένου “D” στο πεδίο 13, π.χ. υπό μορφή αυτοκόλλητου);»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

31      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2006/126 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος το οποίο με απόφασή του αρνήθηκε, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, να αναγνωρίσει την ισχύ εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος άδειας οδήγησης, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου της κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής του στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους μετά την έκδοση της εν λόγω άδειας, να προβεί επίσης στην αναγραφή, επί του σώματος της άδειας, μνείας περί απαγόρευσης οδήγησης στο εν λόγω έδαφος, ενώ ο κάτοχος της άδειας δεν έχει αποκτήσει εκεί συνήθη διαμονή, κατά την έννοια του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής.

32      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι στη σκέψη 71 της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Aykul (C‑260/13, EU:C:2015:257), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν σε κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου διαμένει προσωρινώς ο κάτοχος άδειας οδήγησης εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος, να αρνείται να αναγνωρίσει την ισχύ της εν λόγω άδειας οδήγησης λόγω παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου της η οποία έλαβε χώρα στο έδαφος αυτό μετά την έκδοση της άδειας οδήγησης και η οποία, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, μπορεί να συνεπάγεται ανικανότητα οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος.

33      Εξάλλου, από τις σκέψεις 59 και 60 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/126, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439, η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/126, το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει μέτρα περιορισμού, αναστολής, αφαιρέσεως ή ακυρώσεως άδειας οδήγησης εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος, τα οποία επάγονται αποτελέσματα σε όλα τα κράτη μέλη. Αντιθέτως, το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 επιτρέπει στο κράτος μέλος το οποίο δεν είναι το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του κατόχου άδειας οδήγησης εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος να λαμβάνει, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του και λόγω της επί του εδάφους του παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου της άδειας, μόνον μέτρα των οποίων το πεδίο εφαρμογής περιορίζεται στο έδαφος αυτό και των οποίων το αποτέλεσμα περιορίζεται στην άρνηση αναγνωρίσεως της ισχύος της άδειας αυτής επί του εν λόγω εδάφους.

34      Συνεπώς, η οδηγία 2006/126 δεν απαγορεύει στο κράτος μέλος της προσωρινής διαμονής, όπως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην υπόθεση της κύριας δίκης, να αρνηθεί, βάσει εθνικής κανονιστικής ρύθμισης όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του StVG και στο άρθρο 46, παράγραφος 6, της FeV, να αναγνωρίσει το δικαίωμα χρήσης άδειας οδήγησης χορηγηθείσας σε ορισμένο πρόσωπο από άλλο κράτος μέλος, αφαιρώντας από το εν λόγω πρόσωπο το δικαίωμα να οδηγεί μηχανοκίνητα οχήματα στην εθνική επικράτεια. Το κράτος μέλος προσωρινής διαμονής δεν μπορεί, εντούτοις, να αναγράφει επί του σώματος της εν λόγω άδειας, της οποίας το υπόδειγμα, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126, λαμβανομένης υπόψη και της αιτιολογικής της σκέψης 16, έχει εναρμονισθεί από την οδηγία 2006/126 υπό τη μορφή πλαστικής κάρτας, μνεία περί απαγόρευσης οδήγησης στο έδαφός του όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 47, παράγραφος 2, της FeV.

35      Επιβάλλεται, πράγματι, η διαπίστωση ότι η οδηγία 2006/126 περιέχει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την έκδοση άδειας οδήγησης, τυχόν τροποποιήσεις της και εγγραφές που δύνανται να γίνουν επί του σώματος αυτής.

36      Από τους εν λόγω κανόνες συνάγεται ότι τόσο για τη χορήγηση και τις περαιτέρω τροποποιήσεις της άδειας οδήγησης όσο και για την αναγραφή τυχόν στοιχείων επ’ αυτής αποκλειστικά αρμόδιο είναι το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του κατόχου της άδειας οδήγησης.

37      Επομένως, το άρθρο 2, παράγραφος 2, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, το άρθρο 11, παράγραφοι 1, 2 και 5, της οδηγίας 2006/126, καθώς και το παράρτημα I αυτής, στο σημείο του 3, τρίτη περίοδος, στοιχείο αʹ, πεδία αριθ. 13 και 14, και στο σημείο του 4, στοιχείο αʹ, ρυθμίζουν λεπτομερώς τις περιπτώσεις στις οποίες το εν λόγω κράτος μέλος είναι αρμόδιο για τη χορήγηση, την αντικατάσταση, την ανανέωση ή την ανταλλαγή άδειας οδήγησης ή για την αναγραφή τυχόν στοιχείων επ’ αυτής.

38      Μολονότι το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής είναι, κατά κανόνα, το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η άδεια οδήγησης, εντούτοις, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126, κράτος μέλος της συνήθους διαμονής, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, μπορεί να γίνει και το κράτος μέλος στο οποίο ο κάτοχος της άδειας οδήγησης απέκτησε συνήθη διαμονή μετά την έκδοση της άδειας. Το παράρτημα I, σημείο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας παρέχει επομένως τη δυνατότητα στο νέο κράτος μέλος συνήθους διαμονής να προβαίνει στην αναγραφή, επί του σώματος της άδειας οδήγησης, μνείας η οποία ενδεχομένως απαιτείται για τη διαχείρισή της, υπό την επιφύλαξη ότι το αυτό πράττει και στις άδειες οδήγησης που εκδίδει και ότι υπάρχει ο αναγκαίος για τις εν λόγω εγγραφές χώρος.

39      Αντιθέτως, καμία διάταξη της οδηγίας 2006/126 δεν παρέχει στο κράτος μέλος προσωρινής διαμονής του κατόχου άδειας οδήγησης την αρμοδιότητα αναγραφής μνείας επί του σώματος της άδειας, όπως, μεταξύ άλλων, η μνεία που προβλέπεται στο άρθρο 47 της FeV.

40      Όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία να υποδηλώνουν ότι η απουσία σχετικών διατάξεων από την οδηγία 2006/126 αποτελεί ακούσιο εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης κενό δικαίου, το οποίο να δικαιολογεί την πλήρωσή του με την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας που αφορούν τις αρμοδιότητες του κράτους μέλους συνήθους διαμονής.

41      Λαμβανομένων υπόψη των λεπτομερών διατάξεων της οδηγίας 2006/126, προκύπτει, αντιθέτως, ότι επίσημες τροποποιήσεις επί του σώματος της άδειας οδήγησης μπορεί να επιφέρει μόνον το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του κατόχου της, προκειμένου να διασφαλίζεται η ενιαία μορφή του εγγράφου αυτού, την οποία εγγυάται η οδηγία 2006/126, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 4 και 16.

42      Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι η οδηγία 2006/126 προβλέπει ελάχιστη μόνον εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να χορηγηθεί άδεια οδήγησης, διαπιστώνεται ότι η οδηγία αυτή προβαίνει, αντιθέτως, σε πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά τα αποδεικτικά της ύπαρξης δικαιώματος οδήγησης έγγραφα που πρέπει να αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, I, C‑195/16, EU:C:2017:815, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Έπεται ότι τα έγγραφα αυτά μπορούν να τροποποιηθούν μόνο σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2006/126.

44      Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 15 της οδηγίας 2006/126, τα κράτη μέλη βοηθούνται αμοιβαίως στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και ανταλλάσσουν πληροφορίες για τις άδειες που χορηγούν, ανταλλάσσουν, αντικαθιστούν, ανανεώνουν ή αφαιρούν, χρησιμοποιώντας το ενωσιακό δίκτυο αδειών οδήγησης που δημιουργείται για τον σκοπό αυτόν, όταν αυτό τεθεί σε λειτουργία.

45      Η δε αμοιβαία συνδρομή που προβλέπει η ανωτέρω διάταξη διασφαλίζει την αποτελεσματική εκτέλεση απόφασης με την οποία το κράτος μέλος προσωρινής διαμονής αρνείται να αναγνωρίσει, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, στον κάτοχο εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος άδειας οδήγησης το δικαίωμα να οδηγεί στο έδαφός του.

46      Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής μπορεί, κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους της προσωρινής διαμονής και συμφώνως προς το παράρτημα I, σημείο 3, τρίτη περίοδος, στοιχείο αʹ, πεδία αριθ. 13 και 14, και σημείο 4, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας, να προβαίνει στην αναγραφή, επί του σώματος της άδειας οδήγησης, τυχόν μνείας περί απαγόρευσης οδήγησης στο έδαφος του κράτους μέλους της προσωρινής διαμονής.

47      Εξάλλου, το κράτος μέλος προσωρινής διαμονής έχει πάντοτε τη δυνατότητα, σε περίπτωση ελέγχου της οδικής κυκλοφορίας στο έδαφός του, να εξακριβώνει, μεταξύ άλλων και με ηλεκτρονικά μέσα, αν στον ενδιαφερόμενο έχει επιβληθεί μέτρο το οποίο του στερεί το δικαίωμα οδήγησης στο εν λόγω έδαφος βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας.

48      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2006/126 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος το οποίο με απόφασή του αρνήθηκε, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, να αναγνωρίσει την ισχύ εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος άδειας οδήγησης, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου της κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής του στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους μετά την έκδοση της εν λόγω άδειας, να προβεί επίσης στην αναγραφή, επί του σώματος της άδειας, μνείας περί απαγόρευσης οδήγησης στο εν λόγω έδαφος, ενώ ο κάτοχος της άδειας δεν έχει αποκτήσει εκεί συνήθη διαμονή, κατά την έννοια του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

49      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η οδηγία 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/94/ΕΕ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2011, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος το οποίο με απόφασή του αρνήθηκε, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/94, να αναγνωρίσει την ισχύ εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος άδειας οδήγησης, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου της κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής του στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους μετά την έκδοση της εν λόγω άδειας, να προβεί επίσης στην αναγραφή, επί του σώματος της άδειας, μνείας περί απαγόρευσης οδήγησης στο εν λόγω έδαφος, ενώ ο κάτοχος της άδειας δεν έχει αποκτήσει εκεί συνήθη διαμονή, κατά την έννοια του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/94.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.