Language of document : ECLI:EU:T:2023:618

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 11ης Οκτωβρίου 2023 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Αποδοχές – Επίδομα συντηρούμενου τέκνου – Σχολικό επίδομα – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού – Αναρμοδιότητα του εκδόσαντος την πράξη – Παράβαση του κανόνα περί της προθεσμίας παραγραφής»

Στην υπόθεση T‑529/22,

QT, εκπροσωπούμενη από τη L. Levi, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), εκπροσωπούμενης από την G. Faedo και τον J. Pawlowicz, επικουρούμενους από τους A. Glavasevic και V. Wellens, δικηγόρους,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Svenningsen, πρόεδρο, C. Mac Eochaidh, J. Laitenberger, J. Martín y Pérez de Nanclares (εισηγητή) και M. Stancu, δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή-αγωγή της βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 50α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προσφεύγουσα-ενάγουσα QT (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), της 28ης Σεπτεμβρίου 2021, περί ανακτήσεως ποσού ύψους 61 186,61 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε αχρεωστήτως με τη μορφή σχολικών επιδομάτων, επιδομάτων συντηρούμενου τέκνου και συναφών παροχών κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2017 (στο εξής: απόφαση περί ανακτήσεως), καθώς και την ακύρωση της αποφάσεως της ΕΤΕπ, της 20ής Μαΐου 2022, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως) και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη εξαιτίας των αποφάσεων αυτών.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι υπάλληλος της ΕΤΕπ από τις 16 Μαρτίου 2006. Από τον Ιούλιο του 2014 έως και τον Ιούνιο του 2017 έλαβε, μεταξύ άλλων, επιδόματα για συντηρούμενο τέκνο και σχολικά επιδόματα (στο εξής: επίδικα επιδόματα), τα οποία χρησιμοποίησε για να καλύψει τα έξοδα της εκπαίδευσης του γιου της στην ελεύθερη κατάδυση, την οποία αυτός παρακολούθησε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα στο Apnea Academy West Europe, στο Adeje (Ισπανία).

3        Μετά από πληροφορίες που έλαβε από υπάλληλο της ΕΤΕπ σχετικά με ενδεχόμενες παρατυπίες κατά τη χορήγηση σχολικών επιδομάτων και παράγωγων δικαιωμάτων εντός της ΕΤΕπ, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κίνησε τον Νοέμβριο του 2017 έρευνα για 70 υπαλλήλους της ΕΤΕπ, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα.

4        Στις 16 Απριλίου 2018,η OLAF ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι είχε κινηθεί έρευνα που την αφορούσε.

5        Στις 7 Δεκεμβρίου 2020 η OLAF κοινοποίησε στην ΕΤΕπ την τελική της έκθεση της 4ης Δεκεμβρίου 2020, με την οποία συνέστησε στην ΕΤΕπ να κινήσει, αφενός, πειθαρχική διαδικασία κατά της προσφεύγουσας και, αφετέρου, διαδικασία ανακτήσεως των επίδικων επιδομάτων και των παρεπόμενων παροχών για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2017.

6        Η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την κοινοποίηση στην ΕΤΕπ της έκθεσης της OLAF με την οποία περατώθηκε η έρευνα, καθώς και για τις συστάσεις της OLAF, με έγγραφο της 29ης Ιανουαρίου 2021, με το οποίο της επισημάνθηκε επίσης ότι οι δύο διαδικασίες επρόκειτο να διεξαχθούν χωριστά από την ΕΤΕπ.

7        Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 21ης Ιουνίου 2021, η ΕΤΕπ εξέθεσε λεπτομερώς τα ποσά που διαμόρφωναν το συνολικό ποσό των 61 186,61 ευρώ που είχε προσδιορίσει για τους σκοπούς της ανακτήσεως και κάλεσε την προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, τις οποίες η προσφεύγουσα υπέβαλε στις 17 Αυγούστου 2021.

8        Στις 28 Ιουνίου 2021 η ΕΤΕπ κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την τελική έκθεση της OLAF και την κάλεσε σε ακρόαση προ της πειθαρχικής διαδικασίας.

9        Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2021, η ΕΤΕπ εξέδωσε την απόφαση περί ανακτήσεως μέσω προγράμματος αποπληρωμής, βάσει του οποίου παρακρατείται από τον μηνιαίο μισθό της προσφεύγουσας το ποσό των 565,79 ευρώ από τον Σεπτέμβριο του 2021 έως τον Δεκέμβριο του 2030.

10      Στις 20 Μαΐου 2022 η ΕΤΕπ εξέδωσε την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που άσκησε η προσφεύγουσα στις 29 Νοεμβρίου 2021.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί ανακτήσεως και την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις)·

–        να υποχρεώσει την ΕΤΕπ σε επιστροφή των ανακτηθέντων ποσών, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων με βάση το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προσαυξημένο κατά δύο μονάδες·

–        να καταδικάσει την ΕΤΕπ στα δικαστικά έξοδα.

12      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου των αιτημάτων ακυρώσεως

13      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ακυρωτικά αιτήματα προβαλλόμενα τύποις κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήσεως η οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασίας και με την οποία αμφισβητείται το κύρος βλαπτικής πράξεως έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο της πράξεως αυτής όταν τα ακυρωτικά αιτήματα, αυτά καθεαυτά, δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, KL κατά ΕΤΕπ, T‑651/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:512, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

14      Εντούτοις, η ρητή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως που υποβλήθηκε κατά την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία μπορεί, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της προσβαλλομένης πράξης. Τούτο συμβαίνει όταν η απόφαση περί απορρίψεως της ως άνω αιτήσεως περιέχει επανεξέταση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου βάσει νέων νομικών και πραγματικών στοιχείων ή όταν τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της αιτήσεως που υποβλήθηκε κατά την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία συνιστά πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως και μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί βλαπτική πράξη η οποία αντικαθιστά την προσβαλλόμενη (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

15      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα αιτήματα που προβάλλει κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως υποβάλλονται παραδεκτώς, καθόσον της κοινοποιήθηκε νέο έγγραφο, ήτοι το συνημμένο στην απόφαση αυτή από 26 Απριλίου 2022 σημείωμα για τον φάκελο, σε απάντηση αιτιάσεως περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την απόφαση περί ανακτήσεως.

16      Μολονότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν μεταβάλλει το διατακτικό της αποφάσεως περί ανακτήσεως όσον αφορά το ποσό και τον τρόπο ανακτήσεώς του, η απόφαση αυτή δεν στερείται εντελώς αυτοτελούς περιεχομένου. Πράγματι, ενώ επιβεβαιώνει την απόφαση περί ανακτήσεως, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως περιέχει πρόσθετα στοιχεία αιτιολογίας προς αντίκρουση της ενστάσεως, τα οποία παρέχουν διευκρινίσεις και απαντήσεις επί των αιτιάσεων που προέβαλε η προσφεύγουσα, ιδίως επί της αιτιάσεως περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την απόφαση περί ανακτήσεως.

17      Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένου υπόψη του ότι η προσφεύγουσα δεν διαφοροποιεί την επιχειρηματολογία της σε συνάρτηση με καθεμιά από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, πρέπει αυτές να εξεταστούν από κοινού (πρβλ. διάταξη της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, Dreute κατά Κοινοβουλίου, T‑732/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:582, σκέψη 42).

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου αιτήματος της προσφεύγουσας

18      Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται αναρμοδιότητα του προσώπου που εξέδωσε την απόφαση περί ανακτήσεως, με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση του κανόνα περί πενταετούς παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 16.3 των διοικητικών διατάξεων που εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΤΕπ (στο εξής: ΔΔ), με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παράβαση της ίδιας διάταξης όσον αφορά τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την ανάκτηση και με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται παράβαση των άρθρων 2.2.3 και 2.2.4 των ΔΔ, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

–       Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται αναρμοδιότητα του προσώπου που εξέδωσε την απόφαση περί ανακτήσεως

19      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει κατ’ ουσίαν δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από έλλειψη νομότυπης περαιτέρω μεταβίβασης εξουσιών στην προϊσταμένη της μονάδας «Ατομικά δικαιώματα και μισθοδοσία» (στο εξής: προϊσταμένη μονάδας) με σκοπό την έκδοση της αποφάσεως περί ανακτήσεως και το δεύτερο από έλλειψη διπλής υπογραφής στην εν λόγω απόφαση.

20      Η ΕΤΕπ υποστηρίζει, πρώτον, ότι η απόφαση περί ανακτήσεως εκδόθηκε όντως από την προϊσταμένη μονάδας δυνάμει περαιτέρω μεταβιβάσεως εξουσιών, η οποία επικυρώθηκε εκ των υστέρων με το από 26 Απριλίου 2022 σημείωμα για τον φάκελο. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιέχει την απόφαση αυτή απεστάλη εκτός του πλαισίου περαιτέρω μεταβιβάσεως εξουσιών που καθορίζεται από τους κανόνες της ΕΤΕπ, οι οποίοι δεν αναφέρονται στις αποφάσεις περί ανακτήσεως μετά από έρευνα της OLAF.

21      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι η αρμόδια αρχή της ΕΤΕπ για την έκδοση αποφάσεων περί ανακτήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών είναι, κατ’ αρχήν, η γενική διευθύντρια προσωπικού. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι η επίδικη απόφαση περί ανακτήσεως δεν εκδόθηκε από τη γενική διευθύντρια προσωπικού, αλλά από την προϊσταμένη μονάδας. Αντιθέτως, κατά την ΕΤΕπ, η διευθύντρια μεταβίβασε νομοτύπως τη σχετική εξουσία στην προϊσταμένη μονάδας.

22      Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η μεταβίβαση εξουσιών δεν τεκμαίρεται και ότι, ακόμη και αν έχει το δικαίωμα να μεταβιβάσει τις εξουσίες της, η μεταβιβάζουσα αρχή πρέπει να λάβει ρητή απόφαση για τη μεταβίβασή τους, η δε μεταβίβαση δεν μπορεί να αφορά παρά εξουσίες εκτελέσεως, επακριβώς καθορισμένες (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής, 9/56, EU:C:1958:7, σ. 191 και 193, και της 26ης Μαΐου 2005, Tralli κατά ΕΚΤ, C‑301/02 P, EU:C:2005:306, σκέψη 43).

23      Εν προκειμένω, η ΕΤΕπ διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η περαιτέρω μεταβίβαση εξουσιών δυνάμει της οποίας η προϊσταμένη μονάδας εξέδωσε την απόφαση περί ανακτήσεως αποτελούσε μη έγγραφη περαιτέρω μεταβίβαση εξουσιών. Ωστόσο, η μεταβίβαση αυτή προκύπτει από το από 29 Ιανουαρίου 2021 έγγραφο της γενικής διευθύντριας προσωπικού προς την προσφεύγουσα, με το οποίο της γνωστοποίησε την πρόθεσή της να προβεί στην ανάκτηση του ποσού, καθώς και από τη σύμφωνη γνώμη της διευθύντριας που μνημονεύεται ρητώς στην απόφαση περί ανακτήσεως.

24      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι τα στοιχεία του φακέλου δεν τεκμηριώνουν την ύπαρξη τέτοιας περαιτέρω μεταβίβασης εξουσίας.

25      Πράγματι, το περιεχόμενο του εγγράφου της γενικής διευθύντριας προσωπικού της 29ης Ιανουαρίου 2021 δεν αποδεικνύει ότι η τελευταία είχε αποφασίσει να μεταβιβάσει περαιτέρω την εξουσία υλοποιήσεως της ανακτήσεως των επίδικων επιδομάτων στις υπηρεσίες τις οποίες διευθύνει και στις οποίες περιλαμβάνεται η μονάδα «Ατομικά δικαιώματα και μισθοδοσία». Το έγγραφο αυτό ενημερώνει απλώς την προσφεύγουσα για τις συστάσεις της OLAF κατόπιν της έρευνας που την αφορούσε και για την πρόθεση της ΕΤΕπ να δώσει συνέχεια στις συστάσεις αυτές το συντομότερο δυνατόν και να τις υλοποιήσει χωριστά.

26      Επιπλέον, η μνεία, στην απόφαση περί ανακτήσεως, σύμφωνης γνώμης της γενικής διευθύντριας προσωπικού όσον αφορά την απόφαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με ρητή απόφαση, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 22 ανωτέρω, της γενικής διευθύντριας να μεταβιβάσει στην προϊσταμένη μονάδας την εξουσία για την εκτέλεση της διαδικασίας ανακτήσεως που συνέστησε η OLAF. Επιπλέον, η εν λόγω γενική διευθύντρια δεν συγκαταλέγεται στους παραλήπτες προς τους οποίους κοινοποιήθηκε το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο οποίο αποτυπώθηκε η απόφαση περί ανακτήσεως.

27      Όσον αφορά το από 26 Απριλίου 2022 σημείωμα για τον φάκελο, με το οποίο η γενική διευθύντρια προσωπικού επιβεβαίωσε ότι είχε μεταβιβάσει περαιτέρω στην προϊσταμένη μονάδας την εξουσία να εκδώσει την απόφαση περί ανακτήσεως, η ίδια η ΕΤΕπ παραδέχθηκε, τόσο με τα υπομνήματά της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το σημείωμα αυτό δεν μπορούσε να αποτελέσει νομότυπη περαιτέρω μεταβίβαση εξουσιών, δεδομένου ότι καταρτίστηκε μετά την εν λόγω απόφαση.

28      Ως εκ τούτου, στο μέτρο που δεν αποδεικνύεται η περαιτέρω μεταβίβαση εξουσιών, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η απόφαση περί ανακτήσεως εκδόθηκε από αναρμόδια αρχή.

29      Κατά δεύτερον, από τη νομολογία προκύπτει, βεβαίως, ότι απόφαση ληφθείσα από αναρμόδια αρχή λόγω μη τηρήσεως των κανόνων περί κατανομής των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί μπορεί να ακυρωθεί μόνον εάν η μη τήρηση των εν λόγω κανόνων θίγει κάποια από τις εγγυήσεις που παρέχονται στους υπαλλήλους από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τους κανόνες χρηστής διοικήσεως στον τομέα της διαχειρίσεως του προσωπικού (αποφάσεις της 30ής Μαΐου 1973, Drescig κατά Επιτροπής, 49/72, EU:C:1973:58, σκέψη 13, της 7ης Φεβρουαρίου 2007, Caló κατά Επιτροπής, T‑118/04 και T‑134/04, EU:T:2007:37, σκέψη 68, και της 17ης Νοεμβρίου 2017, Teeäär κατά ΕΚΤ, T‑555/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:817, σκέψη 52).

30      Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι οι κανόνες χρηστής διοικήσεως στον τομέα της διαχειρίσεως του προσωπικού επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, να καθορίζεται σαφώς και να δημοσιεύεται η κατανομή των αρμοδιοτήτων εντός των θεσμικών οργάνων. Η ίδια υποχρέωση βαρύνει τα όργανα της ΕΤΕπ, τα οποία ουδόλως βρίσκονται σε κατάσταση διαφορετική από εκείνη των διευθυντικών οργάνων των λοιπών οργανισμών και θεσμικών οργάνων της Ένωσης στις σχέσεις τους με τους υπαλλήλους τους (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2017, Teeäär κατά ΕΤΕπ, T‑555/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:817, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 22 έως 28 ανωτέρω, η προβαλλόμενη αρμοδιότητα της προϊσταμένης που εξέδωσε την απόφαση περί ανακτήσεως δεν είχε καθοριστεί με σαφήνεια ούτε είχε δημοσιευθεί.

32      Επομένως, η απόφαση περί ανακτήσεως πάσχει ελάττωμα λόγω αναρμοδιότητας το οποίο συνιστά παράβαση των κανόνων χρηστής διοικήσεως στον τομέα της διαχειρίσεως του προσωπικού και η εν λόγω απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της. Κατά συνέπεια, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας ενέχει επίσης πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προϊσταμένη μονάδας ήταν αρμόδια να εκδώσει την απόφαση περί ανακτήσεως.

33      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό, ενώ παρέλκει η εξέταση του δεύτερου σκέλους που αφορά τη διπλή υπογραφή.

34      Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να εξετάσει και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

–       Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του κανόνα περί πενταετούς παραγραφής

35      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η ΕΤΕπ παρέβη τον κανόνα περί πενταετούς προθεσμίας παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 16.3 των ΔΔ, καθόσον προέβη στην ανάκτηση των επίδικων επιδομάτων που της καταβλήθηκαν από τον Ιούλιο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2017. Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογήν της ως άνω πενταετούς παραγραφής, η ανάκτηση δεν μπορούσε να αφορά ποσά που καταβλήθηκαν πριν από τις 28 Σεπτεμβρίου 2016, ήτοι πέντε έτη πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί ανακτήσεως.

36      Η ΕΤΕπ υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η κίνηση έρευνας από την OLAF είχε κατ’ ανάγκην ως συνέπεια τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής για την ανάκτηση των επίδικων επιδομάτων από την ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την έναρξη έρευνας εις βάρος της, στις 16 Απριλίου 2018, και μέχρι την έκδοση της τελικής έκθεσης της OLAF στις 4 Δεκεμβρίου 2020, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2020.

37      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, κατ’ αναλογίαν προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 85 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), το άρθρο 16.3 των ΔΔ ορίζει τα εξής:

«16.3            Ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

Τα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως σε μέλος του προσωπικού ή στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα βάσει των παρουσών [ΔΔ] αναζητούνται αν ο λαβών γνώριζε τον παράτυπο χαρακτήρα της καταβολής ή αν ο παράτυπος χαρακτήρας ήταν τόσο εμφανής ώστε δεν μπορούσε να τον αγνοεί.

Η ανάκτηση μπορεί να κατανεμηθεί σε πλείονες μήνες. Δεν πρέπει να υπερβαίνει, ανά μήνα, το ένα πέμπτο του βασικού μισθού του μέλους του προσωπικού.

Η ανάκτηση πραγματοποιείται εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία καταβλήθηκε αχρεωστήτως το ποσό, εκτός εάν η [ΕΤΕπ] αποδείξει ότι ο λαβών παραπλάνησε εσκεμμένα τη Διοίκηση με σκοπό να επιτύχει την καταβολή του σχετικού ποσού. Στην περίπτωση αυτή, ακόμη και αν έχει παρέλθει η πενταετής προθεσμία, η αίτηση ανακτήσεως δεν κηρύσσεται ανίσχυρη.»

38      Εν προκειμένω, αφενός, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ΕΤΕπ δεν υποστηρίζει ότι η επίδικη υπόθεση εμπίπτει στην εξαίρεση από την προθεσμία παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 16.3, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, των ΔΔ. Αφετέρου, η ΕΤΕπ υπενθυμίζει με τα υπομνήματά της ότι το ζήτημα αν η προσφεύγουσα την παραπλάνησε εσκεμμένα προκειμένου να λάβει τα επίδικα επιδόματα θα έπρεπε να κριθεί στο πλαίσιο ενδεχόμενης πειθαρχικής διαδικασίας, διεξαγόμενης χωριστά από τη διαδικασία ανακτήσεως. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΕΤΕπ δήλωσε στο Γενικό Δικαστήριο ότι είχε κινήσει τέτοια διαδικασία, η οποία εκκρεμούσε ακόμη κατά την ημερομηνία εκείνη.

39      Αντιθέτως, η ΕΤΕπ ισχυρίζεται ότι η πενταετής προθεσμία παραγραφής που έχει εφαρμογή εν προκειμένω είχε διακοπεί κατά τη διάρκεια της έρευνας της OLAF. Κατά την ίδια, η διακοπή αυτή μπορεί να συναχθεί από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 248, σ. 1), και ιδίως από το άρθρο του 5, παράγραφος 3. Υποστηρίζει δε ότι, βάσει της διάταξης αυτής, ενόσω η OLAF διεξάγει εσωτερική έρευνα, τα ενδιαφερόμενα όργανα ή οργανισμοί δεν ξεκινούν παράλληλη έρευνα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η OLAF την κάλεσε επισήμως, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 14ης Ιουνίου 2018, να απόσχει από τη διεξαγωγή παράλληλων ερευνών ενόσω η εν λόγω έρευνα δεν είχε περατωθεί. Συνακόλουθα, ισχυρίζεται ότι τελούσε σε πλήρη αδυναμία να ενεργήσει και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να τρέχει η προθεσμία παραγραφής εις βάρος της.

40      Η ΕΤΕπ υποστηρίζει επίσης ότι η διακοπή της πενταετούς παραγραφής με την κίνηση έρευνας της OLAF επιβάλλεται από την αρχή της χρηστής διοικήσεως και την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που απορρέει από το άρθρο 13 ΣΕΕ. Κατά την ίδια, αντίθετη λύση θα της στερούσε κάθε δυνατότητα να ανακτήσει τα ποσά που κατέβαλε αχρεωστήτως στους υπαλλήλους της κάθε φορά που τα ποσά αυτά θα αποτελούσαν αντικείμενο μακράς και περίπλοκης έρευνας της OLAF.

41      Τέλος, η ΕΤΕπ θεωρεί ότι η αρχή της διακοπής της πενταετούς παραγραφής σε περίπτωση έρευνας της OLAF έχει γίνει δεκτή από τη νομολογία βάσει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός). Κατά την ΕΤΕΠ, μικρή σημασία έχει επομένως αν έχει θεσπίσει η ίδια διάταξη θετικού δικαίου που να προβλέπει τέτοια διακοπή.

42      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, σκοπός της προθεσμίας παραγραφής είναι η τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και ότι η θεμελιώδης αυτή επιταγή αντιτίθεται στη δυνατότητα της Διοίκησης να καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, DI κατά ΕΤΕπ, T‑514/19, EU:T:2021:332, σκέψη 58).

43      Προκειμένου να εκπληρώσει τη λειτουργία της, η οποία έγκειται στην κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου, η προθεσμία παραγραφής πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων, ο δε καθορισμός της διάρκειας και των λεπτομερειών εφαρμογής της εμπίπτει στην αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1970, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, 41/69, EU:C:1970:71, σκέψεις 19 και 20· βλ., επίσης, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, EJ κατά ΕΤΕπ, T‑585/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:142, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πράγματι, η παραγραφή, αποτρέποντας την επ’ αόριστον αμφισβήτηση καταστάσεων που έχουν παγιωθεί με την παρέλευση του χρόνου, κατατείνει στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου, αλλά μπορεί επίσης να επιτρέψει την παγίωση καταστάσεων οι οποίες, τουλάχιστον αρχικώς, ήσαν αντίθετες προς τον νόμο. Κατά συνέπεια, η έκταση στην οποία γίνεται προσφυγή στην παραγραφή απορρέει από συμβιβασμό μεταξύ των απαιτήσεων της ασφάλειας δικαίου και εκείνων της νομιμότητας σε συνάρτηση με τις ιστορικές και κοινωνικές περιστάσεις που επικρατούν στην κοινωνία σε μια συγκεκριμένη εποχή. Για τον λόγο αυτόν η παραγραφή εμπίπτει αποκλειστικώς στην επιλογή του νομοθέτη και, άπαξ και ο νομοθέτης ορίσει προθεσμία παραγραφής, ο δικαστής δεν μπορεί να την αντικαταστήσει με άλλη προθεσμία σε συγκεκριμένη υπόθεση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2022, ON κατά Επιτροπής, T‑730/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:155, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Εν προκειμένω, από το σαφές γράμμα του άρθρου 16.3 των ΔΔ προκύπτει ότι η ΕΤΕπ οφείλει να ανακτά ποσά αχρεωστήτως καταβληθέντα σε υπάλληλό της εντός προθεσμίας πέντε ετών από την καταβολή τους, εκτός αν αποδείξει την πρόθεση του υπαλλήλου να την παραπλανήσει προκειμένου να επιτύχει την καταβολή αυτή.

45      Αντιθέτως, το άρθρο 16.3 των ΔΔ δεν περιέχει καμία αναφορά στη διακοπή ή στην αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για την πραγματοποίηση ανακτήσεως σε περίπτωση που έχει κινηθεί έρευνα από την OLAF για τα πραγματικά περιστατικά στα οποία οφείλεται η ανάκτηση.

46      Επομένως, η ασφάλεια δικαίου δεν επιτρέπει στην ΕΤΕπ να επικαλεστεί την έναρξη της έρευνας της OLAF έναντι υπαλλήλου για να υποστηρίξει ότι η προθεσμία παραγραφής διακόπηκε ή ανεστάλη.

47      Όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2013, αυτό ορίζει ότι «ενώ η [OLAF] διεξάγει εσωτερική έρευνα, τα ενδιαφερόμενα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμοί δεν ξεκινούν παράλληλη έρευνα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, εκτός διαφορετικής συμφωνίας με την [OLAF]».

48      Επισημαίνεται, όμως, ότι η έκδοση αποφάσεως για την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών δεν μπορεί να εξομοιωθεί με έρευνα.

49      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλεί η ΕΤΕπ από τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της καλόπιστης συνεργασίας και, ειδικότερα, την εντολή που φέρεται να απηύθυνε η OLAF στην ΕΤΕπ με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 14ης Ιουνίου 2018, διαπιστώνεται ότι από το περιεχόμενο του μηνύματος αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι η OLAF ζήτησε ρητώς από την ΕΤΕπ να μην προβεί στην ανάκτηση των επίδικων επιδομάτων. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η ΕΤΕπ επισήμανε ότι δεν διαβουλεύθηκε με την OLAF επί του ζητήματος αυτού.

50      Υπό τις συνθήκες αυτές, τίποτε δεν εμπόδιζε την ΕΤΕπ να προβεί στην ανάκτηση των ποσών που θεωρούσε ότι είχε καταβάλει αχρεωστήτως στην προσφεύγουσα πριν από το πέρας της σχετικής έρευνας της OLAF.

51      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ΕΤΕπ, το γεγονός ότι οι έρευνες της OLAF δεν συνεπάγονται τη διακοπή ή την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 16.3 των ΔΔ δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερεί από την ΕΤΕπ κάθε δυνατότητα ανακτήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σε περίπτωση μακράς και περίπλοκης έρευνας της OLAF για τη νομιμότητα τέτοιων καταβολών και δεν αντιβαίνει στην επιταγή της διαφυλάξεως των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

52      Εν πάση περιπτώσει, εναπέκειτο στην ΕΤΕπ να θεσπίσει κανόνα που να προβλέπει τέτοια διακοπή ή αναστολή εντός του κανονιστικού της πλαισίου.

53      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της ΕΤΕπ ότι οι αρχές της καλόπιστης συνεργασίας και της χρηστής διοικήσεως δικαιολογούσαν την εκ μέρους της ανάκτηση των επίμαχων επιδομάτων μετά την παρέλευση της πενταετούς προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 16.3 των ΔΔ, διότι τυχόν αποδοχή του επιχειρήματος αυτού θα παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

54      Συνεπώς, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί ανακτήσεως, η ΕΤΕπ δεν εδικαιούτο πλέον, κατ’ αρχήν, να ανακτήσει τα ποσά που είχε καταβάλει στην προσφεύγουσα με τη μορφή των επίδικων δικαιωμάτων πριν από τις 28 Σεπτεμβρίου 2016. Τα λοιπά επιχειρήματα της ΕΤΕπ δεν είναι ικανά να κλονίσουν το ως άνω συμπέρασμα.

55      Πράγματι, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της ΕΤΕπ κατά την οποία η προσφεύγουσα είχε επίγνωση, πριν από τη λήξη της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, ότι η επιλεξιμότητά της για τη χορήγηση των επίδικων επιδομάτων αμφισβητούνταν από τη Διοίκηση, δεδομένου ότι το άρθρο 16.3 των ΔΔ δεν προβλέπει διακοπή ή αναστολή της προθεσμίας παραγραφής σε μια τέτοια περίπτωση. Εξάλλου, από την εν λόγω διάταξη προκύπτει σαφώς ότι το χρονικό σημείο ενάρξεως της πενταετούς προθεσμίας για την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών είναι η καταβολή τους και όχι η ημερομηνία κατά την οποία ο λαβών απέκτησε επίγνωση του παράτυπου χαρακτήρα της καταβολής.

56      Το ίδιο ισχύει και για την αναλογία προς τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού την οποία επικαλείται η ΕΤΕπ. Με το επιχείρημα αυτό, η ΕΤΕπ παραπέμπει στην απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, HG κατά Επιτροπής (F‑149/15, EU:F:2016:155), με την οποία έγινε δεκτή η αρχή της διακοπής της πενταετούς παραγραφής σε περίπτωση έρευνας της OLAF, χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να την αμφισβητήσει ευθέως με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2021, HG κατά Επιτροπής (T‑693/16 P RENV-RX, EU:T:2021:895). Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 85 του KYK δεν είχε εφαρμογή στη διαφορά της υπόθεσης εκείνης. Πράγματι, η αιτία της διαφοράς εκείνης δεν ήταν η καταβολή αχρεώστητων ποσών στον εν λόγω υπάλληλο, αλλά η οικονομική ζημία που είχε προκαλέσει η συμπεριφορά του στη Διοίκηση. Επιπλέον, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η πενταετής προθεσμία παραγραφής που ισχύει για τις απαιτήσεις της Ένωσης έναντι τρίτων δυνάμει του δημοσιονομικού κανονισμού, η οποία αρχίζει από τη βεβαίωση μιας τέτοιας απαίτησης και διακόπτεται από κάθε πράξη που αποσκοπεί στην είσπραξή της, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε άμεσα, αλλά και ούτε ως παράμετρος της εύλογης προθεσμίας. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι η παραγραφή που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις δεν μπορεί παρά να αφορά στάδιο μεταγενέστερο της βεβαιώσεως της απαιτήσεως, και όχι προγενέστερο στάδιο, όπως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έλαβαν χώρα τα γενεσιουργά της απαιτήσεως γεγονότα (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2021, HG κατά Επιτροπής, T‑693/16 P RENV-RX, EU:T:2021:895, σκέψεις 129 και 130).

57      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά παράβαση του κανόνα περί πενταετούς προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 16.3 των ΔΔ, όσον αφορά τα ποσά που καταβλήθηκαν στην προσφεύγουσα έως τις 28 Σεπτεμβρίου 2016.

58      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να γίνει δεκτός. Συνεπώς, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν.

 Επί του δεύτερου αιτήματος της προσφεύγουσας

59      Με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί την επιστροφή των ποσών που ανακτήθηκαν με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, πλέον τόκων υπερημερίας καθοριζομένων βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ με προσαύξηση κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι με το αίτημά της ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία που του απονέμει το άρθρο 91, παράγραφος 1, του KYK.

60      Η ΕΤΕπ αμφισβητεί την ανάγκη να ασκήσει το Γενικό Δικαστήριο την πλήρη δικαιοδοσία του, καθόσον τα μέτρα που θα συνεπαγόταν τυχόν ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων θα οδηγούσαν στην επιστροφή των ποσών που ανακτήθηκαν δυνάμει των αποφάσεων αυτών.

61      Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας που του απονέμει το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ χωρίς να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την υποχρέωση της ΕΤΕπ να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Πράγματι, κατόπιν της ακύρωσης των προσβαλλομένων αποφάσεων, η ΕΤΕπ οφείλει να λάβει νέα απόφαση, η οποία θα μπορούσε να έχει διάφορες μορφές και την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να προδικάσει αποφαινόμενο επί του δεύτερου αιτήματος της προσφεύγουσας.

62      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αίτημα περί αποζημιώσεως της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

64      Δεδομένου ότι η ΕΤΕπ ηττήθηκε ως προς το κύριο μέρος των αιτημάτων της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), της 28ης Σεπτεμβρίου 2021, περί ανακτήσεως ποσού ύψους 61 186,61 ευρώ αχρεωστήτως καταβληθέντος στην QT με τη μορφή σχολικών επιδομάτων, επιδομάτων συντηρούμενου τέκνου και συναφών παροχών κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2017, καθώς και την απόφαση της ΕΤΕπ, της 20ής Μαΐου 2022, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της QT.

2)      Απορρίπτει το αίτημα περί αποζημιώσεως.

3)      Καταδικάζει την ΕΤΕπ στα δικαστικά έξοδα.

Svenningsen

Mac Eochaidh

Laitenberger

Martín y Pérez de Nanclares

 

      Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Οκτωβρίου 2023.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.