Language of document : ECLI:EU:T:2015:612

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Παγκόσμια αγορά καθοδικών σωλήνων για οθόνες τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές σε σχέση με τις τιμές, την κατανομή των αγορών, την παραγωγική δυνατότητα και την παραγωγή — Δικαιώματα άμυνας — Απόδειξη της συμμετοχής στη σύμπραξη — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων — Αναλογικότητα — Πρόστιμα — Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑82/13,

Panasonic Corp., με έδρα το Kadoma (Ιαπωνία),

MT Picture Display Co. Ltd, με έδρα το Matsuocho (Ιαπωνία),

εκπροσωπούμενες από τους R. Gerrits και A.‑H. Bischke, δικηγόρους, M. Hoskins, QC, και S. K. Abram, barrister,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Biolan, M. Kellerbauer και G. Koleva,

καθής,

με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως C(2012) 8839 τελικό της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.437 — Σωλήνες για οθόνες τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών), καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες, ή, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα (εισηγητή), πρόεδρο, N. J. Forwood και E. Bieliūnas, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Νοεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Φεβρουαρίου 2013, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή. 

24      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

25      Οι προσφεύγουσες, με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2014, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος ανταπαντήσεως. Η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου αυτού με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2014. Τα δύο ανωτέρω έγγραφα προστέθηκαν στη δικογραφία με απόφαση του προέδρου του τμήματος της 7ης Μαρτίου 2014.

26      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, έθεσε εγγράφως ορισμένες ερωτήσεις στους διαδίκους. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Νοεμβρίου 2014. Κατά την τελευταία ελήφθη η απόφαση να κληθούν οι διάδικοι να υποβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, Συλλογή), εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, προθεσμία που παρατάθηκε έως τις 28 Νοεμβρίου 2014 όσον αφορά την Επιτροπή, κατόπιν αιτήματός της.

28      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Νοεμβρίου 2014, η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό. Οι προσφεύγουσες δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις.

29      Με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2014, δεν προσετέθη στη δικογραφία ένα σχετικό με τα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως έγγραφο που κατέθεσε η Επιτροπή.

30      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2014.

31      Με διάταξη της 26ης Μαΐου 2015, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

32      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επί των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση InnoLux κατά Επιτροπής (C‑231/14 P, Συλλογή). Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Ακολούθως, οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των απαντήσεων που δόθηκαν στο πλαίσιο του προμνησθέντος μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας και, κυρίως, επί του υπολογισμού και επί του ποσού των προστίμων.

33      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 10 Ιουλίου 2015.

34      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η MEI ή η MTPD παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ·

–        να ακυρώσει ή να μειώσει προσηκόντως τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην Panasonic ή στην MTPD·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

35      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

 Επί του δεύτερου αιτήματος που αφορά την ακύρωση ή τη μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες

[παραλειπόμενα]

 Επί της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων

153    Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση για τον υπολογισμό της αξίας των απευθείας πωλήσεων στον ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων είναι ανακριβής και είχε ως αποτέλεσμα ένα δυσανάλογο πρόστιμο σε σχέση με τον πραγματικό αντίκτυπο των πωλήσεων αυτών στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, αναφέρουν ότι, κατά την από 4 Μαρτίου 2011 αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, η αξία των πωλήσεων αυτών έπρεπε να υπολογισθεί ως ο μέσος όρος της αξίας των απευθείας πωλήσεων στον ΕΟΧ κατά την ίδια περίοδο, πολλαπλασιαζόμενος με τον αριθμό των οικείων καθοδικών σωλήνων έγχρωμου δέκτη (στο εξής: CPT). Υποστηρίζουν, επομένως, ότι η μεθοδολογία της Επιτροπής είχε ως αφετηρία την εσφαλμένη παραδοχή ότι η μέση αξία των ενσωματωμένων εντός μεταποιημένων προϊόντων CPT ήταν ίδια με τη μέση αξία των απευθείας πωλήσεων CPT στον ΕΟΧ. Η προσέγγιση, όμως, αυτή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, όσον αφορά την Panasonic, τα CPT τα οποία είχε ενσωματώσει ο όμιλος εντός μεταποιημένων προϊόντων ήταν κατά κανόνα μικρότερου μεγέθους και, επομένως, κατώτερης οικονομικής αξίας σε σχέση με εκείνα που πωλούνταν απευθείας σε τρίτους εντός του ΕΟΧ, όπως καταδεικνύει η έκθεση ενός γραφείου οικονομικών συμβούλων σε θέματα ανταγωνισμού, η οποία προσαρτήθηκε στην από 20 Απριλίου 2011 απάντηση των προσφευγουσών επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών της Επιτροπής. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως προς την προσέγγιση που προκρίνει η Επιτροπή, η οποία στηριζόταν αποκλειστικώς στην περίοδο κατά την οποία οι CPT πωλούνταν σε τρίτους, η μεθοδολογία που αυτές είχαν προτείνει ήταν ακριβέστερη, στο μέτρο που στηριζόταν σε έναν σταθμισμένο μέσο όρο και ελάμβανε υπόψη τόσο την περίοδο όσο και το μέγεθος των ενσωματωμένων σε τηλεοράσεις της Panasonic CPT. Παρότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την ακρίβεια των στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, οι τελευταίες τής προσάπτουν ότι δεν τα έλαβε υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου που τους επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

154    Η Επιτροπή διατείνεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 δεν επιβάλλουν να λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικός αντίκτυπος που έχει στην αγορά μια παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Αναφέρει, επίσης, ότι οι προσφεύγουσες προτείνουν μια εναλλακτική μέθοδο, όχι επειδή είναι πιο ακριβής, αλλά μόνον επειδή αποδεικνύεται ότι καταλήγει σε μικρότερη αξία πωλήσεων και, ως εκ τούτου, σε μικρότερο πρόστιμο. Η Επιτροπή υποστηρίζει, όμως, ότι οφείλει όχι να επιλέξει συγκεκριμένη μέθοδο η οποία συνεπάγεται μικρότερο πρόστιμο, αλλά μόνον να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 κατά τρόπο που να αντανακλά προσηκόντως την πραγματική παράβαση στο σύνολό της.

155    Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά τον έλεγχο που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού, πρέπει να υπομνησθεί ότι η πλήρης δικαιοδοσία επιτρέπει στο δικαιοδοτικό αυτό όργανο να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς να την ακυρώσει, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, για παράδειγμα, να τροποποιήσει το ύψος του προστίμου (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

156    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει αναμφίβολα ότι η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν μπορεί να συνεπάγεται, κατά την επιμέτρηση των προστίμων, διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε συμφωνία αντίθετη προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αποφάσεις του Δικαστηρίου Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 617, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 152). Εάν το Γενικό Δικαστήριο σκοπεύει να αποκλίνει, ειδικώς έναντι μιας από τις επιχειρήσεις αυτές, από τη μέθοδο υπολογισμού που εφάρμοσε η Επιτροπή και την οποία δεν έχει αμφισβητήσει, πρέπει να εξηγήσει τους λόγους με την απόφασή του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑338/00 P, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9189, σκέψη 146, και της 30ής Μαΐου 2013, C‑70/12 P, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46).

157    Πρέπει, εν συνεχεία, να υπομνησθεί ότι, δυνάμει της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, προκειμένου να προσδιορίσει το βασικό ποσό του επιβαλλόμενου προστίμου βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων αγαθών ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την εμπλεκόμενη επιχείρηση, σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση στον οικείο γεωγραφικό τομέα εντός του εδάφους του ΕΟΧ.

158    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, προκειμένου να προσδιορίσει το βασικό ποσό των προστίμων, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την αναλογία των απευθείας πωλήσεων CPT —που πωλήθηκαν αυτοτελώς ή μέσω μεταποιημένων προϊόντων— οι οποίες πραγματοποιήθηκαν εντός του ΕΟΧ, καθόλη τη διάρκεια της παραβάσεως, από έναν εκ των αποδεκτών της εν λόγω αποφάσεως, πολλαπλασιαζόμενες με τον αριθμό των ετών της συμμετοχής τους στην παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 1020, 1021, 1034, 1042 και 1056).

159    Η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 1022 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μολονότι ο συνυπολογισμός των απευθείας πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων είχε ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθούν πωλήσεις εντός του ομίλου για ορισμένα από τα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των μητρικών εταιρειών των κοινών επιχειρήσεων, η επικέντρωση στην πρώτη πώληση εντός του ΕΟΧ του προϊόντος που αφορά η παράβαση —είτε είχε μεταποιηθεί είτε όχι— σε πελάτη ή επιχείρηση που δεν προερχόταν από την προμηθεύτρια επιχείρηση αποτελούσε εγγύηση για την απουσία διακρίσεων μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες είναι καθέτως οργανωμένες και εκείνων χωρίς τέτοια οργάνωση.

160    Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 1026 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, επικεντρώνοντας στην αξία των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ, καθώς και στην αξία των απευθείας πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων, αποσκοπούσε στο να συμπεριληφθούν μονίμως στην αξία των πωλήσεων τα προϊόντα εκείνα που είχαν αποτελέσει αντικείμενο της συμπράξεως, μόνον εφόσον είχαν πωληθεί για πρώτη φορά σε πελάτη ο οποίος ήταν τρίτος ως προς τις επιχειρήσεις που απάρτιζαν τη σύμπραξη και ήταν εγκατεστημένος εντός του ΕΟΧ. Υπογράμμισε, επιπλέον, ότι δεν είχε λάβει υπόψη την αξία του μεταποιημένου προϊόντος στο σύνολό του, αλλά μόνον την αξία των ενσωματωμένων σε αυτό CPT. Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 1027 και 1028 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι, στο μέτρο που η συνεννόηση ως προς τον όγκο και τον περιορισμό της παραγωγής αφορούσε το σύνολο της παραγωγής και τις πωλήσεις που είχαν πραγματοποιήσει οι συμμετέχοντες, οι πωλήσεις σε πελάτες εντός του ομίλου αποτελούσαν τμήμα των συζητήσεων της συμπράξεως.

161    Πρέπει να επισημανθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τον συνυπολογισμό των πωλήσεων εντός του ομίλου ή των απευθείας πωλήσεων μέσω μεταποιημένων προϊόντων για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που τους επιβλήθηκε, αλλά αμφισβητούν την ακρίβεια του εκ μέρους της Επιτροπής υπολογισμού της αξίας των πωλήσεων αυτών, όπως αυτός προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση. Αναφέρουν, συναφώς, ότι επισήμαναν τα ανωτέρω στην από 20 Απριλίου 2011 απάντησή τους στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 4ης Απριλίου 2011.

162    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι είχαν προσκομίσει ακριβή αριθμητικά στοιχεία στην Επιτροπή, τα οποία ελάμβαναν υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, τον αριθμό των ενσωματωμένων CPT, σε συνάρτηση με τις διαστάσεις και την τιμή τους, για κάθε έτος αναφοράς. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες επανέλαβαν την επιχειρηματολογία τους, κατά την οποία, μολονότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την ακρίβεια των στοιχείων αυτών, δεν τα έλαβε υπόψη, χωρίς να παραθέσει αιτιολογία επί τούτου.

163    Η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι δεν αμφισβήτησε την ακρίβεια των επίμαχων στοιχείων, αλλά προέβαλε ότι τυχόν εφαρμογή διαφορετικής μεθοδολογίας στις προσφεύγουσες σε σχέση με τις υπόλοιπες αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες δεν είχαν υποβάλει τέτοια στοιχεία, θα κατέληγε σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Δήλωσε, επίσης, ότι, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα υποβληθέντα από τις προσφεύγουσες στοιχεία ήταν πιο ακριβή, δεν θα αντιτίθετο στο να χρησιμοποιηθεί ο υπολογισμός, στον οποίες αυτές προέβησαν, για τον εκ νέου υπολογισμό του ποσού του προστίμου.

164    Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 1032 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι αποδέκτριες της εν λόγω αποφάσεως είχαν κληθεί, με επιστολή της 4ης Μαρτίου 2011, να χρησιμοποιήσουν συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τις άμεσες πωλήσεις τους στον ΕΟΧ και τις απευθείας πωλήσεις τους εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων ως βάση για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεών τους και είχαν ενημερωθεί για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να υπολογισθεί το σύνολο των απαιτούμενων αριθμητικών στοιχείων. Από τις οδηγίες, οι οποίες παρασχέθηκαν στο παράρτημα I της επιστολής αυτής προκειμένου να καταστεί δυνατή η απάντηση στο ερωτηματολόγιο που προβλεπόταν για αυτόν τον σκοπό, προκύπτει ότι η μέθοδος υπολογισμού που πρότεινε η Επιτροπή όσον αφορά τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων βασιζόταν στον μέσο όρο της αξίας των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ που πραγματοποιήθηκαν κατά την ίδια περίοδο, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό των οικείων CPT. Ελλείψει απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ κατά τη σχετική περίοδο, ή στην περίπτωση που οι πωλήσεις δεν ήταν αντιπροσωπευτικές, οι οικείες επιχειρήσεις καλούνταν να επικοινωνήσουν με την Επιτροπή προς εξεύρεση εναλλακτικής μεθόδου υπολογισμού.

165    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την απάντηση των προσφευγουσών της 20ής Απριλίου 2011 στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής προκύπτει ότι αυτές πρότειναν εναλλακτική μέθοδο υπολογισμού της αξίας των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων, η οποία εξετέθη σε οικονομική έκθεση της 19ης Απριλίου 2011, καταρτισθείσα από την RBB Economics (βλ. σκέψη 153 ανωτέρω) και προσαρτήθηκε στην εν λόγω απάντηση. Η μέθοδος αυτή υπολογισμού συνίστατο στον συνυπολογισμό του σταθμισμένου μέσου όρου των συνδεόμενων με τις πωλήσεις αυτές CPT, σε συνάρτηση με τον πραγματικό τους όγκο και τη συγκεκριμένη περίοδο, με χρήση των αριθμητικών στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες. Στην έκθεση αυτή, η αξία των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων υπολογιζόταν συνδέοντας κάθε μέγεθος των τηλεοράσεων που πωλήθηκαν κατά την περίοδο της παραβάσεως με τη μέση αξία των CPT ίδιων διαστάσεων. Ελλείψει πωλήσεων CPT πανομοιότυπου μεγέθους κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, τα στοιχεία που χρησιμοποιεί η ανωτέρω έκθεση βασίζονταν στον σταθμισμένο μέσο όρο της αξίας του συνόλου των CPT που πωλήθηκαν κατά την περίοδο αυτή, ανεξαρτήτως διαστάσεων, κατά εναρμόνιση επί τούτου με τη μέθοδο της Επιτροπής.

166    Κατά τις προσφεύγουσες, η προσέγγισή τους θα κατέληγε σε ακριβέστερα και πλησιέστερα προς την πραγματικότητα αποτελέσματα, ενώ η μεθοδολογία που εφαρμόζει η Επιτροπή θα είχε ενδεχομένως ως αποτέλεσμα να αποδίδονται οι τιμές των CPT μεγάλων διαστάσεων σε τηλεοράσεις μικρότερων διαστάσεων.

167    Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, κατά την παράγραφο 15 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων μιας επιχειρήσεως, η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιεί τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία της εν λόγω επιχειρήσεως. Δεδομένου, όμως, ότι η Επιτροπή διέθετε στοιχεία που αντικατόπτριζαν ακριβέστερα την αξία των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων, κάτι που παραδέχθηκε άλλωστε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αρκεί η διαπίστωση ότι παρέκκλινε από τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τον υπολογισμό του βασικού ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες, χωρίς να παράσχει αιτιολογία.

168    Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Πράγματι, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, το εν λόγω θεσμικό όργανο αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως οι αποφάσεις του ενδέχεται να ακυρωθούν λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 209 και 211). Εντούτοις, μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης οσάκις εφαρμόζει ενδεικτικούς κανόνες από τους οποίους δεσμεύεται, η αρχή αυτή δεν δεσμεύει κατά τον ίδιο τρόπο τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, καθόσον αυτά δεν εφαρμόζουν συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας τους, αλλά εξετάζουν κατά περίπτωση της υποθέσεις που έχουν τεθεί στην κρίση τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των σχετικών πραγματικών και νομικών στοιχείων (βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, C‑70/12 P, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 156 ανωτέρω, σκέψη 53).

169    Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, επομένως, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, να λάβει υπόψη, για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων εις βάρος των προσφευγουσών, τα αριθμητικά στοιχεία που αυτές προσκόμισαν κατά τη διοικητική διαδικασία, η ακρίβεια των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή. Πρέπει δε να σημειωθεί, συναφώς, ότι, σε απάντηση στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που αναφέρθηκαν στη σκέψη 32 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι τα περιεχόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τη συνολική αξία των πωλήσεων της Panasonic έως τις 31 Μαρτίου 2003 συμπεριελάμβαναν, εσφαλμένως, και τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 1999 και προσκόμισαν διορθωμένα σχετικά στοιχεία, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή.

170    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος πρέπει να γίνει δεκτό.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Το ποσό των προστίμων, τα οποία επιβλήθηκαν με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία στ΄, η΄ και θ΄, της αποφάσεως C(2012) 8839 τελικό της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.437 — Σωλήνες για οθόνες τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών), καθορίζεται σε 128 866 000 ευρώ ως προς την Panasonic Corp., για την άμεση συμμετοχή της στην παράβαση η οποία αφορά καθοδικούς σωλήνες έγχρωμου δέκτη που χρησιμοποιούνται σε οθόνες τηλεοράσεων, σε 82 826 000 ευρώ ως προς τις Panasonic, Toshiba Corp. και MT Picture Display Co. Ltd, από κοινού και αλληλεγγύως, και σε 7 530 000 ευρώ ως προς τις Panasonic και MT Picture Display, από κοινού και αλληλεγγύως.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Παπασάββας

Forwood

Bieliūnas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 —      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.