Language of document : ECLI:EU:C:2011:649

Υπόθεση C-439/09

Pierre Fabre Dermo-Cosmétique SAS

κατά

Président de l’Autorité de la concurrence

και

Ministre de l’Économie, de l’Industrie et de l’Emploi

(αίτηση του cour d'appel de Paris
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Άρθρο 101, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ ‑ Κανονισμός (ΕΚ) 2790/1999 – Άρθρα 2 έως 4 – Ανταγωνισμός – Περιοριστική πρακτική – Δίκτυο επιλεκτικής διανομής – Καλλυντικά και προϊόντα ατομικής περιποίησης – Γενική και απόλυτη απαγόρευση της πωλήσεως στο διαδίκτυο – Απαγόρευση που επέβαλε ο προμηθευτής στους εξουσιοδοτημένους διανομείς»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Σύστημα επιλεκτικής διανομής – Υποχρέωση, δυνάμει συμβατικής ρήτρας, πωλήσεως ορισμένων καλλυντικών και προϊόντων ατομικής περιποίησης σε υλικώς υπαρκτό χώρο παρουσία πτυχιούχου φαρμακοποιού – Απαράδεκτη αν δεν δικαιολογείται από τις ιδιότητες των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

2.        Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγόρευση – Απαλλαγή κατά κατηγορίες – Κάθετες συμφωνίες – Κανονισμός 2790/1999 – Σύμβαση επιλεκτικής διανομής – Ρήτρα που απαγορεύει de facto το Διαδίκτυο ως μέσο εμπορίας των συμβατικών προϊόντων – Αποκλείεται

(Άρθρο 101 § 3 ΣΛΕΕ· κανονισμός 2790/1999 της Επιτροπής, άρθρa 2 και 4, στοιχείο γ΄)

1.        Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα, στο πλαίσιο συστήματος επιλεκτικής διανομής, η οποία επιβάλλει την πραγματοποίηση των πωλήσεων καλλυντικών και προϊόντων ατομικής περιποίησης σε υλικώς υπαρκτό χώρο με την υποχρεωτική παρουσία πτυχιούχου φαρμακοποιού, με αποτέλεσμα την απαγόρευση της χρήσεως του διαδικτύου για τις εν λόγω πωλήσεις, συνιστά περιορισμό εξ αντικειμένου κατά την έννοια της διατάξεως αυτής εάν, κατόπιν αυτοτελούς και συγκεκριμένης εξετάσεως του περιεχομένου και του σκοπού της εν λόγω συμβατικής ρήτρας καθώς και του νομικού και οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου αυτή εντάσσεται, προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιοτήτων των επίμαχων προϊόντων, η εν λόγω ρήτρα δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Συγκεκριμένα, μια τέτοια συμβατική ρήτρα, αποκλείοντας de facto ένα μέσο εμπορίας των προϊόντων χωρίς να απαιτείται η φυσική μετακίνηση του πελάτη, περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα ενός εξουσιοδοτημένου διανομέα να πωλεί τα συμβατικά προϊόντα σε πελάτες που βρίσκονται εκτός της συμβατικής επικράτειας ή της ζώνης των δραστηριοτήτων του. Μπορεί, κατά συνέπεια, να περιορίσει τον ανταγωνισμό στον τομέα αυτό.

Υπάρχουν, εντούτοις, θεμιτές ανάγκες, όπως η διατήρηση ενός εξειδικευμένου εμπορίου που να είναι σε θέση να παρέχει ορισμένες υπηρεσίες για προϊόντα υψηλής ποιότητας και τεχνικής, οι οποίες δικαιολογούν τον περιορισμό του ανταγωνισμού μέσω των τιμών υπέρ του ανταγωνισμού βάσει άλλων στοιχείων, πλην των τιμών. Δεδομένου ότι τα συστήματα επιλεκτικής διανομής επιδιώκουν νόμιμο αποτέλεσμα, το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού που δεν έχει ως αντικείμενο μόνο τις τιμές, τα συστήματα αυτά αποτελούν στοιχείο του ανταγωνισμού που συνάδει προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, η οργάνωση ενός τέτοιου δικτύου δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον η επιλογή των μεταπωλητών γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ποιοτικού χαρακτήρα, τα οποία καθορίζονται ομοιόμορφα έναντι όλων των πιθανών μεταπωλητών και εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις, οι ιδιότητες του επίμαχου προϊόντος καθιστούν αναγκαίο ένα τέτοιο δίκτυο διανομής για τη διατήρηση της ποιότητας και τη διασφάλιση της ορθής χρήσεως των εν λόγω προϊόντων και, τέλος, τα καθορισθέντα κριτήρια δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου.

Όσον αφορά, ειδικότερα, την πώληση καλλυντικών και προϊόντων ατομικής περιποίησης, ο σκοπός της διατηρήσεως της εικόνας γοήτρου των προϊόντων αυτών δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο για τον περιορισμό του ανταγωνισμού και δεν μπορεί, συνεπώς, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι συμβατική ρήτρα επιδιώκουσα τον σκοπό αυτό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψεις 38, 40-41, 46-47 και διατακτ.)

2.        Το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2790/1999 για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών έχει την έννοια ότι η απαλλαγή κατά κατηγορία που προβλέπει το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού δεν ισχύει στην περίπτωση συμβάσεως επιλεκτικής διανομής περιέχουσας ρήτρα η οποία απαγορεύει de facto το διαδίκτυο ως μέσο εμπορίας των συμβατικών προϊόντων. Αντιθέτως, μια τέτοια σύμβαση μπορεί να τύχει, ατομικώς, της νόμιμης απαλλαγής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής.

Συγκεκριμένα, από το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2790/1999 προκύπτει ότι η απαλλαγή δεν ισχύει για τις κάθετες συμφωνίες οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που υπόκεινται στον έλεγχο των μερών, έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό των ενεργητικών ή παθητικών πωλήσεων σε τελικούς χρήστες από τα μέλη ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής που δραστηριοποιούνται στο επίπεδο λιανικής πωλήσεως, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα απαγορεύσεως των πωλήσεων μέλους του δικτύου από μη εγκεκριμένο σημείο εγκαταστάσεως. Η επίμαχη συμβατική ρήτρα έχει, τουλάχιστον, ως αντικείμενο τον περιορισμό των παθητικών πωλήσεων στους τελικούς χρήστες που επιθυμούν να αγοράσουν ένα προϊόν μέσω του διαδικτύου και βρίσκονται εκτός της φυσικής γεωγραφικής ζώνης του οικείου μέλους του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Εξάλλου, το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού, με τον όρο «σημείο εγκαταστάσεως», εννοεί μόνο τα σημεία πωλήσεως στα οποία πραγματοποιούνται άμεσες πωλήσεις. Κατά συνέπεια, συμβατική ρήτρα η οποία απαγορεύει de facto το διαδίκτυο ως μέσο εμπορίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ρήτρα που απαγορεύει στα μέλη του οικείου συστήματος επιλεκτικής διανομής να δραστηριοποιούνται από μη εγκεκριμένο σημείο εγκαταστάσεως, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 4, στοιχείο γ΄.

(βλ. σκέψεις 53-54, 56, 58-59 και διατακτ.)