Language of document : ECLI:EU:T:2022:696

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2022 (*)

«Θεσμικό δίκαιο – Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών – “Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe” – Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τους λόγους μη υποβολής προτάσεων για την έκδοση των νομικών πράξεων στις οποίες αναφέρεται η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ίση μεταχείριση – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑158/21,

Citizens’ Committee of the European Citizens’ Initiative «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe», εκπροσωπούμενη από τον T. Hieber, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από την

Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τον M. Fehér και την K. Szíjjártó,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις I. Martínez del Peral, I. Rubene, E. Stamate και D. Drambozova,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την Τ. Παπαδοπούλου,

και από τη

Σλοβακική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την E. Drugda

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Svenningsen, πρόεδρο, C. Mac Eochaidh (εισηγητή) και J. Laitenberger, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα για διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από την κοινοποίηση της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και εφόσον εκδόθηκε διάταξη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου η υπόθεση να εκδικασθεί χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Citizens’ Committee of the European Citizens’ Initiative «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe» ζητεί την ακύρωση της ανακοινώσεως C(2021) 171 final της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 2021, σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe» (στο εξής: προσβαλλόμενη ανακοίνωση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αίτηση καταχωρίσεως της προτεινόμενης Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών με τίτλο «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe» (στο εξής: προτεινόμενη ΕΕΠ) δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών (ΕΕ 2011, L 65, σ. 1).

3        Ο σκοπός της προτεινόμενης ΕΕΠ ήταν να απευθυνθεί έκκληση στην Ευρωπαϊκή Ένωση να εκδώσει σειρά νομικών πράξεων για τη βελτίωση της προστασίας των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές και γλωσσικές μειονότητες και την ενίσχυση της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας εντός της Ένωσης.

4        Στις 29 Μαρτίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2017/652 σχετικά με την προτεινόμενη ΕΕΠ (ΕΕ 2017, L 92, σ. 100). Στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως δηλώνει ότι καταχωρίζεται η προτεινόμενη ΕΕΠ και στην παράγραφο 2 παραθέτει τις εννέα προτάσεις για τις οποίες μπορούν να συγκεντρωθούν δηλώσεις υποστήριξης, ήτοι:

–        σύσταση του Συμβουλίου «σχετικά με την προστασία και την προώθηση της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας εντός της Ένωσης» (πρόταση 1)·

–        απόφαση ή κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με αντικείμενο την προσαρμογή «των προγραμμάτων χρηματοδοτήσεως προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση στις μικρές περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες» (πρόταση 2)·

–        απόφαση ή κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με αντικείμενο τη δημιουργία κέντρου γλωσσικής πολυμορφίας το οποίο θα ενισχύσει τη συνειδητοποίηση της σημασίας των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών και θα προωθήσει την πολυμορφία σε όλα τα επίπεδα, δράση η οποία θα χρηματοδοτηθεί κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση (πρόταση 3)·

–        κανονισμό που προσαρμόζει τους γενικούς κανόνες που ισχύουν για τα καθήκοντα, τους στόχους προτεραιότητας και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων κατά τρόπον ώστε να λαμβάνεται υπόψη η προστασία των μειονοτήτων και η προαγωγή της πολιτιστικής και της γλωσσικής πολυμορφίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι χρηματοδοτούμενες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης (πρόταση 4)·

–        κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με αντικείμενο την τροποποίηση του κανονισμού για το πρόγραμμα «Ορίζοντας 2020» προκειμένου να βελτιωθεί η έρευνα επί της προστιθέμενης αξίας που μπορούν να προσδώσουν οι εθνικές μειονότητες και η πολιτιστική και η γλωσσική πολυμορφία στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη στις περιφέρειες της Ένωσης (πρόταση 5)·

–        τροποποίηση της νομοθεσίας της Ένωσης προκειμένου να διασφαλισθεί η οιονεί ίση μεταχείριση μεταξύ των ανιθαγενών και των πολιτών της Ένωσης (πρόταση 6)·

–        κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου προκειμένου να κατοχυρωθεί ενιαίο δικαίωμα του δημιουργού το οποίο θα καθιστά δυνατή τη θεώρηση του συνόλου της Ένωσης ως εσωτερικής αγοράς στον τομέα των δικαιωμάτων του δημιουργού (πρόταση 7)·

–        τροποποίηση της οδηγίας 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ 2010, L 95, σ. 1), προκειμένου να διασφαλιστεί η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και η λήψη οπτικοακουστικού περιεχομένου στις περιφέρειες όπου κατοικούν εθνικές μειονότητες (πρόταση 8)·

–        κανονισμό ή απόφαση του Συμβουλίου προκειμένου να εισαχθεί εξαίρεση κατά κατηγορία για σχέδια που προωθούν τις εθνικές μειονότητες και τον πολιτισμό τους από τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (πρόταση 9).

5        Την 1η Ιανουαρίου 2020 ο κανονισμός 211/2011 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/788 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών (ΕΕ 2019, L 130, σ. 55, διορθωτικό ΕΕ 2019, L 334, σ. 168, και ΕΕ 2020, L 424, σ. 60), όπως τροποποιήθηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/1673 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2019, για την αντικατάσταση του παραρτήματος I του κανονισμού 2019/788 (ΕΕ 2019, L 257, σ. 1).

6        Στις 10 Ιανουαρίου 2020, έχοντας συγκεντρώσει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας περισσότερες από 1 300 000 δηλώσεις υποστήριξης, εκ των οποίων, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση, 1 128 422 δηλώσεις επικυρώθηκαν από τις αρμόδιες αρχές έντεκα κρατών μελών, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή την ΕΠΠ με τίτλο «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe» (στο εξής: ΕΠΠ).

7        Στις 5 Φεβρουαρίου 2020, σε συνάντηση με την Επιτροπή βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/788, η προσφεύγουσα παρουσίασε προφορικά τις προτάσεις της ΕΠΠ και διαβίβασε επεξηγηματικό έγγραφο των σχετικών νομοθετικών προτάσεων.

8        Στις 15 Οκτωβρίου 2020 πραγματοποιήθηκε η δημόσια ακρόαση ενώπιον του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 2019/788. Η ακρόαση που ήταν προγραμματισμένη αρχικά για τις 23 Μαρτίου 2020 είχε αναβληθεί λόγω της πανδημίας COVID‑19. Η προσφεύγουσα συμμετείχε στην ακρόαση αυτή μέσω τηλεδιασκέψεως.

9        Το Κοινοβούλιο, μετά από συζήτηση στην ολομέλεια στις 14 Δεκεμβρίου 2020, ενέκρινε στις 17 Δεκεμβρίου 2020 το ψήφισμα (2020)2846(RSP), P9_TA‑PROV(2020)0370 σχετικά με την ΕΠΠ. Στο σημείο 20 του ψηφίσματος, το Κοινοβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να δώσει συνέχεια στην πρωτοβουλία αυτή και να υποβάλει προτάσεις για έκδοση νομοθετικών πράξεων βάσει των Συνθηκών και του κανονισμού 2019/788, τηρουμένων των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, επισήμανε ότι η ΕΠΠ αφορούσε νομοθετικές προτάσεις σε εννέα διακριτούς τομείς και υπενθύμισε ότι η ΕΠΠ ζητούσε εξατομικευμένη εξέταση και αξιολόγηση κάθε προτάσεως.

10      Στις 14 Ιανουαρίου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη ανακοίνωση με την οποία τοποθετήθηκε επί του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου και απάντησε στις εννέα προτάσεις της ΕΠΠ. Κατόπιν αξιολογήσεως των προτάσεων αυτών, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα για τους λόγους της αρνήσεώς της να προβεί στις ενέργειες που ζητούνταν με την ΕΠΠ.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει στο σύνολό της την προσβαλλόμενη ανακοίνωση,

–        επικουρικώς, να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη ανακοίνωση στο μέτρο που πληρούνται οι προϋποθέσεις μερικής ακυρώσεως, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο

–        να απορρίψει την προσφυγή, και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Σλοβακική Δημοκρατία ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

14      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο δεύτερος λόγος νομικό σφάλμα και πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και ο τρίτος λόγος, που προβλήθηκε στο στάδιο της απαντήσεως, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, o οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

15      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως κατά την έκδοση της προσβαλλομένης ανακοινώσεως. Αφενός, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις προφορικές και γραπτές εξηγήσεις τις οποίες παρείχε η προσφεύγουσα τόσο στα έγγραφα που διαβίβασε στην Επιτροπή όσο και κατά τη συνάντηση με την Επιτροπή και την ακρόαση ενώπιον του Κοινοβουλίου. Αφετέρου, ορισμένοι από τους λόγους της προσβαλλομένης ανακοινώσεως παραπέμπουν απλώς σε άλλες πράξεις της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία της προσβαλλομένης ανακοινώσεως είναι ανεπαρκής, με εξαίρεση εκείνη που αφορά την πρόταση 5.

16      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία, αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία.

17      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως ατομικής αποφάσεως έχει ως σκοπό να παράσχει στον μεν ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση είναι πράγματι νόμιμη ή, ενδεχομένως, ενέχει πλημμέλεια ικανή να κλονίσει το κύρος της, στον δε δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως αυτής (βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18      Η υποχρέωση της Επιτροπής να εκθέσει, στην ανακοίνωση που εκδίδεται βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 2019/788, τα νομικά και πολιτικά συμπεράσματά της σχετικά με την εξεταζόμενη ΕΠΠ, τις ενέργειες στις οποίες σκοπεύει ενδεχομένως να προβεί σε συνέχεια της ΕΠΠ και τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να αναλάβει ή όχι δράση συνιστά ειδική έκφανση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που επιβάλλεται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διατάξεως (πρβλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Puppinck κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑418/18 P, EU:C:2019:1113, σκέψη 91, και της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψη 143).

19      Ομοίως, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του οργάνου που την εξέδωσε, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Puppinck κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑418/18 P, EU:C:2019:1113, σκέψεις 92 και 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψη 144 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20      Εξάλλου, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και των λοιπών τυπικών και διαδικαστικών περιορισμών στους οποίους υπόκειται η έκδοση της επίμαχης πράξεως έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στις περιπτώσεις όπου τα όργανα της Ένωσης έχουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Μόνον κατά τον τρόπο αυτόν είναι σε θέση ο δικαστής της Ένωσης να ελέγξει αν συντρέχουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως (βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψη 145 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Ως προς το τελευταίο ζήτημα, έχει ήδη κριθεί ότι, κατά την άσκηση της εξουσίας νομοθετικής πρωτοβουλίας, η Επιτροπή πρέπει να έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, δεδομένου ότι, μέσω της ασκήσεως αυτής, καλείται, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, να προωθήσει το κοινό συμφέρον της Ένωσης προβαίνοντας, εφόσον παρίσταται ανάγκη, σε δυσχερείς συμβιβασμούς διισταμένων συμφερόντων. Επομένως, η Επιτροπή πρέπει να έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όταν αποφασίζει αν θα αναλάβει δράση σε συνέχεια μιας ΕΠΠ, όπερ σημαίνει ότι η σχετική ανακοίνωση υπόκειται σε περιορισμένο έλεγχο εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, προκειμένου να εξακριβωθεί, μεταξύ άλλων, η επάρκεια της αιτιολογίας της (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Puppinck κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑418/18 P, EU:C:2019:1113, σκέψεις 88, 89 και 96, και της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψεις 169 και 170).

22      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη ανακοίνωση εκδόθηκε σε συνέχεια της ΕΠΠ η οποία είχε ως σκοπό, κατά την προσφεύγουσα, να κινητοποιήσει την Ένωση ώστε να βελτιώσει την προστασία των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές και γλωσσικές μειονότητες και να ενισχύσει την πολιτιστική και γλωσσική πολυμορφία εντός της Ένωσης. Για τον λόγο αυτόν, η ΕΠΠ περιείχε εννέα προτάσεις για την έκδοση νέων πράξεων ή την τροποποίηση υφιστάμενων πράξεων του δικαίου της Ένωσης. Με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση, η Επιτροπή αρνήθηκε, κατ’ ουσίαν, να προβεί στις ενέργειες που ζητήθηκαν με την ΕΠΠ.

23      Συναφώς, από την προσβαλλόμενη ανακοίνωση προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέθεσε, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 2019/788, τα νομικά και πολιτικά της συμπεράσματα βάσει των οποίων έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να αναλάβει δράση σε συνέχεια της ΕΠΠ. Πιο συγκεκριμένα, κατόπιν αναλύσεως, κυρίως, του νομικού πλαισίου που οριοθετεί τις εξουσίες της ίδιας και της Ένωσης ως προς την ανάληψη δράσης στον τομέα αυτό, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «μπορούν να ληφθούν τα ζητούμενα μέτρα σε ορισμένους τομείς». Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των δράσεων τις οποίες έχουν ήδη αναλάβει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στους τομείς που καλύπτονται από την ΕΠΠ και δεδομένου ότι η ίδια παρακολουθεί την υλοποίησή τους, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, στο παρόν στάδιο, «δεν απαιτείται καμία πρόσθετη νομική πράξη» για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η ΕΠΠ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξέθεσε, κατά τρόπο κατανοητό και επαρκή, τη νομική και πολιτική φύση των λόγων της αρνήσεώς της να προβεί στις ενέργειες που ζητήθηκαν με την ΕΠΠ.

24      Εξάλλου, οι λόγοι που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση προστίθενται στα στοιχεία τα οποία περιέχονταν, ειδικότερα, στην απόφαση 2017/652 και συμπληρώνουν επίσης την επικοινωνία που είχαν η προσφεύγουσα με την Επιτροπή στη συνάντηση της 5ης Φεβρουαρίου 2020. Η αιτιολογία της προσβαλλομένης ανακοινώσεως ενισχύεται λοιπόν από το όλο πλαίσιο της εκδόσεώς της, το οποίο ήταν γνωστό στην προσφεύγουσα.

25      Συνεπώς, η Επιτροπή εξέθεσε τους κύριους λόγους για τους οποίους, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής της ευχέρειας, αρνήθηκε να προβεί σε καθεμία από τις ενέργειες που πρότεινε η ΕΠΠ.

26      Το συμπέρασμα τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση, η Επιτροπή δεν τοποθετήθηκε ρητώς επί καθεμίας από τις γραπτές και προφορικές εξηγήσεις τις οποίες διατύπωσε η προσφεύγουσα σε σχέση με όλες τις προτάσεις. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 19 ανωτέρω, η νομολογία δεν επιβάλλει να παρατίθενται εξαντλητικά στην αιτιολογία όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από την Επιτροπή να λαμβάνει θέση επί κάθε γραπτής και προφορικής εξήγησης που έχει διατυπωθεί σε σχέση με όλες τις προτάσεις οι οποίες περιέχονται σε μια ΕΠΠ. Άλλωστε, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 25 ανωτέρω, η Επιτροπή έχει εκθέσει τους κύριους λόγους, τόσο πολιτικούς όσο και νομικούς, για τους οποίους αρνήθηκε να προχωρήσει στις ενέργειες που πρότεινε η ΕΠΠ.

27      Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή επανειλημμένως παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, διότι παρέπεμπε απλώς σε άλλες πράξεις της Ένωσης χωρίς να εξηγεί τη συνάφεια των πράξεων αυτών με την ΕΠΠ. Τούτο διότι εν αντιθέσει προς τα όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν παραπέμπει απλώς, χωρίς εξηγήσεις, σε άλλες πράξεις της Ένωσης, αλλά διευκρινίζει, αντιθέτως, ότι οι πράξεις αυτές άπτονται ορισμένων ζητημάτων στα οποία αναφέρεται η ΕΠΠ.

28      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης ανακοινώσεως παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αντιληφθεί αν η άρνηση της Επιτροπής να υποβάλει τις προτάσεις που περιέχονται στην ΕΠΠ είναι βάσιμη ή εσφαλμένη. Επιπλέον, η αιτιολογία αυτή καθιστά δυνατό τον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης ανακοινώσεως από τον δικαστή της Ένωσης. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη ανακοίνωση είναι επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμον.

29      Το συμπέρασμα αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να έχει υποπέσει η Επιτροπή σε νομικά σφάλματα ή σφάλματα εκτιμήσεως. Πράγματι, η υποχρέωση αιτιολογήσεως ως ουσιώδης τύπος του οποίου η παράβαση μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο λόγου ακυρώσεως σχετικού με ανεπάρκεια ή έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως πρέπει να διακρίνεται από τον έλεγχο του βασίμου της αιτιολογίας, που εμπίπτει στον έλεγχο της ουσιαστικής νομιμότητας και απαιτεί από τον δικαστή να εξακριβώσει εάν η αιτιολογία στην οποία στηρίζεται η πράξη ενέχει σφάλματα ή όχι. Πρόκειται δηλαδή για δύο ελέγχους διαφορετικής φύσης, που οδηγούν σε αυτοτελείς εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψη 146 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το βάσιμο της αιτιολογίας όσον αφορά τις προτάσεις 1, 3, 6 και 8, οι οποίες είναι οι μόνες που επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, θα εξετασθεί στις σκέψεις 42 έως 146 κατωτέρω.

30      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

31      Για τους ίδιους λόγους, είναι απορριπτέα και η αιτίαση της Ουγγαρίας ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως μη απαντώντας ρητώς σε καθένα από τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, o οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

32      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον δεν προσέφερε στην προσφεύγουσα τις ίδιες δυνατότητες να συζητήσει την επίμαχη ΕΠΠ και να την πείσει για τις ανησυχίες της, όπως είχε κάνει με τους διοργανωτές της ΕΠΠ «End the Cage Age», για την οποία η Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να υποβάλει νομοθετική πρόταση. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα έτυχε δυσμενούς μεταχειρίσεως σε σχέση με τους διοργανωτές της ΕΠΠ «End the Cage Age».

33      Πέραν της συναντήσεως της 5ης Φεβρουαρίου 2020 με βάση το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/788, η Επιτροπή ουδέποτε οργάνωσε ή πρότεινε περαιτέρω συναντήσεις με την προσφεύγουσα για να συζητήσει τους σκοπούς που επιδιώκει η ΕΠΠ. Από διάφορα έγγραφα που γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα κατόπιν αιτήσεως την οποία υπέβαλε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), μετά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ζητώντας πρόσβαση στα πρακτικά όλων των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της Επιτροπής και των διοργανωτών τριών ΕΠΠ, μεταξύ των οποίων η ΕΠΠ «End the Cage Age», προκύπτει ότι, στην περίπτωση της ΕΠΠ «End the Cage Age», η Επιτροπή συναντήθηκε με τους διοργανωτές της εν λόγω πρωτοβουλίας ή αντάλλαξε απόψεις μαζί τους μέσω τηλεφώνου τουλάχιστον τέσσερις φορές, πέραν της συναντήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/788. Τρεις από αυτές τις επιπλέον επικοινωνίες έλαβαν χώρα πριν από την υποβολή της ΕΠΠ «End the Cage Age».

34      Επίσης, μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου «συμπληρωματικό υπόμνημα», συνοδευόμενο από τέσσερα παραρτήματα. Στο «συμπληρωματικό υπόμνημα» επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι από την απάντηση της Επιτροπής σε νέα αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα, η οποία υποβλήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2021, προκύπτει ότι εκπρόσωποι των γραφείων των μελών της Επιτροπής πραγματοποίησαν, πριν από τη δημόσια ακρόαση, άλλες δύο συναντήσεις μέσω τηλεδιάσκεψης με εκπροσώπους των διοργανωτών της ΕΠΠ «End the Cage Age», πέραν των συναντήσεων που αναφέρθηκαν στο σημείο 33 ανωτέρω. Όλες οι ΕΠΠ όμως θα έπρεπε να τυγχάνουν της ίδιας προσοχής από την Επιτροπή, δεδομένου ότι το άρθρο 9 ΣΕΕ αποσκοπεί στην εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού για όλες τις ΕΠΠ. Στις παρατηρήσεις της επί του «συμπληρωματικού υπομνήματος», η Ουγγαρία υποστηρίζει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και προσθέτει ότι η προσέγγιση της Επιτροπής παραβιάζει όχι μόνον την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, αλλά και την αρχή της επιμελούς και αμερόληπτης διοικήσεως.

35      Η Επιτροπή αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία, ισχυριζόμενη ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος και ότι το «συμπληρωματικό υπόμνημα» και τα παραρτήματά του είναι απαράδεκτα.

36      Εν προκειμένω, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το παραδεκτό του μεν τρίτου λόγου ακυρώσεως, βάσει του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, των δε αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του ίδιου Κανονισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα γεγονότα που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

37      Αφενός, η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν τήρησε πλήρως τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από τα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού 2019/788 κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης ανακοινώσεως.

38      Αφετέρου, πέραν του ότι πρόκειται για δύο καταχωρισμένες ΕΠΠ οι οποίες έχουν καλύψει το απαιτούμενο ελάχιστο όριο υποστήριξης, η προσφεύγουσα ουδόλως εξήγησε για ποιον λόγο η προτεινόμενη ΕΠΠ είναι συγκρίσιμη με την ΕΠΠ «End the Cage Age», ιδίως από πλευράς των αντίστοιχων σκοπών τους και των πολιτικών ή νομικών δυσχερειών που παρουσιάζουν.

39      Υπό την επιφύλαξη της συμμορφώσεως προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού 2019/788, ο αριθμός των συναντήσεων τις οποίες οργανώνει η Επιτροπή με τους διοργανωτές μιας ΕΠΠ ενδέχεται να ποικίλλει, ανάλογα ιδίως με τη φύση ή την περιπλοκότητα της ΕΠΠ, όπερ σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να οργανώνει τον ίδιο αριθμό συναντήσεων με τους διοργανωτές κάθε ΕΠΠ. Επιπλέον, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 2019/788, η Επιτροπή οφείλει κατά την εξέταση των ΕΠΠ να τηρεί τη γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

40      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως της ΕΠΠ που οδήγησε στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση, η Επιτροπή ήταν σε θέση, χωρίς να παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, να θεωρήσει ότι ήταν επαρκώς ενημερωμένη με βάση τις γραπτές και προφορικές πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της και να κρίνει ότι δεν απαιτούνταν περαιτέρω συναντήσεις.

41      Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να απορριφθεί και η αιτίαση της Ουγγαρίας, η οποία επικαλείται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, καθόσον η ΕΠΠ «End the Cage Age» έτυχε μεγαλύτερης προσοχής εκ μέρους της Επιτροπής σε σχέση με την παρούσα ΕΠΠ.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά νομικό σφάλμα και πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά νομικό σφάλμα και πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως της Επιτροπής σε σχέση με την πρόταση 1

42      Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σκοπός της προτάσεως 1 είναι η έκδοση συστάσεως του Συμβουλίου που θα καθορίζει τρόπους προστασίας και προωθήσεως της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας, ιδίως όσον αφορά την προστασία της χρήσης περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών στους τομείς της δημόσιας διοικήσεως, των δημόσιων υπηρεσιών, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού, της δικαιοσύνης, των μέσων ενημέρωσης, της υγειονομικής περίθαλψης, του εμπορίου και της προστασίας των καταναλωτών (συμπεριλαμβανομένης της επισημάνσεως προϊόντων).

43      Ωστόσο, στην προτεινόμενη ΕΠΠ, η προσφεύγουσα επικαλείται μόνον το άρθρο 165, παράγραφος 4, δεύτερη περίπτωση, και το άρθρο 167, παράγραφος 5, δεύτερη περίπτωση, ΣΛΕΕ ως νομικές βάσεις της συστάσεως που ζητείται με την πρόταση 1 (στοιχείο αʹ της αιτιολογικής σκέψεως 4 της αποφάσεως 2017/652). Είναι σαφές όμως ότι οι εν λόγω νομικές βάσεις καλύπτουν μόνον τους τομείς της εκπαίδευσης και του πολιτισμού.

44      Εξάλλου, από τη συνδυαστική ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 5, του άρθρου 6, στοιχεία γʹ και εʹ, του άρθρου 165, παράγραφος 1, και του άρθρου 167, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν ευρεία αρμοδιότητα στον τομέα του πολιτισμού και της εκπαίδευσης [πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση), C‑66/18, EU:C:2020:792, σκέψη 74], δεδομένου ότι η αρμοδιότητα της Ένωσης σε θέματα εκπαίδευσης περιορίζεται στο να «αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών», χωρίς αυτή η αρμοδιότητα της Ένωσης να υποκαθιστά εκείνη των κρατών μελών.

45      Κατά συνέπεια, το ζήτημα εάν η προσβαλλόμενη ανακοίνωση ενέχει νομικό σφάλμα και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα ακριβώς του σκοπού που επιδιώκει η πρόταση 1 και των νομικών βάσεων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα σε σχέση με την πρόταση αυτή.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά νομικό σφάλμα

46      Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι η Ένωση δεν έχει αρμοδιότητα να εκδίδει συστάσεις σχετικά με την προώθηση και την προστασία των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών.

47      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία, αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία.

48      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την αξιολόγηση της προτάσεως 1, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Ένωση δεν είχε «νομοθετική αρμοδιότητα» στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι ότι δεν διέθετε καμία αρμοδιότητα στον τομέα αυτόν. Μολονότι η αιτιολογία αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση εκδόσεως σχετικής πρότασης συστάσεως του Συμβουλίου, η οποία δεν αποτελεί νομοθετική πράξη, πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο δεν επηρεάζει το κύρος της προσβαλλομένης ανακοινώσεως όσον αφορά την πρόταση 1, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 3.1 της προσβαλλομένης ανακοινώσεως, η άρνηση της Επιτροπής να προτείνει την έκδοση συστάσεως στο Συμβούλιο στηρίζεται στη διαπίστωση ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με την εν λόγω πρόταση μπορεί να επιτευχθεί με άλλα υφιστάμενα μέσα και πρωτοβουλίες που βρίσκονται εν εξελίξει. Η διαπίστωση αυτή, η οποία, κατά την προσφεύγουσα, ενέχει πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, θα εξεταστεί στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, στις σκέψεις 50 έως 89 κατωτέρω.

49      Επομένως, η πρώτη αιτίαση είναι απορριπτέα ως αλυσιτελής.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως

50      Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως αρνούμενη να δώσει συνέχεια στην πρόταση 1.

51      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία, αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία.

52      Συναφώς, όταν τα όργανα της Ένωσης, όπως η Επιτροπή εν προκειμένω, διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια και, ειδικότερα, όταν καλούνται να προβούν σε επιλογές ιδίως πολιτικής φύσεως, καθώς και να πραγματοποιήσουν σύνθετες εκτιμήσεις, ο δικαστικός έλεγχος των εκτιμήσεων επί των οποίων στηρίζεται η άσκηση της εξουσίας αυτής πρέπει να συνίσταται στην εξακρίβωση της απουσίας πρόδηλων σφαλμάτων (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Puppinck κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑418/18 P EU:C:2019:1113, σκέψεις 95 και 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψεις 169 και 170 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Επιπλέον, ένα σφάλμα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόδηλο μόνον αν είναι καταφανές. Επομένως, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση της προσβαλλομένης ανακοινώσεως, προϋποθέτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία οφείλει να προσκομίσει η προσφεύγουσα, είναι επαρκή για να στερήσουν από τις εκτιμήσεις της Επιτροπής την ευλογοφάνειά τους. Δηλαδή, ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως πρέπει να απορριφθεί εάν, παρά τα στοιχεία που προσκομίζει η προσφεύγουσα, η αμφισβητούμενη εκτίμηση εξακολουθεί να μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη και εύλογη [πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2019, Fleig κατά ΕΥΕΔ, T‑492/17, EU:T:2019:211, σκέψη 55 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

54      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η ύπαρξη του ευρωπαϊκού χάρτη των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 5ης Νοεμβρίου 1992 (σειρά ευρωπαϊκών συνθηκών – αριθ. 148, στο εξής: Χάρτης του Συμβουλίου της Ευρώπης) δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αντιθέτως προς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση, την άρνηση του θεσμικού αυτού οργάνου να δώσει συνέχεια στην πρόταση 1. Αφενός, η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος του Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αφετέρου, αρκετά κράτη μέλη της Ένωσης δεν τον έχουν υπογράψει ή επικυρώσει.

55      Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση ότι η Ένωση ενθαρρύνει τα κράτη μέλη της να υπογράψουν τον Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης και μνημονεύει τακτικά τον Χάρτη ως το νομικό μέσο που χαράσσει τις κατευθυντήριες γραμμές για την προώθηση και την προστασία των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών.

56      Το γεγονός ότι η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στον Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η Ένωση παραπέμπει τακτικά στο κείμενο αυτό ως νομική πράξη που χαράσσει τις κατευθυντήριες γραμμές για την προώθηση και την προστασία των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών. Άλλωστε, το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν τον έχουν υπογράψει ή επικυρώσει ακόμη είναι άνευ σημασίας για την αξιολόγηση της δράσης της Ένωσης στον τομέα αυτόν.

57      Επιπλέον, δεν ασκεί καμία επιρροή ο ισχυρισμός της Ουγγαρίας ότι ορισμένα κράτη μέλη που έχουν επικυρώσει τον Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης επιφυλάσσουν μόνον σε περιορισμένο αριθμό γλωσσών την προστασία την οποία παρέχει το εν λόγω κείμενο, ενώ η πρόταση 1 αποσκοπεί στην υποστήριξη όλων των μειονοτικών γλωσσών σε όλα τα κράτη μέλη.

58      Πιο συγκεκριμένα, δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί από την Επιτροπή, ούτε και καμία διάταξη του κανονισμού 2019/788 της επιβάλλει, να λάβει υπόψη, εν προκειμένω, μόνον πράξεις που αφορούν το σύνολο των κρατών μελών και όλες τις περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες τις οποίες καλύπτει η πρόταση 1. Η Επιτροπή μπορεί λοιπόν να λάβει υπόψη ακόμη και πράξη η οποία συμβάλλει στη μερική μόνον επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η εξεταζόμενη πρόταση. Δηλαδή, δεν έχει σημασία το ότι μία πράξη, μεμονωμένα, δεν επιτυγχάνει πλήρως τον επιδιωκόμενο με την πρόταση 1 σκοπό, εάν όλες οι πράξεις που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση δύνανται, από κοινού, να τον επιτύχουν.

59      Τέλος, η προσφεύγουσα εσφαλμένως υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αρνηθεί να αναλάβει δράση επικαλούμενη άλλες πράξεις διεθνούς δικαίου και ότι η Ένωση είναι υποχρεωμένη να ασκεί τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί από τα κράτη μέλη.

60      Επ’ αυτού, αρκεί να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ, σκοπός της ΕΠΠ είναι «να [κληθεί]» η Επιτροπή να υποβάλει κατάλληλη πρόταση για την εφαρμογή των Συνθηκών και όχι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αναλάβει τη δράση ή τις δράσεις τις οποίες αφορά η εξεταζόμενη ΕΠΠ (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Puppinck κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑418/18 P, EU:C:2019:1113, σκέψη 57). Εξάλλου, οι εξηγήσεις τις οποίες παρέσχε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση μαρτυρούν την αποτελεσματική άσκηση από την Ένωση των περιορισμένων εξουσιών που της απονέμουν οι Συνθήκες. Η Ένωση, δηλαδή, ενθαρρύνοντας τα κράτη μέλη να υπογράψουν τον Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης και παραπέμποντας σε αυτόν, υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στον συγκεκριμένο τομέα.

61      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7 της συμβάσεως για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης, η οποία συνήφθη κατά τη γενική διάσκεψη της Unesco που πραγματοποιήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2005 στο Παρίσι και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2006/515/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 2006 (ΕΕ 2006, L 201, σ. 15, στο εξής: Σύμβαση Unesco), δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση να δοθεί συνέχεια στην πρόταση 1, αντιθέτως προς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το θεσμικό αυτό όργανο με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, δεν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, των εκτελεστικών μέτρων που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση και επικεντρώνονται στην κοινωνική ένταξη, και, αφετέρου, του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η πρόταση 1, ήτοι της προστασίας και της προωθήσεως των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών.

62      Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όπως διευκρινίζει η προσβαλλόμενη ανακοίνωση, σκοπός του άρθρου 7 της Συμβάσεως Unesco είναι να ενθαρρύνει τα άτομα, «συμπεριλαμβάνοντας τα πρόσωπα που ανήκουν στις μειονότητες», και τις κοινωνικές ομάδες να δημιουργήσουν, να παραγάγουν, να διαδώσουν και να διανείμουν τη δική τους πολιτιστική έκφραση και να έχουν πρόσβαση σε αυτή. Επιπλέον, όπως αναφέρεται και στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση, η ίδια η Σύμβαση UNESCO υπενθυμίζει ότι η γλωσσική πολυμορφία αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της πολιτιστικής πολυμορφίας και επιβεβαιώνει τον θεμελιώδη ρόλο που διαδραματίζει η εκπαίδευση στην προστασία και την προώθηση της πολιτιστικής έκφρασης.

63      Αντιθέτως λοιπόν προς την άποψη της προσφεύγουσας, η Σύμβαση Unesco δεν είναι προδήλως άσχετη με τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η πρόταση 1.

64      Ομοίως, τα εκτελεστικά μέτρα που έλαβε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 7 της Συμβάσεως Unesco, ήτοι η διοργάνωση συζητήσεων μεταξύ των κρατών μελών και πολιτιστικών φορέων για τη συμβολή του πολιτισμού στην κοινωνική ένταξη και τον διαπολιτισμικό διάλογο, δεν είναι προδήλως άσχετα με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η πρόταση 1.

65      Ασφαλώς, η πρόταση 1 δεν επικεντρώνεται στην κοινωνική ένταξη. Εντούτοις, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η διοργάνωση τέτοιων συζητήσεων είναι πιθανόν, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει η Σύμβαση Unesco, να συμβάλει στην προώθηση και την προστασία των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών, έστω και μόνον στον τομέα του πολιτισμού. Συνεπώς, το γεγονός ότι τα εν λόγω εκτελεστικά μέτρα προωθούν την κοινωνική ένταξη δεν αποκλείει το ενδεχόμενο τα ίδια μέτρα να μπορούν να συμβάλλουν, συγχρόνως, στην προώθηση και προστασία των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών.

66      Εξάλλου, αντιθέτως προς την άποψη την οποία υποστήριξε η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως, το γεγονός ότι ελήφθησαν τα εκτελεστικά αυτά μέτρα αποδεικνύει την αποτελεσματική άσκηση από την Ένωση των περιορισμένων εξουσιών που της απονέμουν οι Συνθήκες. Διοργανώνοντας συζητήσεις μεταξύ των κρατών μελών και πολιτιστικών φορέων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 της Συμβάσεως Unesco, η Ένωση υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στον τομέα αυτόν.

67      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το πρόγραμμα εργασιών 2019-2022 του Συμβουλίου στον πολιτιστικό τομέα και τα συγκεκριμένα μέτρα που αναμένεται να προτείνει η ομάδα εμπειρογνωμόνων «Πολυγλωσσία και μετάφραση», η οποία συστάθηκε στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος εργασιών, δεν σχετίζονται με τον σκοπό που επιδιώκει η πρόταση 1, δεδομένου ότι δεν περιέχουν καμία μνεία στις περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες. Κατά συνέπεια, το ως άνω πρόγραμμα εργασιών και τα συγκεκριμένα μέτρα δεν μπορούν να δικαιολογήσουν, αντιθέτως προς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση, την άρνηση του θεσμικού αυτού οργάνου να δώσει συνέχεια στην αντίστοιχη πρόταση.

68      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, το παράρτημα I των συμπερασμάτων του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα εργασιών στον πολιτιστικό τομέα (2019-2022) (ΕΕ 2018, C 460, σ. 12) προβλέπει ότι το πρόγραμμα εργασιών στον πολιτιστικό τομέα βασίζεται σε οκτώ κατευθυντήριες αρχές. Η τρίτη από τις κατευθυντήριες αυτές αρχές ορίζει ρητώς ότι η πολιτιστική και γλωσσική πολυμορφία συνιστά ουσιαστικό πλεονέκτημα της Ένωσης, ενώ η προστασία και η προώθησή της αποτελούν τον πυρήνα της πολιτιστικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο (παράρτημα Ι, τίτλος Ι, τρίτη περίπτωση). Ομοίως το Συμβούλιο σημειώνει στο ίδιο παράρτημα, στην περιγραφή της τρίτης προτεραιότητας, η οποία αφορά «[έ]να οικοσύστημα που να στηρίζει τους καλλιτέχνες, τους επαγγελματίες του πολιτισμού και της δημιουργίας και το ευρωπαϊκό περιεχόμενο», στο ίδιο παράρτημα, ότι ο πολιτιστικός τομέας στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από πολιτιστική και γλωσσική πολυμορφία (παράρτημα Ι, τίτλος ΙΙ, μέρος Γ).

69      Επίσης, το ίδιο παράρτημα Ι προβλέπει ότι τα μέλη της ομάδας εμπειρογνωμόνων «Πολυγλωσσία και μετάφραση» θα ανταλλάξουν βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τη στήριξη της μετάφρασης στον τομέα του βιβλίου και των εκδόσεων, καθώς και σε άλλους κλάδους του πολιτισμού και της δημιουργίας, και θα συστήσουν συγκεκριμένα μέτρα στο πλαίσιο του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη» για την προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας και την κυκλοφορία των έργων (παράρτημα Ι, τίτλος ΙV, μέρος Γ).

70      Επομένως, το εν λόγω πρόγραμμα εργασιών και οι δράσεις τις οποίες οφείλει να αναλάβει η ομάδα εμπειρογνωμόνων «Πολυγλωσσία και μετάφραση» δεν είναι προδήλως άσχετες με τον σκοπό που επιδιώκει η πρόταση 1, δηλαδή την προώθηση και την προστασία των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών, έστω και μόνον στον τομέα του πολιτισμού.

71      Το συμπέρασμα τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ούτε το επίμαχο πρόγραμμα εργασιών ούτε η περιγραφή των δράσεων της ομάδας εμπειρογνωμόνων «Πολυγλωσσία και μετάφραση» περιέχουν ρητή μνεία στις περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι τα συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα εργασιών στον πολιτιστικό τομέα (2019-2022) δεν προβλέπουν ρητή εξαίρεση των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών. Ομοίως, σε κανένα σημείο των συμπερασμάτων του Συμβουλίου δεν αναφέρεται ότι το σχετικό πρόγραμμα εργασιών και οι δράσεις της ομάδας εμπειρογνωμόνων «Πολυγλωσσία και μετάφραση» περιορίζονται στις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

72      Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η σύσταση του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2018, για την προώθηση των κοινών αξιών, της εκπαίδευσης χωρίς αποκλεισμούς και της ευρωπαϊκής διάστασης της διδασκαλίας (ΕΕ 2018, C 195, σ. 1), δεν έχει καμία σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η πρόταση 1, δεδομένου ότι δεν προτείνει συγκεκριμένες λύσεις για την προστασία και την προώθηση της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας. Κατά συνέπεια, η σύσταση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αντιθέτως προς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση, την άρνηση του θεσμικού αυτού οργάνου να δώσει συνέχεια στην αντίστοιχη πρόταση.

73      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Από την προαναφερθείσα σύσταση, την οποία αρμόδια να θέσουν σε εφαρμογή στην πράξη είναι κατά βάση τα κράτη μέλη, προκύπτει ρητώς ότι σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, να προαχθούν, και μάλιστα σε όλες τις ηλικίες, από την πιο νεαρή, και σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, οι κοινές αξίες στις οποίες στηρίζεται η Ένωση. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων ο οποίος κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, σε συνδυασμό με τον σκοπό του σεβασμού του πλούτου της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας, όπως δηλώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΕ και στο άρθρο 165, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αυτές αξίες της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2022, Ρουμανία κατά Επιτροπής, C‑899/19 P, EU:C:2022:41, σκέψη 54, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T‑391/17, EU:T:2019:672, σκέψη 56).

74      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η προαναφερθείσα σύσταση, στον βαθμό που επιδιώκει την προώθηση των αξιών της Ένωσης στον τομέα της εκπαίδευσης, είναι πιθανό να συμβάλει, έστω και εν μέρει, στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η πρόταση 1.

75      Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η σύσταση του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2019, για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά τη διδασκαλία και την εκμάθηση γλωσσών (ΕΕ 2019, C 189, σ. 15), δεν έχει καμία σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η πρόταση 1, δεδομένου ότι επικεντρώνεται αποκλειστικώς στην εκμάθηση των επίσημων γλωσσών της Ένωσης με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας και της επαγγελματικής κινητικότητας. Συνεπώς, η ως άνω σύσταση δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αντιθέτως προς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση, την άρνηση του θεσμικού αυτού οργάνου να δώσει συνέχεια στην αντίστοιχη πρόταση.

76      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, από κανένα σημείο της εν λόγω συστάσεως, η οποία αποσκοπεί στη βελτίωση της διδασκαλίας και της εκμάθησης γλωσσών, δεν προκύπτει ρητώς ότι το περιεχόμενό της περιορίζεται μόνον στις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

77      Ομοίως, σε αντίθεση με την άποψη της προσφεύγουσας, το παράρτημα που επισυνάπτεται στην επίμαχη σύσταση, σχετικά με τη γλωσσική ευαισθητοποίηση στα σχολεία, δεν αναφέρεται αποκλειστικώς και μόνον στην εκμάθηση των επίσημων γλωσσών της Ένωσης.

78      Τα στοιχεία αυτά αρκούν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ούτε η ως άνω σύσταση ούτε το παράρτημά της περιορίζονται μόνον στην εκμάθηση και τη διδασκαλία των επίσημων γλωσσών της Ένωσης.

79      Τέλος, η προσφεύγουσα εσφαλμένως υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η πρόταση 1 δεν αφορά τη διδασκαλία και την εκμάθηση γλωσσών, αλλά τη δυνατότητα των ομιλητών να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα «σε όλους τους τομείς της ζωής», ακόμη και όταν πρόκειται για περιφερειακή ή μειονοτική γλώσσα.

80      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, η πρόταση 1 αφορά μόνον τον τομέα του πολιτισμού και της εκπαίδευσης. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν εξέτασε τη χρήση των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών σε άλλους «τομείς της ζωής». Εξάλλου, η προσφεύγουσα επισήμανε, εν πάση περιπτώσει, ότι η σύσταση της οποίας η έκδοση ζητήθηκε με την πρόταση 1 θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να περιγράφει και να προτείνει τις βέλτιστες λύσεις για να «παύσει η εξαφάνιση» των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών στην Ένωση. Η προσφεύγουσα διευκρίνισε επίσης, στο πλαίσιο της προτεινόμενης ΕΠΠ, ότι η σύσταση αυτή θα έπρεπε να λάβει υπόψη τη μείωση της γλωσσικής ποικιλομορφίας και της «εκμάθησης γλωσσών» εντός της Ένωσης. Η ίδια η προσφεύγουσα, δηλαδή, συνέδεσε κατά τρόπο σαφή και άμεσο την πρόταση 1 με την «εκμάθηση γλωσσών».

81      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως διαπιστώνοντας ότι η εν λόγω σύσταση, στον βαθμό που αποσκοπεί στην προώθηση της διδασκαλίας και της εκμάθησης γλωσσών, είναι πιθανό να συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η πρόταση 1.

82      Έκτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι τα μέτρα που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Μια Ένωση ισότητας: στρατηγικό πλαίσιο της ΕΕ για την ισότητα, την ένταξη και τη συμμετοχή των Ρομά» [COM(2020) 620 final] και στην πρόταση συστάσεως του Συμβουλίου για την ισότητα, την ένταξη και τη συμμετοχή των Ρομά [COM(2020) 621 final], δεν εξυπηρετούν τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η πρόταση 1 και έχουν περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, δεδομένου ότι αφορούν συγκεκριμένη ομάδα ατόμων, δηλαδή τους Ρομά. Κατά συνέπεια, ούτε η ανακοίνωση ούτε η πρόταση συστάσεως μπορούν να δικαιολογήσουν, αντιθέτως προς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση, την άρνηση του θεσμικού αυτού οργάνου να δώσει συνέχεια στην αντίστοιχη πρόταση.

83      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Μολονότι η ανακοίνωση και η πρόταση συστάσεως επικεντρώνονται στους Ρομά, τούτο δεν μειώνει τη σημασία τους για την παρούσα υπόθεση. Πράγματι, η ίδια η προσφεύγουσα αναφέρθηκε σε αυτήν την κοινότητα ανθρώπων στο πλαίσιο της προτεινόμενης ΕΠΠ, επισημαίνοντας ειδικότερα ότι πρόκειται για «τη μεγαλύτερη και πιο αποκλεισμένη μειονοτική ομάδα στην Ευρώπη». Επομένως, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως και της πρότασης συστάσεως συμπίπτει εν μέρει με το πεδίο εφαρμογής της προτάσεως 1. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή, ούτε και καμία διάταξη του κανονισμού 2019/788 της επιβάλλει, να λάβει υπόψη, κατά την εξέταση μιας ΕΠΠ, μόνον πράξεις της Ένωσης οι οποίες καλύπτουν το σύνολο των προσώπων που αφορά αυτή η ΕΠΠ. Όπως σημειώθηκε ανωτέρω στη σκέψη 58, δεν έχει σημασία ότι μία πράξη, μεμονωμένα, δεν επιτυγχάνει πλήρως τον επιδιωκόμενο με την πρόταση 1 σκοπό, εάν όλες οι πράξεις που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση δύνανται, από κοινού, να τον επιτύχουν.

84      Επιπλέον, η προσφεύγουσα εσφαλμένως υποστηρίζει ότι η ανακοίνωση και η πρόταση συστάσεως δεν έχουν καμία σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η πρόταση 1. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ουδόλως αμφισβήτησε, ούτε με το δικόγραφο της προσφυγής όσο με το υπόμνημα απαντήσεως, την εκτίμηση την οποία διατύπωσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση, ότι η προαναφερθείσα πρόταση συστάσεως καλεί, μεταξύ άλλων, «τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν τη ρομανί […] στα σχολικά προγράμματα και τα σχολικά βιβλία τόσο για τους Ρομά όσο και για τους μη Ρομά μαθητές». Τούτο επιβεβαιώνεται, επίσης, από το σημείο 2, στοιχείο ζʹ, της πρότασης συστάσεως, το οποίο καλεί τα κράτη μέλη να προαγάγουν την ευαισθητοποίηση σχετικά με τη γλώσσα ρομανί, «ιδίως με τη λήψη μέτρων για την κατάλληλη κατάρτιση των εκπαιδευτικών και τον σχεδιασμό κατάλληλων προγραμμάτων σπουδών».

85      Έβδομον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η συμπερίληψη ζητημάτων συνδεόμενων με τις μειονότητες στις ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του Χάρτη δεν έχει καμία σημασία για την πρόταση 1. Τούτο διότι, κατά την άποψή της, η δυνατότητα εφαρμογής του Χάρτη είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι τα θέματα της χρήσης γλωσσών εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η συμπερίληψη μειονοτικών ζητημάτων στις ετήσιες εκθέσεις για την εφαρμογή του Χάρτη δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αντιθέτως προς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση, την άρνηση του θεσμικού αυτού οργάνου να δώσει συνέχεια στην αντίστοιχη πρόταση.

86      Επ’ αυτού, μολονότι η χρήση των γλωσσών εμπίπτει σε μεγάλο βαθμό στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η Ένωση δεν στερείται σχετικών αρμοδιοτήτων στους τομείς της εκπαίδευσης και του πολιτισμού (βλ. ανωτέρω, σκέψη 44). Πέραν τούτου, από τις σκέψεις 54 έως 84 ανωτέρω προκύπτει ότι η Ένωση έκανε χρήση της αρμοδιότητάς της ακριβώς στους τομείς που καλύπτονται από την πρόταση 1, και δη, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 64 έως 66 ανωτέρω, εγκρίνοντας και θέτοντας σε εφαρμογή τη Σύμβαση Unesco. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο Χάρτης να έχει εφαρμογή σε καταστάσεις που καλύπτονται από την πρόταση 1 και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, η Επιτροπή να αναφέρει τις καταστάσεις αυτές στις ετήσιες θεματικές εκθέσεις της.

87      Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η συμπερίληψη του ζητήματος της προώθησης των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών στις ετήσιες θεματικές εκθέσεις δεν συμβάλλει ουσιαστικά στην επίτευξη του σκοπού της προτάσεως 1. Η αιτιολογία που εκτίθεται στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση για να δικαιολογηθεί η απόφαση να μη δοθεί συνέχεια στην πρόταση 1 δεν στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνον στο γεγονός ότι το ζήτημα συμπεριλαμβάνεται στις ετήσιες θεματικές εκθέσεις. Όπως επισημαίνεται στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση, αλλά και στο σημείο 52 του υπομνήματος απαντήσεως από την ίδια την προσφεύγουσα, η Επιτροπή αιτιολόγησε την άρνησή της στηριζόμενη σε μια δέσμη μέτρων. Επομένως, όπως σημειώθηκε ήδη στις σκέψεις 58 και 83 ανωτέρω, είναι άνευ σημασίας το ότι οι ετήσιες θεματικές εκθέσεις, μεμονωμένες, ενδέχεται να μην έχουν την ίδια προστιθέμενη αξία με τη σύσταση της οποίας η έκδοση ζητήθηκε με την πρόταση 1.

88      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας, βάσει των υφιστάμενων νομικών και πραγματικών στοιχείων κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης ανακοινώσεως και για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 2.1 και 3.1 της ανακοινώσεως αυτής, ότι δεν ήταν αναγκαία καμία επιπλέον νομική πράξη για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η πρόταση 1, δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός μπορούσε να επιτευχθεί μέσω όλων συνολικά των πράξεων που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση. Η Επιτροπή δεν υπέπεσε λοιπόν σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αρνούμενη να δώσει συνέχεια στην πρόταση 1.

89      Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση είναι απορριπτέα και, κατ’ επέκταση, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως της Επιτροπής σε σχέση με την πρόταση 3

90      Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αρνούμενη να δώσει συνέχεια στην πρόταση 3, η οποία αποσκοπούσε στη δημιουργία κέντρου γλωσσικής πολυμορφίας στον τομέα των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών, χρηματοδοτούμενου από την Ένωση και επιφορτισμένου με το καθήκον να ευαισθητοποιήσει το κοινό ως προς τη σημασία των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών και να προωθήσει την πολυμορφία σε όλα τα επίπεδα, με αποστολή να καταστήσει τις γνώσεις και τις δεξιότητες προσβάσιμες σε όλους τους σχετικούς φορείς δίνοντας προτεραιότητα, ιδίως, στις μικρότερες και πιο ευάλωτες κοινότητες της Ευρώπης. Κατά την προσφεύγουσα, τα άλλα μέτρα τα οποία προτίμησε η Επιτροπή στην προκειμένη περίπτωση, ιδίως η διατήρηση και ανάπτυξη της συνεργασίας της με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Σύγχρονων Γλωσσών του Συμβουλίου της Ευρώπης (στο εξής: ΕΚΣΓ), δεν είναι κατάλληλα για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η παρούσα πρόταση.

91      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία, αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία, ισχυριζόμενη ότι το παρόν σκέλος είναι αβάσιμο.

92      Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η πρόταση 3, όπως καταχωρίστηκε, καλούσε την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση αποφάσεως ή κανονισμού του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη δημιουργία κέντρου γλωσσικής πολυμορφίας, το οποίο θα ενίσχυε τη συνειδητοποίηση της σημασίας των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών και θα προωθούσε την πολυμορφία σε όλα τα επίπεδα, δράση η οποία θα χρηματοδοτούνταν κυρίως από την Ένωση.

93      Στα σημεία 2.3 και 3.3 της προσβαλλομένης ανακοινώσεως, η Επιτροπή επισημαίνει, αφενός, ότι κύριος άξονας των προσπαθειών της Ένωσης για ευαισθητοποίηση όσον αφορά τη σημασία της γλωσσικής πολυμορφίας, συμπεριλαμβανομένης της εκμάθησης γλωσσών, είναι η στενή συνεργασία με το Συμβούλιο της Ευρώπης, του οποίου η δράση στον τομέα αυτό βασίζεται, αφενός, στον προαναφερθέντα στη σκέψη 54 Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης και, αφετέρου, στο ΕΚΣΓ, το οποίο λειτουργεί ως κέντρο αριστείας για τη διδασκαλία και εκμάθηση γλωσσών και υποστηρίζει τη διδασκαλία στη μητρική γλώσσα του μαθητή, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις μειονοτικές γλώσσες. Εξηγεί ότι στηρίζει το ΕΚΣΓ και συνεργάζεται με αυτό στο πλαίσιο συγκεκριμένων κοινών συμφωνιών που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας, της αποτελεσματικότητας και της ελκυστικότητας της διδασκαλίας γλωσσών και στην περαιτέρω ανάπτυξη της εξέτασης και της αξιολόγησης των μαθησιακών αποτελεσμάτων, προκειμένου να δημιουργηθεί σταδιακά μια κοινή βάση για τα συστήματα αξιολογήσεως στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις γλώσσες (στο εξής: ΚΕΠΑ). Αφετέρου, η Επιτροπή τονίζει ότι βοηθά τα κράτη μέλη της Ένωσης να εφαρμόσουν την προαναφερθείσα στη σκέψη 75 σύσταση για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στη διδασκαλία και εκμάθηση γλωσσών. Η Επιτροπή θεωρεί κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι είναι αποτελεσματικό και ουσιαστικό να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί η συνεργασία μέσω του ΕΚΣΓ και να υποστηριχθούν τα κράτη μέλη ως προς την εφαρμογή της συστάσεως αυτής, προκειμένου οι προσπάθειες της Ένωσης να είναι στοχευμένες και να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη προσπαθειών και πόρων, και, δεύτερον, ότι δεν απαιτείται οποιαδήποτε πρόσθετη νομική πράξη.

94      Το πρώτο επιχείρημα που προβάλλει η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη κατ’ ουσίαν από την Ουγγαρία, είναι ότι το ΕΚΣΓ δεν είναι κατάλληλο για την εκπλήρωση των καθηκόντων και των σκοπών ενός κέντρου γλωσσικής πολυμορφίας στον τομέα των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών. Αφενός, οι αρμοδιότητες του ΕΚΣΓ δεν καλύπτουν τέτοια καθήκοντα και τους σκοπούς, όπως προκύπτει και από το καταστατικό του, όπου δεν περιέχεται καμία μνεία στις γλώσσες αυτές ή στα λοιπά καθήκοντα στα οποία αναφέρεται η πρόταση 3. Αφετέρου, οι δραστηριότητες του ΕΚΣΓ δεν καλύπτουν την προώθηση των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών, ούτε τους σκοπούς που επιδιώκονται με την πρόταση 3, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι εν λόγω γλώσσες δεν μνημονεύονται ρητώς σε κανένα από τα σχέδια του προγράμματος 2020‑2023 του ΕΚΣΓ και από το ότι οι δραστηριότητες κατάρτισης και παροχής συμβουλών του προγράμματος αυτού δεν περιλαμβάνουν καμία σημαντική δράση σε σχέση με την προώθηση των γλωσσών αυτών. Επιπλέον, σύμφωνα με τη θεσμική δομή του Συμβουλίου της Ευρώπης, η γραμματεία του είναι υπεύθυνη για την προώθηση των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών βάσει του προαναφερθέντος στη σκέψη 54 Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ωστόσο, αρκετές χώρες που αρνήθηκαν να υπογράψουν ή να επικυρώσουν τον Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης προσχώρησαν στη συμφωνία του ΕΚΣΓ. Η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι το ΕΚΣΓ και η αρμόδια για τις μειονοτικές γλώσσες υπηρεσία του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελούν χωριστές οργανωτικές μονάδες μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει καμία σύνδεση ή συνεργασία.

95      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

96      Πρώτον, το γεγονός ότι το καταστατικό του ΕΚΣΓ δεν περιέχει ειδική αναφορά στις περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες επ’ ουδενί σημαίνει ότι οι γλώσσες αυτές αποκλείονται από τα καθήκοντα και τους σκοπούς του.

97      Δεύτερον, όπως επισημαίνεται στο σημείο 2.3 της προσβαλλομένης ανακοινώσεως και στις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, τα καθήκοντα που ασκεί και οι στρατηγικοί και επιχειρησιακοί στόχοι που επιδιώκει το ΕΚΣΓ, όπως περιγράφονται στο άρθρο 1 του καταστατικού του, περιλαμβάνουν την εφαρμογή γλωσσικών πολιτικών, την προώθηση καινοτόμων προσεγγίσεων για την εκμάθηση και τη διδασκαλία «σύγχρονων» γλωσσών, την πρακτική της εκμάθησης και διδασκαλίας των γλωσσών αυτών, την προώθηση του διαλόγου και των ανταλλαγών, την παροχή υποστήριξης για ερευνητικά σχέδια και τη συλλογή και διάδοση ορθών πρακτικών στον τομέα της εκμάθησης και διδασκαλίας τους. Τίποτε δεν υποδηλώνει όμως ότι τα καθήκοντα και οι σκοποί αυτοί δεν είναι πιθανό να συμβάλουν, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, στη συνειδητοποίηση της σημασίας όλων των «σύγχρονων» γλωσσών των ενδιαφερόμενων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών, καθώς και στην προώθηση της πολυμορφίας, έστω και μόνο της γλωσσικής και πολιτιστικής πολυμορφίας, ήτοι στους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η πρόταση 3, όπως έχει καταχωριστεί.

98      Τρίτον, όσον αφορά τις δραστηριότητες του ΕΚΣΓ, αφενός, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το πρόγραμμα του ΕΚΣΓ για την περίοδο 2020‑2023 περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα σχέδιο με τίτλο «Ενθάρρυνση της γλωσσικής εκπαίδευσης στη διασυνοριακή επαγγελματική κατάρτιση», του οποίου το αντικείμενο υπενθυμίζει τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η προώθηση της εκμάθησης γλωσσών στις διασυνοριακές περιοχές. Το σχέδιο αυτό δεν φαίνεται να είναι προδήλως άσχετο με την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η πρόταση 3, δηλαδή τη συνειδητοποίηση της σημασίας της πολυγλωσσίας, ιδίως όσον αφορά τις περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες, και την προώθηση της πολυμορφίας, ιδίως στους εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς κύκλους.

99      Αφετέρου, όσον αφορά τις δραστηριότητες κατάρτισης και παροχής συμβουλών του ΕΚΣΓ, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το ΕΚΣΓ προσφέρει ένα πρόγραμμα κατάρτισης με τίτλο «Πολυγλωσσικές και διαπολιτισμικές προσεγγίσεις» σχετικά με το «πλαίσιο αναφοράς για τις πλουραλιστικές προσεγγίσεις στις γλώσσες και τους πολιτισμούς», του οποίου το πεδίο εφαρμογής καλύπτει τις συχνά διδασκόμενες γλώσσες καθώς και τις μειονοτικές γλώσσες. Ομοίως, προσφέρει ένα πρόγραμμα κατάρτισης με τίτλο «Ποιοτική εκπαίδευση στα ρομανί για την Ευρώπη (QualiRom)». Τούτο παραπέμπει στον σκοπό μιας πρωτοβουλίας με την ονομασία «QualiRom», η οποία συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην προώθηση της ένταξης της γλώσσας ρομανί στα εκπαιδευτικά συστήματα και στη διευκόλυνση της ένταξης των παιδιών Ρομά. Η εν λόγω κατάρτιση παραπέμπει επίσης στο παιδαγωγικό υλικό «QualiRom», το οποίο έχει αναπτυχθεί στις έξι παραλλαγές της γλώσσας ρομανί, καλύπτει τον πρωτοβάθμιο, τον δευτεροβάθμιο και τον τριτοβάθμιο κύκλο σπουδών και αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή του είδους του στον τομέα της διδασκαλίας και της εκμάθησης της γλώσσας αυτής. Τα ως άνω στοιχεία αρκούν για να αποδείξουν ότι, όπως αναφέρει το σημείο 2.3 της προσβαλλομένης ανακοινώσεως, οι περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες συνιστούν αναπόσπαστο μέρος του προγράμματος 2020 έως 2023 του ΕΚΣΓ.

100    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας κατ’ ουσίαν ότι οι δραστηριότητες του ΕΚΣΓ είναι πιθανό να συμβάλουν στην επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η πρόταση 3 όπως καταχωρίστηκε, δηλαδή στη συνειδητοποίηση της σημασίας των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών και την προώθηση της πολυμορφίας σε όλα τα επίπεδα.

101    Τέταρτον, η προσφεύγουσα και η Ουγγαρία δεν προσκόμισαν κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να θέτει εν αμφιβόλω την ύπαρξη των στενών δεσμών μεταξύ του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΕΚΣΓ για τους οποίους γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση και στις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής.

102    Το δεύτερο επιχείρημα που προβάλλει η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη κατ’ ουσίαν από την Ουγγαρία, είναι ότι η Επιτροπή δεν δύναται να επηρεάσει τις δραστηριότητες του ΕΚΣΓ ή να συνάψει συμφωνίες συνεργασίας με αυτό στους τομείς που αφορά η πρόταση 3, δεδομένου ότι η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία για την ίδρυση του ΕΚΣΓ και η προώθηση των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κέντρου αυτού. Περαιτέρω, επισημαίνει κατ’ ουσίαν ότι η συμφωνία συνεργασίας 2020-2021, στην οποία αναφέρεται η προσβαλλόμενη ανακοίνωση, μαρτυρεί ότι η προώθηση των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών δεν έχει καμία σημασία για την Επιτροπή στο πλαίσιο της συνεργασίας της με το ΕΚΣΓ, αφού είναι πρόδηλο ότι το εργαστήριο με θέμα «Ολιστικές προσεγγίσεις στην εκμάθηση, τον γραμματισμό και τη διδασκαλία γλωσσών, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών διδασκαλίας, των ξένων γλωσσών, των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών και των γλωσσών που ομιλούνται στο σπίτι» και το διαδικτυακό σεμινάριο για «την κατάσταση των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID‑19» που μνημονεύονται στην ως άνω συμφωνία δεν αποτελούν κατάλληλη εναλλακτική για το κέντρο γλωσσικής πολυμορφίας που προτείνεται με την πρόταση 3. Επιπλέον, η συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και του ΕΚΣΓ αποσκοπεί κυρίως στη δημιουργία κοινής βάσης για τα εθνικά συστήματα αξιολογήσεως στο πλαίσιο του ΚΕΠΑ. Τέλος, η μνεία, στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση, της επικείμενης συμφωνίας συνεργασίας είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι δεν βρίσκεται εν εξελίξει καμία διαπραγμάτευση και υποθετικές εξελίξεις δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης ανακοινώσεως.

103    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

104    Κατ’ αρχάς, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 96 και 97 ανωτέρω, το καταστατικό του ΕΚΣΓ δεν περιέχει κανέναν ρητό περιορισμό των «σύγχρονων» γλωσσών που καλύπτονται από τα καθήκοντα και τους σκοπούς του, ενώ ορισμένες από τις δραστηριότητές του καλύπτουν ρητώς τις περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι τα καθήκοντα που ασκεί, οι σκοποί που επιδιώκει και οι δραστηριότητες που αναλαμβάνει το ΕΚΣΓ είναι πιθανό να συμβάλουν στην επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η πρόταση 3 όπως καταχωρίστηκε, δηλαδή στη συνειδητοποίηση της σημασίας, μεταξύ άλλων, των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών και στην προώθηση της πολυμορφίας σε διάφορα επίπεδα.

105    Εν συνεχεία, αντιθέτως προς την άποψη της προσφεύγουσας, μολονότι, βεβαίως, η Ένωση δεν μετέχει στη «διευρυμένη μερική συμφωνία» του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ίδρυση του ΕΚΣΓ, η συμφωνία συνεργασίας 2020-2021, την οποία μνημονεύει η προσβαλλόμενη ανακοίνωση, μαρτυρεί ότι η Επιτροπή έχει πράγματι τη δυνατότητα να επηρεάζει τις δραστηριότητες του ΕΚΣΓ και να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας σε τομείς σχετικούς με την πρόταση 3. Η εν λόγω συμφωνία συνεργασίας επιβεβαιώνει επίσης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη ανακοίνωση, ότι οι περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες περιλαμβάνονται στο φάσμα των δραστηριοτήτων στις οποίες μετέχει το ΕΚΣΓ.

106    Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η συμφωνία συνεργασίας 2020-2021, η οποία αφορά τη δράση «Καινοτόμες μεθοδολογίες και αξιολόγηση στην εκμάθηση γλωσσών», εμπίπτει στο πλαίσιο μακροχρόνιας, συγκεκριμένα επταετούς, συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και του ΕΚΣΓ και καλύπτει τομείς δράσης που έχουν αποφασισθεί από κοινού. Επίσης, όπως εξηγεί η Επιτροπή, η πρωτοβουλία «Υποστήριξη πολύγλωσσων τάξεων» της προαναφερθείσας δράσης προτείνει σειρά ενοτήτων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη γλωσσική ευαισθητοποίηση σε επίπεδο σχολείου και την υποστήριξη των γλωσσών της σχολικής εκπαίδευσης, χρησιμοποιώντας προσεγγίσεις που δίνουν αξία στις γλώσσες καταγωγής των μαθητών, μεταξύ άλλων και στις περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες. Επιπλέον, η εν λόγω δράση δεν περιλαμβάνει μόνον το εργαστήριο και το διαδικτυακό σεμινάριο στα οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα, αλλά και «θερινή ακαδημία», μια σειρά ομάδων προβληματισμού, με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την «αξιοποίηση του γλωσσικού ρεπερτορίου των μαθητών» και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν ειδικότερα οι περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες, την εκπόνηση επιστημονικών μελετών και ένα συμπόσιο.

107    Τέλος, τα στοιχεία που εκτίθενται στη σκέψη 106 ανωτέρω ενισχύουν το συμπέρασμα ότι, αντιθέτως προς την εκτίμηση της προσφεύγουσας και όπως επισημαίνεται στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση, η συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και του ΕΚΣΓ δεν περιορίζεται στη δημιουργία κοινής βάσης για τα εθνικά συστήματα αξιολογήσεως στο πλαίσιο του ΚΕΠΑ και οι ανάγκες της γλωσσικής πολυμορφίας λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής.

108    Το τρίτο επιχείρημα που προβάλλει η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη κατ’ ουσίαν από την Ουγγαρία, συνίσταται στο ότι ήταν προδήλως ακατάλληλη η επίκληση από την Επιτροπή, ως αιτιολογίας για να μη δώσει συνέχεια στην πρόταση 3, μιας διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος και η οποία δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης.

109    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Αφενός, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 60 ανωτέρω, η Επιτροπή ουδεμία υποχρέωση υπέχει να προβεί στις ενέργειες που προτείνει μια καταχωρισμένη ΕΠΠ η οποία τυγχάνει της απαιτούμενης στήριξης. Αφετέρου, όπως υπενθύμισε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, τόσο το άρθρο 165, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ όσο και το άρθρο 167, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τα οποία συνιστούν τις νομικές βάσεις της προτάσεως 3, καλούν την Ένωση να προωθήσει τη συνεργασία, ιδίως με τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς και, ειδικότερα, με το Συμβούλιο της Ευρώπης, στους τομείς της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Η Επιτροπή δεν υπέπεσε λοιπόν σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας κατ’ ουσίαν, με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση, ότι η διατήρηση και η ανάπτυξη, σε τομείς αντίστοιχους με εκείνους που η προσφεύγουσα επιθυμούσε να ανατεθούν στο κέντρο γλωσσικής πολυμορφίας, μιας συνεργασίας με άλλον οργανισμό, και πιο συγκεκριμένα με το ΕΚΣΓ, στο οποίο έχει προσχωρήσει η πλειονότητα των κρατών μελών της Ένωσης και το οποίο συνδέεται στενά με το Συμβούλιο της Ευρώπης, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η πρόταση 3 όπως έχει καταχωριστεί και στην αποφυγή της αλληλεπικάλυψης προσπαθειών και πόρων.

110    Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα σημεία 2.3 και 3.3 της προσβαλλομένης ανακοινώσεως ενέχουν πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής.

111    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως της Επιτροπής σε σχέση με την πρόταση 6

112    Με το τρίτο σκέλος, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι κακώς η Επιτροπή δεν έδωσε συνέχεια στην πρόταση 6, η οποία αποσκοπούσε στο να διασφαλισθεί η οιονεί ίση μεταχείριση μεταξύ των ανιθαγενών που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες και των πολιτών της Ένωσης, μέσω της εξομοίωσης των ανιθαγενών με τους μετανάστες και τους πολίτες της Ένωσης με μεταναστευτικό υπόβαθρο.

113    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία, αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία.

114    Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σκοπός της προτάσεως 6 ήταν η τροποποίηση της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ 2003, L 251, σ. 12) της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), της οδηγίας 2004/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές, την ανταλλαγή μαθητών, την άμισθη πρακτική άσκηση ή την εθελοντική υπηρεσία (ΕΕ 2004, L 375, σ. 12), της οδηγίας 2005/71/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με ειδική διαδικασία εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς επιστημονικής έρευνας (ΕΕ 2005, L 289, σ. 15), και της οδηγίας 2009/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την απασχόληση υψηλής ειδίκευσης (ΕΕ 2009, L 155, σ. 17), προκειμένου το καθεστώς των ανιθαγενών να προσεγγίσει το καθεστώς των πολιτών της Ένωσης, μέσω της διευκόλυνσης της πρόσβασής τους στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος και της εξασφάλισης, υπέρ τους, περισσότερων δικαιωμάτων από εκείνα των οποίων απολαύουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών.

115    Η προσφεύγουσα αναγνώρισε πάντως ότι η πρόταση 6 «επικεντρώνεται ιδίως στην οδηγία 2003/109/ΕΚ». Εξάλλου, ούτε στο δικόγραφο της προσφυγής ούτε στο υπόμνημα απαντήσεως γίνεται από την προσφεύγουσα αναφορά στις άλλες οδηγίες που μνημονεύονται στη σκέψη 114 ανωτέρω.

116    Στα σημεία 2.6 και 3.6 της προσβαλλομένης ανακοινώσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να τροποποιηθεί η οδηγία 2003/109, προκειμένου τα δικαιώματα των υπηκόων τρίτων χωρών να προσεγγίσουν περισσότερο τα δικαιώματα των οποίων απολαύουν οι πολίτες της Ένωσης. Απεναντίας, διαπιστώνεται ότι μπορούν να ληφθούν άλλα μέτρα, στο πλαίσιο της πολιτικής της Ένωσης για την ένταξη των μεταναστών, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση των ανιθαγενών. Επ’ αυτού, η Επιτροπή παραπέμπει ιδίως στην ανακοίνωσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο «Σχέδιο δράσης για την ένταξη και την ενσωμάτωση 2021-2027» [COM(2020) 758 final, στο εξής: σχέδιο δράσης].

117    Η προσφεύγουσα όμως αμφισβητεί ότι το σχέδιο δράσης εφαρμόζεται σε ανιθαγενείς που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες. Το σχέδιο δράσης απευθύνεται στους μετανάστες και τους πολίτες της Ένωσης με μεταναστευτικό υπόβαθρο, αλλά δεν αναφέρει τους ανιθαγενείς. Επιπλέον, το περιεχόμενο του σχεδίου δράσης δεν αρκεί, κατά την άποψή της, για να καλύψει τις ανάγκες των ανιθαγενών που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες. Τούτο διότι το σχέδιο δράσης επικεντρώνεται στην ένταξη και ενσωμάτωση των μεταναστών και των πολιτών της Ένωσης με μεταναστευτικό υπόβαθρο, αλλά δεν λαμβάνει υπόψη τη συγκεκριμένη κατάσταση των ανιθαγενών. Σε αντίθεση με τα πρόσωπα που έχουν εισέλθει πρόσφατα στην Ένωση από τρίτες χώρες, οι ανιθαγενείς στους οποίους αναφέρεται η πρόταση 6 ανήκουν σε εθνικές μειονότητες που ζουν στο έδαφος της Ένωσης επί μακρόν και αποτελούν μέρος του γηγενούς πληθυσμού. Επιπλέον, οι ανιθαγενείς αυτοί αντιμετωπίζουν προβλήματα που σχετίζονται με την έλλειψη επίσημων εγγράφων και την αυθαίρετη στέρηση της ιθαγένειας, με συνέπεια να δυσχεραίνεται η συμμετοχή τους στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή στο κράτος μέλος της γέννησής τους ή στο κράτος μέλος υποδοχής. Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως εξομοιώνοντας την κατάσταση των ανιθαγενών που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες με εκείνη των μεταναστών και των πολιτών της Ένωσης με μεταναστευτικό υπόβαθρο, ενώ οι αντίστοιχες καταστάσεις είναι διαφορετικές.

118    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Είναι αληθές ότι ο όρος «ανιθαγενείς» δεν χρησιμοποιείται ρητώς στο σχέδιο δράσης και ότι το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου δράσης «καλύπτει τόσο τους μετανάστες όσο και τους πολίτες της Ένωσης με μεταναστευτικό υπόβαθρο». Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι οι ανιθαγενείς εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου δράσης.

119    Πράγματι, όπως ορίζει το άρθρο 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, «οι ανιθαγενείς εξομοιώνονται με τους υπηκόους των τρίτων χωρών» για τους σκοπούς του τίτλου V σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

120    Επομένως, οι ανιθαγενείς που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου δράσης, δεδομένου ότι, πρώτον, το σχέδιο δράσης εφαρμόζεται σε όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Ένωση και, δεύτερον, οι ανιθαγενείς πρέπει να εξομοιώνονται με τους υπηκόους τρίτων χωρών.

121    Εξάλλου, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το σχέδιο δράσης δεν ωφελεί μόνον τους μετανάστες που έχουν εισέλθει πρόσφατα στην Ένωση. Περιλαμβάνει διάφορες δράσεις που αποσκοπούν στη μακροπρόθεσμη ένταξη και την κοινωνική συνοχή. Πιο συγκεκριμένα, το σχέδιο δράσης αποσκοπεί στη βελτίωση της πρόσβασης των υπηκόων τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ανιθαγενών, στην εκπαίδευση, την απασχόληση, την υγειονομική περίθαλψη και τη στέγαση. Ομοίως, στοχεύει στην καταπολέμηση της απομόνωσης, του διαχωρισμού και των διακρίσεων. Τέλος, αποσκοπεί και στην προώθηση της συμμετοχής των υπηκόων τρίτων χωρών, και συνεπώς και των ανιθαγενών, στις διαδικασίες διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

122    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι το σχέδιο δράσης είναι πιθανό να συμβάλει στην αντιμετώπιση των καταστάσεων κοινωνικού αποκλεισμού και των δυσκολιών πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και την κοινωνική μέριμνα, τις οποίες αντιμετωπίζουν τόσο οι υπήκοοι τρίτων χωρών όσο και οι ανιθαγενείς που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι δύο αυτές κατηγορίες προσώπων μπορεί να προέρχονται από διαφορετικά γεωγραφικά, ιστορικά, προσωπικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά πλαίσια.

123    Τέλος και εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που ο σκοπός της προσφεύγουσας, όπως εκτίθεται στην προτεινόμενη ΕΠΠ, είναι να επιτύχει την «επέκταση των δικαιωμάτων ιθαγένειας στους ανιθαγενείς και τις οικογένειές τους που έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή στη χώρα προελεύσεώς τους», πρέπει να υπομνησθεί ότι οι συντάκτες των Συνθηκών καθιέρωσαν έναν άρρηκτο και αποκλειστικό δεσμό μεταξύ της κατοχής της ιθαγένειας ενός κράτους μέλους και της απόκτησης, αλλά και της διατήρησης, της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης. Επομένως, η κατοχή της ιθαγένειας ενός κράτους μέλους αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου ένα πρόσωπο να αποκτήσει και να διατηρήσει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης και να απολαύει όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα δικαιώματα τα οποία συνδέονται με την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης δεν μπορούν να επεκταθούν σε πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Préfet du Gers και Institut national de la statistique et des études économiques, C‑673/20, EU:C:2022:449, σκέψεις 48 και 57).

124    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι το σχέδιο δράσης είναι πιθανό να εξυπηρετήσει την ανάγκη των ανιθαγενών να ενταχθούν καλύτερα στην κοινωνία μέσω βελτιωμένων ευκαιριών απασχόλησης και εκπαίδευσης καθώς και ευρύτερων κοινωνικών ευκαιριών.

125    Επίσης, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι δεν ήταν αναγκαία η αναθεώρηση της οδηγίας 2003/109 προκειμένου να αναγνωριστούν περισσότερα δικαιώματα στους ανιθαγενείς που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες.

126    Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως της Επιτροπής σε σχέση με την πρόταση 8

127    Με το τέταρτο σκέλος, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ουγγαρία, προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αρνούμενη να δώσει συνέχεια στην πρόταση 8, η οποία αποσκοπούσε στη βελτίωση της διασυνοριακής πρόσβασης των εθνικών μειονοτήτων σε οπτικοακουστικό περιεχόμενο από άλλα κράτη μέλη όπου ομιλείται η ίδια γλώσσα. Ουσιαστικά υποστηρίζει ότι η πρόσβαση σε τέτοιο περιεχόμενο είναι σημαντική, διότι ο αριθμός των ατόμων των εθνικών μειονοτήτων σε ένα δεδομένο κράτος μέλος είναι πολύ μικρός για να μπορέσουν να δημιουργήσουν δικά τους μέσα ενημέρωσης στο ίδιο κράτος μέλος. Εξάλλου, η πρόσβαση αυτή συμβάλει στη διατήρηση και προώθηση των διαφόρων περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών και της γλωσσικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας. Κατά την προσφεύγουσα, το μέτρο που προκρίνει η Επιτροπή στην προκειμένη περίπτωση, δηλαδή η εφαρμογή, χωρίς περαιτέρω αναθεώρηση, της οδηγίας 2010/13, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/1808 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Νοεμβρίου 2018 (ΕΕ 2018, L 303, σ. 69), δεν είναι κατάλληλο για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η αντίστοιχη πρόταση.

128    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία, αντικρούει το επιχείρημα αυτό, ισχυριζόμενη ότι το παρόν σκέλος είναι αβάσιμο.

129    Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι σκοπός της προτάσεως 8 όπως καταχωρίστηκε ήταν η τροποποίηση της οδηγίας 2010/13, προκειμένου να διασφαλιστεί η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και η λήψη οπτικοακουστικού περιεχομένου σε περιοχές των κρατών μελών όπου κατοικούν εθνικές μειονότητες.

130    Στα σημεία 2.8 και 3.8 της προσβαλλομένης ανακοινώσεως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο παρέχει ουσιαστική στήριξη για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η προσφεύγουσα σε σχέση με την πρόταση 8 και, εφόσον τούτο είναι επαρκές, δεν απαιτείται περαιτέρω τροποποίηση της οδηγίας 2010/13. Ειδικότερα, αφενός, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η οδηγία 2010/13 διευκολύνει τη διασυνοριακή κυκλοφορία των υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, διασφαλίζοντας παράλληλα την ύπαρξη εναρμονισμένων ελάχιστων κανόνων γενικού δημόσιου συμφέροντος, μεταξύ άλλων σε θέματα προστασίας των ανηλίκων, διαφήμισης και προώθησης των ευρωπαϊκών έργων. Η εν λόγω οδηγία στηρίζεται στην αρχή της χώρας προελεύσεως, με αποτέλεσμα τα κράτη μέλη να μην μπορούν να περιορίζουν τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, εάν οι υπηρεσίες αυτές συμμορφώνονται με τους κανόνες της οδηγίας 2010/13 στο κράτος μέλος προελεύσεως. Εντούτοις, η οδηγία 2010/13 δεν καλύπτει τα ζητήματα αναμετάδοσης από απόψεως πνευματικών δικαιωμάτων και η διασυνοριακή διαθεσιμότητα του οπτικοακουστικού περιεχομένου μπορεί να επηρεαστεί από λόγους που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/13, όπως τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, η διαθεσιμότητα τεχνικών πόρων ή ακόμη και εμπορικές ή οικονομικές εκτιμήσεις. Αφετέρου, η Επιτροπή τονίζει ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν στην ως άνω οδηγία με την οδηγία 2018/1808 ενίσχυσαν την προώθηση των ευρωπαϊκών έργων και της πολιτιστικής πολυμορφίας εντός της Ένωσης. Πράγματι, εφεξής, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13, οι πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων κατά παραγγελία (στο εξής: υπηρεσίες VOD) πρέπει να προσφέρουν στους καταλόγους τους ποσοστό τουλάχιστον 30 % ευρωπαϊκών έργων και να προβάλλουν τα έργα αυτά. Επιπλέον, η Επιτροπή δηλώνει ότι ο σκοπός της προώθησης της πολιτιστικής ποικιλομορφίας μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά μόνον εάν το 30 % των ευρωπαϊκών έργων είναι εγγυημένο σε καθέναν από τους εθνικούς καταλόγους που προσφέρονται από τους παρόχους υπηρεσιών VOD σε πολυεθνικό επίπεδο. Η προσέγγιση αυτή εξασφαλίζει ότι, σε κάθε κράτος μέλος όπου ο πάροχος προσφέρει εθνικούς καταλόγους, παρουσιάζεται στους θεατές το απαιτούμενο ποσοστό ευρωπαϊκών έργων. Η προσέγγιση αυτή ενδέχεται επίσης να ενθαρρύνει την κυκλοφορία και τη διαθεσιμότητα ευρωπαϊκών έργων στην Ένωση. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι θα ελέγχει τακτικά την εφαρμογή των κανόνων αυτών βάσει των εκθέσεων που συντάσσουν τα κράτη μέλη και μιας ανεξάρτητης μελέτης.

131    Πρώτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι το ποσοστό 30 % των ευρωπαϊκών έργων, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 ότι οφείλουν να προσφέρουν οι πάροχοι υπηρεσιών VOD στους καταλόγους τους και να το προβάλλουν, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού της προτάσεως 8. Δεδομένου ότι το ποσοστό αυτό δεν συνοδεύεται από απαίτηση ως προς την προέλευση ή τη γλώσσα των ευρωπαϊκών έργων και ότι ο ορισμός των «ευρωπαϊκών έργων» στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ιδʹ, της οδηγίας αυτής δεν καλύπτει τη συγκεκριμένη πτυχή, το ποσοστό του 30 % θα μπορούσε να πληρούται, εάν ο πάροχος υπηρεσιών VOD προσφέρει περιεχόμενο από άλλα κράτη μέλη, εξαιρουμένων των γειτονικών κρατών μελών, ή εάν ο πάροχος προσφέρει μόνον περιεχόμενο στη γλώσσα του οικείου κράτους μέλους την οποία ομιλεί η πλειονότητα του πληθυσμού, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις εθνικές μειονότητες που ζουν σε αυτό το κράτος μέλος. Επιπλέον, οι πάροχοι υπηρεσιών VOD δεν έχουν οικονομικό συμφέρον να αποκτήσουν τα δικαιώματα για περιεχόμενο που μπορεί να ενδιαφέρει άτομα τα οποία ανήκουν σε εθνικές μειονότητες.

132    Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης καταχωρίσεως της προτεινόμενης ΕΠΠ, η πρόταση 8 επιδίωκε τροποποίηση της οδηγίας 2010/13, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκείνο, με σκοπό τη διασφάλιση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης λήψης οπτικοακουστικού περιεχομένου (ήτοι αναλογικών και ψηφιακών ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών, καθώς και υπηρεσιών κατά παραγγελία, επίγειων και δορυφορικών) σε περιοχές όπου ζουν εθνικές μειονότητες. Η πρόταση αυτή καταχωρίστηκε με παρόμοια διατύπωση (βλ. ανωτέρω, σκέψη129).

133    Ωστόσο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη ανακοίνωση και δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 διευκολύνουν ήδη τη λήψη και αναμετάδοση υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων σε ολόκληρη την Ένωση, μεταξύ άλλων και οπτικοακουστικού περιεχομένου από γειτονικά κράτη μέλη συγκεκριμένου κράτους μέλους, σε γλώσσες που ενδέχεται να ενδιαφέρουν πρόσωπα τα οποία ανήκουν σε εθνικές μειονότητες και ζουν στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

134    Όπως διευκρινίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση και στις γραπτές παρατηρήσεις της, η οδηγία 2010/13 εξειδικεύει, στον τομέα των υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ, δημιουργώντας, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική της σκέψη 104, «ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα» για τις υπηρεσίες αυτές (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, Baltic Media Alliance, C‑622/17, EU:C:2019:566, σκέψη 65).

135    Βάσει της αρχής του κράτους μέλους προελεύσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13, οι πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων υπόκεινται, καταρχήν, μόνο στους κανόνες και τη δικαιοδοσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι.

136    Οι πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, εφόσον τηρούν τους κανόνες αυτούς, μπορούν να παρέχουν ελεύθερα τις υπηρεσίες τους σε ολόκληρη την Ένωση, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν την ελεύθερη λήψη και να μην εμποδίζουν την αναμετάδοση στο έδαφός τους υπηρεσιών από άλλα κράτη μέλη για λόγους που άπτονται των τομέων που συντονίζει η οδηγία.

137    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καταλήγοντας με την προσβαλλόμενη ανακοίνωση στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός της προτάσεως 8 όπως καταχωρίστηκε, δηλαδή η εξασφάλιση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της λήψης οπτικοακουστικού περιεχομένου, έχει ήδη επιτευχθεί σε ολόκληρη την Ένωση και, επομένως, και στις περιοχές της Ένωσης όπου ζουν εθνικές μειονότητες.

138    Βεβαίως, ορισμένα στοιχεία, τόσο εγγενή όσο και αλλότρια προς την οδηγία 2010/13, ενδέχεται να περιορίσουν τη διασυνοριακή διαθεσιμότητα του οπτικοακουστικού περιεχομένου, όπως το ότι η οδηγία δεν επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών μέσων ενημέρωσης την υποχρέωση διασυνοριακής αναμετάδοσης, το ότι το πεδίο εφαρμογής της δεν καλύπτει τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, ιδίως τα πνευματικά δικαιώματα, και το ότι μπορεί να υπάρχουν άλλες εμπορικές εκτιμήσεις. Πάντως, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να θέτει εν αμφιβόλω την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στους παρόχους υπηρεσιών VOD να προσφέρουν στους καταλόγους τους ποσοστό τουλάχιστον 30 % ευρωπαϊκών έργων και να προβάλλουν τα έργα αυτά, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 2010/13 και μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση, είναι πιθανό να συμβάλει στη βελτίωση της πολιτιστικής πολυμορφίας και στην παροχή πρόσβασης σε ευρύτερο φάσμα διασυνοριακού οπτικοακουστικού περιεχομένου, ακόμη και αν δεν υπάρχει ειδικότερη απαίτηση όσον αφορά την προέλευση ή τη γλώσσα των εν λόγω ευρωπαϊκών έργων.

139    Δεύτερον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί κατά πόσον έχει σημασία το γεγονός ότι η Επιτροπή παρακολουθεί την εφαρμογή της οδηγίας 2010/13, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση, για τον λόγο ότι η καταλληλότητα των προτεινόμενων μέτρων μπορεί να εξεταστεί μόνον υπό το πρίσμα των πληροφοριών που ήταν διαθέσιμες κατά την ημέρα εκδόσεως της προσβαλλομένης ανακοινώσεως.

140    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

141    Η παρακολούθηση της εφαρμογής της οδηγίας 2010/13 για την οποία γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη ανακοίνωση αντανακλά τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή από το άρθρο 13, παράγραφοι 4 και 5, και το άρθρο 33 της οδηγίας. Λόγω της χρήσης της προστατικής έγκλισης στις διατάξεις αυτές, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να αναφερθεί σε μελλοντικές υποχρεώσεις κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης ανακοινώσεως. Το συμπέρασμα τούτο επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις αυτές αφορούν την αξιολόγηση των υφιστάμενων κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης ανακοινώσεως κανόνων, στους οποίους στηρίχθηκε η Επιτροπή για να συναγάγει το συμπέρασμα ότι δεν ήταν αναγκαία η τροποποίηση της οδηγίας 2010/13, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός που επιδιώκει η πρόταση 8.

142    Εξάλλου, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 5, της οδηγίας 2010/13, η έκθεση με αντικείμενο την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, την οποία οφείλει να υποβάλει η Επιτροπή στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στηριζόμενη στις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη καθώς και σε μια ανεξάρτητη μελέτη, πρέπει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τον στόχο της πολιτιστικής πολυμορφίας. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η παρακολούθηση της εφαρμογής της οδηγίας είναι πιθανό να συμβάλει στην επίτευξη ενός από τους επιδιωκόμενους με την πρόταση 8 σκοπούς όπως αυτός εκτίθεται στο υπόμνημα απαντήσεως, και πιο συγκεκριμένα στη βελτίωση της πρόσβασης σε οπτικοακουστικό περιεχόμενο διαφορετικής προελεύσεως και γλώσσας.

143    Τέλος, η Ουγγαρία αμφισβητεί ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η πρόταση 8. Αφενός, το πρόβλημα, το οποίο επιδιώκει να επιλύσει η πρόταση 8, συνίσταται στους εδαφικούς περιορισμούς που αφορούν περιεχόμενο μείζονος σημασίας για την κοινωνία –ιδίως διεθνή αθλητικά γεγονότα– που περιέχονται στις συμφωνίες αδειοδότησης μεταξύ των κατόχων δικαιωμάτων και των παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων. Κατά την Ουγγαρία, οι περιορισμοί αυτοί, οι οποίοι εμποδίζουν την επιγραμμική μετάδοση αθλητικών και άλλων γεγονότων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, θέτουν επίσης σε δυσμενέστερη θέση τις εθνικές ή γλωσσικές μειονότητες. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, είναι αναγκαία η τροποποίηση του άρθρου 14 της οδηγίας 2010/13. Αφετέρου, όσον αφορά τις υπηρεσίες VOD, το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχει αρκετό περιεχόμενο σε κάθε γλώσσα, αλλά μάλλον ότι εμποδίζεται η πρόσβαση σε ορισμένο περιεχόμενο μείζονος σημασίας για την κοινωνία.

144    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Αφενός, όπως προαναφέρθηκε, στη σκέψη 129, η πρόταση 8 όπως καταχωρίσθηκε δεν προβλέπει εδαφικούς περιορισμούς σε σχέση με γεγονότα μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Αφετέρου, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 138 ανωτέρω, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/13 δεν καλύπτει τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας.

145    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως διαπιστώνοντας, για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 2.8 και 3.8 της προσβαλλομένης ανακοινώσεως, ότι οι υφιστάμενοι κανόνες της οδηγίας 2010/13 είναι πιθανό να παρέχουν ουσιαστική υποστήριξη για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η προσφεύγουσα και να ενθαρρύνουν την κυκλοφορία και τη διαθεσιμότητα των ευρωπαϊκών έργων σε ολόκληρη την Ένωση, με αποτέλεσμα να μην είναι αναγκαία η περαιτέρω τροποποίηση της οδηγίας αυτής όσον αφορά την πρόταση 8.

146    Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

147    Δεδομένου ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι, πρέπει να απορριφθεί και η προσφυγή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

148    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής σύμφωνα με το αίτημα της τελευταίας.

149    Η Σλοβακική Δημοκρατία ζήτησε επίσης να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα. Ωστόσο, με βάση το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία, η Ουγγαρία και η Σλοβακική Δημοκρατία φέρουν, η καθεμία, τα δικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Citizens’ Committee of the European Citizens’ Initiative «Minority SafePack – one million signatures for diversity in Europe» φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Η Ελληνική Δημοκρατία, η Ουγγαρία και η Σλοβακική Δημοκρατία φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Svenningsen

Mac Eochaidh

Laitenberger

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Νοεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.