Language of document : ECLI:EU:T:2012:94

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (*)

«Τελωνειακή ένωση — Εισαγωγή δεκτών έγχρωμης τηλεοράσεως συναρμολογημένων στην Τουρκία — Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών — Αίτηση περί της μη εκ των υστέρων βεβαιώσεως και περί διαγραφής των εισαγωγικών δασμών — Άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και άρθρο 239 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 — Απορριπτική απόφαση της Επιτροπής — Ακύρωση από τον εθνικό δικαστή των αποφάσεων των εθνικών αρχών περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως των εισαγωγικών δασμών — Κατάργηση της δίκης»

Στην υπόθεση T‑153/10,

Schneider España de Informática, SA, με έδρα την Torrejón de Ardoz (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους P. De Baere και P. Muñiz, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον R. Lyal και την L. Bouyon,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2010) 22 τελικό της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 2010, με την οποία διαπιστώνεται ότι σε ειδική περίπτωση δικαιολογείται η εκ των υστέρων βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών, ενώ δεν δικαιολογείται η διαγραφή των δασμών αυτών (υπόθεση REM 02/08),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona και S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Κατά τα έτη 1999, 2000 και 2001, η προσφεύγουσα, Schneider España de Informática, SA, εισήγαγε στην Ισπανία, για να θέσει σε ελεύθερη κυκλοφορία, δέκτες έγχρωμης τηλεοράσεως τους οποίους τότε δήλωσε ως καταγωγής Τουρκίας.

2        Την 28η Αυγούστου 2002, οι ισπανικές τελωνειακές αρχές επισήμαναν στην προσφεύγουσα ότι θα προέβαιναν σε εκ των υστέρων έλεγχο των εισαγωγών για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 1 ανωτέρω.

3        Αποστολή διοικητικής συνεργασίας, την οποία πραγματοποίησε στην Τουρκία, από τις 29 Απριλίου έως τις 2 Μαΐου 2003, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και εκπρόσωποι ορισμένων κρατών μελών, κατέληξε στο πόρισμα ότι ο Τούρκος προμηθευτής της προσφεύγουσας είχε ενσωματώσει στις τηλεοπτικές συσκευές, τις οποίες εισήγαγε η προσφεύγουσα, καθοδικούς σωλήνες καταγωγής Κίνας ή Νότιας Κορέας. Οι εισαγωγές αυτές υπέκειντο σε δασμούς αντιντάμπινγκ, τους οποίους προέβλεπε ο κανονισμός (ΕΚ) 710/95 του Συμβουλίου, της 27ης Μαρτίου 1995, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές δεκτών έγχρωμης τηλεόρασης καταγωγής Μαλαισίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Δημοκρατίας της Κορέας, Σιγκαπούρης και Ταϊλάνδης και την οριστική είσπραξη του επιβληθέντος προσωρινού δασμού (ΕΕ L 73, σ. 3), ο οποίος τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2584/98 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1998 (ΕΕ L 324, σ. 1).

4        Κατόπιν της έρευνας αυτής, με τρεις αποφάσεις της 23ης Ιουνίου 2004 (στο εξής: αποφάσεις περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως), οι ισπανικές τελωνειακές αρχές διαπίστωσαν την ύπαρξη τελωνειακής οφειλής απορρέουσας από τη μη καταβολή των δασμών αντιντάμπινγκ κατά τις εισαγωγές για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 1 ανωτέρω και επέβαλε στην προσφεύγουσα τους διαφυγόντες τελωνειακούς δασμούς, για ποσό ύψους 51 639,89 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 10 008,97 ευρώ, καθώς και διακανονισμό του φόρου προστιθεμένης αξίας, για ποσό ύψους 8 263,38 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 1 601,44 ευρώ (στο εξής: επίδικοι δασμοί).

5        Με επιστολή της 18ης Μαΐου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε να μη βεβαιωθεί εκ των υστέρων η εν λόγω τελωνειακή οφειλή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: κοινοτικός τελωνειακός κώδικας), καθώς και να διαγραφεί η οφειλή αυτή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 239 του ίδιου κανονισμού. Η αίτηση αυτή (στο εξής: αίτηση της προσφεύγουσας) διαβιβάστηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας στην Επιτροπή με επιστολή της 17ης Μαρτίου 2008.

6        Παραλλήλως με την αίτησή της, η προσφεύγουσα κίνησε διαδικασία ενώπιον των εθνικών διοικητικών και δικαστικών αρχών με σκοπό την ακύρωση των αποφάσεων περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως των δασμών.

7        Στις 21 Νοεμβρίου 2008, το Tribunal Económico-Administrativo Regional de Madrid (περιφερειακή φορολογική αρχή της Μαδρίτης, Ισπανία) απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Madrid (ανώτατο δικαστήριο της Μαδρίτης).

8        Με την απόφαση COM(2010) 22 τελικό, της 18ης Ιανουαρίου 2010, με την οποία διαπιστώνεται ότι σε ειδική περίπτωση δικαιολογείται η εκ των υστέρων βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών, ενώ δεν δικαιολογείται η διαγραφή των δασμών αυτών (υπόθεση REM 02/08) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας, την οποία υπέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας.

9        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, πρώτον, ότι, εν προκειμένω, οι τελωνειακές αρχές δεν υπέπεσαν σε καμία πλάνη υπό την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι κατέβαλε την απαιτούμενη από τη διάταξη αυτή επιμέλεια. Η Επιτροπή έκρινε επίσης, δεύτερον, ότι δεν υφίστατο ειδική περίπτωση υπό την έννοια του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

10      Στις 3 Μαΐου 2010, κρίνοντας κατ’ εφαρμογή των άρθρων 869 επ. και του άρθρου 908, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός), ως είχε κατόπιν του κανονισμού (ΕΚ) 1335/2003 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2003 (ΕΕ L 187, σ. 16), και σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι ισπανικές τελωνειακές αρχές απέρριψαν την αίτηση της προσφεύγουσας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Απριλίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αυθημερόν, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας με σκοπό το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει το πλήρες αντίγραφο 28 εγγράφων. Η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε εντός της προθεσμίας που της ετάχθη, αντέκρουσε το αίτημα αυτό.

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15      Με έγγραφο κατατεθέν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Σεπτεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα διαβίβασε στο Γενικό Δικαστήριο αντίγραφο της αποφάσεως αριθ. 178/11, την οποία εξέδωσε στις 16 Μαρτίου 2011 το Tribunal Superior de Justicia de Madrid (στο εξής: απόφαση του Tribunal Superior de Justicia). Δυνάμει της αποφάσεως αυτής του Tribunal Superior de Justicia, η οποία δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, οι αποφάσεις περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως ακυρώθηκαν λόγω της, κατά τον χρόνο κοινοποιήσεώς τους στην προσφεύγουσα, παραγραφής τους σύμφωνα με το άρθρο 221, παράγραφος 3, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Με το συνοδευτικό της κοινοποιήσεως στο Γενικό Δικαστήριο της αποφάσεως αυτής έγγραφο, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι, ως συνέπεια της ακυρώσεως αυτής, δεν δύναται πλέον να υποχρεούται να καταβάλει τους επίδικους δασμούς. Ωστόσο, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή, επικουρικώς, σε περίπτωση κατά την οποία κρίνει ότι παρέλκει να αποφανθεί επί της προσφυγής, κάθε διάδικος να καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα.

16      Απαντώντας σε ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή έκρινε ότι, λόγω της επελθούσας αποφάσεως του Tribunal Superior de Justicia, η υπό κρίση προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου. Η προσφεύγουσα υπέβαλε εμπροθέσμως παρατηρήσεις επί της θέσεως της Επιτροπής.

 Σκεπτικό

17      Δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού του Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί. Από το άρθρο 114, παράγραφος 3, του ίδιου Κανονισμού προκύπτει ότι η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως.

18      Εν προκειμένω, εφόσον έγινε ακρόαση των διαδίκων (βλ. σκέψεις 15 και 16 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει ενημερωθεί αρκούντως από τα έγγραφα της δικογραφίας, ώστε είναι σε θέση να αποφανθεί χωρίς να εξακολουθήσει η διαδικασία.

19      Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την αίτησή της, αφορώσα τη μη εκ των υστέρων βεβαίωση και τη διαγραφή της τελωνειακής οφειλής που της επιβλήθηκε με τις αποφάσεις περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν, κατόπιν της ακυρώσεως των αποφάσεων περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως με οριστική δικαστική απόφαση, η προσφεύγουσα αντλεί ακόμα όφελος από την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αν τέτοιου είδους συμφέρον έπαυσε να υπάρχει κατά τη διάρκεια της δίκης, θεωρείται ότι η υπό κρίση προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και, στη συνέχεια, καταργείται η δίκη.

20      Η μη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής είναι, πράγματι, απαραίτητη προϋπόθεση ώστε ο δικαστής να δύναται να εκδώσει περατώνουσα τη δίκη απόφαση από την οποία μπορεί να αντλήσει συγκεκριμένο όφελος ο προσφεύγων (βλ., συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 2007, C‑301/05 P, Wilfer κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Το συμφέρον αυτό του προσφεύγοντος προς έκδοση δικαστικής αποφάσεως εκτιμάται σε σχέση με την έκταση των εξουσιών του δικαστή, λαμβανομένου υπόψη του ένδικου μέσου στο πλαίσιο του οποίου επιλαμβάνεται της υποθέσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, C‑138/03, C‑324/03 και C‑431/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑10043, σκέψη 25).

22      Επομένως, το ζήτημα του κατά πόσον μια προσφυγή διατηρεί το αντικείμενό της πρέπει να προσεγγίζει το ζήτημα της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος. Πάντως, ενώ η μη ύπαρξη εννόμου συμφέροντος συνεπάγεται την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης και εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Απριλίου 2002, C‑61/96, C‑132/97, C‑45/98, C‑27/99, C‑81/00 και C‑22/01, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑3439, σκέψη 23), η εξάλειψη του αντικειμένου της προσφυγής κατά τη διάρκεια της δίκης, η οποία προκύπτει από το ότι ο προσφεύγων δεν αντλεί πλέον κανένα όφελος από την εκδοθησόμενη δικαστική απόφαση, συνεπάγεται ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C‑13/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval, Συλλογή 2005, σ. I‑1113, σκέψη 23, της 7ης Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 42, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 26ης Ιουνίου 2008, T‑433/03, T‑434/03, T‑367/04 και T‑244/05, Gibtelecom κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Τέλος, η τυχόν διαπίστωση της εξαλείψεως του αντικειμένου της προσφυγής προβάλλεται αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 2009, C‑399/06 P και C‑403/06 P, Hassan και Ayadi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑11393, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στην περίπτωση αυτή, το επιληφθέν δικαστήριο υποχρεούται να μην αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τις συνέπειες που τυχόν απορρέουν από τη διαπίστωση αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 39).

24      Επομένως, για να εκτιμηθεί αν η υπό κρίση προσφυγή διατηρεί το αντικείμενό της, πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί η σχέση η οποία υφίσταται μεταξύ των αποφάσεων των εθνικών τελωνειακών αρχών με τις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη τελωνειακής οφειλής του εισαγωγέα, όπως, εν προκειμένω, των αποφάσεων περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως, αφενός, και των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή αποφαίνεται επί της εφαρμογής του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα στην περίπτωση του εν λόγω εισαγωγέα, όπως της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφετέρου.

25      Συναφώς, τα άρθρα 201 έως 205 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα διευκρινίζουν τις προϋποθέσεις γενέσεως τελωνειακής οφειλής κατά την εισαγωγή. Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 201 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, η εισαγωγή επί του ισπανικού εδάφους των τηλεοπτικών συσκευών, για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 1 ανωτέρω, για να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, δημιούργησε σε βάρος της προσφεύγουσας τελωνειακή οφειλή κατά την ημερομηνία της αποδοχής εκ μέρους των ισπανικών τελωνειακών αρχών των διασαφήσεων της προσφεύγουσας κατά τις εισαγωγές αυτές.

26      Δυνάμει των άρθρων 217 έως 221 του ίδιου κώδικα, οι εθνικές τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να βεβαιώνουν τα ποσά των δασμών που αντιστοιχούν σε κάθε τελωνειακή οφειλή και να κοινοποιούν τις αποφάσεις τους στους εισαγωγείς οι οποίοι δεν προέβησαν σε ορθές διασαφήσεις των δασμών τους οποίους οφείλουν (άρθρο 221, παράγραφος 2, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα). Εν προκειμένω, εκδίδοντας τις αποφάσεις περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως των δασμών (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), οι ισπανικές τελωνειακές αρχές αξίωσαν από την προσφεύγουσα τους επίδικους δασμούς, ήτοι την καταβολή δασμών αντιντάμπινγκ τους οποίους η προσφεύγουσα δεν είχε αναφέρει στις διασαφήσεις που κατέθεσε κατά τις εισαγωγές για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 1 ανωτέρω.

27      Ωστόσο, στις περιπτώσεις του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, παρά την κατά νόμο στοιχειοθέτηση της υπάρξεως της τελωνειακής οφειλής και τον ακριβή υπολογισμό του προκύπτοντος από την οφειλή αυτή ποσού των καταβλητέων δασμών, ο εισαγωγέας δύναται, κατόπιν αιτήσεώς του, να απαλλαγεί της καταβολής των δασμών αυτών.

28      Τούτο συμβαίνει όταν, πρώτον, το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση. Τέτοιες περιστάσεις δικαιολογούν τη μη εκ των υστέρων βεβαίωση των διαφυγόντων δασμών (άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα).

29      Το αυτό ισχύει, δεύτερον, όταν ο οφειλέτης αποδεικνύει την ύπαρξη ιδιαίτερης καταστάσεως και τη μη πρόδηλη αμέλεια και δόλο εκ μέρους του, που δικαιολογούν τη διαγραφή ή, ενδεχομένως, την επιστροφή της τελωνειακής οφειλής του (άρθρο 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα). Το άρθρο 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα αποτελεί γενική ρήτρα επιείκειας [βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1430/79 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (ΕΕ L 175, σ. 1), απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1983, 283/82, Papierfabrik Schoellershammer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 4219, σκέψη 7]. Για να τύχει της επιείκειας αυτής, ο οφειλέτης πρέπει να αποδείξει ότι βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς επιχειρηματίες οι οποίοι ασκούν ίδια δραστηριότητα και δεν μπορούσε ευλόγως να αποκαλύψει τα διαπραχθέντα κατά την εφαρμογή της τελωνειακής κανονιστικής ρυθμίσεως σφάλματα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2001, T‑186/97, T‑187/97, T‑190/97 έως T‑192/97, T‑210/97, T‑211/97, T‑216/97 έως T‑218/97, T‑279/97, T‑280/97, T‑293/97 και T‑147/99, Kaufring κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1337, σκέψεις 217 έως 219 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Κατά συνέπεια, τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα δεν έχουν σχέση με το ζήτημα αν διαπιστώθηκε νομίμως η ύπαρξη τελωνειακής οφειλής και αν υπολογίστηκαν επακριβώς οι καταβλητέοι από τον εισαγωγέα δασμοί, οι δε εκδοθείσες κατ’ εφαρμογή των άρθρων αυτών αποφάσεις δεν έχουν κατ’ αρχήν ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα να κριθεί το ζήτημα αυτό (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1996, C‑153/94 και C‑204/94, Faroe Seafood κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑2465, σκέψεις 66 έως 68, και της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑413/96, Sportgoods, Συλλογή 1998, σ. I‑5285, σκέψεις 41 έως 43· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Ιουλίου 1998, T‑195/97, Kia Motors και Broekman Motorships κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑2907, σκέψη 36, και της 11ης Ιουλίου 2002, T‑205/99, Hyper κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3141, σκέψεις 98 και 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υπέβαλε στις ισπανικές τελωνειακές αρχές αίτηση με σκοπό να τύχει εφαρμογής του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και, κατά συνέπεια, να απαλλαγεί της υποχρεώσεως καταβολής των επίδικων δασμών (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω). Δυνάμει του άρθρου 871, παράγραφος 1, και του άρθρου 905, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού, η αίτηση της προσφεύγουσας, καθόσον ισχυριζόταν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της, αφενός, και ότι οι περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως συνδέονταν με το πόρισμα κοινοτικής έρευνας (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), αφετέρου, διαβιβάστηκε από τις ισπανικές αρχές στην Επιτροπή, η οποία εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

32      Πάντως, οι αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον προϋποθέτουν την ύπαρξη τελωνειακής οφειλής και αποφαίνονται περί του αν, παρά την τελωνειακή αυτή οφειλή, η καταβολή των διαφυγόντων δασμών δύναται να μην επιβαρύνει τον εισαγωγέα, επηρεάζουν τη νομική κατάσταση του εν λόγω εισαγωγέα μόνον καθόσον οι καταβλητέοι από αυτόν δασμοί του επιβλήθηκαν νομίμως. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 871, παράγραφος 6, τέταρτη περίπτωση, και το άρθρο 905, παράγραφος 6, τέταρτη περίπτωση, του εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει ότι, όταν δεν στοιχειοθετείται η ύπαρξη της οφειλής αυτής, η Επιτροπή υποχρεούται να αναπέμψει τον φάκελο της υποθέσεως στην τελωνειακή αρχή και, κατά συνέπεια, να μην αποφανθεί συναφώς. Επιπλέον, η διεξαχθείσα από την Επιτροπή διαδικασία θεωρείται ως ουδέποτε κινηθείσα.

33      Ωστόσο, οι αποφάσεις περί διαπιστώσεως τελωνειακών οφειλών και υπολογισμού των καταβλητέων τελωνειακών δασμών δύνανται να αποτελέσουν το αντικείμενο, ενώπιον των εθνικών διοικητικών και δικαστικών αρχών, των προβλεπομένων στο άρθρο 243 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα προσφυγών. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα έκανε χρήση των ενδίκων αυτών μέσων αμφισβητώντας τις αποφάσεις περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως δασμών ενώπιον των ισπανικών διοικητικών και δικαστικών αρχών και πέτυχε την ακύρωση των αποφάσεων αυτών λόγω της, κατά την ημερομηνία κοινοποιήσεώς τους στην προσφεύγουσα, παραγραφής του άρθρου 221, παράγραφος 3, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (βλ. σκέψεις 6, 7 και 15 ανωτέρω).

34      Επομένως, εφόσον οι διάδικοι συμφωνούν συναφώς, η ακύρωση των αποφάσεων περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως των δασμών έχει ως συνέπεια ότι η καταβολή των επίδικων δασμών δεν μπορεί πλέον να ζητηθεί από την προσφεύγουσα. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση καθίσταται άνευ αντικειμένου και δεν δύναται να επηρεάσει τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας. Άρα, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αντλήσει κανένα όφελος από την ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

35      Ωστόσο, δεύτερον, πρέπει να εξεταστούν οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας ότι, παρά τη διαπίστωση για την οποία μόλις έγινε λόγος στη σκέψη 34 ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή διατηρεί αντικείμενο το οποίο δικαιολογεί την έκδοση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου επ’ αυτού.

36      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν δύναται να έχει επιπτώσεις στη νομική της κατάσταση όσον αφορά την καταβολή της τελωνειακής οφειλής που της επιβλήθηκε με τις αποφάσεις περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως των δασμών, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου περί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί, ωστόσο, να παραγάγει αποτελέσματα ως προς άλλους εισαγωγείς επί της καταστάσεως των οποίων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 905, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε, αναπέμποντας τις εθνικές τελωνειακές αρχές στην προσβαλλόμενη απόφαση για τις λοιπές περιπτώσεις τις οποίες έκρινε παρεμφερείς.

37      Συναφώς, παρατηρείται ότι, δυνάμει των άρθρων 874, 875 και 908 του εκτελεστικού κανονισμού, οι αποφάσεις της Επιτροπής περί της εφαρμογής του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, κοινοποιούνται στο οικείο κράτος μέλος και γνωστοποιούνται στα λοιπά κράτη μέλη, τα οποία υποχρεούνται να αποφανθούν επί των αιτήσεων που υποβάλλουν οι επιχειρηματίες σύμφωνα με τις εκδοθείσεις από την Επιτροπή αποφάσεις, ανεξαρτήτως του αν η Επιτροπή έκρινε την ιδιαίτερη κατάσταση του υποβάλλοντος αίτηση περί της μη εκ των υστέρων βεβαιώσεως ή διαγραφής των δασμών, της οποίας επιλήφθηκαν οι εθνικές τελωνειακές αρχές, ή τις λοιπές περιπτώσεις με παρεμφερή πραγματικά και νομικά στοιχεία.

38      Επομένως, η προσφεύγουσα βασίμως διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δύναται να παραγάγει αποτελέσματα ως προς άλλους εισαγωγείς. Εξάλλου, προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη σχετικών με άλλους εισαγωγείς διαδικασιών, στις οποίες η Επιτροπή παρέπεμψε τις εθνικές αρχές στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί ότι η υπό κρίση προσφυγή διατηρεί το αντικείμενό της.

39      Αφενός, κατά πάγια νομολογία (βλ. σκέψεις 20 έως 22 ανωτέρω), το ζήτημα κατά πόσον η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενό της εκτιμάται σε σχέση με το συμφέρον του προσφεύγοντος προς έκδοση δικαστικής αποφάσεως, λαμβανομένου υπόψη του ασκούμενου ενδίκου μέσου. Το εν λόγω συμφέρον είναι, κατ’ αρχήν, το ίδιο με το έννομο συμφέρον που πρέπει να αποδείξει ότι έχει ο προσφεύγων για να διασφαλίσει το παραδεκτό της προσφυγής του (βλ. απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Πάντως, κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό και ο προσφεύγων δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως υπέρ του γενικού συμφέροντος τρίτων ή υπέρ της νομιμότητας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 2000, T‑256/97, BEUC κατά Επιτροπής, σ. II‑101, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, το ίδιο αυτό συμφέρον πρέπει να είναι αρκούντως άμεσο (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1998, C‑68/94 και C‑30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑1375, σκέψη 67). Το γεγονός και μόνον ότι εξακολουθεί να υφίσταται το συμφέρον τρίτων σε σχέση με την προσφεύγουσα προς ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αρκεί, υπό τις συνθήκες αυτές, για να συναχθεί ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν κατέστη άνευ αντικειμένου.

41      Αφετέρου, είναι αληθές ότι, με την απάντησή της στις παρατηρήσεις της Επιτροπής επί του μνημονευθέντος στη σκέψη 15 ανωτέρω εγγράφου της, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι δεν αποσκοπούσε στην επίκληση του ιδίου συμφέροντος λοιπών εισαγωγέων για να υποστηρίξει ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν κατέστη άνευ αντικειμένου. Εν πάση περιπτώσει, στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω (σκέψεις 50 έως 52), το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας προσφεύγων μπορεί επίσης να διατηρεί το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση πράξεως θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλόμενης πλημμέλειας στο μέλλον, μόνον όμως αν η προβαλλόμενη πλημμέλεια είναι δυνατόν να επαναληφθεί στο μέλλον, ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας ασκήθηκε από τον εν λόγω προσφεύγοντα η προσφυγή.

42      Εντούτοις, οι τρεις προβληθέντες από την προσφεύγουσα λόγοι αφορούν, ο πρώτος, δικονομικές αιτιάσεις που την αφορούν προσωπικώς και, οι δύο έτεροι, σφάλματα που διέπραξε η Επιτροπή εφαρμόζοντας το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, το άρθρο 236 και το άρθρο 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα στα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως. Όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και το άρθρο 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα έχουν εφαρμογή στην περίπτωση της προσφεύγουσας υπό συγκεκριμένες περιστάσεις. Επομένως, οι προβαλλόμενες από την προσφεύγουσα παρατυπίες δεν δύνανται να επαναληφθούν ανεξαρτήτως των περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως.

43      Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή έκρινε ότι και λοιποί εισαγωγείς δύνανται να βρεθούν σε παρεμφερή κατάσταση δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή. Συγκεκριμένα, στους εισαγωγείς αυτούς μπορεί να αντιταχθούν όσα αποφάσισε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση μόνο στο πλαίσιο εθνικής αποφάσεως εκδιδόμενης κατ’ εφαρμογή των άρθρων 874, 875 και 908 του εκτελεστικού κανονισμού (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω) και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή τους. Ωστόσο, προς στήριξη των προσφυγών τις οποίες δύνανται να ασκήσουν οι λοιποί αυτοί εισαγωγείς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά των αποφάσεων που τους αφορούν, δύνανται, ενδεχομένως, να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως ζητώντας από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προς εκτίμηση του κύρους της εν λόγω προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Hyper κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, σκέψη 98).

44      Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από το ότι, κατά την προσφεύγουσα, οι λοιποί εισαγωγείς δεν μπορούν να ασκήσουν ευθεία προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφορά εφαρμογή των προϋποθέσεων παραδεκτού του άρθρου 263 ΣΛΕΕ της οποίας δεν επιλήφθηκε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα και ατομικά τους λοιπούς αυτούς εισαγωγείς, το γεγονός αυτό είναι αλυσιτελές όσον αφορά το αν η προσφεύγουσα διατηρεί προσωπικό συμφέρον προς ακύρωση της αποφάσεως αυτής (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω).

45      Κατά συνέπεια, το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

46      Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η παρούσα προσφυγή είναι ώριμη προς εκδίκαση, ενώ εκκρεμούν οι λοιπές διαδικασίες με τις οποίες δύνανται να διακυβευτεί η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

47      Ωστόσο, τέτοιου είδους θεωρήσεις, περί της οικονομίας της διαδικασίας, προϋποθέτουν ότι, εν προκειμένω, δύναται να πραγματοποιηθεί εκτίμηση της σκοπιμότητας. Πάντως, κατά πάγια νομολογία (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), σε περίπτωση εξαλείψεως του αντικειμένου της προσφυγής, το επιληφθέν δικαστήριο υποχρεούται να μην αποφανθεί επί αυτής, χωρίς να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τις τυχόν συνέπειες της διαπιστώσεως αυτής.

48      Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

49      Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξακολουθεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα επί της καταστάσεώς της, τούτο δε παρά την εξάλειψη της τελωνειακής οφειλής.

50      Αφενός, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι ισπανικές τελωνειακές αρχές εξέδωσαν απόφαση η οποία την αφορά, βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), και εκκρεμεί ακόμα προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής των ισπανικών αρχών.

51      Πάντως, η διαπίστωση του ακυρότητας των αποφάσεων περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως των δασμών συνεπάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί πλέον να υποχρεούται προς καταβολή των επίδικων δασμών, ούτως ώστε η απόρριψη της αιτήσεώς της από τις ισπανικές τελωνειακές αρχές δεν ασκεί επιρροή στη νομική της κατάσταση και, επομένως, δεν μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη της αποφάσεως αυτής για να προβάλει ότι διατηρεί έννομο συμφέρον για την έκδοση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

52      Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει εκτιμήσεις που τη θίγουν και μπορούν να την εμποδίσουν να λάβει το καθεστώς του εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα του άρθρου 5α του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, στην περίπτωση κατά την οποία προτίθεται να ζητήσει να της χορηγηθεί το καθεστώς αυτό.

53      Η εκτίμηση της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας αποτελεί το αντικείμενο των αιτιολογικών σκέψεων 46 έως 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, ανέφερε ότι το ζήτημα της μη προτιμησιακής καταγωγής των έγχρωμων τηλεοπτικών συσκευών που εισάγει η προσφεύγουσα δεν είναι σύνθετο (αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 54), ότι η προσφεύγουσα πρέπει να θεωρηθεί ως πεπειραμένος εισαγωγέας (αιτιολογική σκέψη 55), ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί επικαλούμενη τεχνικές δυσχέρειες τις οποίες δεν μπορούσε να υπερπηδήσει προσεγγίζοντας τις εθνικές τελωνειακές αρχές (αιτιολογική σκέψη 56) και ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η συμπεριφορά της προσφεύγουσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε επιμελής (αιτιολογική σκέψη 57).

54      Σε αντίθεση με όσα φρονεί η προσφεύγουσα, το επίδικο απόσπασμα της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνιστά προσβολή της εικόνας της. Ειδικότερα, παρά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η Επιτροπή ουδόλως αμφισβήτησε την καλή της πίστη, αλλά απλώς έκρινε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό πολυπλοκότητας της, εν προκειμένω, εφαρμοστέας τελωνειακής νομοθεσίας, ένας επιμελής επιχειρηματίας, με την μεγάλη πείρα της προσφεύγουσας, όφειλε να αποφύγει την εσφαλμένη διασάφηση στην οποία προέβη η προσφεύγουσα. Επομένως, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δεν προέβη σε αξιολογική κρίση της προσφεύγουσας ή της συμπεριφοράς της, αλλά αναζήτησε αν ισχύουν για την προσφεύγουσα οι προϋποθέσεις περί απαλλαγής του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, εφόσον δεν μπορούσε ευλόγως να αποφύγει τις εσφαλμένες διασαφήσεις στις οποίες προέβη, ή αν, αντιθέτως, πρέπει να της καταλογιστεί η ευθύνη των σφαλμάτων αυτών.

55      Όσον αφορά τις δυσχέρειες τις οποίες η προσφεύγουσα διατείνεται ότι θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση κατά την οποία ζητήσει το καθεστώς του εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα κατά το άρθρο 5α του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το επιχείρημα αυτό έχει αμιγώς υποθετικό χαρακτήρα. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει, εν προκειμένω, να αντληθούν οι συνέπειες από τη δήλωση της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα δεν αντλεί κανένα όφελος από την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να αποκλείσει ότι η προηγούμενη συμπεριφορά της προσφεύγουσας σε θέματα τηρήσεως των τελωνειακών απαιτήσεων θεωρείται «ικανοποιητική», όπερ συνιστά την απαιτούμενη προϋπόθεση του άρθρου 5α, παράγραφος 2, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

56      Επομένως, το τρίτο επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

57      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν αντλεί κανένα όφελος από την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι, κατά συνέπεια, η παρούσα προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου. Επομένως, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής, καθώς και επί της υποβληθείσας από την προσφεύγουσα αιτήσεως λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η οποία επίσης κατέστη άνευ αντικειμένου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

59      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιολογείται, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, κάθε διάδικος να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Λουξεμβούργο, 28 Φεβρουαρίου 2012.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. Azizi


*  Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.