Language of document : ECLI:EU:T:2016:479

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 (*)

«REACH – Οφειλόμενο τέλος για την καταχώριση ουσίας – Μείωση του τέλους στην περίπτωση πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων – Σφάλμα στη δήλωση σχετικά με το μέγεθος της επιχειρήσεως – Σύσταση 2003/361/ΕΚ – Απόφαση με την οποία επιβάλλεται διοικητική επιβάρυνση – Καθορισμός του μεγέθους της επιχειρήσεως – Εξουσίες του ΕΟΧΠ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑620/13,

Marchi Industriale SpA, με έδρα τη Φλωρεντία (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους M. Baldassarri και F. Donati, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ), εκπροσωπούμενου αρχικώς από τις M. Heikkilä, A. Iber και E. Bigi και τους J.‑P. Trnka και E. Maurage, στη συνέχεια από τις M. Heikkilä και Ε. Bigi και τους J.‑P. Trnka και E. Maurage, επικουρούμενους από τον C. Garcia Molyneux, δικηγόρο,

καθού,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως SME(2013) 3747 του ΕΟΧΠ, της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη μείωση του τέλους που προβλέπεται για τις μεσαίες επιχειρήσεις και με την οποία της επιβλήθηκε διοικητική επιβάρυνση και, αφετέρου, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση των τιμολογίων που εξέδωσε ο ΕΟΧΠ κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως SME(2013) 3747,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 20, 22, 23 και 25 Νοεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα, Marchi Industriale SpA, προέβη στην καταχώριση διαφόρων ουσιών βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων, καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής, καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1).

2        Κατά τη διαδικασία καταχωρίσεως, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι ήταν «μεσαία επιχείρηση» υπό την έννοια της συστάσεως 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (EE 2003, L 124, σ. 36). Βάσει της εν λόγω δηλώσεως, έτυχε μειώσεως του οφειλόμενου για κάθε αίτηση καταχωρίσεως τέλους, όπως προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1907/2006. Κατά το άρθρο 74, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, το εν λόγω τέλος καθορίστηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 340/2008 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2008, σχετικά με τα τέλη και τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλονται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων σύμφωνα με τον κανονισμό 1907/2006 (EE 2008, L 107, σ. 6). Το παράρτημα I του κανονισμού 340/2008 περιέχει τα ποσά των τελών που οφείλονται για τις αιτήσεις καταχωρίσεως οι οποίες υποβάλλονται βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 1907/2006, καθώς και τις μειώσεις που χορηγούνται στις πολύ μικρές, τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις. Επιπλέον, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 4, του κανονισμού 340/2008, σε περίπτωση κατά την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι δικαιούται μείωση τέλους ή ατέλεια αδυνατεί να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) επιβάλλει το πλήρες ποσό του τέλους ή της επιβαρύνσεως, καθώς και διοικητική επιβάρυνση. Συναφώς, το διοικητικό συμβούλιο του ΕΟΧΠ εξέδωσε, στις 12 Νοεμβρίου 2010, την απόφαση MB/D/29/2010 σχετικά με την κατάταξη των υπηρεσιών για τις οποίες επιβάλλονται επιβαρύνσεις (στο εξής: απόφαση MB/D/29/2010). Στο άρθρο 2 και στον πίνακα 1 που αποτελεί παράρτημα της αποφάσεως αυτής, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση MB/21/2012/D του διοικητικού συμβουλίου του ΕΟΧΠ, της 12ης Φεβρουαρίου 2013, αναφέρεται ότι η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 13, παράγραφος 4, του κανονισμού 340/2008 διοικητική επιβάρυνση ανέρχεται σε 19 900 ευρώ για τις μεγάλες επιχειρήσεις, σε 13 900 ευρώ για τις μεσαίες επιχειρήσεις και σε 7 960 ευρώ για τις μικρές επιχειρήσεις.

3        Στις 20, 22, 23 και 25 Νοεμβρίου 2010, ο ΕΟΧΠ εξέδωσε έξι τιμολόγια ποσού 16 275 ευρώ έκαστο. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε, κατά το παράρτημα I του κανονισμού 340/2008, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, στο τέλος που οφείλει μια μεσαία επιχείρηση, στο πλαίσιο της από κοινού υποβολής αιτήσεως καταχωρίσεως, για ουσίες ποσότητας άνω των 1 000 τόνων.

4        Στις 24 Αυγούστου 2012, ο ΕΟΧΠ κάλεσε την προσφεύγουσα να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα προκειμένου να διακριβωθεί η δήλωση περί του ότι ήταν μεσαία επιχείρηση.

5        Στις 19 Σεπτεμβρίου 2013, έπειτα από ανταλλαγή εγγράφων και ηλεκτρονικών μηνυμάτων, ο ΕΟΧΠ εξέδωσε την απόφαση SME(2013) 3747 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, ο ΕΟΧΠ έκρινε ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να θεωρηθεί μεγάλη επιχείρηση και ότι όφειλε να καταβάλει το αντίστοιχο τέλος. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ΕΟΧΠ ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι επρόκειτο να της αποστείλει τιμολόγια για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ των αρχικώς καταβληθέντων τελών και των τελικώς οφειλομένων τελών, καθώς και τιμολόγιο ποσού 19 900 ευρώ για την καταβολή διοικητικής επιβαρύνσεως.

6        Στις 10 Οκτωβρίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε, βάσει των άρθρων 91 και 92 του κανονισμού 1907/2006, προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ΕΟΧΠ.

7        Στις 2 Απριλίου 2014, το συμβούλιο προσφυγών του ΕΟΧΠ αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία εν αναμονή της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου 2013 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Η προσφυγή αυτή εντάσσεται σε μια σειρά συναφών υποθέσεων.

9        Η πρώτη υπόθεση αυτής της σειράς συναφών υποθέσεων αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως ακυρώσεως της 2ας Οκτωβρίου 2014, Spraylat κατά ΕΟΧΠ (T‑177/12, EU:T:2014:849).

10      Στις 8 Ιανουαρίου 2015, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς τη σημασία που έχει ενδεχομένως η απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Spraylat κατά ΕΟΧΠ (T‑177/12, EU:T:2014:849), για την εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως και να απαντήσουν σε ερώτηση. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

11      Στις 16 Οκτωβρίου 2015, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε ερώτηση και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στα αιτήματα αυτά.

12      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Δεκεμβρίου 2015.

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει και, επομένως, να κηρύξει ανίσχυρη την προσβαλλόμενη απόφαση και, κατά συνέπεια, να στερήσει από την απόφαση αυτή όλα τα έννομα αποτελέσματά της, ακυρώνοντας και τα τιμολόγια που εκδόθηκαν για την είσπραξη των υψηλότερων τελών καθώς και στο πλαίσιο των οικονομικών κυρώσεων που της επιβλήθηκαν.

14      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από το αίτημά της περί ακυρώσεως των τιμολογίων που εκδόθηκαν σε εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά.

15      Ο ΕΟΧΠ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

16      Ο ΕΟΧΠ υπογραμμίζει ότι το συμβούλιο προσφυγών είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί της υπό κρίση διαφοράς, της οποίας επίσης επιλήφθηκε, στον βαθμό που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αποφάσεων που δύνανται να προσβληθούν με προσφυγή ενώπιόν του.

17      Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν συνεπάγεται παραίτηση εκ μέρους της από την προσφυγή την οποία άσκησε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ΕΟΧΠ. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα τόνισε επίσης ότι, κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση διαφορά.

18      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 ορίζει ότι «προσφυγή μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του [Γενικού Δικαστηρίου] ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο [263 ΣΛΕΕ], κατά απόφασης του Συμβουλίου Προσφυγών ή, όταν δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής στο Συμβούλιο Προσφυγών, κατά απόφασης του [ΕΟΧΠ]».

19      Συναφώς, το άρθρο 91, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 προβλέπει ότι «προσφυγή [ενώπιον του Συμβουλίου Προσφυγών] είναι δυνατόν να ασκ[ηθεί] κατά αποφάσεων του [ΕΟΧΠ] που λαμβάνονται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 20, το άρθρο 27, παράγραφος 6, το άρθρο 30, παράγραφοι 2 και 3, και το άρθρο 51 [του κανονισμού 1907/2006]».

20      Η προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, δεν ελήφθη βάσει των διατάξεων του άρθρου 91, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, αλλά βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 4, του κανονισμού 340/2008 και των άρθρων 2 και 4 της αποφάσεως MB/D/29/2010. Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι ούτε ο κανονισμός 340/2008 ούτε η απόφαση MB/D/29/2010 εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 91, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006.

21      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 9, 27, 30 και 51 του κανονισμού 1907/2006, που μνημονεύει το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, αφορούν αποφάσεις μη σχετιζόμενες με το τέλος το οποίο οφείλουν να καταβάλλουν οι αιτούσες την καταχώριση επιχειρήσεις.

22      Εξάλλου, το άρθρο 20 του κανονισμού 1907/2006 έχει ως αντικείμενο τα «καθήκοντα του [ΕΟΧΠ]». Η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι «κατά των αποφάσεων του [ΕΟΧΠ που λαμβάνονται] δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, μπορεί να ασκ[ηθεί] προσφυγή σύμφωνα με τα άρθρα 91, 92 και 93» του κανονισμού 1907/2006. Η παράγραφος 2 αφορά τον εκ μέρους του ΕΟΧΠ έλεγχο «πληρότητας» κάθε καταχωρίσεως, περιλαμβανομένης της καταβολής του τέλους. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι ο έλεγχος αυτός «δεν περιλαμβάνει αξιολόγηση της ποιότητας ή της επάρκειας τυχόν υποβαλλόμενων δεδομένων ή αιτιολογιών». Εξάλλου, το άρθρο 20, παράγραφος 2, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 1907/2006 προβλέπει ότι αν η καταχώριση «είναι ελλιπής», ο δε αιτών την καταχώριση «δεν τη συμπληρώνει εντός της οριζόμενης προθεσμίας», τότε ο ΕΟΧΠ «απορρίπτει την καταχώριση». Εν προκειμένω, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση, πέραν του ότι δεν στηρίζεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, δεν απορρίπτει την καταχώριση των επίμαχων ουσιών.

23      Επομένως, κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως, ανεξαρτήτως της προσφυγής την οποία επίσης άσκησε η προσφεύγουσα ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ΕΟΧΠ κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Calestep κατά ΕΟΧΠ, T‑89/13, EU:T:2015:711, σκέψεις 16 έως 22).

 Επί της ουσίας

24      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο δεύτερος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, πλάνη περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως

25      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, παρά τις εμπεριστατωμένες και τεκμηριωμένες παρατηρήσεις της, ο ΕΟΧΠ δεν έλαβε υπόψη τα επιχειρήματά της. Ειδικότερα, ο ΕΟΧΠ δεν έλαβε υπόψη τις διευκρινίσεις που περιέλαβε η προσφεύγουσα στο έγγραφό της της 8ης Ιουλίου 2013. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν κατανοεί τη συλλογιστική βάσει της οποίας ο ΕΟΧΠ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Η παραπομπή του εγγράφου της 5ης Σεπτεμβρίου 2013 του ΕΟΧΠ στα κείμενά του δεν αναιρεί το εν λόγω συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με το από 8 Ιουλίου 2013 έγγραφό της, διευκρίνισε ότι δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα σχετικά με την Esseco Group Srl στοιχεία. Ο ΕΟΧΠ δεν απάντησε, όμως, με το από 5 Σεπτεμβρίου 2013 έγγραφό του, στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Εξάλλου, κατά την προσφεύγουσα, οι παραπομπές της προσβαλλομένης αποφάσεως σε πλήθος παραρτημάτων καθιστά δυσχερή την κατανόηση της συλλογιστικής του ΕΟΧΠ.

26      Ο ΕΟΧΠ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

27      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολόγησαν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. Όσον αφορά, ειδικότερα, την αιτιολογία των ατομικών αποφάσεων, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων αυτών αποσκοπεί στο να επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση πάσχει ενδεχομένως από ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της. Εξάλλου, η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά να τους παρασχεθούν εξηγήσεις. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψεις 93 και 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι τόσο ο κανονισμός 1907/2006, στο άρθρο 3, όσο και ο κανονισμός 340/2008, στην αιτιολογική σκέψη 9 και στο άρθρο 2, παραπέμπουν στη σύσταση 2003/361 για τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

29      Η σύσταση 2003/361 περιλαμβάνει παράρτημα, του οποίου ο τίτλος Ι αφορά τον «[ο]ρισμό των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που ενέκρινε η Επιτροπή». Το άρθρο 2 του εν λόγω τίτλου επιγράφεται «Αριθμός απασχολούμενων και οικονομικά όρια προσδιορίζοντα τις κατηγορίες επιχειρήσεων».

30      Στην περίπτωση ανεξάρτητης επιχειρήσεως, ήτοι επιχειρήσεως η οποία δεν χαρακτηρίζεται ως «συνεργαζόμενη επιχείρηση» ή ως «συνδεδεμένη επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361, ο καθορισμός των στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού απασχολουμένων, πραγματοποιείται αποκλειστικά με βάση τους λογαριασμούς της επιχειρήσεως αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος.

31      Στην περίπτωση επιχειρήσεως συνεργαζομένης ή συνδεομένης με άλλες επιχειρήσεις, ο καθορισμός των στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού απασχολούμενων, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία της επιχειρήσεως, ή, εφόσον υπάρχουν, τους ενοποιημένους λογαριασμούς της επιχειρήσεως ή τους ενοποιημένους λογαριασμούς στους οποίους περιλαμβάνεται και η εξεταζόμενη επιχείρηση βάσει ενοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361. Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361, στα στοιχεία αυτά προστίθενται, αφενός, τα στοιχεία των επιχειρήσεων που συνεργάζονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση (οι οποίες βρίσκονται ακριβώς ανάντη ή κατάντη της εξεταζόμενης επιχειρήσεως) κατ’ αναλογίαν προς το ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου, λαμβανομένων υπόψη του υψηλότερου από τα δύο αυτά ποσοστά, και, αφετέρου, του 100 % των στοιχείων των επιχειρήσεων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την εξεταζόμενη επιχείρηση και τα οποία δεν περιλαμβάνονται ήδη στους λογαριασμούς βάσει ενοποιήσεως.

32      Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361, για την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361, τα στοιχεία των επιχειρήσεων που συνεργάζονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση προκύπτουν από τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία, ενοποιημένα εφόσον υπάρχουν, στα οποία προστίθεται το 100 % των στοιχείων των επιχειρήσεων που συνδέονται με αυτές τις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, εκτός εάν τα στοιχεία τους περιλαμβάνονται ήδη βάσει ενοποιήσεως. Τα δε στοιχεία των επιχειρήσεων που συνδέονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση προκύπτουν από τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία τους, ενοποιημένα εφόσον υπάρχουν. Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361, στα στοιχεία αυτά προστίθενται κατ’ αναλογίαν τα στοιχεία των επιχειρήσεων που ενδεχομένως συνεργάζονται με τις συνδεδεμένες αυτές επιχειρήσεις, οι οποίες βρίσκονται ακριβώς ανάντη ή κατάντη αυτών, εάν δεν περιλαμβάνονται ήδη στους ενοποιημένους λογαριασμούς σε αναλογία τουλάχιστον αντίστοιχη προς το ποσοστό της συμμετοχής στο κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου, λαμβανομένου υπόψη του υψηλότερου από τα δύο αυτά ποσοστά.

33      Εν προκειμένω, ο ΕΟΧΠ, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε αριθμό απασχολουμένων ίσο ή ανώτερο των 250 ατόμων, ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 50 εκατομμυρίων ευρώ και ετήσιο ισολογισμό άνω των 43 εκατομμυρίων ευρώ. Βάσει τούτων, ο ΕΟΧΠ θεώρησε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί μεσαία επιχείρηση.

34      Οι υπολογισμοί του ΕΟΧΠ ήταν λεπτομερείς και παρατέθηκαν σε έκθεση προσαρτημένη στην προσβαλλόμενη απόφαση. Στην έκθεση αυτή, ο ΕΟΧΠ έλαβε υπόψη τα στοιχεία των επιχειρήσεων που χαρακτηρίστηκαν «συνδεδεμένες» (Crosfield Italia Srl) και «συνεργαζόμενες» (Marfin Srl και Esseco Group) και τα πρόσθεσε στη συνέχεια, εν όλω ή εν μέρει, στα στοιχεία της προσφεύγουσας. Ως προς τις επιχειρήσεις που χαρακτηρίστηκαν «συνεργαζόμενες», ο ΕΟΧΠ έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη το 49,9995 % των στοιχείων της Esseco Group. Ο συνυπολογισμός των στοιχείων της Esseco Group αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα με το έγγραφο που απηύθυνε στον ΕΟΧΠ στις 8 Ιουλίου 2013.

35      Υπενθυμίζονται προκαταρκτικώς οι δεσμοί που διατηρούσε η προσφεύγουσα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών με άλλες επιχειρήσεις. Η προσφεύγουσα ήταν καταρχάς συνδεδεμένη με την Crosfield Italia, καθόσον κατείχε το μεγαλύτερο ποσοστό στο εταιρικό κεφάλαιο της επιχειρήσεως αυτής. Ακολούθως, η προσφεύγουσα συνεργαζόταν με τη Marfin (με ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιό της μεταξύ 25 % και 50 %) και με την Essemar SpA (με ποσοστό συμμετοχής της προσφεύγουσας στο κεφάλαιό της μεταξύ 25 % και 50 %). Εξάλλου, η Essemar ήταν, κατά τον ΕΟΧΠ, συνδεδεμένη με την Esseco Group, στον βαθμό που η δεύτερη επιχείρηση είχε τυπικώς το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο και, ως εκ τούτου, στα δικαιώματα ψήφου των μετόχων της πρώτης, όπερ η προσφεύγουσα αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

36      Πρώτον, όσον αφορά τον συνυπολογισμό των στοιχείων της Crosfield Italia και της Marfin, από την προσαρτημένη στην προσβαλλόμενη απόφαση έκθεση προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να γνωρίζει τους δικαιολογητικούς λόγους της εν λόγω αποφάσεως, ιδίως λαμβανομένων υπόψη των συναφών διατάξεων της συστάσεως 2003/361. Ειδικότερα, προκύπτει σαφώς από τις διατάξεις αυτές και από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως ότι ο ΕΟΧΠ έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων της Crosfield Italia, καθόσον η επιχείρηση αυτή ήταν συνδεδεμένη με την προσφεύγουσα (κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361), και τα κατ’ αναλογίαν στοιχεία της Marfin, στον βαθμό που η επιχείρηση αυτή συνεργαζόταν με την προσφεύγουσα (κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361). Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ειδικώς τον συνυπολογισμό των στοιχείων των επιχειρήσεων αυτών στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

37      Δεύτερον, όσον αφορά τον συνυπολογισμό των στοιχείων της Esseco Group, ο οποίος αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία και περαιτέρω αποτέλεσε ειδικότερο αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, ο ΕΟΧΠ διευκρίνισε στην προσφεύγουσα, με το έγγραφο της 5ης Σεπτεμβρίου 2013, ότι η Esseco Group συνδεόταν με την Essemar, η οποία συνεργαζόταν με την προσφεύγουσα. Ο ΕΟΧΠ ανέφερε επίσης τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι η Esseco Group συνδεόταν με την Essemar. Ο ΕΟΧΠ, προτού αναφερθεί στο ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα στοιχεία της Essemar περιλαμβάνονταν στους ενοποιημένους λογαριασμούς της Esseco Group, επισήμανε επίσης, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361, τα εξής:

«[Τ]α στοιχεία της επιχειρήσεως που συνεργάζεται [εν προκειμένω της Essemar] με την εξεταζόμενη επιχείρηση [εν προκειμένω με την προσφεύγουσα] προκύπτουν από τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία, ενοποιημένα εφόσον υπάρχουν. Σε αυτά προστίθεται το 100 % των στοιχείων των συνδεδεμένων επιχειρήσεων με αυτήν την συνεργαζόμενη επιχείρηση [Esseco Group], εκτός εάν τα στοιχεία τους περιλαμβάνονται ήδη βάσει ενοποιήσεως. Κατά συνέπεια, καθόσον, στην περίπτωσή σας, η Esseco Group συνδεόταν με την Essemar η οποία είναι επιχείρηση συνεργαζόμενη με [την προσφεύγουσα], τα στοιχεία της Esseco Group πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό των συνολικών στοιχείων [της προσφεύγουσας].»

38      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να γνωρίζει τους λόγους βάσει των οποίων ο ΕΟΧΠ υπολόγισε το μέγεθός της, ιδίως όσον αφορούσε τον συνυπολογισμό των στοιχείων της Esseco Group. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους ο ΕΟΧΠ είχε θεωρήσει ότι η Esseco Group ήταν επιχείρηση συνδεδεμένη με την Essemar. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία της Esseco Group είχαν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του μεγέθους της καθόσον η Esseco Group, κατά τον ΕΟΧΠ, συνδεόταν με επιχείρηση συνεργαζόμενη με την προσφεύγουσα (Essemar). Η προσφεύγουσα ήταν επίσης σε θέση να αντιληφθεί ότι, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία της Esseco Group, ο ΕΟΧΠ είχε αποφασίσει να εφαρμόσει το άρθρο 6, παράγραφος 3, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361 που προβλέπει ότι «τα στοιχεία των επιχειρήσεων που συνεργάζονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση προκύπτουν από τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία, ενοποιημένα εφόσον υπάρχουν, στα οποία προστίθεται το 100 % των στοιχείων των επιχειρήσεων που συνδέονται με τις συνεργαζόμενες αυτές επιχειρήσεις, εκτός εάν τα στοιχεία τους περιλαμβάνονται ήδη βάσει ενοποίησης». Τέλος, εφόσον οι ενοποιημένοι λογαριασμοί της Esseco Group περιλάμβαναν, κατά τον ΕΟΧΠ, τα στοιχεία της Essemar, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι ο συνυπολογισμός των στοιχείων της Esseco Group σε ποσοστό 49,9995 % απηχούσε, αφενός, τον συνυπολογισμό στοιχείων της Essemar κατ’ αναλογίαν προς το ποσοστό συμμετοχής της προσφεύγουσας στο κεφάλαιό της και, αφετέρου, τον συνυπολογισμό στοιχείων της Esseco Group (επίσης, κατ’ αναλογίαν προς το ποσοστό συμμετοχής της προσφεύγουσας στο κεφάλαιο της Essemar).

39      Επομένως, με την επιφύλαξη των επιχειρημάτων που αναπτύσσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιεί την απαίτηση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

40      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλάνη περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

41      Κατά την προσφεύγουσα, ο ΕΟΧΠ εσφαλμένως θεώρησε ότι η Esseco Group και η ίδια ήταν συνεργαζόμενες επιχειρήσεις. Τα στοιχεία της Esseco Group λήφθηκαν, επομένως, υπόψη για τους σκοπούς του καθορισμού του μεγέθους της προσφεύγουσας. Ωστόσο, η Esseco Group δεν είχε καμία σχέση, έστω έμμεση, με την προσφεύγουσα. Παραπέμποντας στην ιταλική νομοθεσία περί της εφαρμογής της συστάσεως 2003/361, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Esseco Group έχει το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο της Essemar, το δε υπόλοιπο ποσοστό το έχει η ίδια. Η Esseco Group δεν έχει, παρά ταύτα, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στην Essemar, βάσει γραπτών συμφωνιών που έχουν συνάψει οι μέτοχοί της. Ούτε η Esseco Group ούτε η Essemar ασκούσαν δικαιώματα ψήφου στην προσφεύγουσα. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία της Esseco Group δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του μεγέθους της επιχειρήσεως. Μόνον τα στοιχεία της Essemar, η οποία είναι εταιρία συνεργαζόμενη με την προσφεύγουσα, μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα δεν έπρεπε να χαρακτηριστεί από τον ΕΟΧΠ ως μεγάλη επιχείρηση.

42      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η ερμηνεία την οποία υποστήριξε ο ΕΟΧΠ στο πλαίσιο της άμυνάς του, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί βάσιμη λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της επίμαχης διατάξεως, δεν είναι εντούτοις εύλογη. Συγκεκριμένα, βάσει της ερμηνείας αυτής λαμβάνονται υπόψη στοιχεία επιχειρήσεων οι οποίες δεν ανήκουν, ούτε εμμέσως, στην εξεταζόμενη επιχείρηση. Κατά την προσφεύγουσα, οι επίμαχες διατάξεις έπρεπε να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι τα στοιχεία της οικείας επιχειρήσεως πρέπει να προστίθενται, κατ’ αναλογίαν προς το ποσοστό συμμετοχής, στα στοιχεία των επιχειρήσεων που ανήκουν σε επιχειρήσεις συνεργαζόμενες ή συνδεόμενες με την εξεταζόμενη επιχείρηση και όχι στα στοιχεία των επιχειρήσεων οι οποίες με τη σειρά τους συμμετέχουν στις επιχειρήσεις που συνεργάζονται ή συνδέονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση. Με την επιφύλαξη της ερμηνείας αυτής, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η Esseco Group δεν έχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στην Essemar. Επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, για τον καθορισμό του μεγέθους της, ο ΕΟΧΠ υπέπεσε σε πλάνη αποφασίζοντας να προσθέσει το 100 % των στοιχείων της Esseco Group. Ο ΕΟΧΠ όφειλε να περιοριστεί στην προσθήκη των στοιχείων της Esseco Group σε εκείνα της Essemar, και στη συνέχεια να τα προσθέσει στα στοιχεία της προσφεύγουσας κατ’ αναλογίαν προς το ποσοστό συμμετοχής της στο κεφάλαιο της Essemar.

43      Ο ΕΟΧΠ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

44      Πρώτον, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση του ΕΟΧΠ ότι η Essemar και η ίδια είναι «συνεργαζόμενες» επιχειρήσεις, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361.

45      Δεύτερον, είναι βεβαίως ακριβές ότι ο ΕΟΧΠ ανέφερε, στην προσαρτημένη στην προσβαλλόμενη απόφαση έκθεση, τις επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την προσφεύγουσα, περιλαμβάνοντας σε αυτές την Esseco Group, ενώ η επιχείρηση αυτή δεν συνεργαζόταν με την προσφεύγουσα κατά την έννοια της συστάσεως 2003/361. Παρά ταύτα, προκύπτει από το έγγραφο του ΕΟΧΠ της 5ης Σεπτεμβρίου 2013 ότι το κείμενο του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361 είχε ληφθεί υπόψη σε αυτό και ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση.

46      Τρίτον, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, από την προσαρτημένη στην προσβαλλόμενη απόφαση έκθεση προκύπτει ότι τα στοιχεία της Esseco Group λήφθηκαν υπόψη μόνον κατ’ αναλογίαν προς το ποσοστό συμμετοχής της προσφεύγουσας στο κεφάλαιο της Essemar. Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει εξάλλου, στο υπόμνημα απαντήσεως, ότι αυτή η κατ’ αναλογίαν προσθήκη ήταν δυνατή.

47      Τέταρτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σύμφωνα με τα οποία η Esseco Group δεν είχε την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στην Essemar, τα επιχειρήματα αυτά ουδόλως τεκμηριώνονται. Ειδικότερα, από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι, με πράξη της 30ής Μαρτίου 2004, η Esseco Group και η προσφεύγουσα αποφάσισαν να συστήσουν κοινή επιχείρηση, ήτοι την Essemar, με εξ ημισείας συμμετοχή εκάστης στο κεφάλαιο της τελευταίας. Προκύπτει, επίσης, από γραπτή συμφωνία της 9ης Νοεμβρίου 2006 μεταξύ της Esseco Group και της προσφεύγουσας ότι, αφενός, η προσφεύγουσα μεταβίβασε το 0,0005 % του κεφαλαίου της Essemar στην Esseco Group και ότι, αφετέρου, η προσφεύγουσα έχει δικαίωμα προαιρέσεως επί της κτήσεως του 0,0005 % του κεφαλαίου της Essemar. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η Esseco Group κατείχε, κατά τον χρόνο καταχωρίσεως των ουσιών στον ΕΟΧΠ, το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο της Essemar, ήτοι το 50,0005 %, όπερ η προσφεύγουσα αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η Esseco Group δεν είχε την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στην Essemar. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε δικαίωμα προαιρέσεως επί της κτήσεως του 0,0005 % του κεφαλαίου της Essemar δεν αναιρεί το εν λόγω συμπέρασμα, καθόσον η επίμαχη προαίρεση δεν ασκήθηκε. Η προσφεύγουσα αναγνώρισε, εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Esseco Group, δεδομένου του μεγαλύτερου ποσοστού συμμετοχής της στο κεφάλαιο της Essemar, είχε τυπικώς την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στην επιχείρηση αυτή.

48      Πέμπτον, όσον αφορά την εκ μέρους της προσφεύγουσας ερμηνεία του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361 και, ειδικότερα, του άρθρου 6, η ερμηνεία αυτή αφίσταται προδήλως από τη συνήθη έννοια των όρων που χρησιμοποιεί η εν λόγω σύσταση και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1998, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, C‑209/96, EU:C:1998:448, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Κατόπιν των ανωτέρω, δεν προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα ότι ο ΕΟΧΠ υπέπεσε σε πλάνη περί την εκτίμηση του μεγέθους της.

50      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΕΟΧΠ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Marchi Industriale SpA στα δικαστικά έξοδα.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Σεπτεμβρίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.