Language of document : ECLI:EU:F:2008:141

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 12ης Νοεμβρίου 2008

Υπόθεση F-88/07

Juan Luís Domínguez González

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Τεχνικός βοηθός διοικήσεως – Ένσταση αναρμοδιότητας – Ένσταση απαραδέκτου – Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης»

Αντικείμενο: Αγωγή δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο J. L. Domínguez González ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να του καταβάλει το ποσό των 20 310,68 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την καταγγελία της συμβάσεώς του εργασίας μετά την πραγματοποίηση της ιατρικής εξετάσεως που προηγείται της προσλήψεως.

Απόφαση: Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Δικαίωμα ασκήσεως – Πρόσωπα που διεκδικούν την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου ή που ανήκουν στο λοιπό προσωπικό πλην των τοπικών υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – ΚΥΚ – Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού – Πεδίο εφαρμογής

(Άρθρα 238 ΕΚ και 282 ΕΚ· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 1, 2, 3 και 5)

1.      Το δικαίωμα προσβολής μιας βλαπτικής πράξεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή δεν αναγνωρίζεται μόνο στα πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του μονίμου ή μη μονίμου, αλλά όχι τοπικού, υπαλλήλου των Κοινοτήτων, αλλά και στα πρόσωπα που διεκδικούν την ιδιότητα αυτή. Συνέπεια της νομολογίας αυτής είναι ότι το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο είναι, τουλάχιστον, αρμόδιο να εξετάσει, κατ’ αρχάς, αν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του παραδεκτού και του βασίμου.

(βλ. σκέψεις 64 και 65)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 11 Μαρτίου 1975, 65/74, Porrini κ.λπ., Συλλογή τόμος 1975, σ. 129, σκέψη 13· 5 Απριλίου 1979, 116/78, Bellintani κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 853, σκέψη 6· 20 Ιουνίου 1985, 123/84, Klein κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 1907, σκέψη 10

ΠΕΚ: 19 Ιουλίου 1999, T‑74/98, Mammarella κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑151 και II‑797, σκέψη 16

2.      Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ) δεν συνιστούν εξαντλητική κανονιστική ρύθμιση, οπότε και θα απαγορευόταν η πρόσληψη προσώπων εκτός του κανονιστικού πλαισίου που έχει θεσπιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αντιθέτως, η αναγνωριζόμενη από τα άρθρα 282 ΕΚ και 238 ΕΚ ικανότητα της Κοινότητας να συνάπτει συμβατικές σχέσεις διεπόμενες από το δίκαιο κράτους μέλους αφορά και τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ή παροχής υπηρεσιών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η πρόσληψη προσώπου με σύμβαση που παραπέμπει ρητώς σε εθνική νομοθεσία μπορεί να θεωρηθεί παράνομη μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το εναγόμενο κοινοτικό όργανο είχε καθορίσει τους όρους της συμβάσεως αυτής όχι ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας, αλλά προς αποφυγή της εφαρμογής των διατάξεων του ΚΥΚ ή του ΚΛΠ, καταστρατηγώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη σχετική διαδικασία.

Για να ελεγχθεί ότι δεν συντρέχει περίπτωση καταστρατηγήσεως διαδικασίας εκ μέρους του κοινοτικού οργάνου, δεν αρκεί η διαπίστωση ότι αυτό θεμιτώς έκρινε ότι τα προβλεπόμενα από το ΚΛΠ είδη συμβάσεως που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή δεν ήταν προσαρμοσμένα στην κατάσταση των συνεργατών στους οποίους επιθυμούσε να αναθέσει ορισμένα καθήκοντα, αλλά πρέπει επίσης να εξεταστεί αν οι όροι εργασίας που τους προτάθηκαν πληρούσαν τουλάχιστον τις στοιχειώδεις κοινωνικές επιταγές, οι οποίες τηρούνται σε κάθε κράτος δικαίου.

(βλ. σκέψεις 70 και 87)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: Mammarella κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 39 και 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία