Language of document : ECLI:EU:C:2023:857

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 9ης Νοεμβρίου 2023(1)

Υπόθεση C516/22

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Ερήμην απόφαση – Συμφωνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας – Μεταβατική περίοδος – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Απόφαση του Supreme Court of the United Kingdom (Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου) – Εκτέλεση διαιτητικής απόφασης – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας – Αναστολή διαδικασίας – Άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Συμβάσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών συναφθείσες πριν από την ημερομηνία προσχώρησης των χωρών αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Πολυμερείς συμβάσεις – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Παράλειψη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος – Εθνικό δικαστήριο που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας – Άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Κρατική ενίσχυση – Υποχρέωση αναστολής»






I.      Εισαγωγή

1.        Σε άρθρο που συνυπέγραψε το 1970, ενεργώντας εκτός του πλαισίου των δικαστικών του καθηκόντων, ο τότε δικαστής Mertens de Wilmars –μετέπειτα έκτος πρόεδρος του (νυν) Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης– επισήμανε ότι, με βάση το κλασικό δημόσιο διεθνές δίκαιο, τα κράτη ευθύνονται για τις πράξεις των δικαστικών τους αρχών. Ωστόσο, συμπλήρωσε επίσης ότι η τότε Συνθήκη ΕΟΚ είχε καθιερώσει μια πολύ ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των εθνικών και των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων. Στη βάση αυτή, ο δικαστής Mertens de Wilmars υποστήριξε ότι «μια απόφαση εθνικού δικαστή σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων […] ή γενικότερα μια απόφαση που εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί καθεαυτήν ως παράβαση κράτους μέλους». Κατά τη γνώμη του, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, ένα κράτος μέλος θα μπορούσε να κριθεί υπεύθυνο για τη συμπεριφορά των δικαστηρίων του μόνο σε περίπτωση συστηματικής άρνησης δικαστηρίου τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας να κάνει χρήση της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής (2).

2.        Περίπου 50 χρόνια αργότερα, το δίκαιο της Ένωσης έχει εξελιχθεί σημαντικά. Κατά πάγια πλέον νομολογία, μπορεί κατ’ αρχήν να αναγνωριστεί, δυνάμει των άρθρων 258 έως 260 ΣΛΕΕ, παράβαση κράτους μέλους όποιο και αν είναι το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός του που η πράξη ή παράλειψή του προκάλεσε την παράβαση, ακόμη και αν πρόκειται για συνταγματικώς ανεξάρτητο όργανο (3). Επομένως, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη κράτους μέλους για παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης που απορρέουν από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων (4).

3.        Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση υπόθεσης έγκειται στο ότι οι προβαλλόμενες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης δεν αποδίδονται σε δικαστήριο κράτους μέλους, αλλά σε δικαστήριο το οποίο –κατά τον χρόνο έκδοσης της επίμαχης απόφασης, δεδομένης της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: Brexit)– υπαγόταν σε τρίτο κράτος: το Supreme Court of the United Kingdom (Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου).

4.        Στην υπό κρίση υπόθεση είμαι της γνώμης ότι, παρά το Brexit και την ιδιαίτερη προσοχή που απαιτείται προκειμένου να διαπιστωθεί παράβαση οφειλόμενη σε απόφαση δικαστηρίου (5), η επίμαχη απόφαση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) προκάλεσε ορισμένες παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες μπορούν να διαπιστωθούν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

5.        Το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 1958 ή, για τα κράτη που προσχωρούν, πριν από την ημερομηνία της προσχώρησής τους, μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών αφενός, και ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, αφετέρου, δεν θίγονται από τις Συνθήκες.» (6)

6.        Κατά το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (7), ως «μεταβατική περίοδος» νοείται η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 126 της συμφωνίας.

7.        Το άρθρο 86 της συμφωνίας αποχώρησης, το οποίο αφορά τις «Εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθεί να έχει δικαιοδοσία να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις κατόπιν αιτήσεων που υποβάλλονται από δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.»

8.        Το άρθρο 87 της συμφωνίας αποχώρησης, το οποίο αφορά τις «Νέες υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ των Συνθηκών ή βάσει του τέταρτου μέρους της παρούσας συμφωνίας πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται, εντός 4 ετών μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 258 της ΣΛΕΕ […]. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των υποθέσεων αυτών.»

9.        Το άρθρο 126 της συμφωνίας αποχώρησης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταβατική περίοδος», ορίζει τα εξής:

«Προβλέπεται μεταβατική περίοδος ή περίοδος υλοποίησης, η ημερομηνία έναρξης της οποίας είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας και η ημερομηνία λήξης της η 31η Δεκεμβρίου 2020.»

10.      Το άρθρο 127 της συμφωνίας αποχώρησης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής της μεταβατικής περιόδου», ορίζει τα εξής:

«1.      Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην παρούσα συμφωνία, το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

[…]

3.      Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το εφαρμοστέο δυνάμει της παραγράφου 1 δίκαιο της Ένωσης παράγει σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός του Ηνωμένου Βασιλείου τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα τα οποία παράγει εντός της Ένωσης και των κρατών μελών της, και ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις ίδιες μεθόδους και αρχές με εκείνες που εφαρμόζονται εντός της Ένωσης.

[…]

6.      Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην παρούσα συμφωνία, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, οποιαδήποτε αναφορά στα κράτη μέλη η οποία περιλαμβάνεται στο εφαρμοστέο δυνάμει της παραγράφου 1 δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων όπως υλοποιείται και εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη, θεωρείται ότι καλύπτει και το Ηνωμένο Βασίλειο.

[…]»

Β.      Το διεθνές δίκαιο

11.      Η διμερής επενδυτική συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης του Βασιλείου της Σουηδίας και της Ρουμανικής Κυβέρνησης σχετικά με την προώθηση και την αμοιβαία προστασία των επενδύσεων, η οποία συνήφθη στις 29 Μαΐου 2002 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2003 (στο εξής: ΔΕΣ), ορίζει στο άρθρο 2, παράγραφος 3, τα εξής:

«Κάθε συμβαλλόμενο μέρος διασφαλίζει ανά πάσα στιγμή δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των επενδύσεων που πραγματοποιούνται από επενδυτές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους και δεν εμποδίζει τη διαχείριση, τη διατήρηση, τη χρήση, την εκμετάλλευση ή τη διάθεση των εν λόγω επενδύσεων, καθώς και τη λήψη αγαθών και υπηρεσιών ή την πώληση της παραγωγής τους, με αδικαιολόγητα μέτρα ή με μέτρα που εισάγουν διακρίσεις.»

12.      Το άρθρο 7 της ΔΕΣ προβλέπει ότι κάθε διαφορά μεταξύ επενδυτών και των συμβαλλομένων μερών πρέπει να επιλύεται από διαιτητικό δικαστήριο που εφαρμόζει τη σύμβαση ICSID (στο εξής: ρήτρα διαιτησίας).

13.      Τα άρθρα 53 και 54 της σύμβασης για τον διακανονισμό διαφορών από επενδύσεις μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών, η οποία συνήφθη στην Ουάσιγκτον στις 18 Μαρτίου 1965 (στο εξής: σύμβαση ICSID), περιλαμβάνονται στο τμήμα 6 («Αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης») του κεφαλαίου IV («Διαιτησία») αυτής. Το άρθρο 53, παράγραφος 1, έχει ως εξής:

«Η διαιτητική απόφαση είναι δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν υπόκειται σε έφεση ή άλλο ένδικο μέσο πέραν όσων προβλέπονται στην παρούσα σύμβαση. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος οφείλει να τηρεί και συμμορφώνεται με τους όρους της διαιτητικής απόφασης, εκτός εάν η εκτέλεση έχει ανασταλεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της παρούσας σύμβασης.»

14.      Το άρθρο 54, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Κάθε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζει κάθε διαιτητική απόφαση που εκδίδεται δυνάμει της παρούσας σύμβασης ως δεσμευτική και μεριμνά για την εκτέλεση των επιβαλλόμενων από τη διαιτητική απόφαση χρηματικών υποχρεώσεων στο έδαφός του ως εάν επρόκειτο για τελεσίδικη απόφαση ημεδαπού δικαστηρίου […]».

III. Το ιστορικό της διαφοράς και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

15.      Τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όπως προκύπτουν από τη δικογραφία, συνοψίζονται ως εξής.

Α.      Η διαιτητική απόφαση, οι αποφάσεις της Επιτροπής και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

16.      Στις 26 Αυγούστου 2004 η Ρουμανία αποφάσισε να καταργήσει, από τις 22 Φεβρουαρίου 2005, ένα καθεστώς περιφερειακών κρατικών ενισχύσεων το οποίο είχε θεσπιστεί το 1998 υπό τη μορφή της παροχής φορολογικών κινήτρων. Στις 28 Ιουλίου 2005 οι Σουηδοί επενδυτές Ioan και Viorel Micula και τρεις ελεγχόμενες από αυτούς εταιρίες εγκατεστημένες στη Ρουμανία (στο εξής: επενδυτές) –που είχαν επωφεληθεί του καθεστώτος αυτού πριν από την κατάργησή του– ζήτησαν τη σύσταση διαιτητικού δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 7 της ΔΕΣ, προκειμένου να λάβουν αποζημίωση για τη ζημία την οποία υπέστησαν από την ανάκληση του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων.

17.      Με διαιτητική απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2013 (στο εξής: διαιτητική απόφαση), το διαιτητικό δικαστήριο έκρινε ότι η Ρουμανία, καταργώντας το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων πριν από την 1η Απριλίου 2009, προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επενδυτών, δεν ενήργησε με διαφάνεια, επειδή δεν τους ενημέρωσε εγκαίρως, και δεν διασφάλισε δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των επενδύσεών τους, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, της ΔΕΣ. Ως εκ τούτου, το διαιτητικό δικαστήριο υποχρέωσε τη Ρουμανία να καταβάλει στους επενδυτές αποζημίωση ύψους 791 882 452 ρουμανικών λέι (RON) (περίπου 160 εκατομμυρίων ευρώ με την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία).

18.      Στις 26 Μαΐου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2014) 3192 final, με την οποία απαίτησε από τη Ρουμανία να αναστείλει αμέσως κάθε πράξη που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή ή την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, καθώς μια τέτοια πράξη θα θεωρούνταν παράνομη κρατική ενίσχυση, μέχρι η Επιτροπή να λάβει τελική απόφαση επί της συμβατότητας της εικαζόμενης ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά (στο εξής: εντολή αναστολής).

19.      Την 1η Οκτωβρίου 2014 η Επιτροπή ενημέρωσε τη Ρουμανία για την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σχετικά με την εικαζόμενη ενίσχυση (στο εξής: απόφαση κίνησης της διαδικασίας).

20.      Στη συνέχεια, στις 30 Μαρτίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2015/1470 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38517 (2014/C) (πρώην 2014/NN) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ρουμανία – Διαιτητική απόφαση Μicula κατά Ρουμανίας της 11ης Δεκεμβρίου 2013 (στο εξής: τελική απόφαση του 2015). Η απόφαση αυτή προέβλεπε, κατ’ ουσίαν, ότι i) η καταβολή της αποζημίωσης η οποία επιδικάστηκε με τη διαιτητική απόφαση στους επενδυτές συνιστούσε «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η οποία ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, και ii) ότι η Ρουμανία όφειλε να μην καταβάλει καμία ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση, καθώς και να ανακτήσει κάθε τέτοια ενίσχυση που είχε ήδη καταβληθεί στους επενδυτές.

21.      Οι επενδυτές αμφισβήτησαν το κύρος της τελικής απόφασης του 2015 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο, με την απόφαση της 18ης Ιουνίου 2019, European Food κ.λπ. κατά Επιτροπής, ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής (8). Κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τους λόγους ακυρώσεως με τους οποίους οι επενδυτές προέβαλαν i) αναρμοδιότητα της Επιτροπής και μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε κατάσταση προγενέστερη της προσχώρησης της Ρουμανίας στην Ένωση, και ii) σφάλμα όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της διαιτητικής απόφασης ως «πλεονεκτήματος» και ως «ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

22.      Στις 27 Αυγούστου 2019 η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ενώπιον του Δικαστηρίου. Με απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2022, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (9). Κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι η προβαλλόμενη ενίσχυση χορηγήθηκε μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση και ότι, κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια ratione temporis να εκδώσει την τελική απόφαση του 2015. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, επίσης, σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η απόφαση Achmea (10) δεν ασκούσε επιρροή υπό κρίση υπόθεση. Εξ αυτών το Δικαστήριο συνήγαγε ότι η συναίνεση που είχε παράσχει η Ρουμανία για την εφαρμογή του συστήματος διαιτησίας που προβλέπεται στη ΔΕΣ κατέστη ανεφάρμοστη μετά την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε, στην απόφασή του, όλους τους λόγους που είχαν προβληθεί από τους επενδυτές, το Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου. Μέχρι σήμερα, η υπόθεση αυτή εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

23.      Τέλος, με τη διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2022, Romatsa κ.λπ., το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής από βελγικό δικαστήριο στο πλαίσιο διαφοράς που αφορούσε τους επενδυτές, έκρινε ότι τα άρθρα 267 ΣΛΕΕ και 344 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ασκήθηκε μέσο ένδικης προστασίας στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης «οφείλει να μην την εφαρμόσει και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να την εκτελέσει προκειμένου να παράσχει στους δικαιούχους τη δυνατότητα να εισπράξουν την αποζημίωση που τους επιδικάστηκε με τη διαιτητική αυτή απόφαση» (11).

Β.      Η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου

24.      Στις 17 Οκτωβρίου 2014 η διαιτητική απόφαση καταχωρίστηκε στο High Court of England and Wales (ανώτερο δικαστήριο Αγγλίας και Ουαλίας), σύμφωνα με τις διατάξεις του Arbitration (International Investment Disputes) Act 1966 [νόμου του 1966 περί διαιτησίας (διεθνείς επενδυτικές διαφορές)], με τον οποίο έχει τεθεί σε εφαρμογή η σύμβαση ICSID στο Ηνωμένο Βασίλειο.

25.      Στις 20 Ιανουαρίου 2017 το High Court (Blair J) [ανώτερο δικαστήριο (δικαστής Blair)] απέρριψε την ανακοπή της Ρουμανίας κατά της καταχώρισης, αλλά έκανε δεκτή την αίτησή της για αναστολή της εκτέλεσης της αποφάσεως μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία ενώπιον του ενωσιακού δικαστή (12). Στη συνέχεια, στις 27 Ιουλίου 2018, το Court of Appeal (Arden, Hamblen and Leggatt LJJ) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία) (δικαστές Arden, Hamblen και Leggatt)] έκρινε ότι, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που καθιερώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα αγγλικά δικαστήρια δεν είχαν τη δυνατότητα να διατάξουν την άμεση εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, εφόσον απόφαση της Επιτροπής απαγόρευε στη Ρουμανία να καταβάλει την επιδικασθείσα αποζημίωση. Με βάση το σκεπτικό αυτό, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα από τους επενδυτές έφεση κατά της αναστολής της εκτέλεσης την οποία είχε διατάξει το High Court (ανώτερο δικαστήριο), διατάσσοντας ωστόσο τη Ρουμανία να καταβάλει εγγύηση.(13)

26.      Με την απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2020, Micula κατά Ρουμανίας (στο εξής: επίμαχη απόφαση), το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) διέταξε την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Στηριζόμενο στο άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης διεπόταν από τη σύμβαση ICSID, πολυμερή συνθήκη προγενέστερη της προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που επέβαλλε στο Ηνωμένο Βασίλειο υποχρεώσεις των οποίων την εκπλήρωση μπορούν να απαιτήσουν τρίτες χώρες που είναι συμβαλλόμενα μέρη της.

Γ.      Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

27.      Στις 3 Δεκεμβρίου 2020 η Επιτροπή απηύθυνε προειδοποιητική επιστολή στο Ηνωμένο Βασίλειο, προβάλλοντας τέσσερις παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες απέρρεαν από την επίμαχη απόφαση. Με την απάντησή του στην προειδοποιητική επιστολή, με ημερομηνία 1 Απριλίου 2021, το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβήτησε τις προβαλλόμενες παραβάσεις.

28.      Καθώς η Επιτροπή δεν πείστηκε από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με την απάντηση στην προειδοποιητική επιστολή, απηύθυνε προς το Ηνωμένο Βασίλειο, στις 17 Ιουλίου 2021, αιτιολογημένη γνώμη. Με επιστολή της 23ης Αυγούστου 2021, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε συμπληρωματική προθεσμία για να απαντήσει στην αιτιολογημένη γνώμη, την οποία και χορήγησε η Επιτροπή. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

29.      Με το δικόγραφο της προσφυγής της, το οποίο κατατέθηκε στις 29 Ιουλίου 2022, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, επιτρέποντας την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε στην υπόθεση ICSID αριθ. ARB/05/20, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει:

–        από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 127, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποχώρησης, κατά το μέρος που το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάνθηκε επί της ερμηνείας του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και επί της εφαρμογής του όσον αφορά την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, παρότι το ίδιο ζήτημα, αφενός, είχε ήδη κριθεί με προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής οι οποίες ίσχυαν ακόμα και, αφετέρου, εκκρεμούσε προς εκδίκαση ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης,

–        από το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 127, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποχώρησης, κατά το μέρος που το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως τις φράσεις «δικαιώματα [μίας] ή περισσοτέρων τρίτων χωρών» και «θίγονται από τις Συνθήκες»,

–        από τα στοιχεία αʹ και βʹ του πρώτου εδαφίου και από το τρίτο εδάφιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 127, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποχώρησης, κατά το μέρος που το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) παρέλειψε να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα σχετικό με το κύρος της απόφασης της Επιτροπής του 2014 περί αναστολής, καθώς και της απόφασης της Επιτροπής του 2014 περί κίνησης της διαδικασίας, και κατά το μέρος που, ως δικαιοδοτικό όργανο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό, παρέλειψε να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία πράξεως του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν συνιστούσε ούτε acte clair ούτε acte éclairé,

–        από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 127, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποχώρησης, κατά το μέρος που το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) διέταξε τη Ρουμανία να παραβεί τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, όπως απορρέουν από την απόφαση αναστολής του 2014 και την απόφαση κίνησης της διαδικασίας του 2014, και

–        να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα.

30.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, στην οποία κοινοποιήθηκε προσηκόντως το εισαγωγικό δικόγραφο, δεν κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Όταν της ζητήθηκε από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου να επιβεβαιώσει την παραλαβή του δικογράφου της προσφυγής της Επιτροπής, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε ότι είχε πράγματι παραλάβει το δικόγραφο της προσφυγής και ότι, «στο στάδιο αυτό», δεν είχε την πρόθεση να μετάσχει στη διαδικασία.

31.      Με επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2022, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδώσει ερήμην απόφαση δυνάμει του άρθρου 152 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (στο εξής: Κανονισμός Διαδικασίας).

32.      Κατόπιν επιστολής της Γραμματείας του Δικαστηρίου, η Επιτροπή ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι δεν σκόπευε να αντιταχθεί στον καθορισμό νέας προθεσμίας για την κατάθεση υπομνήματος αντικρούσεως από το καθού. Ωστόσο, με επιστολή της 20ής Απριλίου 2023, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επιβεβαίωσε ότι, παρά τη νέα προθεσμία που τάχθηκε από το Δικαστήριο, δεν είχε την πρόθεση να καταθέσει υπόμνημα αντικρούσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

V.      Ανάλυση

33.      Στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή προβάλλει τέσσερις διακριτές παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες απορρέουν από την επίμαχη απόφαση. Πριν εξετάσω τους ισχυρισμούς της προσφυγής (3), θα ήθελα να αναφερθώ εν συντομία σε ορισμένες δικονομικές πτυχές της παρούσας διαδικασίας: στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα της συμφωνίας αποχώρησης (1), και σε ορισμένες ιδιαιτερότητες της διαδικασίας έκδοσης ερήμην αποφάσεων από το Δικαστήριο (2).

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις I: η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα της συμφωνίας αποχώρησης

34.      Στις 31 Ιανουαρίου 2020 το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας. Την 1η Φεβρουαρίου 2020 η συμφωνία αποχώρησης τέθηκε σε ισχύ.

35.      Το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 126 της συμφωνίας αποχώρησης καθόρισαν μια μεταβατική περίοδο, η οποία άρχισε από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Το άρθρο 127 όριζε ότι, εκτός εάν προβλεπόταν διαφορετικά στη συμφωνία αποχώρησης, το δίκαιο της Ένωσης θα εφαρμοζόταν για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

36.      Η συμφωνία αυτή περιλάμβανε, επίσης, ορισμένες ειδικές διατάξεις σχετικές, πρώτον, με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων και τις αντίστοιχες διοικητικές διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής (14), και, δεύτερον, με τις ένδικες διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης (15). Ωστόσο, καμία από τις εν λόγω διατάξεις της συμφωνίας δεν προέβλεπε παρέκκλιση από την αρχή που καθιερώθηκε με το άρθρο 127 της συμφωνίας αυτής όσον αφορά τις ενωσιακές διατάξεις (τόσο ουσιαστικού όσο και διαδικαστικού χαρακτήρα) οι οποίες είναι κρίσιμες στην παρούσα διαδικασία.

37.      Ειδικότερα, το άρθρο 87, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποχώρησης προέβλεπε ότι «[ε]άν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ των Συνθηκών […] πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται, εντός 4 ετών μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 258 της ΣΛΕΕ […] Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των υποθέσεων αυτών».

38.      Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγονται δύο συμπεράσματα. Πρώτον, κατά τον χρόνο που διαπράχθηκαν οι προβαλλόμενες παραβάσεις, το Ηνωμένο Βασίλειο δεσμευόταν από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή στην παρούσα διαδικασία. Δεύτερον, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιληφθεί της υπό κρίση υπόθεσης, δεδομένου ότι: i) η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (στις 19 Φεβρουαρίου 2020) και ii) η προσφυγή της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ ασκήθηκε εντός της προθεσμίας των τεσσάρων ετών από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου (στις 29 Ιουλίου 2022).

Β.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις II: οι ερήμην αποφάσεις

39.      Στην παρούσα διαδικασία, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως και, για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδώσει ερήμην απόφαση.

40.      Κατά το άρθρο 152, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, στις περιπτώσεις αυτές το Δικαστήριο εξετάζει «το παραδεκτό της προσφυγής και εξακριβώνει κατά πόσον οι διατυπώσεις έχουν τηρηθεί κανονικά καθώς και αν τα αιτήματα του προσφεύγοντος φαίνονται βάσιμα».

41.      Στην υπό κρίση υπόθεση φαίνεται να έχουν τηρηθεί κανονικά οι διατυπώσεις. Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στα σημεία 30 έως 32 των παρουσών προτάσεων, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επιβεβαίωσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ότι είχε παραλάβει το δικόγραφο της προσφυγής. Επιπλέον, εκτιμώ ότι από κανένα στοιχείο του δικογράφου δεν προκύπτει η ύπαρξη δικονομικής πλημμέλειας δυνάμενης να επηρεάσει το παραδεκτό της προσφυγής. Το δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής πληροί τις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας τις οποίες θέτει το άρθρο 120 του Κανονισμού Διαδικασίας και οι αιτιάσεις που προβάλλονται με την προσφυγή φαίνεται να αντιστοιχούν στις αιτιάσεις που είχαν ήδη διατυπωθεί στην προειδοποιητική επιστολή και στην αιτιολογημένη γνώμη.

42.      Όσον αφορά την επί της ουσίας εξέταση μιας προσφυγής που πρόκειται να εκδικασθεί ερήμην, θα ήθελα να παραθέσω δύο σύντομες εκτιμήσεις, οι οποίες είναι συναφείς.

43.      Πρώτον, μπορεί να είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί ο βαθμός απόδειξης τον οποίο πρέπει να εφαρμόζει το Δικαστήριο κατά την εκτίμηση των ισχυρισμών ενός προσφεύγοντος. Επ’ αυτού οφείλω να υπενθυμίσω εκ νέου τη διατύπωση του άρθρου 152, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο, στις ερήμην διαδικασίες το Δικαστήριο οφείλει να αποφαίνεται επί του κατά πόσον «τα αιτήματα του προσφεύγοντος φαίνονται βάσιμα» (16).

44.      Κατά τη γνώμη μου, η διάταξη αυτή καθιστά σαφές ότι η μη συμμετοχή του καθού στη διαδικασία, από τη μία, δεν συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αποδοχή από το Δικαστήριο των ισχυρισμών του προσφεύγοντος. Όπως έχει παρατηρήσει ο γενικός εισαγγελέας J. Mischo, στο πλαίσιο ερήμην διαδικασίας δεν μπορεί «να τεθεί ζήτημα επικλήσεως οποιουδήποτε τεκμηρίου αξιοπιστίας υπέρ των ισχυρισμών της προσφεύγουσας» (17). Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο διαδικασίας των άρθρων 258 έως 260 ΣΛΕΕ, «ακόμη και αν το οικείο κράτος μέλος δεν αρνείται την παράβαση υποχρεώσεων, το Δικαστήριο οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να κρίνει αν υφίσταται ή όχι [η] προβαλλόμενη παράβαση υποχρεώσεων» (18).

45.      Ούτε μπορεί ο βαθμός απόδειξης να είναι αυτός τον οποίο εφαρμόζει το Δικαστήριο στο πλαίσιο των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ. Κατά πάγια νομολογία, στις υποθέσεις εκείνες το Δικαστήριο οφείλει απλώς να ελέγχει την ύπαρξη fumus boni iuris, ήτοι ενός ισχυρισμού που «δεν στερείται, εκ πρώτης όψεως, σοβαρού ερείσματος» (19). Κατά τη γνώμη μου, η διαφορά μεταξύ ενός ισχυρισμού που «φαίνεται βάσιμος» και ενός που «φαίνεται να μην στερείται ερείσματος» δεν είναι απλώς ορολογική. Επομένως, το άρθρο 152, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας θέτει επιπλέον απαιτήσεις.

46.      Από την άλλη ωστόσο, το ρήμα «φαίνεται» υποδηλώνει ότι ο βαθμός εξέτασης των ισχυρισμών του προσφεύγοντος είναι σχετικά ήπιας έντασης. Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να προχωρεί σε πλήρη εξέταση των πραγματικών περιστατικών και των νομικών επιχειρημάτων που προβάλλονται από τον προσφεύγοντα και ούτε θα μπορούσε να αναμένεται από το Δικαστήριο να εξετάζει τα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα τα οποία θα μπορούσε να είχε προβάλει ο καθού, αν είχε μετάσχει στη διαδικασία. Απεμπολώντας το δικαίωμά του να παραστεί στη δίκη, ο καθού επιλέγει να παραιτηθεί από τη δυνατότητά του, μεταξύ άλλων, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών τα οποία έχει επικαλεστεί ο προσφεύγων ή να προβάλει αμυντικούς ισχυρισμούς τους οποίους οφείλει, κατά κανόνα, να προσκομίζει και να τεκμηριώνει ο καθού.

47.      Προφανώς, κατά την εκτίμηση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει αποδεδειγμένο ένα γεγονός που είναι πασίδηλο ή που αποτελεί δίδαγμα της κοινής πείρας (20) και η αρχή iura novit curia εξακολουθεί να ισχύει πλήρως (21). Ωστόσο, κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο οφείλει να βασίζει τις κρίσεις του στα στοιχεία της δικογραφίας.

48.      Φρονώ ότι σε μια ερήμην διαδικασία, ο προσφεύγων φέρει το βάρος να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι «εκ πρώτης όψεως, βάσιμοι»: εάν τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς υποστήριξη των ισχυρισμών αυτών φαίνονται, χωρίς ενδελεχή ανάλυση, εύλογα από νομική και πραγματική άποψη και εφόσον, ενδεχομένως, τεκμηριώνονται με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, το Δικαστήριο οφείλει να αποφαίνεται υπέρ του προσφεύγοντος άνευ ετέρου (22).

49.      Κατά τη γνώμη μου, η ισορροπημένη αυτή προσέγγιση όσον αφορά τον βαθμό απόδειξης τον οποίο πρέπει να εφαρμόζει το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 152, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας είναι η πιο συνεπής προς τους όρους της διάταξης αυτής, καθώς και προς το ίδιο το πνεύμα της ερήμην διαδικασίας. Οι ερήμην διαδικασίες αποτελούν νομική κατασκευή η οποία υφίσταται, υπό διάφορες μορφές, στις περισσότερες έννομες τάξεις. Εξ όσων γνωρίζω, οι διαδικασίες αυτές έχουν συνήθως συνοπτικό χαρακτήρα και τα δικαστήρια καλούνται ως επί το πλείστον να αποφαίνονται υπέρ των προσφευγόντων, αν και πάντως όχι άκριτα ή μηχανικά (23).

50.      Άλλωστε, αν το Δικαστήριο προέβαινε σε κανονική και πλήρη ανάλυση των ισχυρισμών των προσφευγόντων, τόσο από νομική όσο και από πραγματική άποψη, η δυνατότητα των καθών να ασκήσουν ανακοπή κατά της ερήμην απόφασης (24) θα στερείτο εν πολλοίς λογικής.

51.      Όπερ με οδηγεί στην επόμενη παρατήρησή μου.

52.      Μολονότι δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω αν ένας διάδικος που επέλεξε να μη μετάσχει στη διαδικασία έπραξε σοφά, οφείλω εντούτοις να σημειώσω ότι η άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων του Δικαστηρίου μπορεί να καταστεί δυσχερέστερη λόγω της επιλογής αυτής (25). Ένα παλιό αγγλικό γνωμικό λέει «there are two sides to every story» (26). Υπό το πρίσμα αυτό, είναι λυπηρό όταν, σε ορισμένες υποθέσεις, η μία από τις δύο εκδοχές των γεγονότων δεν παρουσιάζεται πλήρως ενώπιον του Δικαστηρίου· τουλάχιστον όχι μέχρι να ακολουθήσει μια ενδεχόμενη δεύτερη διαδικασία. Η δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατά της ερήμην εκδοθείσας απόφασης δίνει μεν την ευκαιρία να επιλυθούν ορισμένα ζητήματα τα οποία ενδέχεται να προκύπτουν από την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου, πλην όμως προσθέτει μία ακόμη διαδικασία, με συνέπεια να παρατείνεται μια κατάσταση έλλειψης ασφάλειας δικαίου και να μη χρησιμοποιούνται με τον πλέον ορθολογικό τρόπο οι πόροι του Δικαστηρίου (πιθανώς δε και των διαδίκων).

53.      Αφού εξέθεσα τα ανωτέρω διαδικαστικά ζητήματα, θα εξετάσω ακολούθως επί της ουσίας τους τέσσερις λόγους στους οποίους η Επιτροπή στηρίζει την προσφυγή της. Μολονότι οι λόγοι αυτοί συνδέονται στενά μεταξύ τους, θα τους αναλύσω χωριστά, με εσωτερικές παραπομπές στα ζητήματα στα οποία έχω ήδη αναφερθεί με τις παρούσες προτάσεις.

Γ.      Επί του πρώτου λόγου της προσφυγής: παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ

1.      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας

54.      Με τον πρώτο λόγο, η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, διότι το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία, εν αναμονή της απόφασης του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση European Food.

55.      Κατά την Επιτροπή, από την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, προκύπτει ότι, όταν εθνικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης η οποία αποτελεί ήδη αντικείμενο έρευνας από την Επιτροπή ή αντικείμενο διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, η υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας επιβάλλει στο δικαστήριο αυτό να αναστείλει τη διαδικασία, εκτός εάν δεν υφίσταται πραγματικά κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ της πρόωρης απόφασής του και της αναμενομένης πράξεως της Επιτροπής ή απόφασης των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

56.      Με την κίνηση διαδικασίας αναγνώρισης και εκτέλεσης από τους επενδυτές στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) επιλήφθηκε, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, μιας υπόθεσης για την επίλυση της οποίας ήταν αναγκαία η ερμηνεία των ίδιων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τα ίδια μέτρα επί των οποίων είχε ήδη αποφανθεί η Επιτροπή και τα οποία αποτελούσαν το αντικείμενο εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

57.      Μολονότι το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) γνώριζε ότι εξακολουθούσε να υπέχει υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, αποφάσισε να εκδώσει αμετάκλητη απόφαση επί της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να προκληθεί κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ της απόφασης αυτής και των αποφάσεων που επρόκειτο να εκδοθούν από την Επιτροπή ή/και τον ενωσιακό δικαστή στην ίδια υπόθεση.

2.      Εκτίμηση

α)      Η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων

58.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ θεσπίζει μια από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης στις οποίες ερείδεται το νομικό σύστημα που δημιουργήθηκε με τις Συνθήκες της Ένωσης: την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Κατ’ ουσίαν, η αρχή αυτή επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και σε όλες τις εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών αρχών των κρατών μελών όταν δρουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την υποχρέωση να συνεργάζονται καλόπιστα (27).

59.      Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, αφενός, να «λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης» και, αφετέρου, να «διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης».

60.      Ένας από τους κύριους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται –όπως είναι ευρέως γνωστό– στην εγκαθίδρυση μιας εσωτερικής αγοράς (28): ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων (29) και δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων (30) ούτε από τη μονομερή και πολυμερή συμπεριφορά επιχειρήσεων (31) ούτε από τη χορήγηση ενισχύσεων από τις εθνικές αρχές (32).

61.      Όσον αφορά τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων, το άρθρο 108 ΣΛΕΕ έχει καθιερώσει ένα σύστημα εκ των προτέρων και εκ των υστέρων ελέγχου, στο οποίο η Επιτροπή έχει κεντρικό ρόλο. Η Επιτροπή οφείλει, μεταξύ άλλων, «να εξετάζει διαρκώς» όλες τις μορφές υφισταμένων ενισχύσεων και να εκτιμά εκ των προτέρων τα «[σχέδια] που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν
τις ενισχύσεις» πριν από την εφαρμογή τους. Επιπλέον, η κρίση περί του αν τα μέτρα ενίσχυσης συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά έχει ανατεθεί στην Επιτροπή κατ’ «αποκλειστική αρμοδιότητα», η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης (33).

62.      Τα εθνικά δικαστήρια έχουν πάντως επίσης σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν στον τομέα αυτόν. Κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων στηρίζεται στην υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ, αφενός, των εθνικών δικαστηρίων και, αφετέρου, της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας καθένας ενεργεί σύμφωνα με τον ρόλο που του έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη (34). Τα εθνικά δικαστήρια καλούνται, μεταξύ άλλων, να προστατεύσουν τους διαδίκους που θίγονται από τη στρέβλωση του ανταγωνισμού η οποία προκαλείται από τη χορήγηση της παράνομης ενίσχυσης (35). Ταυτόχρονα όμως, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να απέχουν από την έκδοση αποφάσεων που συγκρούονται με απόφαση της Επιτροπής, έστω και αν πρόκειται για απόφαση προσωρινού χαρακτήρα (36).

63.      Στο πλαίσιο αυτό –λόγω της αλληλεπικάλυψης των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων και εξουσιών της Επιτροπής, των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων–, μπορεί ενίοτε να ανακύπτει κίνδυνος σύγκρουσης όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Τούτο μπορεί να συμβαίνει ιδίως όταν η συμβατότητα ορισμένων εθνικών μέτρων με τους ενωσιακούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις αποτελεί αντικείμενο περισσότερων διοικητικών και/ή ένδικων διαδικασιών οι οποίες διεξάγονται παράλληλα σε επίπεδο Ένωσης και σε εθνικό επίπεδο.

64.      Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν η επίλυση διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου εξαρτάται από το κύρος απόφασης της Επιτροπής, η υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας συνεπάγεται καθήκον του δικαστηρίου αυτού να αναστείλει τη διαδικασία έως ότου εκδοθεί από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αμετάκλητη απόφαση επί της προσφυγής ακυρώσεως, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση απόφασης αντίθετης με την απόφαση της Επιτροπής. Ωστόσο, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αναστείλει τη διαδικασία, αν κρίνει ότι δικαιολογείται, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο ως προς το κύρος της απόφασης της Επιτροπής ή αν δεν υφίσταται πραγματικά κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ διοικητικών και/ή δικαστικών αποφάσεων (37).

65.      Φρονώ ότι οι αρχές που απορρέουν από την ανωτέρω απόφαση (στο εξής: απόφαση Masterfoods) τυγχάνουν πλήρως εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση.

β)      Η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας στην επίμαχη απόφαση 

66.      Όπως εξέθεσε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) στη σκέψη 2 της επίμαχης απόφασης, η υπόθεση της οποίας επιλήφθηκε αποτελούσε «το πιο πρόσφατο βήμα σε μια αλληλουχία εκτεταμένων προσπαθειών [των επενδυτών], σε πολλές διαφορετικές έννομες τάξεις, να εκτελέσουν τη διαιτητική απόφασή τους κατά της Ρουμανίας, καθώς και προσπαθειών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής […] να εμποδίσει την εκτέλεση, επειδή θα αντέβαινε στην ενωσιακή νομοθεσία που απαγορεύει τις παράνομες κρατικές ενισχύσεις» (38).

67.      Συγκεκριμένα, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) επισήμανε ότι διαδικασίες εκτέλεσης εκκρεμούσαν σε διάφορα άλλα κράτη μέλη: στη Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τη Σουηδία. Επιπλέον, σε ένα από τα κράτη αυτά (ήτοι στο Βέλγιο), το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο είχε ήδη υποβάλει στο Δικαστήριο τρία προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης και την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας (39). Το σημαντικότερο όμως όλων ήταν ότι η διαδικασία ενώπιον του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) διεξαγόταν παράλληλα με τη διαδικασία ενώπιον του ενωσιακού δικαστή, στην οποία οι επενδυτές είχαν αμφισβητήσει το κύρος της τελικής απόφασης του 2015 (στο εξής: υπόθεση European Food) (40).

68.      Έχοντας επίγνωση των συνεπειών που μπορούσαν να προκύψουν από το πολύπλοκο αυτό πλέγμα διαφορών, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) τόνισε, στη σκέψη 56 της επίμαχης απόφασης, ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, i) «ανησυχ[ούσε] για το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων επί του ίδιου αντικειμένου μεταξύ των ίδιων διαδίκων»· ii) αδυνατούσε να αποφανθεί ότι «δεν υφίστατ[ο] πραγματικά κίνδυνος σύγκρουσης» μεταξύ των αποφάσεων αυτών· iii) εάν προέκυπτε πράγματι σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών αποφάσεων, οι συνέπειες της σύγκρουσης αυτής θα συνιστούσαν «σοβαρό εμπόδιο στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης»· και iv) η ύπαρξη εκκρεμούς αναιρετικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου αρκούσε, κατ’ αρχήν, «για να θεωρηθεί ότι [είχε] εφαρμογή η υποχρέωση συνεργασίας».

69.      Παρά ταύτα, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) προέβη σε επί της ουσίας εξέταση του λόγου αναιρέσεως τον οποίο προέβαλαν οι επενδυτές βάσει του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατ’ αρχάς, υπενθύμισε τη σχετική ενωσιακή νομολογία (41) και, στη συνέχεια, εξέτασε γενικώς το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που απορρέουν από προγενέστερες συμβάσεις βάσει της διάταξης αυτής (42). Εν συνεχεία, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) εξέτασε το ζήτημα αν το άρθρο 351 ΣΛΕΕ είχε εφαρμογή στις σχετικές υποχρεώσεις που υπείχε το Ηνωμένο Βασίλειο από τη σύμβαση ICSID (43), ολοκληρώνοντας την εκτίμησή του ελέγχοντας αν η εκ μέρους του ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης της Συνθήκης στην υπό κρίση υπόθεση μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο σύγκρουσης ο οποίος θα καθιστούσε αναγκαία την αναστολή της εθνικής δίκης, εν αναμονή της έκβασης της διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης (44).

70.      Η Επιτροπή επικρίνει, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της προσφυγής της, ακριβώς το τελευταίο αυτό σκέλος της συλλογιστικής του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Στα τελικά χωρία της επίμαχης απόφασης, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρά τα όσα είχε ήδη εκθέσει θεωρητικά σε σχέση με την ενδεχόμενη εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, η αναστολή της δίκης δεν ήταν εντούτοις αναγκαία, για τρεις λόγους.

71.      Πρώτον, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι, από απόψεως δικαίου της Ένωσης, τα ζητήματα τα οποία αφορούν την ύπαρξη και την έκταση των υποχρεώσεων που απορρέουν από προγενέστερες συμβάσεις βάσει του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ενωσιακού δικαστή. Τα ζητήματα αυτά δεν διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και –πάντοτε κατά το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο)– το Δικαστήριο δεν είναι καταλληλότερο από τα εθνικά δικαστήρια για την επίλυσή τους.

72.      Δεύτερον, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) επισήμανε ότι το ζήτημα που υπέβαλαν στην κρίση του οι επενδυτές βάσει του άρθρου 351 ΣΛΕΕ δεν ταυτιζόταν απολύτως με το ζήτημα το οποίο είχε ανακύψει ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Στην υπόθεση European Food οι επενδυτές ισχυρίζονταν, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 351 ΣΛΕΕ κατοχύρωνε την υπεροχή των προϋφιστάμενων διεθνών υποχρεώσεων της Ρουμανίας οι οποίες απέρρεαν από τη ΔΕΣ και το άρθρο 53 της σύμβασης ICSID. Αντιθέτως, στη δίκη στο Ηνωμένο Βασίλειο το κρίσιμο νομικό ζήτημα αφορούσε τις υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου να εφαρμόσει τη σύμβαση ICSID, καθώς και να αναγνωρίσει και να εκτελέσει τη διαιτητική απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 69 της σύμβασης ICSID (45). Το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) σημείωσε ότι επρόκειτο για ζήτημα το οποίο, δεδομένου ότι αφορούσε ειδικά τη διαφορά του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν είχε τεθεί ενώπιον του ενωσιακού δικαστή.

73.      Τρίτον, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε επίσης ότι δεν ήταν πιθανόν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να εξετάσουν την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επί προγενέστερων της προσχώρησης υποχρεώσεων που απέρρεαν από τη σύμβαση ICSID σε συνάρτηση με τη διαφορά η οποία εκκρεμούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στην απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση European Food δεν τέθηκε ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 351 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως (η οποία εκκρεμούσε τότε) ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούσε μόνον την εξέταση άλλων ζητημάτων. Ακόμη και σε περίπτωση αναίρεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αναπομπής της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει εκ νέου, θα ήταν –κατά τη γνώμη του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου)– απίθανο τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να εξετάσουν το συγκεκριμένο ζήτημα που τέθηκε στο πλαίσιο της δίκης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ως εκ τούτου, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συνέτρεχε λόγος αναστολής της δίκης.

γ)      Επί της αναστολής της διαδικασίας

74.      Κατά τη γνώμη μου, φαίνονται όντως βάσιμες οι αιτιάσεις της Επιτροπής ως προς τον τρόπο με τον οποίο το εθνικό δικαστήριο έκρινε, στην επίμαχη απόφαση, τα ζητήματα σχετικά με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Εκτιμώ ότι η συλλογιστική την οποία ανέπτυξε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) προς στήριξη της απόφασής του να μην αναστείλει τη δίκη –μολονότι, όπως το ίδιο παραδέχθηκε, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας εξακολουθούσε να έχει εφαρμογή– δεν ήταν πειστική.

1)      Η απόφαση Masterfoods

75.      Πρώτον, το ότι τα ζητήματα τα οποία αφορούν την ύπαρξη και την έκταση των υποχρεώσεων που απορρέουν από προγενέστερες συμβάσεις, βάσει του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν «εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης» ή ότι αυτά «δεν είναι καταλληλότερ[α] από τα εθνικά δικαστήρια για την επίλυσή τους» δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας.

76.      Η απόφαση Masterfoods δεν βασίζεται στο σκεπτικό ότι η ερμηνεία ορισμένων ενωσιακών διατάξεων πρέπει να «εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα» των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Το αντίθετο ισχύει: η απόφαση αυτή βασίζεται ακριβώς στην παραδοχή ότι τόσο τα εθνικά δικαστήρια όσο και τα ενωσιακά δικαιοδοτικά όργανα είναι, πλην εξαιρέσεων, αρμόδια και κατάλληλα να εξετάζουν ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, τα οποία ενδέχεται να ανακύψουν στο πλαίσιο διαφορών των οποίων επιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στον τομέα του ανταγωνισμού. Εξάλλου, από το άρθρο 19 ΣΕΕ συνάγεται ότι τα εθνικά δικαστήρια προορίζονται να αποτελούν, για τους πολίτες που επιδιώκουν προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν από το ενωσιακό δίκαιο, τα δικαστήρια γενικής δικαιοδοσίας του ενωσιακού δικαίου (46).

77.      Το σκεπτικό της απόφασης Masterfoods είναι διττό. Αφενός, η απόφαση αυτή αποσκοπεί στη διαφύλαξη των εκτελεστικών εξουσιών που ανατίθενται στην Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού (εν προκειμένω, να διαπιστώνει την ύπαρξη και τη συμβατότητα εικαζόμενης ενίσχυσης), αποτρέποντας τη σύγκρουση μεταξύ (διοικητικών και/ή δικαστικών) αποφάσεων επί νομικών ζητημάτων τα οποία εξετάζει η Επιτροπή ή τα οποία έχουν εξεταστεί από την Επιτροπή και τελούν επί του παρόντος υπό δικαστικό έλεγχο ενώπιον του ενωσιακού δικαστή. Αφετέρου, αποσκοπεί στη διαφύλαξη της αποκλειστικής αρμοδιότητας του ενωσιακού δικαστή να ελέγχει το κύρος των νομικών πράξεων που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο να εκδώσει ένα εθνικό δικαστήριο απόφαση η οποία θα καθιστά, πρακτικά, ανίσχυρη μια τέτοια πράξη.

78.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί κατεξοχήν περίπτωση υπόθεσης στην οποία έχουν εφαρμογή οι νομολογιακές παραδοχές της απόφασης Masterfoods (47).

79.      Αμφότερες οι διαδικασίες, τόσο στην Ένωση όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφορούσαν, σε γενικές γραμμές, το ίδιο ζήτημα (τη δυνατότητα των επενδυτών να εκτελέσουν τη διαιτητική απόφαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση), περιλάμβαναν την ερμηνεία των ίδιων διατάξεων και γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης (ειδικότερα, του άρθρου 351 ΣΛΕΕ, των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας) και επηρέαζαν το κύρος και/ή την αποτελεσματικότητα τριών αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (48).

80.      Από την επίμαχη απόφαση προκύπτει επίσης ότι ήταν απολύτως σαφές στο Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) ότι, αν «έδινε το πράσινο φως» για την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης στο Ηνωμένο Βασίλειο, τόσο η διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής σχετικά με εικαζόμενη κρατική ενίσχυση όσο και η διαδικασία ακύρωσης ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης θα καθίσταντο σε μεγάλο βαθμό άνευ αντικειμένου (49).

81.      Επομένως, το αν ορισμένο νομικό ζήτημα το οποίο υποβλήθηκε από τους επενδυτές στην κρίση των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελούσε ζήτημα επί του οποίου τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης είχαν αποκλειστική αρμοδιότητα –ή το αν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ήταν τα καταλληλότερα να κρίνουν το ζήτημα– δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή των νομολογιακών παραδοχών της απόφασης Masterfoods.

82.      Ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων δεν διαφέρει στις δύο περιπτώσεις και, σε αμφότερες, γεννάται το ενδεχόμενο να θιγεί η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί από τους συντάκτες των Συνθηκών στην Επιτροπή και στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Αφενός, η επίμαχη απόφαση παρέσχε στους επενδυτές τη δυνατότητα να εκτελέσουν τη διαιτητική απόφαση, παρακάμπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα «ανασταλτικά αποτελέσματα» που απέρρεαν όχι μόνον από την τελική απόφαση του 2015, αλλά και από την απόφαση κίνησης της διαδικασίας και την εντολή αναστολής. Αφετέρου, η εκ μέρους του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ διέφερε επίσης από την ερμηνεία και εφαρμογή που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή στην τελική απόφαση του 2015 (50). Συγκεκριμένα, η επίμαχη απόφαση σήμαινε, de facto, ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής ήταν παράνομη επειδή το θεσμικό όργανο δεν είχε συμμορφωθεί με διάταξη του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, το κύρος της απόφασης αυτής εξακολουθούσε να τελεί υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

2)      Ερμηνεία των προγενέστερων συμβάσεων και του άρθρου 351 ΣΛΕΕ

83.      Δεύτερον, μπορεί να αληθεύει ότι η διαπίστωση της ύπαρξης και της έκτασης των υποχρεώσεων κράτους μέλους οι οποίες απορρέουν από συγκεκριμένη σύμβαση, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όντως δεν αποτελεί ζήτημα που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, δεν εναπόκειται κατ’ αρχήν στο Δικαστήριο να ερμηνεύει διεθνείς συμβάσεις στις οποίες η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος.

84.      Ωστόσο, ο προσδιορισμός της σημασίας και η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ήτοι, ειδικότερα, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένας ενωσιακός κανόνας μπορεί, δυνάμει της διάταξης αυτής, να στερείται αποτελέσματος λόγω προγενέστερης σύμβασης, συνιστούν προφανώς ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης.

85.      Επίσης, πρόκειται για ζήτημα το οποίο είχε τεθεί ρητώς ενώπιον του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) (51) και το οποίο, λογικά, προηγείται κάθε εξέτασης των αποτελεσμάτων που έχει μια διεθνής σύμβαση έναντι κράτους μέλους. Είναι σαφές ότι ένα δικαστήριο δεν μπορεί να συναγάγει με βεβαιότητα συνέπειες από συγκεκριμένη διάταξη προγενέστερης σύμβασης εάν δεν έχει προηγουμένως κρίνει ότι η σύμβαση (και/ή ορισμένες διατάξεις της) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

86.      Μάλιστα, ο προσδιορισμός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ήταν ένα ζήτημα επί του οποίου το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) χρειάστηκε να εμβαθύνει εκτενώς, προτού προχωρήσει στην εκτίμηση των έννομων συνεπειών που απέρρεαν από τις διατάξεις της σύμβασης ICSID τις οποίες επικαλέστηκαν οι επενδυτές. Στη σκέψη 98 της επίμαχης απόφασης, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) ορθώς επισήμανε ότι, για τον σκοπό αυτόν, έπρεπε να εξεταστεί αν η επίμαχη διεθνής σύμβαση επέβαλλε στο οικείο κράτος μέλος υποχρεώσεις των οποίων την εκπλήρωση εξακολουθούν να μπορούν να απαιτήσουν τρίτες χώρες που είναι συμβαλλόμενα μέρη της. Στη συνέχεια, με τις σκέψεις 98 έως 100 της επίμαχης απόφασης, ερμήνευσε τη φράση «υποχρεώσεις των οποίων την εκπλήρωση εξακολουθούν να μπορούν να απαιτήσουν τρίτες χώρες».

87.      Η έκφραση αυτή –το ακριβές νόημα της οποίας αποτέλεσε αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων– απαντά στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (52), όπου γίνεται λόγος για «δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που συνήφθησαν […] μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών αφενός, και [μίας] ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, αφετέρου».

88.      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν παραπέμπει ούτε στο δίκαιο των κρατών μελών ούτε στο διεθνές δίκαιο. Επομένως, οι έννοιες που περιλαμβάνονται στη διάταξη αυτή αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης, των οποίων η σημασία και το περιεχόμενο πρέπει να ερμηνεύονται ομοιόμορφα στο έδαφος της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνον του γράμματος της διάταξης αυτής, αλλά και του σκοπού της, καθώς και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται (53). Τούτο δεν σημαίνει, προφανώς, ότι οι συντάκτες των Συνθηκών της Ένωσης είχαν τη βούληση να αγνοήσουν τις σχετικές αρχές του διεθνούς δικαίου στον τομέα αυτόν (54). Σημαίνει απλώς ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες –και τα όρια εντός των οποίων– επιτρέπεται (βάσει των Συνθηκών της Ένωσης) στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν τους κανόνες, προκειμένου να συμμορφωθούν με προγενέστερες συμβάσεις, καθορίζονται από το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης (55).

89.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, πέραν των προϋποθέσεων που προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διάταξης θεσπίζει ειδική υποχρέωση εξάλειψης των συγκρούσεων στο μέλλον και το τρίτο εδάφιο απαγορεύει την ευνοϊκότερη μεταχείριση των τρίτων κρατών. Επιπλέον, κάποια όρια του πεδίου εφαρμογής της διάταξης αυτής απορρέουν από τα ειδικά χαρακτηριστικά της έννομης τάξης της Ένωσης. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Kadi, το άρθρο 351 ΣΛΕΕ «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει παρέκκλιση από τις αρχές που συνιστούν τα θεμέλια της [ενωσιακής] εννόμου τάξεως, μεταξύ των οποίων η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία περιλαμβάνει και τον έλεγχο εκ μέρους του [ενωσιακού] δικαστή της νομιμότητας των [ενωσιακών] πράξεων ως προς τη συμφωνία τους με τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα» (56).

90.      Στην υπό κρίση υπόθεση, το κύριο ζήτημα επί του οποίου έπρεπε να αποφανθεί το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) ήταν, με απλά λόγια, υπό ποιες περιστάσεις είχε εφαρμογή το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εφόσον i) η προβαλλόμενη προγενέστερη σύμβαση ήταν πολυμερής και ii) η διαφορά η οποία ανέκυψε ήταν αμιγώς εσωτερική της Ένωσης, δεδομένου ότι δεν αφορούσε τρίτο κράτος ή υπήκοο τρίτου κράτους.

91.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), στην επίμαχη απόφαση, ερμήνευσε (και εφάρμοσε) όχι μόνο μια προγενέστερη σύμβαση, αλλά και μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης. Το γεγονός ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, οι δύο δέσμες διατάξεων ήταν αλληλένδετες ως προς την ερμηνεία τους δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει την ενωσιακή πτυχή της υπόθεσης.

92.      Όταν είναι αναγκαίο για την επίλυση διαφοράς που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, το Δικαστήριο πρέπει να μπορεί να ερμηνεύει παρεμπιπτόντως τις ρήτρες των διεθνών συμβάσεων, ακόμη και αν οι συμβάσεις αυτές δεν αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν έχει διστάσει, σε υποθέσεις που αφορούσαν ευθείες προσφυγές, να αναλάβει το εγχείρημα αυτό, στο μέτρο που ήταν απαραίτητο για να αποφανθεί επί της διαφοράς (57).

93.      Αντιθέτως, στο πλαίσιο των προδικαστικών διαδικασιών το Δικαστήριο δεν χρειάζεται συνήθως να ερμηνεύει την εκάστοτε διεθνή σύμβαση, δεδομένου ότι το καθήκον αυτό μπορεί να ανατίθεται στα εθνικά δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους (58). Εντούτοις, η παρεμπίπτουσα αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει διεθνή σύμβαση στην οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ανακύψει ακόμη και στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας (59). Τούτο συμβαίνει όταν το Δικαστήριο, προκειμένου να παράσχει ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που θα μπορούσε να είναι χρήσιμη σε εθνικό δικαστήριο, οφείλει να λάβει υπόψη το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ένας κανόνας του δικαίου της Ένωσης.

94.      Για παράδειγμα, όταν, όπως εν προκειμένω, τίθεται το ζήτημα αν ορισμένη σύμβαση ή ρήτρα σύμβασης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι το Δικαστήριο μπορεί να ερμηνεύσει τη διάταξη του δικαίου της Ένωσης μόνον κατά τρόπο πολύ αφηρημένο, χωρίς να δύναται να λάβει υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της σχετικής σύμβασης ή ρήτρας (60).

95.      Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση υπήρχε ένας ακόμη λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εκ μέρους του Δικαστηρίου συνεκτίμηση, έστω και παρεμπιπτόντως, των διατάξεων της σύμβασης ICSID τις οποίες επικαλέστηκαν οι επενδυτές: η ερμηνεία που θα δινόταν στις διατάξεις αυτές θα είχε άμεσο αντίκτυπο στο κύρος και/ή στην αποτελεσματικότητα τριών αποφάσεων της Επιτροπής (61).

3)      Έγερση διαφορετικών νομικών ζητημάτων στις διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης

96.      Τρίτον, η διαπίστωση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ότι το ζήτημα που υπέβαλαν στην κρίση του οι επενδυτές δυνάμει του άρθρου 351 ΣΛΕΕ δεν ταυτιζόταν εξ ολοκλήρου με το ζήτημα που είχε τεθεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης είναι ομοίως, αφενός, περιορισμένης σημασίας και, αφετέρου, σε ορισμένο βαθμό επίσης ανακριβής.

97.      Κατ’ αρχάς, δεν αντιλαμβάνομαι για ποιον λόγο θα πρέπει να ασκεί επιρροή το αν, στις διάφορες διαδικασίες που έχουν κινηθεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, οι επενδυτές έχουν επικαλεστεί το άρθρο 53 και/ή το άρθρο 54 της σύμβασης ICSID. Αμφότερες οι διατάξεις αυτές αφορούν την αναγνώριση και την εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων. Ουσιαστικά, πρόκειται για διατάξεις που απευθύνονται σε διαφορετικά υποκείμενα δικαίου και που προβλέπουν διαφορετικά μέσα ένδικης προστασίας για την εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων, με σκοπό τη δημιουργία μιας συμμετρικής υποχρέωσης μεταξύ κρατών και επενδυτών από την άποψη αυτή (62).

98.      Ο κίνδυνος πρόκλησης «σοβαρών εμποδίων στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης» (63) υφίστατο ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη νομική βάση την οποία επικαλέστηκαν οι επενδυτές στις διάφορες διαδικασίες. Αυτό που είχε πραγματικά σημασία για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και της απόφασης Masterfoods ήταν η συνύπαρξη πολλών διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες αφορούσαν όλες την ίδια διαιτητική απόφαση και είχαν ως κοινό σκοπό την άρση των αποτελεσμάτων της τελικής απόφασης της Επιτροπής του 2015 (ακυρώνοντάς την, σε επίπεδο Ένωσης, και παρακάμπτοντάς την, σε εθνικό επίπεδο).

99.      Επιπλέον, η κρίση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ των ισχυρισμών των επενδυτών δεν είναι απολύτως ακριβής. Το ίδιο το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) αναγνώρισε ότι οι επενδυτές επικαλέστηκαν, στην πραγματικότητα, όχι μόνον το άρθρο 53, αλλά και το άρθρο 54 της σύμβασης ICSID, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων Ένωσης (64). Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής: μάλιστα, η τελική απόφαση του 2015 μνημονεύει αμφότερες τις διατάξεις (65).

100. Ομοίως, το γεγονός ότι δεν εγέρθηκαν ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης ζητήματα σχετικά με την ύπαρξη και την έκταση των υποχρεώσεων που υπέχει το Ηνωμένο Βασίλειο από τη σύμβαση ICSID δεν φαίνεται να ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Είναι προφανές ότι, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο ουδόλως μετείχε στη διαδικασία κρατικών ενισχύσεων η οποία οδήγησε στην έκδοση της τελικής απόφασης του 2015, δεν υπήρχε λόγος εξέτασης της ειδικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν το εν λόγω κράτος μέλος.

101. Εντούτοις, εξ όσων διαπιστώνω, οι υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε το Ηνωμένο Βασίλειο από τη σύμβαση ICSID δεν διαφέρουν από τις υποχρεώσεις των άλλων κρατών μελών της Ένωσης, τα οποία είναι, όλα πλην της Πολωνίας, επίσης συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης αυτής. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τη Ρουμανία (το κράτος μέλος που χορήγησε την εικαζόμενη ενίσχυση), αλλά και για το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τη Σουηδία (όπου εκκρεμούσαν παράλληλες διαδικασίες). Επομένως, οποιαδήποτε κρίση των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της σύμβασης ICSID, δυνάμει του άρθρου 351 ΣΛΕΕ, στη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν τους (ή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων) θα ισχύει, mutatis mutandis, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου.

102. Βεβαίως, η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των ζητημάτων επί των οποίων αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο όταν ακύρωσε την τελική απόφαση του 2015 και τα οποία, ως εκ τούτου, τέθηκαν στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας που εκκρεμούσε τότε ενώπιον του Δικαστηρίου.

103. Ωστόσο, τούτο δεν σήμαινε –όπως εξέθεσε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο)– ότι «δεν ήταν πιθανόν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να εξετάσουν την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επί προγενέστερων της προσχώρησης υποχρεώσεων που απέρρεαν από τη σύμβαση ICSID» ή, με διαφορετική διατύπωση, ότι «η πιθανότητα να εξετάσουν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης το ζήτημα αυτό σε ορισμένο στάδιο στο μέλλον ήταν αβέβαιη και, ταυτόχρονα, αμυδρή» (66). Το ίδιο το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι η υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας συντρέχει, κατ’ αρχήν, άπαξ και «έχει ασκηθεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης μέσο ένδικης προστασίας με υπαρκτή πιθανότητα ευδοκίμησης» (67).

104. Σε περίπτωση ευδοκίμησης της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής (όπως και πράγματι συνέβη τελικά (68)), το Δικαστήριο θα μπορούσε είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει εκ νέου είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τούτο θα συνεπαγόταν την εξέταση των λόγων ακυρώσεως των επενδυτών επί των οποίων δεν αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεθείσα από το Δικαστήριο απόφαση (69). Ένας από τους λόγους αυτούς αφορούσε ακριβώς την προβαλλόμενη μη προσήκουσα εφαρμογή εκ μέρους της Επιτροπής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (70).

105. Αν, αντιθέτως, η Επιτροπή είχε ηττηθεί στην αναιρετική διαδικασία, θα έπρεπε να επανεξετάσει το εικαζόμενο μέτρο ενίσχυσης και να αξιολογήσει εκ νέου τα επιχειρήματα των επενδυτών, συμπεριλαμβανομένων όσων βασίζονταν στη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, δυνάμει της διάταξης αυτής, επίσης της σύμβασης ICSID (71). Περιττό να αναφερθεί ότι οποιαδήποτε τέτοια κρίση θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από τους επενδυτές ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

106. Επομένως, ήταν βέβαιο ότι τα επιχειρήματα των επενδυτών σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και της σύμβασης ICSID θα εξετάζονταν ρητώς από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας της Ένωσης, όποιο και αν θα ήταν αυτό τελικώς. Ακόμη ορθότερα, δεδομένου ότι οι επενδυτές είχαν ρητώς προβάλει τέτοια επιχειρήματα, δεν υπήρχε περίπτωση μια δυσμενής για αυτούς απόφαση της Επιτροπής να καθίστατο απρόσβλητη χωρίς τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να εξέταζαν τα επιχειρήματα αυτά.

107. Τέλος, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), εφόσον ήταν της γνώμης ότι οι ιδιαιτερότητες της ενώπιον του διαδικασίας –οι οποίες αφορούσαν τον όρο της σύμβασης ICSID τον οποίο επικαλέστηκαν οι επενδυτές και/ή την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τη σύμβαση ICSID– έθεταν ζητήματα τα οποία ήταν, αφενός, κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς και, αφετέρου, απίθανο να εξεταστούν από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο της υπόθεσης European Food, θα μπορούσε να είχε υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Όπως εκτέθηκε, τα ζητήματα αυτά εγέρθηκαν σε συνάρτηση με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οπότε ενέπιπταν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Επισημαίνεται ότι το άρθρο 86, παράγραφος 2, της συμφωνίας αποχώρησης επέτρεπε την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις αυτές.

108. Εν κατακλείδι, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάνθηκε επί ζητημάτων ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου που είχαν εξεταστεί από την Επιτροπή σε απόφαση της οποίας το κύρος αποτελούσε αντικείμενο ελέγχου στο πλαίσιο εκκρεμούς ακόμη διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Αν γίνονταν δεκτά, τα επιχειρήματα που προέβαλαν συναφώς οι επενδυτές, τόσο ενώπιον του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) όσο και ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, θα συνεπάγονταν κατ’ ανάγκην την ακυρότητα της επίμαχης απόφασης της Επιτροπής. Υφίστατο πραγματικός και υπαρκτός κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών (διοικητικών και/ή δικαστικών) αποφάσεων στην ίδια υπόθεση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), αρνούμενο να αναστείλει τη διαδικασία, όπως θα όφειλε βάσει της απόφασης Masterfoods, παρέβη την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας την οποία καθιερώνει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της Επιτροπής φαίνεται να είναι βάσιμος.

Δ.      Επί του δεύτερου λόγου της προσφυγής: παράβαση του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

109. Με τον δεύτερο λόγο, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η επίμαχη απόφαση οδήγησε σε παράβαση του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στον βαθμό που κρίθηκε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν είχε εφαρμογή επί της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης στο Ηνωμένο Βασίλειο επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο υπείχε από το άρθρο 54 της σύμβασης ICSID, έναντι όλων των λοιπών συμβαλλόμενων κρατών της ICSID, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων χωρών, υποχρέωση εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης.

110. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν είχε εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση και ότι, κρίνοντας το αντίθετο, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) διεύρυνε αδικαιολόγητα το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής. Το ανωτέρω συμπέρασμα αποτέλεσε, κατά την Επιτροπή, απόρροια εσφαλμένης ερμηνείας δύο φράσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 351 ΣΛΕΕ και αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης: «δικαιώματα […] [μίας] ή περισσότερων τρίτων χωρών» και «θίγονται από τις Συνθήκες».

111. Η Επιτροπή διατείνεται, πρώτον, ότι η υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου να εκτελέσει τη διαιτητική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 54 της σύμβασης ICSID δεν αφορούσε «δικαιώματα […] [μίας] ή περισσότερων τρίτων χωρών», δεδομένου ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορούσε μόνον κράτη μέλη της Ένωσης. Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι καμία υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου από τη σύμβαση ICSID δεν «θιγόταν από τις Συνθήκες», στο μέτρο που οι κρίσιμες διατάξεις της σύμβασης ICSID μπορούσαν να ερμηνευθούν κατά τρόπο ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση με τους κρίσιμους κανόνες των Συνθηκών της Ένωσης.

2.      Εκτίμηση

112. Για τους λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω, φρονώ ότι ο δεύτερος λόγος της προσφυγής της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

α)      Μπορεί ένα κράτος μέλος να παραβεί το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ;

113. Στην απάντησή της στην προειδοποιητική επιστολή, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αντιτάχθηκε στην αιτίαση της Επιτροπής περί παράβασης του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επικαλούμενη τη διατύπωση της διάταξης, η οποία φαίνεται να μην επιβάλλει υποχρεώσεις στα κράτη μέλη.

114. Είναι ίσως χρήσιμο να επισημανθεί, εκ προοιμίου, ότι το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ θεσπίζει κανόνα για τη ρύθμιση των ενδεχόμενων συγκρούσεων λόγω της ταυτόχρονης εφαρμογής δύο δεσμών κανόνων (72): των Συνθηκών της Ένωσης, αφενός, και των προγενέστερων συμβάσεων, αφετέρου. Η διάταξη αυτή απηχεί μακροχρόνιες αρχές του διεθνούς δικαίου οι οποίες διέπουν την εφαρμογή διαδοχικών συμφωνιών και τα αποτελέσματά τους έναντι τρίτων κρατών, όπως είναι οι αρχές pacta sunt servanda, pacta tertiis nec nocent nec prosunt και res inter alios acta (73). Πρόκειται για αρχές οι οποίες έχουν κωδικοποιηθεί στη σύμβαση της Βιέννης (74) και των οποίων η ισχύς στην έννομη τάξη της Ένωσης αναγνωρίζεται παγίως από το Δικαστήριο (75).

115. Επομένως, σκοπός του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι να διευκρινίσει ότι, όπως επιτάσσουν οι ανωτέρω αρχές του διεθνούς δικαίου, η εφαρμογή των Συνθηκών της Ένωσης δεν επηρεάζει την υποχρέωση των κρατών μελών να σέβονται τα απορρέοντα από προγενέστερες συμβάσεις δικαιώματα τρίτων χωρών και να τηρούν τις εξ αυτών απορρέουσες υποχρεώσεις τους (76). Κατά συνέπεια, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη επιτρέπεται να μην εφαρμόζουν κανόνες της Ένωσης, στο μέτρο που αυτό απαιτείται για τη συμμόρφωση με προγενέστερες συμβάσεις (77).

116. Το Δικαστήριο έχει πάντως κρίνει ότι ο κανόνας που θεσπίζεται στο άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ «δεν θα επιτύγχανε το σκοπό του αν δεν συνεπαγόταν την υποχρέωση των οργάνων της [Ένωσης] να μην εμποδίζουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των κρατών μελών που απορρέουν από προγενέστερη σύμβαση» (78). Αν τούτο αληθεύει, τότε ισχύει ότι η διάταξη επιβάλλει υποχρέωση στα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

117. Βεβαίως, το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει επίσης, έστω και σιωπηρώς, μια υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η «αντεστραμμένη εικόνα» της υποχρέωσης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης: να μην παρεμποδίζουν την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, με βάση την ερμηνεία αυτή, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβλέπουν την υπεροχή των διατάξεων προγενέστερων συμβάσεων έναντι των αντίθετων κανόνων της Ένωσης, στις περιπτώσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης της Συνθήκης. Αυτή η «αμφίδρομη» ερμηνεία της διάταξης θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί δικαιολογημένη από το γεγονός ότι το άρθρο 351 ΣΛΕΕ θεωρείται συχνά έκφραση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας στον τομέα αυτόν (79): μιας αρχής η οποία, όπως εκτέθηκε, απαιτεί τόσο από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσο και από τα κράτη μέλη να ενεργούν καλόπιστα.

118. Ωστόσο, η σημασία και –αν μου επιτρέπεται η έκφραση– η προστιθέμενη αξία μιας τέτοιας υποχρέωσης φαίνεται να είναι σχεδόν μηδενική. Για να το θέσω απλά, η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ θα συνίστατο, για τα κράτη μέλη, απλώς και μόνο στην υποχρέωση συμμόρφωσης με το δίκαιο της Ένωσης, όταν η εξαίρεση που προβλέπεται στην ως άνω διάταξη δεν έχει εφαρμογή: μια αυταπόδεικτη αλήθεια. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει αυτοτελής παράβαση του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ: οποιαδήποτε τέτοια παράβαση θα απορρέει, αυτομάτως και εμμέσως, από την παράβαση κάποιου άλλου κανόνα του δικαίου της Ένωσης.

119. Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι η ερμηνεία της Επιτροπής δύσκολα συμβιβάζεται με το πνεύμα και με το γράμμα του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (80). Η διάταξη αυτή θεσπίζει, κατ’ ουσίαν, έναν επιτρεπτικό κανόνα, βάσει του οποίου τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης σε ορισμένες περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, λειτουργεί ως «ασπίδα», υπό την έννοια μιας διαθέσιμης άμυνας την οποία μπορεί να προβάλει ένα κράτος μέλος που κατηγορείται ότι έχει παραβεί κανόνα του δικαίου της Ένωσης. Εντούτοις, αντιθέτως προς το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της ίδιας διάταξης –τα οποία, όπως εξήγησα ανωτέρω, επιβάλλουν ορισμένες ειδικές υποχρεώσεις στα κράτη μέλη– δεν μπορώ να αντιληφθώ με ποιον τρόπο θα μπορούσε το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ να χρησιμοποιηθεί ως «σπαθί» στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως (81).

120. Εν κατακλείδι, φρονώ ότι δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί στο άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αιτίαση στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ και ότι, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

121. Ωστόσο, σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαφωνήσει με την εκτίμησή μου επί του προκαταρκτικού αυτού ζητήματος, και λαμβανομένης υπόψη της προφανούς σύνδεσης που υφίσταται μεταξύ του ζητήματος που έθεσε η Επιτροπή στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της προσφυγής και των ζητημάτων που τίθενται με τους τρεις άλλους λόγους της προσφυγής, θα εξηγήσω, εν πάση περιπτώσει, γιατί εκτιμώ ότι το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

β)      Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

122. Με βάση το γράμμα του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: i) πρέπει να πρόκειται για σύμβαση συναφθείσα πριν από την έναρξη ισχύος της τότε συνθήκης ΕΟΚ ή πριν από την προσχώρηση του κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και ii) πρέπει μια τρίτη χώρα να έλκει εκ της σύμβασης αυτής δικαιώματα των οποίων την τήρηση εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους να μπορεί να απαιτήσει (82).

123. Στην επίμαχη απόφαση, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνταν, με βάση το ακόλουθο σκεπτικό: i) η σύμβαση ICSID αποτελεί, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, «προγενέστερη σύμβαση» κατά την έννοια του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και ii) το Ηνωμένο Βασίλειο υπείχε έναντι όλων τα άλλων συμβαλλόμενων κρατών τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 54 της σύμβασης ICSID. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο αυτό κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επενδυτές μπορούσαν νομίμως να στηριχθούν στην εν λόγω διάταξη του δικαίου της Ένωσης για να ζητήσουν την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης από τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου.

124. Σαφώς και συμφωνώ όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση: το Ηνωμένο Βασίλειο κύρωσε τη σύμβαση ICSID το 1966, ήτοι πριν από την προσχώρησή του στις τότε Κοινότητες το 1973 (83).

125. Αντιθέτως, για πολλούς λόγους, δεν έχω πειστεί από τις κρίσεις του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση.

126. Για να εξηγήσω το γιατί, θα επιχειρήσω πρώτα να αποσαφηνίσω το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ένα ζήτημα που μπορεί, ομολογουμένως, να μην είναι απολύτως σαφές βάσει της υφιστάμενης νομολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ εύλογο να αρχίσω την ανάλυση εξετάζοντας τον σκοπό και το γράμμα της διάταξης αυτής.

1)      Ο σκοπός και το γράμμα του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

127. Το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει ως άμεσο σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των τρίτων κρατών (84), παρέχοντάς προς τούτο στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να συμμορφώνονται προς προγενέστερες συμβάσεις, όταν αυτές έρχονται σε σύγκρουση με κανόνες της Ένωσης (85), χωρίς αυτό να συνεπάγεται παραβίαση του δικαίου της Ένωσης (86). Ο πρωταρχικός σκοπός της διάταξης συνίσταται, ωστόσο, στην προστασία των κρατών μελών από τη διάπραξη –λόγω υποχρεώσεων τις οποίες ανέλαβαν μεταγενέστερα βάσει του δικαίου της Ένωσης– παραβάσεων που συνεπάγονται τη διεθνή ευθύνη τους βάσει των κανόνων του δημοσίου διεθνούς δικαίου, την οποία θα μπορούν να επικαλεστούν τρίτα κράτη.

128. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή όταν δεν διακυβεύονται δικαιώματα τρίτων χωρών (87). Επομένως, δεν μπορεί να γίνει βασίμως επίκληση της διάταξης αυτής στην περίπτωση συμβάσεων που συνάπτονται αποκλειστικά μεταξύ κρατών μελών (88), καθώς και στην περίπτωση συμβάσεων που έχουν συναφθεί με τρίτα κράτη, όταν γίνεται επίκλησή τους στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών (89). Όπως τονίζεται στη νομική θεωρία, το Δικαστήριο δέχεται παγίως την αρχή ότι το άρθρο 351 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στις ενδοενωσιακές σχέσεις (90).

129. Για τον ανωτέρω λόγο, το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές, από πολύ νωρίς στη νομολογία του, ότι η έκφραση «[τ]α δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις», στο άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι αναφέρεται σε δικαιώματα τρίτων κρατών και σε υποχρεώσεις των κρατών μελών (91). Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται «δικαιώματα» που απορρέουν από προγενέστερες συμβάσεις (92).

130. Υπάρχει άρρηκτη σύνδεση μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Μόνο στην περίπτωση που τρίτο κράτος έχει δικαίωμα το οποίο μπορεί να επικαλεστεί έναντι κράτους μέλους, το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στο κράτος μέλος (αλλά δεν το υποχρεώνει (93)) να εκπληρώσει τις «αντίστοιχες υποχρεώσεις» (94). Μάλιστα, όταν προγενέστερη σύμβαση επιτρέπει σε κράτος μέλος να λάβει μέτρο αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης, χωρίς όμως να το υποχρεώνει, το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν απαλλάσσει το κράτος μέλος από την υποχρέωση να συμμορφωθεί προς τους σχετικούς κανόνες της Ένωσης (95). Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή όταν τρίτο κράτος έχει εκφράσει την βούληση να λυθεί η προγενέστερη σύμβαση (96). Κατά τη γνώμη μου, το ίδιο πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία τρίτο κράτος έχει ρητώς συναινέσει στη μη τήρηση της προγενέστερης σύμβασης ή έχει παραιτηθεί των δικαιωμάτων του (97).

131. Επομένως, η εξακρίβωση της ύπαρξης του δικαιώματος του τρίτου κράτους και της αλληλένδετης με το δικαίωμα αυτό υποχρέωσης του κράτους μέλους είναι κρίσιμη προκειμένου να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.

132. Στο σημείο αυτό, είναι μάλλον σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών συμβάσεων.

133. Όσον αφορά τις διμερείς συμβάσεις, δηλαδή τις συμβάσεις μεταξύ κράτους μέλους και τρίτου κράτους, η διαπίστωση της ύπαρξης συγκεκριμένου δικαιώματος τρίτου κράτους και αντίστοιχης υποχρέωσης κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν πρέπει κανονικά να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.

134. Αντιθέτως, στην περίπτωση των πολυμερών συμβάσεων, δηλαδή των συμβάσεων στις οποίες ένα ή περισσότερα κράτη μέλη έχουν συμβληθεί με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη, η κατάσταση μπορεί να μην είναι πάντοτε απλή. Είναι πράγματι δυνατόν να ανακύψουν ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ σε εσωτερικές καταστάσεις της Ένωσης, οι οποίες, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, αφορούν άμεσα μόνο δύο ή περισσότερα κράτη μέλη (98). Σε τέτοιες περιπτώσεις, υπό ποιες περιστάσεις έχει εφαρμογή το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ;

135.  Συναφώς, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι, βάσει του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των πολυμερών συμβάσεων που περιέχουν υποχρεώσεις συλλογικού χαρακτήρα και των πολυμερών συμβάσεων που περιέχουν υποχρεώσεις διμερούς ή αμοιβαίου χαρακτήρα (99).

136. Στην πρώτη κατηγορία συμβάσεων, η μη εκπλήρωση εκ μέρους συμβαλλόμενου μέρους υποχρέωσης που απορρέει από τη σύμβαση μπορεί να επηρεάσει την εκ μέρους των λοιπών συμβαλλομένων άσκηση των δικαιωμάτων τους τα οποία απορρέουν από τη σύμβαση ή να διακυβεύσει την επίτευξη του σκοπού της σύμβασης (100). Στις περιπτώσεις αυτές, το οικείο συμβαλλόμενο μέρος υπέχει τις συνακόλουθες υποχρεώσεις έναντι μιας ομάδας κρατών (erga omnes partes) ή έναντι της διεθνούς κοινότητας στο σύνολό της (erga omnes). Σε τέτοιες περιπτώσεις, το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μπορεί κάλλιστα να έχει εφαρμογή και, επομένως, μπορεί να γίνεται επίκλησή του προκειμένου να αμφισβητηθεί το κύρος πράξεως της Ένωσης, ακόμη και σε αμιγώς ενδοενωσιακές διαφορές (101). Εν τέλει, οι καταστάσεις αυτές μπορεί να είναι αμιγώς ενδοενωσιακές σε πραγματικό επίπεδο, αλλά δεν είναι σε νομικό επίπεδο.

137. Αντιστρόφως, στη δεύτερη κατηγορία συμβάσεων, η μη εκπλήρωση εκ μέρους συμβαλλόμενου κράτους υποχρέωσης που απορρέει από την προγενέστερη σύμβαση επηρεάζει συνήθως μόνον ένα ή περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη: εκείνα που επηρεάζονται συγκεκριμένα από την κατάσταση. Συνεπώς, δεν παρεμποδίζεται η άσκηση των δικαιωμάτων που αντλούν τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη από τη σύμβαση (102). Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις αυτές, όταν τα συμβαλλόμενα κράτη που επηρεάζονται από τη μη εκπλήρωση υποχρέωσης κράτους μέλους είναι άλλα κράτη μέλη, το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή. Δεδομένου ότι δεν τίθεται ζήτημα δικαιώματος τρίτου κράτους, δεν απαιτείται ο αποκλεισμός της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να αποφευχθεί η επακόλουθη διεθνής ευθύνη κράτους μέλους.

138. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να συμπληρώσω ότι συμφωνώ και πάλι με την Επιτροπή, στο μέτρο που υποστηρίζει ότι το πραγματικό συμφέρον και μόνο (σε αντιδιαστολή προς το έννομο συμφέρον) των συμβαλλόμενων κρατών να διασφαλιστεί η τήρηση πολυμερούς σύμβασης από όλα τα λοιπά συμβαλλόμενα κράτη δεν αρκεί για να καταστεί εφαρμοστέο το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (103). Το γράμμα της διάταξης αυτής αναφέρεται σε «δικαιώματα», όρος που χρησιμοποιείται επίσης παγίως στη νομολογία του Δικαστηρίου επί του ζητήματος (104).

2)      Διάταξη με εκτεταμένες συνέπειες και με γενικό, αλλά όχι υπέρμετρα ευρύ, πεδίο εφαρμογής

139. Όπως ορθώς έκρινε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), το άρθρο 351 ΣΛΕΕ έχει γενική ισχύ: τυγχάνει εφαρμογής επί οποιασδήποτε –ασχέτως περιεχομένου– διεθνούς σύμβασης η οποία μπορεί να έχει επίπτωση στην εφαρμογή των Συνθηκών της Ένωσης (105).

140. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι η εξαίρεση που καθιερώνεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού έχει ευρύ περιεχόμενο. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ παρεκκλίνει από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποτελεί έναν από τους κεντρικούς πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η έννομη τάξη της Ένωσης. Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων (106), οποιαδήποτε διάταξη προγενέστερης σύμβασης μπορεί να υπερισχύσει κάθε αντίθετης διάταξης του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του πρωτογενούς δικαίου (107). Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως του αντίκτυπου που μπορεί να έχει η μη εφαρμογή των σχετικών κανόνων της Ένωσης στα δικαιώματα και τα συμφέροντα των άλλων κρατών μελών, καθώς και στην εύρυθμη λειτουργία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

141. Δεδομένων των δυνητικά εκτεταμένων συνεπειών που απορρέουν από την εφαρμογή της διάταξης αυτής, η ερμηνευτική αρχή κατά την οποία οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά, ούτως ώστε οι γενικοί κανόνες να μην καθίστανται άνευ περιεχομένου, είναι προφανώς ιδιαιτέρως κρίσιμη στο πλαίσιο αυτό (108).

142. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, θα εξετάσω ακολούθως τα σχετικά χωρία της επίμαχης απόφασης.

γ)      Το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ στην επίμαχη απόφαση

143. Στην υπό κρίση υπόθεση, καθοριστική σημασία είχε –όπως επισήμανε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) (109)– το να κριθεί αν η επίμαχη προγενέστερη σύμβαση επέβαλλε στο οικείο κράτος μέλος υποχρεώσεις την εκπλήρωση των οποίων εξακολουθούσαν να μπορούν να απαιτήσουν τρίτα κράτη που ήταν συμβαλλόμενα μέρη της. Στην επίμαχη απόφαση, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε το ζήτημα εξετάζοντας την υποχρέωση εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης, την οποία υπείχε ένα κράτος μέλος (το Ηνωμένο Βασίλειο) από διεθνή σύμβαση (της σύμβασης ICSID).

144. Φρονώ ότι η προσέγγιση την οποία ακολούθησε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) συναφώς είναι προβληματική από τρεις απόψεις.

145. Πρώτον, στην ανάλυση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου), η οποία επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις υποχρεώσεις που υπείχε το Ηνωμένο Βασίλειο από το άρθρο 54 της σύμβασης ICSID, δεν προσδιορίστηκε αντίστοιχο δικαίωμα τρίτων κρατών.

146. Όπως εξήγησα ανωτέρω, είναι κεφαλαιώδης η σημασία της σχέσης μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων για την εφαρμογή του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή θέτει την απαίτηση ότι τρίτη χώρα που είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης πρέπει να αντλεί από αυτή δικαίωμα τον σεβασμό του οποίου να μπορεί να απαιτήσει από το οικείο κράτος μέλος.

147. Δεν πρόκειται, επομένως, για ζήτημα το οποίο μπορεί να παραβλεφθεί. Για παράδειγμα, αν τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου αρνούνταν να εκτελέσουν την επίμαχη διαιτητική απόφαση (110), θα μπορούσε κάθε τρίτο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση ICSID (τα οποία σήμερα υπερβαίνουν κατά πολύ τα 150) να επικαλεστεί τη διεθνή ευθύνη του Ηνωμένου Βασιλείου για την άρνηση αυτή και να στραφεί εναντίον του, μέσω των διαδικασιών που προβλέπονται στο διεθνές δίκαιο (111), προκειμένου να επιτύχει την άρση της παρανομίας και/ή την αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας; Το ζήτημα αυτό, παρά τη σπουδαιότητά του, δεν εξετάστηκε στην επίμαχη απόφαση.

148. Δεύτερον, εκτιμώ ότι το κριτήριο που εφάρμοσε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) για τη διαπίστωση της ύπαρξης υποχρέωσης έναντι τρίτου κράτους ήταν αρκετά ελαστικό. Εννοώ ότι οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί μια υποχρέωση που απορρέει από διεθνή σύμβαση ως συλλογική (εν προκειμένω, erga omnes partes), και όχι ως διμερής ή αμοιβαία, πληρούνται μάλλον εύκολα με βάση το σκεπτικό που εφάρμοσε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο).

149. Στην επίμαχη απόφαση δεν λείπουν βέβαια οι παραπομπές σε διεθνείς και ακαδημαϊκές πηγές, αλλά, από μια προσεκτικότερη εξέταση, καμία από τις πηγές αυτές δεν φαίνεται να αφορά ειδικά ή να επιλύει πειστικά το συγκεκριμένο ζήτημα. Με την εξαίρεση δύο δηλώσεων (112), όλες οι άλλες πηγές είναι μάλλον ασαφείς ως προς το ζήτημα αυτό και τα συμπεράσματα του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) συνάγονται εμμέσως (113). Εκτιμώ ότι οι πηγές αυτές, ως επί το πλείστον, αναδεικνύουν την ύπαρξη ενός συμφέροντος γενικού χαρακτήρα των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης ICSID για την τήρηση της σύμβασης σε κάθε περίπτωση (114). Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, τούτο δεν αρκεί για να καταστεί εφαρμοστέο το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

150. Τρίτον, μολονότι αντιλαμβάνομαι ότι το κύριο ζήτημα που υποβλήθηκε στην κρίση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) αφορούσε τα αποτελέσματα της σύμβασης ICSID έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου (για να το θέσω απλά: «υποχρεούται το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει της εν λόγω σύμβασης να εκτελέσει τη διαιτητική απόφαση;»), το ζήτημα αυτό δεν μπορούσε να εξεταστεί εντελώς απομονωμένο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διαφορά.

151. Το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς ήταν, στην πραγματικότητα, αρκετά περίπλοκο: αφορούσε τρία διαφορετικά κράτη (το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ρουμανία και τη Σουηδία) και δύο διαφορετικές διεθνείς συμβάσεις (τη ΔΕΣ και τη σύμβαση ICSID).

152. Η διαιτητική απόφαση επιδίκασε αποζημίωση στους επενδυτές με το σκεπτικό ότι, κατά το διαιτητικό δικαστήριο, η Ρουμανία παρέβη τους όρους της ΔΕΣ, καθόσον δεν διασφάλισε δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση, δεν σεβάστηκε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επενδυτών και δεν ενήργησε με διαφάνεια (115). Συνεπώς, η ΔΕΣ ήταν η σύμβαση που καθόριζε τις ουσιαστικές υποχρεώσεις τις οποίες είχε αναλάβει η Ρουμανία έναντι της Σουηδίας. Επίσης, η υποχρέωση της Ρουμανίας έναντι της Σουηδίας να καταβάλει την αποζημίωση που επιδικάστηκε στους ενδιαφερόμενους Σουηδούς υπηκόους απέρρεε ακριβώς από το άρθρο 8, παράγραφος 6, της ΔΕΣ (116).

153. Κατ’ ουσίαν, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), περιορίζοντας την εκτίμησή του σε ένα μόνο διαδικαστικό ζήτημα που προέκυπτε από τη διαφορά και παραλείποντας να συνεκτιμήσει μια διεθνή σύμβαση, παρέβλεψε τη βασική έννομη σχέση που οδήγησε στη διαφορά: τη σχέση μεταξύ της Ρουμανίας, αφενός, και της Σουηδίας και των υπηκόων της, αφετέρου.

154. Αν γινόταν δεκτή η ερμηνεία του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ στην οποία προέβη το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), ορισμένες αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης –δεδομένου ότι αφορούν μόνον κράτη μέλη και τους υπηκόους τους, όχι μόνον από πραγματική αλλά και από νομική άποψη– θα διέπονταν από τις διατάξεις προγενέστερων διεθνών συμβάσεων, μολονότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Συνθηκών της Ένωσης και αντιβαίνουν σε ορισμένους κανόνες της Ένωσης. Κατά τη γνώμη μου, κάτι τέτοιο ούτε θα συμβιβαζόταν με το γράμμα του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ούτε θα ήταν αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού του. Επίσης, δεν θα ήταν σύμφωνο με την προγενέστερη νομολογία, η οποία δεν δεχόταν την εφαρμογή της διάταξης αυτής στις αμιγώς εσωτερικές σχέσεις της Ένωσης.

155. Επίσης, η ευρεία αυτή ερμηνεία του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ θα προσέφερε στους ιδιώτες, υπό ορισμένες περιστάσεις, έναν σχετικά εύκολο τρόπο να παρακάμψουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα των κανόνων της Ένωσης (117). Ειδικότερα, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι το άρθρο 351 ΣΛΕΕ αποτελεί πρωτίστως διάταξη η οποία αφορά τις διακρατικές σχέσεις. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, πρόκειται για ουδέτερη διάταξη, η οποία δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της φύσης των δικαιωμάτων που απορρέουν ενδεχομένως από προγενέστερες συμβάσεις. Επομένως, «αυτή η διάταξη δεν έχει ως αποτέλεσμα να παρέχει, σε ιδιώτες επικαλούμενους [προγενέστερη σύμβαση] […] δικαιώματα τα οποία τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να διασφαλίζουν. Ούτε έχει ως αποτέλεσμα να θίγει τα δικαιώματα που οι ιδιώτες θα μπορούσαν να αντλήσουν από μια τέτοια σύμβαση» (118).

156. Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν οι ιδιώτες (όπως οι επενδυτές) αντλούν δικαίωμα από προγενέστερη σύμβαση είναι, ως επί το πλείστον, άνευ σημασίας για την εφαρμογή του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Οι ιδιώτες μπορούν να επωφεληθούν από τη διάταξη αυτή μόνον εμμέσως, στο μέτρο που μπορούν να αποδείξουν ότι ορισμένες διατάξεις ή μέτρα της Ένωσης απαιτούν από κράτος μέλος να παραβεί υποχρέωση την οποία υπέχει έναντι τρίτου κράτους από προγενέστερη σύμβαση, παράβαση η οποία θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη θεμελίωση της διεθνούς ευθύνης του κράτους μέλους.

157. Καταλήγω λοιπόν ότι, στην επίμαχη απόφαση, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προσδίδοντας στη διάταξη αυτή υπερβολικά ευρύ πεδίο εφαρμογής. Ειδικότερα, παρερμήνευσε την έννοια των «δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις», εκτιμώντας εσφαλμένως τον τρόπο με τον οποίο η έννοια αυτή πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο των πολυμερών συμβάσεων, ιδίως όταν η οικεία υπόθεση δεν αφορά τρίτο κράτος ή υπήκοο.

158. Πάντως, ο δεύτερος λόγος της προσφυγής της Επιτροπής είναι απορριπτέος για τους λόγους που εκτέθηκαν στα σημεία 113 έως 120 των παρουσών προτάσεων.

Ε.      Επί του τρίτου λόγου της προσφυγής: παράβαση του άρθρου 267 ΣΛΕΕ

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

159. Με τον τρίτο λόγο της προσφυγής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η έκδοση της επίμαχης απόφασης από το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) χωρίς να υποβληθεί αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προς το Δικαστήριο συνιστούσε παράβαση του άρθρου 267 ΣΛΕΕ για δύο λόγους.

160. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), παραλείποντας να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα σχετικό με το κύρος της απόφασης κίνησης της διαδικασίας και της εντολής αναστολής, παρέβη την υποχρέωση που υπείχε από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στοιχείο βʹ, πρώτο εδάφιο. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το αποτέλεσμα της επίμαχης απόφασης είναι ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής καθίστανται πρακτικά ανίσχυρες. Συγκεκριμένα, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), αρνούμενο να εφαρμόσει τις αποφάσεις αυτές –οι οποίες απαιτούσαν την τήρηση της υποχρέωσης αναστολής και δεν επέτρεπαν την καταβολή της επίμαχης ενίσχυσης–, ενήργησε ως εάν οι πράξεις αυτές ήταν ανίσχυρες.

161. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), ως δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, παραλείποντας να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρέβη την υποχρέωση που υπείχε από το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Στην επίμαχη απόφαση το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) έπρεπε να ερμηνεύσει κρίσιμες έννοιες του δικαίου της Ένωσης οι οποίες ήταν αμφιλεγόμενες και δεν είχαν εξεταστεί επαρκώς στη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

2.      Εκτίμηση

162. Θα ξεκινήσω την ανάλυση αυτού του λόγου της προσφυγής με το δεύτερο επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή.

163. Κατ’ αρχάς, είναι περιττό να επισημάνω ότι το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) αποτελεί «[δ]ικαστήριο κράτους μέλους […] του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Επομένως, ένα τέτοιο δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, όταν η επίλυση ζητήματος ερμηνείας ενωσιακής διάταξης είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης.

164. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, παρά την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως η οποία προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, τα δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας μπορούν να απέχουν από την υποβολή τέτοια αιτήσεως σε δύο περιπτώσεις.

165. Πρώτον, η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν δικαιολογείται σε περίπτωση που πρόκειται για λεγόμενη «acte clair»: όταν η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής ώστε να μην καταλείπεται κανένα περιθώριο εύλογης αμφιβολίας ως προς τον τρόπο επίλυσης του ζητήματος που τίθεται. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι το εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει, πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ερμηνεία μιας διάταξης δεν καταλείπει περιθώριο εύλογης αμφιβολίας, να έχει ωστόσο σχηματίσει την πεποίθηση ότι εξίσου προφανής θα εμφανιζόταν η λύση αυτή στα λοιπά δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας των κρατών μελών και στο Δικαστήριο (119).

166. Δεύτερον, η υποχρέωση υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως αίρεται στις περιπτώσεις που πρόκειται για λεγόμενη «acte éclairé»: όταν το ανακύψαν ζήτημα είναι κατ’ ουσίαν το ίδιο με ζήτημα το οποίο έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο προδικαστικής αποφάσεως σε ανάλογη περίπτωση ή όταν πάγια νομολογία του Δικαστηρίου επιλύει το επίδικο νομικό ζήτημα, ανεξάρτητα από το είδος των διαδικασιών επί των οποίων εκδόθηκαν οι προγενέστερες αποφάσεις, ακόμη και αν τα επίδικα ζητήματα δεν ταυτίζονται απολύτως (120).

167. Γενικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εξέταση του ζητήματος αν υφίσταται δυνατότητα μη υποβολής αιτήσεως προδικαστικού ερωτήματος από δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας «πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δικαίου της Ένωσης, τις ιδιάζουσες δυσχέρειες που παρουσιάζει η ερμηνεία του και τον κίνδυνο αποκλίσεων της νομολογίας στο εσωτερικό της Ένωσης» (121).

168. Ανωτέρω εξήγησα τους λόγους για τους οποίους, κατά τη γνώμη μου, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση. Εντούτοις, το γεγονός και μόνον ότι δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης, χωρίς να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο αυτό ενήργησε κατ’ ανάγκην κατά παράβαση της υποχρέωσής του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα. Πρόκειται, το πολύ, για ένδειξη ότι ενδέχεται να συντρέχει τέτοια περίπτωση.

169. Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, από διάφορα άλλα στοιχεία προκύπτει ότι ούτε το γράμμα της ίδιας της διάταξης ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου παρείχαν προφανή απάντηση στα ερμηνευτικά ζητήματα που υποβλήθηκαν στην κρίση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

170. Πρώτον, είναι απολύτως σαφές ότι η σχετικά συνοπτική διατύπωση του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν παρέχει σαφή καθοδήγηση όσον αφορά τα ερμηνευτικά ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Όπως σημείωσε η Επιτροπή, οι διάδικοι διαφώνησαν έντονα ως προς τα ζητήματα αυτά. Φρονώ ότι αμφότεροι προέβαλαν επιχειρήματα τα οποία, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, δεν μπορούσαν να απορριφθούν ως προδήλως αβάσιμα.

171. Δεύτερον, οι σχετικές με το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στις οποίες παρέπεμψαν οι διάδικοι και οι οποίες ελήφθησαν υπόψη από το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) ήταν περιορισμένες τόσο ως προς τον αριθμό όσο και ως προς τη σημασία τους. Ειδικότερα, σε καμία τέτοια απόφαση δεν εξετάστηκαν, ρητά και άμεσα, τα ζητήματα που ήταν κρίσιμα στην υπό κρίση υπόθεση. Στην πραγματικότητα, από το σκεπτικό της επίμαχης απόφασης συνάγεται ότι η ερμηνεία την οποία υιοθέτησε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) προέκυψε από την (αν μου επιτρέπεται η έκφραση) συναρμογή «αποσπασματικών στοιχείων» από διάφορες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Επιπλέον, από το ίδιο σκεπτικό προκύπτει επίσης ότι ορισμένα «αποσπασματικά στοιχεία» άλλων αποφάσεων του Δικαστηρίου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι συνηγορούν υπέρ διαφορετικής ερμηνείας του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (122).

172. Τρίτον, δύσκολα επίσης μπορεί να γίνει αντιληπτό πώς θα μπορούσε να συναχθεί με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι η ερμηνεία του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ από το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) μπορούσε να είναι «εξίσου προφανής» στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης και στα δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας των άλλων κρατών μελών. Το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) γνώριζε ότι επιχειρήματα που στηρίζονταν στο άρθρο 351 ΣΛΕΕ και στη σύμβαση ICSID είχαν προβληθεί όχι μόνον ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, αλλά και στο πλαίσιο των εκκρεμών εθνικών διαδικασιών. Λόγω του αριθμού και μόνο των διαδικασιών αυτών, καθώς και του γεγονότος ότι οι διαδικασίες αυτές εκκρεμούσαν ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών εννόμων τάξεων, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να είναι ιδιαιτέρως επιφυλακτικό ως προς το ζήτημα αυτό.

173. Επιπλέον, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) είχε ενημερωθεί, από την Επιτροπή, ότι ένα εθνικό δικαστήριο –το Nacka Tingsrätt (περιφερειακό δικαστήριο της Nacka, Σουηδία)– είχε εκδώσει απόφαση με την οποία είχε απορρίψει τους ισχυρισμούς των επενδυτών βάσει του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εφαρμόζοντας μια ερμηνεία της διάταξης αυτής η οποία ήταν αντίθετη προς την ερμηνεία την οποία τελικά ενστερνίστηκε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο). Επομένως, ο κίνδυνος διχογνωμίας όσον αφορά τη σημασία και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ –και, ως εκ τούτου, ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων επί του ζητήματος αυτού– ήταν πραγματικός και ενεστώς.

174. Πρέπει να υπενθυμίσω επ’ αυτού ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας λαμβάνει γνώση της ύπαρξης αποκλίνουσας νομολογίας –μεταξύ δικαστηρίων του ίδιου κράτους μέλους ή μεταξύ δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών– σχετικά με την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης που έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, οφείλει να είναι ιδιαιτέρως φειδωλό κατά την τυχόν εκτίμησή του ότι δεν υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή ερμηνεία της επίμαχης διάταξης του δικαίου της Ένωσης, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τον σκοπό της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης (123).

175. Τέταρτον, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) φαίνεται να μην έλαβε υπόψη ούτε τη συνταγματική σημασία του νομικού ζητήματος επί του οποίου επέλεξε να αποφανθεί ούτε τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η απόφασή του στην έννομη τάξη της Ένωσης στο σύνολό της. Όπως επισήμανα, το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ θέτει, χωρίς όμως αυστηρό περίγραμμα, έναν περιορισμό στην εφαρμογή της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης. Υπό το πρίσμα της σημασίας της αρχής αυτής για την έννομη τάξη της Ένωσης, τα επακόλουθα που θα είχε η ευρεία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης της Συνθήκης δεν ήταν δυνατόν να διαφύγουν την προσοχή του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

176. Επιπλέον, υπογραμμίζω ότι, σε αντίθεση με το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), τόσο το High Court (ανώτερο δικαστήριο) όσο και το Court of Appeal (εφετείο) αρνήθηκαν να κρίνουν το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι επρόκειτο για ζήτημα το οποίο είχε τεθεί στο πλαίσιο της υπόθεσης European Food ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και το οποίο, ως εκ τούτου, μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων επί της υπόθεσης αυτής (124).

177. Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), κρίνοντας επί της ουσίας τον ισχυρισμό των επενδυτών βάσει του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αγνόησε i) τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δικαίου της Ένωσης» και ii) «τον κίνδυνο αποκλίσεων της νομολογίας στο εσωτερικό της Ένωσης». Πρόκειται για στοιχεία τα οποία, με βάση την προαναφερθείσα νομολογία, τα εθνικά δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους όταν εκτιμούν αν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, υποχρεούνται να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

178. Πέμπτον και τελευταίον, φρονώ ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, η παράλειψη του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ συνιστά απόφαση η οποία δεν εμπίπτει εντός των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως που πρέπει κατ’ ανάγκην να απονέμεται στα όργανα τα οποία ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα. Από τα στοιχεία που εξετάστηκαν στις παρούσες προτάσεις προκύπτει ότι επρόκειτο για μια νομικώς περίπλοκη υπόθεση, η οποία χαρακτηριζόταν από τη συνύπαρξη πολλών διοικητικών και ένδικων διαδικασιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις οποίες τα βασικά ζητήματα αφορούσαν την εφαρμογή διαφόρων κανόνων και αρχών της Ένωσης. Ειδικότερα, η ερμηνεία του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν αποτελούσε παρεπόμενο ή δευτερεύον ζήτημα –όπερ θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να συνηγορεί υπέρ της εφαρμογής της αρχής της οικονομίας της διαδικασίας–, αλλά ζήτημα το οποίο «βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση διαφοράς» (125).

179. Επίσης, θεωρώ ότι δεν υφίσταται κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί η συνδρομή ειδικών λόγων που καθιστούσαν αναγκαία την επείγουσα εξέταση της υπόθεσης. Ούτε μπορεί να γίνει δεκτό ότι η παράλειψη υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως από το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) συνιστούσε ήσσονος σημασίας παράβλεψη, όπως μπορεί να συμβαίνει για παράδειγμα όταν ένα νομικό ζήτημα δεν έχει εγερθεί από τους διαδίκους ή δεν έχει συζητηθεί διεξοδικώς μεταξύ τους. Αντιθέτως, ορισμένοι από τους διαδίκους είχαν επανειλημμένως ζητήσει από το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

180. Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν μπορούσε ευλόγως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, λόγω του γράμματος του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και/ή της υφιστάμενης νομολογίας της Ένωσης, i) η ερμηνεία που έπρεπε να δοθεί στη διάταξη αυτή δεν κατέλειπε περιθώρια εύλογης αμφιβολίας και ii) η ερμηνεία η οποία υιοθετήθηκε θα ήταν εξίσου προφανής στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης και στα δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας των άλλων κρατών μελών. Κατά συνέπεια, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), παραλείποντας να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρέβη την υποχρέωση που υπείχε από το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

181. Υπό τις συνθήκες αυτές, καταλήγω ότι ο τρίτος λόγος φαίνεται να είναι βάσιμος και ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών αιτιάσεων της Επιτροπής (126).

ΣΤ.    Επί του τέταρτου λόγου της προσφυγής: παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

182. Με τον τέταρτο λόγο της προσφυγής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

183. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, με την άρση της αναστολής εκτελέσεως της διαιτητικής απόφασης την οποία είχαν διατάξει τα κατώτερα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου που εκδίκασαν την υπόθεση, η απόφαση αυτή κατέστη εκτελεστή. Ως εκ τούτου, η απόφαση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) κατέστησε καταβλητέα τα ποσά που προβλέπονταν στη διαιτητική απόφαση. Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται –όπως υποστηρίζει η Επιτροπή– σε ευθεία αντίθεση με την προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υποχρέωση αναστολής.

184. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν έλαβε υπόψη ούτε την πάγια νομολογία κατά την οποία μπορεί να γίνεται επίκληση της απαγόρευσης χορήγησης κρατικών ενισχύσεων που δεν έχουν εγκριθεί δεόντως, προκειμένου να εμποδίζεται η εκτέλεση αμετάκλητων αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων που θα έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με την υποχρέωση αναστολής (127).

2.      Εκτίμηση

185. Μολονότι τα νομικά επιχειρήματα της Επιτροπής φαίνονται, κατ’ αρχήν, βάσιμα, φρονώ ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

186. Κατά το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν, πρώτον, να κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μέτρο που αποσκοπεί στη θέσπιση ή στην τροποποίηση ενίσχυσης και, δεύτερον, να μη θέτουν σε εφαρμογή τέτοιο μέτρο καθ’ όσον χρόνο εκκρεμεί η έκδοση τελικής απόφασης του θεσμικού αυτού οργάνου σχετικά με το μέτρο αυτό. Σκοπός της διπλής αυτής υποχρέωσης (κοινοποίηση και αναστολή) είναι να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα μιας ενίσχυσης δεν θα επέλθουν πριν η Επιτροπή ελέγξει εξατομικευμένα, εντός εύλογης προθεσμίας, το σχεδιαζόμενο μέτρο και κινήσει, εφόσον η περίπτωση το απαιτεί, την επίσημη διαδικασία έρευνας. Ο απώτερος σκοπός είναι, προφανώς, να αποτραπεί το ενδεχόμενο χορήγησης ασυμβίβαστης ενίσχυσης στους δικαιούχους (128).

187. Στην υπό κρίση υπόθεση, το επίμαχο μέτρο (η καταβολή από τη Ρουμανία της αποζημίωσης που επιδικάστηκε στους επενδυτές με τη διαιτητική απόφαση (129)) είχε ήδη εξεταστεί από την Επιτροπή και είχε κριθεί ως ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση στην τελική απόφαση του 2015.

188. Είναι αληθές ότι, όταν το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) εξέδωσε την επίμαχη απόφαση, η τελική απόφαση της Επιτροπής είχε ακυρωθεί από το Γενικό Δικαστήριο. Ωστόσο, κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου εκκρεμούσε ήδη αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.

189. Επιπλέον, η διαδικασία ακύρωσης ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης δεν αφορούσε τη νομιμότητα της απόφασης κίνησης της διαδικασίας και/ή της εντολής αναστολής. Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι η νομιμότητα της απόφασης κίνησης της διαδικασίας δεν αμφισβητήθηκε από τους επενδυτές, μολονότι τούτο ήταν κατ’ αρχήν δυνατόν (130). Η δε νομιμότητα της εντολής αναστολής είχε αρχικώς αμφισβητηθεί από τους επενδυτές, αλλά στη συνέχεια το σχετικό ένδικο βοήθημά τους ανακλήθηκε (131).

190. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπέρ των πράξεων των οργάνων της Ένωσης υφίσταται, κατ’ αρχήν, τεκμήριο νομιμότητας, οι πράξεις δε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ένστασης έλλειψης νομιμότητας (132).

191. Επιπλέον, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται, έστω και εμμέσως, ότι η απόφαση κίνησης της διαδικασίας και η εντολή αναστολής ήταν επίσης παράνομες. Κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση πράξεως της Ένωσης δεν επηρεάζει κατ’ ανάγκην τις προπαρασκευαστικές πράξεις, δεδομένου ότι η διαδικασία αντικατάστασης μιας ακυρωθείσας πράξεως μπορεί κατ’ αρχήν να συνεχιστεί από το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο σημειώθηκε η παρανομία (133).

192. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο λόγος για τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την τελική απόφαση του 2015 αφορούσε ειδικά την υπό εξέταση απόφαση (134). Το εν λόγω σφάλμα της Επιτροπής, ακόμη και αν είχε επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση, δεν θα είχε επηρεάσει τη νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής που είχαν εκδοθεί σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, η συνέπεια θα ήταν ότι η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να αρχίσει εκ νέου την ενδελεχή εξέταση της εικαζόμενης ενίσχυσης και, στη συνέχεια, να εκδώσει νέα απόφαση για την περάτωση της διαδικασίας, η οποία θα έπρεπε να ήταν σύμφωνη με τα συμπεράσματα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

193. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι, ανεξάρτητα από το κύρος της τελικής απόφασης του 2015, η απόφαση κίνησης της διαδικασίας και η εντολή αναστολής ήταν πράξεις σε ισχύ και παρήγαγαν έννομα αποτελέσματα, η υποχρέωση αναστολής της εικαζόμενης ενίσχυσης εξακολουθούσε να ισχύει (135).

194. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, η προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ απαγόρευση καταβολής της σχεδιαζόμενης ενίσχυσης έχει άμεσο αποτέλεσμα και είναι, ως εκ τούτου, άμεσα εκτελεστή (136), μεταξύ άλλων και από τα εθνικά δικαστήρια (137). Συνεπώς, στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ όταν εθνικό δικαστήριο διατάσσει την καταβολή ενίσχυσης η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή ή τελεί υπό εξέταση από την Επιτροπή ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά ή, πολλώ δε μάλλον, έχει ήδη κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Κάθε τέτοιο αίτημα θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να απορρίπτεται (138).

195. Επομένως, αίροντας την αναστολή εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης, η επίμαχη απόφαση είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια το ότι η Ρουμανία όφειλε κατ’ αρχήν να καταβάλει την εικαζόμενη ενίσχυση, κατά παράβαση της υποχρέωσης αναστολής. Η συνέπεια αυτή είναι πιθανόν να συνιστά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

196. Είναι αληθές ότι –όπως τόνισε το Ηνωμένο Βασίλειο με την απάντησή του στην προειδοποιητική επιστολή της Επιτροπής– το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει υποχρέωση την οποία υπέχει, κατ’ αρχήν, το κράτος μέλος που χορηγεί την εικαζόμενη ενίσχυση (139). Ωστόσο, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, προκειμένου να διευκολύνεται η συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης, και να απέχουν από τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν ή να θέσουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωση (140).

197. Κατά συνέπεια, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι και το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να κριθεί υπεύθυνο για παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, αν ένα από τα μέτρα του συνεπάγεται παράβαση της υποχρέωσης αναστολής όσον αφορά εικαζόμενο μέτρο ενίσχυσης.

198. Τούτου λεχθέντος, πρέπει να επισημάνω ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία πληροφορία σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο κατά τον οποίο η εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία κατέστη δυνατή με την επίμαχη απόφαση, είχε ως συνέπεια την πραγματική καταβολή των ποσών που προβλέπονταν στην απόφαση αυτή.

199. Υπενθυμίζω δε ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη των προβαλλομένων παραβάσεων και να προσκομίσει στο Δικαστήριο όλα τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία, χωρίς να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο (141). Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία λόγω παραβάσεως μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον κατά πραγματικών παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, απλοί ισχυρισμοί για πιθανές μελλοντικές παραβάσεις ή για τον κίνδυνο τέτοιων παραβάσεων δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί (142).

200. Επομένως, μολονότι συμφωνώ με την Επιτροπή ότι η επίμαχη απόφαση μπορεί, κατ’ αρχήν, να έχει ως συνέπεια παράβαση της υποχρέωσης αναστολής που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η οποία θα μπορούσε να καταλογιστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, φρονώ ότι δεν αποδείχθηκε ότι τέτοια παράβαση έχει πράγματι διαπραχθεί.

201. Για τον λόγο αυτόν, κατά τη γνώμη μου, ο τέταρτος λόγος της Επιτροπής δεν φαίνεται να είναι βάσιμος.

VI.    Επί των δικαστικών εξόδων

202. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

203. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα και ότι η προσφυγή της πρέπει κατ’ ουσίαν να γίνει δεκτή, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VII. Πρόταση

204. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι, στο μέτρο που το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), με την απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2020, Micula κατά Ρουμανίας, αρνήθηκε να αναστείλει τη διαδικασία και έκρινε επί της ερμηνείας του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρότι το ίδιο ζήτημα, αφενός, είχε ήδη κριθεί με προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής οι οποίες ίσχυαν ακόμα και, αφετέρου, εκκρεμούσε προς εκδίκαση ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 127, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποχώρησης·

–        να διαπιστώσει ότι, στο μέτρο που το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), ως δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, δεν υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες δεν συνιστούσαν ούτε acte clair ούτε acte éclairé, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας παρέβη το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 127, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποχώρησης·

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά τα λοιπά·

–        να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Mertens de Wilmars, J. και Verougstraete, I. M., «Proceedings against Member States for failure to fulfil their obligations», Common Market Law Review, τόμος 7, τεύχος 4, 1970, σ. 389 και 390. Ομοίως, ορισμένα χρόνια αργότερα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.‑P. Warner στην υπόθεση Bouchereau (30/77, EU:C:1977:141, σ. 2020).


3      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2020, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών) (C‑122/18, EU:C:2020:41, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


4      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑154/08, EU:C:2009:695), και της 4ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Φόρος κινητών αξιών) (C‑416/17, EU:C:2018:811). Βλ., επίσης, γνωμοδότηση 1/09 (Συμφωνία περί δημιουργίας ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) της 8ης Μαρτίου 2011 (EU:C:2011:123, σκέψη 87).


5      Το Δικαστήριο έχει ταχθεί επανειλημμένως υπέρ της φειδωλής αυτής προσέγγισης, με την οποία συμφωνώ απολύτως. Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑129/00, EU:C:2003:656, σκέψη 32), και της 7ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑156/04, EU:C:2007:316, σκέψη 52).


6      Οι εν λόγω διεθνείς συμβάσεις θα αναφέρονται στο εξής ως «προγενέστερες συμβάσεις».


7      Στο εξής: συμφωνία αποχώρησης (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7).


8      Απόφαση T‑624/15, T‑694/15 και T‑704/15 (EU:T:2019:423).


9      Απόφαση Επιτροπή κατά European Food κ.λπ. (C‑638/19 P, EU:C:2022:50).


10      Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018 (C‑284/16, EU:C:2018:158). Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβανόταν σε διμερή επενδυτική σύμβαση που είχε συναφθεί μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Σλοβακικής Δημοκρατίας ήταν ασυμβίβαστη με το δίκαιο της Ένωσης.


11      Διάταξη C‑333/19 (EU:C:2022:749).


12      Απόφαση [2017] EWHC 31 (Comm).


13      Απόφαση [2018] EWCA 1801.


14      Βλ., ιδίως, άρθρα 92 έως 95 της συμφωνίας αποχώρησης.


15      Βλ., ιδίως, άρθρα 86 έως 91 της συμφωνίας αποχώρησης.


16      Η υπογράμμιση δική μου.


17      Προτάσεις στην υπόθεση Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑365/99, EU:C:2001:184, σημείο 16).


18      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Δίκτυο συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων) (C‑427/17, EU:C:2019:269, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


19      Βλ., για παράδειγμα, διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑791/19 R, EU:C:2020:277, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η υπογράμμιση δική μου.


20      Πρβλ. αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2014, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑639/11, EU:C:2014:173, σκέψη 57), και της 20ής Μαρτίου 2014, Επιτροπή κατά Λιθουανίας (C‑61/12, EU:C:2014:172, σκέψη 62).


21      Σχετικά με την αρχή αυτή, βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 54).


22      Πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Επιτροπή κατά Ελλάδας (68/88, EU:C:1989:339, σκέψη 9), και της 1ης Οκτωβρίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑285/96, EU:C:1998:453, σκέψη 13).


23      Για το συγκριτικό και ιστορικό υπόβαθρο της διαδικασίας αυτής, βλ., για παράδειγμα, Guyomar, G., Le défaut des parties à un différend devant les juridictions internationales, Librairie Générale de Droit et de Jurisprudence, Παρίσι, 1960, και απόφαση του U.S. Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών) της 30ής Μαρτίου 1885, Thomson κ.λπ. κατά Wooster, 114 U.S. 104 (1885).


24      Άρθρο 41 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και άρθρο 156, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.


25      Ομοίως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑365/99, EU:C:2001:184, σημείο 17).


26      Η παροιμία αυτή ανάγεται μάλλον στον μύθο του Αισώπου (620-564 π.Χ.) «Ο ημίονος».


27      Πρβλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères (C‑94/00, EU:C:2002:603, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


28      Άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ.


29      Άρθρο 26, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.


30      Πρωτόκολλο (αριθ. 27) σχετικά με την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό.


31      Άρθρα 101 έως 106 ΣΛΕΕ.


32      Άρθρα 107 έως 109 ΣΛΕΕ.


33      Βλ., ιδίως, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Lucchini (C‑119/05, EU:C:2007:434, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


34      Βλ., ιδίως, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, Deutsche Lufthansa (C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψη 41). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2019, Fallimento Traghetti del Mediterraneo (C‑387/17, EU:C:2019:51, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


35      Βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, Deutsche Lufthansa (C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψεις 28 έως 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


36      Όπ.π. (σκέψη 41).


37      Πρβλ. αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Georgsmarienhütte κ.λπ. (C‑135/16, EU:C:2018:582, σκέψη 24), και, κατ’ αναλογίαν, της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Masterfoods και HB (C‑344/98, EU:C:2000:689, σκέψη 57).


38      Η υπογράμμιση δική μου.


39      Σκέψη 25 της επίμαχης απόφασης. Σχετικά με την κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση αυτή, βλ. διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2022, Romatsa κ.λπ. (C‑333/19, EU:C:2022:749).


40      Βλ. σημεία 21 και 22 των παρουσών προτάσεων.


41      Σκέψη 97 της επίμαχης απόφασης.


42      Σκέψεις 98 έως 100 της επίμαχης απόφασης.


43      Σκέψεις 101 έως 108 της επίμαχης απόφασης.


44      Σκέψεις 109 έως 117 της επίμαχης απόφασης.


45      Όσον αφορά τα άρθρα 53 και 54 της σύμβασης ICSID, βλ. σημεία 13 και 14 των παρουσών προτάσεων. Το άρθρο 69 της σύμβασης αυτής ορίζει απλώς ότι «[κ]άθε συμβαλλόμενο κράτος λαμβάνει τα νομοθετικά ή άλλα μέτρα που απαιτούνται για να τεθούν σε εφαρμογή οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης στο έδαφός του».


46      Ομοίως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:207, σημείο 66).


47      Αντιλαμβάνομαι ότι στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν, στο πλαίσιο της διαδικασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) και το Court of Appeal (εφετείο) (βλ. σκέψη 42 της επίμαχης απόφασης).


48      Βλ., ιδίως, σκέψη 56 της επίμαχης απόφασης.


49      Βλ. σκέψεις 2, 51, 52, 56 και 116 της προσβαλλομένης απόφασης.


50      Βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 44 και 126 έως 129 της τελικής απόφασης του 2015. Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή είχε επίσης απορρίψει το ενδεχόμενο εφαρμογής του άρθρου 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.


51      Βλ., ιδίως, σκέψη 100 της επίμαχης απόφασης.


52      Σημειώνω, παρεμπιπτόντως, ότι παρόμοια έκφραση δεν απαντά στις πλέον συναφείς διεθνείς πηγές, όπως στη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (στο εξής: σύμβαση της Βιέννης) και στο Σχέδιο Άρθρων της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου για την Ευθύνη των Κρατών για Διεθνώς Παράνομες Πράξεις (στο εξής: ARSIWA).


53      Πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου (Επηρεασμός τρίτου κράτους) (C‑872/19 P, EU:C:2021:507, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


54      Βλ. σημείο 114 των παρουσών προτάσεων.


55      Ως εκ τούτου, δεν συμφωνώ απολύτως με τον γενικό εισαγγελέα J. Mischo, ο οποίος, στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C‑62/98 και C‑84/98, EU:C:1999:509, σημείο 56), εξέθεσε ότι το άρθρο 351, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει «μόνο δηλωτικό περιεχόμενο».


56      Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 304). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην ίδια υπόθεση (EU:C:2008:11, σημεία 30 και 31). Βλ. επίσης, γενικότερα, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Δημοκρατία της Μολδαβίας (C‑741/19, EU:C:2021:655, σκέψη 42).


57      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Απριλίου 1995, RTE και ITP κατά Επιτροπής (C‑241/91 P και C‑242/91 P, EU:C:1995:98), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Σλοβακίας (C‑264/09, EU:C:2011:580).


58      Όπως στις μνημονευόμενες από το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), αποφάσεις της 2ας Αυγούστου 1993, Levy (C‑158/91, EU:C:1993:332), και της 28ας Μαρτίου 1995, Evans Medical και Macfarlan Smith (C‑324/93, EU:C:1995:84).


59      Τούτο προκύπτει σαφέστατα από την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2003, Budějovický Budvar (C‑216/01, EU:C:2003:618, σκέψεις 134 και 143). Βλ., επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1973, Vandeweghe κ.λπ. (130/73, EU:C:1973:131, σκέψεις 2 και 3).


60      Επί του ζητήματος αυτού, στη νομική θεωρία, Klabbers, J., Treaty Conflict and the European Union, Cambridge University Press, 2009, σ. 142 έως 148· Manzini, P., «The Priority of Pre‐Existing Treaties of EC Member States within the Framework of International Law», European Journal of International Law, 2001, σ. 785 έως 788· και Schermers, H. G., «Annotion of Case 812/79 Attorney General (of Ireland) κατά Burgoa», Common Market Law Review, 1981, σ. 229 και 230.


61      Βλ. σημεία 82 και 193 των παρουσών προτάσεων. Γενικότερα, επί του ζητήματος αυτού, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Capotorti στην υπόθεση Burgoa (812/79, EU:C:1980:196, σ. 2817), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lenz στην υπόθεση Evans Medical και Macfarlan Smith (C‑324/93, EU:C:1994:357, σημείο 42).


62      Βλ., με παραπομπή σε αποφάσεις αρμόδιων διεθνών οργανισμών, Alexandrov, S. A., «Enforcement of ICSID Awards: Articles 53 and 54 of the ICSID Convention», σε Binder C., κ.λπ. (επιμ.), International Investment Law for the 21st Century –Essays in Honour of Christoph Schreuer, Oxford University Press, 2009, σ. 328.


63      Κατά τη διατύπωση που χρησιμοποίησε το ίδιο το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) στη σκέψη 56 της επίμαχης απόφασης.


64      Βλ. σκέψη 113 της επίμαχης απόφασης.


65      Βλέπε αιτιολογική σκέψη 45 της τελικής απόφασης του 2015.


66      Σκέψεις 114 και 117 της επίμαχης απόφασης, αντίστοιχα.


67      Σκέψη 56 της επίμαχης απόφασης. Η υπογράμμιση δική μου.


68      Βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


69      Όπως ορθώς επισημαίνεται στη σκέψη 114 της επίμαχης απόφασης.


70      Απόφαση της 18ης Ιουνίου 2019, European Food κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑624/15, T‑694/15 και T‑704/15, EU:T:2019:423, σκέψη 58).


71      Βλ., για παράδειγμα, αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 66 της τελικής απόφασης του 2015.


72      Ομοίως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Επιτροπή κατά Σλοβακίας (C‑264/09, EU:C:2011:150, σημείο 48).


73      Ομοίως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Lagrange στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (10/61, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1961:26, σ. 17).


74      Βλ., συναφώς, άρθρο 26, άρθρο 30, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, και άρθρα 34 έως 36 της σύμβασης της Βιέννης.


75      Για παράδειγμα, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του άρθρου 351 ΣΛΕΕ και του άρθρου 30, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της σύμβασης της Βιέννης, βλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2012, Luksan (C‑277/10, EU:C:2012:65, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


76      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, Centro-Com (C‑124/95, EU:C:1997:8, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


77      Πρβλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1994, Minne (C‑13/93, EU:C:1994:39, σκέψη 17).


78      Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1980, Burgoa (812/79, EU:C:1980:231, σκέψη 9).


79      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑466/98, EU:C:2002:63, σημείο 38). Στη νομική θεωρία, βλ. Koutrakos, P., «International agreements concluded by Member States prior to their EU accession – Burgoa», σε Butler, G., Wessel, R. (επιμ.), EU external relations law, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2022, σ. 137.


80      Βλ., λεπτομερέστερα, σημεία 127 επ. των παρουσών προτάσεων.


81      Mutatis mutandis, θα ήταν σαν να γινόταν δεκτό ότι ένα κράτος μέλος που λαμβάνει μέτρο το οποίο έχει αποτέλεσμα ισοδύναμο με ποσοτικό περιορισμό που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί δικαιολογημένος βάσει του άρθρου 36 ΣΛΕΕ θα παρέβαινε την εν λόγω διάταξη, και όχι τη (γενική) απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών την οποία θεσπίζει το άρθρο 34 ΣΛΕΕ.


82      Πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1998, T. Port (C‑364/95 και C‑365/95, EU:C:1998:95, σκέψη 61).


83      Βλ., ομοίως, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑466/98, EU:C:2002:624, σκέψη 25).


84      Πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (56/64 και 58/64, EU:C:1966:41, σ. 346).


85      Πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑45/07, EU:C:2009:81, σκέψη 35).


86      Πρβλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών ΕΕ-Σινγκαπούρης) της 16ης Μαΐου 2017 (EU:C:2017:376, σκέψη 254).


87      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Deserbais (286/86, EU:C:1988:434, σκέψη 18), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Tesauro στην υπόθεση Levy (C‑158/91, EU:C:1992:411, σημείο 4).


88      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1962, Επιτροπή κατά Ιταλίας (10/61, EU:C:1962:2, σ. 10), και της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Matteucci (235/87, EU:C:1988:460, σκέψη 21).


89      Βλ. αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1986, Conegate (121/85, EU:C:1986:114, σκέψη 25), και της 2ας Ιουλίου 1996, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑473/93, EU:C:1996:263, σκέψη 40).


90      Eeckhout, P., EU external relations law, 2η έκδοση, Oxford University Press, 2011, σ. 426.


91      Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1962, Επιτροπή κατά Ιταλίας (10/61, EU:C:1962:2, σ. 10).


92      Βλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 1996, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑473/93, EU:C:1996:263, σκέψη 40).


93      Πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 61).


94      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Αυγούστου 1993, Levy (C‑158/91, EU:C:1993:332, σκέψη 12), και της 10ης Μαρτίου 1998, T. Port (C‑364/95 και C‑365/95, EU:C:1998:95, σκέψη 60). Η υπογράμμιση δική μου.


95      Βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, Centro-Com (C‑124/95, EU:C:1997:8, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


96      Πρβλ. γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών ΕΕ-Σιγκαπούρης), της 16ης Μαΐου 2017 (EU:C:2017:376, σκέψη 254).


97      Βλ., συναφώς, άρθρα 20 και 45 των ARSIWA.


98      Προφανώς, η υπό κρίση υπόθεση αφορά επίσης ένα τρίτο κράτος (το Ηνωμένο Βασίλειο), το οποίο, ωστόσο, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, έπρεπε να θεωρηθεί, υπό το πρίσμα της σχετικής διάταξης του δικαίου της Ένωσης, ότι βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με τα κράτη μέλη.


99      Δεν θεωρώ ότι είναι σκόπιμο, για τις ανάγκες των παρουσών προτάσεων, να εμβαθύνω περαιτέρω σε αυτόν τον (ομολογουμένως περίπλοκο) τομέα του διεθνούς δικαίου, δεδομένου ότι η βασική διάκριση που χρησιμοποιείται στις παρούσες προτάσεις γίνεται ευρέως δεκτή στις διεθνείς νομικές πηγές. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 1970, Barcelona Traction, Light and Power Company, Limited (Βέλγιο κατά Ισπανίας), CIJ Recueil 1970, σ. 3, σκέψεις 33 και 35, καθώς και άρθρο 33 (και σημείο 2 των σχολίων επί του άρθρου αυτού), άρθρο 42 (και σημείο 8 των σχολίων επί του άρθρου) και άρθρο 48 (και σημείο 8 των σχολίων επί του άρθρου αυτού) των ARSIWA. Για αναφορές στη διάκριση αυτή στη νομολογία της Ένωσης, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. P. Warner στην υπόθεση Henn και Darby (34/79, EU:C:1979:246, σ. 3833), του γενικού εισαγγελέα G. Tesauro στην υπόθεση Levy (C‑158/91, EU:C:1992:411, σημείο 5), του γενικού εισαγγελέα C. O. Lenz στην υπόθεση Evans Medical and Macfarlan Smith (C‑324/93, EU:C:1994:357, σημείο 33), και του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Δημοκρατία της Μολδαβίας (C‑741/19, EU:C:2021:164, σημείο 42). Βεβαίως, ορισμένες συμβάσεις μπορεί να περιέχουν ρήτρες αμφότερων των κατηγοριών και, στις περιπτώσεις αυτές, ο ερμηνευτής πρέπει, επομένως, να εξετάζει τον χαρακτήρα της κάθε επιμέρους ρήτρας.


100      Οι συμβάσεις με αντικείμενο τα ανθρώπινα δικαιώματα αναφέρονται συχνά ως σχετικό παράδειγμα.


101      Ομοίως, στη νομική θεωρία, Mastroianni, R., Comment to Article 351 TFEU, σε Tizzano, A. (επιμ.), Trattati dell’Unione Europea, 2η έκδοση, 2014, σ. 2545.


102      Οι συμβάσεις προστασίας των επενδύσεων αποτελούν καλό παράδειγμα συναφώς.


103      Βλ., συναφώς, σχόλια επί του άρθρου 42 (ιδίως σημείο 9) και επί του άρθρου 48 (ιδίως σημείο 2) των ARSIWA.


104      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Deserbais (286/86, EU:C:1988:434, σκέψη 18), της 6ης Απριλίου 1995, RTE και ITP κατά Επιτροπής (C‑241/91 P και C‑242/91 P, EU:C:1995:98, σκέψη 84), της 10ης Μαρτίου 1998, T. Port (C‑364/95 και C‑365/95, EU:C:1998:95, σκέψη 60), και της 18ης Νοεμβρίου 2003, Budějovický Budvar (C‑216/01, EU:C:2003:618, σκέψη 148).


105      Σκέψη 97 της επίμαχης απόφασης, η οποία μνημονεύει την απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, Levy (C‑158/91, EU:C:1993:332, σκέψη 11).


106      Βλ. σημείο 89 των παρουσών προτάσεων.


107      Απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2022, Generalstaatsanwaltschaft München (Έκδοση και αρχή ne bis in idem) (C‑435/22 PPU, EU:C:2022:852, σκέψη 119).


108      Όπ.π. (σκέψεις 120 και 121).


109      Σκέψη 98 της επίμαχης απόφασης.


110      Όπως ορθώς επισήμανε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), η υπό κρίση διαφορά αφορούσε αποκλειστικά το ζήτημα αν, δυνάμει της σύμβασης ICSID, το Ηνωμένο Βασίλειο υπείχε υποχρέωση έναντι τρίτων κρατών να εκτελέσει την επίμαχη διαιτητική απόφαση (σκέψη 101 της επίμαχης απόφασης).


111      Για παράδειγμα, με την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου.


112      Δηλώσεις του προέδρου κατά την πέμπτη και έκτη σύνοδο των εργασιών της Συμβουλευτικής επιτροπής των εμπειρογνώμων που διορίζονται από τις κυβερνήσεις των συμβαλλομένων κρατών (βλ. σκέψη 107 της επίμαχης απόφασης).


113      Βλ., ιδίως, τις πηγές που μνημονεύονται στις σκέψεις 104 και 105 της επίμαχης απόφασης.


114      Φρονώ ότι τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά τα επιχειρήματα των επενδυτών ως προς το ζήτημα αυτό, τα οποία το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) φαίνεται να ενστερνίζεται στη σκέψη 106 της επίμαχης απόφασης.


115      Βλ., μεταξύ άλλων, σκέψη 15 της επίμαχης απόφασης.


116      Κατά τη διάταξη αυτή, η διαιτητική απόφαση είναι «τελεσίδικη και δεσμευτική».


117      Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνω παρεμπιπτόντως ότι, μετά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Achmea, European Food και Romatsa (βλ. σημεία 22 και 23 των παρουσών προτάσεων), η ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στη ΔΕΣ θα πρέπει πλέον να θεωρείται ανίσχυρη.


118      Βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1980, Burgoa (812/79, EU:C:1980:231, σκέψη 10).


119      Βλ., ιδίως, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management and Catania Multiservizi (C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


120      Όπ.π. (σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


121      Όπ.π. (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


122      Βλ., ιδίως, σκέψεις 99 και 102 της προσβαλλομένης απόφασης.


123      Πρβλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ. (C‑160/14, EU:C:2015:565, σκέψεις 42 έως 44), και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi (C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 49).


124      Βλ. σκέψεις 29, 32, 91 και 94 της επίμαχης απόφασης.


125      Όπως επισήμανε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) στη σκέψη 96 της επίμαχης απόφασης.


126      Πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Φόρος κινητών αξιών) (C‑416/17, EU:C:2018:811, σκέψη 113).


127      Η Επιτροπή μνημονεύει, ειδικότερα, την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Lucchini (C‑119/05, EU:C:2007:434, σκέψεις 62 και 63).


128      Βλ., γενικότερα και με περαιτέρω παραπομπές, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Viasat Broadcasting UK (C‑445/19, EU:C:2020:644, σημεία 17 και 18).


129      Βλ. αιτιολογική σκέψη 39 της τελικής απόφασης του 2015.


130      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971).


131      Διάταξη της 29ης Φεβρουαρίου 2016, Micula κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑646/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:135).


132      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


133      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Riva Fire κατά Επιτροπής (C‑89/15 P, EU:C:2017:713, σκέψη 34).


134      Κατ’ ουσίαν, στην απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε στους επενδυτές κάλυπτε, τουλάχιστον εν μέρει, περίοδο προγενέστερη της προσχώρησης της Ρουμανίας στην Ένωση. Κατά την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη χαρακτηρίζοντας το σύνολο της αποζημίωσης ως ενίσχυση, χωρίς να διακρίνει μεταξύ των προς ανάκτηση ποσών, ήτοι μεταξύ των ποσών που αφορούσαν την περίοδο πριν από την προσχώρηση και των ποσών που αφορούσαν την περίοδο μετά την προσχώρηση.


135      Τούτο έγινε δεκτό ουσιαστικά από το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) στη σκέψη 51 της επίμαχης απόφασης. Επί του ζητήματος αυτού, βλ., γενικότερα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Deutsche Lufthansa (C‑284/12, EU:C:2013:442, σημεία 27 έως 29).


136      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar (C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 88).


137      Όπ.π. (σκέψεις 89 έως 91).


138      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES (C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 121).


139      Η διάταξη αυτή προβλέπει, στο σχετικό τμήμα της, τα εξής: «Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση» (η υπογράμμιση δική μου).


140      Πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Matteucci (235/87, EU:C:1988:460, σκέψη 19).


141      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Οριακές τιμές - ΑΣ10), (C‑644/18, EU:C:2020:895, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


142      Πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2012, Ουγγαρία κατά Σλοβακίας (C‑364/10, EU:C:2012:630, σκέψεις 68 έως 71).