Language of document : ECLI:EU:F:2014:185

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 10ης Ιουλίου 2014 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΤΕπ — Ηθική παρενόχληση — Διαδικασία έρευνας — Απόφαση του προέδρου περί θέσεως καταγγελίας στο αρχείο — Γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας — Πεπλανημένος ορισμός της ηθικής παρενοχλήσεως — Εκ προθέσεως χαρακτήρας των συμπεριφορών — Διαπίστωση της υπάρξεως συμπεριφορών και συμπτωμάτων ηθικής παρενοχλήσεως — Αναζήτηση της αιτιώδους συνάφειας — Έλλειψη — Γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας στερούμενη συνοχής — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Υπηρεσιακά πταίσματα — Καθήκον εμπιστευτικής μεταχειρίσεως — Προστασία των προσωπικών δεδομένων — Αγωγή αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση F‑103/11,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ,

CG, μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, κάτοικος Sandweiler (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον N. Thieltgen, εν συνεχεία από τους J.-N. Louis και D. de Abreu Caldas, δικηγόρους,

προσφεύγουσα‑ενάγουσα,

υποστηριζόμενη από τον

Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), εκπροσωπούμενο αρχικώς από την I. Chatelier και τον H. Kranenborg, εν συνεχεία από τις I. Chatelier και A. Buchta,

παρεμβαίνοντα,

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), εκπροσωπούμενης από τους G. Nuvoli και T. Gilliams, επικουρούμενους από τον A. Dal Ferro, δικηγόρο,

καθής‑εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. I. Rofes i Pujol (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Bradley και J. Svenningsen, δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] την 11η Οκτωβρίου 2011, η CG ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο ΔΔ να ακυρώσει την απόφαση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ ή στο εξής: Τράπεζα) της 27ης Ιούλιου 2011, περί θέσεως στο αρχείο της καταγγελίας της για ηθική παρενόχληση, και να υποχρεώσει την Τράπεζα σε αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτή εκτιμά ότι υπέστη λόγω του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011, της ηθικής παρενοχλήσεως που υποστηρίζει ότι υπέστη, καθώς και λόγω υπηρεσιακών πταισμάτων καταλογιστέων στην Τράπεζα.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Κατά το άρθρο 308 ΣΛΕΕ, το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων προσαρτάται ως πρωτόκολλο στην εν λόγω Συνθήκη και στη Συνθήκη ΕΕ και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτών.

3        Το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο η΄, του καταστατικού της Τράπεζας ορίζει ότι ο εσωτερικός κανονισμός της Τράπεζας εγκρίνεται από το Συμβούλιο των Διοικητών. Ο εν λόγω κανονισμός ενεκρίθη την 4η Δεκεμβρίου 1958 και έκτοτε έχει τροποποιηθεί επανειλημμένως. Ο κανονισμός αυτός ορίζει ότι οι σχετικοί με το προσωπικό της Τράπεζας κανονισμοί εκδίδονται από το Διοικητικό Συμβούλιο.

4        Την 20ή Απριλίου 1960 το Διοικητικό Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό του προσωπικού της Τράπεζας. Το άρθρο 14 του κανονισμού του προσωπικού, κατά την ισχύουσα επί της υπό κρίση διαφοράς εκδοχή του, ορίζει ότι το προσωπικό της Τράπεζας απαρτίζεται από τρεις κατηγορίες υπαλλήλων, με κριτήριο διακρίσεως τα ασκούμενα καθήκοντα: η πρώτη κατηγορία αφορά το διευθυντικό προσωπικό και περιλαμβάνει δύο ομάδες καθηκόντων, την ομάδα «[δ]ιευθυντικά στελέχη» και την «[ο]μάδα C»· η δεύτερη κατηγορία αφορά το προσωπικό σχεδιασμού και αναπτύξεως και περιλαμβάνει τρεις ομάδες καθηκόντων, την «[ο]μάδα D», την «[ο]μάδα E» και την «[ο]μάδα F»· η τρίτη κατηγορία αφορά το εκτελεστικό προσωπικό και περιλαμβάνει 4 ομάδες καθηκόντων.

5        Το άρθρο 41 του κανονισμού του προσωπικού ορίζει:

«Οι πάσης φύσεως ατομικές διαφορές μεταξύ της Τράπεζας και των μελών του προσωπικού της άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].

[…]»

6        Το άρθρο 3.6, με τίτλο «Αξιοπρέπεια στον χώρο εργασίας», του κώδικα διαγωγής του προσωπικού της Τράπεζας, όπως αυτός ενεκρίθη την 1η Αυγούστου 2006 από το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας (στο εξής: κώδικας διαγωγής), ορίζει:

«Απαγορεύεται οιαδήποτε μορφή παρενοχλήσεως ή εκφοβισμού. Κάθε θύμα παρενοχλήσεως ή εκφοβισμού δύναται, συμφώνως προς την πολιτική της Τράπεζας στο πεδίο της αξιοπρέπειας στον χώρο εργασίας, να απευθύνεται στον διευθυντή του [τμήματος ανθρωπίνων πόρων], χωρίς η πράξη του αυτή να λειτουργεί δυσμενώς για το ίδιο. Η Τράπεζα οφείλει να επιδεικνύει μέριμνα προς το εν λόγω πρόσωπο και να του παρέχει τη στήριξή της.

3.6.1 Ψυχολογική παρενόχληση

Πρόκειται για την επαναλαμβανόμενη, επί αρκετά μακρύ χρονικό διάστημα, έκφραση ή εκδήλωση, εκ μέρους ενός ή πλειόνων μελών του προσωπικού, εχθρικών ή ανάρμοστων λόγων, συμπεριφορών ή ενεργειών προς άλλο μέλος του προσωπικού. Δεν συνιστούν ψυχολογική παρενόχληση μια επικριτική παρατήρηση ή προσβλητικές λέξεις που εκστομίζονται εν βρασμώ ψυχικής ορμής στο πλαίσιο διενέξεως. Αντιθέτως, συχνές εκρήξεις θυμού, ταπεινωτικές δοκιμασίες, μειωτικά σχόλια ή προσβλητικοί υπαινιγμοί που επαναλαμβάνονται σε τακτική βάση, επί εβδομάδες ή μήνες, συνιστούν αναμφιβόλως δείκτες παρενοχλήσεως στον χώρο εργασίας.

[…]»

7        Το 2003 η Τράπεζα έθεσε σε ισχύ την πολιτική στο πεδίο της αξιοπρέπειας στον χώρο εργασίας για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 3.6 του κώδικα διαγωγής (στο εξής: πολιτική). Το άρθρο 2.1 της πολιτικής, με τίτλο «Ορισμοί: εκφοβισμός και παρενόχληση: περί τίνος πρόκειται;», ορίζει:

«Το σημείο 3.6 του [κώδικα διαγωγής] ορίζει ότι η παρενόχληση είναι ανεπίτρεπτη και περιλαμβάνει διάφορους ορισμούς της παρενοχλήσεως. Δεν υφίσταται ενιαίος ορισμός της παρενοχλήσεως, δεδομένου ότι η παρενόχληση και ο εκφοβισμός δύνανται να λάβουν ποικίλες μορφές. Οι εκδηλώσεις τους, σωματικές ή λεκτικές, εμφανίζουν διάρκεια στον χρόνο, χωρίς να αποκλείονται σοβαρά μεμονωμένα περιστατικά. Ο εκ προθέσεως ή μη χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς δεν ασκεί επιρροή. Η καθοριστικής σημασίας αρχή είναι ότι η παρενόχληση και ο εκφοβισμός είναι ανεπιθύμητες και απαράδεκτες συμπεριφορές οι οποίες πλήττουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση του προσώπου κατά του οποίου στρέφονται.

[…]»

8        Η πολιτική καθιερώνει δύο εσωτερικές διαδικασίες για τη διαχείριση των περιπτώσεων εκφοβισμού και παρενοχλήσεως, ήτοι, αφενός, μια ανεπίσημη διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας το οικείο μέλος του προσωπικού επιδιώκει φιλική επίλυση του προβλήματος, και, αφετέρου, μια επίσημη διαδικασία έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας το εν λόγω μέλος του προσωπικού υποβάλλει επισήμως καταγγελία η οποία εξετάζεται από τριμελή επιτροπή έρευνας. Η επιτροπή έρευνας διενεργεί αντικειμενική και ανεξάρτητη έρευνα και εκδίδει γνωμοδότηση με αιτιολογημένη σύσταση προς τον πρόεδρο της Τράπεζας, ο οποίος αποφασίζει εν τέλει για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

9        Ως προς τη διαδικασία έρευνας, η πολιτική ορίζει:

«Ο υπάλληλος θέτει την υπόθεση, προφορικώς ή εγγράφως, υπ’ όψιν του [διευθυντή του τμήματος ανθρωπίνων πόρων]. Εάν ο διευθυντής κρίνει ότι δεν πρόκειται για άμεση και σαφή περίπτωση επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων και ότι, δεδομένων των λοιπών περιστάσεων, η υπόθεση δύναται να χαρακτηρισθεί παρενόχληση, ο οικείος υπάλληλος δύναται να κινήσει τη διαδικασία έρευνας ως ακολούθως:

1.      Ο υπάλληλος ζητεί με επίσημο έγγραφό του από τον [διευθυντή του τμήματος ανθρωπίνων πόρων] να κινήσει διαδικασία έρευνας, προσδιορίζοντας το αντικείμενο της καταγγελίας και την ταυτότητα του ή των φερόμενων ως παρενοχλούντων.

2.      Ο [διευθυντής του τμήματος ανθρωπίνων πόρων], σε συμφωνία με τους εκπροσώπους του προσωπικού, προτείνει στον [π]ρόεδρο [της Τράπεζας] τη σύνθεση της επιτροπής και ορίζει ημερομηνία για την έναρξη της έρευνας, η οποία δεν μπορεί να απέχει πλέον των τριάντα ημερών από της λήψεως της καταγγελίας.

3.      Ο [διευθυντής του τμήματος ανθρωπίνων πόρων] επιβεβαιώνει παραχρήμα τη λήψη του σημειώματος του οικείου υπαλλήλου και, [κατ’ αυτόν τον τρόπο], την κίνηση της διαδικασίας έρευνας. Επιπροσθέτως:

α.      ζητεί από τον οικείο υπάλληλο να αναπτύξει την καταγγελία του με σχετικό υπόμνημα […],

[…]

γ.       επισημαίνει στον υπάλληλο ότι, κατόπιν της παραλαβής του εν λόγω υπομνήματος, ο φερόμενος ως παρενοχλών θα ενημερωθεί για το αντικείμενο της καταγγελίας και θα λάβει τις αναγκαίες συναφείς πληροφορίες, χωρίς εντούτοις να του κοινοποιηθεί αντίγραφο του υπομνήματος,

[…]

ε.      ενημερώνει [τον καταγγέλλοντα] ότι θα υπομνησθεί στον φερόμενο ως παρενοχλούντα ότι δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να ενοχλήσει τον καταγγέλλοντα και ότι η καταγγελία πρέπει να τύχει εκατέρωθεν αυστηρώς εμπιστευτικής μεταχειρίσεως (σημείωμα που θα φέρει ημερομηνία και θα επιστραφεί στον [διευθυντή του τμήματος ανθρωπίνων πόρων] με αποδεικτικό παραλαβής),

[…]

4.      Άμα τη παραλαβή του υπομνήματος [του καταγγέλλοντος], ο [διευθυντής του τμήματος ανθρωπίνων πόρων]:

α.      απευθύνει αμελλητί σημείωμα στον φερόμενο ως παρενοχλούντα, προσδιορίζοντας το αντικείμενο της καταγγελίας και κάθε αναγκαία πληροφορία, και ζητεί από αυτόν να του αποστείλει εντός [δεκαήμερης] προθεσμίας, με εμπιστευτικό φάκελο, έγγραφη απάντηση συνοδευόμενη, εφόσον το επιθυμεί, από δικαιολογητικά έγγραφα ή αποδεικτικά στοιχεία,

[…]

γ.      υπενθυμίζει στον φερόμενο ως παρενοχλούντα ότι δεν πρέπει επ’ ουδενί να ενοχλήσει τον καταγγέλλοντα και ότι η καταγγελία πρέπει να τύχει εκατέρωθεν αυστηρώς εμπιστευτικής μεταχειρίσεως (σημείωμα που θα φέρει ημερομηνία και θα αποσταλεί στον [διευθυντή του τμήματος ανθρωπίνων πόρων] με αποδεικτικό παραλαβής).

[…]»

10      Ως προς τη διαδικασία ακροάσεως, η πολιτική ορίζει:

«Σκοπός της διαδικασίας ακροάσεως είναι η εξακρίβωση των γεγονότων και η συλλογή των στοιχείων βάσει των οποίων θα καταστεί δυνατή η σύνταξη αιτιολογημένης συστάσεως. […]

[…] Η επιτροπή έχει την ευχέρεια να ενεργήσει κατά τον τρόπο που κρίνει κατάλληλο. Κατά κανόνα, η διαδικασία ακροάσεως διεξάγεται υπό τη μορφή διαδοχικών κατ’ ιδίαν συναντήσεων, οι οποίες πραγματοποιούνται κατά την ακόλουθη σειρά:

–        κατ’ αρχάς, ακρόαση [του καταγγέλλοντος·]

–        ακρόαση των μαρτύρων που έχουν ενδεχομένως προταθεί από [τον καταγγέλλοντα·]

–        ακρόαση του φερόμενου ως παρενοχλούντος[·]

–        ακρόαση των μαρτύρων που έχουν ενδεχομένως προταθεί από τον φερόμενο ως παρενοχλούντα·

[…]».

11      Ως προς το πόρισμα της έρευνας, η πολιτική ορίζει:

«Μετά την ακρόαση όλων των μερών και την ολοκλήρωση των λοιπών ενδεχόμενων ερευνών, η επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να διασκεφθεί και να προτείνει αιτιολογημένη σύσταση. Η επιτροπή δεν έχει εξουσία λήψεως αποφάσεων.

Η επιτροπή δύναται να διατυπώσει διαφορές συστάσεις, με αντικείμενο:

[…]

–        την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας [κατά του φερόμενου ως παρενοχλούντος]. 

[…]»

12      Ως προς την τελική απόφαση που λαμβάνεται από τον πρόεδρο της Τράπεζας, η πολιτική ορίζει:

«Η απόφαση του [π]ροέδρου [της Τράπεζας] προσδιορίζει τα μέτρα που πρέπει ενδεχομένως να ληφθούν, καθώς και το σχετικό χρονοδιάγραμμα· ενδεικτικώς, τα μέτρα δύνανται να συνίστανται:

–        στην κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας [κατά του φερόμενου ως παρενοχλούντος],

[…]».

13      Κατά το παράρτημά της 1, η πολιτική πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τον κώδικα διαγωγής και τον κανονισμό του προσωπικού της Τράπεζας.

 Ιστορικό της διαφοράς

14      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα] προσελήφθη στην Τράπεζα τη 16η Ιουλίου 1998 στην ομάδα καθηκόντων E της κατηγορίας του προσωπικού σχεδιασμού και αναπτύξεως.

15      Την 1η Απριλίου 2001 η προσφεύγουσα προήχθη στην ομάδα καθηκόντων D, κλιμάκιο 1, της κατηγορίας του προσωπικού σχεδιασμού και αναπτύξεως.

16      Από της 1ης Ιουλίου 2001 έως την 1η Ιανουαρίου 2008 η προσφεύγουσα τελούσε υπό την ιεραρχική επίβλεψη του Y, αρχικώς στο πλαίσιο έργου, εν συνεχεία δε εντός της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Διαχείριση κινδύνων» (στο εξής: ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων»), όπου κατείχε τη θέση της προϊσταμένης της μονάδας «Συναλλαγματικοί κίνδυνοι» του τμήματος χρηματοοικονομικού κινδύνου, του οποίου διευθυντής ήταν ο Y. Στο πλαίσιο των καθηκόντων της, η προσφεύγουσα συνεργαζόταν επίσης στενά με τον X, διευθυντή του τμήματος πιστωτικού κινδύνου της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων».

17      Την 1η Ιανουαρίου 2008 η προσφεύγουσα ορίσθηκε προϊσταμένη του τμήματος «Συντονισμός» (στο εξής: τμήμα συντονισμού) της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» και προήχθη στην ομάδα καθηκόντων C της κατηγορίας του διευθυντικού προσωπικού. Κατά τον χρόνο εκείνον, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» είχε υπό την άμεση επίβλεψή του τους X και Y, αντιστοίχως διευθυντή του τμήματος πιστωτικού κινδύνου και διευθυντή του τμήματος χρηματοοικονομικού κινδύνου, καθώς και την προσφεύγουσα. Κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής [στο εξής: προσφυγή] η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να κατέχει την εν λόγω θέση.

18      Από της 23ης Ιανουαρίου έως την 8η Μαρτίου 2008 η προσφεύγουσα απουσίασε από την εργασία της με αναρρωτική άδεια, ενώ από της 9ης Μαρτίου έως την 28η Ιουλίου 2008 με άδεια μητρότητας· εν συνεχεία, έως τη 12η Σεπτεμβρίου 2008 η προσφεύγουσα έλαβε ετήσια άδεια.

19      Με την έκθεση αξιολογήσεως για το έτος 2008 ο αξιολογητής έκρινε ότι, με την απόδοσή της, η προσφεύγουσα είχε ανταποκριθεί στις προσδοκίες της υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, χορηγήθηκε σε αυτήν πριμοδότηση.

20      Με την έκθεση αξιολογήσεως της προσφεύγουσας για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2009 ο αξιολογητής έκρινε ότι η απόδοση της προσφεύγουσας ήταν πολύ καλή. Η προσφεύγουσα έλαβε μισθολογική αύξηση τριών ημικλιμακίων, καθώς και πριμοδότηση.

21      Την 1η Μαΐου 2010 ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» τοποθετήθηκε σε άλλη θέση στην Τράπεζα. Ο X ανέλαβε να εκτελέσει χρέη γενικού διευθυντή της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» για το υπόλοιπο του έτους 2010 και έως την 30ή Μαρτίου 2011. Κατά το διάστημα αυτό, η παλαιά του θέση, ήτοι αυτή του διευθυντή του τμήματος πιστωτικού κινδύνου, καλύφθηκε προσωρινώς από τον Z.

22      Τόσο η προσφεύγουσα όσο και οι X και Y έθεσαν υποψηφιότητα για τη θέση του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων», ενώ η προσφεύγουσα έθεσε επίσης υποψηφιότητα για τη θέση του διευθυντή του τμήματος πιστωτικού κινδύνου. Ούτε οι υποψηφιότητες των X και Y ούτε οι υποψηφιότητες της προσφεύγουσας τελεσφόρησαν.

23      Την 4η Μαΐου 2010 άρχισε η μακρά αναρρωτική άδεια που έλαβε η προσφεύγουσα. Λόγω της απουσίας της, ορισμένες εκ των αρμοδιοτήτων της ως προϊσταμένης του τμήματος συντονισμού ανακατενεμήθησαν, μεταξύ άλλων στους X, Y και Z.

24      Την 28η Ιουνίου 2010 ο θεράπων ιατρός της προσφεύγουσας γνωμάτευσε, κατόπιν αιτήσεώς της, ότι η κατάσταση της υγείας της απαιτούσε κατάκλιση, αλλά ότι αυτή ήταν σε θέση να εργάζεται κατ’ οίκον εφόσον διατηρούσε την οριζόντια ή ημικαθήμενη θέση, τούτο δε για αόριστη διάρκεια κατά την ημερομηνία της ιατρικής γνωματεύσεως. Επί τη βάσει της εν λόγω γνωματεύσεως, η προσφεύγουσα ζήτησε να της επιτραπεί η κατ’ οίκον εργασία, υπό το καθεστώς της τηλεργασίας. Η Τράπεζα έκανε δεκτή την αίτηση περί τηλεργασίας, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι το καθεστώς της προσφεύγουσας εξακολουθούσε να είναι αυτό του υπαλλήλου που τελεί σε αναρρωτική άδεια.

25      Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2010 η προσφεύγουσα ζήτησε την έγκριση του ιατρού εργασίας της Τράπεζας προκειμένου να εργάζεται μισή ημέρα την εβδομάδα στην έδρα της Τράπεζας και να συνεχίσει την εργασία της υπό καθεστώς τηλεργασίας. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή.

26      Τη 15η Δεκεμβρίου 2010 ορίσθηκε νέος γενικός διευθυντής στη ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων», ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα την 1η Απριλίου 2011.

27      Κατά το διάστημα από της 8ης Φεβρουαρίου έως την 3η Απριλίου 2011 επετράπη στην προσφεύγουσα να εργάζεται με ωράριο μειωμένο κατά το ήμισυ για ιατρικούς λόγους.

28      Τη 18η Φεβρουαρίου 2011 η προσφεύγουσα, η οποία είχε προηγουμένως προσφύγει στην ανεπίσημη διαδικασία, υπέβαλε, συμφώνως προς την πολιτική, αίτηση κινήσεως διαδικασίας έρευνας κατά των X και Y. Με την εν λόγω αίτηση η προσφεύγουσα δήλωνε ότι, από τον Ιούνιο του 2010, ο X και, από τον Σεπτέμβριο του 2008, ο Y προέβαιναν σε πράξεις εκφοβισμού και παρενοχλήσεώς της, οι οποίες συνίσταντο κυρίως, πρώτον, σε παραπληροφόρηση και ελλιπή πληροφόρησή της με στόχο τη μείωση της αποτελεσματικότητας της εργασίας της· δεύτερον, σε «περιθωριοποίησή» της μέσω της αποδυναμώσεως και/ή της συρρικνώσεως του ρόλου και των ευθυνών της· τρίτον, σε δημόσια δυσφήμηση καθώς και σε ταπεινωτική μεταχείριση δημοσίως και/ή κατ’ ιδίαν· και, τέταρτον, σε εξοβελισμό της από τον κύκλο των συναδέλφων της με τον αποκλεισμό της από τις ανταλλαγές σχετικών με την εργασία πληροφοριών.

29      Με έγγραφο της 22ας Φεβρουαρίου 2011 η Τράπεζα απάντησε στο έγγραφο της προσφεύγουσας της 18ης Φεβρουαρίου 2011.

30      Με έγγραφο του διευθυντή του τμήματος ανθρωπίνων πόρων της 28ης Φεβρουαρίου 2011 η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την έναρξη της διαδικασίας έρευνας και εκλήθη να αναπτύξει την καταγγελία της με σχετικό υπόμνημα. Με το ίδιο έγγραφο επισημαινόταν ότι, μετά τη λήψη του εν λόγω υπομνήματος, οι φερόμενοι ως παρενοχλούντες θα ενημερώνονταν για το αντικείμενο της καταγγελίας της, θα ελάμβαναν αντίγραφο του υπομνήματος προκειμένου να διασφαλισθούν τα δικαιώματά τους άμυνας και ότι, για λόγους αμοιβαιότητας και βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας, η προσφεύγουσα θα ελάμβανε αντίγραφο των απαντήσεων των δύο φερομένων ως παρενοχλούντων. Το έγγραφο διευκρίνιζε επίσης ότι επρόκειτο να υπομνησθεί στους φερόμενους ως παρενοχλούντες ότι δεν θα έπρεπε επ’ ουδενί να ενοχλήσουν την καταγγέλλουσα και ότι η καταγγελία έπρεπε να τύχει εκατέρωθεν αυστηρώς εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

31      Με υπόμνημα της 14ης Μαρτίου 2011 η προσφεύγουσα αναφέρθηκε στις παρενοχλητικές και εκφοβιστικές συμπεριφορές που οι δύο φερόμενοι ως παρενοχλούντες επεδείκνυαν προς την ίδια. Στο υπόμνημα αυτό η προσφεύγουσα επισύναπτε, ως παραρτήματα, έγγραφα προς απόδειξη του βασίμου της καταγγελίας της. Ορισμένα εκ των εν λόγω παραρτημάτων περιείχαν στοιχεία σχετικά με την υγεία της, συμπεριλαμβανομένων ιατρικών γνωματεύσεων, ιδίως περί ανικανότητας προς εργασία, καθώς και ηλεκτρονική αλληλογραφία.

32      Με έγγραφο της 16ης Μαρτίου 2011 ο διευθυντής του τμήματος ανθρωπίνων πόρων επιβεβαίωσε τη λήψη του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011 και ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι το υπόμνημά της είχε κοινοποιηθεί αυθημερόν στους X και Y. Συνομολογείται από τους διαδίκους ότι κοινοποιήθηκαν επίσης τα συνημμένα στο υπόμνημα της 14ης Μαρτίου 2011 δικαιολογητικά έγγραφα.

33      Με αντίστοιχα υπομνήματα της 28ης Μαρτίου 2011 οι X και Y κατέθεσαν τις απαντήσεις τους επί του υπομνήματος της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα έλαβε αντίγραφα των εν λόγω υπομνημάτων.

34      Από της 4ης Απριλίου έως την 8η Ιούλιου 2011 η προσφεύγουσα απουσίασε από την εργασία της με αναρρωτική άδεια. Εν συνεχεία επέστρεψε στην εργασία της με ωράριο μειωμένο κατά το ήμισυ για ιατρικούς λόγους, ενώ επανήλθε στη θέση της με πλήρες ωράριο την 1η Σεπτεμβρίου 2011.

35      Με έγγραφο της 6ης Απριλίου 2011 που απηύθυνε στον διευθυντή του τμήματος ανθρωπίνων πόρων, η προσφεύγουσα διαμαρτυρήθηκε για την κοινοποίηση στους φερόμενους ως παρενοχλούντες του από 14 Μαρτίου 2011 υπομνήματός της και των παραρτημάτων του στο σύνολό τους, για τον λόγο ότι τα παραρτήματα αυτά περιείχαν πληθώρα εμπιστευτικών προσωπικών δεδομένων, σχετικών, μεταξύ άλλων, με την κατάσταση υγείας της.

36      Με απαντητικό έγγραφο της 11ης Απριλίου 2011 ο διευθυντής του τμήματος ανθρωπίνων πόρων επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι οι σχετικές με τη διαδικασία έρευνας διατάξεις της πολιτικής τελούσαν υπό αναθεώρηση όσον αφορά την εκατέρωθεν κοινοποίηση στοιχείων των μερών, με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας και την ευθυγράμμισή τους με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ).

37      Με ηλεκτρονική επιστολή της 28ης Απριλίου 2011 το τμήμα ανθωπίνων πόρων επέστησε την προσοχή εκάστου των φερόμενων ως παρενοχλούντων στο γεγονός ότι, μεταξύ των εγγράφων που είχαν διαβιβασθεί σε αυτούς τη 16η Μαρτίου 2011, περιλαμβάνονταν ιατρικά έγγραφα τα οποία η προσφεύγουσα είχε καταθέσει στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας και ζήτησε από αυτούς να μεταχειρισθούν τα εν λόγω ιατρικά δεδομένα με άκρα εμπιστευτικότητα.

38      Τη 2α Μαΐου 2011 η ορισθείσα από τον πρόεδρο της Τράπεζας επιτροπή έρευνας προέβη σε ακρόαση της προσφεύγουσας, καθώς και των X και Y.

39      Οι μάρτυρες των οποίων η προσφεύγουσα έχει ζητήσει την εμφάνιση ενώπιον της επιτροπής έρευνας αρνήθηκαν, πλην ενός, να καταθέσουν. Η εν λόγω επιτροπή, μετά την ακρόαση των προταθέντων από τον X μαρτύρων καθώς και των προσώπων που θέλησε εξ ιδίας πρωτοβουλίας να εξετάσει, αποφάσισε να μην επιμείνει στην ακρόαση των προταθέντων από την προσφεύγουσα μαρτύρων.

40      Την 11η Ιουλίου 2011 η επιτροπή έρευνας εξέδωσε τη γνωμοδότησή της (στο εξής: γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας). Ως προς τον X, η επιτροπή έρευνας απεφάνθη ότι δεν είχε «διαπιστώσει καταχρηστική και εκ προθέσεως συμπεριφορά εκ μέρους του ικανή να χαρακτηρισθεί παρενόχληση», ενώ, ως προς τον Y, η επιτροπή έρευνας, αφού προέβη στη διαπίστωση ότι ορισμένες εκ των καταγγελθεισών από την προσφεύγουσα συμπεριφορών είχαν εξακριβωθεί, δεν απεφάνθη επί του ζητήματος αν οι συμπεριφορές αυτές στοιχειοθετούσαν ηθική παρενόχληση. Με την εν λόγω γνωμοδότηση η επιτροπή έρευνας διατύπωσε σειρά συστάσεων προς την Τράπεζα.

41      Με έγγραφο της 27ης Ιουλίου 2011 ο πρόεδρος της Τράπεζας ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, δεδομένης της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής έρευνας, είχε αποφασίσει να μη δώσει διοικητική συνέχεια στην καταγγελία της (στο εξής: απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011). Με το έγγραφο αυτό ο πρόεδρος της Τράπεζας διευκρίνισε ότι ο διευθυντής του τμήματος ανθρωπίνων πόρων ήταν στη διάθεση της προσφεύγουσας προκειμένου να συζητήσουν από κοινού για το ενδεχόμενο μετακινήσεώς της στο τμήμα χρηματοοικονομικού ελέγχου της Τράπεζας.

42      Τον Αύγουστο του 2011, σε ημερομηνία που δεν προσδιορίζεται, η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον του ΕΕΠΔ καταγγελία για τον τρόπο μεταχειρίσεως των προσωπικών της δεδομένων εκ μέρους των υπηρεσιών της Τράπεζας στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας. Ο ΕΕΠΔ κίνησε έρευνα, την οποία, ωστόσο, ανέστειλε τη 2α Φεβρουαρίου 2012, εν αναμονή της οριστικής αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης επί της υπό κρίση υποθέσεως.

43      Με έγγραφο της 25ης Αυγούστου 2011 η προσφεύγουσα απηύθυνε στην Τράπεζα αίτηση για την αποκατάσταση της ζημίας που είχε υποστεί εξαιτίας του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011 και των επίμεμπτων συμπεριφορών προς το πρόσωπό της από τον Σεπτέμβριο του 2008, οι οποίες συνιστούσαν υπηρεσιακά πταίσματα.

44      Με έγγραφο της 1ης Σεπτεμβρίου 2011 ο πρόεδρος της Τράπεζας απέρριψε την αίτηση αποζημιώσεως (στο εξής: απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 2011).

45      Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2011 ο πρόεδρος της Τράπεζας ζήτησε από τον πρώην γενικό διευθυντή της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» να εξετάσει τη δυνατότητα μετακινήσεως της προσφεύγουσας σε άλλη Διεύθυνση.

46      Με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2012 που απηύθυνε στον ΕΕΠΔ, η Τράπεζα απάντησε επί ορισμένων ερωτημάτων που της είχε θέσει ο ΕΕΠΔ.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

47      Με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει το πόρισμα στο οποίο η επιτροπή έρευνας καταλήγει με τη γνωμοδότησή της, καθόσον με αυτό γίνεται δεκτή η μη ύπαρξη γεγονότων ικανών να χαρακτηρισθούν παρενόχληση εις βάρος της·

–        να ακυρώσει την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011·

–        να αναγνωρίσει ότι η ίδια υπήρξε και παραμένει θύμα παρενοχλήσεως·

–        να υποχρεώσει την Τράπεζα να τερματίσει την εν λόγω παρενόχληση·

–        να ακυρώσει την απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 2011·

–        να αναγνωρίσει την ύπαρξη υπηρεσιακών πταισμάτων καταλογιστέων στην Τράπεζα·

–        να αναγνωρίσει την ευθύνη της Τράπεζας ως προς τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011, τις πράξεις παρενοχλήσεως των οποίων υπήρξε θύμα, καθώς και τα καταλογιστέα στην Τράπεζα υπηρεσιακά πταίσματα·

–        να υποχρεώσει την Τράπεζα να ανορθώσει κάθε παρελθούσα και μέλλουσα ζημία της προσφεύγουσας, είτε αυτή αφορά σωματική βλάβη είτε περιουσιακή ζημία, και να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη που αυτή υπέστη από τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011, από την ηθική παρενόχληση της οποίας υπήρξε θύμα και από τα υπηρεσιακά πταίσματα της Τράπεζας, συγκεκριμένα δε να της καταβάλει τα ακόλουθα ποσά, πλέον τόκων υπερημερίας:

–        προκειμένου για τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011:

–        για την υλική ζημία λόγω της απώλειας αποδοχών: 113 100 ευρώ·

–        για την ηθική βλάβη: 50 000 ευρώ·

–        προκειμένου για την ηθική παρενόχληση που υπέστη:

–        για την υλική ζημία λόγω της απώλειας αποδοχών και της απώλειας της δυνατότητας σταδιοδρομίας: 132 100 ευρώ·

–        για την ηθική βλάβη: 50 000 ευρώ·

–        για τα έξοδα στα οποία υπεβλήθη: 13 361,93 ευρώ·

–        προκειμένου για τα υπηρεσιακά πταίσματα της Τράπεζας:

–        για την εκ μέρους της Τράπεζας παράβαση της υποχρεώσεώς της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως και προστασίας των δεδομένων: 10 000 ευρώ·

–        για το σχετικό με την ακρόαση των μαρτύρων συμβάν: 40 000 ευρώ·

–        να διατάξει, ως αποδεικτικό μέσο, την εξέταση μαρτύρων και να εξετάσει μάρτυρες, συμφώνως προς την πρόταση αποδεικτικών μέσων που επισυνάπτεται ως παράρτημα του δικογράφου·

–        να διατάξει, ως αποδεικτικό μέσο, πραγματογνωμοσύνη για τον προσδιορισμό της εκτάσεως των υλικών ζημιών και της ηθικής βλάβης που απορρέουν από τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011, από την ηθική παρενόχληση που υπέστη και από τα υπηρεσιακά πταίσματα της Τράπεζας, πραγματογνωμοσύνη της οποίας το αντικείμενο περιγράφεται αναλυτικότερα με την πρόταση αποδεικτικών μέτρων που επισυνάπτεται ως παράρτημα του δικογράφου·

–        να καταδικάσει την Τράπεζα στα δικαστικά έξοδα.

48      Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Τράπεζα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη και/ή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

49      Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ την 31η Ιανουαρίου 2012 ο ΕΕΠΔ ζήτησε να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας.

50      Με διάταξη του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ της 24ης Απριλίου 2012 επετράπη στον ΕΕΠΔ να παρέμβει. Το υπόμνημα παρεμβάσεως του ΕΕΠΔ περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ την 1η Ιουνίου 2012. Με το εν λόγω υπόμνημα ο ΕΕΠΔ διευκρινίζει ότι παρεμβαίνει αποκλειστικώς προς στήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας που καθιστούν αναγκαία την ανάλυση των κανόνων προστασίας δεδομένων του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8, σ. 1). Με υπομνήματα, αντιστοίχως, της 22ας Ιουνίου 2012 και της 2ας Ιουλίου 2012 η προσφεύγουσα και η Τράπεζα κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της παρεμβάσεως του ΕΕΠΔ. Η Τράπεζα ζήτησε την απόρριψη των αιτημάτων του ΕΕΠΔ και την καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα στα οποία αυτή υπεβλήθη λόγω της παρεμβάσεώς του.

51      Με έγγραφο της 30ής Μαρτίου 2012 που απηύθυνε στο Δικαστήριο ΔΔ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε το γεγονός ότι ένας εκ των υπαλλήλων που εκπροσωπούν την Τράπεζα στην υπό κρίση υπόθεση επικοινώνησε τηλεφωνικώς με πρόσωπο που η προσφεύγουσα είχε προτείνει ως μάρτυρα, με τη συνημμένη στο δικόγραφό της πρόταση αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να πληροφορηθεί εάν το πρόσωπο αυτό προτίθετο να καταθέσει ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ υπέρ της προσφεύγουσας. Κατά την προσφεύγουσα, κατόπιν της εν λόγω επικοινωνίας, το συγκεκριμένο πρόσωπο ανέφερε σε συνάδελφο της προσφεύγουσας ότι δεν επιθυμούσε να καταθέσει ως μάρτυρας από τον φόβο αντιποίνων.

52      Με έγγραφο της 4ης Μαΐου 2012 η Τράπεζα κατέθεσε παρατηρήσεις επί του εγγράφου της προσφεύγουσας της 30ής Μαρτίου 2012.

53      Με έγγραφο της Γραμματείας του Δικαστηρίου ΔΔ της 17ης Ιανουαρίου 2014 oι διάδικοι εκλήθησαν να απαντήσουν επί μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν δεόντως στην πρόσκληση αυτή. Με την απάντησή της η προσφεύγουσα προέβη σε νέα αποτίμηση της υλικής ζημίας που εκτιμά ότι υπέστη και υποστήριξε ότι αυτή ανέρχεται πλέον σε 218 800 ευρώ.

54      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα παραιτήθηκε του πρώτου και του τετάρτου αιτήματός της. Η προσφεύγουσα ζήτησε επίσης από το Δικαστήριο ΔΔ να εξετάσει από κοινού το έβδομο και το όγδοο αίτημά της.

 Επί του παραδεκτού

I –  Επί του τρίτου αιτήματος, περί αναγνωρίσεως της υπάρξεως παρενοχλήσεως

55      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να αναγνωρίσει ότι αυτή υπήρξε και παραμένει θύμα ηθικής παρενοχλήσεως.

56      Κατά πάγια, εντούτοις, νομολογία, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να προβαίνει σε δηλώσεις αρχής (αποφάσεις De Nicola κατά ΕΤΕ, T‑120/01 και T‑300/01, EU:T:2004:367, σκέψη 136, και De Nicola κατά ΕΤΕ, T‑264/11 P, EU:T:2013:461, σκέψη 63).

57      Επομένως, το αίτημα περί αναγνωρίσεως της παρενοχλήσεως είναι απαράδεκτο και πρέπει να απορριφθεί. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ζήτησε από το Δικαστήριο ΔΔ να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων και, συγκεκριμένα, την εξέταση μαρτύρων, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διαπίστωση της παρενοχλήσεως, επιβάλλεται η επισήμανση ότι δεν είναι αναγκαία η λήψη τέτοιων μέτρων ούτε η τοποθέτηση του Δικαστηρίου ΔΔ επί του παρεμπίπτοντος ζητήματος που κατήγγειλε η προσφεύγουσα με το έγγραφο της 30ής Μαρτίου 2012.

II –  Επί του πέμπτου αιτήματος, περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 1ης Σεπτεμβρίου 2011

58      Με την απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 2011 ο πρόεδρος της Τράπεζας απέρριψε την αίτηση αποζημιώσεως που η προσφεύγουσα τού είχε απευθύνει την 25η Αυγούστου 2011, με αντικείμενο την ανόρθωση των ζημιών που αυτή εκτιμούσε ότι είχε υποστεί από τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011 και από τις επίμεμπτες συμπεριφορές της Τράπεζας έναντί της από τον Σεπτέμβριο του 2008, συμπεριφορές οι οποίες συνιστούσαν υπηρεσιακά πταίσματα.

59      Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει, ωστόσο, ότι το δικόγραφο της προσφεύγουσας εμπερικλείει αίτημα για την ανόρθωση των αυτών ζημιών.

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η αυτοτελής απόφανση επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 1ης Σεπτεμβρίου 2011 (βλ. απόφαση Verheyden κατά Επιτροπής, F‑72/06, EU:F:2009:40, σκέψη 30).

III –  Επί του έκτου αιτήματος, περί αναγνωρίσεως καταλογιστέων στην Τράπεζα υπηρεσιακών πταισμάτων

61      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να αναγνωρίσει ότι η Τράπεζα ευθύνεται για διάφορα υπηρεσιακά πταίσματα έναντι της ιδίας.

62      Το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει εντούτοις ότι, με το αποζημιωτικό αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ, μεταξύ άλλων, να υποχρεώσει την Τράπεζα να αποκαταστήσει τη ζημία που η ίδια υπέστη από τα αυτά υπηρεσιακά πταίσματα. Ως εκ τούτου, το αίτημα περί αναγνωρίσεως των υπηρεσιακών πταισμάτων συνιστά αυτοτελές αίτημα το οποίο σκοπεί στην πραγματικότητα στην εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ αναγνώριση του βασίμου ορισμένων επιχειρημάτων που προβάλλονται προς στήριξη της αγωγής αποζημιώσεως. Κατά πάγια νομολογία, όμως, τέτοια αιτήματα πρέπει να απορρίπτονται ως απαράδεκτα, καθώς δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να προβαίνει σε νομικής φύσεως διακηρύξεις (απόφαση Α κατά Επιτροπής, F‑12/09, EU:F:2011:136, σκέψη 83· διάταξη Marcuccio κατά Επιτροπής, F‑87/07, EU:F:2008:135, σκέψη 36).

63      Συνακολούθως, το αίτημα περί αναγνωρίσεως καταλογιστέων στην Τράπεζα υπηρεσιακών πταισμάτων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος και επί του αποζημιωτικού αιτήματος

I –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011

 Α ‑ Επιχειρήματα των διαδίκων

64      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011 ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πρέπει να ακυρωθεί. Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας περιέχει, αφενός, ανησυχητικές διαπιστώσεις, λόγω των οποίων ο πρόεδρος της Τράπεζας όφειλε, αντί να θέσει την καταγγελία της στο αρχείο, όπως αποφάσισε, να λάβει μέτρα, προκειμένου ιδίως να τερματίσει την παρενόχληση. Συγκεκριμένα, η γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας επισημαίνει την ύπαρξη πράξεων δυσφημήσεως και δημόσιας ταπεινώσεως της προσφεύγουσας, καθώς και την απομόνωση και τον αποκλεισμό της από τον κύκλο των συναδέλφων της. Επιπροσθέτως, κατά την εν λόγω γνωμοδότηση, ο Y απομάκρυνε σκοπίμως την προσφεύγουσα από τη θέση της. Αφετέρου, με την εν λόγω γνωμοδότηση διατυπώνεται σύσταση για μετακίνηση της προσφεύγουσας σε νέα θέση, συγκεκριμένα δε σε θέση προϊσταμένης τμήματος, η οποία θα της προσφέρει πραγματικές προοπτικές προαγωγής. Η προσφεύγουσα εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι ο πρόεδρος της Τράπεζας υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, εκδίδοντας, επί τη βάσει της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής έρευνας, την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011 και αρνούμενος με τον τρόπο αυτόν να δώσει διοικητική συνέχεια στην καταγγελία της, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τον τερματισμό της παρενοχλήσεως που αυτή υφίστατο, να την αποκαταστήσει στα καθήκοντά της ή να τη μετακινήσει σε ομόλογη θέση.

65      Η Τράπεζα αντιτείνει ότι η απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011 δεν αντιφάσκει προς τη γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας, αφού αμφότερες διαπιστώνουν την ανυπαρξία πράξεων ηθικής παρενοχλήσεως εις βάρος της προσφεύγουσας. Εξάλλου, με την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011, ο πρόεδρος της Τράπεζας, ακολουθώντας συναφώς τις συστάσεις της επιτροπής έρευνας, κάλεσε την προσφεύγουσα να σκεφθεί το ενδεχόμενο μετακινήσεώς της σε άλλη Διεύθυνση της Τράπεζας.

 Β ‑ Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

66      Το ζήτημα επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ είναι αν ο πρόεδρος της Τράπεζας υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκδίδοντας, κατόπιν της εκδόσεως της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής έρευνας, την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011. Το Δικαστήριο ΔΔ, χωρίς να παρορά την πρακτική αποτελεσματικότητα που πρέπει να αναγνωρίζεται στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει ο πρόεδρος της Τράπεζας, έχει διευκρινίσει στο παρελθόν ότι μια πλάνη είναι πρόδηλη οσάκις δύναται να γίνει ευχερώς αντιληπτή και να ανιχνευθεί, με γνώμονα τα κριτήρια βάσει των οποίων ασκείται η εξουσία λήψεως αποφάσεων (απόφαση Canga Fano κατά Συμβουλίου, F‑104/09, EU:F:2011:29, σκέψη 35, η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με την απόφαση Canga Fano κατά Συμβουλίου, T‑281/11 P, EU:T:2013:252, σκέψη 127).

67      Το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι, με τη γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας, διευκρινίζεται ότι η εν λόγω επιτροπή καλείται να «εξετάσει αν [η προσφεύγουσα] υπήρξε θύμα παρενοχλήσεως και εκφοβισμού εκ μέρους των [X και Y], εξυπακουομένου ότι, κατά την [επιτροπή έρευνας], ως ηθική παρενόχληση νοείται οιαδήποτε καταχρηστική συμπεριφορά εκδηλούμενη κατά τρόπο διαρκή, επαναλαμβανόμενο ή συστηματικό με συμπεριφορές, λόγια, πράξεις, χειρονομίες και κείμενα τα οποία θίγουν σκοπίμως την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη σωματική ή ψυχική ακεραιότητα του ατόμου». Η επιτροπή έρευνας συνεχίζει επισημαίνοντας ότι «[τ]ο στοιχείο-κλειδί για την κατάφαση ή μη ηθικής παρενοχλήσεως είναι η καταχρηστική και εκ προθέσεως συμπεριφορά των προσώπων που κατονομάζει ο καταγγέλλων» και ότι η ίδια «προσπάθησε, ως εκ τούτου, να εξετάσει τις αιτιάσεις της [προσφεύγουσας] με γνώμονα τα εν λόγω κριτήρια».

68      Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι το άρθρο 3.6.1 του κώδικα διαγωγής ορίζει ως ηθική παρενόχληση την «επαναλαμβανόμενη, επί αρκετά μακρύ χρονικό διάστημα, έκφραση ή εκδήλωση, εκ μέρους ενός ή πλειόνων μελών του προσωπικού, εχθρικών ή ανάρμοστων λόγων, συμπεριφορών ή ενεργειών προς άλλο μέλος του προσωπικού». Η εν λόγω διάταξη του κώδικα διαγωγής πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τη διάταξη της πολιτικής, εν προκειμένω το άρθρο 2.1 αυτής, το οποίο περιέχει τον ορισμό της παρενοχλήσεως και κατά το οποίο «ο εκ προθέσεως ή μη χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς δεν ασκεί επιρροή. Η καθοριστικής σημασίας αρχή είναι ότι η παρενόχληση και ο εκφοβισμός αποτελούν ανεπιθύμητες και απαράδεκτες συμπεριφορές οι οποίες πλήττουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση του προσώπου κατά του οποίου στρέφονται».

69      Από το γράμμα του άρθρου 2.1 της πολιτικής, σε συνδυασμό με το άρθρο 3.6.1 του κώδικα διαγωγής, δύναται, επομένως, να συναχθεί διττό συμπέρασμα. Αφενός, τα λόγια, οι συμπεριφορές ή οι ενέργειες για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 3.6.1 του κώδικα διαγωγής πρέπει να πλήττουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση του θύματος. Αφετέρου, στον βαθμό κατά τον οποίο δεν απαιτείται οι επίμαχες συμπεριφορές να εκδηλώνονται εκ προθέσεως, δεν είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται ότι τα λόγια, οι συμπεριφορές ή οι ενέργειες εκδηλώθηκαν με την πρόθεση να θιγεί η αξιοπρέπεια ενός ατόμου. Εν ολίγοις, είναι δυνατή η κατάφαση ηθικής παρενοχλήσεως χωρίς να απαιτείται να αποδεικνύεται ότι, με τα λόγια, τις συμπεριφορές ή τις πράξεις του, ο παρενοχλών ενήργησε επί σκοπώ βλάβης του θύματος. Επομένως, ηθική παρενόχληση, κατά την έννοια του άρθρου 2.1 της πολιτικής, σε συνδυασμό με το άρθρο 3.6.1 του κώδικας διαγωγής, θα στοιχειοθετείται οσάκις, τα λόγια, οι συμπεριφορές ή οι ενέργειες, αφού, αντιστοίχως, εκφράσθηκαν, εκδηλώθηκαν ή τελέσθηκαν, έπληξαν αντικειμενικώς την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση ενός ατόμου.

70      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Τράπεζα, ερωτηθείσα επί του ορισμού της ηθικής παρενοχλήσεως, επιβεβαίωσε ότι, προκειμένου μια συμπεριφορά να μπορεί να χαρακτηρισθεί ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 2.1 της πολιτικής, σε συνδυασμό με το άρθρο 3.6.1 του κώδικα διαγωγής, πρέπει να είναι «καταχρηστική και εκ προθέσεως», όπως δέχεται και η επιτροπή έρευνας με τη γνωμοδότησή της.

71      Η δήλωση αυτή δεν δύναται, εντούτοις, να θεωρηθεί βάσιμη, καθώς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 69 της παρούσας αποφάσεως και συμφώνως προς το άρθρο 2.1 της πολιτικής, ο εκ προθέσεως χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς δεν αποτελεί αναγκαίο όρο της παρενοχλήσεως.

72      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Τράπεζα υποστήριξε επίσης ότι επιβάλλεται η διάκριση μεταξύ της «αντικειμενικώς συναγόμενης» και της «υποκειμενικής» προθέσεως του φερόμενου ως παρενοχλούντος και ότι, ορίζοντας ότι ο εκ προθέσεως ή μη χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς δεν ασκεί επιρροή, η πολιτική εννοεί ότι απαιτείται μόνον η αντικειμενικώς συναγόμενη του φερόμενου ως παρενοχλούντος, ενώ η υποκειμενική πρόθεσή του δεν είναι απαραίτητη. Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, δεν δύναται να ευδοκιμήσει, διότι μια τέτοια διάκριση δεν δύναται να θεμελιωθεί στο γράμμα του άρθρου 2.1 της πολιτικής.

73      Εκ της προεκτεθείσας συλλογιστικής συνάγεται ότι το εύρος της έννοιας «ηθική παρενόχληση», όπως η έννοια αυτή έγινε δεκτή με τη γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας, απόσπασμα της οποίας παρατίθεται με τη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, είναι στενότερο αυτού της κατ’ άρθρο 2.1 της πολιτικής, σε συνδυασμό με το άρθρο 3.6.1 του κώδικα διαγωγής, έννοιας και ότι η έννοια αυτή δεν είναι, επομένως, σύμφωνη, με την ισχύουσα για τους υπαλλήλους της Τράπεζας ρύθμιση.

74      Για λόγους πληρότητας, το Δικαστήριο ΔΔ θα εξετάσει εάν, καίτοι βασιζόμενη σε πεπλανημένη εννοιολόγηση της ηθικής παρενοχλήσεως, η επιτροπή έρευνας διερεύνησε αν οι X και Y επέδειξαν πράγματι τις συμπεριφορές που τους προσάπτει η προσφεύγουσα, προκειμένου, σε μια τέτοια περίπτωση, να αξιολογήσει περαιτέρω εάν οι εν λόγω συμπεριφορές έβλαψαν αντικειμενικώς την ψυχική υγεία της προσφεύγουσας, οπότε και θα συνιστούν ηθική παρενόχληση.

75      Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι από διάφορα αποσπάσματα της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής έρευνας προκύπτει ότι αυτή περιορίσθηκε στη διερεύνηση του ζητήματος εάν οι φερόμενοι ως παρενοχλούντες είχαν επιδείξει «καταχρηστική και εκ προθέσεως» συμπεριφορά προς την προσφεύγουσα.

76      Συγκεκριμένα, η επιτροπή έρευνας σημειώνει ότι ο Y «[…] εμφανίζει την εικόνα ανθρώπου φιλόδοξου με βλέψεις για το επαγγελματικό του μέλλον, ο οποίος περιγράφεται από ορισμένους ως οδοστρωτήρας που προχωρεί χωρίς να νοιάζεται ιδιαιτέρως για τις παράπλευρες ζημίες που προκαλεί» και εκτιμά ότι «αυτός δεν είχε στο στόχαστρό του ειδικώς την [προσφεύγουσα], αφού πιθανότατα θα ακολουθούσε την ίδια τακτική έναντι οιουδήποτε βρισκόταν τη δεδομένη χρονική στιγμή σε κατάσταση όμοια με αυτή της [προσφεύγουσας]: η [προσφεύγουσα] έτυχε να βρίσκεται εκεί, η [προσφεύγουσα] στεκόταν εμπόδιο στις φιλοδοξίες του και η απουσία της […] για λόγους ασθενείας παρεμπόδιζε εν μέρει την προσήκουσα εκτέλεση της εργασίας, η [προσφεύγουσα] έπρεπε να απομακρυνθεί».

77      Εν συνεχεία, στο πλαίσιο των συμπερασμάτων της και προκειμένου για την αιτίαση περί παραπληροφορήσεως και περί ελλιπούς πληροφορήσεως την οποία διατυπώνει η προσφεύγουσα, η επιτροπή έρευνας επισημαίνει ότι «παρατηρούνται ορισμένες ελλείψεις στην παρεχόμενη προς την [προσφεύγουσα] πληροφόρηση», αλλά ότι «[π]ρόκειται μάλλον για επιπολαιότητα και σε ορισμένο βαθμό αμέλεια παρά για καταχρηστική πρόθεση αποκλεισμού [της προσφεύγουσας] από τη ροή των πληροφοριών».

78      Επιπροσθέτως, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας περί «περιθωριοποιήσεώς» της εκ μέρους των φερόμενων ως παρενοχλούντων μέσω της αποδυναμώσεως και/ή της συρρικνώσεως του ρόλου και των ευθυνών της, η επιτροπή έρευνας, αφού διαπιστώνει το βάσιμο της εν λόγω αιτιάσεως, επισημαίνει ότι «δεν θεωρεί ότι ο [X] συνετέλεσε εκ προθέσεως και καταχρηστικώς στην εν λόγω αποσταθεροποίηση της καταστάσεως της [προσφεύγουσας]» και ότι εκτιμά, αντιθέτως, ότι ο Y «κάλυψε συνειδητώς τα κενά που κατέλιπε [η προσφεύγουσα] κατά την απουσία της, αποδεχόμενος παράλληλα ως “παράπλευρη ζημία” την απομάκρυνσή της από τα καθήκοντά της προκειμένου εν τέλει ο ίδιος να προωθηθεί».

79      Ομοίως, αναφερόμενη στην αιτίαση της προσφεύγουσας περί δημόσιας δυσφημήσεώς της, η επιτροπή έρευνας επισημαίνει ότι η «κατάσταση ταπεινώσεως και εκπεσμού στην οποία περιήλθε [η προσφεύγουσα] είναι μάλλον απότοκος της συγκυρίας εν γένει παρά αντίστοιχης προθέσεως του [X] και/ή του [Y]».

80      Εξάλλου, ως προς την αιτίαση της προσφεύγουσας περί εξοβελισμού της από τον κύκλο των συναδέλφων της, η επιτροπή έρευνας επισημαίνει ότι ο εν λόγω αποκλεισμός, «ο οποίος, κατά τα φαινόμενα, πράγματι συνέβη […], δεν αποτελεί προϊόν συγκεκριμένων εκ προθέσεως και καταχρηστικών ενεργειών με σκοπό τον αποκλεισμό [της προσφεύγουσας]».

81      Τέλος, απόσπασμα αναφερόμενο στον X επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η επιτροπή έρευνας απεφάνθη υπέρ της μη υπάρξεως παρενοχλήσεως διότι, κατά την άποψή της, δεν είχε αποδειχθεί ότι ο X είχε επιδιώξει σκοπίμως να βλάψει την προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, αφού εξέτασε τη συμπεριφορά του Χ έναντι της προσφεύγουσας, η επιτροπή έρευνας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, «[κ]ατά συνέπεια, η [επιτροπή έρευνας] δεν διαπίστωσε καταχρηστική και εκ προθέσεως συμπεριφορά εκ μέρους του [X] ικανή να χαρακτηρισθεί παρενόχληση».

82      Εντούτοις, το Δικαστήριο ΔΔ παρατηρεί ότι, μολονότι η επιτροπή έρευνας, λόγω της πεπλανημένης εννοιολογήσεως της ηθικής παρενοχλήσεως επί της οποίας βασίσθηκε, δεν προέβη, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 75 και 81 της παρούσας αποφάσεως, σε περαιτέρω διερεύνηση, αυτή διαπίστωσε ότι οι X και Y είχαν υιοθετήσει πράγματι ορισμένες εκ των συμπεριφορών που τους προσάπτει η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, η επιτροπή έρευνας επισημαίνει ότι ο X «δεν […] παρενέβη με την πυγμή που ενδεχομένως απαιτείτο προκειμένου να καταστήσει σαφές στον Y ότι τα καθήκοντα του ανετίθεντο εξαρχής επί προσωρινής βάσεως».

83      Ως προς τον Y, η επιτροπή έρευνας διαπιστώνει ότι «βαθμηδόν απομάκρυνε [την προσφεύγουσα] από τη θέση της, οικειοποιούμενος όλες τις στρατηγικές πτυχές που η υπηρεσία συντονισμού εμπερικλείει. Επί του παρόντος, είναι σαφές […] ότι το οργανόγραμμα της [ΓΔ “Διαχείριση κινδύνων’] είναι διαρθρωμένο κατά τρόπον ώστε ο [Y] να συγκεντρώνει όλα τα κομβικής σημασίας και στρατηγικής φύσεως καθήκοντα, καθώς και τα ιδιαιτέρως προβεβλημένα έναντι της ιεραρχίας της Τράπεζας καθήκοντα, ενώ [η προσφεύγουσα] περιορίζεται σε διοικητικά καθήκοντα. Συνεπώς, αυτό που [η προσφεύγουσα] ανέμενε συνέβη». Η επιτροπή έρευνας προσθέτει ότι, κατά την άποψή της, ο Y «επωφελήθηκε της γενικής καταστάσεως που επικρατούσε στη [ΓΔ “Διαχείριση κινδύνων”] κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή προκειμένου να δώσει ώθηση στην επαγγελματική του σταδιοδρομία και [ότι] αυτός απεδέχθη κατ’ αυτόν τον τρόπο αντίστοιχη συρρίκνωση των καθηκόντων της [προσφεύγουσας]».

84      Η επιτροπή έρευνας επισημαίνει περαιτέρω ότι «παρατηρούνται ορισμένες ελλείψεις στην παρεχόμενη προς την [προσφεύγουσα] πληροφόρηση» και ότι «ο ρόλος και οι ευθύνες της [προσφεύγουσας] απώλεσαν πράγματι το μεγαλύτερο μέρος των στρατηγικών και κομβικής σημασίας στοιχείων τους, τα οποία θα καθιστούσαν δυνατή την προβολή της έναντι της ιεραρχίας της Τράπεζας και θα προλείαιναν το έδαφος για τη μεταγενέστερη υπηρεσιακή της ανέλιξη», και ότι ο εξοβελισμός της προσφεύγουσας από τον κύκλο των συναδέλφων της, «κατά τα φαινόμενα, πράγματι συνέβη».

85      Επιπροσθέτως, η επιτροπή έρευνας «είναι πεπεισμένη ότι η [προσφεύγουσα] εμφανίζει όλα τα συμπτώματα που κατά κανόνα μαρτυρούν ηθική παρενόχληση: κατάσταση καταθλίψεως, δυσθυμία, αίσθημα άγχους, μειωμένη αυτοεκτίμηση, αίσθημα μοναξιάς και απομονώσεως, διερώτηση για το νόημα της ζωής και της επαγγελματικής εξελίξεως, ιδιαίτερη δυσχέρεια στη δημιουργία σχέσεων στον χώρο εργασίας της» και διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα «είναι ένα άτομο που βιώνει έντονο ψυχικό πόνο, εμφανίζοντας όλα τα συμπτώματα ηθικής παρενοχλήσεως».

86      Το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει, ωστόσο, να επισημάνει ότι η επιτροπή έρευνας, αφού κατέληξε, αφενός, στο υποστατό ορισμένων εκ των συμπεριφορών που η προσφεύγουσα καταλόγιζε στους φερόμενους ως παρενοχλούντες και, αφετέρου, στην παρουσία συμπτωμάτων ηθικής παρενοχλήσεως στο πρόσωπό της, δεν επεδίωξε να εξακριβώσει εάν οι προαναφερθείσες συμπεριφορές αποτελούσαν την αιτία των συμπτωμάτων ηθικής παρενοχλήσεως, ιδίως της μειωμένης αυτοεκτιμήσεως και αυτοπεποιθήσεως, που η προσφεύγουσα εμφάνιζε. Ως προς τον X, η επιτροπή έρευνας απεφάνθη ότι δεν είχε «διαπιστώσει καταχρηστική και εκ προθέσεως συμπεριφορά εκ μέρους του, ικανή να χαρακτηρισθεί παρενόχληση» ενώ, ως προς τον Y, η επιτροπή έρευνας, αφού διαπίστωσε ότι ορισμένες εκ των καταγγελθεισών από την προσφεύγουσα συμπεριφορών είχαν εξακριβωθεί, δεν απεφάνθη επί του ζητήματος αν οι συμπεριφορές αυτές στοιχειοθετούσαν ηθική παρενόχληση.

87      Λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας συλλογιστικής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας, αφενός, εκδόθηκε κατόπιν έρευνας στο πλαίσιο της οποίας η διαγωγή των φερόμενων ως παρενοχλούντων δεν εξετάσθηκε υπό το πρίσμα του ορισμού της ηθικής παρενοχλήσεως κατά το άρθρο 2.1 της πολιτικής, σε συνδυασμό με το άρθρο 3.6.1 του κώδικα διαγωγής, και, αφετέρου, στερείται συνοχής, καθόσον, μολονότι διαπιστώνει τόσο το υποστατό ορισμένων εκ των συμπεριφορών που η καταγγέλλουσα προσάπτει στους φερόμενους ως παρενοχλούντες όσο και την εμφάνιση, εκ μέρους της προσφεύγουσας, συμπτωμάτων ηθικής παρενοχλήσεως, δεν διερευνά εάν μεταξύ των εν λόγω συμπεριφορών και των προαναφερθέντων συμπτωμάτων υφίσταται σχέση αιτίου-αιτιατού.

88      Συνεπώς, η γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας ενέχει πλημμέλειες.

89      Ως εκ τούτου, ο πρόεδρος της Τράπεζας, εκδίδοντας επί τη βάσει της εν λόγω γνωμοδοτήσεως την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Δεδομένου ότι ο πρόεδρος της Τράπεζας ενήργησε παρανόμως, η απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011 πρέπει να ακυρωθεί.

90      Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011 πρέπει να γίνει δεκτό.

II –  Επί του αποζημιωτικού αιτήματος της προσφεύγουσας

91      Το αποζημιωτικό αίτημα της προσφεύγουσας διαρθρώνεται σε τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος η προσφεύγουσα ζητεί την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που διατείνεται ότι υπέστη από τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011. Με το δεύτερο σκέλος η προσφεύγουσα ζητεί την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη από την ηθική παρενόχληση και από την παράβαση, εκ μέρους της Τράπεζας, του καθήκοντός της μέριμνας. Με το τρίτο σκέλος η προσφεύγουσα ζητεί την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη από υπηρεσιακά πταίσματα.

 Α ‑ Επί της αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας και επί της ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης οι οποίες απορρέουν από τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

92      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011 τής προκάλεσε υλική ζημία, την οποία αποτιμά σε 218 800 ευρώ. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο πρόεδρος της Τράπεζας αρνήθηκε να λάβει μέτρα υπέρ της, αποκαθιστώντας την στα καθήκοντά της ή τοποθετώντας την σε νέα ομόλογη θέση προσφέρουσα σε αυτήν πραγματικές προοπτικές υπηρεσιακής εξελίξεως, η ίδια βρέθηκε να εργάζεται σε θέση αποψιλωμένη από ευθύνες και με ανύπαρκτες προοπτικές εξελίξεως. Ως εκ τούτου, η απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011 είχε και θα εξακολουθήσει να έχει αντίκτυπο στις αποδοχές της και, ιδίως, στις πριμοδοτήσεις της, τα οποία καθορίζονται σε συνάρτηση με τους στόχους και τις ευθύνες του υπαλλήλου. Η προσφεύγουσα επισημαίνει επίσης ότι η απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011 την περιήγαγε σε κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας η οποία της προκάλεσε σημαντική ηθική βλάβη, βλάβη η οποία δεν δύναται να ικανοποιηθεί με την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως και την οποία η ίδια αποτιμά κατά δίκαιο και εύλογο υπολογισμό στο ποσό των 50 000 ευρώ.

93      Η Τράπεζα αντιτείνει ότι το εν λόγω αποζημιωτικό αίτημα είναι αβάσιμο, καθώς δεν δύναται να της καταλογισθεί καμία παράνομη συμπεριφορά.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

94      Κατά πάγια νομολογία, για την ίδρυση εξωσυμβατικής ευθύνης της Διοικήσεως απαιτείται η σωρευτική συνδρομή τριών προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα διοικητικής πράξεως ή συμπεριφοράς προσαπτόμενης στα θεσμικά όργανα, του υποστατού της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση Σκουλίδη κατά Επιτροπής, F‑4/07, EU:F:2008:22, σκέψη 43, και διάταξη Marcuccio κατά Επιτροπής, F‑69/10, EU:F:2011:128, σκέψη 22). Επομένως, η μη συνδρομή μίας εκ των τριών αυτών προϋποθέσεων αρκεί για την απόρριψη αγωγής αποζημιώσεως (απόφαση Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψεις 11 και 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η υλική ζημία και η ηθική βλάβη τις οποίες προβάλλει η προσφεύγουσα απορρέουν από την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011, τον παράνομο χαρακτήρα της οποίας το Δικαστήριο ΔΔ διαπίστωσε ανωτέρω, με τη σκέψη 89 της παρούσας αποφάσεως.

96      Δεδομένου ότι ο παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως της Τράπεζας έχει καταφαθεί, επιβάλλεται να εξετασθεί αν η εν λόγω παράνομη απόφαση είχε επιζήμιες συνέπειες για την προσφεύγουσα.

97      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το αίτημα της προσφεύγουσας για αποκατάσταση, εκ μέρους της Τράπεζας, της υλικής ζημίας που της προκάλεσε η απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011, στον βαθμό κατά τον οποίο η Τράπεζα, θέτοντας την καταγγελία της στο αρχείο χωρίς να δώσει σε αυτήν διοικητική συνέχεια, αρνήθηκε να λάβει μέτρα υπέρ της προσφεύγουσας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να καταλήξει η προσφεύγουσα να εργάζεται σε θέση αποψιλωμένη από ευθύνες, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ακύρωση πράξεως εκ μέρους του δικαστή συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνιση της εν λόγω πράξεως από την έννομη τάξη και ότι, οσάκις η μετέπειτα ακυρωθείσα πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί, η εξάλειψη των αποτελεσμάτων της επιβάλλει την επαναφορά της έννομης καταστάσεως στην οποία ο προσφεύγων βρισκόταν προ της εκδόσεως της εν λόγω πράξεως (απόφαση Kalmár κατά Ευρωπόλ, F‑83/09, EU:F:2011:66, σκέψη 8). Εξάλλου, κατά το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε τη μετέπειτα ακυρωθείσα οφείλει «να λ[άβει] τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της […] Ένωσης».

98      Στο πλαίσιο των μέτρων που η Τράπεζα θα κληθεί να λάβει προς εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο, μη δυνάμενο να προδικάσει το πόρισμα ενδεχόμενης νέας διαδικασίας έρευνας, δεν μπορεί, κατά το παρόν στάδιο, να υποχρεώσει την Τράπεζα να αποζημιώσει την προσφεύγουσα για την υλική ζημία που αυτή θα έχει υποστεί από της 27ης Ιουλίου 2011. Συνεπώς, το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας, το οποίο είναι εν πάση περιπτώσει πρόωρο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

99      Όσον αφορά, δεύτερον, την ηθική βλάβη που η προσφεύγουσα εκτιμά ότι υπέστη, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση παράνομης πράξεως ενδέχεται να συνιστά, αυτή καθ’ εαυτήν, προσήκουσα και κατ’ αρχήν επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που η εν λόγω πράξη προκάλεσε, εκτός εάν ο προσφεύγων αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία δύναται να διαχωρισθεί από την παρανομία που οδήγησε στην ακύρωση της αποφάσεως και η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως δια της εν λόγω ακυρώσεως (απόφαση CH κατά Κοινοβουλίου, F‑129/12, EU:F:2013:203, σκέψη 64). Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει επίσης ότι είναι σαφές ότι το αίσθημα αδικίας και η ταλαιπωρία που προκαλεί σε ένα πρόσωπο το γεγονός ότι πρέπει να κινήσει ένδικη διαδικασία για την αναγνώριση των δικαιωμάτων του δύνανται να συνιστούν ηθική βλάβη η οποία ενδέχεται να απορρέει εκ μόνου του γεγονότος ότι η Διοίκηση διέπραξε παρανομίες. Μια τέτοια ηθική βλάβη ενδέχεται να γεννά αξίωση αποζημιώσεως οσάκις δεν αντισταθμίζεται με την ικανοποίηση που αντλείται από την ακύρωση της επίμαχης πράξεως (βλ., συναφώς, απόφαση CC κατά Κοινοβουλίου, F‑9/12, EU:F:2013:116, σκέψη 128, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑457/13 P).

100    Με τη σκέψη 89 παρούσας αποφάσεως εκρίθη ότι ο πρόεδρος της Τράπεζας είχε διαπράξει παρανομία η οποία οδήγησε στην ακύρωση της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Τράπεζας δεν έδωσε διοικητική συνέχεια στην καταγγελία της προσφεύγουσας περιήγαγε αυτήν σε κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας η οποία συνιστά ηθική βλάβη δυνάμενη να διαχωρισθεί από την παρανομία που επέσυρε την ακύρωση της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011 και μη δυνάμενη να ικανοποιηθεί πλήρως διά της ακυρώσεως και μόνον της εν λόγω αποφάσεως.

101    Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι, στον βαθμό κατά τον οποίο η γνωμοδότηση της επιτροπής έρευνας αφορούσε καταγγελία για ηθική παρενόχληση, ο πρόεδρος της Τράπεζας όφειλε να εξετάσει επιμελώς την εν λόγω γνωμοδότηση προκειμένου να ελέγξει εάν η έρευνα είχε διεξαχθεί προσηκόντως και να ενεργήσει αντιστοίχως στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνονταν πλημμέλειες.

102    Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι, κατ’ ορθή αξιολόγηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η προσφεύγουσα και υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η χρηματική ικανοποίηση της εν λόγω βλάβης πρέπει να καθορισθεί, κατά δίκαιη και εύλογη κρίση, στο ποσό των 30 000 ευρώ.

 Β ‑ Επί της αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας και επί της ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη από την ηθική παρενόχληση και από την παράβαση, εκ μέρους της Τράπεζας, του καθήκοντός της μέριμνας

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

103    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Τράπεζα παρέβη τα καθήκοντά της μέριμνας και αρωγής, διότι, παρά τις αναφορές της ιδίας προς τον προϊστάμενό της, προς το τμήμα ανθρωπίνων πόρων και προς τον πρόεδρο της Τράπεζας, δεν ελήφθη κανένα μέτρο για την παύση των συμπεριφορών παρενοχλήσεως και εκφοβισμού των X και Y προς το πρόσωπό της. Η Τράπεζα συναίνεσε, ως εκ τούτου, στην επί μήνες συνέχιση των εν λόγω συμπεριφορών. Όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, η Τράπεζα παρέβη, ειδικότερα, τα καθήκοντά της μέριμνας και αρωγής μη λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση ειδικού ιατρού περί μετακινήσεώς της σε άλλη υπηρεσία.

104    Κατά την προσφεύγουσα, η εν λόγω παράβαση των καθηκόντων μέριμνας και αρωγής καθώς και η παρενόχληση που αυτή υπέστη επιτάχυναν τη σωματική και ψυχική της κατάπτωση, προκαλώντας της ηθική βλάβη την οποία αποτιμά σε 50 000 ευρώ. Η εν λόγω παράβαση και η παρενόχληση της προκάλεσαν επίσης υλική ζημία, αποτιμώμενη σε 218 800 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί, αφενός, στην απώλεια πριμοδοτήσεως για τα έτη 2010 έως 2015 και, αφετέρου, στην απώλεια ευκαιριών υπηρεσιακής εξελίξεως. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η ηθική παρενόχληση της οποίας εκτιμά ότι υπήρξε θύμα την ανάγκασε να προσφύγει στις υπηρεσίες δικηγόρου για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της κατά τη διαδικασία έρευνας, υπηρεσίες το κόστος των οποίων ανέρχεται σε 13 361,93 ευρώ.

105    Η Τράπεζα ζητεί την απόρριψη του εν λόγω αποζημιωτικού αιτήματος.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

106    Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο ΔΔ καλείται να εξετάσει εάν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Τράπεζα παρέβη τα καθήκοντά της μέριμνας και αρωγής αρνούμενη να της παράσχει στήριξη όταν αυτή προέβη σε αναφορά για παρενόχληση.

107    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, για τη διαχείριση των περιπτώσεων εκφοβισμού και παρενοχλήσεως, η πολιτική προβλέπει δύο εσωτερικές διαδικασίες, μια ανεπίσημη, δια της οποίας ο οικείος υπάλληλος επιδιώκει φιλική επίλυση, και μια επίσημη, στο πλαίσιο της οποίας ο υπάλληλος υποβάλλει επίσημη καταγγελία η οποία εξετάζεται εν συνεχεία από επιτροπή έρευνας.

108    Μολονότι, με την αιτίασή της, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Τράπεζα τη μη λήψη των μέτρων που η ίδια θεωρούσε αναγκαία για την παύση της παρενοχλήσεώς της προ της εκ μέρους της υποβολής, τη 18η Φεβρουαρίου 2011, αιτήσεως για κίνηση διαδικασίας έρευνας, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η εν λόγω στάση της Τράπεζας εντάσσεται στο πλαίσιο της ανεπίσημης διαδικασίας που σκοπούσε σε φιλικό διακανονισμό μεταξύ της προσφεύγουσας και των φερόμενων ως παρενοχλούντων και ότι, ελλείψει άλλων ενδείξεων εκ μέρους της προσφεύγουσας, η εν λόγω στάση δεν δύναται να χαρακτηρισθεί παράβαση, εκ μέρους της Τράπεζας, των καθηκόντων της μέριμνας και αρωγής.

109    Ομοίως, από τη δικογραφία προκύπτει, ότι με έγγραφο της 22ας Φεβρουαρίου 2011, η Τράπεζα απάντησε στην υποβληθείσα τη 18η Φεβρουαρίου 2011 αίτηση της προσφεύγουσας και ότι, με έγγραφο του διευθυντή του τμήματος ανθρωπίνων πόρων της 28ης Φεβρουαρίου 2011, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την έναρξη της διαδικασίας έρευνας. Εν συνεχεία, τα διάφορα στάδια της διαδικασίας έρευνας ολοκληρώθηκαν εντός βραχέος χρονικού διαστήματος. Συγκεκριμένα, με υπόμνημα της 14ης Μαρτίου 2011, η προσφεύγουσα ανέπτυξε την καταγγελία της, στην οποία οι φερόμενοι ως παρενοχλούντες απάντησαν με υπομνήματα της 28ης Μαρτίου 2011. Η επιτροπή έρευνας προέβη σε ακρόαση της προσφεύγουσας καθώς και των X και Y τη 2α Μαΐου 2011 και εξέδωσε τη γνωμοδότησή της την 11η Ιουλίου 2011. Υπό τις συνθήκες αυτές η προσφεύγουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι η Τράπεζα παρέβη τα καθήκοντά της μέριμνας και αρωγής κατά τη διαδικασία έρευνας.

110    Όσον αφορά, ειδικότερα, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Τράπεζα δεν ακολούθησε τη σύσταση ειδικού ιατρού, του Δρ. A, περί μετακινήσεώς της σε άλλη υπηρεσία, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η εν λόγω σύσταση φέρει ημερομηνία 10 Μαρτίου 2011. Εν συνεχεία, με την απάντησή της επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα δηλώνει ότι συζητήσεις περί ενδεχόμενης μετακινήσεώς της στην υπηρεσία χρηματοοικονομικού ελέγχου είχαν ξεκινήσει ήδη τον Νοέμβριο του 2010. Τέλος, από την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2011 προκύπτει ότι κατά την ημερομηνία της εν λόγω αποφάσεως οι συζητήσεις αυτές τελούσαν ακόμη εν εξελίξει. Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι συζητήσεις περί ενδεχόμενης μετακινήσεως της προσφεύγουσας έλαβαν χώρα μετά τη 10η Μαρτίου 2011. Συνεπώς, η προσφεύγουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι η Τράπεζα δεν έλαβε υπόψη την προαναφερθείσα σύσταση περί μετακινήσεώς της.

111    Πρέπει δε να προστεθεί ότι, στην περίπτωση κατά την οποία με το συγκεκριμένο επιχείρημά της η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι οι συζητήσεις που η Τράπεζα διεξήγαγε για τη μετακίνησή της στην υπηρεσία χρηματοοικονομικού ελέγχου ή τυχόν άλλες συζητήσεις περί μετακινήσεως της σε άλλη υπηρεσία δεν αφορούσαν μετακίνηση της σε ομόλογη θέση προσφέρουσα σε αυτήν πραγματικές προοπτικές υπηρεσιακής εξελίξεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Τράπεζα δεν ενήργησε καλοπίστως.

112    Λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας συλλογιστικής, επιβάλλεται η απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως, εκ μέρους της Τράπεζας, των καθηκόντων της μέριμνας και αρωγής.

113    Δεύτερον, το Δικαστήριο ΔΔ καλείται να εξετάσει εάν η ηθική παρενόχληση που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη τής προκάλεσε, όπως η ίδια διατείνεται, υλική ζημία και ηθική βλάβη.

114    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η κατάφαση ή μη παρενοχλήσεως αποτελεί έργο της επιτροπής έρευνας και ότι, εν προκειμένω, ως προς τον X, η επιτροπή έρευνας περιορίσθηκε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε «διαπιστώσει καταχρηστική και εκ προθέσεως συμπεριφορά εκ μέρους του ικανή να χαρακτηρισθεί παρενόχληση», ενώ, ως προς τον Y, η εν λόγω επιτροπή δεν απεφάνθη επί του ζητήματος αν οι καταγγελθείσες από την προσφεύγουσα συμπεριφορές, τις οποίες είχε και η ίδια διαπιστώσει, στοιχειοθετούσαν ηθική παρενόχληση.

115    Δεδομένου ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν δύναται να προδικάσει το πόρισμα ενδεχόμενης νέας έρευνας ή ενδεχόμενης νέας γνωμοδοτήσεως ούτε το περιεχόμενο της μέλλουσας αποφάσεως του προέδρου της Τράπεζας, το αποζημιωτικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί λόγω του πρόωρου χαρακτήρα του.

116    Τέλος, επιβάλλεται να εξετασθεί το αίτημα της προσφεύγουσας περί αποδόσεως των δαπανών στις οποίες υπεβλήθη και της αμοιβής του δικηγόρου στις υπηρεσίες του οποίου υποχρεώθηκε να προσφύγει προκειμένου να διασφαλίσει τα δικαιώματά της στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας.

117    Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι τα έξοδα δικηγόρου στα οποία ο προσφεύγων έχει υποβληθεί στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας αποτελούν έξοδα που αναζητούνται κατά τους όρους των άρθρων 86 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ και τα οποία εκκαθαρίζονται στο πλαίσιο αυτό. Όσον αφορά τα έξοδα δικηγόρου στα οποία ο διάδικος έχει υποβληθεί στο πλαίσιο διαδικασίας έρευνας για παρενόχληση, το άρθρο 91 του ιδίου κανονισμού συγκαταλέγει μεταξύ των εξόδων που αναζητούνται μόνον τα σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ έξοδα, αποκλείοντας τα έξοδα που σχετίζονται με την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Ως εκ τούτου, η αναγνώριση των εξόδων στα οποία ο διάδικος έχει υποβληθεί κατά τη διαδικασία έρευνας, η οποία προηγείται της ένδικης διαδικασίας, ως ζημίας η οποία δύναται να αποκατασταθεί στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως θα ερχόταν σε αντίθεση με τον χαρακτήρα των εξόδων του εν λόγω σταδίου ως μη αποδοτέων. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν δύναται, στο πλαίσιο της αγωγής της αποζημιώσεως, να επιτύχει απόδοση της αμοιβής του συμβούλου της και των δαπανών στις οποίες υπεβλήθη κατά τη διαδικασία έρευνας.

118    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η απόρριψη του αιτήματος της προσφεύγουσας περί αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας και περί ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που αυτή υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της ηθικής παρενοχλήσεως και της παραβάσεως, εκ μέρους της Τράπεζας, του καθήκοντός της μέριμνας.

 Γ ‑ Επί της αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας και επί της ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη από υπηρεσιακά πταίσματα της Τράπεζας

119    Προς στήριξη του υπό εξέταση αποζημιωτικού αιτήματός της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο υπηρεσιακά πταίσματα στα οποία, όπως υποστηρίζει, υπέπεσε η Τράπεζα κατά τη διαδικασία έρευνας, ήτοι, πρώτον, παράβαση, εκ μέρους της Τράπεζας, της υποχρεώσεώς της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, καθώς και των προβλεπόμενων από την πολιτική κανόνων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων και, δεύτερον, παρεμπόδιση της εξετάσεως μαρτύρων.

1.     Επί της παραβάσεως, εκ μέρους της Τράπεζας, της υποχρεώσεώς της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, καθώς και των προβλεπόμενων από την πολιτική κανόνων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

120    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Τράπεζα παρέβη την υποχρέωσή της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως και τους κανόνες που αφορούν την προστασία των προσωπικών δεδομένων, η οποία προβλέπεται από την πολιτική, όπως την ενέκρινε ο ΕΕΠΔ το 2005. Όπως επισημαίνει, η Τράπεζα παρακώλυσε την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας έρευνας, προκάλεσε αρνητική για την ίδια φημολογία και έβλαψε την υπόληψη και την αξιοπιστία της, προξενώντας της ηθική βλάβη την οποία αποτιμά σε 10 000 ευρώ.

121    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της η προσφεύγουσα προβάλλει δύο αιτιάσεις.

122    Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεώς της η προσφεύγουσα προσάπτει στην Τράπεζα ότι κοινοποίησε στον νέο γενικό διευθυντή της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων», πρόσωπο ξένο προς τη διαδικασία έρευνας, το υπόμνημα που είχε συντάξει ο X προς απάντηση στο από 14 Μαρτίου 2011 υπόμνημά της. Ομοίως, η προσφεύγουσα επικρίνει το γεγονός ότι «ορισμένα μέλη του διοικητικού προσωπικού» του τμήματος συντονισμού είχαν πρόσβαση στον φάκελο που σχηματίσθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας. Με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του ΕΕΠΔ η προσφεύγουσα προσκομίζει ηλεκτρονική αλληλογραφία προς στήριξη της θέσεώς της ότι ένα εκ των εγγράφων που είχαν συνταχθεί κατά τη διαδικασία έρευνας εις βάρος των X και Y διαβιβάσθηκε σε πρόσωπα ξένα προς τη διαδικασία.

123    Η Τράπεζα αρνείται ότι παρέσχε στον νέο γενικό διευθυντή της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» ή σε οιοδήποτε άλλο πρόσωπο ξένο προς τη διαδικασία έρευνας πρόσβαση στο υπόμνημα που είχε συντάξει ο X στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Η καθής τονίζει ότι είχε ενημερώσει την προσφεύγουσα και τους φερόμενους ως παρενοχλούντες για τον απολύτως εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων που κοινοποιούνταν στα δύο μέρη στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας.

124    Με τη δεύτερη αιτίασή της η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας, η Τράπεζα διαβίβασε στους φερόμενους ως παρενοχλούντες το από 14 Μαρτίου 2011 υπόμνημά της στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων του, παρά το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά «περιείχαν πληθώρα εμπιστευτικών προσωπικών δεδομένων, σχετικών, μεταξύ άλλων, με την κατάσταση υγείας [της]» και μολονότι η πολιτική ορίζει ότι ο φερόμενος ως παρενοχλών δεν λαμβάνει αντίγραφο του υπομνήματος που περιέχει την καταγγελία.

125    Η Τράπεζα υποστηρίζει ότι ο προβλεπόμενος από την πολιτική κανόνας ότι ο φερόμενος ως παρενοχλών δεν λαμβάνει αντίγραφο του υπομνήματος που περιέχει την καταγγελία δεν κατοχυρώνει πλήρως τα δικαιώματα άμυνας, τα οποία πρέπει να διασφαλίζονται σε οιαδήποτε διαδικασία δύναται να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξεως. Δεδομένου ότι η διαδικασία έρευνας θα μπορούσε να καταλήξει στην απόλυση των X και Y, η Τράπεζα, μεριμνώντας για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας των φερόμενων ως παρενοχλούντων και αφού στάθμισε την αναγκαιότητα διαβιβάσεως ολόκληρου του φακέλου ή μέρους αυτού, αποφάσισε να διαβιβάσει σε αυτούς το από 14 Μαρτίου 2011 υπόμνημα της προσφεύγουσας στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων του. Ειδικότερα, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε κατηγορήσει τους X και Y ως υπαιτίους των προβλημάτων υγείας της, εκρίθη αναγκαία η διαβίβαση σε αυτούς της σχετικής γνωματεύσεως του ψυχιάτρου, Δρ. A, της 10ης Μαρτίου 2011, σύμφωνα με την οποία οι ψυχικές διαταραχές της προσφεύγουσας ανάγονταν χρονικώς στο διάστημα κατά το οποίο της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» προΐστατο ακόμη ο προηγούμενος γενικός διευθυντής και οφείλονταν στην ασκούμενη από αυτόν πίεση και η οποία συνέστηνε παράλληλα τη μετακίνηση της προσφεύγουσας σε άλλη υπηρεσία.

126    Η Τράπεζα προσθέτει ότι η διαβίβαση του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011 στο σύνολό του, μετά των παραρτημάτων του, δεν είναι αδικαιολόγητη, κατά μείζονα λόγο διότι, με το από 28 Φεβρουαρίου 2011 έγγραφό του, ο διευθυντής του τμήματος ανθρωπίνων πόρων είχε επιστήσει ρητώς την προσοχή της προσφεύγουσας στο γεγονός ότι το υπόμνημά της επρόκειτο να κοινοποιηθεί στους φερόμενους ως παρενοχλούντες στο σύνολό του. Κατά την καθής, εφόσον, μολοντούτο, η προσφεύγουσα αποφάσισε να καταθέσει το υπόμνημά της με όλα του τα παραρτήματα, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών γνωματεύσεων, χωρίς να ζητήσει την εμπιστευτική μεταχείριση των εν λόγω εγγράφων, παρέσχε σιωπηλώς τη συγκατάθεσή της για τη διαβίβαση των εγγράφων αυτών στους X και Y.

127    Μολονότι ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως του καθήκοντος εμπιστευτικής μεταχειρίσεως και των κανόνων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων, με το υπόμνημά του παρεμβάσεως ο ΕΕΠΔ τοποθετείται αποκλειστικώς επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αντλείται από κοινοποίηση στους φερόμενους ως παρενοχλούντες του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011 στο σύνολό του. Ο παρεμβαίνων, όπως η προσφεύγουσα, ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να αναγνωρίσει ότι η εν λόγω κοινοποίηση συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα της Τράπεζας και να υποχρεώσει την Τράπεζα να αποκαταστήσει τη ζημία που η προσφεύγουσα υπέστη λόγω αυτού.

128    Προς στήριξη του αιτήματός του ο ΕΕΠΔ προβάλλει δύο ισχυρισμούς, αντλούμενους από παράβαση, αντιστοίχως, των διατάξεων της πολιτικής και των διατάξεων του κανονισμού 45/2001.

129    Με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως η προσφεύγουσα επισημαίνει επίσης ότι ο τρόπος κατά τον οποίο η Τράπεζα ερμηνεύει την υποχρέωση διασφαλίσεως των δικαιωμάτων άμυνας παρουσιάζει διακυμάνσεις, καθώς σε άλλη διαδικασία έρευνας που διεξήχθη το 2010, η ίδια αρνήθηκε να διαβιβάσει την καταγγελία και τα συνημμένα σε αυτήν έγγραφα στο πρόσωπο εις βάρος του οποίου είχε κινηθεί η διαδικασία έρευνας.

130    Με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του ΕΕΠΔ η Τράπεζα υποστηρίζει ότι ο δεύτερος ισχυρισμός που προβάλλει ο ΕΕΠΔ και ο οποίος αντλείται από παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 45/2001 είναι απαράδεκτος καθόσον δεν προβλήθηκε από την προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής της.

131    Επί της ουσίας η Τράπεζα τονίζει κατ’ αρχάς ότι ουδέποτε δήλωσε ότι η πλήρης κοινοποίηση του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011 και των παραρτημάτων του ήταν αντίθετη προς την εσωτερική διαδικασία· αντιθέτως, δικαιολόγησε την εν λόγω πλήρη διαβίβαση βασιζόμενη στο γεγονός ότι οι κανόνες της εσωτερικής διαδικασίας πρέπει να συνάδουν προς τις γενικές διατάξεις στο πεδίο της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας.

132    Εν συνεχεία, η Τράπεζα επισημαίνει ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει ο ΕΕΠΔ, η κοινοποίηση του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011 στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων του, δεν συνιστά παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 45/2001. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη λύση που προκρίθηκε με την απόφαση X κατά ΕΚΤ (T‑333/99, EU:T:2001:251), η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει τη διασφάλιση αυτών σε οιαδήποτε διαδικασία δύναται να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξεως και όχι μόνο στις ένδικες διαδικασίες. Εν προκειμένω, η διαδικασία έρευνας ηδύνατο να καταλήξει στην απόλυση των X και Y, ήτοι σε πράξη βλαπτική για τους ίδιους, τούτο δε πολύ προ της κινήσεως ένδικης διαδικασίας. Δεδομένου ότι όφειλε να σεβασθεί τα δικαιώματα άμυνας, η Τράπεζα προέβη στην προαναφερθείσα κοινοποίηση, συμφώνως προς το άρθρο 5, στοιχείο β΄, του κανονισμού 5/2001.

133    Η Τράπεζα αμφισβητεί επίσης τη δήλωση του ΕΕΠΔ ότι δεν εξέτασε δεόντως, προ της διαβιβάσεως του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011 στους φερόμενους ως παρενοχλούντες, κατά πόσον το υπόμνημα αυτό έπρεπε να κοινοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει. Κατά την Τράπεζα, πρόκειται για απλές εικασίες του ΕΕΠΔ, αφού η ίδια προέβη πράγματι σε εμπεριστατωμένη εξέταση.

134    Με τα υπομνήματά τους προς απάντηση επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας η προσφεύγουσα και ο ΕΕΠΔ τοποθετήθηκαν επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Τράπεζα με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

135    Το Δικαστήριο ΔΔ θα εξετάσει κατ’ αρχάς εάν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Τράπεζα βαρύνεται πράγματι με τα δύο προαναφερθέντα υπηρεσιακά πταίσματα. Σε περίπτωση διαπιστώσεως των πταισμάτων, το Δικαστήριο ΔΔ θα εξετάσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας που έχει ενδεχομένως προκληθεί και των προβαλλόμενων πταισμάτων. Τέλος, το Δικαστήριο ΔΔ θα αποφανθεί επί του ύψους της αποζημιώσεως η οποία θα πρέπει ενδεχομένως να καταβληθεί.

 Επί της παροχής σε τρίτους προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας

136    Προς στήριξη της αιτιάσεώς της ότι ο νέος γενικός διευθυντής της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» καθώς και «ορισμένα μέλη του διοικητικού προσωπικού» του τμήματος συντονισμού είχαν πρόσβαση στον φάκελο που σχηματίσθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας, η προσφεύγουσα προσκομίζει, αφενός, με παράρτημα του δικογράφου της, απόσπασμα του υπομνήματος που ο X είχε συντάξει προς απάντηση στο από 14 Μαρτίου 2011 υπόμνημά της, καθώς και απόσπασμα εγγράφου συνταχθέντος από τον νέο γενικό διευθυντή της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας ενστάσεως που η προσφεύγουσα κίνησε κατά της εκθέσεως αξιολογήσεώς της για το έτος 2010, διότι εκτιμά ότι το δεύτερο απόσπασμα είναι έντονα επηρεασμένο από το πρώτο. Αφετέρου, με παράρτημα του υπομνήματός της παρατηρήσεων επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του ΕΕΠΔ, η προσφεύγουσα προσκομίζει δύο ηλεκτρονικές επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ της ιδίας και αλλού υπαλλήλου της Τράπεζας.

137    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τα δύο αποσπάσματα εγγράφων που επισυνάπτονται ως παράρτημα του δικογράφου, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι περιέχουν αμφότερα φράση με όμοια κατ’ ουσίαν διατύπωση.

138    Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ παρατηρεί ότι, με το έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2012 που απηύθυνε στον ΕΕΠΔ, η Τράπεζα επισημαίνει ότι το έγγραφο του νέου γενικού διευθυντή της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων», του οποίου απόσπασμα επισυνάπτεται στο δικόγραφο, συνετάχθη από τον ίδιο προς απάντηση επί επίσημης ενστάσεως που η προσφεύγουσα είχε υποβάλει, λίγες ημέρες μετά τη συνταξιοδότηση του Χ, ενώπιον της επιτροπής ενστάσεων, η οποία είχε κληθεί να αποφανθεί επί της εκθέσεως αξιολογήσεώς της για το έτος 2010. Δεδομένου, ωστόσο, ότι όλη η διαδικασία ενστάσεως είχε κινηθεί υπό την ευθύνη του X, ο Χ, προ της συνταξιοδοτήσεώς του, απέστειλε αντίγραφο ενός εκ των υπομνημάτων του στον διάδοχό του, τον νέο γενικό διευθυντή της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων». Τα γεγονότα αυτά, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, θα μπορούσαν, επομένως, να εξηγήσουν την ομοιότητα που παρατηρείται σε συγκεκριμένη φράση εκάστου των δύο αποσπασμάτων. Ειδικότερα, το Δικαστήριο ΔΔ πιθανολογεί ευλόγως ότι ο Χ διαβίβασε στον διάδοχό του όλες τις πληροφορίες που θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να αποφανθεί επί της προαναφερθείσας επίσημης ενστάσεως. Εν πάση περιπτώσει, τα δύο αποσπάσματα που η προσφεύγουσα προσκομίζει δεν αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον ότι η Τράπεζα διαβίβασε στον νέο γενικό διευθυντή της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» το υπόμνημα που ο Χ είχε συντάξει προς απάντηση στην καταγγελία της.

139    Δεύτερον, όσον αφορά την ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ της προσφεύγουσας και άλλου υπαλλήλου της Τράπεζας, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι η πρώτη ηλεκτρονική επιστολή, στην οποία γίνεται λόγος για το γεγονός ότι ο νέος γενικός διευθυντής της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» δήλωσε, ενώπιον της επιτροπής ενστάσεων η οποία είχε κληθεί να αποφανθεί επί της εκθέσεως αξιολογήσεώς της για το έτος 2010, ότι είχε λάβει αντίγραφο του υπομνήματος που ο X είχε συντάξει στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας για την καταγγελία περί παρενοχλήσεως, το οποίο και διαβίβασε σε υφισταμένη της προσφεύγουσας, συνετάχθη από την προσφεύγουσα την 21η Μαρτίου 2012. Με την εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή, η προσφεύγουσα ρωτούσε τον παραλήπτη αυτής εάν το κείμενο που η ίδια είχε συντάξει αποτύπωνε πιστά τη δήλωση στην οποία ο νέος γενικός διευθυντής της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων» είχε προβεί κατά την ακρόασή του από την επιτροπή ενστάσεων, ακρόαση στην οποία ήταν παρόντες τόσο η ίδια όσο και ο εν λόγω παραλήπτης της ηλεκτρονικής επιστολής. Με την αποσταλείσα την επόμενη ημέρα απάντησή του επί της ηλεκτρονικής αυτής επιστολής, ο εν λόγω υπάλληλος επιβεβαίωσε την πιστότητα της διατυπώσεως του συνταχθέντος από την προσφεύγουσα κειμένου.

140    Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι ο υπάλληλος της Τράπεζας που μετέχει στην αλληλογραφία την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα δεν παρέσχε άμεση μαρτυρία αλλά περιορίσθηκε να επιβεβαιώσει τη διατύπωση του κειμένου που συνέταξε η ίδια η προσφεύγουσα, κειμένου το οποίο συνετάχθη εξάλλου μόλις την 21η Μαρτίου 2012 και ενώ η ακρόαση ενώπιον της επιτροπής ενστάσεων είχε λάβει χώρα το 2011. Επιπροσθέτως, η ηλεκτρονική επιστολή της προσφεύγουσας κάνει λόγο για διαβίβαση του υπομνήματος του X σε έναν μόνον υπάλληλο της Τράπεζας και όχι, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα με το δικόγραφό της, σε «ορισμένα μέλη του προσωπικού». Συνεπώς, η ηλεκτρονική αλληλογραφία την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα δεν αρκεί, εν προκειμένω, για να αποδείξει ότι η Τράπεζα διαβίβασε στον νέο γενικό διευθυντή της ΓΔ «Διαχείριση κινδύνων», καθώς και σε διάφορα μέλη του προσωπικού του τμήματος συντονισμού το υπόμνημα που ο Χ είχε συντάξει προς απάντηση στην καταγγελία της προσφεύγουσας.

141    Λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας συλλογιστικής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε αποδείξεις προς στήριξη της θέσεώς της, δεν απεδείχθη ότι η Τράπεζα παρέσχε σε τρίτους πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας.

 Επί της κοινοποιήσεως στους φερόμενους ως παρενοχλούντες του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011 στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων του

–       Επί της υπάρξεως πταίσματος

142    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, κατά την οποία η Τράπεζα υπέπεσε σε πταίσμα κοινοποιώντας το υπόμνημα της 14ης Μαρτίου 2011 μετά των παραρτημάτων του στους φερόμενους ως παρενοχλούντες, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μόνον ισχυρισμό, αντλούμενο από παράβαση της υποχρεώσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, καθώς και των προβλεπόμενων από την πολιτική κανόνων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

143    Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι, με το υπόμνημά του παρεμβάσεως, ο ΕΕΠΔ προβάλλει δεύτερο ισχυρισμό, αντλούμενο από παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 45/2001. Ερωτηθείς συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο ΕΕΠΔ τόνισε ότι δεν πρόκειται για δεύτερο ισχυρισμό αλλά για επιχείρημα προβαλλόμενο προς στήριξη του προβληθέντος από την προσφεύγουσα ισχυρισμού.

144    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, μολονότι το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του εν λόγω οργανισμού, τυγχάνει εφαρμογής στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, και το άρθρο 110, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ δεν αποκλείουν την εκ μέρους παρεμβαίνοντος προβολή επιχειρημάτων νέων ή διαφορετικών εκείνων του διαδίκου υπέρ του οποίου ασκείται η παρέμβαση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, προκειμένου η παρέμβαση να μην περιορίζεται σε απλή επανάληψη των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής/αγωγής, οι ανωτέρω διατάξεις παρέχουν στον παρεμβαίνοντα τη δυνατότητα να μεταβάλει ή να αλλοιώσει το πλαίσιο της διαφοράς, όπως αυτό καθορίσθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής/αγωγής, προβάλλοντας νέους λόγους/ισχυρισμούς (βλ., συναφώς, αποφάσεις BaByliss κατά Επιτροπής, T‑114/02, EU:T:2003:100, σκέψη 417, και SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, T‑155/04, EU:T:2006:387, σκέψη 42). H συλλογιστική του ΕΕΠΔ δεν μπορεί, επομένως, να γίνει δεκτή, διότι, υποστηρίζοντας ότι η Τράπεζα παρέβη ορισμένες διατάξεις του 45/2001, ο ΕΕΠΔ προέβαλε ισχυρισμό διάφορο του προβληθέντος από την προσφεύγουσα, ο οποίος αντλείται από παράβαση των διατάξεων της πολιτικής.

145    Εφόσον ο ΕΕΠΔ δεν δύναται να προβάλει ισχυρισμό επί του οποίου δεν στηρίζεται το δικόγραφο, ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

146    Μολοντούτο, το Δικαστήριο οφείλει να επισημάνει ότι η πολιτική προβλέπει ρητώς ότι ο φερόμενος ως παρενοχλών ενημερώνεται για το αντικείμενο της καταγγελίας και λαμβάνει τις αναγκαίες προς τούτο πληροφορίες, χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνει αντίγραφο του υπομνήματος του καταγγέλλοντος.

147    Εκ του γράμματος της πολιτικής της Τράπεζας προκύπτει ότι η εκ μέρους της Τράπεζας κοινοποίηση στους X και Y του υπομνήματος της προσφεύγουσας της 14ης Μαρτίου 2011 στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων του, συνιστά παράβαση των διατάξεων της πολιτικής. Συνεπώς, η Τράπεζα ευθύνεται με πταίσμα ικανό να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της.

148    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την υποχρέωση της Τράπεζας για σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας ούτε από την απόφαση X κατά ΕΚΤ (EU:T:2001:251) την οποία αυτή επικαλείται. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η Τράπεζα, η διαδικασία έρευνας δεν δύναται να καταλήξει απευθείας σε επιβολή κυρώσεως εις βάρος του φερόμενου ως παρενοχλούντος, διότι μια τέτοια κύρωση δύναται να επιβληθεί μόνον κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας. Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι η διαδικασία έρευνας δεν ηδύνατο να καταλήξει σε βλαπτική για τους φερόμενους ως παρενοχλούντες πράξη, η Τράπεζα δεν νομιμοποιείτο να κοινοποιήσει σε αυτούς όλα τα προσωπικά δεδομένα της προσφεύγουσας επικαλούμενη την υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων τους άμυνας.

149    Το επιχείρημα της Τράπεζας ότι η προσφεύγουσα είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων ότι το περιέχον την καταγγελία της υπόμνημα επρόκειτο να κοινοποιηθεί στους φερόμενους ως παρενοχλούντες δεν δύναται ομοίως να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, η μη ρητή εναντίωση της προσφεύγουσας στην κοινοποίηση του υπομνήματός της, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι εξελήφθη από την Τράπεζα ως σιωπηρή συναίνεση στην εν λόγω κοινοποίηση, δεν παρείχε στην Τράπεζα το δικαίωμα να παραβεί τους εσωτερικούς της κανόνες, εν προκειμένω τη διάταξη της πολιτικής που αποκλείει ρητώς την κοινοποίηση του υπομνήματος του καταγγέλλοντος στον φερόμενο ως παρενοχλούντα.

–       Επί της ηθικής βλάβης και της αιτιώδους συνάφειας

150    Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί με ποιον τρόπο η κοινοποίηση στους φερόμενους ως παρενοχλούντες του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011 στο σύνολό του, μετά των παραρτημάτων του, παρακώλυσε την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας έρευνας, προκαλώντας της ηθική βλάβη. Συνεπώς, το υποστατό της εν λόγω ηθικής βλάβης δεν αποδεικνύεται.

151    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η κοινοποίηση στους φερόμενους ως παρενοχλούντες του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011 στο σύνολό του, μετά των παραρτημάτων του, είχε επιπτώσεις στο ήδη εχθρικό εργασιακό περιβάλλον της, καθόσον η εν λόγω κοινοποίηση προκάλεσε αρνητική για την ίδια φημολογία και έβλαψε την υπόληψη και την αξιοπιστία της, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι το υπόμνημα της 14ης Μαρτίου 2011, μετά των παραρτημάτων του, περιέχει διάφορα προσωπικά δεδομένα της προσφεύγουσας, ιδίως σχετικά με την κατάσταση της υγείας της. Το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει επιβεβλημένη τη διαπίστωση ότι η διαβίβαση των εν λόγω προσωπικών δεδομένων της προσφεύγουσας στους φερόμενους ως παρενοχλούντες τής προκάλεσε ηθική βλάβη.

–       Επί της χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης

152    Επιβάλλεται η επισήμανση ότι το δικόγραφο δεν αναλύει ειδικώς τον τρόπο αποτιμήσεως της ηθικής βλάβης που η προσφεύγουσα υπέστη λόγω της διαβιβάσεως, εκ μέρους της Τράπεζας, του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011, στο σύνολό του, στους φερόμενους ως παρενοχλούντες.

153    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται ο κατά δίκαιη και εύλογη κρίση προσδιορισμός της ηθικής βλάβης που η προσφεύγουσα υπέστη σε 5 000 ευρώ, ποσό το οποίο η Τράπεζα πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει σε αυτήν ως χρηματική ικανοποίηση.

2.     Επί της παρεμποδίσεως της εξετάσεως μαρτύρων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

154    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Τράπεζα, αφενός, ότι παρέσχε σε διάφορα πρόσωπα τα οποία η ίδια είχε υποδείξει ως πρόσωπα που θα μπορούσαν να εξετασθούν από την επιτροπή έρευνας πεπλανημένες πληροφορίες επί της ενδεχόμενης καταθέσεώς τους, με αποτέλεσμα αυτά να αρνηθούν να καταθέσουν. Αφετέρου, ορισμένοι εκ των εν λόγω εν δυνάμει μαρτύρων δεν ενημερώθηκαν καν για το γεγονός ότι η προσφεύγουσα τούς είχε προτείνει ως μάρτυρες ούτε εκλήθησαν σε ακρόαση. Η Τράπεζα παρακώλυσε, ως εκ τούτου, την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας έρευνας και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Κατά την προσφεύγουσα, το εν λόγω πταίσμα της Τράπεζας τής προκάλεσε ηθική βλάβη η οποία, κατά δίκαιο και εύλογο υπολογισμό, αποτιμάται σε 40 000 ευρώ.

155    Η Τράπεζα αμφισβητεί το βάσιμο των κατηγοριών περί παρακωλύσεως της εξετάσεως μαρτύρων.

β)     Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

156    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, από τη δικογραφία προκύπτει πράγματι ότι ορισμένα εκ των προσώπων που η προσφεύγουσα είχε υποδείξει ως πιθανούς μάρτυρες αρνήθηκαν να καταθέσουν ενώπιον της επιτροπής έρευνας. Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε αποδείξεις ή έστω ενδείξεις προς στήριξη της θέσεώς της ότι η άρνηση των προσώπων αυτών οφείλεται σε παραπληροφόρηση εκ μέρους της Τράπεζας. Εξάλλου, η ίδια η προσφεύγουσα εμφανίζεται αβέβαιη για τη δήλωσή της, καθώς με το δικόγραφό της επισημαίνει ότι «φαίνεται ότι […] ορισμέν[α] [πρόσωπα] ζήτησαν να ενημερωθούν από το [τ]μήμα [α]νθρωπίνων [π]όρων της Τράπεζας για την εν λόγω διαδικασία» και ότι «θα» τους παρασχέθηκε πληροφόρηση. Η αιτίαση αυτή πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

157    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η οποία αντλείται από το γεγονός ότι η επιτροπή έρευνας δεν κάλεσε σε κατάθεση το σύνολο των προσώπων που η προσφεύγουσα είχε υποδείξει ως πιθανούς μάρτυρες, αρκεί η επισήμανση ότι η πολιτική ορίζει ότι η επιτροπή έρευνας έχει την ευχέρεια να ακολουθήσει τη διαδικασία που κρίνει κατάλληλη. Μολονότι είναι αληθές ότι η πολιτική προβλέπει επίσης ότι η επιτροπή έρευνας πραγματοποιεί ακροάσεις «των μαρτύρων που έχουν ενδεχομένως προταθεί από [τον καταγγέλλοντα]», από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το ορθό νόημα της εν λόγω διατάξεως είναι ότι η επιτροπή έρευνας υποχρεούται να καλέσει σε ακρόαση όλους τους πιθανούς μάρτυρες που ο καταγγέλλων έχει προτείνει. Αντιθέτως, όπως ορθώς επισημαίνει η Τράπεζα, απόκειται στην επιτροπή έρευνας να αποφασίσει ποια εκ των προσώπων που έχουν υποδείξει τα μέρη πρέπει να κληθούν σε ακρόαση. Η δεύτερη αιτίαση πρέπει, ως εκ τούτου, ομοίως να απορριφθεί.

158    Δεδομένου ότι οι δύο αιτιάσεις απερρίφθησαν, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι δεν απεδείχθη ότι η Τράπεζα παρεμπόδισε την ακρόαση των προταθέντων από την προσφεύγουσα μαρτύρων.

159    Εκ των προεκτεθέντων και χωρίς να είναι αναγκαίο να διαταχθούν τα αποδεικτικά μέσα που ζητεί η προσφεύγουσα, προκύπτει ότι η Τράπεζα πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ποσό των 35 000 ευρώ για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011 και από την παράβαση, εκ μέρους της Τράπεζας, των διατάξεων της πολιτικής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

160    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ δύναται να αποφασίσει, για λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα δικαστικά έξοδα ή ότι αυτός δεν πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

161    Από το σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η προσφυγή-αγωγή έγινε κατά βάση δεκτή, η Τράπεζα είναι κατ’ ουσίαν ο ηττηθείς διάδικος. Εξάλλου, με το αιτητικό της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε ρητώς να καταδικασθεί η Τράπεζα στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Τράπεζα φέρει τα δικαστικά έξοδά της και πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας-ενάγουσας, συμπεριλαμβανόμενων των εξόδων που η παρέμβαση του ΕΕΠΔ προκάλεσε τόσο στην Τράπεζα όσο και στην προσφεύγουσα-ενάγουσα.

162    Κατά το άρθρο 89, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων της 27ης Ιουλίου 2011.

2)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να καταβάλει στη CG το ποσό των 35 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

4)      Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της CG.

5)      Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, παρεμβαίνων, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Rofes i Pujol

Bradley

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουλίου 2014.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       M. I. Rofes i Pujol

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

Επί του παραδεκτού

I –  Επί του τρίτου αιτήματος, περί αναγνωρίσεως της υπάρξεως παρενοχλήσεως

II –  Επί του πέμπτου αιτήματος, περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 1ης Σεπτεμβρίου 2011

III –  Επί του έκτου αιτήματος, περί αναγνωρίσεως καταλογιστέων στην Τράπεζα υπηρεσιακών πταισμάτων

Επί του ακυρωτικού αιτήματος και επί του αποζημιωτικού αιτήματος

I –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011

Α ‑ Επιχειρήματα των διαδίκων

Β ‑ Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

II –  Επί του αποζημιωτικού αιτήματος της προσφεύγουσας

Α ‑ Επί της αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας και επί της ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης οι οποίες απορρέουν από τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2011

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

Β ‑ Επί της αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας και επί της ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη από την ηθική παρενόχληση και από την παράβαση, εκ μέρους της Τράπεζας, του καθήκοντός της μέριμνας

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

Γ ‑ Επί της αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας και επί της ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη από υπηρεσιακά πταίσματα της Τράπεζας

1.  Επί της παραβάσεως, εκ μέρους της Τράπεζας, της υποχρεώσεώς της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, καθώς και των προβλεπόμενων από την πολιτική κανόνων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

Επί της παροχής σε τρίτους προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας

Επί της κοινοποιήσεως στους φερόμενους ως παρενοχλούντες του υπομνήματος της 14ης Μαρτίου 2011 στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων του

–  Επί της υπάρξεως πταίσματος

–  Επί της ηθικής βλάβης και της αιτιώδους συνάφειας

–  Επί της χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης

2.  Επί της παρεμποδίσεως της εξετάσεως μαρτύρων

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.