Language of document : ECLI:EU:T:2021:632

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Γεωργία – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2031 – Προστατευτικά μέτρα κατά των επιβλαβών για τα φυτά οργανισμών – Κατάλογος των ενωσιακών ρυθμιζόμενων επιβλαβών οργανισμών μη καραντίνας – Όριο πέραν του οποίου η παρουσία ενωσιακού ρυθμιζόμενου επιβλαβούς οργανισμού μη καραντίνας στα φυτά προς φύτευση έχει μη αποδεκτό οικονομικό αντίκτυπο – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/2072 – Επαγγελματικές ενώσεις – Προσφυγή ακυρώσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Παραδεκτό – Αναλογικότητα – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση T‑116/20,

Società agricola Vivai Maiorana Ss, με έδρα την Curinga (Ιταλία),

Confederazione Italiana Agricoltori – CIA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

MIVA – Moltiplicatori Italiani Viticoli Associati, με έδρα τη Faenza (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους E. Scoccini και G. Scoccini, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις B. Eggers και F. Moro,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους S. Emmerechts, A. Vitro και την S. Barbagallo,

και από το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την L. Knudsen και τον G. Mendola,

παρεμβαίνοντα,

με αντικείμενο προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του παραρτήματος IV, μέρη A, B, Γ, ΣΤ, Θ και Ι, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/2072 της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2019, για τη θέσπιση ενιαίων όρων για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/2031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τα προστατευτικά μέτρα κατά των επιβλαβών για τα φυτά οργανισμών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 690/2008 της Επιτροπής και την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/2019 της Επιτροπής (ΕΕ 2019, L 319, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira, πρόεδρο, Δ. Γρατσία (εισηγητή) και M. Kancheva, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουνίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/2031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με προστατευτικά μέτρα κατά των επιβλαβών για τα φυτά οργανισμών, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 228/2013, (ΕΕ) αριθ. 652/2014 και (ΕΕ) αριθ. 1143/2014, και την κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 69/464/ΕΟΚ, 74/647/ΕΟΚ, 93/85/ΕΟΚ, 98/57/ΕΚ, 2000/29/ΕΚ, 2006/91/ΕΚ και 2007/33/ΕΚ (ΕΕ 2016, L 317, σ. 4), έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση μέτρων για τον προσδιορισμό των φυτοϋγειονομικών κινδύνων που εγκυμονούν οι επιβλαβείς οργανισμοί οι οποίοι απειλούν την υγεία των φυτών, και τη μείωση των εν λόγω κινδύνων σε αποδεκτό επίπεδο.

2        Το άρθρο 36 του κανονισμού 2016/2031 ορίζει τα εξής:

«Ένας επιβλαβής οργανισμός είναι “ενωσιακός ρυθμιζόμενος επιβλαβής οργανισμός μη καραντίνας” αν πληροί τους ακόλουθους όρους και περιλαμβάνεται στον κατάλογο του άρθρου 37:

α)      η ταυτότητά του καθορίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I τμήμα 4 σημείο 1)·

β)      είναι παρών στην επικράτεια της Ένωσης·

γ)      δεν είναι επιβλαβής οργανισμός καραντίνας στην Ένωση ή επιβλαβής οργανισμός που υπόκειται σε μέτρα ληφθέντα σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1·

δ)      μεταδίδεται κυρίως μέσω συγκεκριμένων φυτών προς φύτευση, σύμφωνα με το παράρτημα I τμήμα 4 σημείο 2)·

ε)      η παρουσία του στα εν λόγω φυτά προς φύτευση έχει μη αποδεκτό οικονομικό αντίκτυπο όσον αφορά την προβλεπόμενη χρήση αυτών των φυτών προς φύτευση, σύμφωνα με το παράρτημα I τμήμα 4 σημείο 3)·

στ)      υπάρχουν διαθέσιμα μέτρα που είναι εφικτά και αποτελεσματικά για την παρεμπόδιση της παρουσίας του στα εν λόγω φυτά προς φύτευση.»

3        Το άρθρο 37, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/2031 προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταρτίζει, με εκτελεστική πράξη, τον κατάλογο των ενωσιακών ρυθμιζόμενων επιβλαβών οργανισμών μη καραντίνας (στο εξής: ΡΕΟΜΚ) και των συγκεκριμένων φυτών προς φύτευση. Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2016/2031, «[ο]ι επαγγελματίες δεν εισάγουν στην επικράτεια της Ένωσης και δεν διακινούν εντός αυτής [ΡΕΟΜΚ] στα φυτά προς φύτευση μέσω των οποίων μεταδίδεται, όπως ορίζεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 2».

4        Το άρθρο 37, παράγραφος 8, του κανονισμού 2016/2031 προβλέπει ότι, εφόσον η προβλεπόμενη στο άρθρο 36, στοιχείο εʹ, του ίδιου κανονισμού προϋπόθεση πληρούται μόνον εάν η συχνότητα εμφάνισης του σχετικού επιβλαβούς οργανισμού υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο ανώτερο του μηδενός, ο κατάλογος που αναφέρεται στο άρθρο 37, παράγραφος 2, καθορίζει το όριο αυτό και τονίζει ότι η απαγόρευση εισόδου και διακίνησης ενεργοποιείται μόνο πάνω από το εν λόγω κατώτατο όριο. Ωστόσο, για να καθορίσει η Επιτροπή ένα τέτοιο όριο, πρέπει επιπλέον, κατά την ίδια διάταξη, οι επαγγελματίες να μπορούν να διασφαλίσουν ότι η συχνότητα εμφάνισης των ΡΕΟΜΚ στα προς φύτευση φυτά δεν υπερβαίνει το όριο αυτό και ότι είναι δυνατό να επαληθευτεί ότι δεν υπάρχει υπέρβαση του εν λόγω ορίου σε παρτίδες των εν λόγω φυτών.

5        Η έννοια «επαγγελματίας» ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031 ως κάθε πρόσωπο, που διέπεται από το δημόσιο ή ιδιωτικό δίκαιο, το οποίο ασκεί κατ’ επάγγελμα και είναι κατά νόμο υπεύθυνο για μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες που αφορούν φυτά, φυτικά προϊόντα και άλλα αντικείμενα:

–        φύτευση·

–        γενετική βελτίωση·

–        παραγωγή, συμπεριλαμβανομένων της ανάπτυξης, του πολλαπλασιασμού και της διατήρησης·

–        είσοδος και διακίνηση εντός και εκτός της επικράτειας της Ένωσης·

–        διαθεσιμότητα στην αγορά·

–        αποθήκευση, συλλογή, αποστολή και επεξεργασία.

6        Η Επιτροπή, με βάση, μεταξύ άλλων, το άρθρο 37, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/2031 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/2072, της 28ης Νοεμβρίου 2019, για τη θέσπιση ενιαίων όρων για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/2031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τα προστατευτικά μέτρα κατά των επιβλαβών για τα φυτά οργανισμών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 690/2008 της Επιτροπής και την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/2019 της Επιτροπής (ΕΕ 2019, L 319, σ. 1) (στο εξής: προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός).

7        Το άρθρο 5 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Ο κατάλογος των [ΡΕΟΜΚ] και των συγκεκριμένων φυτών προς φύτευση, με κατηγορίες και κατώτατα όρια, που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/2031, παρατίθεται στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού. Αυτά τα φυτά προς φύτευση δεν εισέρχονται ούτε διακινούνται εντός της Ένωσης, αν η παρουσία των ΡΕΟΜΚ ή των συμπτωμάτων που προκαλούνται από τους ΡΕΟΜΚ στα εν λόγω φυτά προς φύτευση υπερβαίνει αυτά τα κατώτατα όρια.

Η απαγόρευση εισόδου και διακίνησης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο ισχύει μόνο για τις κατηγορίες φυτών προς φύτευση που προβλέπονται στο παράρτημα IV.»

8        Το παράρτημα IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού περιλαμβάνει τον κατάλογο των ΡΕΟΜΚ που αφορούν δώδεκα συγκεκριμένα φυτά. Συγκεκριμένα, το εν λόγω παράρτημα διαιρείται σε δώδεκα μέρη, από το A έως το ΙΒ, εκ των οποίων:

–        το μέρος Α, στο οποίο αναγράφονται δύο συνδυασμοί ΡΕΟΜΚ και σπόρων κτηνοτροφικών φυτών·

–        το μέρος Β, στο οποίο αναγράφονται δύο συνδυασμοί ΡΕΟΜΚ και σπόρων δημητριακών·

–        το μέρος Γ, στο οποίο αναγράφονται εννέα συνδυασμοί ΡΕΟΜΚ και πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου·

–        το μέρος ΣΤ, στο οποίο αναγράφονται δεκατρείς συνδυασμοί ΡΕΟΜΚ και σπόρων κηπευτικών·

–        το μέρος Θ, στο οποίο αναγράφονται δεκαπέντε συνδυασμοί ΡΕΟΜΚ και φυταρίων και πολλαπλασιαστικού υλικού κηπευτικών, εκτός των σπόρων·

–        το μέρος I, στο οποίο αναγράφονται 155 συνδυασμοί ΡΕΟΜΚ και πολλαπλασιαστικού υλικού οπωροφόρων δένδρων και οπωροφόρων δένδρων που προορίζονται για την παραγωγή φρούτων.

9        Δυνάμει των μερών αυτών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, η Επιτροπή καθόρισε, με τέσσερις εξαιρέσεις, το όριο παρουσίας των ΡΕΟΜΚ σε 0 %.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2020, οι προσφεύγουσες Società agricola Vivai Maiorana Ss, Confederazione Italiana Agricoltori – CIA (στο εξής: CIA) και MIVA – Moltiplicatori Italiani Viticoli Associati (στο εξής: MIVA), άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

11      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, στις 11 και στις 27 Μαΐου 2020, αντιστοίχως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με αποφάσεις της 8ης και 22ας Ιουλίου 2020, αντιστοίχως, η πρόεδρος του ένατου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχτηκε τις εν λόγω αιτήσεις παρεμβάσεως. Τα παρεμβαίνοντα κατέθεσαν τα υπομνήματά τους και οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτών εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

12      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το παράρτημα IV, μέρη A, B, Γ, ΣΤ, Θ και Ι, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού καθόσον, δυνάμει των μερών αυτών, καθορίζονται όρια παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στα οικεία φυτά·

–        να κηρύξει άκυρο το άρθρο 36, το άρθρο 37, παράγραφος 2, και το παράρτημα I, τμήμα 4, σημείο 3, του κανονισμού 2016/2031·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

14      Το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 89 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε τις προσφεύγουσες, στις 8 Φεβρουαρίου και στις 30 Απριλίου 2021, να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι προσφεύγουσες ανταποκρίθηκαν στα μέτρα αυτά με έγγραφα της 24ης Φεβρουαρίου και της 14ης Μαΐου 2021, αντιστοίχως. Με έγγραφο της 17ης Μαΐου 2021, η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των στοιχείων που είχαν καταθέσει οι προσφεύγουσες στις 24 Φεβρουαρίου 2021.

15      Κατόπιν εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

16      Λόγω κωλύματος του αρχικώς ορισθέντος εισηγητή δικαστή, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή, μέλος του ένατου τμήματος, με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουνίου 2021. Επιπλέον, με απόφαση της 8ης Ιουνίου 2021, η πρόεδρος του ένατου τμήματος όρισε άλλον δικαστή ώστε να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν αντιστοίχως:

–        παράβαση του άρθρου 36, στοιχεία εʹ και στʹ, του κανονισμού 2016/2031, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης·

–        παράβαση της διεθνούς συνθήκης σχετικά με τους φυτογενετικούς πόρους για τη διατροφή και τη γεωργία (στο εξής: Τirpaa), της οποίας η σύναψη εγκρίθηκε, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με την απόφαση 2004/869/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2004 (ΕΕ 2004, L 378, σ. 1)·

–        παράβαση του κανονισμού (ΕΕ) 2018/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ 2018, L 150, σ. 1)·

–        ασύμβατο των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού με την κοινή γεωργική πολιτική.

18      Πριν από την αντίκρουση του βασίμου της προσφυγής, η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής όσον αφορά το έννομο συμφέρον και την ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγουσών, καθώς και τη σαφήνεια των προβληθέντων λόγων ακυρώσεως. Από την πλευρά τους, τo Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεωρούν ότι από την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλεται κατά του κανονισμού 2016/2031 δεν προκύπτουν με την απαιτούμενη σαφήνεια οι λόγοι στους οποίους αυτή στηρίζεται, οπότε η ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί του παραδεκτού

 Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης

19      Κατά πρώτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός συνιστά κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, για να είναι παραδεκτή η υπό κρίση προσφυγή, πρέπει ο εν λόγω κανονισμός να αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης.

20      Τούτο, όμως, δεν συμβαίνει στην περίπτωση της Società agricola Vivai Maiorana, η οποία είναι αμπελουργική εταιρία και η πρώτη προσφεύγουσα, στο μέτρο που η εταιρία αυτή δεν ισχυρίζεται ότι είναι επαγγελματίας τον οποίο αφορά το παράρτημα IV, μέρη A, B, ΣΤ, Θ και Ι, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Επομένως, ως αμπελουργική εταιρία, η πρώτη προσφεύγουσα θίγεται άμεσα μόνον από το μέρος Γ του εν λόγω παραρτήματος.

21      Όσον αφορά τις δύο προσφεύγουσες ενώσεις, ήτοι τις CIA και MIVA, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι έχουν ενεργητική νομιμοποίηση να ασκήσουν προσφυγή για την ακύρωση του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού μόνον σε τρεις περιπτώσεις: πρώτον, εφόσον ο νόμος τους απονέμει ρητώς τέτοιο δικαίωμα, δεύτερον, εφόσον ορισμένα από τα μέλη τα οποία εκπροσωπούν έχουν ενεργητική νομιμοποίηση ατομικώς ή, τρίτον, εφόσον μπορούν να επικαλεστούν ίδιο συμφέρον.

22      Ωστόσο, πρώτον, κατά την Επιτροπή, οι προσφεύγουσες αυτές δεν υποστηρίζουν ότι συντρέχει εν προκειμένω η πρώτη από τις περιπτώσεις αυτές.

23      Δεύτερον, η Επιτροπή φρονεί ότι οι προσφεύγουσες ενώσεις δεν διευκρινίζουν ποια είναι τα μέλη τους που αποτελούν επαγγελματίες οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και την εμπορία των φυτών τα οποία αφορούν τα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού των οποίων την ακύρωση ζητούν. Η πληροφορία αυτή δεν προκύπτει από τα καταστατικά της CIA και της MIVA ούτε μπορεί να αντληθεί από τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στο υπόμνημα απαντήσεως. Εξάλλου, δεδομένου ότι η πρώτη προσφεύγουσα άσκησε την προσφυγή ιδίω ονόματι, η MIVA δεν μπορεί να στηρίξει την ενεργητική της νομιμοποίηση στο γεγονός ότι η εν λόγω προσφεύγουσα συγκαταλέγεται μεταξύ των μελών της. Όσον αφορά τους επαγγελματίες που μνημονεύονται στην απάντηση των προσφευγουσών της 24ης Φεβρουαρίου 2021, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι ήταν εγγεγραμμένοι στο επίσημο μητρώο επαγγελματιών το οποίο τα κράτη μέλη όφειλαν να τηρούν και να ενημερώνουν σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού 2016/2031. Επιπλέον, η Επιτροπή αμφισβητεί τη λυσιτέλεια των τιμολογίων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα τιμολόγια αυτά, ανάλογα με τον επαγγελματία στον οποίο αναφέρονται, είτε δεν αφορούν τα φυτά που περιλαμβάνονται στα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, είτε αφορούν μόνον ορισμένα από τα φυτά αυτά, είτε φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας άσκησης της προσφυγής. Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι αμφιβολίες ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγουσών καθιστούν αβέβαιη την έκταση της προσφυγής και θα μπορούσαν να θίξουν τα δικαιώματά της άμυνας.

24      Τρίτον, στο μέτρο που η CIA επικαλείται ίδιο έννομο συμφέρον προκειμένου να θεμελιώσει την ενεργητική της νομιμοποίηση, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού των οποίων ζητείται η ακύρωση δεν μεταβάλουν τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις της CIA ως ένωσης, οπότε τα επίμαχα μέρη δεν αφορούν άμεσα τη συγκεκριμένη προσφεύγουσα.

25      Από πλευράς τους, και οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι ο προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός συνιστά κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, πλην όμως εκτιμούν ότι οι διατάξεις του κανονισμού τις αφορούν άμεσα. Συναφώς, οι προσφεύγουσες αντιτάσσουν, πρώτον, ότι τα μέλη της CIA είναι φορείς εκμετάλλευσης που καλύπτουν όλο το φάσμα των γεωργικών δραστηριοτήτων, ενώ τα μέλη της MIVA είναι αποκλειστικά παραγωγοί πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου. Επομένως, κατά την άποψή τους, όλα τα μέλη των προσφευγουσών ενώσεων νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ζητήσουν την ακύρωση των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού υπό την ιδιότητα του παραγωγού ή του αγοραστή σπόρων τους οποίους αφορούν τα μέρη αυτά. Συναφώς, απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, οι προσφεύγουσες ενώσεις προσκόμισαν στοιχεία αποδεικνύοντα, κατ’ αυτές, ότι μεταξύ των μελών τους συγκαταλέγονταν τουλάχιστον ένας επαγγελματίας του οποίου η δραστηριότητα ενέπιπτε στο παράρτημα IV, μέρη A, B, Γ, ΣΤ, Θ ή Ι, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού.

26      Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των μελών της, η CIA αποτελεί ένωση με ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. Υποστηρίζεται, εν προκειμένω, ότι επιδίωξη της CIA είναι η προστασία ενός συλλογικού συμφέροντος, σύμφωνα με τον καταστατικό σκοπό της, που συνίσταται στην ανάπτυξη και αξιοποίηση της αγροτικής οικονομίας, στην ανάπτυξη της γεωργίας και στην προώθηση της βιοποικιλότητας.

27      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι ο προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός εκδόθηκε βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 37, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/2031. Στο μέτρο που αποσκοπεί στην εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης, ο προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός έχει ως αντικείμενο, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 14 και 15, να ταξινομήσει τους ΡΕΟΜΚ και τις συγκεκριμένες κατηγορίες φυτών προς φύτευση, προβλέποντας παράλληλα όρια μέγιστης παρουσίας των ΡΕΟΜΚ, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις προς τούτο (βλ. σκέψεις 3, 4 και 6 ανωτέρω).

28      Στο πλαίσιο αυτό, το παράρτημα IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού περιλαμβάνει τον κατάλογο των ΡΕΟΜΚ και των συγκεκριμένων φυτών προς φύτευση, συνοδευόμενο με κατηγορίες και κατώτατα όρια. Κατά το άρθρο 5 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, αυτά τα φυτά προς φύτευση δεν εισέρχονται ούτε διακινούνται εντός της Ένωσης, αν η παρουσία των ΡΕΟΜΚ ή των συμπτωμάτων που προκαλούνται από τους ΡΕΟΜΚ στα εν λόγω φυτά προς φύτευση υπερβαίνει αυτά τα κατώτατα όρια (βλ. σκέψεις 7 έως 9 ανωτέρω).

29      Συναφώς, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 19 και 25 ανωτέρω), ως μη νομοθετική πράξη γενικής ισχύος, ο προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός συνιστά κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (πρβλ. διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑18/10, EU:T:2011:419, σκέψη 56).

30      Επισημαίνεται, περαιτέρω, όπως υποστηρίζουν και οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή, ότι στο μέτρο που τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού καθορίζουν τα όρια παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στα φυτά προς φύτευση, για την εφαρμογή τους δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επιπλέον, το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού κανονισμού απαγορεύει την είσοδο και διακίνηση στην Ένωση αν η παρουσία των ΡΕΟΜΚ ή των συμπτωμάτων που προκαλούνται από τους ΡΕΟΜΚ στα φυτά προς φύτευση υπερβαίνει τα όρια αυτά, απαγόρευση για την εφαρμογή της οποίας επίσης δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

31      Κατά συνέπεια, για να έχουν οι προσφεύγουσες ενεργητική νομιμοποίηση να ασκήσουν προσφυγή, αρκεί να αποδειχθεί ότι οι διατάξεις των οποίων επιδιώκουν την ακύρωση τις αφορούν άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

32      Η προϋπόθεση ότι η απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτεί να πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις. Αφενός, το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του ιδιώτη. Αφετέρου, το μέτρο αυτό δεν πρέπει να καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Χωρίς να προβάλει ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η πρώτη προϋπόθεση, σχετικά με τον επηρεασμό της νομικής κατάστασης των προσφευγουσών, πληρούται εν προκειμένω έναντι όλων των προσφευγουσών και όσον αφορά όλα τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 19 έως 24 ανωτέρω).

34      Επισημαίνεται ότι η απορρέουσα από το άρθρο 5 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού απαγόρευση εισόδου και διακίνησης φυτών προς φύτευση, εφόσον η παρουσία των ΡΕΟΜΚ ή των συμπτωμάτων που προκαλούνται από τους ΡΕΟΜΚ υπερβαίνει τα όρια που καθορίζουν τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του κανονισμού αυτού, αφορά άμεσα τους «επαγγελματίες» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031 (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω). Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/2031, η επίμαχη απαγόρευση αφορά τους συγκεκριμένους επαγγελματίες (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω). Η απαγόρευση αυτή δεν αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στα κράτη μέλη που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή της. Κατά συνέπεια, η νομική κατάσταση του επαγγελματία, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031, που ασκεί τις δραστηριότητές του σε σχέση με την κατηγορία των φυτών την οποία αφορά ένα ή περισσότερα από τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, επηρεάζεται άμεσα από την απαγόρευση την οποία θεσπίζει ο τελευταίος αυτός κανονισμός.

35      Ως προς το ανωτέρω ζήτημα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι ο κανονισμός 2016/2031 διακρίνει μεταξύ των «επαγγελματιών», όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο του 2, σημείο 9, αφενός, και των «εγγεγραμμένων επαγγελματιών», οι οποίοι, κατά το άρθρο του 2, σημείο 10, αφετέρου, είναι οι επαγγελματίες που είναι εγγεγραμμένοι σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού αυτού. Η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι η αρμόδια εθνική αρχή τηρεί και επικαιροποιεί μητρώο που περιλαμβάνει τους επαγγελματίες που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Εντούτοις, από το άρθρο 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 2016/2031 προκύπτει ότι οι επαγγελματίες που πληρούν ορισμένα κριτήρια συνδεόμενα με τον φυτοϋγειονομικό κίνδυνο που παρουσιάζουν τα φυτά που καλλιεργούν δεν χρειάζεται να εγγραφούν στο εν λόγω μητρώο.

36      Κατά συνέπεια, η απαγόρευση εισόδου και διακίνησης των προς φύτευση φυτών, εφόσον η παρουσία των ΡΕΟΜΚ ή των συμπτωμάτων που προκαλούνται από τους ΡΕΟΜΚ υπερβαίνει τα όρια που καθορίζουν τα επίμαχα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, αφορά τους επαγγελματίες κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031 και όχι μόνον τους εγγεγραμμένους επαγγελματίες κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 10, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν είναι βέβαιο ότι οι επαγγελματίες οι οποίοι είναι μέλη της δεύτερης και της τρίτης προσφεύγουσας είναι εγγεγραμμένοι επαγγελματίες πρέπει να απορριφθεί.

37      Δεύτερον, κατά το άρθρο 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031, η έννοια του «επαγγελματία» περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο, που διέπεται από το δημόσιο ή ιδιωτικό δίκαιο, το οποίο ασκεί κατ’ επάγγελμα μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που διαλαμβάνονται στη σκέψη 5 ανωτέρω, και συνδέονται ειδικότερα με τα φυτά.

38      Ο όρος «φυτά» ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 1, του κανονισμού 2016/2031 υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει τα ζωντανά φυτά και τα ζωντανά μέρη φυτών, όπως, μεταξύ άλλων, τους σπόρους, τα φρούτα, τα λαχανικά, τους κονδύλους, τα τεμάχια φλοιού με οφθαλμό, τα μοσχεύματα, και τα εμβόλια.

39      Επιπλέον, από το άρθρο 37, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2016/2031 προκύπτει ότι ο κατάλογος των ΡΕΟΜΚ και συγκεκριμένων φυτών προς φύτευση, τον οποίο καταρτίζει η Επιτροπή με εκτελεστικό κανονισμό όπως είναι ο προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός, δεν περιλαμβάνει κατ’ ανάγκη όλα τα φυτά προς φύτευση, αλλά μόνον τα φυτά προς φύτευση «μέσω των οποίων μεταδίδονται [ΡΕΟΜΚ]». Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 8 ανωτέρω, το παράρτημα IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού διαιρείται σε δώδεκα τμήματα, από το A έως το ΙΒ, έκαστο των οποίων μνημονεύει ορισμένους συνδυασμούς φυτών και ΡΕΟΜΚ.

40      Ενδεικτικώς, η οδηγία 66/401/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1966, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 243), απαριθμεί στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο Α, 87 γένη και είδη κτηνοτροφικών φυτών. Ωστόσο, το μέρος Α του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, με τίτλο «ΡΕΟΜΚ που αφορούν τους σπόρους κτηνοτροφικών φυτών», περιλαμβάνει μόνον το είδος μηδική (Medicago sativa L.), μέσω του οποίου μεταδίδονται οι δύο ΡΕΟΜΚ που αναγράφονται στο παράρτημα αυτό (Clavibacter michiganensis και Ditylenchus dipsaci).

41      Επομένως, η έννοια του «επαγγελματία» περιλαμβάνει όλους τους επαγγελματίες που συμμετέχουν σε μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031 και συνδέονται με τα «φυτά», όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2, σημείο 1, του κανονισμού 2016/2031 και μνημονεύονται σε καθεμία από τις σχετικές με την εμπορία τους οδηγίες.

42      Επομένως, η απορρέουσα από το άρθρο 5 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/2031, απαγόρευση της εισόδου και διακίνησης των ΡΕΟΜΚ στο έδαφος της Ένωσης αφορά πράγματι, ratione materiae, τα φυτά προς φύτευση που απαριθμούνται στο παράρτημα IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή αφορά, ratione personae, όλους τους επαγγελματίες, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031.

43      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης θέλησε να περιορίσει τον κίνδυνο διάδοσης ΡΕΟΜΚ που προέρχονται όχι μόνον από τους «εγγεγραμμένους επαγγελματίες» ή από τους επαγγελματίες που άσκησαν δραστηριότητες συνδεόμενες ειδικώς με τα φυτά του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, αλλά από κάθε επαγγελματία που δραστηριοποιείται στον τομέα των φυτών, ο οποίος, εκ του γεγονότος αυτού, μπορεί να ασκήσει δραστηριότητες συνδεόμενες με τα φυτά μέσω των οποίων μεταδίδονται οι ΡΕΟΜΚ που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα IV.

44      Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση της Επιτροπής ότι επηρεάζεται η νομική κατάσταση αποκλειστικώς των επαγγελματιών που άσκησαν τη δραστηριότητά τους σε σχέση μόνο με τα φυτά που απαριθμούνται στα επίδικα παραρτήματα του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Πέραν του ότι η επίμαχη θέση προσκρούει στις εφαρμοστέες διατάξεις (βλ. σκέψεις 35 έως 41 ανωτέρω), η θέση αυτή στηρίζεται περαιτέρω στην παραδοχή ότι η απορρέουσα από το άρθρο 5 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού απαγόρευση δεν επιβάλλεται σε όλους τους επαγγελματίες κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031, αλλά μόνον σε εκείνους που άσκησαν κατά το παρελθόν τη δραστηριότητά τους σε σχέση με φυτά μέσω των οποίων διαδίδονται οι ΡΕΟΜΚ. Η αποδοχή της θέσης αυτής θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα της πολιτικής για την αποτροπή της διάδοσης των ΡΕΟΜΚ στην Ένωση.

45      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ως αμπελουργική επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στον τομέα του πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου, η πρώτη προσφεύγουσα είναι επαγγελματίας κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031. Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η νομική κατάσταση της πρώτης προσφεύγουσας, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα, επηρεάζεται μόνον από το μέρος Γ του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, σχετικά με τους ΡΕΟΜΚ που αφορούν το πολλαπλασιαστικό υλικό αμπέλου. Επομένως, η πρώτη προσφεύγουσα έχει ενεργητική νομιμοποίηση να ζητήσει την ακύρωση μόνον του μέρους αυτού του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού.

46      Όσον αφορά τις δύο προσφεύγουσες ενώσεις, CIA και MIVA, υπενθυμίζεται ότι μια ένωση επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των μελών της δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως λόγω του επηρεασμού των δικών της συμφερόντων ως ένωσης ή όταν τα πρόσωπα τα οποία εκπροσωπεί ή ορισμένα από αυτά τα πρόσωπα νομιμοποιούνται να ασκήσουν ατομικώς προσφυγή (απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 20).

47      Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές την οποία επικαλείται η CIA (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω), διαπιστώνεται, όπως παρατηρεί και η Επιτροπή, ότι τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού δεν μεταβάλλουν αυτά καθεαυτά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις της ένωσης, οπότε δεν επηρεάζουν τη νομική κατάστασή της. Επομένως, η CIA δεν μπορεί βασίμως να ισχυριστεί ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς διότι επηρεάζονται τα συμφέροντά της.

48      Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση των προσώπων που εκπροσωπεί η CIA, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, κατά το άρθρο 3, δέκατη όγδοη περίπτωση, του καταστατικού της, η οργάνωση αυτή έχει ως αντικείμενο την προώθηση των συμφερόντων των μελών της. Οι προσφεύγουσες επισύναψαν στο υπόμνημα απαντήσεως κατάλογο με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των 584 842 μελών της οργάνωσης αυτής. Οι προσφεύγουσες, απαντώντας στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω), προσκόμισαν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι οκτώ μέλη της CIA είναι επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στους τομείς των σπόρων κτηνοτροφικών φυτών, των σπόρων δημητριακών, του πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου, των σπόρων κηπευτικών, των φυταρίων και των οπωροφόρων δένδρων. Το παράρτημα IV, μέρη A, B, Γ, ΣΤ, Θ και I, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού έχει ως αντικείμενο τους τομείς αυτούς.

49      Όσον αφορά τη MIVA, από το άρθρο 8 του καταστατικού της προκύπτει ότι η ένωση αυτή έχει ως μέλη επαγγελματίες κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031 όσον αφορά το πολλαπλασιαστικό υλικό αμπέλου. Ασφαλώς, τούτο συμβαίνει και στην περίπτωση της πρώτης προσφεύγουσας. Το γεγονός αυτό δεν είναι, ωστόσο, ικανό να καταστήσει παραδεκτή την προσφυγή κατά το μέρος που ασκείται από τη MIVA, καθόσον η πρώτη προσφεύγουσα άσκησε την προσφυγή ιδίω ονόματι (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψεις 25 έως 27).

50      Oι προσφεύγουσες, απαντώντας στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθη στις 8 Φεβρουαρίου 2021, προσκόμισαν, ωστόσο, στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι τρία άλλα μέλη της MIVA, πλην της πρώτης προσφεύγουσας, είναι επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στους τομείς του πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου, των φυταρίων κηπευτικών και των οπωροφόρων δένδρων. Οι τομείς αυτοί καλύπτονται από το παράρτημα IV, μέρη Γ, Θ και Ι, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/2072. Πρέπει να προστεθεί, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 3 του καταστατικού της MIVA, η ένωση αυτή έχει ως αντικείμενο την προώθηση των συμφερόντων που συνδέονται με τις δραστηριότητες των μελών της, χωρίς να εξαιρεί από αυτές τις γεωργικές δραστηριότητες που αφορούν φυτά άλλα από τα πολλαπλασιαστικά υλικά αμπέλου.

51      Το δε επιχείρημα της Επιτροπής ότι ορισμένα τιμολόγια που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας άσκησης της προσφυγής δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, η ιδιότητα του «επαγγελματία» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031 μπορεί, ως εκ της φύσεώς της, να αποδειχθεί με βάση σειρά συγκλινουσών ενδείξεων. Συγκεκριμένα, αν γινόταν δεκτή η λογική της Επιτροπής, θα μπορούσαν να αποδείξουν την ιδιότητα του επαγγελματία μόνον τα αποδεικτικά στοιχεία που φέρουν ημερομηνία ίδια με εκείνη κατά την οποία ασκήθηκε η προσφυγή, διότι, για παράδειγμα, τιμολόγια προγενέστερα της ημερομηνίας αυτής δεν θα μπορούσαν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο ο εν λόγω επαγγελματίας να έπαυσε εν τω μεταξύ τη δραστηριότητα που σχετίζεται με τα οικεία φυτά.

52      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες προσκόμισαν διάφορα τιμολόγια, για μη αμελητέα ποσά, από τα οποία προκύπτει ότι οι εκδότες τους, μέλη των προσφευγουσών ενώσεων, είναι επαγγελματίες κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 9, του κανονισμού 2016/2031. Επιπλέον, όπως υποστήριξαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η διάθεση στο εμπόριο των φυτών προς φύτευση απαιτεί την πραγματοποίηση μιας σειράς προηγουμένων δράσεων οι οποίες, ανάλογα με το φυτό για το οποίο πρόκειται, καλύπτουν κατά το μάλλον ή ήττον μακρές περιόδους. Επομένως, το γεγονός ότι προσκομίστηκαν τιμολόγια τα οποία έφεραν ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας άσκησης της προσφυγής προκειμένου να αποδειχθεί ότι τα μέλη της δεύτερης και της τρίτης προσφεύγουσας έχουν την ιδιότητα του επαγγελματία, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να αποκλείσει τη λυσιτέλεια των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

53      Τέλος, δεδομένου ότι παρασχέθηκε στην Επιτροπή η δυνατότητα να υποβάλει λυσιτελώς, εγγράφως και προφορικώς, τις παρατηρήσεις της επί του συνόλου των στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίησή τους, δεν μπορεί να διαπιστωθεί καμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του θεσμικού οργάνου.

54      Επομένως, οι προσφεύγουσες απέδειξαν ότι νομιμοποιούνται ενεργητικώς προς άσκηση προσφυγής, υπό τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

–        η πρώτη προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση του παραρτήματος IV, μέρος Γ, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού·

–        η CIA νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση του παραρτήματος IV, μέρη A, B, Γ, ΣΤ, Θ και Ι, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού·

–        η MIVA νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση του παραρτήματος IV, μέρη Γ, Θ και I, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού.

 Επί του εννόμου συμφέροντος

55      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τυχόν ακύρωση του παραρτήματος IV, μέρη A, B, Γ, ΣΤ, Θ και I, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού θα καθιστούσε ανίσχυρα τα καθορισθέντα δυνάμει των εν λόγω μερών όρια παρουσίας των ΡΕΟΜΚ, με αποτέλεσμα τα οικεία φυτά να μην υπόκεινται πλέον στην απαγόρευση εισόδου και διακίνησης στο έδαφος της Ένωσης. Ωστόσο, το ανίσχυρο αυτό δεν θα έθιγε τις υποχρεώσεις εξυγίανσης που υπέχουν οι επαγγελματίες, όπως αυτές προκύπτουν από τις διάφορες οδηγίες που διέπουν την εμπορία των ίδιων φυτών. Οι οδηγίες αυτές συνιστούν αυτοτελείς πράξεις οι οποίες απλώς λαμβάνουν υπόψη τα όρια παρουσίας των ΡΕΟΜΚ που καθόρισαν τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εκτελεστικές πράξεις του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, το κύρος των οποίων επηρεάζεται από την ενδεχόμενη ακύρωση του κανονισμού. Επομένως, ακόμη και αν οι προσφεύγουσες επιτύχουν την επιδιωκόμενη εν προκειμένω ακύρωση, οι ενδιαφερόμενοι επαγγελματίες θα εξακολουθούν να φέρουν την υποχρέωση τήρησης των φυτοϋγειονομικών απαιτήσεων που προβλέπουν οι εν λόγω οδηγίες όσον αφορά τόσο την ελάχιστα επαχθή εξυγίανση κατά το στάδιο της παραγωγής όσο και την αναγκαία εξυγίανση για τη διάθεση στο εμπόριο των οικείων φυτών. Τέλος, κατά την Επιτροπή, το συμφέρον των προσφευγουσών που συνίσταται στην προστασία της βιοποικιλότητας στηρίζεται σε απλές υποθέσεις.

56      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δύναται, αυτή καθεαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν θα αντλούσαν κανένα όφελος από την ενδεχόμενη ακύρωση των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, διότι μια τέτοια ακύρωση θα άφηνε άθικτες τις υποχρεώσεις εξυγίανσης των οικείων φυτών προς φύτευση, όπως οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν από τις αντίστοιχες οδηγίες που διέπουν την εμπορία των εν λόγω φυτών.

58      Προκειμένου να εκτιμηθεί το βάσιμο του εξεταζόμενου επιχειρήματος της Επιτροπής, πρέπει να εκτεθούν τα βασικά στοιχεία του φυτοϋγειονομικού καθεστώτος της Ένωσης όσον αφορά τους ΡΕΟΜΚ, όπως τα στοιχεία αυτά απορρέουν από τον κανονισμό 2016/2031, τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό και τις οδηγίες που διέπουν την εμπορία των φυτών τα οποία αφορά η υπό κρίση προσφυγή.

59      Ειδικότερα, αφενός, όπως προκύπτει από το άρθρο 36 του κανονισμού 2016/2031, οι ΡΕΟΜΚ είναι επιβλαβείς οργανισμοί, παρόντες στο έδαφος της Ένωσης, οι οποίοι μεταδίδονται κυρίως μέσω ορισμένων φυτών προς φύτευση και των οποίων η παρουσία στα εν λόγω φυτά έχει μη αποδεκτό οικονομικό αντίκτυπο στην προβλεπόμενη χρήση αυτών των φυτών.

60      Κατά την αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 2016/2031, προκειμένου να περιοριστεί η παρουσία των ΡΕΟΜΚ στα οικεία φυτά προς φύτευση, πρέπει να απαγορευθεί η είσοδος ή η διακίνησή τους στην επικράτεια της Ένωσης όταν η παρουσία των εν λόγω οργανισμών υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο όριο.

61      Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 3 και 4 ανωτέρω, η Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των ΡΕΟΜΚ και των συγκεκριμένων φυτών προς φύτευση, συνοδευόμενο, κατά περίπτωση, από όρια ανώτερα του μηδενός πέραν των οποίων η παρουσία ΡΕΟΜΚ στα φυτά προς φύτευση έχει μη αποδεκτό οικονομικό αντίκτυπο. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

62      Αφετέρου, οι κανόνες που διέπουν την εμπορία κάθε φυτού το οποίο προορίζεται για φύτευση και εμπίπτει σε μέρος του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού θεσπίζονται δυνάμει οδηγιών. Η αντιστοιχία μεταξύ των ΡΕΟΜΚ που καταγράφονται σε κάθε επίδικο μέρος του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού και των σχετικών οδηγιών εμπορίας περιλαμβάνεται στον ακόλουθο πίνακα:

Μέρος του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού

Οδηγία περί εμπορίας

Μέρος A

ΡΕΟΜΚ που αφορούν σπόρους κτηνοτροφικών φυτών

Οδηγία 66/401

Μέρος Β

ΡΕΟΜΚ που αφορούν σπόρους δημητριακών

Οδηγία 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου της, 14ης Ιουνίου 1966, περί εμπορίας σπόρων δημητριακών προς σπορά (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 3)

Μέρος Γ

ΡΕΟΜΚ που αφορούν πολλαπλασιαστικό υλικό αμπέλου

Οδηγία 68/193/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Απριλίου 1968, περί εμπορίας υλικών αγενούς πολλαπλασιασμού της αμπέλου (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 39)

Μέρος ΣΤ

ΡΕΟΜΚ που αφορούν σπόρους κηπευτικών

Οδηγία 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών (ΕΕ 2002, L 193, σ. 33)

Μέρος Θ

ΡΕΟΜΚ που αφορούν φυτάρια και πολλαπλασιαστικό υλικό κηπευτικών, εκτός των σπόρων

Οδηγία 2008/72/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την εμπορία φυταρίων και πολλαπλασιαστικού υλικού κηπευτικών, εκτός των σπόρων προς σπορά (ΕΕ 2008, L 205, σ. 28)

Οδηγία 93/61/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό των όρων τους οποίους πρέπει να πληρούν το πολλαπλασιαστικό υλικό και τα φυτάρια κηπευτικών, εκτός των σπόρων προς σπορά, σύμφωνα με την οδηγία 92/33/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 1993, L 250, σ. 19),

Μέρος I

ΡΕΟΜΚ που αφορούν πολλαπλασιαστικό υλικό οπωροφόρων δένδρων και οπωροφόρα δένδρα που προορίζονται για την παραγωγή φρούτων







Οδηγία 2008/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, για την εμπορία του πολλαπλασιαστικού υλικού οπωροφόρων φυτών και των οπωροφόρων δένδρων που προορίζονται για την παραγωγή φρούτων (ΕΕ 2008, L 267, σ. 8).

Εκτελεστική οδηγία 2014/98/ΕΕ της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 2008/90 όσον αφορά τις ειδικές απαιτήσεις για τα γένη και είδη οπωροφόρων δένδρων που αναφέρονται στο παράρτημα I, τις ειδικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται από τους προμηθευτές, καθώς και λεπτομερείς κανόνες για τις επίσημες επιθεωρήσεις (ΕΕ 2014, L 298, σ. 22)

63      Οι διέπουσες την εμπορία οδηγίες προβλέπουν τα φυτοϋγειονομικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται ώστε να υπάρχει διαχείριση του κινδύνου παρουσίας ΡΕΟΜΚ και να διασφαλίζεται ότι τα φυτά που εισέρχονται και διακινούνται στην Ένωση ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του σχετικού μέρους του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού όσον αφορά την παρουσία ΡΕΟΜΚ.

64      Στο πλαίσιο αυτό, κατόπιν της έκδοσης του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, οι οδηγίες που διέπουν την εμπορία των φυτών τροποποιήθηκαν με την εκτελεστική οδηγία (ΕΕ) 2020/177 της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2020, για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 66/401, 66/402, 68/193, 2002/55, 2002/56/ΕΚ και 2002/57/ΕΚ, των οδηγιών της Επιτροπής 93/49/ΕΟΚ και 93/61 και των εκτελεστικών οδηγιών 2014/21/ΕΕ και 2014/98Ε όσον αφορά τους επιβλαβείς για τα φυτά οργανισμούς σχετικά με τους σπόρους και άλλο φυτικό αναπαραγωγικό υλικό (ΕΕ 2020, L 41, σ. 1).

65      Ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, 8, 10 έως 12, 14 και 19 έως 23 της εκτελεστικής οδηγίας 2020/177 προκύπτει ότι οι οδηγίες που διέπουν την εμπορία των φυτών τα οποία περιλαμβάνονται στα επίδικα μέρη του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού έπρεπε να τροποποιηθούν προκειμένου να προβλεφθούν μέτρα ώστε τα υλικά αναπαραγωγής των φυτών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους να πληρούν τις απαιτήσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, τους ΡΕΟΜΚ που καθόρισαν τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Η οδηγία 66/401, περί εμπορίας σπόρων κτηνοτροφικών φυτών, αποτελεί μερική εξαίρεση, υπό την έννοια ότι τροποποιήθηκε προκειμένου να επισημανθεί ότι οι εν λόγω σπόροι έπρεπε επίσης να πληρούν τις απαιτήσεις για τους ΡΕΟΜΚ που είχαν καθοριστεί δυνάμει του παραρτήματος IV, μέρος A, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, χωρίς ωστόσο να προβλέπει πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με εκείνες που ίσχυαν πριν από την έκδοση της εκτελεστικής οδηγίας 2020/177.

66      Η συστηματική αυτή σχέση μεταξύ του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, αφενός, και των οδηγιών που διέπουν την εμπορία των φυτών προς φύτευση που εμπίπτουν στα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του εν λόγω κανονισμού, αφετέρου, επιβεβαιώνεται ρητώς από την Επιτροπή στα σημεία 24 έως 27 του υπομνήματος αντικρούσεως και 68 και 70 του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

67      Από τις διαπιστώσεις αυτές προκύπτει ότι, ακόμη και αν, όπως εκθέτει η Επιτροπή, οι εν λόγω οδηγίες δεν συνιστούν εκτελεστικές πράξεις του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, προβλέπουν εντούτοις υποχρεώσεις για τους επαγγελματίες, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τους κανόνες παρουσίας των ΡΕΟΜΚ που θεσπίζει ο κανονισμός αυτός και αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν ότι οι επαγγελματίες συμμορφώνονται προς τους εν λόγω κανόνες. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και ως προς την οδηγία 66/401, η οποία προβλέπει πλέον ότι η καλλιέργεια και οι σπόροι κτηνοτροφικών φυτών πρέπει επίσης να πληρούν τις απαιτήσεις σχετικά με την παρουσία των ΡΕΟΜΚ που έχουν καθοριστεί δυνάμει του παραρτήματος IV, μέρος A, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, έστω και αν δεν θέσπισε συναφώς συμπληρωματικά μέτρα.

68      Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι ενδεχόμενη ακύρωση των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ωφελήσει την πρώτη προσφεύγουσα ή τα μέλη της CIA και της MIVA. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση μερικής ακύρωσης του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού και λαμβανομένης υπόψη της εσωτερικής συνοχής του φυτοϋγειονομικού καθεστώτος της Ένωσης, η οποία χαρακτηρίζεται από τη συστηματική σχέση μεταξύ του εν λόγω κανονισμού και των οδηγιών που διέπουν την εμπορία των φυτών προς φύτευση, ο νομοθέτης, σε συνάρτηση προς τους λόγους ακυρώσεως και τα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, θα μπορούσε να επανεξετάσει τις συγκεκριμένες οδηγίες, οι οποίες θα έχουν απολέσει το ρυθμιστικό υπόβαθρό τους στην παρούσα του μορφή.

69      Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των οδηγιών περί εμπορίας των φυτών προς φύτευση δεν αναιρούν το συμφέρον των προσφευγουσών να ζητήσουν την ακύρωση των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, τα οποία επηρεάζουν άμεσα τη νομική τους κατάσταση σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 34 έως 54 ανωτέρω. Εξ αυτού έπεται, εξάλλου, ότι, όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής από απόψεως εννόμου συμφέροντος, δεν είναι αναγκαίο να αποδείξουν οι προσφεύγουσες ίδιο έννομο συμφέρον για την προστασία της βιοποικιλότητας, οπότε το επιχείρημα της Επιτροπής που αντλείται από τον φερόμενο ως υποθετικό χαρακτήρα ενός τέτοιου συμφέροντος πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

 Επί της σαφήνειας της προσφυγής

70      Πρώτον, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηρίζει ότι από την έκθεση των λόγων ακυρώσεως δεν προκύπτουν οι κανόνες δικαίου που αντιβαίνουν στο άρθρο 36, στο άρθρο 37, παράγραφος 2, και στο παράρτημα I, τμήμα 4, σημείο 3, του κανονισμού 2016/2031 και των οποίων η παράβαση συνεπάγεται το ανίσχυρο των διατάξεων αυτών σύμφωνα με τα αιτήματα των προσφευγουσών. Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι προσφεύγουσες προβάλλουν συγκεκριμένα επιχειρήματα τα οποία καθιστούν δυνατή την κατανόηση της προβαλλόμενης ελλείψεως νομιμότητας μόνον όσον αφορά το παράρτημα IV, μέρος Γ, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Αντιθέτως, το αίτημα ακυρώσεως των λοιπών επίδικων μερών του παραρτήματος IV του εν λόγω κανονισμού στηρίζεται απλώς σε γενικότητες που στερούνται της ακρίβειας την οποία απαιτεί το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω και αν ληφθούν υπόψη οι επεξηγήσεις που δόθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως. Εν πάση περιπτώσει, ο κανονισμός 2016/2031 δεν πάσχει καμία από τις παρανομίες που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προβάλλονται κατ’ αυτού.

71      Είναι, πράγματι, αληθές ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει αναπτύξεις ικανές να αιτιολογήσουν κατά τρόπο εμπεριστατωμένο την προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 2016/2031 και ότι δεν περιλαμβάνει ειδική ανάλυση σχετικά με τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, πέραν της ανάλυσης που αφορά το μέρος Γ του επίμαχου παραρτήματος. Επιπλέον, είναι επίσης αληθές ότι διάφορα επιχειρήματα των προσφευγουσών διατυπώνονται υπό τη μορφή συμπερασμάτων των οποίων η σχέση με τα επίμαχα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού συχνά δεν είναι προφανής.

72      Παρά ταύτα, πρώτον, οι προσφεύγουσες συμπεριέλαβαν στο υπόμνημα απαντήσεως επιχειρήματα σχετικά με ορισμένα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, άλλα από το μέρος Γ. Τα επιχειρήματα αυτά, τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο των προβαλλόμενων με το δικόγραφο της προσφυγής λόγων ακυρώσεως, αποτελούν παραδεκτή ανάπτυξη των λόγων αυτών. Δεύτερον, μολονότι η σχέση μεταξύ ορισμένων επιχειρημάτων που εκτίθενται προς στήριξη των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως δεν είναι πάντοτε προφανής, από τη λεπτομερή μελέτη του νομικού πλαισίου στο σύνολό του γίνεται αντιληπτό το περιεχόμενο των αιτιάσεων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες. Τρίτον, οι αναφορές στην προβαλλόμενη παραβίαση, από τον κανονισμό 2016/2031, της αρχής της αναλογικότητας παρέχουν στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών, να ασκήσει τον έλεγχό του.

73      Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου όσον αφορά τη σαφήνεια της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 36, στοιχεία εʹ και στʹ, του κανονισμού 2016/2031, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

74      Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι, δυνάμει του άρθρου 36 του κανονισμού 2016/2031, ένας επιβλαβής οργανισμός μπορεί να περιληφθεί στον κατάλογο των ΡΕΟΜΚ μόνον αν πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει η διάταξη αυτή. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών συγκαταλέγονται εκείνες που αφορούν τον μη αποδεκτό οικονομικό αντίκτυπο που συνεπάγεται η παρουσία του οργανισμού, κατά την έννοια του παραρτήματος I, τμήμα 4, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού, και την ύπαρξη μέτρων που είναι εφικτά και αποτελεσματικά για την παρεμπόδιση της παρουσίας του οργανισμού στα φυτά αυτά (άρθρο 36, στοιχεία εʹ και στʹ, του κανονισμού 2016/2031). Πάντως, τα όρια που καθορίστηκαν δυνάμει των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού δεν αιτιολογούνται με παραπομπή σε λεπτομερή ανάλυση του οικονομικού αντίκτυπου που έχει η παρουσία ΡΕΟΜΚ στα οικεία φυτά, ούτε στηρίζονται στην ύπαρξη μέτρων που είναι εφικτά και αποτελεσματικά για την παρεμπόδιση της παρουσίας αυτής. Επιπλέον, ο καθορισμός των ορίων παρουσίας ΡΕΟΜΚ στο 0 % συνεπάγεται υποχρεώσεις φυτοϋγειονομικής εξυγίανσης των οικείων ποικιλιών, μέσω γενετικής επιλογής, πράγμα το οποίο, με τη σειρά του, καταστρέφει οριστικά την ποικιλομορφία των «τυποποιημένων» ποικιλιών, οι οποίες δεν έχουν επί του παρόντος εξυγιανθεί, και εξαλείφει τη διάκριση μεταξύ των ποικιλιών που εμπίπτουν στις «τυποποιημένες» κατηγορίες, αφενός, και στις «πιστοποιημένες» κατηγορίες, αφετέρου.

75      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν στο πλαίσιο αυτό ότι, παραδείγματος χάριν, τα όρια που καθορίζονται δυνάμει του παραρτήματος IV, μέρος Γ, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού συνεπάγονται την απαγόρευση εμπορίας του 57,7 % των ποικιλιών που είναι εγγεγραμμένες στο ιταλικό μητρώο αμπέλων για την παραγωγή οίνου λόγω της έλλειψης κλώνων ικανών να διασφαλίσουν την τήρηση του μηδενικού ορίου παρουσίας ΡΕΟΜΚ. Η απαγόρευση αυτή καθιστά αδύνατη, για μία τουλάχιστον δεκαετία, την ανανέωση ή την πραγματοποίηση νέων φυτεύσεων των αυτοχθόνων ποικιλιών που καλύπτονται από ονομασίες προέλευσης ή γεωγραφικές ενδείξεις και έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική απλούστευση ορισμένων βιοτύπων ποικιλιών. Η σημαντική μείωση της βιοποικιλότητας που παρουσιάζεται στη διασύνδεση των ποικιλιών είναι κυρίως το αποτέλεσμα των μέτρων εξυγίανσης που είναι αναγκαία για την καταπολέμηση των ιών, των ιοειδών και των παρεμφερών με τις ιογενείς νόσων. Ωστόσο, οι δυσμενείς αυτές συνέπειες δεν συνδέονται με κανένα όφελος ούτε διασφαλίζουν ότι τα εξυγιανθέντα φυτά δεν θα μολυνθούν, μέσω εντόμων διαβιβαστών, μετά τη φύτευσή τους. Η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τις συνέπειες αυτές κατά την εκτίμηση του μη αποδεκτού οικονομικού αντίκτυπου των ΡΕΟΜΚ στα φυτά προς φύτευση. Τουναντίον, από την παρούσα κατάσταση προκύπτει ότι η παρουσία των ΡΕΟΜΚ που αποτελούν το αντικείμενο των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού δεν επηρέασε την αποδοτικότητα των οικείων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε οποιοσδήποτε μη αποδεκτός οικονομικός αντίκτυπος λόγω της παρουσίας αυτής κατά την έννοια του άρθρου 36, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2016/2031.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται κατά την άποψή τους η διαπίστωση ότι η μελέτη της Ευρωπαϊκής και Μεσογειακής Οργάνωσης για την Προστασία των Φυτών (στο εξής: EPPO), στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή προκειμένου να θεσπίσει τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, ενέχει σφάλματα και ελλείψεις καθόσον κατέληξε στον καθορισμό ορίων παρουσίας 0 % όσον αφορά τους ΡΕΟΜΚ που υπήρχαν στην Ευρώπη από μακρού χρόνου χωρίς να υπάρχει σύνδεση με κάποιον αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο.

77      Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η επιβληθείσα εξυγίανση συνεπάγεται κόστος 120 000 ευρώ για κάθε ποικιλία και δέκα έτη εργασίας σε ειδικευμένες δομές, χωρίς να υπάρχει προοπτική ανάκτησης των δαπανών αυτών. Αυτή η οικονομική επιβάρυνση δεν είναι ανεκτή, καθόσον η καλλιεργούμενη έκταση είναι μικρότερη περίπου κατά 1 000 εκτάρια ανά ποικιλία, πράγμα που συμβαίνει όσον αφορά τις αυτόχθονες ποικιλίες μειωμένης διάδοσης. Στις σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες η εν λόγω εξυγίανση παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον, μειώνεται η γονιδιακή δεξαμενή της αρχικής ποικιλίας. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον αντίκτυπο αυτόν πριν καθορίσει τα όρια παρουσίας των ΡΕΟΜΚ δυνάμει των επίμαχων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, οπότε δεν πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 36, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2016/2031.

78      Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι πρέπει να διαπιστωθεί ότι το γεγονός ότι τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 2016/2031 δεν προέβλεψαν τον καθορισμό ορίων παρουσίας ανάλογων, αφενός, προς τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν οι ΡΕΟΜΚ για τις συγκεκριμένες εδαφικές περιοχές και, αφετέρου, προς το κόστος εξυγίανσης, συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της υποχρέωσης προστασίας της ταυτότητας των εν λόγω εδαφικών περιοχών.

79      Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι συνέπειες του καθορισμού του ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στο 0 % όσον αφορά τη βιοποικιλότητα καθώς και το κόστος εξυγίανσης μέσω γενετικής επιλογής που πλέον απαιτείται έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο εκτίμησης των επιπτώσεων σύμφωνα με τη διοργανική συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (ΕΕ 2016, L 123, σ. 1). Τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού πάσχουν έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας διότι δεν έλαβε χώρα τέτοια ανάλυση.

80      Η Επιτροπή αμφισβητεί τις εκτιμήσεις αυτές.

81      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 36, στοιχεία εʹ και στʹ, του κανονισμού 2016/2031. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, οι προσφεύγουσες προβάλλουν κατ’ ουσίαν τρεις αιτιάσεις.

82      Η πρώτη αιτίαση αφορά τις φερόμενες επιβλαβείς συνέπειες που έχει για τη βιοποικιλότητα ο καθορισμός του ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στο 0 %. Στο πλαίσιο της αιτιάσεως αυτής, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο καθορισμός του εν λόγω ορίου παρουσίας στο 0 % έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή υποχρεώσεων εξυγίανσης μέσω γενετικής επιλογής, πράγμα το οποίο μειώνει δραστικά την ποικιλομορφία των «τυποποιημένων» φυτών προς φύτευση, τα οποία ωστόσο είναι πολυάριθμα επί του παρόντος. Το γεγονός αυτό απαλείφει επίσης τη διάκριση μεταξύ των κατηγοριών «τυποποιημένων» και «πιστοποιημένων» υλικών (βλ. σκέψη 92 κατωτέρω) και έχει επιβλαβείς συνέπειες για τον αμπελοοινικό τομέα. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά προκειμένου να εκτιμήσει αν η παραμικρή παρουσία ΡΕΟΜΚ στα φυτά προς φύτευση είχε μη αποδεκτό οικονομικό αντίκτυπο σύμφωνα με το άρθρο 36, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2016/2031, αλλά και για να επαληθεύσει ότι υπήρχαν μέτρα που είναι εφικτά και αποτελεσματικά για την παρεμπόδιση της παρουσίας αυτής σύμφωνα με το άρθρο 36, στοιχείο στʹ, του ίδιου κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η εξάπλωση των ΡΕΟΜΚ μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω εντόμων διαβιβαστών και ότι η ανάλυση του οικονομικού αντίκτυπου των ΡΕΟΜΚ στην οποία προέβη η EPPO είναι ελλιπής (βλ. σκέψεις 74 έως 76 ανωτέρω).

83      Η δεύτερη αιτίαση αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το κόστος των μέτρων εξυγίανσης που κατέστησαν αναγκαία μετά τον καθορισμό του ορίου παρουσίας των απαριθμούμενων ΡΕΟΜΚ στο 0 %, πράγμα που συνιστά παράβαση του άρθρου 36, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2016/2031 (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω). Εξάλλου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, επιτρέποντας μια τέτοια προσέγγιση, τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 2016/2031 ενέχουν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της υποχρέωσης «προστασίας της ταυτότητας της εδαφικής περιοχής» (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω).

84      Η τρίτη αιτίαση αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προέβη, πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, σε ανάλυση των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες προβάλλουν επίσης έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (βλ. σκέψη 79 ανωτέρω).

85      Όλες αυτές οι αιτιάσεις στηρίζονται σε μία και μοναδική παραδοχή. Πρόκειται για το επιχείρημα ότι ο καθορισμός του ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ που απαριθμούνται στα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού στο 0 % συνεπάγεται υποχρέωση εξυγίανσης μέσω γενετικής επιλογής των φυτών προς φύτευση τα οποία εμπίπτουν στα εν λόγω μέρη. Η υποχρέωση αυτή έχει επιβλαβείς συνέπειες για τη βιοποικιλότητα, αφενός, και συνεπάγεται υπερβολικό κόστος εξυγίανσης για τους επαγγελματίες, αφετέρου. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις περιστάσεις αυτές κατά τον καθορισμό των ορίων παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στα φυτά προς φύτευση συνιστά, κατά κύριο λόγο, παράβαση του άρθρου 36, στοιχεία εʹ και στʹ, του κανονισμού 2016/2031. Αν γινόταν δεκτό ότι το άρθρο 36, στοιχεία εʹ και στʹ, του κανονισμού 2016/2031 δεν επιβάλλει την υποχρέωση να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις αυτές, η διάταξη αυτή παραβιάζει, κατά τις προσφεύγουσες, την αρχή της αναλογικότητας και την υποχρέωση «προστασίας της ταυτότητας της εδαφικής περιοχής».

86      Πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 12 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, η EPPO προέβη σε επαναξιολόγηση των επιβλαβών οργανισμών που απαριθμούνταν μέχρι τότε στην οδηγία 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, περί μέτρων κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ 2000, L 169, σ. 1), αφενός, καθώς και στις οδηγίες εμπορίας των φυτών προς φύτευση, αφετέρου.

87      Κατά την αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, η επαναξιολόγηση ήταν απαραίτητη για την επικαιροποίηση του φυτοϋγειονομικού καθεστώτος των εν λόγω επιβλαβών οργανισμών σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες τεχνικές και επιστημονικές εξελίξεις, καθώς και για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τα αντίστοιχα κριτήρια του άρθρου 36 του κανονισμού 2016/2031, όσον αφορά το έδαφος της Ένωσης, και το τμήμα 4 του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

88      Κατόπιν της επαναξιολόγησης αυτής, διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι επιβλαβείς οργανισμοί πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 36 του κανονισμού 2016/2031 όσον αφορά το έδαφος της Ένωσης και, ως εκ τούτου, έπρεπε να περιληφθούν στον κατάλογο των ΡΕΟΜΚ (αιτιολογική σκέψη 14 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού). Ελήφθησαν επίσης υπόψη οι προϋποθέσεις του άρθρου 37, παράγραφος 8, του ίδιου κανονισμού όσον αφορά τον ενδεχόμενο καθορισμό ορίων παρουσίας των ΡΕΟΜΚ που υπερβαίνουν το 0 % (αιτιολογική σκέψη 15 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού).

89      Η διαδικασία αυτή οδήγησε στην έκδοση του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, το οποίο θέτει τους κανόνες για την παρουσία των ΡΕΟΜΚ στα φυτά προς φύτευση ώστε να είναι δυνατή η είσοδος και η διακίνηση των φυτών αυτών στην Ένωση.

90      Δεύτερον, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στηρίζεται, στο σύνολό του, σε εσφαλμένη αντίληψη των υποχρεώσεων που συνεπάγεται για τους οικείους επαγγελματίες ο καθορισμός στο 0 % του ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ που απαριθμούνται στα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού.

91      Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 63 ανωτέρω, οι οδηγίες που διέπουν την εμπορία των φυτών προς φύτευση προβλέπουν τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη διαχείριση του κινδύνου και για τη διασφάλιση ότι τα φυτά που εισέρχονται και διακινούνται στην Ένωση ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του σχετικού μέρους του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού όσον αφορά την παρουσία των ΡΕΟΜΚ.

92      Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένες από τις προαναφερθείσες οδηγίες κατανέμουν τα φυτά προς φύτευση σε κατηγορίες. Για παράδειγμα, η οδηγία 68/193 περί εμπορίας υλικών αγενούς πολλαπλασιασμού της αμπέλου, στην οποία οι προσφεύγουσες εστιάζουν την ανάλυσή τους, κατανέμει, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία Δ, Ε, ΣΤ και Ζ, το πολλαπλασιαστικό υλικό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της σε υλικό «αρχικό», «βασικό», «πιστοποιημένο» και «standard», αντιστοίχως.

93      Συναφώς, η όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 68/193 είχε ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι είναι επιθυμητό να περιορισθεί η εμπορία στο πιστοποιημένο πολλαπλασιαστικό υλικό της αμπέλου που αποκτάται με κλωνική επιλογή· ότι εν τούτοις είναι προς το παρόν αδύνατο να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, δεδομένου ότι οι ανάγκες της Κοινότητος δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν στο σύνολό τους από το υλικό αυτό· ότι πρέπει γι’ αυτό να γίνει προσωρινά αποδεκτή η εμπορία του ελεγχομένου υλικού “standard” που πρέπει επίσης να διαθέτει ταυτότητα και καθαρότητα της ποικιλίας αλλά που δεν προσφέρει πάντοτε την αυτή εγγύηση με το πολλαπλασιαστικό υλικό που αποκτάται με κλωνική επιλογή· ότι εν τούτοις η κατηγορία αυτή πρέπει να εξαφανισθεί σταδιακά[.]»

94      Από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο Ζ, καθώς και από το παράρτημα I, τμήμα 8, σημείο 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 68/193, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική οδηγία 2020/177, προκύπτει, όμως, ότι η «standard» κατηγορία πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου εξακολουθεί να διατίθεται στο εμπόριο (βλ. σκέψη 101 κατωτέρω). Ειδικότερα, ο πίνακας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV, μέρος Γ, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού καθορίζει κατώτατο όριο παρουσίας των ΡΕΟΜΚ, αφενός, για το «αρχικό», το «βασικό» και το «πιστοποιημένο» υλικό και, αφετέρου, κατώτατο όριο για το «τυποποιημένο» («standard») υλικό.

95      Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι οι συνέπειες που επιφέρει ο καθορισμός των ορίων παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στο 0 % αφορούν κυρίως τις «τυποποιημένες» κατηγορίες των φυτών προς φύτευση. Κατά τις προσφεύγουσες, οι κατηγορίες αυτές περιλαμβάνουν αυτόχθονα υλικά, τα οποία διατίθενται στο εμπόριο μόνον σε συγκεκριμένα εδάφη.

96      Όσον αφορά τις συνέπειες των ορίων παρουσίας των ΡΕΟΜΚ, είναι, βεβαίως, αληθές ότι οι οδηγίες για την εμπορία, όπως έχουν τροποποιηθεί με την εκτελεστική οδηγία 2020/177 (βλ. σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω), προβλέπουν ορισμένα μέτρα εξυγίανσης του πολλαπλασιαστικού υλικού προς τον σκοπό αυτό. Εντούτοις, όπως εκθέτει η Επιτροπή, καμία από τις οδηγίες αυτές δεν επιβάλλει στους ενδιαφερόμενους επαγγελματίες την υποχρέωση να προβούν σε εξυγίανση μέσω γενετικής επιλογής η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τη βιοποικιλότητα κατά τον τρόπο που περιγράφουν οι προσφεύγουσες.

97      Συγκεκριμένα:

–        η οδηγία 66/401 περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών τροποποιήθηκε με σκοπό να ορίσει ότι η καλλιέργεια και οι σπόροι κτηνοτροφικών φυτών πρέπει επίσης να πληρούν τις απαιτήσεις σχετικά με την παρουσία των ΡΕΟΜΚ που καθορίζονται δυνάμει του παραρτήματος IV, μέρος A, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, μολονότι το παράρτημα αυτό δεν προβλέπει καμία πρόσθετη απαίτηση για συγκεκριμένους ΡΕΟΜΚ (βλ. αιτιολογική σκέψη 8, άρθρο 1 και παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού 2020/177)·

–        η οδηγία 66/402 περί εμπορίας σπόρων δημητριακών προς σπορά τροποποιήθηκε προκειμένου να προβλεφθεί ότι η παρουσία των ΡΕΟΜΚ στις καλλιέργειες και στους σπόρους πληρούσε τις προδιαγραφές του παραρτήματος IV, μέρος B, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Περαιτέρω, το τροποποιημένο κείμενο της οδηγίας αυτής διευκρινίζει τον μέγιστο αριθμό συμπτωματικών φυτών που εξετάστηκαν σε επιθεωρήσεις από αντιπροσωπευτικό δείγμα προκειμένου η καλλιέργεια να θεωρηθεί ως «ουσιαστικά απαλλαγμένη» από το μανιτάρι Gibberella fujikuroi Sawada [GIBBFU], όπως απαιτεί το μέρος Β του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού (βλ. αιτιολογική σκέψη 10, άρθρο 2 και παράρτημα II της εκτελεστικής οδηγίας 2020/177)·

–        η οδηγία 68/193 περί εμπορίας υλικών αγενούς πολλαπλασιασμού της αμπέλου τροποποιήθηκε προκειμένου να προβλεφθεί, κατ’ ουσίαν, ότι οι μητρικές φυτείες και τα φυτώρια έπρεπε να επιθεωρηθούν οπτικώς και, ενδεχομένως, να υποβληθούν σε δειγματοληψία και σε δοκιμές προκειμένου να διασφαλιστεί ότι εξαιρούνταν από τους ΡΕΟΜΚ που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, μέρος Γ, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Αν διαπιστωθεί η παρουσία ΡΕΟΜΚ ή σχετικών συμπτωμάτων, το παράρτημα I της οδηγίας 68/193, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει, αναλόγως του ΡΕΟΜΚ και της κατηγορίας του υλικού πολλαπλασιασμού, τη λήψη μέτρων όπως είναι η εκρίζωση και η καταστροφή των σχετικών αμπελώνων, η εξαίρεσή τους από τη χρήση για πολλαπλασιασμό, η επεξεργασία με θερμό νερό, η αγωγή με βακτηριοκτόνο, η διατήρηση σε εντομοστεγείς εγκαταστάσεις, ο κατάλληλος εμβολιασμός ή ο υποκαπνισμός (βλ. αιτιολογική σκέψη 11, άρθρο 3 και παράρτημα III της εκτελεστικής οδηγίας 2020/177)·

–        η οδηγία 2002/55 περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών τροποποιήθηκε προκειμένου να προβλεφθεί ότι η παρουσία ΡΕΟΜΚ στους σπόρους προς σπορά κηπευτικών δεν υπερέβαινε, τουλάχιστον βάσει οπτικής επιθεώρησης, τα αντίστοιχα όρια που καθορίζονται στο παράρτημα IV, μέρος ΣΤ, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού (βλ. αιτιολογική σκέψη 14, άρθρο 6 και παράρτημα VI της εκτελεστικής οδηγίας 2020/177)·

–        η οδηγία 93/61, η οποία αφορά την εμπορία του πολλαπλασιαστικού υλικού και των φυταρίων κηπευτικών εκτός των σπόρων προς σπορά, τροποποιήθηκε προκειμένου να προβλεφθεί ότι η παρουσία ΡΕΟΜΚ στα φυτά αυτά δεν υπερβαίνει, τουλάχιστον βάσει οπτικής επιθεώρησης, τα όρια που καθορίζονται στο παράρτημα IV, μέρος I, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού (βλ. αιτιολογική σκέψη 12, άρθρο 5 και παράρτημα V της εκτελεστικής οδηγίας 2020/177)·

–        η εκτελεστική οδηγία 2014/98, η οποία καθορίζει ειδικές απαιτήσεις σχετικά, μεταξύ άλλων, με την εμπορία του πολλαπλασιαστικού υλικού οπωροφόρων φυτών και των οπωροφόρων φυτών που προορίζονται για την παραγωγή φρούτων, τροποποιήθηκε προκειμένου να προβλεφθεί ότι τα προβασικά μητρικά φυτά, το προβασικό υλικό, τα βασικά μητρικά φυτά, το βασικό υλικό, τα πιστοποιημένα μητρικά φυτά και το πιστοποιημένο υλικό έπρεπε, μέσω οπτικής επιθεώρησης και, σε περίπτωση αμφιβολιών, κατόπιν δειγματοληψίας και δοκιμών, να διαπιστωθεί ότι είναι απαλλαγμένα από τους ΡΕΟΜΚ που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, μέρος I, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Αν διαπιστωθεί η παρουσία ΡΕΟΜΚ ή σχετικών συμπτωμάτων, το παράρτημα IV της εκτελεστικής οδηγίας 2014/98, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει, αναλόγως του ΡΕΟΜΚ και της κατηγορίας του πολλαπλασιαστικού υλικού, τη λήψη μέτρων όπως είναι η εκρίζωση και η καταστροφή του πολλαπλασιαστικού υλικού και των οικείων φυτών, καθώς και η υποβολή σε δοκιμές αντιπροσωπευτικού δείγματος του πολλαπλασιαστικού υλικού και των ασυμπτωματικών φυτών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 19 έως 23, άρθρο 10 και παράρτημα X της εκτελεστικής οδηγίας 2020/177).

98      Όπως παρατηρεί και η Επιτροπή, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι τα καθορισθέντα με τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού όρια παρουσίας ΡΕΟΜΚ συνεπάγονται, πράγματι, την υποχρέωση λήψης ορισμένων μέτρων που συνίστανται στην οπτική παρατήρηση των φυτών και, σε περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων που μπορούν να αποδοθούν στους ΡΕΟΜΚ, στην εφαρμογή κατάλληλων μέτρων υγιεινής ή επεξεργασίας. Παρά ταύτα, από τις επίδικες διατάξεις του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού ή των οδηγιών εμπορίας των οικείων φυτών δεν προκύπτει οποιαδήποτε υποχρέωση των επαγγελματιών να προβαίνουν σε εξυγίανση μέσω γενετικής επιλογής.

99      Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν επικαλούνται καμία διάταξη επιβάλλουσα τέτοια υποχρέωση.

100    Συναφώς, οι προσφεύγουσες εστιάζουν (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω) στις φερόμενες συνέπειες που επιφέρει το παράρτημα IV, μέρος Γ, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού όσον αφορά την ποικιλομορφία του πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου που έχει προσβληθεί από ιούς, ιοειδή ή ασθένειες παρεμφερείς με τις ιογενείς. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ελλείψει κατάλληλων μέτρων υγιεινής ή κατάλληλων αντιικών προϊόντων, οι ποικιλίες που πλήττονται από τις ασθένειες αυτές μπορούν να εξυγιανθούν μόνο με μεθόδους όπως είναι η θερμοθεραπεία, η καλλιέργεια επάκριων μεριστωμάτων ή η σωματική εμβρυογένεση, οι οποίες συνεπάγονται, κατά την άποψή τους, αξιοσημείωτη μείωση της βιοποικιλότητας που παρουσιάζεται στη διασύνδεση των ποικιλιών.

101    Ωστόσο, αρκεί η παρατήρηση ότι, κατά το παράρτημα I, τμήμα 2, σημεία 2 και 3, και τμήμα 8, σημείο 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 68/193, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική οδηγία 2020/177, κατόπιν οπτικής επιθεώρησης, τα συμπτώματα των ΡΕΟΜΚ είναι ανεκτά σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 10 % των αμπέλων στις μητρικές φυτείες που προορίζονται για την παραγωγή «τυποποιημένου» υλικού, οι δε εν λόγω άμπελοι απορρίπτονται από τον πολλαπλασιασμό. Αντιθέτως, από το τμήμα 8, σημείο 5, στοιχείο γʹ, του ίδιου παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι το «μητρικό», «βασικό» και «πιστοποιημένο» πολλαπλασιαστικό υλικό (βλ. σκέψη 93 ανωτέρω) υπακούει σε αυστηρότερους κανόνες όσον αφορά τα επίμαχα συμπτώματα, χωρίς ωστόσο να προβλέπεται, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, γενετική επιλογή.

102    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι το «τυποποιημένο» υλικό προσβάλλεται, ως εκ της φύσεώς του, από ΡΕΟΜΚ, οπότε η εφαρμογή ορίου παρουσίας 0 % θα συνεπαγόταν αυτομάτως υποχρέωση αποκλεισμού τους, στο σύνολό τους, από τον πολλαπλασιασμό. Αυτή καθεαυτήν η πρόβλεψη του ανωτάτου ορίου του 10 % στο παράρτημα I, τμήμα 8, σημείο 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 68/193, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική οδηγία 2020/177 (βλ. σκέψη 101 ανωτέρω), καταδεικνύει μάλλον το αντίθετο.

103    Κατά συνέπεια, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το παράρτημα IV, μέρος Γ, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την επιβολή υποχρέωσης στους επαγγελματίες να εφαρμόζουν μεθόδους εξυγίανσης μέσω γενετικής επιλογής, όπως αυτές που μνημονεύονται στη σκέψη 100 ανωτέρω, ή την απαγόρευση της εμπορίας του πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου που εμπίπτει στην «τυποποιημένη» κατηγορία.

104    Στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να προστεθεί, όπως εκθέτει και η Επιτροπή, ότι πολλές οδηγίες που διέπουν την εμπορία των φυτών προς φύτευση περιλαμβάνουν παρεκκλίνουσες διατάξεις οι οποίες έχουν ακριβώς ως αντικείμενο την προώθηση της γενετικής ποικιλομορφίας.

105    Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις εξής διατάξεις:

–        άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 68/193 περί της εμπορίας υλικών αγενούς πολλαπλασιασμού της αμπέλου·

–        άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/72 για την εμπορία φυταρίων και πολλαπλασιαστικού υλικού κηπευτικών, εκτός των σπόρων προς σπορά, και

–        άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/90 για την εμπορία του πολλαπλασιαστικού υλικού οπωροφόρων φυτών και των οπωροφόρων δένδρων που προορίζονται για την παραγωγή φρούτων.

106    Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι να καταστήσουν δυνατή την εμπορία ορισμένων ποσοτήτων φυτών προς φύτευση, παρά το γεγονός ότι δεν πληρούν τις σχετικές φυτοϋγειονομικές προϋποθέσεις, όταν η εμπορία αυτή προορίζεται να συμβάλει στη διατήρηση της γενετικής ποικιλομορφίας.

107    Πρέπει να γίνει συναφώς μνεία και στο άρθρο 44, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/55 περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών, βάσει της οποίας εκδόθηκε η οδηγία 2009/145/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την πρόβλεψη ορισμένων παρεκκλίσεων για την αποδοχή ντόπιων αβελτίωτων φυλών και ποικιλιών κηπευτικών που καλλιεργούνται κατά παράδοση σε συγκεκριμένους τόπους και περιφέρειες και απειλούνται με γενετική διάβρωση και ποικιλιών κηπευτικών οι οποίες δεν έχουν εγγενή αξία για εμπορική φυτική παραγωγή αλλά αναπτύσσονται για καλλιέργεια υπό ιδιαίτερες συνθήκες, και για την εμπορία σπόρων προς σπορά των εν λόγω ντόπιων φυλών και ποικιλιών (ΕΕ 2009, L 312, σ. 44).

108    Το επιχείρημα των προσφευγουσών το οποίο αντλείται από την προβαλλόμενη αναποτελεσματικότητα του καθορισμού των ορίων παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στο 0 % λόγω του ότι οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να μεταδοθούν μέσω εντόμων διαβιβαστών πρέπει επίσης να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, όπως διευκρινίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι προβλέπεται ότι κάθε φυτικό υλικό που προορίζεται για φύτευση πρέπει να είναι απαλλαγμένο από ΡΕΟΜΚ σύμφωνα με τις προβλέψεις των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού είναι ικανό να αποτρέψει τη μετάδοση των εν λόγω οργανισμών μέσω εντόμων διαβιβαστών.

109    Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τη φερόμενη ως πλημμελή ανάλυση των οικονομικών επιπτώσεων των ΡΕΟΜΚ στην οποία προέβη η ΕΡΡΟ (βλ. σκέψη 76 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι η εμπορία από μακρού χρόνου του πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου που εμπίπτει στην «τυποποιημένη» κατηγορία δεν μπορεί να αναιρέσει την ύπαρξη μη αποδεκτού οικονομικού αντίκτυπου επί της προβλεπόμενης χρήσης των φυτών προς φύτευση λόγω της παρουσίας ΡΕΟΜΚ κατά την έννοια του άρθρου 36, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2016/2031. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη μελέτη που παρουσιάζει συνοπτικά τις εργασίες που πραγματοποίησε η EPPO, το γεγονός ότι ένας ΡΕΟΜΚ είναι ήδη παρών στο έδαφος της Ένωσης συνεπάγεται ότι ο αντίκτυπος αυτός διαπιστώθηκε βάσει λεπτομερών πληροφοριών που ήταν ήδη άμεσα διαθέσιμες.

110    Συναφώς, προκύπτει επίσης ότι, στο μέτρο που οι ΡΕΟΜΚ αποτελούν ήδη αντικείμενο συστημάτων πιστοποίησης που περιορίζουν τον οικονομικό αντίκτυπο που προκαλεί η παρουσία τους, η σχετική ανάλυση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο που θα προέκυπτε αν είχαν αρθεί οι υφιστάμενοι περιορισμοί. Έτσι, η εκτίμηση του οικονομικού αντίκτυπου στηρίχθηκε σε πληροφορίες προερχόμενες από τις εθνικές αρχές προστασίας των φυτών, καθώς και από τους ενδιαφερόμενους που έλαβαν μέρος στη διαδικασία εκτίμησης.

111    Στο μέτρο που η ανάλυση της EPPO αμφισβητείται διότι, κατά τα προβαλλόμενα, δεν ελήφθη υπόψη η επικείμενη εξαφάνιση του «τυποποιημένου» υλικού πολλαπλασιασμού λόγω του υπερβολικού κόστους εξυγίανσης, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 90 έως 108 ανωτέρω.

112    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το εκτιθέμενο στην ανωτέρω σκέψη 12, πρώτη περίπτωση, αίτημα των προσφευγουσών να διαταχθεί ορισμός πραγματογνώμονα.

113    Από τις ως άνω εκτιμήσεις προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση των προσφευγουσών, η οποία αντλείται από παράβαση του άρθρου 36, στοιχεία εʹ και στʹ, του κανονισμού 2016/2031, λόγω των φερόμενων επιβλαβών συνεπειών που έχει για τη βιοποικιλότητα ο καθορισμός του ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στο 0 % στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το επίμαχο όριο επιβάλλει την εφαρμογή μεθόδων εξυγίανσης, μέσω γενετικής επιλογής, των φυτών προς φύτευση. Ως εκ τούτου, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

114    Για τους ίδιους λόγους, πρέπει επίσης να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση, η οποία αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το κόστος των μέτρων εξυγίανσης που κατέστησαν αναγκαία μετά τον καθορισμό του ορίου παρουσίας των απαριθμούμενων ΡΕΟΜΚ στο 0 %, πράγμα που συνιστά παράβαση του άρθρου 36, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2016/2031 (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω).

115    Συγκεκριμένα, αφενός, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με το φερόμενο υπερβολικό κόστος των μέτρων εξυγίανσης που συνεπάγεται ο καθορισμός του ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στο 0 % στηρίζονται επίσης στην παραδοχή ότι η εν λόγω εξυγίανση πρέπει να γίνεται μέσω γενετικής επιλογής. Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 90 έως 113 ανωτέρω, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

116    Αφετέρου, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, από τον συνδυασμό του άρθρου 36, στοιχεία εʹ και στʹ, και του άρθρου 37, παράγραφος 8, του κανονισμού 2016/2031 προκύπτει ότι η ύπαρξη μέτρων που είναι εφικτά και αποτελεσματικά για την παρεμπόδιση της παρουσίας επιβλαβούς οργανισμού στα φυτά προς φύτευση συνιστά προϋπόθεση για την εγγραφή του οργανισμού αυτού στον κατάλογο των ΡΕΟΜΚ και δεν αφορά τη δυνατότητα καθορισμού ορίου παρουσίας του οργανισμού αυτού άνω του 0 %. Οι προσφεύγουσες δεν ζητούν την ακύρωση των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού στο μέτρο που, δυνάμει αυτών, η Επιτροπή κατήρτισε τον κατάλογο των ΡΕΟΜΚ, αλλά μόνο στο μέτρο που τα επίμαχα μέρη καθόρισαν όρια παρουσίας των εν λόγω οργανισμών στο 0 %.

117    Από τον εσφαλμένο χαρακτήρα της παραδοχής στην οποία στηρίζεται η πρώτη αιτίαση του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως προκύπτει επίσης ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβλήθηκε κατά των άρθρων 36 και 37 του κανονισμού 2016/2031 πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, προς στήριξη της εν λόγω ένστασης, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι διατάξεις αυτές ενέχουν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι δεν εμπόδισαν την Επιτροπή να επιβάλει, καθορίζοντας το όριο παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στο 0 %, δυσανάλογες υποχρεώσεις σχετικές με την εξυγίανση μέσω γενετικής επιλογής. Δεδομένου ότι ο προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την επιβολή τέτοιων υποχρεώσεων, η αιτίαση ότι οι επίμαχες διατάξεις του κανονισμού 2016/2031 ενέχουν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή παράβαση οποιασδήποτε υποχρέωσης «προστασίας της εδαφικής περιοχής» πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αλυσιτελής (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω).

118    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση περί έλλειψης εκτίμησης των επιπτώσεων (βλ. σκέψη 79 ανωτέρω), και αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, καθόσον βασίζεται σε φερόμενες επιβλαβείς συνέπειες για τη βιοποικιλότητα και στο φερόμενο υπερβολικό κόστος των μέτρων εξυγίανσης μέσω γενετικής επιλογής που προκαλούνται από τον καθορισμό του ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στο 0 %, ισχυρισμοί οι οποίοι είναι όλως αβάσιμοι (βλ. σκέψεις 90 έως 113 ανωτέρω).

119    Όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, υπενθυμίζεται ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη προς τη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να προκύπτει από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που υπαγόρευσαν το ληφθέν μέτρο, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα. Ως προς το τελευταίο σημείο, όταν, όπως εν προκειμένω, πρόκειται για πράξη γενικής ισχύος, η αιτιολογία μπορεί να περιοριστεί στην περιγραφή, αφενός, της συνολικής κατάστασης που οδήγησε στην έκδοσή της και, αφετέρου, των γενικών σκοπών που επιδιώκει (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑310/04, EU:C:2006:521, σκέψεις 57 και 58).

120    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 15 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 86 έως 88 ανωτέρω) παραθέτουν κατά τρόπο σαφή το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο κανονισμός αυτός και τους σκοπούς που επιδιώκει. Επιπλέον, το περιεχόμενο της εκτελεστικής οδηγίας 2020/177 επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι υγειονομικές απαιτήσεις που συνέστησε η EPPO για την εμπορία των φυτών προς φύτευση κατόπιν του καθορισμού του ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στο 0 % δεν προέβλεπαν την εξυγίανση μέσω γενετικής επιλογής. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν όφειλε να αιτιολογήσει τη θέσπιση των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού κάνοντας αναφορά στο κόστος τέτοιων μεθόδων εξυγίανσης ή στις φερόμενες συνέπειές τους όσον αφορά τη βιοποικιλότητα.

121    Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση της Tirpaa

122    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο καθορισμός του ορίου παρουσίας ΡΕΟΜΚ στο 0 % στις αυτόχθονες ποικιλίες φυτών συνιστά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Tirpaa. Η διάταξη αυτή εγγυάται στους γεωργούς τα δικαιώματα διατήρησης, χρήσης, ανταλλαγής και πώλησης σπόρων αγροκτήματος και πολλαπλασιαστικού υλικού. Η γενετική επιλογή την οποία επιβάλλουν τα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού προς τον σκοπό της απαιτούμενης εξυγίανσης θέτει σε κίνδυνο τη διατήρηση της γονιδιακής δεξαμενής των φυτικών πόρων σε βαθμό που να καθιστά κενά περιεχομένου τα δικαιώματα που πρέπει να απολαύουν οι γεωργοί δυνάμει της προαναφερθείσας διάταξης.

123    Όπως και ο πρώτος, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι ο καθορισμός του ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ που απαριθμούνται στα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού στο 0 % συνεπάγεται υποχρέωση εξυγίανσης μέσω γενετικής επιλογής των φυτών προς φύτευση τα οποία εμπίπτουν στα επίμαχα μέρη. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί για τον ίδιο λόγο.

124    Εν πάση περιπτώσει, η εξέταση του κύρους πράξης του δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα διεθνούς συνθήκης απαιτεί, μεταξύ άλλων, η διάταξη της οποίας γίνεται επίκληση να συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση, η οποία δεν εξαρτάται, ως προς την εκπλήρωση ή τα αποτελέσματά της, από την έκδοση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 55).

125    Συναφώς, το άρθρο 9 της Tirpaa προβλέπει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα πρέπει, «ανάλογα με το τι αρμόζει και υπό την επιφύλαξη της εθνικής του νομοθεσίας», να λαμβάνει μέτρα για την προστασία και προαγωγή των δικαιωμάτων των γεωργών.

126    Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προβλέπει, ειδικότερα, ότι, ανάλογα με τις ανάγκες και προτεραιότητές του, κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα πρέπει, «ανάλογα με το τι αρμόζει και υπό την επιφύλαξη της εθνικής του νομοθεσίας», να λαμβάνει μέτρα για την προστασία και την προαγωγή των δικαιωμάτων των γεωργών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται:

–        η προστασία των παραδοσιακών γνώσεων που σχετίζονται με τους φυτογενετικούς πόρους για τη διατροφή και τη γεωργία·

–        το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής στη διανομή των ωφελημάτων που απορρέουν από τη χρήση των φυτογενετικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία·

–        το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, σε εθνικό επίπεδο, για θέματα σχετικά με τη διατήρηση και αειφόρο χρήση των φυτογενετικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία.

127    Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Tirpaa, το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες, προβλέπει ότι κανένα σημείο του εν λόγω άρθρου 9 δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ως περιοριστικό των δικαιωμάτων που μπορεί να έχουν οι γεωργοί στη διατήρηση, χρήση, ανταλλαγή και πώληση σπόρων αγρού ή πολλαπλασιαστικού υλικού, «υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας και αναλόγως των αναγκών».

128    Βεβαίως, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Tirpaa έχει ως σκοπό να αποκλείσει το ενδεχόμενο να ερμηνεύεται το ίδιο αυτό άρθρο 9 κατά τρόπο περιοριστικό των δικαιωμάτων που μπορούν να έχουν οι γεωργοί στη διατήρηση, τη χρήση, την ανταλλαγή και την πώληση σπόρων αγροκτήματος ή πολλαπλασιαστικού υλικού. Εντούτοις, τα τελευταία αυτά δικαιώματα δεν διασφαλίζονται από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Tirpaa. Πράγματι, όπως ρητώς προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Tirpaa, τα δικαιώματα αυτά, στο μέτρο που απονέμονται από την εθνική νομοθεσία, πρέπει να ασκούνται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της τελευταίας.

129    Κατά συνέπεια, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Tirpaa δεν επιβάλλει οποιαδήποτε υποχρέωση στην Ένωση ώστε η νομιμότητα του κανονισμού 2016/2031 ή των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού να πρέπει να εξετάζεται, εν πάση περιπτώσει, με γνώμονα τη διάταξη αυτή (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Association Kokopelli, C–59/11, EU:C:2012:447, σκέψεις 90 έως 92).

130    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση του κανονισμού 2018/848

131    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο καθορισμός ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στις αυτόχθονες ποικιλίες φυτών στο 0 % συνιστά παράβαση του άρθρου 13 του κανονισμού 2018/848. Προκειμένου να διαφυλαχθεί η φυτογενετική ποικιλομορφία, η διάταξη αυτή επιτρέπει τη διάθεση στο εμπόριο φυτικού αναπαραγωγικού υλικού από βιολογικό ετερογενές υλικό χωρίς τούτο να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις καταχώρισης και χωρίς να συμμορφώνεται με τις κατηγορίες πιστοποίησης «προβασικού», «βασικού» και «πιστοποιημένου» υλικού, ή προς τις απαιτήσεις για άλλες κατηγορίες, οι οποίες προβλέπονται στις οδηγίες που διέπουν την εμπορία των φυτών προς φύτευση.

132    Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, δεδομένου ότι ο κανονισμός 2016/2031 έχει την ίδια τυπική ισχύ με τον κανονισμό 2018/848, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του κανονισμού 2018/848 προκειμένου να αμφισβητηθεί το κύρος του πρώτου εκ των κανονισμών αυτών. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως μπορεί να νοηθεί μόνον υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικά τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό.

133    Ακολούθως, είναι αληθές ότι η αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 2018/848 κάνει μνεία στην ανάγκη επικέντρωσης στη γεωπονική απόδοση, τη γενετική ποικιλομορφία, την αντοχή στις ασθένειες, τη μακροβιότητα και την προσαρμογή σε ποικίλες τοπικές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες και στον σεβασμό στους φυσικούς αναστολείς διασταύρωσης.

134    Συγκεκριμένα, κατά την αιτιολογική σκέψη 36 του κανονισμού 2018/848, η έρευνα στην Ένωση όσον αφορά το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό που δεν πληροί τον ορισμό της ποικιλίας από την άποψη της ομοιομορφίας δείχνει ότι είναι δυνατόν να προκύψουν οφέλη από τη χρήση του εν λόγω ποικίλου υλικού, ιδίως όσον αφορά τη βιολογική παραγωγή, παραδείγματος χάριν για να περιορισθεί η εξάπλωση ασθενειών, να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα και να αυξηθεί η βιοποικιλότητα.

135    Στο πλαίσιο αυτό, η αιτιολογική σκέψη 37 του κανονισμού 2018/848 αναφέρει ότι το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό που δεν ανήκει σε ποικιλία, αλλά ανήκει μάλλον σε ομάδα φυτών εντός μιας βοτανικής ταξινομικής μονάδας με υψηλό επίπεδο γενετικής και φαινοτυπικής ποικιλομορφίας μεταξύ μεμονωμένων αναπαραγωγικών μονάδων, θα πρέπει να είναι διαθέσιμο για χρήση στη βιολογική παραγωγή. Για τον λόγο αυτό, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, ο νομοθέτης επέτρεψε στους επιχειρηματίες να διαθέτουν στο εμπόριο φυτικό αναπαραγωγικό υλικό από βιολογικό ετερογενές υλικό χωρίς να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις καταχώρισης και τις κατηγορίες πιστοποίησης «προβασικού», «βασικού» και «πιστοποιημένου» υλικού, ή προς τις απαιτήσεις για άλλες κατηγορίες, όπως ορίζουν οι οδηγίες που διέπουν την εμπορία των φυτών.

136    Συναφώς, το άρθρο 13 του κανονισμού 2018/848 έχει ως εξής:

«1. Το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό από βιολογικό ετερογενές υλικό μπορεί να διατίθεται στο εμπόριο χωρίς να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις καταχώρισης και χωρίς να συμμορφώνεται με τις κατηγορίες πιστοποίησης προβασικού, βασικού και πιστοποιημένου υλικού, ή προς τις απαιτήσεις για άλλες κατηγορίες, όπως ορίζεται στις οδηγίες [66/401], [66/402], [68/193], 98/56/ΕΚ, 2002/53/ΕΚ, 2002/54/ΕΚ, [2002/55], 2002/56/ΕΚ, 2002/57/ΕΚ, [2008/72] και [2008/90], ή πράξεις που έχουν εγκριθεί δυνάμει των εν λόγω οδηγιών.

2. Το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό από βιολογικό ετερογενές υλικό όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να διατίθεται στο εμπόριο κατόπιν κοινοποίησης του βιολογικού ετερογενούς υλικού από τον προμηθευτή στους αρμόδιους επίσημους φορείς που αναφέρονται στις οδηγίες [66/401], [66/402], [68/193], 98/56/ΕΚ, 2002/53/ΕΚ, 2002/54/ΕΚ, [2002/55], 2002/56/ΕΚ, 2002/57/ΕΚ, [2008/72] και [2008/90] […].»

137    Το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 2018/848 προβλέπει επίσης το βασικό περιεχόμενο της κοινοποίησης που μνημονεύεται στην ίδια διάταξη, καθώς και τους σχετικούς διαδικαστικούς κανόνες, ενώ η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θεσπίζει κανόνες που διέπουν την παραγωγή και την εμπορία του φυτικού αναπαραγωγικού υλικού από βιολογικό ετερογενές υλικό συγκεκριμένων γενών ή ειδών.

138    Επομένως, αντί να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα του καθορισμού των ορίων παρουσίας των ΡΕΟΜΚ δυνάμει των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, το άρθρο 13 του κανονισμού 2018/848 επιτρέπει, κατ’ εξαίρεση και εντός αυστηρά ορισμένου πλαισίου, την εμπορία του φυτικού αναπαραγωγικού υλικού από βιολογικό ετερογενές υλικό χωρίς να υπάρχει συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στις οδηγίες που διέπουν την εμπορία. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της διάταξης αυτής προκειμένου να αμφισβητηθεί η νομιμότητα των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, στο μέτρο που, δυνάμει αυτών, τα όρια παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στα φυτά προς φύτευση καθορίσθηκαν στο 0 %.

139    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά το ασυμβίβαστο των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού με την κοινή γεωργική πολιτική

140    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο καθορισμός των ορίων παρουσίας των ΡΕΟΜΚ στο 0 % δυνάμει των επίδικων μερών του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού:

–        καθιστά αδύνατη, λόγω της διαδικασίας γενετικής επιλογής ενός μικρού αριθμού ειδών την οποία επιβάλλει, τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση αποτροπής της εισόδου μη αυτόχθονων ειδών, η οποία επιβάλλεται δυνάμει ειδικών διατάξεων της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7)·

–        αντιβαίνει στην πολιτική διατήρησης των μη εξυγιανθέντων αυτοχθόνων φυτικών πόρων, η οποία εφαρμόζεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ 2012, L 343, σ. 1)·

–        παραβιάζει την αρχή της βιώσιμης γεωργικής ανάπτυξης και της βελτίωσης της φυτικής βιοποικιλότητας, που χρηματοδοτούνται με μέσα προβλεπόμενα στον κανονισμό (ΕΕ) 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 487)·

–        δεν παρουσιάζει συνοχή, πρώτον, με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου καθώς και του δικαίου της Ένωσης που αποσκοπούν στη διασφάλιση της γεωργικής βιοποικιλότητας, δεύτερον, με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης που αποσκοπούν στη διασφάλιση των ημι-φυσικών οικοτόπων και της αγροτικής ανάπτυξης και, τρίτον, με τις οδηγίες που διέπουν την εμπορία σπόρων προς σπορά και του πολλαπλασιαστικού υλικού των οπωροφόρων φυτών.

141    Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, δεδομένου ότι έχουν την ίδια τυπική ισχύ με τον κανονισμό 2016/2031, οι κανονισμοί που παρατίθενται στη σκέψη 140, πρώτη έως τρίτη περίπτωση ανωτέρω, δεν μπορούν να προβληθούν προκειμένου να αμφισβητηθεί το κύρος του κανονισμού 2016/2031. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως μπορεί να νοηθεί μόνον υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικά τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό.

142    Από το σύνολο των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι και αυτός στηρίζεται στην υπόθεση ότι ο καθορισμός του ορίου παρουσίας των ΡΕΟΜΚ που απαριθμούνται στα επίδικα μέρη του παραρτήματος IV του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού στο 0 % συνεπάγεται υποχρέωση εξυγίανσης μέσω γενετικής επιλογής των φυτών προς φύτευση, τα οποία εμπίπτουν στα οικεία μέρη, πράγμα το οποίο προκαλεί επιβλαβείς συνέπειες για τη βιοποικιλότητα. Όπως, όμως, προκύπτει από την ανάλυση του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 90 έως 113 ανωτέρω), η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

143    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

144    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής σύμφωνα με το αίτημα του θεσμικού αυτού οργάνου.

145    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, πρέπει να κριθεί ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο φέρουν έκαστο τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Società agricola Vivai Maiorana Ss, Confederazione Italiana Agricoltori – CIA και MIVA – Moltiplicatori Italiani Viticoli Associati φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο φέρουν έκαστο τα δικαστικά έξοδά του.

Costeira

Γρατσίας

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.