Language of document : ECLI:EU:T:2022:713

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 16ης Νοεμβρίου 2022 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ολλανδικός νόμος για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας – Πρόωρη παύση λειτουργίας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα – Χορήγηση αποζημίωσης – Απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων – Απόφαση που κηρύσσει την ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά – Έλλειψη ρητού χαρακτηρισμού ως “κρατικής ενίσχυσης” – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη δεκτική προσφυγής – Παραδεκτό – Άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 – Ασφάλεια δικαίου»

Στην υπόθεση T‑469/20,

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις M. Bulterman, M. de Ree και τον J. Langer,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους H. van Vliet, B. Stromsky και την D. Recchia,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, V. Valančius (εισηγητή), I. Reine, L. Truchot και M. Sampol Pucurull, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, και ιδίως:

–        την ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου την οποία προέβαλε η Επιτροπή με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Οκτωβρίου 2020,

–        τη διάταξη της 23ης Φεβρουαρίου 2021, με την οποία αποφασίστηκε να συνεξεταστεί η ένσταση με την ουσία της υποθέσεως,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή του βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί την ακύρωση της απόφασης C(2020) 2998 final της Επιτροπής, της 12ης Μαΐου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA. 54537 (2020/NΝ) – Κάτω Χώρες, Απαγόρευση της χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στις Κάτω Χώρες (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 27 Μαρτίου 2019, οι ολλανδικές αρχές κοινοποίησαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το νομοσχέδιο wet verbod op kolen bij elektriciteitsproductie [νόμου για την απαγόρευση χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: νόμος)], σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1).

3        Ο νόμος αυτός, ο οποίος αποσκοπεί στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στις Κάτω Χώρες και προβλέπει τη δυνατότητα αποκατάστασης της ζημίας που προκλήθηκε σε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας η οποία, σε σχέση με τις άλλες μονάδες, θίγεται, κατά τρόπο δυσανάλογο, από την απαγόρευση χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

4        Εντούτοις, μετά την κοινοποίηση του νομοσχεδίου από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2015/1535, η Επιτροπή ξεκίνησε, με δική της πρωτοβουλία, την εξέταση των πληροφοριών σχετικά με εικαζόμενη ενίσχυση και ζήτησε, στις 4 Ιουνίου, στις 25 Ιουνίου, στις 2 Αυγούστου και στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, από τις ολλανδικές αρχές να της υποβάλουν συμπληρωματικές πληροφορίες. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ανταποκρίθηκε στα αιτήματα της Επιτροπής, αντιστοίχως, στις 13 Ιουνίου, στις 18 Ιουλίου, στις 30 Αυγούστου, στις 8 Οκτωβρίου, στις 29 Νοεμβρίου, την 1η Δεκεμβρίου 2019 και στις 10 Μαρτίου 2020.

5        Με τις επιστολές αυτές, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ισχυρίστηκε επανειλημμένως ότι η προβλεπόμενη από τον νόμο αποζημίωση περιοριζόταν αυστηρώς στις ζημίες που προκλήθηκαν από την απαγόρευση της χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

6        Στις 11 Δεκεμβρίου 2019, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών εξέδωσε τον νόμο, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 20 Δεκεμβρίου 2019.

7        Κατά τον χρόνο έκδοσης του νόμου, υπήρχαν πέντε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τη χρήση άνθρακα στις Κάτω Χώρες, ήτοι οι Amercentrale 9, Eemshaven A/B, Engie Maasvlakte, MPP3 και Hemweg 8 (στο εξής: Hemweg).

8        Κατά τα άρθρα 3 και 3a του νόμου, η απαγόρευση της χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εφαρμόζεται προοδευτικώς, αναλόγως της αποδοτικότητας κάθε μονάδας, της χρησιμοποίησης της βιομάζας και της ηλεκτρικής απόδοσης. Η χρησιμοποίηση του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έπρεπε να έχει απαγορευθεί πλήρως μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2030 το αργότερο.

9        Σε τέσσερις από τις πέντε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας χορηγήθηκε μεταβατική περίοδος που κυμαινόταν από πέντε έως δέκα έτη, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ανακτήσουν τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις, να προσαρμοστούν σε άλλη πρώτη ύλη ή να προετοιμαστούν για τη διακοπή της λειτουργίας.

10      Στη μονάδα Hemweg, η οποία δεν χρησιμοποιούσε ως καύσιμο τη βιομάζα ούτε παρήγε καμία ανανεώσιμη ενέργεια και της οποίας ή αποδοτικότητα ήταν η χαμηλότερη μεταξύ των πέντε μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δεν χορηγήθηκε μεταβατική περίοδος. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3a του νόμου, έπρεπε να παύσει να χρησιμοποιεί άνθρακα από 1ης Ιανουαρίου 2020. Δεδομένου ότι η εν λόγω μονάδα δεν είχε τη δυνατότητα να προσαρμοστεί σε άλλη πρώτη ύλη, έπρεπε να διακόψει τη λειτουργία της στα τέλη του 2019.

11      Το άρθρο 4 του νόμου προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης αποζημίωσης σε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας η οποία θίγεται δυσανάλογα, σε σχέση με άλλες μονάδες, από την απαγόρευση χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

12      Το άρθρο 4 θεσπίστηκε, κατά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, λόγω του ότι η απαγόρευση χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θίγει το δικαίωμα ιδιοκτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και λόγω των επιταγών της αρχής της ισότητας έναντι των δημοσίων βαρών, δεδομένου ότι σκοπός είναι, μεταξύ άλλων, να επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ του επιδιωκόμενου από το κράτος γενικού συμφέροντος και του ατομικού συμφέροντος των συγκεκριμένων μονάδων.

13      Δεδομένου ότι δεν χορηγήθηκε μεταβατική περίοδος στη μονάδα Hemweg, η μονάδα αυτή εθίγη κατά τρόπο ιδιαιτέρως δυσανάλογο από την πολύ βραχυπρόθεσμη επιβολή της απαγόρευσης χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η δέουσα ισορροπία που απαιτεί η ΕΣΔΑ, οι ολλανδικές αρχές επικοινώνησαν με τη Vattenfall NV, την επιχείρηση που εκμεταλλεύεται τη Hemweg, προκειμένου να λάβουν πληροφορίες για την εκτίμηση της έκτασης της ζημίας και τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης λόγω της πρόωρης διακοπής λειτουργίας.

14      Μετά από ανάλυση που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με εταιρία ορκωτών ελεγκτών, ο Ολλανδός Υπουργός Οικονομίας και Κλίματος χορήγησε, με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2019, στη Vattenfall αποζημίωση ύψους 52,5 εκατομμυρίων ευρώ (στο εξής: επίμαχο μέτρο).

15      Στις 12 Μαΐου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κήρυξε το επίμαχο μέτρο συμβατό με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

16      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, στην παράγραφο 40, ότι ο νόμος «[έπληξε] τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της Vattenfall, καθόσον της [επέβαλε] την υποχρέωση να διακόψει πρόωρα τη λειτουργία της Hemweg, προκειμένου να μειώσει τις εκπομπές CO2 προς το δημόσιο συμφέρον», έκρινε δε επίσης ότι, «επομένως, ένα [ολλανδικό] εθνικό δικαστήριο θα χορηγούσε, κατά πάσα πιθανότητα, αποζημίωση στη [Vattenfall]».

17      Όσον αφορά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, η Επιτροπή κατέληξε, με την παράγραφο 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο συμπέρασμα ότι, «βάσει των πληροφοριών που παρείχαν οι ολλανδικές αρχές, δεν [ήταν] δυνατόν να συναχθεί, με επαρκή βαθμό βεβαιότητας, ότι υφίσταται στην υπόθεση αυτή δικαίωμα αποζημίωσης ύψους 52,5 εκατομμυρίων ευρώ». Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνήγαγε ότι «δεν [ήταν] δυνατόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να χορηγείται με το επίμαχο μέτρο κρατική ενίσχυση στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση».

18      Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε, με την παράγραφο 49 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι «δεν [έπρεπε] να συναχθεί οριστικό συμπέρασμα εν προκειμένω ως προς το αν το μέτρο χορηγεί πλεονέκτημα στον φορέα εκμετάλλευσης και, επομένως, ως προς το αν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, ακόμη και σε περίπτωση κρατικής ενίσχυσης, [θεωρούσε] το μέτρο συμβατό με την εσωτερική αγορά».

 Αιτήματα των διαδίκων

19      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

21      Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή υπενθυμίζει καταρχάς ότι, δεδομένου ότι κανένας κανόνας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν την υποχρεώνει να εκδώσει ρητή απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό του μέτρου, δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση.

22      Εν συνεχεία, παραπέμποντας, αφενός, στη διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2004, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (C-164/02, EU:C:2004:54), και, αφετέρου, στην απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C-279/08 P, EU:C:2011:551), η Επιτροπή αντλεί τα ακόλουθα δύο συμπεράσματα. Πρώτον, όταν κράτος μέλος κοινοποιεί καθεστώς ενισχύσεων και δεν αμφισβητεί ότι πρόκειται για ενίσχυση, δεν μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της απόφασης της Επιτροπής με την οποία το καθεστώς αυτό κρίνεται συμβατό με την εσωτερική αγορά. Δεύτερον, αν το κράτος μέλος ζητεί ρητώς από την Επιτροπή να λάβει απόφαση διαπιστώνουσα τη μη ύπαρξη ενίσχυσης, αλλά η απόφαση αυτή διαπιστώνει, αντιθέτως, την ύπαρξη καθεστώτος ενισχύσεων συμβατού με την εσωτερική αγορά, το κράτος μέλος δύναται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, διότι η απόφαση αυτή παράγει έννομα αποτελέσματα στο μέτρο που το καθεστώς ενισχύσεων υπόκειται στη συνεχή εποπτεία της Επιτροπής.

23      Κατά την Επιτροπή, αφενός, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ουδέποτε κοινοποίησε το επίμαχο μέτρο ούτε ζήτησε από την Επιτροπή να λάβει απόφαση διαπιστώνουσα τη μη ύπαρξη ενίσχυσης. Αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά καθεστώς ενισχύσεων, αλλά την καταβολή εφάπαξ αποζημίωσης σε μία μόνον επιχείρηση, καταβολή η οποία, εξάλλου, έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

24      Τέλος, όσον αφορά τα έννομα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τη Vattenfall, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επίμαχο μέτρο, εφόσον συνιστά ενίσχυση, αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση, δεδομένου ότι πρόκειται για μεμονωμένη ενίσχυση η οποία έχει εγκριθεί από την Επιτροπή, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9). Επί τουλάχιστον δέκα έτη, η Vattenfall δεν χρειάζεται να ανησυχεί μήπως τυχόν ανακτηθεί το κύριο ποσό της χορηγηθείσας αποζημίωσης, πλέον τόκων, βάσει των άρθρων 16 και 17 του κανονισμού 2015/1589, δεδομένου ότι τα άρθρα αυτά έχουν εφαρμογή μόνο σε περίπτωση παρανόμων ενισχύσεων, όπερ δεν ισχύει όσον αφορά το επίμαχο μέτρο, δεδομένου ότι η Επιτροπή το κήρυξε συμβατό με την εσωτερική αγορά.

25      Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει κανένα δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα για το Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

26      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

27      Κατά πάγια νομολογία, η προβλεπόμενη στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκηθεί κατά κάθε μέτρου που λαμβάνουν τα θεσμικά όργανα, ανεξαρτήτως της μορφής του, το οποίο αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας C-621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Συναφώς, το άρθρο 263 ΣΛΕΕ διακρίνει σαφώς μεταξύ του δικαιώματος άσκησης προσφυγής ακυρώσεως των οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών, αφενός, και του δικαιώματος άσκησης προσφυγής ακυρώσεως των φυσικών και νομικών προσώπων, αφετέρου, δεδομένου ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού παρέχει, μεταξύ άλλων, σε κάθε κράτος μέλος το δικαίωμα να αμφισβητήσει, με προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος. Επομένως, εν αντιθέσει με τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, ένα κράτος μέλος δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι μια πράξη της Επιτροπής την οποία προσβάλλει παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτού προκειμένου να είναι παραδεκτή η προσφυγή του. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν χρειάζεται να αποδείξουν ότι η πράξη της Επιτροπής την οποία προσβάλλουν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών για να είναι παραδεκτή η προσφυγή τους (πρβλ. διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2001, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-208/99, EU:C:2001:638, σκέψεις 22 έως 24, και απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C-463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψεις 36 έως 38). Εντούτοις, για να είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεως της Επιτροπής, πρέπει η πράξη αυτή να αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων (πρβλ. διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2001, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑208/99, EU:C:2001:638, σκέψεις 22 έως 24, και απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψεις 36 έως 38), όπερ πρέπει να προσδιοριστεί μέσω της εξέτασης της ουσίας της πράξης αυτής (βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2000, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C-147/96, EU:C:2000:335, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Το κατά πόσον μια πράξη δύναται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα και, ως εκ τούτου, να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως είναι το περιεχόμενο της πράξης αυτής, λαμβανομένων, ενδεχομένως, υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε καθώς και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Σλοβακία κατά Επιτροπής, C‑593/15 P και C‑594/15 P, EU:C:2017:800, σκέψη 47).

30      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, έχει κριθεί ότι απόφαση στηριζόμενη στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, η οποία, μολονότι χαρακτηρίζει ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση, το κηρύσσει συμβατό με την εσωτερική αγορά, πρέπει να θεωρείται πράξη δεκτική προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 42, της 25ης Μαρτίου 2015, Βέλγιο κατά Επιτροπής, T-538/11, EU:T:2015:188, σκέψη 53, και της 28ης Ιανουαρίου 2016, Αυστρία κατά Επιτροπής, T-427/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:41, σκέψη 36).

31      Βεβαίως, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποφαίνεται επί της ύπαρξης ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε, επιπλέον, η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πράγματι, από την παράγραφο 48 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να χορηγείται κρατική ενίσχυση στη Vattenfall με το επίμαχο μέτρο. Στο σημείο 4 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή ωσαύτως δεν ανέφερε ρητώς ότι το μέτρο αυτό έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενώ συγχρόνως διαπίστωσε ότι το μέτρο ήταν συμβατό με το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

32      Εντούτοις, όπως και μια απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει το επίμαχο μέτρο ως κρατική ενίσχυση, ενώ συγχρόνως το κηρύσσει συμβατό με την εσωτερική αγορά, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως συνέπεια ότι το επίμαχο μέτρο, το οποίο απλώς και μόνον κρίνεται συμβατό με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, εγκρίνεται από την Επιτροπή και μπορεί, κατά συνέπεια, να τεθεί σε εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

33      Επομένως, με την εκδοθείσα βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει την προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης την οποία κίνησε και αρνήθηκε εμμέσως να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας κατ’ άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (στο εξής: επίσημη διαδικασία έρευνας). Συνεπώς, η Επιτροπή έλαβε οριστικώς θέση επί της συμβατότητας του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά, γεγονός που συνεπάγεται δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C-362/09 P, EU:C:2010:783, σκέψεις 65 και 66).

34      Κατά συνέπεια, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που παρήγαγε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

 Επί της ουσίας

35      Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, ο δεύτερος σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, ο τρίτος σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, ο τέταρτος σε αναρμοδιότητα της Επιτροπής να κηρύξει ένα μέτρο συμβατό με την εσωτερική αγορά, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, χωρίς προηγουμένως να το χαρακτηρίσει ως ενίσχυση και ο πέμπτος σε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

36      Οι τρεις πρώτοι λόγοι προβάλλονται για την περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως ενίσχυσης. Οι δύο άλλοι στρέφονται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης καθόσον η τελευταία δεν αποφαίνεται επί του ζητήματος αν το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση.

37      Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν το επίμαχο μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, πρέπει να εξεταστούν από κοινού ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως.

38      Συναφώς, πρώτον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι από την οικονομία του άρθρου 107 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι μόνον οι κρατικές ενισχύσεις μπορούν να κριθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά.

39      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, δυνάμει του οποίου η Επιτροπή μπορεί να κηρύξει ένα μέτρο συμβατό με την εσωτερική αγορά εφόσον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

40      Η Επιτροπή, όμως, δεν απέδειξε, κατά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ότι το επίμαχο μέτρο, το οποίο κηρύσσει συμβατό με την εσωτερική αγορά, συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ότι, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης.

41      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών συνάγει εξ αυτού ότι η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της.

42      Δεύτερον, η Επιτροπή, αποφασίζοντας να μην αποφανθεί επί του ζητήματος αν το επίμαχο μέτρο έπρεπε να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δημιούργησε ανασφάλεια δικαίου. Κατά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, οι απαιτήσεις σαφήνειας και προβλεψιμότητας που επιβάλλονται υπό το πρίσμα της αρχής της ασφάλειας δικαίου πληρούνται μόνο στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει ρητώς αν το επίμαχο μέτρο συνιστά ενίσχυση.

43      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι ούτε από το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ούτε από το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 προκύπτει ότι δεν διαθέτει τη δυνατότητα να κηρύξει ένα μέτρο συμβατό με την εσωτερική αγορά χωρίς να αποφανθεί οριστικά επί του ζητήματος αν το μέτρο αυτό συνιστά ενίσχυση. Αντιθέτως, αν το μέτρο δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 της επιβάλλει να αποφασίσει ότι το μέτρο είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά. Η κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, με μοναδικό σκοπό να καθοριστεί αν ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, θα ήταν αντίθετη προς το πνεύμα της εν λόγω διάταξης.

44      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται, κατά την Επιτροπή, από το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589, κατά το οποίο η Επιτροπή δύναται να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας μόνον εφόσον διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά το κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά.

45      Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να αποφασίσει ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση εάν, μετά την προκαταρκτική εξέταση, δεν έχει πράγματι καταλήξει σε τέτοιο συμπέρασμα.

46      Η Επιτροπή εξηγεί ότι ενδέχεται ενίοτε να αποβαίνει περισσότερο αποτελεσματική και ευνοϊκότερη για τα ενδιαφερόμενα μέρη η κήρυξη ενός μέτρου ως συμβατού με την εσωτερική αγορά χωρίς να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589 για να κριθεί αν το μέτρο συνιστά ενίσχυση.

47      Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή, λαμβάνοντας την απόφαση να μη διατυπώσει αντιρρήσεις κατά του μέτρου που δεν μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση, εφαρμόζει την αρχή της χρηστής διοίκησης.

48      Η προσβαλλόμενη απόφαση δημιουργεί ασφάλεια δικαίου για το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και τη Vattenfall, καθόσον έθεσε τέρμα στην αβεβαιότητα ως προς τη νομιμότητα της ενίσχυσης, την ενδεχόμενη κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας και την ενδεχόμενη ανάκτηση μέρους της αποζημίωσης που χορηγήθηκε στη Vattenfall βάσει του επίμαχου μέτρου.

49      Συναφώς, πρώτον, υπογραμμίζεται ότι η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 και κατέληξε, στο διατακτικό της, ότι «το [επίμαχο μέτρο ήταν] συμβατό με την εσωτερική αγορά, δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, [ΣΛΕΕ]».

50      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ούτε το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ούτε το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 της επιβάλλουν την υποχρέωση να διαπιστώσει οριστικά ότι ένα μέτρο συνιστά ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πριν να έχει τη δυνατότητα να κρίνει ότι το μέτρο αυτό είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά.

51      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.

52      Δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, κατά παρέκκλιση από την απαγόρευση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά οι «ενισχύσεις» για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

53      Η χρήση του όρου «ενίσχυση» στο άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνεπάγεται ότι η συμβατότητα εθνικού μέτρου με την εσωτερική αγορά μπορεί να εξεταστεί μόνον αφού το μέτρο αυτό χαρακτηριστεί ως ενίσχυση.

54      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, όταν η Επιτροπή, κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης, δεν έχει πειστεί είτε ότι ένα κρατικό μέτρο δεν συνιστά «ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είτε ότι, αν το μέτρο αυτό χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση, συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ή όταν η διαδικασία αυτή δεν της έχει παράσχει τη δυνατότητα να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση του αν το εν λόγω μέτρο συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, τότε το θεσμικό όργανο αυτό οφείλει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και δεν διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C-487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι μόνον ένα μέτρο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ήτοι μέτρο το οποίο χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση, μπορεί να κριθεί από την Επιτροπή συμβατό με την εσωτερική αγορά.

56      Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού 2015/1589.

57      Πράγματι, το άρθρο 4 του κανονισμού 2015/1589 ορίζει τα εξής:

«1. Η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4 του παρόντος άρθρου.

2. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά […]

4. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ […]».

58      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 2015/1589 καθιερώνει ένα προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης των μέτρων ενίσχυσης, σκοπός του οποίου είναι να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη επί του εξεταζόμενου μέτρου. Μετά το πέρας του σταδίου αυτού, η Επιτροπή διαπιστώνει είτε ότι το επίμαχο κρατικό μέτρο δεν συνιστά «ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είτε ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής. Στη δεύτερη περίπτωση, το εν λόγω μέτρο μπορεί να μη δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά ή, αντιθέτως, να δημιουργεί. Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, μολονότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, αποφασίζει να μη διατυπώσει αντιρρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 43 και 44).

59      Επομένως, το άρθρο 4 του κανονισμού 2015/1589, το οποίο έχει εφαρμογή εν προκειμένω δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με τις παράνομες ενισχύσεις, προβλέπει εξαντλητικό κατάλογο των αποφάσεων που μπορεί να λάβει η Επιτροπή μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης του επίμαχου εθνικού μέτρου, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η δυνατότητα έκδοσης απόφασης με την οποία ένα εθνικό μέτρο κρίνεται μεν συμβατό με την εσωτερική αγορά, χωρίς όμως η Επιτροπή να έχει προηγουμένως αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού του μέτρου αυτού ως κρατικής ενίσχυσης. Ειδικότερα, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να κηρύξει ένα μέτρο συμβατό με την εσωτερική αγορά, «ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ».

60      Εν προκειμένω, όμως, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή είχε αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως ενίσχυσης, όπερ επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και, ως εκ τούτου, μετά και παρά τις πολυάριθμες ανταλλαγές επιστολών μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και των υπηρεσιών της κατά τη διοικητική διαδικασία, αποφάσισε να μην αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού με την προσβαλλόμενη απόφαση, καταλήγοντας συγχρόνως στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά.

61      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση αντίθετη τόσο προς το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ όσο και προς το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589.

62      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, κρίνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το επίμαχο μέτρο ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά, χωρίς προηγουμένως να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ένα τέτοιο μέτρο συνιστά ενίσχυση, υπερέβη τις αρμοδιότητές της.

63      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία αποτελεί μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης, αποσκοπεί στη διασφάλιση της προβλεψιμότητας των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων τις οποίες διέπει το δίκαιο της Ένωσης και επιτάσσει κάθε πράξη της Διοικήσεως που παράγει έννομα αποτελέσματα να είναι σαφής και συγκεκριμένη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν πέραν πάσης αμφιβολίας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2021, Correia κατά ΕΟΚΕ, T-843/19, EU:T:2021:221, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, France και France Télécom κατά Επιτροπής, T-427/04 και T-17/05, EU:T:2009:474, σκέψη 300 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το επίμαχο μέτρο ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά. Εντούτοις, δεν προέβη στον χαρακτηρισμό του μέτρου αυτού, ενώ από τη σκέψη 63 ανωτέρω προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός αυτός συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση της συμβατότητας του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά.

65      Επιπλέον, πρώτον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή έχει λάβει, όσον αφορά ενίσχυση που τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τελική απόφαση διαπιστώνουσα τη συμβατότητα της εν λόγω ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης, να υποχρεώσει τον δικαιούχο της ενίσχυσης να καταβάλει τόκους για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενίσχυση ήταν παράνομη (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, CELF και ministre de la Culture et de la Communication, C-199/06, EU:C:2008:79, σκέψεις 52 και 55). Επομένως, σε περίπτωση που ανταγωνιστές της Vattenfall κινήσουν διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με τη νομιμότητα του επίμαχου μέτρου και αν τα εθνικά δικαστήρια το χαρακτηρίσουν ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τούτο θα έχει ως συνέπεια ότι θα έχει σημειωθεί παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ λόγω της μη κοινοποίησης του επίμαχου μέτρου στην Επιτροπή και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών θα οφείλει να απαιτήσει από τη Vattenfall τόκους για το χρονικό διάστημα της παρανομίας.

66      Δεύτερον, η έλλειψη χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου άφησε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών σε κατάσταση αβεβαιότητας όσον αφορά τη χορήγηση νέας ενίσχυσης βάσει των κανόνων για τη σώρευση ενισχύσεων, κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020) (2014/C 200/01) (ΕΕ 2014, C 200, σ. 1, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), και του κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2014, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2014, L 187, σ. 1).

67      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Σώρευση», λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται στην ενισχυόμενη δραστηριότητα, στο ενισχυόμενο έργο ή στην επιχείρηση.

68      Το σημείο 81 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει ότι οι ενισχύσεις μπορούν να χορηγούνται ταυτόχρονα στο πλαίσιο διαφόρων καθεστώτων ενίσχυσης ή να σωρεύονται με ενισχύσεις ad hoc, υπό τον όρο ότι το συνολικό ποσό της κρατικής ενίσχυσης για τη δραστηριότητα ή το έργο δεν υπερβαίνει τα καθορισμένα ανώτατα όρια ενίσχυσης που προβλέπονται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

69      Συνεπώς, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών θα μπορούσε να θιγεί από τους ισχύοντες κανόνες σώρευσης στην περίπτωση που θα σχεδίαζε να χορηγήσει ενίσχυση στη Vattenfall για να επαναχρησιμοποιήσει το εργοστάσιο Hemweg.

70      Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρείχε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αποδέκτη της προσβαλλόμενης απόφασης, τη δυνατότητα να λάβει ακριβή γνώση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του και να ενεργήσει αναλόγως.

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, αποφασίζοντας να μην αποφανθεί επί του ζητήματος αν το επίμαχο μέτρο έπρεπε να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

72      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνουν δεκτοί ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

73      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2020) 2998 final της Επιτροπής, της 12ης Μαΐου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA. 54537 (2020/NΝ) – Κάτω Χώρες, Απαγόρευση της χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στις Κάτω Χώρες.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Valančius

Reine

Truchot

 

      Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Νοεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.