Language of document : ECLI:EU:T:2007:380

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2007 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις στον τομέα των βιταμινούχων προϊόντων – Χλωριούχος χολίνη (βιταμίνη B 4) – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας περί του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου – Πρόστιμα – Αποτρεπτικό αποτέλεσμα – Υποτροπή – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία – Ενιαία και διαρκής παράβαση»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-101/05 και T-111/05,

BASF AG, με έδρα το Ludwigshafen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους N. Levy, barrister, J. Temple-Lang, solicitor, και C. Feddersen, δικηγόρο,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-101/05,

UCB SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους J. Bourgeois, J.-F. Bellis και M. Favart, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-111/05,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης, στην υπόθεση T-101/05, από τους A. Whelan και F. Amato, και, στην υπόθεση T-111/05, αρχικά από την O. Beynet και τον F. Amato και, στη συνέχεια, από τους X. Lewis και F. Amato,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως ή μειώσεως των προστίμων που επέβαλε στις προσφεύγουσες η Επιτροπή με την απόφαση 2005/566/ΕΚ, της 9ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/E-2/37.533 – Χλωριούχος χολίνη) (περίληψη δημοσιευθείσα στην ΕΕ 2005, L 190, σ. 22),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. W. H. Meij, προεδρεύοντα, N. J. Forwood και Σ. Παπασάββα, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Φεβρουαρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

1        Mε την απόφαση 2005/566/ΕΚ της 9ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/E-2/37.533 – Xλωριούχος χολίνη) (περίληψη δημοσιευθείσα στην ΕΕ 2005, L 190, σ. 22, στο εξής: Απόφαση), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι πολλές επιχειρήσεις είχαν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας περί του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) μετέχοντας σε ένα σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών σχετικά με καθορισμό των τιμών, κατανομή των αγορών και εναρμονισμένων ενεργειών σε βάρος των ανταγωνιστών στον τομέα της χλωριούχου χολίνης εντός του ΕΟΧ (άρθρο 1 της Αποφάσεως).

2        Όσον αφορά το σχετικό προϊόν, η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα ότι η χλωριούχος χολίνη ανήκει στην ομάδα των υδροδιαλυτών βιταμινών συμπλέγματος B (βιταμίνη B 4). Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία ζωοτροφών (πουλερικά και χοίροι) ως πρόσθετο διατροφής. Διατίθεται στο εμπόριο είτε με τη μορφή υδατικού διαλύματος μέχρι 70 % είτε ψεκασμένη επί αφυδατωμένων ή πυριτούχων δημητριακών περιεκτικότητας 50 έως 60 %. Το μέρος της χλωριούχου χολίνης που δεν χρησιμοποιείται ως πρόσθετο διατροφής για τα ζώα υφίσταται μια διαδικασία ραφιναρίσματος ώστε το προϊόν να αποκτήσει μεγαλύτερη καθαρότητα (φαρμακευτικής χρήσεως). Εκτός των παραγωγών, η αγορά της χλωριούχου χολίνης αφορά, αφενός, τις μεταποιητικές επιχειρήσεις (στο εξής: μεταποιητές), που αγοράζουν το προϊόν από τους παραγωγούς σε υγρή μορφή και το μεταποιούν σε χλωριούχο χολίνη με έκδοχο, είτε για λογαριασμό του παραγωγού είτε για δικό τους λογαριασμό, και, αφετέρου, τις επιχειρήσεις εμπορικής διανομής.

3        Από την αιτιολογική σκέψη 3 της Αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή κίνησε έρευνα στον τομέα της χλωριούχου χολίνης σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού της υποβλήθηκε, τον Απρίλιο 1999, αίτημα για μέτρα επιείκειας από την Bioproducts, αμερικανική εταιρία παραγωγής του προϊόντος αυτού. Η έρευνα κάλυψε μια περίοδο από το 1992 μέχρι τα τέλη του 1998. Στην αιτιολογική σκέψη 45 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει ότι ο Καναδός παραγωγός Chinook είχε έλθει σε επαφή μαζί της στις 25 Νοεμβρίου και στις 3 και τις 16 Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με την ως άνω σύμπραξη, αλλά ότι τότε η Επιτροπή δεν είχε κινήσει σχετική έρευνα.

4        Όσον αφορά τον ΕΟΧ, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 64 της Αποφάσεως η επίμαχη σύμπραξη τέθηκε σε εφαρμογή, σε δύο διαφορετικά μεν αλλά στενά συνδεόμενα μεταξύ τους επίπεδα: σε παγκόσμιο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι παραγωγοί Bioproducts (Ηνωμένες Πολιτείες), Chinook (Καναδάς), Chinook Group Limited (Καναδάς), DuCoa (Ηνωμένες Πολιτείες), πέντε εταιρίες του ομίλου Akzo Nobel (Κάτω Χώρες) και οι προσφεύγουσες μετείχαν (αμέσως ή εμμέσως) σε δραστηριότητες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μεταξύ Ιουνίου 1992 και Απριλίου 1994. Οι δραστηριότητες αυτές είχαν, κατ’ ουσίαν, ως αντικείμενο την αύξηση των τιμών σε παγκόσμια κλίμακα, ιδίως εντός του ΕΟΧ, και τον έλεγχο των μεταποιητών, ιδίως εντός του ΕΟΧ, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι τελευταίοι δεν θα θίγουν τις συμφωνούμενες αυξήσεις και να πραγματοποιείται διαμοιρασμός των παγκόσμιων αγορών μέσω της αποσύρσεως των βορειοαμερικανών παραγωγών από την ευρωπαϊκή αγορά έναντι της αποσύρσεως των ευρωπαίων παραγωγών από τη βορειοαμερικανική αγορά. Η Επιτροπή ανακάλυψε εννέα συσκέψεις της συμπράξεως σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ Ιουνίου 1992 (στην πόλη του Μεξικού, Μεξικό) και Απριλίου 1994 (στο Johor Bahru, Μαλαισία). Η σημαντικότερη σύσκεψη είναι αυτή που πραγματοποιήθηκε στο Ludwigshafen (Γερμανία) τον Νοέμβριο του 1992.

5        Μόνον οι Ευρωπαίοι παραγωγοί (BASF AG, UCB SA και πέντε εταιρίες του ομίλου Akzo Nobel) μετείχαν στις συσκέψεις περί εφαρμογής της συμπράξεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που διήρκεσε από τον Μάρτιο του 1994 μέχρι τον Οκτώβριο του 1998. Η Επιτροπή προσδιορίζει δεκαπέντε σχετικές συσκέψεις, από τον Μάρτιο του 1994 (στο Schoten, Βέλγιο) μέχρι τον Οκτώβριο του 1998 (στις Βρυξέλλες, Βέλγιο ή στο Aachen, Γερμανία). Κατά την αιτιολογική σκέψη 65 της Αποφάσεως, οι συσκέψεις αυτές χρησίμευσαν για τη συνέχιση της συναφθείσας σε παγκόσμιο επίπεδο συμφωνίας. Είχαν ως σκοπό την τακτική αύξηση των τιμών στο σύνολο του ΕΟΧ με παράλληλη κατανομή των αγορών και σε σχέση με κατ’ ιδίαν πελάτες, καθώς και τον έλεγχο των μεταποιητών στην Ευρώπη, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα υψηλό επίπεδο τιμών.

6        Κατά τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, οι διεθνείς και οι ευρωπαϊκές συμφωνίες εντάσσονταν όλες, όσον αφορά τον ΕΟΧ, στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου που καθόριζε το περιθώριο δράσεως των μελών της συμπράξεως και περιόριζε την ατομική εμπορική συμπεριφορά τους προς επίτευξη οικονομικού σκοπού αντίθετου προς τους κανόνες του ενιαίου ανταγωνισμού, ήτοι για να νοθεύσει τους συνήθεις όρους ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ. Επομένως, κατά την Επιτροπή, οι συμφωνίες σε παγκόσμιο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να θεωρηθούν ως μια ενιαία πολυσχιδής και διαρκής παράβαση αφορώσα τον ΕΟΧ, στην οποία μετέσχαν οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί για ορισμένο χρόνο και οι ευρωπαίοι παραγωγοί για το σύνολο της επίμαχης περιόδου.

7        Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ταυτότητας των αποδεκτών της Αποφάσεως, η Επιτροπή σημείωσε περαιτέρω στην αιτιολογική σκέψη 166 αυτής ότι πέντε εταιρίες του ομίλου Akzo Nobel (στο εξής, συλλήβδην: Akzo Nobel), η BASF, η Bioproducts, η Chinook, η DuCoa και η UCB έπρεπε να θεωρηθούν υπεύθυνες για την παράβαση. Αντιθέτως, η Απόφαση δεν απευθύνθηκε στην Ertisa, ισπανική εταιρία κατέχουσα το 50 % της ισπανικής αγοράς, καθόσον η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 178 της Αποφάσεως, ότι οι αποδείξεις ήταν γενικά ανεπαρκείς για να θεωρήσει ότι η εταιρία αυτή είχε κάποια ευθύνη για τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά.

8        Με το άρθρο 3 της Αποφάσεως η Επιτροπή διέταξε τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθυνόταν να παύσουν αμέσως τις παραβάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 1 της Αποφάσεως, αν δεν το είχαν ήδη πράξει, και να απόσχουν στο μέλλον από κάθε σχετική πράξη ή παραβατική συμπεριφορά, καθώς και από κάθε μέτρο με όμοιο ή ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

9        Όσον αφορά την επιβολή των προστίμων, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί (Bioproducts, Chinook και DuCoa) είχαν παύσει τη συμμετοχή τους στην παράβαση το αργότερο στις 20 Απριλίου 1994, κατόπιν της συσκέψεως του Johor Bahru (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω). Κατά την αιτιολογική σκέψη 165 της Αποφάσεως, η Επιτροπή δεν διέθετε αποδείξεις ότι υπήρχαν και άλλες συσκέψεις ή επαφές με συμμετοχή των βορειοαμερικανών παραγωγών και προς προσδιορισμό των τιμών στον ΕΟΧ ή προς επιβεβαίωση της αρχικώς αναληφθείσας υποχρεώσεως να μην πραγματοποιούν εξαγωγές στην Ευρώπη. Δεδομένου ότι η πρώτη ενέργεια της Επιτροπής έναντι της παραβάσεως αυτής ανατρέχει στις 26 Μαΐου 1999, ήτοι πέντε και πλέον έτη μετά την παύση της συμμετοχής των βορειοαμερικανών παραγωγών, η Επιτροπή δεν επέβαλε κανένα πρόστιμο στους παραγωγούς αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού (EΟK) 2988/74 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1974, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 241), και το άρθρο 25 του κανονισμού (EK) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

10      Αντιθέτως, επειδή η συμμετοχή των Ευρωπαίων παραγωγών διήρκεσε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1998, η Επιτροπή τους επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους 66,34 εκατομμυρίων ευρώ.

11      Η Επιτροπή καθόρισε το ύψος των προστίμων κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), καθώς και της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996).

12      Στην αιτιολογική σκέψη 187 της Αποφάσεως η Επιτροπή εξέθεσε τα γενικά κριτήρια βάσει των οποίων προσδιόρισε το ύψος των προστίμων. Εξέθεσε την πρόθεσή της να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ειδικότερα τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, να επιβάλει πρόστιμο έχον επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα, να εκτιμήσει ατομικά τη συμμετοχή κάθε επιχειρήσεως που μετείχε στην παράβαση, να λάβει υπόψη, ιδίως, ενδεχόμενες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις και να εφαρμόσει ενδεχομένως την ανακοίνωση περί συνεργασίας.

13      Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη φύση της (καθορισμός τιμών, κατανομή των αγορών, διαμοιρασμός των πελατών, εναρμονισμένες ενέργειες σε βάρος των ανταγωνιστών), τη συγκεκριμένη επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά λόγω της εφαρμογής της, καθώς και το μέγεθος της σχετικής γεωγραφικής αγοράς (το σύνολο του ΕΟΧ), για να συναγάγει ότι οι αποδέκτες της Αποφάσεως επιχειρήσεις είχαν διαπράξει πολύ σοβαρή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 190 έως 198 της Αποφάσεως). Αυτός ο βαθμός σοβαρότητας δικαιολογεί, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, την επιβολή προστίμου μεγαλύτερου από 20 εκατομμύρια ευρώ. Εντούτοις, η Επιτροπή ανακοίνωσε, με την αιτιολογική σκέψη 199 της Αποφάσεως, ότι έλαβε υπόψη τη σχετικά χαμηλή αξία της αγοράς της χλωριούχου χολίνης εντός του ΕΟΧ (52,6 εκατομμύρια ευρώ το 1997, που είναι το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως).

14      Προκειμένου να καθορίσει το αρχικό ποσό των προστίμων, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα επεφύλασσε διαφορετική μεταχείριση σε καθεμία από τις εμπλεκόμενες εταιρίες ώστε να λάβει υπόψη τις υφιστάμενες διαφορές όσον αφορά την ουσιαστική οικονομική δυνατότητά τους να βλάψουν σοβαρά τον ανταγωνισμό. Έτσι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η παράβαση άρχισε σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη συμμετοχή βορειοαμερικανικών εταιριών οι οποίες, ιδίως, δέχθηκαν να αποσυρθούν από την ευρωπαϊκή αγορά, η Επιτροπή θεώρησε ότι έπρεπε να στηριχθεί στα μερίδια επί της παγκόσμιας αγοράς τα οποία είχαν οι μετέχουσες στην παράβαση επιχειρήσεις για να προσδιορίσει τη σημασία τους (αιτιολογικές σκέψεις 200 και 201 της Αποφάσεως).

15      Έτσι, βάσει των μεριδίων στην παγκόσμια αγορά το 1997, η Επιτροπή κατέταξε τη Chinook στην πρώτη κατηγορία με μερίδιο αγοράς 19,3 %, την DuCoa στη δεύτερη κατηγορία με μερίδιο αγοράς 16,3 %, την UCB, την Bioproducts και την Akzo Nobel στην τρίτη κατηγορία με μερίδια αγοράς αντιστοίχως 13,4 %, 12,2 % και 12 %, και την BASF στην τέταρτη κατηγορία με μερίδιο αγοράς 9,1 %. Κατόπιν της κατατάξεως αυτής, τα αρχικά ποσά καθορίστηκαν σε 12,9 εκατομμύρια ευρώ για την UCB και σε 9,4 εκατομμύρια ευρώ για την BASF. Αυτά τα αρχικά ποσά υπολογίστηκαν βάσει ενός αρχικού ποσού για την πρώτη κατηγορία ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 201 και 202 της Αποφάσεως).

16      Προς εξασφάλιση του επαρκώς αποτρεπτικού χαρακτήρα των προστίμων η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τον κύκλο εργασιών των προσφευγουσών το 2003 (3 δισ. ευρώ για την UCB και 33,4 δισ. ευρώ για την BASF), πολλαπλασίασε το αρχικό ποσό του προστίμου της BASF με συντελεστή 2 (αιτιολογική σκέψη 203 της Αποφάσεως).

17      Στη συνέχεια, η Επιτροπή αύξησε για καθεμία των προσφευγουσών το αρχικό ποσό, όπως αυτό προσδιορίστηκε μετά την εφαρμογή συντελεστών προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου, κατά 10 % για κάθε πλήρες έτος παραβάσεως και κατά 5 % για κάθε περαιτέρω περίοδο έξι ή περισσοτέρων μηνών αλλά μικρότερη του έτους. Δεδομένου ότι η παράβαση διήρκεσε τουλάχιστον πέντε έτη και ένδεκα μήνες (από τις 13 Οκτωβρίου 1992 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1998), η Επιτροπή αύξησε τα αρχικά ποσά κατά 55 %. Έτσι, το βασικό ύψος των επιβληθέντων προστίμων ορίστηκε σε 29,14 εκατομμύρια ευρώ για την BASF και σε 20 εκατομμύρια ευρώ για την UCB (αιτιολογικές σκέψεις 206 και 207 της Αποφάσεως).

18      Σε βάρος της BASF ελήφθη υπόψη μια επιβαρυντική περίσταση λόγω υποτροπής, επειδή δύο φορές είχαν εκδοθεί απαγορευτικές αποφάσεις για το ίδιο είδος ενεργειών της σε βάρος του ανταγωνισμού. Πρόκειται για την απόφαση 69/243/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1969, σχετικά με μια διαδικασία δυνάμει του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/26.267 – Χρωστικές ουσίες) (JO 1969, L 195, σ. 11 [δεν υπάρχει επίσημη ελληνική μετάφραση του εγγράφου]), και της αποφάσεως 94/599/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ], υπόθεση (IV/31.865 – PVC) (ΕΕ L 239, σ. 14). Η περίσταση αυτή οδήγησε σε αύξηση κατά 50 % του βασικού ποσού του επιβληθέντος στην BASF προστίμου, ώστε αυτό να οριστεί σε 43,71 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 208 και 219 της Αποφάσεως).

19      Αφού απέρριψε μια σειρά επιχειρημάτων των προσφευγουσών σχετικών με την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, τα οποία στηρίζονταν σε πρώιμη διακοπή της παραβάσεως, σε μη εφαρμογή των συμφωνιών, στη μακρά διάρκεια της έρευνας, στην κρίση που διένυε ο σχετικός τομέας και στα πειθαρχικά μέτρα που ελήφθησαν σε βάρος εμπλεκομένων στην παράβαση υπαλλήλων προκειμένου να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα συμμορφώσεως, η Επιτροπή μείωσε το πρόστιμο της UCB λόγω αποτελεσματικής συνεργασίας εκτός του πλαισίου της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Συγκεκριμένα, η UCB ήταν εκείνη η οποία είχε ενημερώσει την Επιτροπή στις 26 Ιουλίου 1999 περί της υπάρξεως της παραβάσεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναφέροντας την πραγματοποίηση εννέα συσκέψεων μεταξύ Μαρτίου 1994 και Οκτωβρίου 1998, ενώ η Επιτροπή διέθετε πληροφορίες μόνο σχετικά με το παγκόσμιο επίπεδο της συμπράξεως. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μείωση κατά 25,8 % του βασικού ύψους του προστίμου, ώστε αυτό να προσδιοριστεί σε 14,84 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 218 και 219 της Αποφάσεως).

20      Όσον αφορά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, η Επιτροπή αναφέρει περαιτέρω με την αιτιολογική σκέψη 220 της Αποφάσεως ότι όλες οι προσφεύγουσες συνεργάστηκαν μαζί της στα διάφορα στάδια της διαδικασίας.

21      Σε απάντηση σε ένα αίτημα παροχής πληροφοριών της 26ης Μαΐου 1999, η BASF (η πρώτη από τους τρεις ευρωπαίους παραγωγούς που ανακοίνωσαν εκουσίως αποδείξεις) υπέβαλε στις 15 Ιουνίου 1999 μια έκθεση, το μέρος G της οποίας αφορούσε τη χλωριούχο χολίνη. Ωστόσο, επειδή τα ανακύπτοντα ζητήματα δεν αφορούσαν το προϊόν αυτό, η Επιτροπή θεώρησε, με την αιτιολογική σκέψη 221 της Αποφάσεως, ότι το τμήμα G της εν λόγω εκθέσεως έπρεπε να χαρακτηριστεί ως εκούσια παροχή αποδείξεων υπό την έννοια του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Το ίδιο ισχύει για τα έγγραφα που παρέσχε η BASF στις 23 Ιουνίου 1999, που περιελάμβαναν στοιχεία σχετικά με τη σύσκεψη του Ludwigshafen (αιτιολογική σκέψη 221 της Αποφάσεως).

22      Όσον αφορά την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι αποδείξεις που είχαν ήδη παράσχει η Chinook και η Bioproducts ήταν, καθαυτές, προδήλως επαρκείς για να αποτελέσουν καθοριστικά στοιχεία για την απόδειξη, υπό την έννοια του τμήματος B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Οι αποδείξεις που παρέσχε η Bioproducts στις 7 Μαΐου 1999 ήταν αυτές που οδήγησαν την Επιτροπή να διατυπώσει στις 22 Ιουνίου 1999 ένα αίτημα παροχής πληροφοριών αφορών ειδικά τη χλωριούχο χολίνη. Εντούτοις, το τμήμα G της εκθέσεως της BASF, παρά την περιορισμένη αξία της, λαμβανομένων υπόψη των ήδη διαθέσιμων πληροφοριών, πρέπει να θεωρηθεί ως επιβεβαιωτικό στοιχείο της παραβάσεως σε παγκόσμιο επίπεδο υπό την έννοια του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Όσον αφορά τις ευρωπαϊκές συμφωνίες, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η BASF περιορίστηκε να δηλώσει ότι, παρά τις προσπάθειες των ευρωπαίων παραγωγών, δεν είχε συναφθεί ή εφαρμοστεί καμία ουσιαστική συμφωνία. Μια ανακοίνωση της BASF με ημερομηνία 16 Ιουλίου 1999 δεν περιελάμβανε στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την παράβαση και, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί απάντηση στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 22ας Ιουνίου 1999. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή εκθέτει ότι μια ανακοίνωση της BASF με ημερομηνία 4 Νοεμβρίου 2002, σε απάντηση σε ένα αίτημα παροχής πληροφοριών της 30ής Αυγούστου 2002, αποδείχθηκε ότι είχε πολύ περιορισμένη αξία σχετικά με δύο συσκέψεις. Εξάλλου, η BASF πληροφόρησε την Επιτροπή, αφού έλαβε την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι δεν αμφισβητούσε τα πραγματικά περιστατικά. Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή μείωσε κατά 20 % το πρόστιμο της BASF σε σχέση με αυτό που θα της είχε επιβληθεί διαφορετικά (αιτιολογικές σκέψεις 221 έως 226 της Αποφάσεως).

23      Όσον αφορά την UCB, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι παρασχεθείσες στις 26 Ιουλίου 1999 πληροφορίες (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω) αποτελούν σημαντική συνεισφορά στην πράξη προς απόδειξη της παραβάσεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έστω και αν δεν προσκομίστηκε κανένα έγγραφο αναγόμενο στην περίοδο από το 1995 έως το 1998. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν θεώρησε ως ανάλογης σημασίας μια συμπληρωματική ανακοίνωση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999. Επιπλέον, η αμφισβήτηση της συμμετοχής στο παγκόσμιο επίπεδο της συμπράξεως οδήγησε την Επιτροπή να αρνηθεί μείωση του προστίμου λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή μείωσε κατά 30 % το πρόστιμο που θα επιβαλλόταν διαφορετικά στην UCB, βάσει του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 (αιτιολογικές σκέψεις 227 έως 231 της Αποφάσεως).

24      Κατόπιν της διαδικασίας αυτής, τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες καθορίστηκαν ως ακολούθως:

–        34,97 εκατομμύρια για την BASF·

–        10,38 εκατομμύρια ευρώ για την UCB.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

25      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Φεβρουαρίου (υπόθεση T-111/05, UCB κατά Επιτροπής) και την 1η Μαρτίου 2005 (υπόθεση T-101/05, BASF κατά Επιτροπής), οι προσφεύγουσες άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Μαρτίου 2005 (που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T-112/05), η Akzo Nobel, επίσης αποδέκτης της Αποφάσεως, άσκησε προσφυγή κατ’ αυτής.

27      Με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2006, αποσταλέν σε απάντηση σε έγγραφη ερώτηση, η BASF πληροφόρησε το Πρωτοδικείο ότι παραιτείται από τον πρώτο και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως.

28      Με διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε την ένωση και συνεκδίκαση των υποθέσεων T-101/05, T-111/05 καθώς και της υποθέσεως T-112/05 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

29      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, απηύθυνε μια έγγραφη ερώτηση στους διαδίκους.

30      Αφού άκουσε τους διαδίκους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του ζητήματος αυτού, το Πρωτοδικείο αποφασίζει να διαχωρίσει την υπόθεση T-112/05 από τις υποθέσεις T-101/05 και T-111/05 ώστε να εκδώσει χωριστές αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

31      Στην υπόθεση T-101/05, η BASF ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε με την Απόφαση ή να μειώσει ουσιωδώς το ύψος τους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και στα λοιπά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση·

–        να λάβει κάθε μέτρο το οποίο το Πρωτοδικείο θα κρίνει πρόσφορο.

32      Στην υπόθεση T-111/05, η UCB ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την Απόφαση ή τουλάχιστον να ακυρώσει το πρόστιμο ή να μειώσει ουσιωδώς το ύψος του·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

34      Η BASF επικαλείται πέντε λόγους ακυρώσεως, βάλλοντας κατά της εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά, πρώτον, τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του επιβληθέντος προστίμου, δεύτερον, την αύξηση του ύψους του λόγω υποτροπής, τρίτον, τη συνεργασία κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τέταρτον, τη συνολική μείωση που έπρεπε να της χορηγηθεί ανεξάρτητα από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 και, πέμπτον, τον χαρακτηρισμό των διεθνών και των ευρωπαϊκών συμφωνιών ως μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

35      Η UCB επικαλείται τρεις λόγους, που στηρίζονται σε σφάλμα κατά τον χαρακτηρισμό των διεθνών και των ευρωπαϊκών συμφωνιών ως μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, σε εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 και, επικουρικώς, σε παράβαση της ανακοινώσεως αυτής, τούτο μάλιστα ακόμα σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο θεωρήσει ότι οι διεθνείς και οι ευρωπαϊκές συμφωνίες συνιστούν μια ενιαία και διαρκή παράβαση.

36      Καταρχάς, πρέπει να εξεταστούν οι τέσσερις πρώτοι λόγοι της BASF, στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο των επιχειρημάτων που προβάλλονται προς στήριξη του κοινού λόγου σχετικά με τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως και, τέλος, πρέπει να εξεταστούν ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της UCB.

2.     Επί του πρώτου λόγου που προβάλλει η BASF, που στηρίζεται σε παράβαση των κανονισμών 17 και 1/2003, καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών, λόγω της αυξήσεως του ύψους του προστίμου κατά 100 % προκειμένου να προσδοθεί σ’ αυτό αποτρεπτικός χαρακτήρας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

37      Με το δικόγραφο της προσφυγής της η BASF προέβαλε τρεις αιτιάσεις κατά της αυξήσεως του προστίμου προκειμένου να προσδοθεί σ’ αυτό αποτρεπτικός χαρακτήρας. Πρώτον, η αύξηση αυτή είναι αντίθετη προς τον κανονισμό 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), και τον κανονισμό 1/2003, καθώς και προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που απορρέει από τις κατευθυντήριες γραμμές. Δεύτερον, η Επιτροπή δεν εξέτασε αν μια αύξηση του προστίμου για τον λόγο αυτό ήταν αναγκαία λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς της BASF. Τρίτον, η αύξηση είναι ασυμβίβαστη προς την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

38      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η BASF παραιτήθηκε από την πρώτη και την τρίτη αιτίαση του υπό εξέταση λόγου. Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, πριν αυξήσει ένα πρόστιμο προκειμένου να του προσδώσει αποτρεπτικό χαρακτήρα, υποχρεούται να εκτιμά αν μια τέτοια αύξηση είναι απαραίτητη για την οικεία επιχείρηση λαμβανομένης υπόψη της πιθανότητας υποτροπής εκ μέρους της. Το μέγεθος μιας επιχειρήσεως είναι ένας παράγων που δεν ασκεί επιρροή επί της εκτιμήσεως αυτής. Αντιθέτως, άλλα στοιχεία μπορούν να αποτελούν ένδειξη των μελλοντικών ενεργειών μιας επιχειρήσεως. Υφίσταται μικρότερη ανάγκη αποτροπής από τη διάπραξη παραβατικής συμπεριφοράς όσον αφορά μια μεγάλη επιχείρηση επειδή, για παράδειγμα, αυτή είναι εκτεθειμένη σε συλλογικές αγωγές ή λόγω των ενδεχόμενων συνεπειών σε βάρος της αξίας της στο χρηματιστήριο. Η ανάγκη αποτροπής δεν μπορεί να εκτιμάται βάσει του συνολικού μεγέθους μιας επιχειρήσεως, αλλά πρέπει να στηρίζεται στη συγκεκριμένη στάση της. Όμως, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την εν λόγω αύξηση παρά μόνο παραθέτοντας τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών της BASF.

39      Δεδομένου ότι το τελικό ύψος του προστίμου είναι αυτό βάσει του οποίου μπορεί να προσδιοριστεί αν η κύρωση είναι ικανή να αποθαρρύνει την επιχείρηση από τη διάπραξη μελλοντικών παραβάσεων, η BASF υποστηρίζει ότι η ανάγκη αυξήσεως του προστίμου προκειμένου να προσδοθεί σ’ αυτό αποτρεπτικός χαρακτήρας πρέπει να εκτιμάται στο τέλος του υπολογισμού του ύψους του προστίμου και όχι σε ενδιάμεσο στάδιο. Επιπλέον, μια τέτοια αύξηση του ύψους του προστίμου πρέπει να επεξηγείται (στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στην εκδιδόμενη απόφαση) με αναφορά στη στάση τής κάθε εταιρίας. Επιπλέον, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη πρόστιμα τα οποία η οικεία επιχείρηση έχει καταβάλει εντός τρίτων χωρών κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεώς της για κάποια ανάλογη παράβαση του δικαίου. Η BASF προσθέτει ότι Επιτροπή κακώς αύξησε το ύψος του προστίμου βάσει δραστηριοτήτων στο πλαίσιο άλλων εντελώς ανεξαρτήτων αγορών. Η BASF υπογραμμίζει ότι, στην περίπτωσή της, δεν απαιτείτο καμία πρόσθετη αύξηση προκειμένου να προσδοθεί αποτρεπτικός χαρακτήρας στο πρόστιμο. Πράγματι, κατόπιν της αποφάσεως 2003/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Νοεμβρίου 2001, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/E-1/37.512 – Βιταμίνες) (ΕΕ 2003, L 6, σ. 1), η BASF έλαβε μέτρα άνευ προηγουμένου προκειμένου να μην επαναληφθεί στο μέλλον καμία αθέμιτη ενέργεια του είδους αυτού, πράγμα το οποίο εξήγησε με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Η συνεργασία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και τα πρόστιμα που κατέβαλε εντός τρίτων χωρών ύστερα από την υπόθεση Βιταμίνες αποτελούν ένδειξη ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη αποτροπής της. Όμως, η Απόφαση δεν περιλαμβάνει στοιχεία ικανά να αντικρούσουν την επιχειρηματολογία της BASF.

40      Κατά την BASF, η Επιτροπή υποστηρίζει μεν ότι η αποτροπή αποτελεί σημαντικό στοιχείο σε σχέση με τη σοβαρότητα μιας παραβάσεως και όχι κάποιο στοιχείο της ατομικής συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως, δεν εξηγεί ωστόσο γιατί επιβάλλονται αυξήσεις των προστίμων όσον αφορά ορισμένες επιχειρήσεις και όχι άλλες προκειμένου να προσδοθεί αποτρεπτικός χαρακτήρας στα πρόστιμα αυτά. Η BASF προσθέτει ότι, δεδομένου του ιστορικού και της στενής σχέσεως μεταξύ τής υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως Βιταμίνες, σκέψη 39 ανωτέρω, η Απόφαση 2003/2 δεν θα έπρεπε να ασκεί επιρροή για τον υπολογισμό του προστίμου της BASF ή για την εκτίμηση του σχετικού με τον αποτρεπτικό χαρακτήρα ζητήματος, διότι η Επιτροπή δεν εξήγησε γιατί δεν έλαβε μια ενιαία απόφαση επί του συνόλου των συμπράξεων σχετικά με τις βιταμίνες.

41      Η BASF υπογραμμίζει, σε απάντηση στο επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο το τεκμήριο αθωότητας εμποδίζει την εκτίμηση μιας μελλοντικής συμπεριφοράς, ότι το ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι το αν υπάρχει ανάγκη συμπληρωματικής αποτροπής μιας επιχειρήσεως η οποία έχει συνείδηση του παράνομου χαρακτήρα των ενεργειών της και η οποία λαμβάνει μέτρα προκειμένου αυτές να μην επαναληφθούν. Η εξέταση αυτή δεν έχει σχέση με το τεκμήριο αθωότητας.

42      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του υπό εξέταση λόγου.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

43      Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κυρώσεις που προβλέπουν το άρθρο 15 του κανονισμού 17 και το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 έχουν ως σκοπό την καταστολή των παρανόμων πράξεων, καθώς και την πρόληψη της εκ νέου τελέσεώς τους. Επομένως, η αποτροπή αποτελεί σκοπό του προστίμου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T-15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-497, στο εξής: απόφαση Βιταμίνες, σκέψεις 218 και 219).

44      Οι κατευθυντήριες γραμμές μνημονεύουν τον ως άνω σκοπό στο σημείο 1 Α, κατά το οποίο «θα είναι αναγκαίο […] το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται κάθε φορά […] να είναι τέτοιο, ώστε να έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα».

45      Επιπλέον, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων αποτελεί ένα από τα στοιχεία σε συνάρτηση με τα οποία πρέπει να στοιχειοθετείται η σοβαρότητα των παραβάσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-4411, σκέψη 33).

46      Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν εξετίμησε την πιθανότητα υποτροπής της BASF προκειμένου να αυξήσει το αρχικό ύψος του προστίμου. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 203 της Αποφάσεως (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω), έλαβε απλώς υπόψη το μέγεθος της επιχειρήσεως αυτής.

47      Εντούτοις, πρέπει να θεωρηθεί ότι η έλλειψη εκτιμήσεως της πιθανότητας υποτροπής της BASF ουδόλως επηρεάζει το κύρος της αυξήσεως αυτής. Κατά πάγια νομολογία αναγνωρίζεται η σημασία του μεγέθους των επιχειρήσεων ως στοιχείου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του προσδιορισμού του ύψους του προστίμου. Το στοιχείο αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται ως ένδειξη της επιρροής την οποία μπορούσε να έχει η οικεία επιχείρηση στην αγορά (βλ. απόφαση Βιταμίνες, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 233 έως 236, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Όσον αφορά το στάδιο στο οποίο πρέπει να εκτιμάται η ανάγκη της εφαρμογής ενός συντελεστή προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου, αρκεί να σημειωθεί ότι οι σχετικές με τον αποτρεπτικό χαρακτήρα απαιτήσεις πρέπει να στηρίζουν το σύνολο της διαδικασίας καθορισμού του ύψους του προστίμου και όχι μόνον ένα ειδικό στάδιό του (απόφαση Βιταμίνες, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 238).

49      Όσον αφορά την ανάγκη εφαρμογής ενός τέτοιου συντελεστή στην υπό κρίση υπόθεση, έχει σημασία να σημειωθεί ότι η BASF είχε το 2003 συνολικό κύκλο εργασιών 33,4 δισ. ευρώ, πράγμα το οποίο αποτελεί ένδειξη περί του σημαντικού μεγέθους της επιχειρήσεως αυτής, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ εκείνο της UCB και της Akzo Nobel.

50      Από τις ανωτέρω σκέψεις απορρέει ότι η Επιτροπή δεν παρέβη τους κανονισμούς 17 και 1/2003. Επιπλέον, δεν παρεξέκλινε από τις κατευθυντήριες γραμμές εκτιμώντας ότι, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της BASF, ήταν αναγκαίο να διπλασιαστεί το αρχικό ποσό από 9,4 σε 18,8 εκατομμύρια εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να προσδοθεί αποτρεπτικός χαρακτήρας στο πρόστιμο αυτό.

51      Όσον αφορά τα μέτρα που έλαβε η BASF προς αποτροπή του ενδεχομένου υποτροπής, τη συνεργασία της εταιρίας αυτής και τις καταδίκες της εντός τρίτων χωρών, πρέπει να εξακριβωθεί σε ποιο βαθμό οι εν λόγω περιστάσεις επιβάλλουν μείωση του προστίμου εκ μέρους της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου έναντι της BASF.

52      Όσον αφορά τα μέτρα που έλαβε η BASF προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο υποτροπής, διαπιστώνεται ότι, παρά τα σοβαρά μέτρα συμμορφώσεως προς το δίκαιο του ανταγωνισμού, δεν αίρεται η υπόσταση της παραβάσεως. Έτσι, η εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως κατάρτιση προγράμματος συμμορφώσεώς της δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να δεχθεί μείωση του προστίμου λόγω του γεγονότος αυτού (απόφαση Βιταμίνες, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 266 και 267). Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει επίσης να απορριφθεί ο ισχυρισμός ότι, κατόπιν των επιβληθέντων με την Απόφαση 2003/2 προστίμων, δεν υπήρχε ανάγκη αποτροπής της BASF από τη διάπραξη περαιτέρω παραβάσεων στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της σχετικά με τη χλωριούχο χολίνη. Πράγματι, η επιβολή προστίμου στην BASF για διάφορες δραστηριότητες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αφορώσες άλλα βιταμινούχα προϊόντα δεν επηρεάζει ούτε την υπόσταση της διαπραχθείσας παραβάσεως και, επομένως, δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να δεχθεί μείωση του προστίμου για τον λόγο αυτό.

53      Όσον αφορά τις καταδίκες εντός τρίτων χωρών, πρέπει να σημειωθεί ότι ο σκοπός της αποτροπής τον οποίο βασίμως επιδιώκει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό ενός προστίμου αφορά την εξασφάλιση της εκ μέρους των επιχειρήσεων τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού που θέτει η Συνθήκη για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους εντός της Κοινότητας ή του ΕΟΧ. Κατά συνέπεια, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού δεν μπορεί να καθορίζεται ούτε μόνο σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη κατάσταση της καταδικαζομένης επιχειρήσεως ούτε σε συνάρτηση με το αν η επιχείρηση αυτή τήρησε τους ισχύοντες σε τρίτα κράτη εκτός ΕΟΧ κανόνες ανταγωνισμού (βλ. απόφαση Βιταμίνες, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 269, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Όσον αφορά τη συνεργασία της BASF κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι όντως η BASF συνεργάστηκε, επιβράβευσε δε την εν λόγω συνεργασία στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Βιταμίνες, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 268). Επομένως, το ζήτημα αν η συνεργασία αυτή άξιζε ενδεχομένως σημαντικότερες μειώσεις του προστίμου πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του τρίτου λόγου.

55      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

3.     Επί του δευτέρου λόγου που προέβαλε η BASF, που στηρίζεται σε προσβολή της ασφαλείας δικαίου και της αναλογικότητας λόγω της αυξήσεως κατά 50 % του ύψους του προστίμου λόγω της υποτροπής, καθώς και σε εσφαλμένο υπολογισμό της αυξήσεως αυτής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

56      Η BASF υποστηρίζει, εκ προοιμίου, ότι οι κανονισμοί 17 και 1/2003 δεν παρέχουν σαφή νομική βάση για την αύξηση του ύψους του προστίμου λόγω της υποτροπής. Δεδομένου ότι οι παραβάσεις για τις οποίες επιβλήθηκε στην BASF πρόστιμο το 1969 και το 1994 ουδόλως επηρέασαν τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της Αποφάσεως, η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή της ασφαλείας δικαίου λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές καταδίκες. Από τον κανονισμό 2988/74, από το άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003 και από την αρχή της ασφαλείας δικαίου προκύπτει ότι η κύρωση λόγω υποτροπής πρέπει να εξαρτάται από τους κανόνες της παραγραφής προκειμένου να αποφεύγονται παράλογα αποτελέσματα, όπως η μη επιβολή προστίμου στους βορειοαμερικανούς παραγωγούς λόγω παραγραφής των αναγόμενων στο 1994 συμπράξεών τους, ενώ η BASF καταδικάζεται για παράβαση τελεσθείσα το 1964. Γενικά, είναι παράλογο μια εταιρία να μην μπορεί να καταδικαστεί για μια παράβαση τελεσθείσα προ πέντε ετών, αλλά να μπορεί να της επιβληθεί βαρύτερη ποινή λόγω μιας παραβάσεως που έχει παραγραφεί προ πολλού χρόνου. Κατά την BASF, αν η ρύθμιση που εισάγουν οι κατευθυντήριες γραμμές είναι εσφαλμένη καθόσον αυτές δεν προβλέπουν ένα χρονικό διάστημα μετά το οποίο μια παλαιότερη παράβαση δεν θα πρέπει πλέον να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της υποτροπής, οι νομοθεσίες των κρατών μελών προβλέπουν, αντιθέτως, έναν τέτοιο περιορισμό. Η BASF εκτιμά ότι, αν η απόφαση 69/243 (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω) δεν ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο της αυξήσεως του προστίμου λόγω της υποτροπής, πρέπει να γίνει δεκτό είτε ότι η αύξηση αυτή είναι εσφαλμένη, είτε ότι η Επιτροπή έχει επίσης την άποψη ότι μια παράβαση διαπραχθείσα προ σαράντα ετών δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο αυτό.

57      Κατά την BASF, ελλείψει διατάξεως προβλέπουσας προθεσμία παραγραφής προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη παλαιότερες παραβάσεις λόγω υποτροπής, η Επιτροπή υποχρεούται να ασκεί την εξουσία εκτιμήσεως που έχει κατά τρόπο εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας στο πλαίσιο σαφώς καθορισμένων και κρίσιμων περιστάσεων. Η BASF υποστηρίζει ότι η άποψη αυτή πρέπει να γίνεται δεκτή κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που η προγενέστερη παράβαση τελέστηκε στο απώτερο παρελθόν, όταν το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού ήταν ελάχιστα γνωστό και κατανοητό. Η BASF υπογραμμίζει ότι η δεύτερη απόφαση που επικαλείται η Επιτροπή στο πλαίσιο της υποτροπής εκδόθηκε το 1994 και αφορούσε την περίοδο από το 1980 μέχρι το 1984. Όμως, η Επιτροπή δεν μπορεί να επωφελείται από τη βραδύτητα των διαδικασιών της που οδηγούν στη λήψη αποφάσεων προκειμένου να επικαλείται τόσο παλαιές παραβάσεις στο πλαίσιο της υποτροπής. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν επέβαλε αύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής με την απόφαση 2003/2, πράγμα το οποίο ήταν ορθό.

58      Επιπλέον, κατά την BASF, η διαπίστωση υποτροπής βάσει πράξεων που τελέστηκαν προ είκοσι και πλέον ετών προϋποθέτει ότι οι δύο παραβάσεις είναι του ίδιου είδους, πράγμα το οποίο αποκλείεται αν αφορούν διαφορετικές αγορές. Εντούτοις, τούτο συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι οι χρωστικές ουσίες (τις οποίες αφορά η απόφαση 69/243), το PVC (το οποίο αφορά η απόφαση 94/599) και η χλωριούχος χολίνη ανήκουν σε εντελώς διαφορετικές αγορές.

59      Εν πάση περιπτώσει, ο υπολογισμός της ως ανω αυξήσεως είναι παράνομος λόγω του ότι, σύμφωνα με τις σκέψεις 226 και 229 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T-220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-2473), η Επιτροπή όφειλε να επιβάλει την αύξηση αυτή επί του αρχικού ποσού των 9,4 εκατομμυρίων ευρώ πριν από κάθε άλλη προσαύξηση βάσει του μεγέθους της επιχειρήσεως ή στο πλαίσιο της αποτροπής (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω) και όχι επί του βασικού ποσού των 29,14 εκατομμυρίων ευρώ (βλ. σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω).

60      Η Επιτροπή υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι δεν έλαβε υπόψη, για τον υπολογισμό του προστίμου, τη συμμετοχή της BASF στη σχετική με τις βιταμίνες σύμπραξη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως 2003/2. Υπογραμμίζει επίσης ότι η απόφαση 94/599 εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου τελέσεως της παραβάσεως σχετικά με τη χλωριούχο χολίνη. Εξάλλου, ακριβώς η μη διόρθωση της συμπεριφοράς της εμπλεκομένης επιχειρήσεως είναι το στοιχείο που επιβαρύνει την ενοχή της στο πλαίσιο της αποφάσεως περί διαπιστώσεως νέας παραβάσεως, ανεξάρτητα από τον χρόνο που παρήλθε μεταξύ της πρώτης παραβάσεως και της εκδόσεως της σχετικής με αυτήν αποφάσεως. Η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται γιατί το γεγονός ότι προγενέστερες παραβάσεις της BASF αφορούσαν διαφορετικές αγορές από αυτή της χλωριούχου χολίνης μπορεί να κλονίζει το κύρος της ως άνω αυξήσεως, ιδίως δεδομένου ότι όλες αυτές οι παραβάσεις ήταν παρεμφερούς φύσεως.

61      Όσον αφορά την αρχή της ασφαλείας δικαίου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όταν επιβάλλει πρόστιμα, λαμβάνει υπόψη γενικής ισχύος κανόνες, όπως είναι η αρχή της αναλογικότητας, αλλά επίσης, σύμφωνα με τη νομολογία, τους ειδικότερους κανόνες σχετικά με την επιβολή κυρώσεων, όπως είναι η αναγνώριση περιστάσεων που μπορούν να επιβαρύνουν ή να ελαφρύνουν την ευθύνη του ενεχομένου. Μια επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλείται τη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων και, ταυτόχρονα, να απορρίπτει καταρχήν τη δυνατότητα να ληφθούν επίσης υπόψη επιβαρυντικές περιστάσεις για τον υπολογισμό του προστίμου. Εξάλλου, η υποτροπή μνημονεύεται ρητά στον τίτλο 2, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών ως επιβαρυντική περίσταση, ενώ η BASF είχε επίσης ενημερωθεί επ’ αυτού με το σημείο 217 της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

62      Όσον αφορά το γεγονός ότι οι προγενέστερες παραβάσεις τελέστηκαν προ πολλού χρόνου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η νομολογία δέχθηκε μια αύξηση κατά 50 % του βασικού ποσού λόγω υποτροπής, βάσει μιας παραβάσεως που είχε οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως είκοσι έτη προηγουμένως, πράγμα το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη, στην υπό κρίση υπόθεση, την απόφαση 94/599. Πάντως, η τελευταία αυτή απόφαση αρκεί, κατά την Επιτροπή, για την επιβολή της εν λόγω αυξήσεως ακόμα και αν δεν ληφθεί υπόψη η απόφαση 69/243. Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι συγκεκριμένες προγενέστερες παραβάσεις ως επιβαρυντικές περιστάσεις για τον υπολογισμό του προστίμου στο πλαίσιο της αποφάσεως 2003/2 δεν εμποδίζει την Επιτροπή να τις λάβει υπόψη στο πλαίσιο μιας μεταγενέστερης αποφάσεως.

63      Όσον αφορά την αιτίαση που στηρίζεται σε εσφαλμένο υπολογισμό της αυξήσεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η BASF συγχέει το αρχικό ποσό (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω) με το βασικό ποσό του προστίμου όπως αυτό καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω). Κάθε προσαύξηση δυνάμει επιβαρυντικών περιστάσεων πρέπει πραγματοποιείται επί του τελευταίου αυτού ποσού, σύμφωνα με την απόφαση Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, πράγμα το οποίο η Επιτροπή εκθέτει ότι έπραξε εν προκειμένω.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

64      Πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου το επιχείρημα της BASF ότι η αναγνώριση της υπάρξεως υποτροπής προϋποθέτει ότι οι παραβάσεις αφορούν την ίδια αγορά προϊόντων. Πράγματι, αρκεί να διαπιστώνει η Επιτροπή παραβάσεις της ίδιας διατάξεως της Συνθήκης ΕΚ.

65      Στη συνέχεια, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 αποτελούν τις κατάλληλες νομικές βάσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων για παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Δυνάμει των διατάξεων αυτών, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια και η σοβαρότητα της παραβάσεως. Η σοβαρότητά της καθορίζεται με αναφορά σε πολλούς παράγοντες, σχετικά με τους οποίους η Επιτροπή έχει διακριτική ευχέρεια. Το γεγονός ότι, κατά τον καθορισμό του προστίμου, ελήφθησαν υπόψη επιβαρυντικές περιστάσεις συνάδει με την αποστολή της Επιτροπής να εξασφαλίζει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, Συλλογή 2007, σ. Ι-1331, σκέψεις 24 και 25).

66      Επιπλέον, κατά την εξέταση μιας παραβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ενδεχόμενη υποτροπή (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 91, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψη 26), καθόσον η υποτροπή μπορεί να δικαιολογεί σημαντική προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4071, σκέψη 293). Με γνώμονα τη νομολογία αυτή πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί της BASF κατά τους οποίους, αφενός, οι προγενέστερες παραβάσεις της ουδόλως επηρεάζουν τη σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως και, αφετέρου, δεν υφίσταται σαφής νομική βάση για την επιβολή αυξήσεως του προστίμου λόγω υποτροπής.

67      Όσον αφορά την αιτίαση που στηρίζεται στη φερόμενη υποχρέωση αναγνωρίσεως ενός χρονικού περιορισμού της δυνατότητας συνυπολογισμού μιας ενδεχόμενης υποτροπής, πρέπει να σημειωθεί ότι η έλλειψη ενός ανωτάτου χρονικού ορίου για τη διαπίστωση της υποτροπής στους κανονισμούς 17 και 1/2003 ή τις κατευθυντήριες γραμμές δεν προσβάλλει την αρχή της ασφαλείας δικαίου. Πράγματι, η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια που έχει η Επιτροπή όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται από μια ενδεχόμενη προθεσμία παραγραφής για μια τέτοια διαπίστωση. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποτροπή συνιστά σημαντικό στοιχείο που η Επιτροπή καλείται να εκτιμήσει, δεδομένου ότι η συνεκτίμησή της αποβλέπει στο να παρακινήσει τις επιχειρήσεις που έχουν εκδηλώσει την τάση να παραβαίνουν τους κανόνες του ανταγωνισμού να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη, σε κάθε περίπτωση, τις ενδείξεις που τείνουν να επιβεβαιώσουν την τάση αυτή, περιλαμβανομένου, για παράδειγμα, του χρονικού διαστήματος που παρήλθε μεταξύ των εν λόγω παραβάσεων (απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψεις 37 έως 39).

68      Εν προκειμένω, οι αποφάσεις που έλαβε υπόψη η Επιτροπή προκειμένου να αιτιολογήσει την εκτίμησή της όσον αφορά την υποτροπή (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω) αποδεικνύουν ότι η BASF παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια διαφόρων χρονικών περιόδων από το 1964 μέχρι το 1967 (καθορισμός του ύψους των αυξήσεων των τιμών και των όρων εφαρμογής των εν λόγω αυξήσεων στον τομέα των χρωστικών ουσιών) και από τον Αύγουστο του 1980 μέχρι τον Μάιο του 1984 (καθορισμός των τιμών «στόχων» και των ποσοστώσεων «στόχων» και σχεδιασμός της αναλήψεως εναρμονισμένων πρωτοβουλιών προς αύξηση του επιπέδου των τιμών και προς επίβλεψη της θέσεώς της σε εφαρμογή).

69      Πρέπει να θεωρηθεί ότι η τελευταία από τις παραβάσεις αυτές μπορεί να δικαιολογήσει από μόνη της μιαν αύξηση κατά 50 % του βασικού ποσού του προστίμου της BASF (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 293).

70      Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο υπογραμμίζει ότι η άσκηση της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας που έχει μπορεί να δικαιολογεί την προσκόμιση και συνεκτίμηση συμπληρωματικών πληροφοριακών στοιχείων, των οποίων η αυτούσια μνεία στην απόφαση δεν απαιτείται δυνάμει της επιβαλλομένης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-248/98 P, KNP BT κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9641, σκέψη 40).

71      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η BASF αποτέλεσε επίσης το αντικείμενο της αποφάσεως 86/398/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1986, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/31.149 – Πολυπροπυλένιο) (ΕΕ L 230, σ. 1). Κατόπιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T-4/89, BASF κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. II-1523), επιβλήθηκε στην BASF πρόστιμο 2,125 εκατομμυρίων ECU για τη συμμετοχή της σε συμφωνίες και σε εναρμονισμένες πρακτικές προς προσδιορισμό της εμπορικής πολιτικής της, προς καθορισμό των τιμών στόχων και προς λήψη μέτρων με τον σκοπό αυτόν, προς αύξηση των τιμών και προς κατανομή της αγοράς από τα τέλη του 1978 ή τις αρχές του 1979 μέχρι τον Νοέμβριο του 1983. Ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εξηγήσει την παράλειψη της εν λόγω αποφάσεως, μολονότι αυτή μνημονεύεται στο σημείο 29 της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

72      Λαμβανομένου υπόψη του στοιχείου αυτού, διαπιστώνεται ότι, από το 1964 μέχρι το 1993, η BASF προσέβαλλε κατάφωρα τους κανόνες του ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια δεκατριών ετών περίπου. Από αυτό προκύπτει ότι η αύξηση του βασικού ποσού κατά 50 % είναι πρόσφορη.

73      Η δε αιτίαση που στηρίζεται σε εσφαλμένο υπολογισμό της αυξήσεως λόγω υποτροπής πρέπει επίσης να απορριφθεί, δεδομένου ότι προκύπτει από μια σύγχυση εκ μέρους της BASF μεταξύ των εννοιών του αρχικού και του βασικού ποσού (βλ. σκέψεις 15 έως 17 ανωτέρω). Πράγματι, κατά τη σκέψη 229 της αποφάσεως Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, την οποία επικαλείται η BASF προς στήριξη του ισχυρισμού της, τα ποσοστά που αντιστοιχούν στις αυξήσεις ή στις μειώσεις, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, πρέπει να εφαρμόζονται επί του βασικού ποσού του προστίμου, που καθορίζεται σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Όμως, αυτό ακριβώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή εν προκειμένω, όπως αποδεικνύεται από την αιτιολογική σκέψη 219 της Αποφάσεως (βλ. σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, η μέθοδος υπολογισμού που προτείνει η BASF θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα.

74      Επομένως, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

4.     Επί του τρίτου λόγου που προβάλλει η BASF, που στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996

 Επιχειρήματα των διαδίκων

75      Η BASF θεωρεί ότι η μείωση κατά 20 % που της χορηγήθηκε δυνάμει του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω) είναι αμελητέα σε συνάρτηση με τη συνεργασία της. Κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αναλογικότητας, η Επιτροπή υποχρεούται να δέχεται μειώσεις ανάλογες με τη συνεργασία που επιδεικνύει κάθε επιχείρηση. Κατά πάγια πρακτική της Επιτροπής, η BASF εδικαιούτο μείωση κατά 10 % λόγω της μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών που της προσάπτονταν. Από αυτό προκύπτει ότι η πρώιμη, πλήρης και εκούσια συνεργασία της, με άλλους τρόπους πέραν της μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών, αξίζει μια σαφώς μεγαλύτερη μείωση έναντι του παραχωρηθέντος 10 %.

76      Η Απόφαση δεν εκθέτει αντικειμενικά και συγκεκριμένα τη συνεργασία της BASF, καθόσον περιγράφει εσφαλμένα το περιεχόμενο ορισμένων ανακοινώσεων, τηρεί σιγή όσον αφορά άλλες σημαντικές πτυχές της συνεργασίας αυτής και, επιπλέον, δεν παρέχει στην BASF τη δυνατότητα να αντιληφθεί την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση ορισμένων πτυχών της συνεργασίας. Οι ελλείψεις αυτές αποτελούν επίσης ένδειξη, κατά την BASF, περί προσβολής της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

77      Η BASF υποστηρίζει προς στήριξη των ισχυρισμών της ότι, με την Απόφαση, η Επιτροπή:

–        δεν αναφέρεται στο από 6 Μαΐου 1999 έγγραφό της με το οποίο η εταιρία αυτή την ενημέρωσε περί της υπάρξεως παρανόμων συμφωνιών στον τομέα των βιταμινών, σχετικά με τις οποίες οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν κινήσει έρευνα, και ζήτησε τη διενέργεια συσκέψεως προκειμένου να συζητηθεί λεπτομερώς το ζήτημα αυτό. Η BASF εκτιμά ότι η Επιτροπή απώλεσε το ως άνω έγγραφο·

–        δεν αναφέρεται σε μια σύσκεψη πραγματοποιηθείσα στις 17 Μαΐου 1999, κατά τη διάρκεια της οποίας περιέγραψε μια σειρά συμφωνιών σχετικά με τη σύμπραξη και παρέσχε πληροφορίες που συνέβαλαν ουσιαστικά στην απόδειξη της παραβάσεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν η επικείμενη τότε συμφωνία ενώπιον δικαστηρίου (Plea agreement) με τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, που υπεγράφη τελικά στις 19 Μαΐου 1999 και αφορούσε επίσης τη χλωριούχο χολίνη·

–        δεν αναφέρεται στο από 21 Μαΐου 1999 έγγραφό της με το οποίο παρέσχε τα έγγραφα σχετικά με την διεξαχθείσα στις Ηνωμένες Πολιτείες έρευνα. Η BASF εκτιμά ότι η Επιτροπή απώλεσε το έγγραφο αυτό·

–        εκθέτει εσφαλμένα την από 23 Ιουλίου 1999 ανακοίνωσή της·

–        περιγράφει ατελώς ένα αίτημα παροχής πληροφοριών της 26ης Μαΐου 1999, έτσι ώστε να παραβλέπεται ότι η έκθεση της 15ης Ιουνίου και η ανακοίνωση της 23ης Ιουνίου 1999 υποβλήθηκαν εκουσίως·

–        εξέλαβε εσφαλμένα την από 16 Ιουλίου 1999 ανακοίνωσή της ως απάντηση σε αίτημα παροχής πληροφοριών με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1999.

78      Η παράλειψη του εγγράφου της 6ης Μαΐου 1999 και της συσκέψεως της 17ης Μαΐου 1999 είναι αδύνατο να εξηγηθεί, δεδομένου ότι γίνεται λόγος περί αυτών στην αιτιολογική σκέψη 127 της Αποφάσεως 2003/2.

79      Η εκ μέρους της Επιτροπής απώλεια ουσιωδών στοιχείων του φακέλου την εμπόδισε να σχηματίσει πλήρη εικόνα περί της συνεργασίας της BASF. Έτσι, η τελευταία δεν μπόρεσε να βρει, στον φάκελο της Επιτροπής, τα έγγραφα της 6ης και της 21ης Μαΐου 1999 ούτε κάποια ένδειξη (με τη μορφή σημειώσεων ή πρακτικών συνταχθέντων από υπαλλήλους της Επιτροπής) της συσκέψεως της 17ης Μαΐου 1999.

80      Η αξία των στοιχείων που παρασχέθηκαν στην Επιτροπή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί επειδή η τελευταία δεν δέχθηκε την προσκόμιση συμπληρωματικών αποδείξεων με μορφή, ιδίως, προφορικών μαρτυριών που πρότεινε η BASF, επιμένοντας στην αποδοχή μόνον εγγράφων αποδείξεων. Η εμμονή αυτή στέρησε την BASF από τη δυνατότητα προσκομίσεως σημαντικών πληροφοριών, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να κάνει εγγράφως αν η Επιτροπή είχε διευκρινίσει τη θέση της απαντώντας στο έγγραφο της 6ης Μαΐου 1999. Η συμπεριφορά αυτή της Επιτροπής είναι αντίθετη προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

81      Κατά την BASF, η Επιτροπή όφειλε να φροντίσει για τη σύνταξη πρόσφορων πρακτικών της συσκέψεως της 17ης Μαΐου 1999. Ακόμα και οι στενογραφημένες σημειώσεις που κράτησε το επιφορτισμένο με τον φάκελο άτομο θα αποδείκνυαν ότι η σύσκεψη ήταν ουσιώδους σημασίας και ότι κάλυψε λεπτομερώς πολλούς τομείς, μεταξύ των οποίων εκείνον της χλωριούχου χολίνης, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί η Επιτροπή. Το γεγονός ότι οι σημειώσεις αυτές δεν περιελήφθησαν στον φάκελο της χλωριούχου χολίνης συνιστά επίσης προσβολή της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

82      Η BASF διατείνεται ότι, κατά τη σύσκεψη αυτή, παρέσχε πληροφορίες που συνέβαλαν στην πράξη στην απόδειξη της παραβάσεως (προσδιορισμός των συμφωνιών σχετικά με τη σύμπραξη, σχετικά προϊόντα και εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, διάρκεια, επικείμενη σύναψη συμφωνίας ενώπιον δικαστηρίου με το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, ιδίως σε σχέση με τη χλωριούχο χολίνη). Τούτο αποδεικνύεται, κατά την BASF, από μια δήλωση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, συνταχθείσα από τον νομικό της σύμβουλο J. Scholz, την οποία αποκαλεί «δήλωση Scholz».

83      Κατόπιν της συσκέψεως της 17ης Μαΐου 1999 η BASF θεωρούσε ότι είχε πράξει το παν ώστε να της αναγνωριστεί η μεγαλύτερη δυνατή μείωση βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Υπό τις συνθήκες αυτές, η BASF εκτιμά ότι οι μεταγενέστερες ανακοινώσεις της απλώς επιβεβαιώναν, με τη μορφή εγγράφων αποδείξεων, τις πληροφορίες που είχε ανακοινώσει προφορικά, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι τα έγγραφα στοιχεία πρέπει να θεωρηθούν ως διαβιβασθέντα κατά τη σύσκεψη αυτή. Όλες οι εν λόγω πληροφορίες είχαν διαβιβαστεί εκουσίως, πράγμα το οποίο η Επιτροπή αγνοεί στην Απόφαση. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι οι πληροφορίες δυνάμει του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 μπορούν να δίδονται προφορικά.

84      Η BASF υπογραμμίζει ότι η έκθεση της 15ης Ιουνίου 1999 δεν υποβλήθηκε σε απάντηση στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 26ης Μαΐου 1999, αλλά στο αίτημα παροχής εγγράφων αποδείξεων που διατύπωσε η Επιτροπή κατά τη σύσκεψη της 17ης Μαΐου 1999. Η σύνταξη της εν λόγω εκθέσεως είχε αρχίσει πριν από τη διατύπωση του ως άνω αιτήματος παροχής πληροφοριών. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται εξάλλου από την ανακοίνωση της BASF της 21ης Μαΐου 1999. Επιπλέον, η εν λόγω έκθεση παρέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με βιταμίνες που δεν αποτελούν αντικείμενο του αιτήματος της 26ης Μαΐου 1999, όπως είναι η βιταμίνη D 3 και τα καροτενοειδή. Το αίτημα της Επιτροπής να της υποβληθεί έγγραφη έκθεση είναι αυτό που προκάλεσε την καθυστέρηση στη διαβίβαση των πληροφοριών. Εντούτοις, συνομιλίες με μέλη του προσωπικού της BASF, που πρότεινε η τελευταία, θα ήταν αποτελεσματικός τρόπος για τη συλλογή των απαιτούμενων αποδείξεων. Η ανακοίνωση της 23ης Ιουνίου 1999, που αποτελεί συμπλήρωμα στην έκθεση της 15ης Ιουνίου 1999, επίσης υποβλήθηκε με πρωτοβουλία της BASF. Η ως άνω ανακοίνωση της 23ης Ιουνίου 1999 περιελάμβανε συμπληρωματικές αποδείξεις που δεν διέθετε η Επιτροπή την περίοδο εκείνη και αφορούσαν τη σύσκεψη του Ludwigshafen (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω). Επιπλέον, η ανακοίνωση της 16ης Ιουλίου 1999 συμπλήρωσε, και αυτή, τις ζητηθείσες κατά τη σύσκεψη της 17ης Μαΐου 1999 αποδείξεις και έπρεπε να θεωρηθεί ως εκουσίως υποβληθείσα. Αφορά την εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών και παρέχει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Η ανακοίνωση της 4ης Νοεμβρίου 2002 (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω) περιλαμβάνει επίσης μια σειρά κρίσιμων στοιχείων, ιδίως σχετικά με δύο συσκέψεις της συμπράξεως.

85      Εν πάση περιπτώσει, η διάκριση στην οποία προβαίνει η Απόφαση μεταξύ εκουσίων και ακουσίων ανακοινώσεων είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι ένα αίτημα της Επιτροπής προς παροχή πληροφοριών δεν μπορεί να είναι καθοριστικό στοιχείο για να ελαχιστοποιηθεί η σημασία της συνεργασίας της επιχειρήσεως, δυνάμει του τμήματος Δ, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

86      Έτσι, κατά την BASF, κακώς η Επιτροπή θεωρεί ότι η έκθεση της 15ης Ιουνίου 1999 και οι ανακοινώσεις της 23ης Ιουνίου, της 16ης Ιουλίου 1999 και της 4ης Νοεμβρίου 2002 δεν συνεισέφεραν στην πράξη στην απόδειξη της παραβάσεως. Η Επιτροπή δεν εξήγησε εξάλλου γιατί ανέμεινε έξι εβδομάδες μετά τη διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους της εταιρίας Bioproducts (7 Μαΐου 1999, βλ. σκέψη 22 ανωτέρω) πριν αποστείλει το αίτημα παροχής πληροφοριών της 22ας Ιουνίου 1999, ημερομηνία κατά την οποία διέθετε όλα τα στοιχεία που είχαν παρασχεθεί κατά τη σύσκεψη της 17ης Μαΐου 1999 και με την έκθεση της 15ης Ιουνίου 1999. Στην πραγματικότητα, τα έγγραφα που παρουσίασε η Bioproducts δεν περιελάμβαναν ούτε λεπτομερείς ούτε εξαντλητικές πληροφορίες, σε αντίθεση με εκείνες που παρέσχε η BASF στις 17 Μαΐου και τις 15 Ιουνίου 1999, που ανέφεραν τις πραγματοποιηθείσες συσκέψεις αλλά και τα ονόματα των συμμετεχόντων και παρέσχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αρχίσει τις έρευνές της. Επιπλέον, οι πληροφορίες που παρέσχε η Chinook έξι μήνες πριν από τα υπομνήματα της Bioproducts και της BASF (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω) ήταν περιορισμένης αξίας και, εν μέρει, άνευ σημασίας, λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν κίνησε έρευνα την περίοδο εκείνη. Εν πάση περιπτώσει, η σύσκεψη της 17ης Μαΐου 1999 ήταν εκείνη που παρακίνησε την Επιτροπή να ζητήσει πληροφορίες περί της χλωριούχου χολίνης.

87      Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι η χορηγηθείσα στην BASF μείωση κατά 20 % εξηγείται ως άθροισμα μιας μειώσεως κατά 10 % λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών και μιας άλλης μειώσεως κατά 10 % που στηρίζεται στην ανακοίνωση αποδεικτικών στοιχείων. Κατά τα λοιπά, αμφισβητεί το βάσιμο των ισχυρισμών της BASF.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

88      Το τμήμα Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 έχει ως ακολούθως:

«Δ. Αξιόλογη μείωση του ύψους του προστίμου

1. Εφόσον επιχείρηση συνεργάζεται χωρίς να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που εκτίθενται στα τμήματα Β και Γ, τυγχάνει μείωσης κατά 10 έως 50 % του ύψους του προστίμου που θα της είχε [ε]πιβληθεί εάν δεν είχε συνεργαστεί.

2. Αυτό μπορεί ιδίως να συμβεί εφόσον:

–        πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση παράσχει στην Επιτροπή πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παράβασης,

–        μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν αμφισβητεί τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες της.»

89      Όπως σημειώνεται στο τμήμα E, παράγραφος 3, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, η ανακοίνωση αυτή δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην οποία στηρίζονται οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να ενημερώσουν την Επιτροπή περί της υπάρξεως κάποιας συμπράξεως. Λαμβανομένης υπόψη της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να συνεργασθούν με την Επιτροπή μπορούν να αντλήσουν από την ως άνω ανακοίνωση, η Επιτροπή υποχρεούται να συμμορφώνεται προς την εν λόγω ανακοίνωση κατά την εκτίμηση της συνεργασίας της οικείας επιχειρήσεως, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του επιβλητέου σ’ αυτήν προστίμου (βλ. απόφαση Βιταμίνες, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 488, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

90      Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί, ότι για να μπορεί να χορηγηθεί μείωση προστίμου σε επιχείρηση βάσει της συνεργασίας της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οι ενέργειές της πρέπει να διευκολύνουν το έργο της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση και τη δίωξη των παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T-38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4407, σκέψη 505).

91      Όπως προκύπτει από το γράμμα του τμήματος Δ, παράγραφος 2, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 και, ειδικότερα, από τις λέξεις «αυτό μπορεί ιδίως να συμβεί […]» με τις οποίες αρχίζει το κείμενο αυτό, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τις μειώσεις που χορηγούνται δυνάμει της ανακοινώσεως αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 394).

92      Εξάλλου, μια μείωση στηριζόμενη στην ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 δεν μπορεί να δικαιολογείται παρά μόνον όταν τα παρασχεθέντα πληροφοριακά στοιχεία και, γενικότερα, η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως μπορούν συναφώς να θεωρηθούν ότι αποδεικνύουν μια πραγματική συνεργασία εκ μέρους της. Όπως προκύπτει από την έννοια της συνεργασίας, όπως αυτή διασαφηνίζεται στο κείμενο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και, ειδικότερα, στην εισαγωγή και στο τμήμα Δ, παράγραφος 1, της ανακοινώσεως αυτής, μόνον όταν η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως μαρτυρεί ένα τέτοιο πνεύμα συνεργασίας μπορεί να χορηγηθεί μείωση βάσει της εν λόγω ανακοινώσεως (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψεις 395 και 396). Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δείχνει τέτοιο πνεύμα συνεργασίας η συμπεριφορά επιχειρήσεως η οποία, μολονότι δεν ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει σε ερώτηση της Επιτροπής, απάντησε με ελλιπή και παραπλανητικό τρόπο (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C-301/04 P, Επιτροπή κατά SGL Carbon, Συλλογή 2006, σ. I-5915, σκέψη 69).

93      Το βάσιμο του παρόντος λόγου πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα αυτές τις παρατηρήσεις.

 Επί του εγγράφου της 6ης Μαΐου 1999

94      Πρέπει να σημειωθεί ότι το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1999 κάνει λόγο, χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες, για έρευνες διεξαγόμενες στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ άλλων, σε βάρος της BASF στον τομέα των βιταμινών. Με την υποβολή του εγγράφου αυτού η BASF περιορίστηκε να παράσχει τη συνδρομή της (από κοινού με την επιχείρηση Hoffman-La Roche, που είχε ήδη έρθει σε επαφή με την Επιτροπή δύο ημέρες προηγουμένως) στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 και να ζητήσει μια συνάντηση επ’ αυτού με το υπεύθυνο μέλος της Επιτροπής.

95      Είναι πρόδηλο ότι η έλλειψη αναφοράς στο έγγραφο αυτό στο πλαίσιο της Αποφάσεως δεν μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη συνεργασία της BASF. Το έγγραφο αυτό ουδόλως αναφέρει την παγκόσμια σύμπραξη της χλωριούχου χολίνης (στην οποία εξάλλου δεν είχε μετάσχει η Hoffman-La Roche) ούτε τη σύμπραξη μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών της ως άνω βιταμίνης. Το έγγραφο αυτό μπορούσε να αφορά, το πολύ και σιωπηρώς, μόνον την παγκόσμια σύμπραξη της χλωριούχου χολίνης, χωρίς ωστόσο να περιέχει «πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παράβασης» υπό την έννοια του τμήματος Δ, παράγραφος 2, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Βιταμίνες, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 507).

 Επί της συσκέψεως της 17ης Μαΐου 1999

96      Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν συντάχθηκαν πρακτικά της συσκέψεως αυτής ούτε την ημέρα της πραγματοποιήσεώς της ούτε αργότερα και ότι αυτή δεν μαγνητοφωνήθηκε. Η BASF βάλλει κατά της παραλείψεως της Επιτροπής να τηρήσει τις διατυπώσεις αυτές, χωρίς ωστόσο να διατείνεται ότι είχε όντως ζητήσει από το κοινοτικό αυτό όργανο την τήρησή τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσάπτεται στην τελευταία ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Βιταμίνες, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 501, 502 και 509).

97      Πρέπει να τονιστεί ότι η BASF εκφράζεται με πολύ αόριστο τρόπο όσον αφορά τις πληροφορίες που φέρεται ότι παρέσχε σχετικά με τη χλωριούχο χολίνη κατά τη σύσκεψη αυτή, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ υπαλλήλων της Επιτροπής, εκπροσώπων της BASF και της Hoffman-La Roche. Όσον αφορά τις σχετικές με το περιεχόμενο της συσκέψεως αυτής έγγραφες αποδείξεις, η δικογραφία περιλαμβάνει στενογραφημένες σημειώσεις που συνέταξε υπάλληλος της Επιτροπής. Η BASF παρέθεσε, με τα υπομνήματά της, αποσπάσματα της δηλώσεως Scholz που επισύναψε στο δικόγραφο της προσφυγής της. Όσον αφορά την εκτίμηση της δηλώσεως αυτής ως αποδεικτικού στοιχείου, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν απαγορεύει την εκ μέρους των διαδίκων προσκόμιση τέτοιων δηλώσεων. Εντούτοις, η εκτίμησή τους επιφυλάσσεται υπέρ του Πρωτοδικείου, το οποίο, αν τα περιγραφόμενα σ’ αυτές πραγματικά περιστατικά είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς, μπορεί να διατάξει, ως αποδεικτικό μέσο, την ακρόαση, ως μάρτυρα, του συντάκτη ενός τέτοιου εγγράφου (βλ., επ’ αυτού, διάταξη του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 2003, T-172/03, Heurtaux κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 3). Εν προκειμένω, δεν είναι αναγκαία η λήψη ενός τέτοιου μέτρου.

98      Οι στενογραφημένες σημειώσεις δίδουν μια ελλιπή εικόνα όσων συζητήθηκαν κατά τη σύσκεψη της 17ης Μαΐου 1999. Όμως, λαμβανομένων υπόψη των σημειώσεων αυτών, είναι προφανές ότι η Επιτροπή, η Hoffman-La Roche και η BASF συζήτησαν ουσιαστικά προκαταρκτικές πτυχές μιας ενδεχόμενης συνεργασίας, με κατάληξη την αποκάλυψη συμπράξεων για αόριστο αριθμό βιταμινούχων προϊόντων. Η συζήτηση αφορούσε τη βούληση των επιχειρήσεων να συνεργαστούν, την κατάσταση της διαδικασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα επόμενα στάδια όσον αφορά την αποκάλυψη στοιχείων αφορώντων, ιδίως, εκκρεμείς στις Ηνωμένες Πολιτείες ομαδικές αγωγές, τον σχεδιασμό από χρονικής απόψεως και την άποψη της Επιτροπής σχετικά με αυτό το οποίο συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις η συνεργασία τους. Η μόνη αναφορά στη χλωριούχο χολίνη περιλαμβάνεται στην τρίτη σελίδα, όπου απλώς αναφέρεται ότι το προϊόν αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο συμπράξεως. Επομένως, η BASF δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι οι ως άνω σημειώσεις αποδεικνύουν ότι το έγγραφο αυτό περιελάμβανε ουσιώδεις πληροφορίες, όπως είναι τα ονόματα των μετεχουσών επιχειρήσεων (το έγγραφο κάνει λόγο μόνο για την εμπλοκή ιαπωνικών επιχειρήσεων, χωρίς όμως κάποια σχέση με τη σύμπραξη της χλωριούχου χολίνης) ή η διάρκεια της παραβάσεως. Όσον αφορά το γεγονός ότι υπήρξε σύμπραξη σχετικά με τη χλωριούχο χολίνη, αρκεί να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή είχε λάβει γνώση περί αυτού αρκετά πριν από την εν λόγω σύσκεψη μέσω της ανακοινώσεως της Chinook (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω).

99      Η δήλωση Scholz εκθέτει τα εξής (σημείο 10): «[Κατά τη σύσκεψη αυτή η BASF δήλωσε ότι] ενέχεται σε παράνομες δραστηριότητες σχετικά με τη χλωριούχο χολίνη, περιλαμβανομένων των μιγμάτων και των προπαρασκευαστικών μιγμάτων, όπως τούτο προκύπτει από τα πρακτικά της συσκέψεως της Επιτροπής. Πληροφορήσαμε επίσης τους υπαλλήλους [της Επιτροπής] ότι οι παράνομες συμφωνίες σχετικά με τις κύριες βιταμίνες είχαν επηρεάσει την ευρωπαϊκή αγορά, περιλαμβανομένων όλων των κυρίων ευρωπαίων και ιαπώνων παραγωγών βιταμινών. Κατονομάσαμε τους κύριους παραγωγούς που εμπλέκονταν σχετικά με τις σημαντικότερες βιταμίνες, ασφαλώς την Takeda, την Eisai, τη Merck και τη Rhône-Poulenc. Οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν φάνηκαν να ενδιαφέρονται για τα ονόματα των λοιπών συμμετεχόντων. Εν πάση περιπτώσει, λόγω του σχετικά περιορισμένου αριθμού παραγωγών των άλλων βιταμινών, περιλαμβανομένης της χλωριούχου χολίνης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε εύκολα να ανακαλύψει την ταυτότητα των λοιπών συμμετεχόντων της ενδεχόμενης αγοράς.» Επομένως, προκύπτει σαφώς ότι η σύσκεψη αυτή αφορούσε το σύνολο των συμπράξεων σε παγκόσμιο επίπεδο που κάλυπταν σημαντικό αριθμό βιταμινούχων προϊόντων. Κατά συνέπεια, δεν αφορούσε ειδικά τη χλωριούχο χολίνη, για την οποία είχαν παρασχεθεί ελάχιστες πληροφορίες εκτός από το γεγονός, που γνώριζε ήδη η Επιτροπή, ότι είχε οργανωθεί μια σύμπραξη σχετικά με το προϊόν αυτό.

100    Κατά τα λοιπά, από τη δήλωση αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή επέμεινε επί της διαβιβάσεως εγγράφων πληροφοριών, με τη μορφή υποβολής εκθέσεως. Το σημείο 12 της δηλώσεως εκθέτει συναφώς τα ακόλουθα:

«[Ο τότε γενικός διευθυντής της ΓΔ IV] μας πληροφόρησε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτιμά τον “παραδοσιακό τρόπο” συλλογής πληροφοριών, δηλαδή να λαμβάνει πληροφορίες περιλαμβανόμενες σε έγγραφα με τις “συνήθεις λεπτομέρειες”, όπως είναι για παράδειγμα η περιγραφή των συσκέψεων, οι τόποι, οι ημερομηνίες, οι μετέχοντες και τα ζητήματα που συζητήθηκαν. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρότεινα στον [γενικό διευθυντή] να υποβάλει η BASF στην Επιτροπή πλήρη έκθεση περί των γεγονότων που επηρεάζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση […] Ο [γενικός διευθυντής] εξέφρασε αμέσως τη συμφωνία του επί της προτάσεως αυτής.»

101    Η ως άνω έκθεση είναι αυτή της 15ης Ιουνίου 1999 (βλ. σκέψεις 21 και 84 ανωτέρω). Με το τμήμα G, που αφορά τη χλωριούχο χολίνη και περιλαμβάνει τρεις σελίδες, η BASF αναφέρεται σε τέσσερις συσκέψεις της παγκόσμιας συμπράξεως της χλωριούχου χολίνης μεταξύ ανοίξεως του 1992 και Νοεμβρίου του 1992, περιλαμβανομένης της συσκέψεως του Ludwigshafen, καθώς και σε έξι άλλες συσκέψεις μέχρι εκείνη του Απριλίου του 1994 στο Johor Bahru. Η έκθεση ανέφερε επίσης ότι, μέχρι τα τέλη του 1996, υπήρξαν και άλλες συσκέψεις σχετικές με τις εξαγωγές προς τη Νότια και τη Λατινική Αμερική, αλλά χωρίς αποτέλεσμα για τους μετέχοντες. Δεδομένου ότι, κατά τους ισχυρισμούς της BASF, η έκθεση της 15ης Ιουνίου 1999 περιελάμβανε πλήρη παράθεση των γεγονότων σχετικά με τη σύμπραξη που αφορά τη χλωριούχο χολίνη, είναι απίθανο η σύσκεψη της 17ης Μαΐου 1999 να οδήγησε σε γνωστοποίηση περισσότερων πληροφοριών. Τούτο επιρρωνύεται από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής, το σημείο 153 του οποίου αναφέρει ότι «ο μόνος λόγος για τον οποίο η BASF δεν παρέσχε αμέσως συμπληρωματικές λεπτομερείς προφορικές πληροφορίες ήταν η εμμονή της Επιτροπής επί των εγγράφων αποδείξεων». Επιπλέον, το σημείο 11 της δηλώσεως Scholz αναφέρει ότι η εν λόγω σύσκεψη διήρκεσε μια περίπου ώρα, οπότε προφανώς δεν υπήρχε η δυνατότητα λεπτομερούς παρουσιάσεως των διαφόρων παγκοσμίων συμπράξεων, οι οποίες αφορούσαν δεκατρία βιταμινούχα προϊόντα, ήτοι δώδεκα προϊόντα της υποθέσεως Βιταμίνες, σκέψη 39 ανωτέρω, πλέον της χλωριούχου χολίνης.

102    Η αναφορά στην επικείμενη τότε σύναψη συμφωνίας ενώπιον δικαστηρίου με τις αμερικανικές αρχές δεν έχει επίσης καμία χρησιμότητα για την Επιτροπή, δεδομένου ότι η πληροφορία αυτή δεν περιλαμβάνει, αυτή καθαυτή, κανένα ουσιαστικό στοιχείο σχετικά με την ευρωπαϊκή αγορά χλωριούχου χολίνης.

103    Επομένως, ο ισχυρισμός της BASF ότι οι πληροφορίες που παρέσχε στις 17 Μαΐου 1999 έδωσαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να αποδείξει μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, μια απλή αναδρομή στο μέρος IV της Αποφάσεως με τον τίτλο «Περιγραφή των πραγματικών περιστατικών» αποδεικνύει ότι το ιστορικό (που περιλαμβάνει 25 σελίδες) περιέχει πληροφορίες κατά πολύ λεπτομερέστερες και ουσιωδέστερες από τις γενικότητες στις οποίες περιορίστηκε η BASF, τόσο κατά τη σύσκεψη της 17ης Μαΐου 1999 όσο και στην έκθεση της 15ης Ιουνίου του ίδιου έτους.

104    Η αιτίαση που στηρίζεται στην άρνηση της Επιτροπής να δεχθεί αποδείξεις με τη μορφή προφορικών μαρτυριών οι οποίες, κατά την BASF, μπορούσαν να προσκομιστούν ταχέως, πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πράγματι, ο χρόνος που παρήλθε μέχρι τη σύνταξη της εκθέσεως της 15ης Ιουνίου 1999, η οποία, κατά την BASF, ήταν μια πλήρης και λεπτομερής έκθεση, δεν επηρέασε την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη συνεργασία που προσφέρθηκε να επιδείξει η εταιρία αυτή. Πράγματι, το ως άνω κοινοτικό όργανο βεβαιώνει ότι δεν στηρίχθηκε σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο υποβληθέν από άλλη επιχείρηση, που θα σχετικοποιούσε την αξία της εν λόγω εκθέσεως. Η Επιτροπή υπογραμμίζει, χωρίς να διαψεύδεται, ότι δεν έλαβε πληροφορίες μεταξύ της συσκέψεως της 17ης Μαΐου και της διαβιβάσεως της εκθέσεως της 15ης Ιουνίου 1999.

105    Επομένως, οι ισχυρισμοί της BASF στηρίζονται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ της συσκέψεως της 17ης Μαΐου και της 15ης Ιουνίου 1999 είχε αρνητική επίπτωση επί της μειώσεως του προστίμου της. Για τους ίδιους λόγους πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι όλες οι μεταγενέστερες της συσκέψεως της 17ης Μαΐου 1999 ανακοινώσεις πρέπει να θεωρηθούν ότι διαβιβάστηκαν την ημερομηνία αυτή, διότι επιβεβαιώνουν αυτό που είχε λεχθεί σ’ αυτήν.

106    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι ναι μεν τα στοιχεία τα οποία η BASF διατείνεται ότι παρέσχε κατά τη σύσκεψη της 17ης Μαΐου 1999 παρείχαν ασφαλώς στην Επιτροπή τη δυνατότητα να απευθύνει αιτήσεις παροχής πληροφοριών ή και να διατάξει τη διεξαγωγή ελέγχων, πλην όμως το θεσμικό αυτό όργανο είχε το καθήκον να ανασυγκροτήσει και να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, λαμβανομένου υπόψη του γενικού χαρακτήρα των παρεχόμενων πληροφοριών, παρά την εκ μέρους της BASF αποδοχή της ευθύνης της (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Βιταμίνες, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 517).

107    Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με όσα αφήνει να εννοηθούν η BASF (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω), η Επιτροπή ουδέποτε έλαβε υπόψη το έγγραφο της 6ης Μαΐου ή τη σύσκεψη της 17ης Μαΐου 1999 στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 στην υπόθεση Βιταμίνες, σκέψη 39 ανωτέρω. Μια πρώτη αναφορά στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 127 της αποφάσεως 2003/2, όπου η Επιτροπή εκθέτει ότι καμία δήλωση ή έγγραφη απόδειξη δεν της είχε υποβληθεί την περίοδο εκείνη. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 743, 747, 748, 761 και 768 της αποφάσεως 2003/2 προκύπτει ότι η Επιτροπή δέχθηκε μείωση κατά 50 % του ύψους του προστίμου που θα είχε επιβληθεί διαφορετικά στην BASF αποκλειστικά βάσει των εγγράφων τα οποία η τελευταία της είχε διαβιβάσει μεταξύ 2ας Ιουνίου και 30ής Ιουλίου 1999 σχετικά με τις βιταμίνες A, E, B 2, B 5, C και D 3, το βήτα-καροτένιο και τα καροτενοειδή. Η μνεία του εγγράφου της 6ης Μαΐου 1999 στην οποία προβαίνει η αιτιολογική σκέψη 747 της αποφάσεως αυτής χρησιμεύει μόνο για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία η BASF εξέφρασε στην Επιτροπή την πρόθεσή της να συνεργαστεί στην έρευνα. Επομένως, η απόφαση 2003/2 δεν χορήγησε καμία μείωση του προστίμου στην BASF βάσει της συνεργασίας λόγω των ενεργειών της αυτών.

 Επί της ανακοινώσεως της 21ης Μαΐου 1999

108    Με την ανακοίνωση της 21ης Μαΐου 1999 η BASF διαβίβασε στην Επιτροπή την ενώπιον δικαστηρίου συμφωνία και το συνοδευτικό της υπόμνημα, που αποτελεί το κατηγορητήριο στο πλαίσιο της κινηθείσας στις Ηνωμένες Πολιτείες διαδικασίας. Όσον αφορά την αξία των στοιχείων αυτών σε σχέση με την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν τα χρησιμοποίησε ούτε αμέσως ούτε εμμέσως στην Απόφαση προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη της παραβάσεως εντός του ΕΟΧ. Επομένως, ελλείψει άλλων στοιχείων αποδεικνυόντων ότι η αποκάλυψη της ως άνω ενώπιον δκαστηρίου συμφωνίας συνέβαλε στην επιβεβαίωση της υπάρξεως παραβάσεως όσον αφορά τον ΕΟΧ, η αποκάλυψη αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T-224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-2597, σκέψη 297).

109    Επομένως, η παράλειψη αναφοράς στα έγγραφα αυτά δεν συνεπάγεται καμία παράβαση του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

 Επί της ανακοινώσεως της 23ης Ιουλίου 1999

110    Κατά την BASF, η αιτιολογική σκέψη 49 της Αποφάσεως είναι εσφαλμένη, καθόσον αναφέρει ότι οι πληροφορίες που η εταιρία αυτή διαβίβασε με την ανακοίνωση της 23ης Ιουλίου 1999 ήταν οι ίδιες με εκείνες που είχε ήδη αποστείλει στο πλαίσιο της υποθέσεως Βιταμίνες, σκέψη 39 ανωτέρω. Η BASF διατείνεται ότι προσκόμισε συμπληρωματικά έγγραφα σχετικά με τη χλωριούχο χολίνη.

111    Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι τα έγγραφα αυτά διαβιβάστηκαν σε απάντηση σε αίτημα παροχής πληροφοριών της 22ας Ιουνίου 1999 δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17. Όμως, τα έγγραφα που αποστέλλονται στην Επιτροπή σε απάντηση σε αίτημα παροχής πληροφοριών υποβάλλονται βάσει μιας υποχρεώσεως εκ του νόμου και δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, έστω και αν μπορούν να χρησιμεύσουν, σε βάρος της επιχειρήσεως που τα προσκομίζει ή σε βάρος άλλης επιχειρήσεως, για την απόδειξη της υπάρξεως ενεργειών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (απόφαση Επιτροπή κατά SGL Carbon, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψεις 41 και 50). Επομένως, το επιχείρημα της BASF πρέπει να αποριφθεί ως αβάσιμο. Για τους ίδιους λόγους, πρέπει επίσης να απορριφθεί η γενική αιτίαση κατά την οποία η Επιτροπή κακώς έδωσε, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας της ως άνω επιχειρήσεως, μεγαλύτερη σημασία στις ανακοινώσεις της BASF πριν από τις οποίες δεν είχε απευθυνθεί κάποιο αίτημα παροχής πληροφοριών (βλ. σκέψη 85 ανωτέρω).

 Επί της εκτιμήσεως της εκθέσεως της 15ης Ιουνίου και της ανακοινώσεως της 23ης Ιουνίου 1999 με γνώμονα το αίτημα παροχής πληροφοριών της 26ης Μαΐου 1999

112    Όπως σημειώθηκε στη σκέψη 21 ανωτέρω, η Επιτροπή θεώρησε, με την αιτιολογική σκέψη 221 της Αποφάσεως, ότι, παρά το γεγονός ότι η BASF προσκόμισε την έκθεση της 15ης Ιουνίου και την ανακοίνωση της 23ης Ιουνίου 1999 σε απάντηση στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 26ης Μαΐου 1999, τα σχετικά έγγραφα έπρεπε να ληφθούν υπόψη ως εκούσια ανακοίνωση αποδείξεων. Επομένως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η BASF, η Επιτροπή δεν αγνόησε τον εκούσιο χαρακτήρα της διαβιβάσεως των στοιχείων αυτών.

 Επί της ανακοινώσεως της 16ης Ιουλίου 1999

113    Κατά την αιτιολογική σκέψη 223 της Αποφάσεως, η ανακοίνωση της 16ης Ιουλίου 1999 δεν περιελάμβανε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς επιβεβαίωση της διαπράξεως της παραβάσεως. Η ανάγνωση του εγγράφου αυτού επιρρωννύει την εκτίμηση αυτή. Οι δύο συναπτόμενοι πίνακες οι οποίοι, προφανώς, αφορούν τη χλωριούχο χολίνη (με τίτλο «Premixes and Blends») απλώς εκθέτουν στοιχεία περί της αξίας και του όγκου της παραγωγής και των πωλήσεων της BASF εντός του ΕΟΧ από το 1994 έως το 1998. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν η ανακοίνωση αυτή αποτελούσε απάντηση σε ένα αίτημα παροχής πληροφοριών της 22ας Ιουνίου 1999, η εν λόγω ανακοίνωση δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

 Η συνολική εκτίμηση της μειώσεως που χορηγήθηκε στην BASF

114    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς βασίστηκε αποκλειστικά στην έκθεση της 15ης Ιουνίου και στην ανακοίνωση της 23ης Ιουνίου 1999 προκειμένου να εκτιμήσει την έκταση της συνεργασίας της BASF και τη μείωση του βασικού ποσού του προστίμου την οποία έπρεπε να δεχθεί βάσει του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Η BASF αναγνωρίζει εξάλλου ότι δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν υπέρ αυτής τα τμήματα Β ή Γ της εν λόγω ανακοινώσεως.

115    Η έκθεση της 15ης Ιουνίου 1999 περιγράφει, στις τρεις σελίδες τις οποίες περιλαμβάνει το τμήμα G, ορισμένες συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της παγκόσμιας συμπράξεως, χωρίς όμως να εκθέτει το παραμικρό στοιχείο σχετικά με τα ζητήματα που συζητήθηκαν κατά τις συσκέψεις αυτές. Οι δύο πρώτες συσκέψεις περί των οποίων κάνει λόγο η BASF (την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1992 στο Μεξικό) αποδείχθηκε ότι δεν ασκούν επιρροή επί της παρούσας διαδικασίας, διότι η Επιτροπή αναγνώρισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 136 και 163 της Αποφάσεως, ότι δεν υπήρξε κάποια συμφωνία κατόπιν των συσκέψεων αυτών και προσδιόρισε την έναρξη της παραβάσεως στις 13 Οκτωβρίου 1992 (τρίτη σύσκεψη στο Μεξικό).

116    Επιπλέον, έχει σημασία να υπομνησθεί ότι η BASF δεν αποκάλυψε πληροφορίες όσον αφορά την ύπαρξη των ευρωπαϊκών συμφωνιών, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα επιζήμιες για την αγορά του ΕΟΧ. Ακόμα και με την ανακοίνωσή της της 4ης Νοεμβρίου 2002 η BASF δεν κάνει λόγο παρά μόνο για δύο συσκέψεις που ενδεχομένως να είχαν σημασία, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο μια «συζήτηση περί της ευρωπαϊκής αγοράς χλωριούχου χολίνης» (Φεβρουάριος του 1995, με την UCB και την Akzo Nobel), και για μιαν άλλη «σχετικά με την αγορά χλωριούχου χολίνης» (Ιούλιος του 1995, χωρίς ένδειξη των συμμετεχόντων). Μόνον αφού έλαβε την ανακοίνωση αιτιάσεων η BASF παραδέχθηκε την ύπαρξη συμπράξεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, οι επίμαχες πληροφορίες ήταν, τουλάχιστον, ατελείς, καθόσον δεν παρέθεταν ένα πολύ σημαντικό μέρος των συμπράξεων.

117    Η ανακοίνωση της 23ης Ιουνίου 1999 περιλαμβάνει πέντε έγγραφα, που διανεμήθηκαν κατά τη σύσκεψη του Ludwigshafen, τα οποία αφορούν το παραγωγικό δυναμικό των παραγωγών και των μεταποιητών το 1992, καθώς και τις διεθνείς εξαγωγές του έτους αυτού. Κατά τα λοιπά, η εν λόγω ανακοίνωση περιλαμβάνει έγγραφα περιορισμένου ενδιαφέροντος, τα οποία εξάλλου δεν χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην Απόφαση.

118    Όμως, τα επίμαχα στοιχεία, μολονότι επιβεβαιώνουν τη διαπραχθείσα παράβαση, λόγος για τον οποίο αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, είναι αμελητέας σημασίας, αν ληφθούν υπόψη η έκταση και ο λεπτομερής χαρακτήρας των στοιχείων τα οποία εξέθεσε η Επιτροπή στο τμήμα 1.4 της ανακοινώσεως αιτιάσεων και, στη συνέχεια, στις αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 121 της Αποφάσεως προκειμένου να περιγράψει τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

119    Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα της BASF που στηρίζεται σε καθυστέρηση της Επιτροπής όσον αφορά την αποστολή των πρώτων αιτημάτων παροχής πληροφοριών, προκειμένου να σχετικοποιήσει την αξία των στοιχείων που παρέσχε η Bioproducts στις 7 Μαΐου 1999, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης αξίας τους, τα στοιχεία που παρέσχε η BASF δεν είναι συγκρίσιμα με εκείνα που παρέσχαν η Bioproducts ή η Chinook. Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η αξία των τελευταίων αυτών στοιχείων δεν ήταν αυτή που ισχυρίστηκε η Επιτροπή, τούτο ουδόλως επηρεάζει την εκτίμηση της συνεργασίας της BASF.

120    Επομένως, η Επιτροπή, χωρίς να διαπράξει κάποιο σφάλμα, εξετίμησε την αξία της συνεργασίας της BASF και της χορήγησε μείωση 20 % του προστίμου που θα της είχε επιβληθεί διαφορετικά. Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί. Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι η εκτίμηση αυτή δεν επηρεάζει τις συνέπειες που μπορεί να έχει επί της μειώσεως αυτής η εκτίμηση του Πρωτοδικείου σχετικά με τον πέμπτο λόγο (βλ. σκέψεις 212 έως 223 κατωτέρω).

5.     Επί του τετάρτου λόγου που προβάλλει η BASF, που στηρίζεται σε ανεπαρκή μείωση του προστίμου ανεξάρτητα από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996

 Επιχειρήματα των διαδίκων

121    Ανεξάρτητα από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, η BASF θεωρεί ότι άξιζε μια μεγαλύτερη μείωση για τους ακόλουθους λόγους:

–        προσφέρθηκε να συνεργαστεί σε ένα πολύ αρχικό στάδιο (στις 6 Μαΐου 1999)·

–        έπαυσε να μετέχει στη σύμπραξη πριν από την ημερομηνία αυτή·

–        παρέσχε λεπτομερείς πληροφορίες κατά τη διάρκεια της συσκέψεως της 17ης Μαΐου 1999 και, στη συνέχεια, εγγράφως, αποστέλλοντας συμπληρωματικές πληροφορίες που δεν της είχαν ζητηθεί·

–        απέστειλε στην Επιτροπή την ενώπιον δικαστηρίου συμφωνία την οποία συνήψε με τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, που αφορούσε επίσης τη χλωριούχο χολίνη·

–        απέλυσε αμέσως όλα τα υπεύθυνα για τη σύμπραξη στελέχη και εφάρμοσε ένα πρόγραμμα συμμορφώσεώς της προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

122    Λάμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ίδια ήταν, κατά την αιτιολογική σκέψη 221 της Αποφάσεως, ο πρώτος από τους τρεις ευρωπαίους παραγωγούς που ανακοίνωσαν εκουσίως αποδείξεις σχετικά με την παράβαση και λαμβανομένων υπόψη των μειώσεων που είχαν χορηγηθεί σε άλλους ευρωπαίους παραγωγούς, η BASF ζητεί από το Πρωτοδικείο να ασκήσει την εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας που έχει για να μειώσει το επιβληθέν πρόστιμο.

123    Η BASF υπογραμμίζει επίσης ότι κάθε επιχειρηματολογία σχετικά με την αξία των στοιχείων που παρέσχε στο πλαίσιο της συνεργασίας της έπρεπε να περιλαμβάνεται στην Απόφαση, καθόσον η Επιτροπή δεν μπορούσε να προσθέσει συμπληρωματικές διευκρινίσεις σε περίπτωση ελλείψεως αιτιολογήσεως.

124    Η BASF αρνείται τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι τα κρίσιμα έγγραφα προσκομίστηκαν μετά την περάτωση των ομαδικών αγωγών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συγκεκριμένα, το τελευταίο υπόμνημα που κατέθεσε η BASF έχει ημερομηνία 23 Ιουλίου 1999 (βλ. σκέψη 110 ανωτέρω), ήτοι τρεις και πλέον μήνες πριν από την περάτωση της πρώτης ομαδικής αγωγής.

125    Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του λόγου αυτού και εκείνα των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη του προηγουμένου λόγου αλληλοεπικαλύπτονται. Θεωρεί ότι το γεγονός ότι η BASF έπαυσε τη συμμετοχή της στη σύμπραξη πριν προσφέρει τη συνεργασία της δεν αποτελεί ελαφρυντική περίσταση ούτε στοιχείο που να δηλώνει τη συνεργασία της. Εξάλλου, η μεταγενέστερη εφαρμογή ενός προγράμματος συμμορφώσεώς της είναι άνευ σημασίας σε σχέση με την αξία της συνεργασίας της BASF. Επομένως, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι επίσης αβάσιμα.

126    Όσον αφορά το αίτημα της BASF σχετικά με την άσκηση της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η ως άνω προσφεύγουσα δεν αφορούσαν την ευρωπαϊκή πτυχή της συμπράξεως. Υπενθυμίζει τους ισχυρισμούς της σχετικά με την αξία των στοιχείων αυτών και υπογραμμίζει τη σημασία των πληροφοριών που παρέσχαν η UCB και η Akzo Nobel σχετικά με την ευρωπαϊκή πτυχή της συμπράξεως. Η συμπεριφορά της BASF ήταν δόλια, λόγω του ότι επιχείρησε να παραπλανήσει την Επιτροπή όσον αφορά τη σημασία της συσκέψεως που πραγματοποιήθηκε στο Μεξικό τον Οκτώβριο του 1992 και την ύπαρξη του ευρωπαϊκού επιπέδου της συμπράξεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

127    Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πρώτη, την τρίτη και την τέταρτη περίπτωση της σκέψεως 121 ανωτέρω εξετάστηκαν ήδη στο πλαίσιο του προηγουμένου λόγου. Λάμβανομένης υπόψη της σχετικής αναλύσεως, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι κανένας λόγος δεν δικαιολογεί μια συμπληρωματική μείωση πέραν του 20 % που δέχθηκε η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του σημείου 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, δεδομένου, ιδίως, του γεγονότος ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η BASF στην Επιτροπή ήταν, τουλάχιστον, ελλιπείς (βλ. σκέψη 116 ανωτέρω).

128    Το γεγονός ότι η BASF εκουσίως έπαυσε την παράβαση πριν από την κίνηση της έρευνας της Επιτροπής συνεκτιμήθηκε επαρκώς με τον υπολογισμό της διάρκειας της παραβατικής περιόδου που ελήφθη υπόψη σε βάρος της, οπότε η εταιρία αυτή δεν μπορεί να επικαλείται το σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T-236/01, T-239/01, T-244/01 έως T-246/01, T-251/01 και T-252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-1181, σκέψη 341, και της 8ης Ιουλίου 2004, T-50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-2395, σκέψεις 328 έως 332). Πράγματι, η παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν μπορεί λογικά να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, παρά μόνον αν υπάρχουν λόγοι να υποτεθεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παροτρύνθηκαν να σταματήσουν τις θίγουσες τον ανταγωνισμό πράξεις τους από τις εν λόγω ενέργειες, ενώ η περίπτωση κατά την οποία η παράβαση είχε παύσει πριν από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν καλύπτεται από τη διάταξη αυτή των κατευθυντήριων γραμμών (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C-407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. Ι-829, σκέψη 158).

129    Όσον αφορά την απόλυση των στελεχών που είχαν αποφασιστικής σημασίας ανάμιξη στην παράβαση, το Πρωτοδικείο δεν θεωρεί ότι αυτό αποτελεί ενέργεια που να δικαιολογεί μείωση του επιβληθέντος προστίμου. Πράγματι, πρόκειται για ένα μέτρο με σκοπό την εκ μέρους των υπαλλήλων της τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί υποχρέωση της επιχειρήσεως και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντική περίσταση.

130    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η BASF ήταν ο πρώτος ευρωπαίος παραγωγός που παρέσχε αποδείξεις στην Επιτροπή, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαπίστωση αυτή δεν επηρεάζει τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις. Πράγματι, οι πληροφορίες που παρέσχε εκουσίως η BASF επί της παγκόσμιας συμπράξεως είχαν περιορισμένη σημασία και χρησιμότητα, ενώ η εταιρία αυτή δεν διαβίβασε καμία ουσιαστική πληροφορία επί της ευρωπαϊκής συμπράξεως, την έκταση της οποίας κατήγγειλαν η UCB και η Akzo Nobel. Επομένως, το γεγονός ότι η BASF ήταν ο πρώτος ευρωπαίος παραγωγός που συνεργάστηκε δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του προστίμου.

131    Επομένως, ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

6.     Επί του λόγου που προβάλλουν η BASF και η UCB, που στηρίζεται σε νομική πλάνη κατά τον χαρακτηρισμό των διεθνών και ευρωπαϊκών συμφωνιών ως μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

132    Η BASF αναπτύσσει την επιχειρηματολογία της σε δύο σκέλη, που στηρίζονται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και σε νομική πλάνη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της συμπράξεως ως ενιαίας και διαρκούς.

133    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, η Επιτροπή δεν ανέφερε με την ανακοίνωση αιτιάσεων ότι η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή σύμπραξη αποτελούσαν μια ενιαία παράβαση για την αγορά του ΕΟΧ. Δεδομένου ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων έκανε λόγο για μια συμφωνία περί κατανομής της παγκόσμιας αγοράς, συμφωνία της οποίας τα ειδικότερα στοιχεία σχετικά με την Ευρώπη αποτελούσαν «επιμέρους συμφωνίες», η BASF δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει σχόλια επί του ουσιωδώς διαφορετικού χαρακτηρισμού τον οποίο περιελάμβανε η Απόφαση, κατά τον οποίο το στοιχείο που αποδείκνυε τον ενιαίο χαρακτήρα της παραβάσεως έγκειται στον μοναδικό και αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό. Η διαφορά αυτή μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της Αποφάσεως συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, διότι η BASF θα είχε αντικρούσει την ως άνω εσφαλμένη νομική περιγραφή των πραγματικών περιστατικών αν αυτή είχε περιληφθεί στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

134    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, ο χαρακτηρισμός της συμπράξεως ως ενιαίας παραβάσεως είναι εσφαλμένος διότι οι μετέχοντες στις δύο συμπράξεις ήταν διαφορετικοί. Εξάλλου, ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις της Αποφάσεως δέχονται ότι επρόκειτο για δύο διαφορετικές παραβάσεις. Οι όροι «να νοθεύσει τους συνήθεις όρους του ανταγωνισμού» που χρησιμοποιούνται στην αιτιολογική σκέψη 150 της Αποφάσεως προς περιγραφή του σκοπού της συμπράξεως δεν είναι επαρκώς ειδικοί για να δικαιολογήσουν τον ενιαίο χαρακτήρα της παραβάσεως. Επιπλέον, η παγκόσμια σύμπραξη είχε ως σκοπό την κατανομή της αγοράς σε συνολικό επίπεδο, ενώ η ευρωπαϊκή σύμπραξη αποσκοπούσε ιδίως στον καθορισμό των τιμών και σε κατανομή των πελατών εντός του ΕΟΧ, που είναι σκοπός διαφορετικής φύσεως. Ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι ο μόνος σκοπός των παράνομων ενεργειών ήταν η αύξηση των τιμών, ενώ όλοι οι άλλοι σκοποί θεωρούνταν ως δευτερεύοντες, δεν εκφράζει τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην Απόφαση. Εξάλλου, η διάρκεια των δύο παραβάσεων ήταν διαφορετική και υπήρξε διακοπή μεταξύ τους, δεδομένου ότι η παγκόσμια συμφωνία περί των τιμών ίσχυσε από τον Ιανουάριο του 1993 μέχρι τον Ιανουάριο του 1994, ενώ η ευρωπαϊκή σύμπραξη διήρκεσε από τον Μάρτιο του 1994 μέχρι τον Οκτώβριο του 1998. Η ευρωπαϊκή σύμπραξη δεν ενδιέφερε τους βορειοαμερικανούς παραγωγούς, δεδομένου ότι υποχρεούνταν να παραμείνουν εκτός της ευρωπαϊκής αγοράς και ότι οι εξαγωγές προς τη Βόρεια Αμερική ήταν αμελητέες. Η ως άνω στάθμιση των συμφερόντων δεν μεταβλήθηκε μετά τη λήξη της συνολικής συμπράξεως.

135    Η BASF ουδέποτε δέχθηκε τον χαρακτηρισμό της συμπράξεως ως ενιαίας παραβάσεως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζονται στην αιτιολογική σκέψη 149 της Αποφάσεως. Η θέση της Επιτροπής είναι αντίθετη προς την προγενέστερη πρακτική της στο πλαίσιο λήψεως τέτοιων αποφάσεων, κατά την οποία συμπράξεις σε διαφορετικά γεωγραφικά επίπεδα που συνδέονται όμως στενά μεταξύ τους θεωρούνταν ως χωριστές παραβάσεις, αλλά και προς την άποψη την οποία υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο της προσφυγής που είχε ασκηθεί κατά της αποφάσεως 2003/2. Από τις προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής προκύπτει ότι συμπράξεις σε διαφορετικά γεωγραφικά επίπεδα μπορούν να αποτελούν μια ενιαία παράβαση όταν οι συναπτόμενες σε ένα επίπεδο συμφωνίες αφορούν την εφαρμογή, την ενίσχυση ή την οργάνωση των σκοπών που έχουν συμφωνηθεί σε άλλο επίπεδο, χωρίς να απαιτείται να συνεχίζει να ισχύει η μία έναντι της άλλης. Η Επιτροπή δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί οι ευρωπαίοι παραγωγοί όφειλαν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τη συνολική σύμπραξη μετά τη λήξη της. Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαίοι παραγωγοί διέπραξαν μια νέα παράβαση συμπράττοντες σε μια ευρωπαϊκή σύμπραξη που έλαβε μορφή μετά την παγκόσμια σύμπραξη και ήταν εντελώς διαφορετική.

136    Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει καμία κύρωση στην BASF για την παγκόσμια σύμπραξη λάμβανομένης υπόψη της παραγραφής της δυνάμει του κανονισμού 2988/74.

137    Κατά τη UCB, τα δύο επίπεδα της συμπράξεως που φέρονται ως μια ενιαία παράβαση ουδόλως συνδέονται στενά μεταξύ τους. Η παγκόσμια σύμπραξη διοργανώθηκε από τους διεθνείς παραγωγούς χλωριούχου χολίνης, δηλαδή τους βορειοαμερικανούς και τους ευρωπαίους παραγωγούς, και είχε ως σκοπό την κατανομή των μεγάλων παγκόσμιων αγορών, ειδικότερα μέσω μιας συμφωνίας δυνάμει της οποίας οι ευρωπαίοι παραγωγοί δεν θα εξήγαν πλέον στη Βόρεια Αμερική και οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί δεν θα εξήγαν πλέον στην Ευρώπη. Η αύξηση των τιμών και ο έλεγχος των μεταποιητών αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση της σταθερότητας της εν λόγω κατανομής των παγκόσμιων αγορών. Εντούτοις, ποτέ δεν υπήρξε περίπτωση κατανομής πελατών και εθνικών αγορών εντός του ΕΟΧ ούτε συμπράξεως επί των τιμών στην Ευρώπη, όπως το αποδεικνύει η δήλωση την οποία η αιτιολογική σκέψη 85 της Αποφάσεως αποδίδει σε εκπρόσωπο της εταιρίας DuCoa. Δεδομένου ότι οι συμφωνίες αυτές δεν ευδοκίμησαν, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η UCB, έπαψαν τις σχετικές ενέργειες τον Απρίλιο του 1994.

138    Αντιθέτως, οι επαφές μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών είχαν αρχίσει τον Μάρτιο του 1994, ήτοι δύο σχεδόν έτη μετά τη σύσκεψη του Ludwigshafen (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), και συνεχίστηκαν μέχρι το 1998, ήτοι τέσσερα και πλέον έτη μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Το αντικείμενο των συμφωνιών μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών δεν ήταν ο έλεγχος της παγκόσμιας αγοράς, αλλά αποκλειστικά εκείνος της αγοράς του ΕΟΧ με τη μορφή μιας κατανομής των εθνικών αγορών και των πελατών. Επομένως, πρόκειται για δύο θεμελιωδώς διαφορετικές απόπειρες, που διοργανώθηκαν σε διαφορετική χρονική περίοδο από διαφορετικούς συμμετέχοντες με προδήλως διαφορετικούς σκοπούς. Απλώς και μόνον το γεγονός ότι δύο πρακτικές έχουν ως συνέπεια τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι αυτές συνιστούν μια ενιαία παράβαση. Αν γίνει δεκτό ότι ένας κοινός σκοπός που προσδιορίζεται τόσο αόριστα μπορεί να αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, τότε θα επιτρέπεται αυτομάτως να χαρακτηρίζονται ως ενιαίες και συνεχείς παραβάσεις πολλές παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, ανεξάρτητα από τον τομέα. Η UCB υπογραμμίζει ότι, δεδομένου ότι οι δύο συμπράξεις αφορούσαν τον ίδιο τομέα, οι χρησιμοποιούμενες πρακτικές είχαν αναπόφευκτα ομοιότητες μεταξύ τους. Όμως, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αρκεί για να αποδειχθεί μια στενή σχέση μεταξύ των δύο συμπράξεων, καθόσον οι πρακτικές αυτές είχαν διαφορετικό αντικείμενο και διαφορετικό οικονομικό σκοπό.

139    Ο χαρακτηρισμός των δύο συμπράξεων ως μιας ενιαίας παραβάσεως είχε ως σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λάβει υπόψη την παγκόσμια σύμπραξη αποφεύγοντας τους κανόνες της παραγραφής. Όμως, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και των υποθέσεων στις οποίες η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως καλύπτει μια δυσχέρεια να αποδειχθεί ότι όλα τα μέλη μιας συμπράξεως μετείχαν σε όλες τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες με τις οποίες επιδιωκόταν ο ίδιος σκοπός και οι οποίες εντάσσονταν στην ίδια οικονομική συγκυρία. Αντιθέτως, η υπό κρίση υπόθεση είναι ανάλογη προς την υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T-67/00, T-68/00, T-71/00 και T-78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II-2501, σκέψη 22), στην οποία η Επιτροπή διέκρινε μια παγκόσμια παράβαση και μια ευρωπαϊκή παράβαση, παρά το γεγονός ότι θεώρησε τη δεύτερη ως μέσο εφαρμογής της πρώτης. Επιπλέον, πρέπει να διακριθεί η υπό κρίση υπόθεση από εκείνες στις οποίες η νομολογία έχει εξετάσει αν διαφορετικές μορφές συμπεριφοράς (συμφωνίες, εναρμονισμένες πρακτικές) μπορούσαν να χαρακτηριστούν, στο σύνολό τους, ως μια ενιαία παράβαση. Κατά την UCB, πρέπει ακόμη να γίνει διάκριση μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και εκείνων στις οποίες η λειτουργία και η εφαρμογή των συμφωνιών παρέμειναν παρέμειναν αμετάβλητες καθ’ όλη τη διάρκεια της συμπράξεως.

140    Επομένως, η ευρωπαϊκή σύμπραξη δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως η εντός του ΕΟΧ συνέχιση των συμφωνιών που είχαν συναφθεί αρχικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένα τέτοιο συμπέρασμα αποκλείεται απλώς και μόνον λόγω του γεγονότος ότι ουδέποτε οι μετέχοντες στις παγκόσμιες συσκέψεις έκαναν λόγο για το ζήτημα της κατανομής των εθνικών αγορών εντός του ΕΟΧ, αλλ’ ούτε και οι Ευρωπαίοι παραγωγοί πριν από το 1994. Η Επιτροπή δεν προσκόμισε καμία απόδειξη ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός αυτό.

141    Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η ευρωπαϊκή σύμπραξη δεν θα ήταν δυνατή αν τα μέρη δεν είχαν συνεχίσει να εφαρμόζουν τις παγκόσμιες συμφωνίες καθ’ όλη τη διάρκεια των ευρωπαϊκών συμφωνιών αντιφάσκει προς την Απόφαση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέθεσε με αυτήν ότι η παγκόσμια σύμπραξη έληξε τον Απρίλιο του 1994 κατόπιν της συσκέψεως του Johor Bahru (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω) και ότι δεν είχε αποδείξεις περί συνακόλουθων παρανόμων ενεργειών εκ μέρους των βορειοαμερικανών παραγωγών. Αφού η σύμπραξη σε παγκόσμιο επίπεδο δεν συνεχίστηκε μετά το 1994, κλονίζεται όλη η συλλογιστική της Επιτροπής. Συνεπώς, δεδομένου ότι οι δύο συμπράξεις δεν ήταν ταυτόχρονες, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να ισχυρίζεται ότι τα δύο επίπεδα των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών ήταν απαραίτητα το ένα για το άλλο.

142    Η Επιτροπή απορρίπτει τους ισχυρισμούς της BASF και υπογραμμίζει ότι ουδέποτε θεώρησε ότι οι ενέργειες των βορειοαμερικανών και των ευρωπαίων παραγωγών πριν από το 1994 και οι ενέργειες των ευρωπαίων παραγωγών μετά το 1994 ήταν δύο διαφορετικές συμπράξεις. Κατά τα λοιπά, ουδόλως διέκρινε, με την Απόφαση, μεταξύ συμπράξεως σε παγκόσμιο επίπεδο και συμπράξεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αντιθέτως, εξήγησε, με την αιτιολογική σκέψη 64 της Αποφάσεως, ότι η ενιαία σύμπραξη λειτούργησε σε δύο διαφορετικά αλλά στενά συνδεόμενα μεταξύ τους επίπεδα, σε παγκόσμιο και σε ευρωπαϊκό, άποψη η οποία εκφράζεται εξάλλου σε πολλές άλλες αιτιολογικές σκέψεις. Επομένως, είναι εσφαλμένο να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι οι αθέμιτες ενέργειες συνιστούσαν μια ενιαία παράβαση με μόνο σκοπό τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου και την καταστρατήγηση της παραγραφής.

143    Όσον αφορά την αντιστοιχία μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της Αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν διαπιστώνεται συναφώς καμία διαφορά. Συγκεκριμένα, οι αρχές της νομολογίας σχετικά με την έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως αναλύθηκαν στα σημεία 164 έως 166 της ανακοινώσεως αιτιάσεων και ανακεφαλαιώθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 145 έως 148 της Αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, το σημείο 168 της ανακοινώσεως αιτιάσεων κάνει λόγο για έναν κοινό σκοπό που συνίσταται στην εξάλειψη του ανταγωνισμού στην αγορά της χλωριούχου χολίνης, σε έναν ταυτόσημο σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και σε έναν ενιαίο οικονομικό σκοπό, ήτοι τη νόθευση της κανονικής εξελίξεως των τιμών στην παγκόσμια αγορά της χλωριούχου χολίνης. Οι ίδιοι αυτοί λόγοι οδήγησαν την Επιτροπή να συναγάγει, με την Απόφαση, ότι επρόκειτο για μια ενιαία και διαρκή παράβαση. Ο περιορισμός της αρμοδιότητας της Επιτροπής στις παραβάσεις που έχουν αποτελέσματα εντός του ΕΟΧ ήταν ο λόγος που την οδήγησε να εστιάσει την προσοχή της στη σχετική γεωγραφική περιοχή στην αιτιολογική σκέψη 150 της Αποφάσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή περιέλαβε στην ανακοίνωση αιτιάσεων όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή της εννοίας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως εν προκειμένω, τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της παραβάσεως, προκειμένου να σεβαστεί πλήρως τα δικαιώματα άμυνας της BASF.

144    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της Αποφάσεως, η πρώτη περιλαμβάνει τα απαιτούμενα πληροφοριακά στοιχεία ώστε να παράσχει στην BASF την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή της επί του συμπεράσματος σχετικά με την ενιαία και διαρκή παράβαση, κατά τρόπον ώστε να σεβαστεί τα δικαιώματα άμυνας της εταιρίας αυτής.

145    Σχετικά με τη φερόμενη ως εσφαλμένη εφαρμογή της εννοίας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα που στηρίζεται σε διαφορά των μετεχόντων στις δύο συμπράξεις (βλ. σκέψη 134 ανωτέρω). Πρώτον, η Επιτροπή ουδέποτε έκανε λόγο για «δύο συμπράξεις» και, δεύτερον, τρεις τουλάχιστον επιχειρήσεις (η BASF, η UCB και η Akzo Nobel) μεταξύ των εμπλεκομένων στην παράβαση ήταν οι ίδιες. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διέθετε στοιχεία για να αποδείξει ότι η Bioproducts, η Chinook και η DuCoa είχαν συνεχίσει τη συμμετοχή τους στην παράβαση μετά τις 20 Απριλίου 1994 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω) δεν σημαίνει ότι οι αθέμιτες ενέργειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατέστησαν μια διαφορετική παράβαση από την ημερομηνία αυτή.

146    Επιπλέον, είναι επίπλαστη και μη ρεαλιστική η άποψη ότι δημιουργείται μια νέα διαφορετική σύμπραξη, στην οποία εμπλέκονται οι λοιπές επιχειρήσεις, κάθε φορά που μια επιχείρηση προστίθεται σε σύμπραξη ή αποχωρεί από αυτήν. Τούτο ισχύει ειδικότερα όταν η σύμπραξη συνίσταται σε ενέργειες εκ μέρους ενός «σκληρού πυρήνα επιχειρήσεων» που αφορούν την ίδια αγορά προϊόντων, επιδιώκουν κατ’ ουσίαν τον ίδιο οικονομικό σκοπό, έχουν τον ίδιο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα και συνεχίστηκαν επί μακρόν. Το γεγονός ότι οι ευρωπαίοι παραγωγοί προσάρμοσαν ή και κατέστησαν εντονότερες τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητές τους μετά την αποχώρηση των βορειοαμερικανών παραγωγών δεν αλλοιώνει τη διαρκή φύση της συμπράξεως ούτε τον κύριο σκοπό της, η επίτευξη του οποίου εξακολουθούσε να εξαρτάται από τον ασκούμενο επί των μεταποιητών έλεγχο και από την κατανομή των αγορών. Εξάλλου, οι ενέργειες των μετεχόντων στη σύμπραξη σε παγκόσμιο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι της ίδιας φύσεως (κατανομή των πελατών και των αγορών, έλεγχος των μεταποιητών, ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών και καθορισμός των τιμών) και είχε έναν ενιαίο σκοπό, ήτοι να νοθεύσει τους συνήθεις όρους του ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ για την χλωριούχο χολίνη προκειμένου να διατηρήσει την τιμή της σε τεχνητά υψηλό επίπεδο.

147    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε κανένα σφάλμα ούτε αντιφάσκει προς την άποψή της στην υπόθεση Βιταμίνες, σκέψη 39 ανωτέρω, εκτιμώντας ότι οι ενέργειες των ευρωπαίων παραγωγών από το 1994 αποτελούσαν απλώς τη συνέχιση προηγουμένων συμφωνιών με τους βορειοαμερικανούς παραγωγούς. Πράγματι, κατά την Επιτροπή, οι τελευταίοι είχαν ένα όλως ιδιαίτερο συμφέρον, αφενός, ώστε οι τιμές στην Ευρώπη να είναι υψηλές προκειμένου να διατηρήσουν ένα υψηλό επίπεδο τιμών στις περιοχές στις οποίες ασκούσαν τις δραστηριότητές τους και, αφετέρου, ώστε να ελέγχουν τους ευρωπαίους μεταποιητές για να τους εμποδίζουν να πραγματοποιούν εξαγωγές σε χαμηλές τιμές προς τις άλλες αγορές. Συνεπώς, η αποχώρηση των παραγωγών αυτών από την ευρωπαϊκή αγορά δεν δηλώνει έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους τους για την εν λόγω αγορά. Αν γίνει δεκτό, όπως αφήνει να υποτεθεί η BASF, ότι οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί δεν είχαν τα ίδια συμφέροντα ούτε τους ίδιους σκοπούς με τους ευρωπαίους παραγωγούς, θα είναι αδύνατο να εξηγηθεί η λειτουργία της συμπράξεως σε παγκόσμιο επίπεδο.

148    Η Επιτροπή εκφράζει επίσης την έκπληξή της επειδή η BASF αμφισβητεί τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα της συμπράξεως, δεδομένου ότι δεν τον είχε αμφισβητήσει με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

149    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν υπήρξε διακοπή μεταξύ των δύο επιπέδων της συμπράξεως, δεδομένου ότι τα κατώτατα όρια τιμών και ο έλεγχος των μεταποιητών ήταν το αντικείμενο της συσκέψεως του Johor Bahru τον Απρίλιο του 1994 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω) και ότι η σύμπραξη εφαρμόστηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο τον Μάρτιο του 1994.

150    Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης το βάσιμο των επιχειρημάτων της UCB. Υπογραμμίζει ότι, κατά τη νομολογία, το ουσιώδες στοιχείο για τον προσδιορισμό του αν μια παράβαση είναι ενιαία και διαρκής ή αν υφίστανται πολλές διαφορετικές παραβάσεις είναι ο ενιαίος σκοπός, δηλαδή, εν προκειμένω, η προσβολή του ανταγωνισμού στον τομέα της χλωριούχου χολίνης στην αγορά του ΕΟΧ (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C-49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I-4125, σκέψη 113· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T-9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1487, σκέψη 186, και T-21/99, Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1681, σκέψη 67). Η προσβολή αυτή εκδηλώθηκε, σε ένα πρώτο στάδιο, με την απομάκρυνση των βορειοαμερικανών παραγωγών από την αγορά του ΕΟΧ και, σε ένα δεύτερο στάδιο, με την κατανομή αυτής της γεωγραφικής αγοράς. Η δέσμη στοιχείων στην οποία η Επιτροπή στήριξε την εκτίμηση της αποτελείται από τη συμμετοχή των ίδιων επιχειρήσεων σε μια σύμπραξη υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, από τη χρονική συνέχεια των σχετικών δραστηριοτήτων, από την ταυτότητα ενεργειών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.

151    Οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η λογική συνέπεια της αποσύρσεώς τους από την αγορά του ΕΟΧ ήταν η κατανομή της αγοράς αυτής μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών. Πράγματι, η κατανομή σε παγκόσμιο επίπεδο δεν θα είχε κανένα νόημα αν δεν ακολουθείτο από μια κατανομή σε κοινοτικό επίπεδο, η οποία, με τη σειρά της, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς προηγούμενη συμφωνία σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον του ότι οι παραβάσεις σε παγκόσμιο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο που συνιστούν την ενιαία παράβαση είχαν τον ίδιο σκοπό, μετείχαν σ’ αυτές επίσης οι ίδιες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια μιας συνεχούς περιόδου με ταυτόσημες πρακτικές. Κατά την Επιτροπή, η μη συμμετοχή των βορειοαμερικανών παραγωγών στο ευρωπαϊκό επίπεδο της συμπράξεως δεν μεταβάλλει ούτε τον σκοπό ούτε τη φύση της ως συνεχούς παραβάσεως, δεδομένου, ιδίως, ότι η απομάκρυνσή τους από την αγορά του ΕΟΧ νόθευε τον ανταγωνισμό στην αγορά αυτή.

152    Όσον αφορά την τελευταία αυτή διαπίστωση, η Επιτροπή αμφισβητεί τον ισχυρισμό της UCB ότι δεν υπήρχε συμφωνία σε παγκόσμιο επίπεδο επί των τιμών εντός του ΕΟΧ. Η δήλωση του εκπροσώπου της DuCoa που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 85 της Αποφάσεως (βλ. σκέψη 137 ανωτέρω) αφορά αποκλειστικά μια σύσκεψη του Ιανουαρίου του 1993. Πράγματι, η συμφωνία του Ludwigshafen αφορούσε επίσης τις τιμές στην Ευρώπη, όπως εκθέτει η αιτιολογική σκέψη 77 της Αποφάσεως.

153    Εξάλλου, οι συναφθείσες συμφωνίες στο παγκόσμιο επίπεδο της συμπράξεως ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία της σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διότι για να μπορέσει να διαμοιραστεί η ευρωπαϊκή αγορά μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών, με διατήρηση υψηλών τιμών, έπρεπε οι παραγωγοί αυτοί να είναι βέβαιοι ότι δεν θα αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των βορειοαμερικανών παραγωγών. Η διαφορά των γεωγραφικών αγορών, την κατανομή των οποίων αφορούσε κάθε επίπεδο της συμπράξεως, δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο, δεδομένου ότι η κατανομή αυτή παρείχε τη δυνατότητα τεχνητής αυξήσεως των περιθωρίων κέρδους από την εμπορία χλωριούχου χολίνης, που είναι ο μόνος σκοπός της συμπράξεως. Με τη θεωρία της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως επιδιώχθηκε να αποφευχθεί ο πλασματικός χωρισμός μιας θεμελιωδώς ενιαίας καταστάσεως, δηλαδή ενός συνόλου πράξεων που έχουν τον ίδιο σκοπό. Εν προκειμένω, χωρίς κατανομή της παγκόσμιας αγοράς δεν θα είχε νόημα η κατανομή σε ευρωπαϊκό επίπεδο και χωρίς κατανομή σε ευρωπαϊκό επίπεδο η παγκόσμια σύμπραξη δεν θα απέδιδε κανένα κέρδος.

154    Έτσι, κατά την Επιτροπή, η διατήρηση υψηλών τιμών στην Ευρώπη παρείχε στους βορειοαμερικανούς παραγωγούς τη δυνατότητα να επιβάλλουν ανάλογους όρους εμπορίας στην αμερικανική αγορά. Σε αντίθεση με όσα διατείνεται η UCB, οι ευρωπαϊκές τιμές συζητήθηκαν πράγματι, διότι κάθε συμφωνία επί των διεθνών τιμών προϋπέθετε οπωσδήποτε καθορισμό τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο δε έλεγχος των μεταποιητών ενδιέφερε τους βορειοαμερικανούς παραγωγούς, οι οποίοι ήθελαν να αποφύγουν τις εξαγωγές σε χαμηλές τιμές εκτός του ΕΟΧ, ενώ οι ευρωπαίοι παραγωγοί είχαν ως σκοπό να εμποδίσουν τις πωλήσεις σε χαμηλές τιμές εκ μέρους των μεταποιητών εντός του ΕΟΧ.

155    Επιπλέον, οι σκέψεις 369 και 374 της αποφάσεως JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, διαψεύδουν τον ισχυρισμό της UCB, εμποδίζοντας την τεχνητή διάσπαση ενός συνόλου κανόνων αποσκοπούντων στην κατανομή των αγορών. Είναι πρόδηλο ότι οι συμφωνίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούσαν τη συνέχιση και την εφαρμογή των παγκόσμιων συμφωνιών, αντικαθιστώντας απλώς την κατανομή σε παγκόσμιο επίπεδο με την κατανομή των ευρωπαϊκών εθνικών αγορών. Η αντικατάσταση αυτή ήταν δυνατή μόνον επειδή, μετά τη λήξη των παγκόσμιων συμφωνιών, τα μέρη συνέχισαν να τις ακολουθούν και οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί συνέχισαν να παραμένουν εκτός της ευρωπαϊκής αγοράς, εφαρμόζοντας τις παγκόσμιες συμφωνίες. Η UCB συγχέει τη συνέχιση των συμφωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο με τη συνέχιση των αποτελεσμάτων τους. Ουδόλως αποτελεί αντίφαση το να γίνει δεκτό ότι η σύμπραξη έληξε μεν σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά τα αποτελέσματα των παγκόσμιων συμφωνιών συνεχίστηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι οι συμπράξεις στα δύο αυτά επίπεδα λειτούργησαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους δεν μεταβάλλει τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως.

156    Όσον αφορά την αιτίαση που στηρίζεται σε χρησιμοποίηση της εννοίας της ενιαίας παραβάσεως προς αποφυγή των κανόνων της παραγραφής, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν επιδιώκει να αντλήσει οικονομικό όφελος μέσω της επιβολής προστίμων και ότι ο σκοπός της δεν είναι να επιβάλλει υψηλά πρόστιμα. Εξάλλου, για τον υπολογισμό του αρχικού ποσού η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς και όχι τα ευρωπαϊκά. Αν είχε λάβει υπόψη τα μερίδια της ευρωπαϊκής αγοράς θα είχε επιβάλει υψηλότερα πρόστιμα. Όσον αφορά τους βορειοαμερικανούς παραγωγούς, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι θα τους είχαν επιβληθεί κυρώσεις για το σύνολο της περιόδου διαπράξεως της παραβάσεως αν οι πράξεις τους σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είχαν παραγραφεί.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

–       Επί του περιεχομένου της επιχειρηματολογίας της BASF

157    Πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού επιχειρείται να αποδειχθεί μια λογική ανακολουθία μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της Αποφάσεως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής πτυχής ενεργειών που συνθέτουν μια ενιαία και διαρκή παράβαση. Το σκέλος αυτό αποτελεί έναν διαφορετικό λόγο ακυρώσεως, που στηρίζεται σε προσβολή των σχετικών δικαιωμάτων άμυνας της BASF, ο οποίος θα πρέπει ενδεχομένως να αναλυθεί μετά την εξέταση του λόγου που στηρίζεται σε νομική πλάνη κατά τον χαρακτηρισμό των διεθνών και ευρωπαϊκών συμφωνιών ως μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Πράγματι, σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο θεωρήσει ότι ο χαρακτηρισμός αυτός πάσχει λόγω νομικής πλάνης, οπότε δεν θα πρέπει να γίνει δεκτός, η ενδεχόμενη διαπίστωση προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά τον χαρακτηρισμό αυτό δεν θα έχει συνέπειες (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T-25/95, T-26/95, T-30/95 έως T-32/95, T-34/95 έως T‑39/95, T-42/95 έως T-46/95, T-48/95, T-50/95 έως T-65/95, T-68/95 έως T-71/95, T-87/95, T-88/95, T-103/95 και T-104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, λεγόμενη «Τσιμέντο», Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 3436, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T-210/01, General Electric κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-5575, σκέψη 633).

–       Επί της εννοίας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

158    Ο χαρακτηρισμός ορισμένων αθέμιτων ενεργειών που συνθέτουν μία και την αυτή παράβαση ή που αποτελούν χωριστές παραβάσεις επηρεάζει, καταρχήν, την κύρωση που μπορεί να επιβληθεί, καθόσον η διαπίστωση χωριστών παραβάσεων μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή πολλών διαφορετικών προστίμων, κάθε φορά εντός των ορίων που θέτει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Εντούτοις, η διαπίστωση χωριστών παραβάσεων μπορεί να αποβεί προς όφελος των δραστών όταν ορισμένες από αυτές έχουν παραγραφεί (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Βιταμίνες, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 72).

159    Η έννοια της ενιαίας παραβάσεως μπορεί να αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενεργειών που συνίστανται σε συμφωνίες, σε εναρμονισμένες πρακτικές και σε αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 150 ανωτέρω, σκέψεις 112 έως 114· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T-1/89, Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-867, σκέψεις 125 έως 127· της 20ής Απριλίου 1999, T-305/94 έως T-307/94, T-313/94 έως T-316/94, T-318/94, T-325/94, T-328/94, T-329/94 και T-335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, λεγόμενη «PVC II», Συλλογή 1999, σ. II-931, σκέψεις 696 έως 698, και HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 150 ανωτέρω, σκέψη 186).

160    Η έννοια της ενιαίας παραβάσεως μπορεί επίσης να αφορά τον προσωπικό χαρακτήρα της ευθύνης για τις παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού. Πράγματι, μια επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε παράβαση με ενέργειές της, που ενέπιπταν στις έννοιες της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 85, παράγραφος 1, ΕΚ και που απέβλεπαν στη διάπραξη της παραβάσεως στο σύνολό της, μπορεί να είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για τις ενέργειες άλλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως. Τούτο συμβαίνει όταν αποδεικνύεται ότι η επιχείρηση αυτή γνώριζε την παραβατική συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων ή ότι μπορούσε ευλόγως να την προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Το συμπέρασμα αυτό απορρέει από μιαν ευρέως διαδεδομένη στις έννομες τάξεις των κρατών μελών αντίληψη σχετικά με τον καταλογισμό της ευθύνης για παραβάσεις διαπραττόμενες από πλείονες αυτουργούς, ανάλογα με τη συμμετοχή εκάστου στην όλη παράβαση. Επομένως, αυτό δεν αντιβαίνει προς την αρχή ότι η ευθύνη για τέτοιου είδους παραβάσεις είναι προσωποπαγής, δεν παραβλέπει την ατομική εξέταση των προς επιβεβαίωση της κατηγορίας αποδείξεων ούτε προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 150 ανωτέρω, σκέψεις 83, 84 και 203, και HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 150 ανωτέρω, σκέψη 231).

161    Έτσι, έχει γίνει δεκτό ότι μια παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ μπορούσε να απορρέει από μια σειρά πράξεων ή από συνεχείς ενέργειες που εντάσσονταν σε ένα «συνολικό σχέδιο» λόγω του ίδιου σκοπού σε βάρος του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις ενέργειες αυτές σε συνάρτηση με τη συμμετοχή στην παράβαση στο σύνολό της (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 258), έστω και αν αποδεικνύεται ότι μια συγκεκριμένη επιχείρηση μετείχε μόνο σε ένα ή σε μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την παράβαση (απόφαση PVC II, σκέψη 159 ανωτέρω, σκέψη 773). Ομοίως, το γεγονός ότι διάφορες επιχειρήσεις διαδραμάτισαν διαφόρους ρόλους κατά την επιδίωξη ενός κοινού στόχου δεν εξαλείφει την ταυτότητα του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό σκοπού και, ως εκ τούτου, της παραβάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι κάθε επιχείρηση συνέβαλε, εντός της δικής της σφαίρας επιρροής, στην επιδίωξη του κοινού στόχου (αποφάσεις Τσιμέντο, σκέψη 157 ανωτέρω, σκέψη 4123, και JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 370).

162    Εν προκειμένω, ο εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμός του παγκόσμιου και του ευρωπαϊκού σκέλους της συμπράξεως ως μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως είχε ως μόνη συνέπεια τη διαπίστωση μιας μόνης συμπράξεως που διήρκεσε από τις 13 Οκτωβρίου 1992 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1998. Αντιθέτως, σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο κρίνει ότι τα δύο αυτά σκέλη αποτελούν διαφορετικές παραβάσεις, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συνολική σύμπραξη, που διήρκεσε από τις 13 Οκτωβρίου 1992 μέχρι τις 20 Απριλίου 1994, έχει παραγραφεί (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Επιπλέον της μερικής ακυρώσεως της Αποφάσεως, η διαπίστωση αυτή θα έχει επιπτώσεις όσον αφορά τον υπολογισμό του προστίμου τόσο της BASF όσο και της UCB.

163    Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 159 έως 161 ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη χαρακτηρίζοντας τις προσαπτόμενες στις προσφεύγουσες πράξεις ως μια ενιαία και διαρκή παράβαση. Προς τούτο, πρέπει να εκτεθεί επίσης, στο πλαίσιο προκαταρκτικών παρατηρήσεων, η θέση που έλαβε η Επιτροπή συναφώς με την ανακοίνωση αιτιάσεων και να συγκριθεί με τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην Απόφαση.

–       Η θέση που έλαβε η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων και οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην Απόφαση

164    Από το σημείο 111 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, με ημερομηνία 22 Μαΐου 2003, προκύπτει ότι η Επιτροπή θεωρούσε τότε ότι η σύμπραξη είχε διαρκέσει σε παγκόσμιο επίπεδο από το 1992 έως το 1998 και σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τον Μάρτιο του 1993 μέχρι τον Οκτώβριο του 1998. Έτσι, η Επιτροπή θεώρησε ότι η σύμπραξη είχε τεθεί σε εφαρμογή σε διάφορα επίπεδα: σε παγκόσμιο, σε περιφερειακό ή και σε εθνικό επίπεδο ανάλογα με τα συμφέροντα και τον βαθμό εμπλοκής των συμμετεχόντων στις σχετικές αγορές (σημείο 78 της ανακοινώσεως αιτιάσεων). Κατά την Επιτροπή, η σύμπραξη συνίστατο σε συνεχή συμφωνία μεταξύ παραγωγών χλωριούχου χολίνης, που περιελάμβανε, κατ’ ουσίαν, διεθνείς συμφωνίες και περιφερειακές «επί μέρους συμφωνίες» σε ευρωπαϊκό επίπεδο (σημεία 79 και 84 της ανακοινώσεως αιτιάσεων).

165    Από τα σημεία 168 και 169 της ανακοινώσεως αιτιάσεων προκύπτει ότι, κατά τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, το ευρωπαϊκό σκέλος της συμπράξεως αποτελούσε την ειδική εφαρμογή των αρχών που είχαν συμφωνηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, πράγμα το οποίο κατέστη δυνατό χάρη στη βεβαιότητα ότι οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί δεν θα εμπλέκονταν στην ευρωπαϊκή αγορά εξάγοντας χλωριούχο χολίνη σ’ αυτήν. Επομένως, επρόκειτο για «επί μέρους συμφωνίες» σχετικά με την Ευρώπη, κατά την έκφραση που χρησιμοποίησε η Επιτροπή επανειλημμένα στην ανακοίνωση αιτιάσεων (βλ., για παράδειγμα, σημεία 79, 84, 90 και 169). Όσον αφορά τους βορειοαμερικανούς παραγωγούς, η Επιτροπή θεώρησε ότι η ευθύνη τους για το σύνολο των σχετικών πράξεων στηριζόταν στο γεγονός ότι γνώριζαν την ύπαρξη των ως άνω «επί μέρους συμφωνιών» (σημείο 169 της ανακοινώσεως αιτιάσεων).

166    Συνεπώς, προκύπτει ότι, τον χρόνο κατά τον οποίο η ανακοίνωση αιτιάσεων απευθύνθηκε στους διαδίκους, η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι διεθνείς και οι ευρωπαϊκές συμφωνίες αποτελούσαν μία μόνη παράβαση, στη διάπραξη της οποίας κάθε μετέχων είχε διαδραματίσει συγκεκριμένο ρόλο.

167    Εντούτοις, κατόπιν των παρατηρήσεων των βορειοαμερικανών παραγωγών επί του περιεχομένου της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή απέσυρε τις αιτιάσεις της περί σχετικών με τη σύμπραξη επαφών σε παγκόσμιο επίπεδο που φέρεται ότι πραγματοποιήθηκαν μετά τις 20 Απριλίου 1994 (σημεία 121 έως 123, 144 έως 147, 149 και 151 της ανακοινώσεως αιτιάσεων).

168    Υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή σχημάτισε την άποψη που εκτίθεται στην Απόφαση όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του παγκόσμιου και του ευρωπαϊκού επιπέδου των επίμαχων ενεργειών.

169    Έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 64 της Αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Οργάνωση της συμπράξεως», η Επιτροπή εκθέτει ότι η σύμπραξη λειτούργησε «σε δύο διαφορετικά αλλά στενά συνδεόμενα μεταξύ τους επίπεδα». Κατά την ίδια αυτή αιτιολογική σκέψη, οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο αποσκοπούσαν στην αύξηση των τιμών παγκοσμίως, στον έλεγχο των μεταποιητών και των διανομέων χλωριούχου χολίνης ώστε να εξασφαλιστεί ότι αυτοί δεν θα προσέφεραν προς πώληση χλωριούχο χολίνη σε χαμηλές τιμές και σε κατανομή των αγορών της υφηλίου μέσω μιας συμφωνίας κατά την οποία οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί θα αποσύρονταν από την ευρωπαϊκή αγορά.

170    Στην αιτιολογική σκέψη 65 της Αποφάσεως, που αφορά τις συσκέψεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Επιτροπή εκθέτει ότι οι συσκέψεις αυτές χρησίμευσαν στη συνέχιση της συναφθείσας σε παγκόσμιο επίπεδο συμφωνίας, περιλαμβανομένου του μέρους που αφορά τους ευρωπαίους παραγωγούς, προκειμένου να αυξηθούν οι τιμές και να ελεγχθούν οι μεταποιητές στην Ευρώπη. Επομένως, οι συσκέψεις αυτές είχαν ως αντικείμενο την αύξηση των τιμών όχι μόνο στο σύνολο του ΕΟΧ, αλλά και στις εθνικές αγορές, καθώς και έναντι κατ’ ιδίαν πελατών. Όλα αυτά οργανώθηκαν κατά τρόπον ώστε να τηρούνται τα μερίδια της αγοράς των ευρωπαίων παραγωγών με σκοπό να εξασφαλιστούν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους και η σταθεροποίηση των αγορών. Η σταθεροποίηση αυτή επρόκειτο να επιτευχθεί, κατά την αιτιολογική σκέψη 68 της Αποφάσεως, με εξάλειψη ή αποφυγή των εξαγωγών εκ μέρους ανταγωνιστών σε γεωγραφικές περιοχές στις οποίες άλλοι ανταγωνιστές κατείχαν σημαντικά μερίδια της αγοράς. Το κύριο στοιχείο επ’ αυτού ήταν, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, η συμφωνία ότι οι ευρωπαίοι παραγωγοί δεν θα πραγματοποιούσαν εξαγωγές προς τη Βόρεια Αμερική και ότι οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί δεν θα πραγματοποιούσαν εξαγωγές προς την ευρωπαϊκή αγορά. Χάρη σ’ αυτήν την κατανομή αγορών οι εν λόγω παραγωγοί μπορούσαν να «σταθεροποιήσουν» την εθνική τους αγορά και να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους στην περιοχή τους. Είχε επίσης συναφθεί μια συμφωνία προς αύξηση των τιμών ανά την υφήλιο σε παρόμοια επίπεδα. Η συμφωνία αυτή θα παρείχε τη δυνατότητα όχι μόνον αυξήσεως των περιθωρίων κέρδους στην αγορά, αλλά και αποφυγής κάθε αποσταθεροποιήσεως των εξαγωγών μεταξύ των διαφόρων περιοχών. Η επιδίωξη των σκοπών αυτών ήταν ο λόγος που καθιστούσε αναγκαίο τον έλεγχο των μεταποιητών και των διανομέων.

171    Κατά την αιτιολογική σκέψη 69 της Αποφάσεως, οι συμφωνίες σε παγκόσμιο επίπεδο αφορούσαν τέσσερις συνδεόμενες μεταξύ τους αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητες οι οποίες συνίσταντο στον καθορισμό και την αύξηση των παγκόσμιων τιμών, στην κατανομή των αγορών ανά την υφήλιο (απόσυρση των βορειοαμερικανών παραγωγών και των Ευρωπαίων παραγωγών από την ευρωπαϊκή και την βορειοαμερικανική αγορά, αντιστοίχως), στον έλεγχο των διανομέων και των μεταποιητών και, τέλος, στην τακτική ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών προς εξασφάλιση της εφαρμογής των συμφωνιών.

172    Κατόπιν της περιγραφής των συσκέψεων σε παγκόσμιο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Επιτροπή αφιερώνει δέκα αιτιολογικές σκέψεις στην εξέταση της εννοίας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως και στην εφαρμογή των αρχών που συνδέονται με την υπό κρίση υπόθεση. Έτσι, στις αιτιολογικές σκέψεις 145 έως 148 της Αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως – Αρχές», η Επιτροπή διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος της συλλογιστικής που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων (βλ. σκέψη 166 ανωτέρω) παραθέτοντας την απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 150 ανωτέρω. Εντούτοις, μόλις στις αιτιολογικές σκέψεις 150 έως 154 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει τη νέα συλλογιστική της σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

173    Κατά την αιτιολογική σκέψη 150 της Αποφάσεως, οι διεθνείς και οι ευρωπαϊκές συμφωνίες είχαν ενιαίο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό, ήτοι τη νόθευση των συνήθων όρων ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ. Ειδικότερα, από τη σύγκριση των συμφωνιών που είχαν συναφθεί στα δύο αυτά επίπεδα συνάγεται ότι οι συναφθείσες σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορούσαν να θεωρηθούν ως συνέχιση, εκ μέρους των ευρωπαίων παραγωγών, όσων είχαν αρχικά συμφωνηθεί όχι μόνο με τους βορειοαμερικανούς παραγωγούς, αλλά επίσης μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών, σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τις αυξήσεις των τιμών και τον έλεγχο των μεταποιητών. Η Επιτροπή εκθέτει ότι οι εμπλεκόμενοι ευρωπαίοι παραγωγοί κατένειμαν μεταξύ τους ορισμένους ευρωπαίους πελάτες, προκειμένου να αυξήσουν τις τιμές έναντι των πελατών αυτών. Για να μπορέσουν να συμφωνήσουν οι παραγωγοί επί μιας τέτοιας κατανομής, είναι προφανές, κατά την Επιτροπή, ότι αυτοί όφειλαν να τηρούν τα συνολικά μερίδιά τους στην ευρωπαϊκή αγορά.

174    Κατά την αιτιολογική σκέψη 151 της Αποφάσεως, η Akzo Nobel, η UCB και η BASF μετείχαν στις σχετικές ενέργειες τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο συμφωνώντας καταρχάς, σε παγκόσμιο επίπεδο, να αναλάβουν δράση επί ορισμένων ζητημάτων εντός του ΕΟΧ και, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της δράσεως αυτής ενεργώντας από κοινού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί δεν μετείχαν στις ευρωπαϊκές συσκέψεις διότι οι παγκόσμιες συμφωνίες έληγαν την περίοδο την οποία άρχισαν να πραγματοποιούνται οι συσκέψεις αυτές. Επιπλέον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι ευρωπαϊκές συμφωνίες είχαν αρχίσει πριν από τις 14 Μαρτίου 1994 (πράγμα το οποίο η Επιτροπή παραδέχεται ότι δεν είναι σε θέση να αποδείξει), δεν θα είχε καμία χρησιμότητα για τους βορειοαμερικανούς παραγωγούς να μετάσχουν σ’ αυτές, καθόσον είχαν δεχθεί να αποσυρθούν από την ευρωπαϊκή αγορά.

175    Κατά την αιτιολογική σκέψη 152 της Αποφάσεως, οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τις ευρωπαϊκές συμφωνίες. Πράγματι, ο κύριος σκοπός των Ευρωπαίων παραγωγών που επιδιωκόταν μέσω της αποσύρσεως των βορειοαμερικανών παραγωγών από την ευρωπαϊκή αγορά ήταν η «σταθεροποίηση» της ευρωπαϊκής αγοράς. Ωστόσο, η «σταθεροποίηση» αυτή θα ήταν αδύνατη χωρίς άλλες συμπληρωματικές συμφωνίες της συμπράξεως μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών.

176    Συμπερασματικά, η Επιτροπή εκθέτει με την αιτιολογική σκέψη 153 της Αποφάσεως ότι στην πραγματικότητα οι Ευρωπαίοι παραγωγοί είχαν συμφωνήσει να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ από την αρχή των διεθνών συμφωνιών μέχρι τη λήξη των ευρωπαϊκών συμφωνιών. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι παραγωγοί κατείχαν από κοινού το 80 % της ευρωπαϊκής αγοράς αποδεικνύει ότι ήταν σε θέση να εφαρμόζουν τις συμφωνίες τους ακόμα και μετά τη λήξη των παγκόσμιων συμφωνιών.

 Επί του χαρακτηρισμού της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς

177    Πρέπει να σημειωθεί ότι, βάσει της παρατιθέμενης στη σκέψη 159 ανωτέρω νομολογίας, οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητες σε παγκόσμιο επίπεδο που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 69 της Αποφάσεως αποτελούν, καθαυτές, μιαν ενιαία παράβαση. Αυτή συνίσταται σε συμφωνίες (περί καθορισμού και αυξήσεως των διεθνών τιμών, περί αποσύρσεως των βορειοαμερικανών παραγωγών από την ευρωπαϊκή αγορά και περί ελέγχου των διανομέων και των μεταποιητών), καθώς σε εναρμονισμένες πρακτικές (ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών με σκοπό την αλληλεπίδραση της εμπορικής συμπεριφοράς των συμμετεχόντων).

178    Το ίδιο ισχύει όσον αφορά δραστηριότητες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο που αποτελούν, καθαυτές, μιαν ενιαία παράβαση που συνίσταται σε συμφωνίες (περί καθορισμού και αυξήσεως των τιμών εντός του ΕΟΧ, όσον αφορά τις εθνικές αγορές και κατ’ ιδίαν πελάτες, περί κατανομής των πελατών, περί κατανομής των μεριδίων της αγοράς και περί ελέγχου των διανομέων και των μεταποιητών), καθώς και σε εναρμονισμένες πρακτικές (ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών με σκοπό την αλληλεπίδραση της εμπορικής συμπεριφοράς των συμμετεχόντων).

179    Εντούτοις, από την εφαρμογή της νομολογίας αυτής στην υπό κρίση υπόθεση δεν προκύπτει αυτομάτως ότι οι συμφωνίες σε παγκόσμιο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν, εξεταζόμενες από κοινού, μια ενιαία και διαρκή παράβαση. Πράγματι, στις υποθέσεις τις οποίες αφορά η σχετική νομολογία, η ύπαρξη ενός κοινού σκοπού συνιστάμενου στη νόθευση της συνήθους εξελίξεως των τιμών δικαιολογούσε τον χαρακτηρισμό των διαφόρων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών ως συστατικών στοιχείων μιας μόνης παραβάσεως. Συναφώς, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι εν λόγω συμφωνίες ήταν συμπληρωματικές μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι καθεμία από αυτές αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση μιας ή περισσοτέρων συνεπειών της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και ότι αυτές συνέβαλλαν, μέσω της αλληλεπιδράσεώς τους, στην επέλευση του συνόλου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων που επιδίωκαν οι μετέχοντες σ’ αυτές, στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου το οποίο είχε έναν ενιαίο σκοπό.

180    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια του ενιαίου σκοπού δεν μπορεί να προσδιορίζεται με μια γενική αναφορά σε μια στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά χλωριούχου χολίνης, καθόσον ο επηρεασμός του ανταγωνισμού, ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα, αποτελεί ένα ουσιώδες στοιχείο κάθε πράξεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ένας τέτοιος ορισμός της εννοίας του ενιαίου σκοπού υπάρχει κίνδυνος να στερήσει την έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως από ένα μέρος της σημασίας της διότι έχει ως συνέπεια ότι πολλές σχετικές με κάποιον οικονομικό τομέα πράξεις απαγορευόμενες από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ θα πρέπει συστηματικά να θεωρούνται ως στοιχεία που συνιστούν μιαν ενιαία παράβαση.

181    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι δύο ομάδες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών για τις οποίες η Επιτροπή επέβαλε κύρωση με την Απόφαση, θεωρώντας τις ως μια ενιαία και διαρκή παράβαση, είναι συμπληρωματικές μεταξύ τους όπως περιγράφεται στη σκέψη 179 ανωτέρω. Εξάλλου, η ίδια η Επιτροπή δικαιολογεί την άποψή της επικαλούμενη το γεγονός ότι οι διεθνείς και οι ευρωπαϊκές συμφωνίες «συνδέονταν στενά μεταξύ τους» (βλ. σκέψεις 4, 142 και 169 ανωτέρω). Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε περίσταση ικανή να επιβεβαιώσει ή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη συμπληρωματικότητα αυτή, όπως το χρονικό διάστημα εφαρμογής, το περιεχόμενο (περιλαμβανομένων των χρησιμοποιουμένων μεθόδων) και, συνακόλουθα, ο σκοπός των διαφόρων υπό εξέταση συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών.

182    Όσον αφορά το χρονικό διάστημα εφαρμογής των επίμαχων συμφωνιών, διαπιστώνεται ότι η λήξη των παγκόσμιων συμφωνιών στις 20 Απριλίου 1994 το αργότερο σημαίνει ότι, από την ημερομηνία αυτή, οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί δεν δεσμεύονταν πλέον να μην πραγματοποιούν εξαγωγές προς την Ευρώπη. Η ίδια η Επιτροπή αποκαλύπτει την έλλειψη αποδείξεων περί της υπάρξεως άλλων συσκέψεων ή επαφών με συμμετοχή των βορειοαμερικανών παραγωγών προς καθορισμό των τιμών εντός του ΕΟΧ ή προς επιβεβαίωση της αρχικής τους υποχρεώσεως να μην πραγματοποιούν εξαγωγές προς την Ευρώπη μετά την ημερομηνία αυτή (βλ. αιτιολογική σκέψη 165 της Αποφάσεως). Επομένως, η εκτίμηση ότι, για να είναι δυνατή η κατανομή της ευρωπαϊκής αγοράς μεταξύ τους, με διατήρηση υψηλών τιμών, οι ευρωπαίοι παραγωγοί έπρεπε να είναι βέβαιοι ότι δεν θα υποστούν τον ανταγωνισμό των βορειοαμερικανών παραγωγών (βλ. σκέψη 153 ανωτέρω) δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι παγκόσμιες συμφωνίες δεν ίσχυαν πλέον από τις 20 Απριλίου 1994. Πράγματι, οι συμφωνίες περί της κατανομής της ευρωπαϊκής αγοράς εφαρμόστηκαν χωρίς να υπάρχει καμία συμφωνία απαγορεύουσα τις προερχόμενες από τις Ηνωμένες Πολιτείες εξαγωγές.

183    Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η κατανομή των παγκόσμιων αγορών δεν θα απέφερε κανένα όφελος στις μετέχουσες επιχειρήσεις χωρίς την κατανομή της ευρωπαϊκής αγοράς και αντιστρόφως (βλ. σκέψη 153 ανωτέρω). Εν προκειμένω, η απαγόρευση εξαγωγών προς την ευρωπαϊκή αγορά είχε ως σκοπό να αποφευχθεί η διατάραξή της λόγω της πωλήσεως χλωριούχου χολίνης σε τεχνητά χαμηλές τιμές με αποτέλεσμα τη δυνατότητα αποσβέσεως ενός μέρους των παγίων δαπανών μιας πλεονασματικής παραγωγής μέσω της κατανομής τους σε μεγαλύτερες παραγόμενες ποσότητες (αιτιολογικές σκέψεις 39 και 68 της Αποφάσεως). Η εξάλειψη της εμπορικής αυτής απειλής αποτελεί σκοπό διαφορετικό από εκείνον της κατανομής της ευρωπαϊκής αγοράς, δεδομένου ότι ο τελευταίος, όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω, απαιτεί την εφαρμογή διαφορετικών μηχανισμών προς επίτευξή του.

184    Κατά συνέπεια, από την άποψη αυτή, οι ευρωπαϊκές συμφωνίες, που συνήφθησαν μόλις στις 14 Μαρτίου 1994 κατά τη σύσκεψη στο Schoten, ενώ τα μέρη διαπίστωσαν την αποτυχία των παγκόσμιων συμφωνιών στις τελαυταίες συσκέψεις στη Bruges και στο Johor Bahru τον Νοέμβριο του 1993 και τον Απρίλιο του 1994 (αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 95 της Αποφάσεως), ήταν αυτοτελείς σε σχέση με τη συμφωνία περί αμοιβαίας αποσύρσεως από την ευρωπαϊκή και τη βορειοαμερικανική αγορά. Η διαπίστωση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όσον αφορά την περίοδο μετά την επίσημη λήξη κάθε προσπάθειας επιτεύξεως συμφωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο (κατά τη σύσκεψη στο Johor Bahru από τις 14 μέχρι τις 20 Απριλίου 1994). Επομένως, κακώς η Επιτροπή υποστηρίζει με την αιτιολογική σκέψη 68 της Αποφάσεως ότι οι Ευρωπαίοι παραγωγοί μπόρεσαν να «σταθεροποιήσουν» την αγορά του ΕΟΧ χάρη στην εκ των προτέρων κατανομή των παγκόσμιων αγορών, καθόσον οι αγορές αυτές δεν κατανέμονταν πλέον μεταξύ βορειοαμερικανών και Ευρωπαίων παραγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής των συμφωνιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

185    Εξάλλου, ισχυριζόμενη ότι, μετά την επίσημη λήξη των παγκόσμιων συμφωνιών, τα μέρη συνέχισαν να τις εφαρμόζουν και ότι οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί εξακολούθησαν να παραμένουν εκτός της ευρωπαϊκής αγοράς, εφαρμόζοντας τις παγκόσμιες συμφωνίες (βλ. σκέψη 155 ανωτέρω), η Επιτροπή αντιφάσκει προς την αιτιολογική σκέψη 165 της Αποφάσεως, κατά την οποία δεν διέθετε αποδείξεις ότι υπήρχαν άλλες συσκέψεις ή επαφές με συμμετοχή των βορειοαμερικανών παραγωγών προς καθορισμό των τιμών εντός του ΕΟΧ ή προς επιβεβαίωση της αρχικής υποχρεώσεώς τους να μην πραγματοποιούν εξαγωγές προς την Ευρώπη (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω).

186    Ερωτηθείσα επί του σημείου αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή εξέθεσε ότι, με την επιχειρηματολογία αυτή, δεν ήθελε να ισχυριστεί ότι η παγκόσμια συμφωνία εξακολουθούσε να εφαρμόζεται μετά την ημερομηνία λήξεώς της την οποία δέχεται η Απόφαση, αλλά ότι, στην πράξη, οι ενέργειες των εμπλεκομένων επιχειρήσεων εξακολούθησαν να είναι περίπου οι ίδιες όπως και όταν ίσχυαν οι συμφωνίες. Επομένως, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της περιστάσεως αυτής και εκείνης για την οποία κάνει λόγο η αιτιολογική σκέψη 165 της Αποφάσεως που αφορά τη διάρκεια της παγκόσμιας συμφωνίας.

187    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάκριση αυτή, που αντιφάσκει εξάλλου προς τα έγγραφα της Επιτροπής (βλ. σκέψη 155 ανωτέρω), στηρίζεται σε μιαν εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 81 ΕΚ. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, το καθεστώς ανταγωνισμού που θεσπίστηκε με τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ενδιαφέρεται περισσότερο για τα οικονομικά αποτελέσματα των συμφωνιών ή οποιασδήποτε ανάλογης μορφής συνεννοήσεως ή συντονισμού, παρά για τον νομικό τους τύπο. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση συμπράξεων που έχουν παύσει να ισχύουν, για να έχει εφαρμογή το άρθρο 81 ΕΚ αρκεί να εξακολουθούν να παράγουν τα αποτελέσματά τους πέρα από την τυπική τους λήξη (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1775, σκέψη 71, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T-59/99, Ventouris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-5257, σκέψη 182, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, η διάρκεια μιας παραβάσεως δεν πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τη χρονική περίοδο κατά την οποία ισχύει μια συμφωνία, αλλά σε συνάρτηση με εκείνη κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις επέδειξαν συμπεριφορά απαγορευόμενη από το άρθρο 81 ΕΚ. Όμως, η άποψη της Επιτροπής δεν εξηγεί τον λόγο για τον οποίο, μολονότι οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί συνέχισαν να επιδεικνύουν μετά την 20ή Απριλίου 1994 την προβλεπόμενη από τις παγκόσμιες συμφωνίες συμπεριφορά, δεν τους επιβλήθηκε κανένα πρόστιμο. Επομένως, η ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 165 της Αποφάσεως που προτείνει η Επιτροπή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

188    Όσον αφορά την περίσταση που επικαλείται η Επιτροπή με το αφορών την υπόθεση T-111/05 υπόμνημα ανταπαντήσεως ότι τα αποτελέσματα της παγκόσμιας συμπράξεως συνέχισαν να υφίστανται μετά την επίσημη λήξη της (βλ. σκέψη 155 ανωτέρω), πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή δεν περιλαμβάνεται στην Απόφαση, όπως και ο ισχυρισμός περί του οποίου γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη. Η εξήγηση που έδωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η αιτιολογική σκέψη 96 της Αποφάσεως αναφερόταν στην περίσταση αυτή καθόσον ανέφερε ότι οι εξαγωγές από τη Βόρεια Αμερική προς τον ΕΟΧ παρέμειναν σχετικά χαμηλές μετά τη λήξη των παγκόσμιων συμφωνιών δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 44 της Αποφάσεως προκύπτει ότι, το 1990, οι εισαγωγές χλωριούχου χολίνης αντοπροσώπευαν το 9 % της εκτιμώμενης αξίας της αγοράς εντός της αποτελούμενης από δώδεκα κράτη μέλη Κοινότητας, ενώ, το 1997, οι εισαγωγές χλωριούχου χολίνης έφθασαν το 9,3 % του όγκου των πωλήσεων στο σύνολο του ΕΟΧ. Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία δεν μπορούν να στηρίξουν την άποψη της Επιτροπής, δεδομένου ότι αποκαλύπτουν ότι η κατάσταση όσον αφορά τις εισαγωγές στην ευρωπαϊκή αγορά ήταν περίπου η ίδια όσον αφορά την περίοδο που προηγείτο της συνάψεως των συμφωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο σε σχέση με την περίοδο μετά τη λήξη τους και ότι, επομένως, οι συμφωνίες αυτές δεν επηρέασαν ουσιωδώς την ευρωπαϊκή αγορά σχετικά με τις προερχόμενες από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού εισαγωγές.

189    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 96 της Αποφάσεως αναφέρεται, κατ’ ουσίαν, σε προβαλλόμενες αλλαγές στη δομή της ευρωπαϊκής αγοράς που οφείλονταν στις παγκόσμιες συμφωνίες και διευκόλυναν την πραγματοποίηση των ευρωπαϊκών συμφωνιών, δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο. Πράγματι, το Πρωτοδικείο κάλεσε τους διαδίκους, καθώς και την Akzo Nobel, να εκτιμήσουν τα μερίδια της αγοράς που κατείχαν οι προσφεύγουσες και η Akzo Nobel στην ευρωπαϊκή αγορά (περιλαμβάνουσα τα κράτη μέλη της Κοινότητας αλλά και τα κράτη της ΕΖΕΣ, που αποτέλεσαν τον ΕΟΧ το 1994) το τρίτο τρίμηνο του 1992, δηλαδή κατά την αρχή των παγκόσμιων συμφωνιών. Εντούτοις, κανείς διάδικος δεν υπέβαλε συγκεκριμένα στοιχεία επ’ αυτού επειδή οι σχετικές πράξεις ανάγονται στο απώτερο παρελθόν. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο πρέπει να προβεί σε σχετική εκτίμηση βάσει των στοιχείων που προκύπτουν από την Απόφαση και εκείνων που προέρχονται από τον διοικητικό φάκελο στα οποία παραπέμπει η Απόφαση.

190    Όπως σημειώνεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 97 και 153 της Αποφάσεως, η Akzo Nobel, η BASF και η UCB κατείχαν άνω του 75 % της ευρωπαϊκής αγοράς τον χρόνο κατά τον οποίο άρχισαν να ισχύουν οι ευρωπαϊκές συμφωνίες (Μάρτιος του 1994) και, επομένως, μπορούσαν να κατανείμουν μεταξύ τους την αγορά αυτή χωρίς να πρέπει να ανησυχούν για τις ενέργειες των άλλων παγκόσμιων παραγωγών. Εντούτοις, το ως άνω υψηλό μερίδιο της αγοράς δεν φαίνεται να ήταν αποτέλεσμα των παγκόσμιων συμφωνιών. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 40 της Αποφάσεως προκύπτει ότι, το 1990, οι εισαγωγές χλωριούχου χολίνης αντιπροσώπευαν το 9 % της αξίας της αγοράς της Κοινότητας (3 525 τόνοι [στο εξής: t] εισαχθέντες επί συνόλου 40 000 t). Κατά τη διάρκεια των επτά πρώτων μηνών του 1992, πρώτου έτους της παραβάσεως σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εισαγωγές στην Ευρώπη από την Βόρεια Αμερική ανέρχονταν σε 2 900 t σε μια αγορά 43 800 t, ήτοι 6,6 % της ευρωπαϊκής αγοράς (αιτιολογική σκέψη 71). Το ίδιο έτος, το μερίδιο αγοράς της Ertisa ανερχόταν σε 7,9 % κατ’ ανώτατο όριο (παραγωγική ικανότητα 3 500 t σύμφωνα με τη σελίδα 1999 του διοικητικού φακέλου που συνάπτεται στο υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση T-101/05). Αν ληφθεί υπόψη το ανερχόμενο περίπου σε 15 % μερίδιο της αγοράς της ICI (τέταρτου Ε παραγωγού που δεν εμπλεκόταν στις επίμαχες δραστηριότητες, επειδή περιοριζόταν παραδοσιακά στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου) κατά την υποσημείωση αριθ. 152 της Αποφάσεως, απομένει ένα συλλογικό μερίδιο της αγοράς 70,5 % τουλάχιστον για την Akzo Nobel, την BASF και την UCB το 1992. Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι παγκόσμιες συμφωνίες δεν προκάλεσαν μιαν επαρκώς σημαντική μεταβολή της δομής της ευρωπαϊκής αγοράς, ιδίως όσον αφορά το συλλογικό μερίδιο της αγοράς της BASF, της UCB και της Akzo Nobel, για να μπορεί να συναχθεί ότι χάρη σ’ αυτές τις εταιρίες οι τρεις Ευρωπαίοι παραγωγοί μπόρεσαν να κατανείμουν μεταξύ τους την αγορά του ΕΟΧ.

191    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι οι συμφωνίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούσαν τη συνέχιση και την εφαρμογή των παγκόσμιων συμφωνιών, μέσω της αντικαταστάσεως της κατανομής της παγκόσμιας αγοράς με την κατανομή των ευρωπαϊκών εθνικών αγορών (βλ. σκέψη 155 ανωτέρω). Πράγματι, καταρχήν, μια συμφωνία αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τρόπος εφαρμογής μιας άλλης συμφωνίας που έχει ήδη λήξει (βλ., επ’ αυτού, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 363).

192    Όσον αφορά τον σκοπό τον οποίο επιδίωκε καθεμία από τις δύο ομάδες συμφωνιών, από τις αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 68 και 150 έως 153 της Αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε την ύπαρξη ενός ενιαίου και αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπού, συνιστάμενου στην επίτευξη τεχνητά υψηλών τιμών. Εντούτοις, μολονότι η παγκόσμια συμφωνία καθόριζε τα ελάχιστα όρια τιμών των παραγωγών (βλ., για παράδειγμα, τις αιτιολογικές σκέψεις 77, 79, 85, 88, 90, 91 και 92 της Αποφάσεως), το μέτρο αυτό είχε ως μοναδικό σκοπό να διασφαλίσει το κύριο στοιχείο της ως άνω συμφωνίας, ήτοι την αποφυγή των εξαγωγών από την Ευρώπη προς τη Βόρεια Αμερική και αντιστρόφως και όχι την κατανομή της ευρωπαϊκής αγοράς μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών. Πράγματι, αν οι παραγωγοί αποφάσιζαν να πωλήσουν τα προϊόντα τους στους μεταποιητές και στους Ευρωπαίους διανομείς σε πολύ χαμηλές τιμές (λόγω της πλεονάζουσας παραγωγικής τους ικανότητας), κατά την αιτιολογική σκέψη 151 της Αποφάσεως τούτο θα είχε παράσχει τη δυνατότητα στους τελευταίους να πραγματοποιήσουν εξαγωγές χλωριούχου χολίνης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ανταγωνιστικές τιμές. Προφανώς, σε αντάλλαγμα οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί όφειλαν να επιδείξουν κατάλληλη συμπεριφορά υπό την έννοια της συμφωνίας έναντι των πελατών τους (μεταποιητών και διανομέων) στις Ηνωμένες Πολιτείες.

193    Κατά την αιτιολογική σκέψη 85 της Αποφάσεως, που παραθέτει μια δήλωση της DuCoa, «είναι ακριβές να λεχθεί ότι όταν [η εταιρία αυτή] δήλωσε ότι είχαν προβλέψει να επιχειρήσουν να ανεβάσουν τις τιμές σε παγκόσμιο επίπεδο, επρόκειτο κυρίως για τις τιμές στην Άπω Ανατολή και στη Λατινική Αμερική· δεν συζήτησαν ούτε συνήψαν κάποια συμφωνία επί των τιμών στη Βόρεια Αμερική με τους Ευρωπαίους, ούτε επί των τιμών στην Ευρώπη με τους ευρωπαίους, ενώ ουδόλως επιχειρήθηκε να υπάρξει κάποια συμφωνία σχετικά με τα ζητήματα αυτά». Κατά την ίδια αυτή δήλωση, «οι αμερικανοί παραγωγοί ουδέποτε επιχείρησαν να υπαγορεύσουν τις τιμές της χολίνης στη Δυτική Ευρώπη […] αλλά έκαναν λόγο περί του γεγονότος ότι, αν οι τιμές ήταν πολύ χαμηλές στην Ευρώπη, υπήρχε κίνδυνος επανεξαγωγής του προϊόντος προς τις Ηνωμένες Πολιτείες». Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η εν λόγω δήλωση δεν μπορεί να ερμηνευθεί, με βάση το γράμμα της, ως αφορώσα αποκλειστικά τη σύσκεψη του Ιανουαρίου του 1993.

194    Οι δύο τελευταίες περίοδοι της αιτιολογικής σκέψεως 152, κατά τις οποίες η αλληλεπίδραση του παγκόσμιου και του ευρωπαϊκού σκέλους αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς, που ήταν ένας από τους σκοπούς της παγκόσμιας συμφωνίας, θα ήταν αδύνατη χωρίς άλλες σχετικές με συμπράξεις συμφωνίες μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών, στηρίζονται επί εσφαλμένης βάσεως. Πράγματι, το συμπέρασμα ότι η «σταθεροποίηση» των αγορών την οποία αφορά η παγκόσμια συμφωνία εκφραζόταν εν προκειμένω με μια κατανομή της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής αγοράς μεταξύ των παραγωγών που εξακολουθούσαν να αναπτύσσουν σ’ αυτές τις δραστηριότητές τους δεν προκύπτει ούτε από την Απόφαση ούτε από τα προσκομισθέντα ενώπιον του Πρωτοδικείου στοιχεία της δικογραφίας, στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή.

195    Αντιθέτως, όπως σημειώθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 192 ανωτέρω), η «σταθεροποίηση» αυτή αποσκοπούσε στην αποφυγή των διηπειρωτικών εξαγωγών σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες της χώρας εισαγωγής. Κατά την αιτιολογική σκέψη 39 της Αποφάσεως, «όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, [οι εισαγωγές αυτές], παρά τον μικρό όγκο των σχετικών ποσοτήτων, μπορούν να έχουν αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα επί του υφισταμένου επιπέδου τιμών στη χώρα εισαγωγής, ειδικότερα όταν το επίπεδο αυτό είναι σχετικά υψηλό». Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει ότι το είδος αυτό πωλήσεων μπορεί να είναι ελκυστικό για μια εταιρία της οποίας η παραγωγή είναι πλεονασματική και η οποία επιχειρεί να αποσβέσει ένα μέρος των παγίων δαπανών μιας πλεονασματικής παραγωγής μέσω της κατανομής τους σε μεγαλύτερες παραγόμενες ποσότητες.

196    Το γεγονός ότι η «σταθεροποίηση» των αγορών πρέπει να εκλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 68 της Αποφάσεως, η οποία αφορά τη λειτουργία της συμπράξεως σε παγκόσμιο επίπεδο, που αναφέρει τα εξής: «[…] δεν μπορούσε να αποκλεισθεί ο κίνδυνος οι παραγωγοί να απαλλαγούν από ορισμένα πλεονάσματα της παραγωγής τους με τη μορφή ευκαιριακών πωλήσεων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αποκλειστικά προς κάλυψη του πάγιου κόστους παραγωγής. Τέτοιες εξαγωγές, ακόμα και αν αυτές αφορούσαν μικρές μόνο ποσότητες, μπορούσαν να διαταράξουν το επίπεδο των τιμών στην αγορά κατά την εισαγωγή, καθόσον οι πελάτες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις πωλήσεις, όταν αυτές πραγματοποιούνταν, για να διαπραγματευτούν χαμηλότερες τιμές. Επομένως, η σταθεροποίηση της αγοράς επιτυγχάνεται με εξάλειψη ή αποφυγή των εξαγωγών εκ μέρους ανταγωνιστών στις γεωγραφικές ζώνες στις οποίες άλλοι ανταγωνιστές κατείχαν σημαντικά μερίδια της αγοράς. Το κύριο στοιχείο συναφώς ήταν η συμφωνία κατά την οποία οι Ευρωπαίοι παραγωγοί δεν θα πραγματοποιούσαν εξαγωγές στη Βόρεια Αμερική και οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί δεν θα πραγματοποιούσαν εξαγωγές στην ευρωπαϊκή αγορά. Χάρη στην ως άνω κατανομή των αγορών, οι λοιποί επιχειρηματίες θα μπορούσαν να “σταθεροποιήσουν” την εθνική τους αγορά και να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους στη δική τους γεωγραφική περιοχή». Ακόμα και αν υποτεθεί ότι, με την έκφραση «να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους στη δική τους γεωγραφική περιοχή», η Επιτροπή δεν αναφέρεται μόνο στην απόσυρση των βορειοαμερικανών παραγωγών αλλά και στην κατανομή της αγοράς του ΕΟΧ μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών, μια τέτοια ανάλυση δεν μπορεί να γίνει δεκτή λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών της παύσεως των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο το αργότερο στις 20 Απριλίου 1994 (βλ. σκέψεις 184 έως 190 ανωτέρω).

197    Έχει σημασία να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 71 και 75 και τις υποσημειώσεις αριθ. 31 και 66 της Αποφάσεως, όταν τέθηκε σε εφαρμογή η παγκόσμια συμφωνία όλοι οι παραγωγοί είχαν πλεονασματικό παραγωγικό δυναμικό, γεγονός που ευνοούσε τις διηπειρωτικές εξαγωγές χλωριούχου χολίνης σε χαμηλή τιμή και, επομένως, απειλούσε τη σταθερότητα των παγκόσμιων αγορών (βλ. σκέψεις 192 και 195 ανωτέρω). Επομένως, η έννοια της «σταθεροποιήσεως» των αγορών στο πλαίσιο της παγκόσμιας συμφωνίας δεν αφορούσε κατανομή εντός της ευρωπαϊκής και της βορειοαμερικανικής αγοράς όπως αφήνει να εννοηθεί η αιτιολογική σκέψη 152 της Αποφάσεως. Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι παραγωγοί άρχισαν την κατανομή της ευρωπαϊκής αγοράς μόνο μετά τη λήξη της παγκόσμιας συμπράξεως και σε χρόνο κατά τον οποίο οι μετέχοντες είχαν διαπιστώσει την αποτυχία της τελευταίας (αιτιολογική σκέψη 93 της Αποφάσεως) αποτελεί ένδειξη ότι σκοπός τους δεν ήταν να μετάσχουν στις παγκόσμιες συμφωνίες προς μεταγενέστερη κατανομή των αγορών που επιφυλάσσονταν γι’ αυτούς. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι Επιτροπή δεν παραθέτει στην Απόφαση κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη ενός τέτοιου σκοπού.

198    Συνακόλουθα, ο έλεγχος στον οποίο υποβλήθηκαν οι διανομείς και οι μεταποιητές διαφέρει όσον αφορά το περιεχόμενο σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Στο πλαίσιο των παγκόσμιων συμφωνιών, ο έλεγχος αυτός έλαβε τη μορφή πωλήσεων χλωριούχου χολίνης «σε κατάλληλες τιμές» [αιτιολογική σκέψη 69, στοιχείο c), της Αποφάσεως]. Όσον αφορά το μέτρο αυτό, η Επιτροπή εκθέτει στην αιτιολογική σκέψη 81 της Αποφάσεως τα ακόλουθα: «[…] ο έλεγχος αυτός θα μπορούσε ιδίως να ασκηθεί μέσω της εξασφαλίσεως του ότι οι μεταποιητές θα αγόραζαν την χλωριούχο χολίνη από τα μέλη της συμπράξεως, υπό τους κατάλληλους όρους. Οι σημειώσεις της Bioproducts αναφέρουν τα εξής: “Πρέπει να ελέγχουμε τις πρώτες ύλες των μεταποιητών. Ας εκμεταλλευτούμε μιαν αύξηση των τιμών”. Αυτός ο ίδιος σκοπός προκύπτει επίσης από το έγγραφο που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 75, που έχει ως ακολούθως: “Οι μεταποιητές και οι διανομείς θα έπρεπε να ελέγχονται μέσω κατάλληλων τιμών”. Τέλος, κατά ένα άλλο έγγραφο προερχόμενο από τη σύσκεψη [του Ludwigshafen]: “Κάθε παραγωγός [χλωριούχου χολίνης] είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο των μεταποιητών στην εθνική του αγορά. Ο εφοδιασμός [με χλωριούχο χολίνη] σε υγρή μορφή προερχόμενη από άλλη περιοχή υποσκάπτει τον κανόνα αυτό και προκαλεί διάλυση στην αγορά”». Επομένως, ο έλεγχος αυτός συνεπαγόταν την τήρηση ελάχιστων ορίων τιμών που είχαν συμφωνηθεί κατά τις συσκέψεις των ευρωπαίων και βορειοαμερικανών παραγωγών (αιτιολογικές σκέψεις 77 και 79 της Αποφάσεως).

199    Σχετικά με τον σκοπό του ελέγχου αυτού, η Επιτροπή εκθέτει στην αιτιολογική σκέψη 151 της Αποφάσεως: «Όσον αφορά τις αυξήσεις τιμών στην Ευρώπη, το συμφέρον των βορειοαμερικανών παραγωγών περιοριζόταν στην εξασφάλιση του ότι το επίπεδο των τιμών στην Ευρώπη δεν θα έπεφτε κάτω από εκείνο των άλλων περιοχών της υφηλίου. Καθόσον τούτο προδήλως δεν υπήρχε κίνδυνος να συμβεί όσο ελέγχονταν οι μεταποιητές, δεν ήταν αναγκαία η εξέταση των ευρωπαϊκών τιμών ειδικότερα κατά τις παγκόσμιες συσκέψεις, παρά μόνο ως στοιχείο των αυξήσεων των τιμών που αποφασίζονταν σε παγκόσμιο επίπεδο». Με τον τρόπο αυτό, ο ως άνω έλεγχος αποσκοπούσε να εμποδίσει τους διανομείς και τους μεταποιητές να θέσουν σε κίνδυνο τον σκοπό των συμφωνιών, δηλαδή την αμοιβαία απόσυρση από την ευρωπαϊκή και τη βορειοαμερικανική αγορά. Όμως, κατά την αιτιολογική σκέψη 165 της Αποφάσεως, στις 20 Απριλίου 1994 το αργότερο οι μετέχοντες στις σχετικές με την εν λόγω αμοιβαία απόσυρση συμφωνίες έπαυσαν τη συμμετοχή τους σ’ αυτές (βλ. σκέψεις 185 έως 187 ανωτέρω).

200    Αντιθέτως, κατά την αιτιολογική σκέψη 99, στοιχείο c, της Αποφάσεως, ο έλεγχος αυτός των διανομέων και των μεταποιητών στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συμφωνιών έλαβε διάφορες μορφές, που συνίσταντο στην αποφυγή των πωλήσεων σε προτιμησιακές τιμές (μέτρο σχετικά με τους διανομείς), στην εξασφάλιση του ότι οι μεταποιητές θα αγόραζαν πρώτες ύλες από τα μέλη της συμπράξεως με τους κατάλληλους όρους, στην ενημέρωσή τους για τα επίπεδα των τιμών που συμφωνούσαν τα μέλη της συμπράξεως και στη δημιουργία των σχέσεων αποκλειστικότητας με αυτούς. Όσον αφορά τον σκοπό του ελέγχου αυτού, η ίδια αιτιολογική σκέψη υπογραμμίζει ότι συνίστατο στην εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των συμφωνιών επί των μεριδίων της αγοράς, στην κατανομή των πελατών και των τιμών, όπως οι συμφωνίες αυτές είχαν συναφθεί μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών.

201    Επομένως, οι παγκόσμιες συμφωνίες επί των τιμών δεν είχαν «στενή σχέση», όπως διατείνεται η Επιτροπή, με την κατανομή της αγοράς του ΕΟΧ μεταξύ των ευρωπαίων παραγωγών που πραγματοποιήθηκε μετά την οριστική λήξη τους. Τούτο αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 65, 103, 105 και 113 της Αποφάσεως, για την κατανομή αυτή κατέστη αναγκαία η εφαρμογή μιας διαφορετικής τεχνικής συνιστάμενης στον καθορισμό διαφοροποιημένων τιμών από κάθε ευρωπαίο παραγωγό έναντι κάθε πελάτη προκειμένου ο τελευταίος να «ανατίθεται» σε συγκεκριμένο παραγωγό δυνάμει συμφωνιών περί συμπράξεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα μπορούσε να επέλθει με βάση ένα μόνο κατώτατο όριο τιμής προοριζόμενο να εφαρμοστεί από όλους τους παραγωγούς, όπως όριζαν οι παγκόσμιες συμφωνίες (αιτιολογικές σκέψεις 77 και 79 της Αποφάσεως).

202    Επιπλέον, τίποτα δεν υποχρέωνε τους Ευρωπαίους παραγωγούς να στηριχθούν, μετά τη λήξη των παγκόσμιων συμφωνιών, στα κατώτατα όρια τιμών που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο των ως άνω συμφωνιών προκειμένου να κατανείμουν μεταξύ τους την ευρωπαϊκή πελατεία. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι σαθρό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο καθορισμός ενός «κατώτατου ορίου τιμών» σε παγκόσμιο επίπεδο συνεπάγεται οπωσδήποτε τον καθορισμό των τιμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

203    Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι η Απόφαση δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι οι ευρωπαίοι παραγωγοί είχαν συνάψει συμφωνία περί κατανομής (έστω και μεταγενέστερης) της αγοράς του ΕΟΧ κατά τις συσκέψεις της παγκόσμιας συμπράξεως ούτε ότι είχαν την πρόθεση να χρησιμοποιήσουν τις παγκόσμιες συμφωνίες για να διευκολύνουν μια μεταγενέστερη κατανομή της αγοράς του ΕΟΧ. Η Επιτροπή παραδέχεται εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 151 της Αποφάσεως, ότι δεν ήταν σε θέση να αποδείξει μια τέτοια περίσταση. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να μην προσδιοριστεί η έναρξη των συμφωνιών σχετικά με την κατανομή του ΕΟΧ πριν από τις 14 Μαρτίου 1994, ημερομηνία της πρώτης συσκέψεως μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών. Όμως, δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

204    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτιολογική σκέψη 151 της Αποφάσεως (βλ. σκέψη 174 ανωτέρω) είναι άνευ σημασίας καθόσον επιχειρεί να εξηγήσει γιατί οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί δεν μετείχαν στις ευρωπαϊκές συσκέψεις. Πράγματι, το μέρος αυτό της αιτιολογικής σκέψεως 151 απαντά σε ένα απρόσφορο επιχείρημα που προέβαλαν οι Ευρωπαίοι παραγωγοί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας στηριζόμενο στην έλλειψη ταυτότητας των μετεχόντων στις παγκόσμιες και στις ευρωπαϊκές συμφωνίες.

205    Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 152 της Αποφάσεως (βλ. σκέψη 175 ανωτέρω) δεν μπορεί να στηρίξει βασίμως την άποψη της Επιτροπής καθόσον η σκέψη αυτή αναφέρει ότι οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την ύπαρξη των ευρωπαϊκών συμφωνιών. Πράγματι, η γνώση των συμφωνιών εκ μέρους των βορειοαμερικανών παραγωγών θα είχε ως συνέπεια, σε περίπτωση διαπιστώσεως μιας ενιαίας παραβάσεως, την επέκταση της ευθύνης τους στο σύνολο της παραβάσεως αυτής, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συμφωνίες είχαν σχέση με τις παγκόσμιες συμφωνίες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 371). Επομένως, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να ασκεί επιρροή επί της ευθύνης των Ευρωπαίων παραγωγών και δεν αποδεικνύει την ύπαρξη μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

206    Κατά συνέπεια, είναι ανακριβής ο γενικού χαρακτήρα ισχυρισμός ότι οι ευρωπαϊκές συμφωνίες μπορούν να θεωρηθούν ως η εκ μέρους των Ευρωπαίων παραγωγών συνέχιση όσων είχαν συμφωνηθεί αρχικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, όχι μόνο με τους βορειοαμερικανούς παραγωγούς αλλά και μεταξύ των ίδιων των Ευρωπαίων παραγωγών όσον αφορά τις αυξήσεις των τιμών και τον έλεγχο των μεταποιητών. Το ίδιο ισχύει οπωσδήποτε όσον αφορά την εκτίμηση ότι το σύνολο των συμφωνιών αποτελεί μια και μόνη σύμπραξη, από την οποία οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί αποσύρθηκαν σε δεδομένη στιγμή, τα απομένοντα μέρη της οποίας προσάρμοσαν τα χαρακτηριστικά της μετά την απόσυρση αυτή.

207    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηρίζεται στο σημείο 67 της Αποφάσεως Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής, σκέψη 150 ανωτέρω. Πράγματι, ναι μεν, σχετικά με μια παράβαση αφορώσα αρχικά τη δανική αγορά προμονωμένων σωλήνων και, μετά από μια διακοπή, το σύνολο της σχετικής ευρωπαϊκής αγοράς, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη τον ενιαίο σκοπό του ελέγχου της αγοράς αστικής θερμάνσεως προκειμένου να χαρακτηρίσει τις επίμαχες πράξεις ως μια ενιαία και διαρκή παράβαση, η εκτίμηση αυτή όμως στηρίχθηκε και σε άλλες επίσης σημαντικές παρατηρήσεις. Έτσι, με την απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε, όπως και η Επιτροπή, την ύπαρξη, «ήδη από την έναρξη της συμπράξεως στη Δανία, [ενός] πλέον μακροπρόθεσμου σκοπού επεκτάσεως του ελέγχου σε όλη την αγορά […] και ότι υπήρχε μια πρόδηλη συνέχεια των μεθόδων και πρακτικών μεταξύ της νέας συμφωνίας που συνήφθη στα τέλη του 1994 για όλη την ευρωπαϊκή αγορά και των προηγουμένων συμφωνιών» (σκέψεις 65 και 68). Επιπλέον, η σκέψη 67, την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή, επίσης υπογραμμίζει ότι από την πρώτη συμφωνία περί συντονισμού μιας αυξήσεως των τιμών για τις εξαγωγικές αγορές προκύπτει ότι, «εξαρχής η σύμπραξη μεταξύ Δανών παραγωγών υπερέβη το πλαίσιο της μόνης δανικής αγοράς».

208    Όμως, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι προσφεύγουσες, μετέχοντας στις παγκόσμιες συμφωνίες, είχαν έναν πλέον μακροπρόθεσμο σκοπό συνιστάμενο στην κατανομή της αγοράς του ΕΟΧ όπως η προβλεπόμενη στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συμφωνιών. Ακόμη, δεν απέδειξε ούτε κάποια σχέση μεταξύ των μεθόδων και των πρακτικών που ακολουθούνταν στο πλαίσιο κάθε ομάδας συμφωνιών.

209    Λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που αντλούνται από το γεγονός ότι οι διεθνείς και οι ευρωπαϊκές συμφωνίες δεν εφαρμόστηκαν ταυτόχρονα (βλ. σκέψεις 182 έως 191 ανωτέρω), από το γεγονός ότι η αμοιβαία απόσυρση από την ευρωπαϊκή και τη βορειοαμερικανική αγορά και η κατανομή της αγοράς του ΕΟΧ μέσω μιας «αναθέσεως» πελατών αποτελούν διαφορετικούς σκοπούς που επιδιώκονταν με διαφορετικές μεθόδους (βλ. σκέψεις 192 έως 202 ανωτέρω) και, τέλος, από την έλλειψη αποδείξεων περί της προθέσεως των ευρωπαίων παραγωγών να προσχωρήσουν στις παγκόσμιες συμφωνίες προκειμένου να πραγματοποιήσουν αργότερα κατανομή της αγοράς του ΕΟΧ (βλ. σκέψη 203 ανωτέρω), πρέπει να συναχθεί ότι οι ευρωπαίοι παραγωγοί διέπραξαν δύο διαφορετικές παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και όχι μια ενιαία και διαρκή παράβαση.

210    Επομένως, η Απόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον επιβάλλει πρόστιμο στις προσφεύγουσες λόγω της συμμετοχής τους στην παγκόσμια σύμπραξη, παράβαση η οποία κρίνεται παραγραφείσα. Η επίπτωση της ακυρώσεως αυτής επί του υπολογισμού του ύψους του επιβληθέντος στην BASF προστίμου θα εξεταστεί στις σκέψεις 212 έως 223 κατωτέρω. Η δε επίπτωση της ως άνω ακυρώσεως επί του υπολογισμού του επιβληθέντος στην UCB προστίμου πρέπει να εξεταστεί μετά την ανάλυση του δευτέρου λόγου της εν λόγω προσφεύγουσας (βλ. σκέψεις 235 έως 241 κατωτέρω).

211    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί του λόγου που στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της BASF (βλ. σκέψη 157 ανωτέρω).

 Επί του υπολογισμού του προστίμου της BASF

212    Πρέπει να υπογραμμιστεί καταρχάς ότι, αιτήσει του Πρωτοδικείου, τόσο οι προσφεύγουσες όσο και η Επιτροπή εξέθεσαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την εκτίμησή τους σχετικά με τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων για την περίπτωση στην οποία το Πρωτοδικείο κρίνει βάσιμο τον λόγο που στηρίζεται σε νομική πλάνη κατά τον χαρακτηρισμό των διεθνών και ευρωπαϊκών συμφωνιών ως ενιαίας παραβάσεως. Όπως σημειώθηκε στη σκέψη 120 ανωτέρω, η εκτίμηση που αναπτύσσεται σχετικά με τη συνεργασία της BASF στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της διατυπώνεται με την επιφύλαξη των συνεπειών που μπορεί να έχει επί της μειώσεως αυτής η εκτίμηση του Πρωτοδικείου σχετικά με τον πέμπτο λόγο.

213    Η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας την οποία απονέμει στον κοινοτικό δικαστή το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 του παρέχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαφανίζει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν όταν οι κυρώσεις αυτές υποβάλλονται στην εκτίμησή του (απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψεις 61 και 62). Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προδικάζουν την εκτίμηση του προστίμου εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή, όταν αυτός αποφαίνεται βάσει της ως άνω αρμοδιότητας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T-49/02 έως T-51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-3033, σκέψη 169).

214    Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο πρέπει να ασκήσει την εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας που έχει, καθόσον η BASF έθεσε στην εκτίμησή του το ζήτημα του ύψους του προστίμου που της επιβλήθηκε.

215    Συναφώς, έχει σημασία να εξεταστεί, εκ προοιμίου, ο ισχυρισμός που διατύπωσε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση T‑111/05, κατά τον οποίο ένας νέος υπολογισμός του ύψους των προστίμων προϋποθέτει μια τροποποίηση της κατανομής σε κατηγορίες των Ευρωπαίων παραγωγών. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται στο γεγονός ότι η Απόφαση προέβη στην εν λόγω κατανομή λαμβάνοντας υπόψη τα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς τα οποία είχαν οι επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση το 1997, τελευταίο πλήρες έτους της παραβάσεως. Βάσει της εκτιμήσεως αυτής, η UCB και η Akzo Nobel κατατάχθηκαν στην τρίτη κατηγορία (με μερίδιο της αγοράς αντιστοίχως 13,4 % και 12 %), ενώ η BASF κατατάχθηκε στην τέταρτη κατηγορία με μερίδιο αγοράς 9,1 % (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

216    Εντούτοις, δεδομένου ότι η μόνη παράβαση που πρέπει να καταλογιστεί στις εμπλεκόμενες εταιρίες είναι εκείνη σχετικά με την αγορά του ΕΟΧ (βλ. σκέψη 210 ανωτέρω), τα μερίδια της αγοράς που πρέπει να ληφθούν υπόψη όσον αφορά την κατανομή των ευρωπαίων παραγωγών σε κατηγορίες είναι τα σχετικά την αγορά αυτή. Εντούτοις, μια τέτοια τροποποίηση δεν είναι ικανή να μεταβάλει την κατάταξη των επιχειρήσεων σε κατηγορίες ούτε τα αρχικά ποσά που προσδιορίστηκαν βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 44 της Αποφάσεως προκύπτει ότι, το 1997, η Akzo Nobel και η UCB κατείχαν αντιστοίχως το 28,9 % και το 28,5 % της ευρωπαϊκής αγοράς, ενώ το μερίδιο της BASF ανερχόταν σε 20,9 %. Τα μερίδια αυτά της αγοράς δικαιολογούν τη διατήρηση της εκ μέρους της Επιτροπής κατατάξεως της Akzo Nobel και της UCB στην ίδια κατηγορία και της BASF σε χαμηλότερη κατηγορία.

217    Όσον αφορά το γενικό επίπεδο των αρχικών ποσών, τα ποσά αυτά πρέπει να παραμείνουν ίδια με εκείνα τα οποία προσδιορίζει η αιτιολογική σκέψη 202 της Αποφάσεως. Πράγματι, τα ποσά αυτά καθορίστηκαν βάσει του σοβαρού χαρακτήρα της παραβατικής συμπεριφοράς τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και της σχετικά μικρής αξίας της ευρωπαϊκής αγοράς χλωριούχου χολίνης (52,6 εκατομμύρια ευρώ το 1997), παράγοντες οι οποίοι εξακολουθούν να ασκούν επιρροή έστω και αν η μόνη παράβαση που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η σχετική με τον ΕΟΧ.

218    Επομένως, το αρχικό ποσό που καθορίστηκε για την BASF βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να παραμείνει αμετάβλητο στα 18,8 εκατομμύρια ευρώ.

219    Όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής της BASF στις ευρωπαϊκές συμφωνίες, από τις αιτιολογικές σκέψεις 101, 102, 105 και 206 της Αποφάσεως προκύπτει ότι η έναρξη της συμμετοχής αυτής προσδιορίστηκε στις 29 Νοεμβρίου 1994, σε μια σύσκεψη στο Amersfoort (Κάτω Χώρες), και ότι έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 1998. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η μέθοδος που προτείνει η Επιτροπή, η οποία συνίσταται σε προσαύξηση του αρχικού ποσού κατά 10 % για κάθε πλήρες έτος και κατά 5 % για κάθε συμπληρωματικό χρονικό διάστημα έξι πλήρων μηνών ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντικές διαφορές μεταξύ των προσφευγουσών στο πλαίσιο των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως. Πράγματι, δεδομένου ότι η συμμετοχή της BASF στην παράβαση διήρκεσε τρία έτη και δέκα πλήρεις μήνες, το να επιβάλει το Πρωτοδικείο αύξηση κατά 5 % προκειμένου να λάβει υπόψη αυτούς τους δέκα μήνες θα ισοδυναμεί με παράλειψη των τεσσάρων συμπληρωματικών μηνών. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαθέτει συγκεκριμένα στοιχεία όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής κάθε προσφεύγουσας στην παράβαση και ότι, επομένως, είναι σε θέση να υπολογίσει το πρόστιμό τους με τρόπο που να ανταποκρίνεται προς την ακριβή διάρκεια της συμμετοχής αυτής, ώστε τα επιβαλλόμενα πρόστιμα να είναι πιο σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

220    Έτσι, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας που έχει, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι πρέπει να επιβληθεί μια αύξηση κατά 38 % ώστε να ληφθεί υπόψη η διαρκείας τριών ετών και δέκα μηνών περίοδος συμμετοχής της BASF στην παράβαση.

221    Επομένως, το βασικό ποσό του προστίμου της BASF καθορίζεται σε 25,944 εκατομμύρια ευρώ. Επί του ποσού αυτού πρέπει να εφαρμοστεί η αύξηση κατά 50 % λόγω της υποτροπής (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), πράγμα το οποίο αυξάνει το ύψος του προστίμου στα 38,916 εκατομμύρια ευρώ.

222    Το τελικό ύψος του προστίμου της BASF θα καθοριστεί μετά τη μείωση, στο πλαίσιο της συνεργασίας, κατά 10 % λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Αντιθέτως, όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε η BASF βάσει της συνεργασίας της και για τα οποία της χορηγήθηκε μια συμπληρωματική μείωση 10 % (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω), πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν συνιστά συνεργασία εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 το γεγονός ότι μια επιχείρηση θέτει στη διάθεση της Επιτροπής πληροφορίες σχετικά με πράξεις για τις οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να της επιβληθεί πρόστιμο βάσει των κανονισμών 17 και 1/2003 (απόφαση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 297). Δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά αφορούσαν αποκλειστικά τις παγκόσμιες συμφωνίες, ενώ οι πληροφορίες περί των ευρωπαϊκών συμφωνιών που παρέσχε η BASF ήταν αμελητέας αξίας (βλ. σκέψη 116 ανωτέρω), ότι η σχετική με τις παγκόσμιες συμφωνίες παράβαση κρίθηκε ότι έχει παραγραφεί (βλ. σκέψη 210 ανωτέρω) και ότι, κατά συνέπεια, η BASF δεν υποχρεούται να καταβάλει πρόστιμο για τον λόγο αυτό, δεν υπάρχει πλέον λόγος να αναγνωριστεί υπέρ αυτής η μείωση κατά 10 % που της είχε χορηγηθεί συναφώς.

223    Επομένως, το ύψος του προστίμου της BASF πρέπει να καθοριστεί σε 35,024 εκατομμύρια ευρώ.

7.     Επί του δευτέρου λόγου που προβάλλει η UCB, που στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996

 Επιχειρήματα των διαδίκων

224    Κατά την UCB, η διάκριση που πρέπει να γίνει μεταξύ των διεθνών και των ευρωπαϊκών συμφωνιών έχει επιπτώσεις επί της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 έναντι της ιδίας. Πιο συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η UCB ήταν η πρώτη επιχείρηση που κατήγγειλε τη μυστική σύμπραξη σε κοινοτικό επίπεδο (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω) και ότι πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που θέτει το τμήμα B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, εκτιμά ότι δικαιούται να τύχει μειώσεως κατά 75 έως 100 % του προστίμου που θα έπρεπε να της επιβληθεί διαφορετικά.

225    Η UCB υποστηρίζει ότι η νέα ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002), που αντικαθιστά την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, προβλέπει ότι η Επιτροπή δεν θα επιβάλει κανένα πρόστιμο στην επιχείρηση που θα παράσχει πρώτη στοιχεία από τα οποία μπορεί να διαπιστωθεί μια παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Το επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη επιβάλλει την εφαρμογή της αρχής της αναδρομικότητας του λιγότερο αυστηρού νόμου, που αποτελεί διεθνώς αναγνωριζόμενη γενική αρχή του δικαίου και απορρέει ευθέως από την αρχή της μη αναδρομικότητας του αυστηρότερου ποινικού νόμου. Η Επιτροπή υποχρεούται να εφαρμόζει την αρχή αυτή σε κάθε διαδικασία ικανή να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων κατ’ εφαρμογήν των κανόνων του ανταγωνισμού. Από αυτό προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει το τμήμα A της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 ως επιεικέστερο «νόμο» σε σχέση με το τμήμα B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, καθόσον προβλέπει την πλήρη ασυλία του εμπλεκομένου χωρίς να αφήνει στην Επιτροπή κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως του ποσού της μειώσεως, όπως προέβλεπε η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996. Επομένως, η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 θα οδηγούσε σε πλήρη απαλλαγή από το επιβληθέν στην UCB πρόστιμο.

226    Η έννοια της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου περιλαμβάνει την τροποποίηση κάθε ειδικής διατάξεως που κάθε αρχή προτίθεται να εφαρμόσει σε βάρος κάποιου προσώπου, όπως είναι οι ανακοινώσεις της Επιτροπής περί των επιβαλλόμενων στον τομέα του ανταγωνισμού προστίμων. Η αρχή αυτή υπερισχύει εξάλλου του σημείου της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, που περιορίζει την εφαρμογή του στο μετά τις 14 Φεβρουαρίου 2002 διάστημα. Το γεγονός ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της UCB κατά τον χρόνο της συνεργασίας της στηριζόταν στην ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να εμποδίσει την εφαρμογή της αρχής του επιεικέστερου νόμου.

227    Εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 όφειλε να οδηγήσει την Επιτροπή να μην επιβάλει πρόστιμο στην UCB, διότι ήταν η πρώτη που παρέσχε πληροφορίες σχετικά με την ευρωπαϊκή σύμπραξη πριν από οποιοδήποτε αίτημα εκ μέρους της Επιτροπής, σε περίοδο κατά την οποία η τελευταία αγνοούσε πλήρως τη σύμπραξη αυτή.

228    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο λόγος αυτός αποτελεί στην πραγματικότητα μια ανάλυση των συνεπειών οι οποίες πρέπει να συναχθούν σε περίπτωση που ο πρώτος λόγος που προβάλλει η UCB κριθεί βάσιμος. Επομένως, παραπέμπει στη σχετική με τον λόγο αυτό επιχειρηματολογία και εκτιμά ότι ο παρών λόγος πρέπει να απορριφθεί.

229    Επικουρικώς, η Επιτροπή δέχεται ότι αν οι πράξεις των προσφευγουσών δεν εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, θα είχε χορηγηθεί στην UCB μείωση του προστίμου ύψους τουλάχιστον 75 %. Στην περίπτωση αυτή, θα είχαν μεταβληθεί άλλα στοιχεία του υπολογισμού του ύψους του προστίμου, όπως η διάρκεια, οι ελαφρυντικές και οι επιβαρυντικές περιστάσεις και ο κύκλος εργασιών που ελήφθη υπόψη για τη διαφορετική μεταχείριση.

230    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου ναι μεν αποτελεί γενική αρχή του ποινικού δικαίου, αλλά οι αποφάσεις περί επιβολής προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού δεν είναι ποινικής φύσεως. Η νομολογία δεν επιβεβαιώνει την άποψη της προσφεύγουσας περί της υποχρεωτικής αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου στον τομέα του ανταγωνισμού. Επιπλέον, η εφαρμογή της αρχής αυτής προϋποθέτει μια τροποποίηση της νομικής βάσεως για τον υπολογισμό του προστίμου, δηλαδή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, που δεν τροποποιήθηκε με την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002.

231    Η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον προσδιορισμό του ύψους των προστίμων, ευχέρεια που καθορίζεται από τις ανακοινώσεις περί συνεργασίας. Η νομολογία δέχεται ότι, όσο οι ανακοινώσεις αυτές παραμένουν εντός του πλαισίου των διατάξεων του κανονισμού 17, η Επιτροπή διαθέτει ευρέα περιθώρια ελιγμών για να προσδιορίσει το ύψος των προστίμων ανάλογα με τις ανάγκες της πολιτικής ανταγωνισμού που ακολουθεί. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται κατά την άσκηση της ως άνω διακριτικής ευχέρειας παρά μόνο κατά τη διάρκεια της ισχύος της εφαρμοστέας ανακοινώσεως. Η Επιτροπή υπογραμμίζει συναφώς ότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 αντικατέστησε εκείνη του 1996 από τις 14 Φεβρουαρίου 2002. Ωστόσο, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της UCB περιορίζεται με την εφαρμογή ratione temporis κάθε σχετικής ανακοινώσεως, εν προκειμένω της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

232    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες όσον αφορά τον γενικά ευνοϊκότερο χαρακτήρα της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 σε σχέση με εκείνη του 1996. Ο χαρακτήρας αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί βάσει μιας επιλεκτικής εκτιμήσεως των διατάξεων της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Σε αντίθετη περίπτωση, η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει αναδρομικά την ως άνω ανακοίνωση μόνον έναντι των επιχειρήσεων που θα εύρισκαν σ’ αυτήν κάποιο ευνοϊκό στοιχείο, πράγμα το οποίο θα έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της πολιτικής της.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 Επί της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου

233    Από τη νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της μη αναδρομικότητας δεν εμποδίζει την εφαρμογή κατευθυντήριων γραμμών οι οποίες, εξ υποθέσεως, έχουν επιβαρυντικά αποτελέσματα όσον αφορά το ύψος των προστίμων που επιβάλλονται για παραβάσεις διαπραχθείσες πριν από την έκδοσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτική την οποία εφαρμόζουν μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκαν οι οικείες παραβάσεις (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψεις 202 έως 232).

234    Κατά συνέπεια, το έστω και υπό όρους δικαίωμα της Επιτροπής να εφαρμόζει αναδρομικά σε βάρος των ενδιαφερομένων κανόνες συμπεριφοράς προοριζόμενους να παραγάγουν εξωτερικά αποτελέσματα, όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές, αποκλείει κάθε υποχρέωση του εν λόγω κοινοτικού οργάνου να εφαρμόζει κάθε φορά την επιεικέστερη ρύθμιση.

 Επί του υπολογισμού του προστίμου της UCB

235    Για τον υπολογισμό του προστίμου της UCB πρέπει καταρχάς να γίνει παραπομπή στις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 212 έως 217 ανωτέρω.

236    Στη συνέχεια, το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις της Επιτροπής όσον αφορά τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα των παραβάσεων είναι εσφαλμένες επηρεάζει το ύψος του επιβληθέντος στην UCB προστίμου σε σχέση με την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996. Όπως δέχεται η Επιτροπή (βλ. σκέψη 229 ανωτέρω), οι διατάξεις του τμήματος B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 με τίτλο «Μη επιβολή προστίμου ή πολύ σημαντική μείωση του ύψους του» θα είχαν εφαρμογή υπέρ της UCB αν οι παγκόσμιες συμφωνίες θεωρούνταν ως παράβαση διαφορετική από τις ευρωπαϊκές συμφωνίες και, κατά συνέπεια, παραγεγραμμένη. Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η UCB αποκάλυψε την ευρωπαϊκή σύμπραξη στην Επιτροπή και πληρούσε τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει το τμήμα B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 (βλ. σκέψη 237κατωτέρω).

237    Κατά το τμήμα B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996:

«Η επιχείρηση η οποία:

α)      γνωστοποιεί στην Επιτροπή τη μυστική σύμπραξη πριν προβεί η Επιτροπή σε έλεγχο, μετά από απόφαση, στις επιχειρήσεις που μετέχουν στη σύμπραξη, και χωρίς να διαθέτει ήδη επαρκείς πληροφορίες για να αποδείξει την ύπαρξη της καταγγελλόμενης σύμπραξης·

β)      είναι η πρώτη που προσκομίζει στοιχεία καθοριστικά για την ύπαρξη της σύμπραξης·

γ)      διακόπτει τη συμμετοχή της στην αθέμιτη δραστηριότητα το αργότερο τη στιγμή κατά την οποία γνωστοποιεί τη σύμπραξη·

δ)      παρέχει στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, καθώς και όλα τα αποδεικτικά έγγραφα και στοιχεία που διαθέτει σχετικά με τη σύμπραξη και διατηρεί συνεχή και πλήρη συνεργασία καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας·

ε)      δεν έχει υποχρεώσει άλλη επιχείρηση να συμμετάσχει στη σύμπραξη ούτε ανέλαβε τη σχετική πρωτοβουλία ή διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο ως προς την παράνομη αυτή δραστηριότητα,

επωφελείται από μείωση κατά τουλάχιστον 75 % του προστίμου που θα της επιβαλλόταν αν δεν συνεργαζόταν, η οποία μπορεί να φθάσει και μέχρι [τη] μη επιβολή του συνόλου του προστίμου.»

238    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να προσαυξηθεί το αρχικό ποσό των 12,9 εκατομμυρίων ευρώ, που όρισε η Επιτροπή βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω), κατά 45 % επειδή η παράβαση διήρκεσε περίπου τεσσεράμισι έτη (από τις 14 Μαρτίου 1994 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1998). Επομένως, το βασικό ποσό πρέπει να καθοριστεί σε 18,705 εκατομμύρια ευρώ.

239    Επειδή δεν έγινε δεκτή καμία επιβαρυντική περίσταση σε βάρος της UCB, το βασικό ποσό πρέπει να μειωθεί βάσει της συνεργασίας της. Για τον προσδιορισμό του ποσοστού της μειώσεως πρέπει να γίνει δεκτό ότι η UCB αποκάλυψε την ευρωπαϊκή σύμπραξη, πράγμα το οποίο παρέσχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να επιβάλει σημαντικές κυρώσεις, δυνατότητα την οποία δεν θα είχε βάσει μόνον της παγκόσμιας συμπράξεως η οποία είχε παραγραφεί όταν αυτή παρενέβη για πρώτη φορά (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 102, 105, 107, 108, 109, 114, 118, 119 και 120 της Αποφάσεως προκύπτει ότι οι εννέα συσκέψεις που αποκάλυψε η UCB κάλυπταν όλη τη διάρκεια της παραβάσεως όσον αφορά τον ΕΟΧ, καθόσον οι έξι συσκέψεις που αποκάλυψε η Akzo Nobel ήταν απλώς ενδιάμεσες, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 110, 112, 113, 115, 116 και 117 της Αποφάσεως.

240    Εντούτοις, η UCB αποκάλυψε κάτι λιγότερο από τα δύο τρίτα των συσκέψεων. Επιπλέον, ναι μεν η UCB ενήργησε με δική της πρωτοβουλία, αλλά, την ημερομηνία που παρέσχε τις πληροφορίες αυτές (26 Ιουλίου 1999), είχε ήδη γνώση του γεγονότος ότι η Επιτροπή είχε αναλάβει δράση έναντι της παγκόσμιας συμπράξεως χλωριούχου χολίνης.

241    Υπό τις συνθήκες αυτές, το βασικό ποσό, όπως προσδιορίστηκε στη σκέψη 238 ανωτέρω, πρέπει να μειωθεί κατά 90 %, πράγμα το οποίο οδηγεί σε μείωση του συνολικού ύψους του προστίμου της UCB στα 1,870 εκατομμύρια ευρώ.

242    Δεδομένου ότι η UCB προέβαλε τον τρίτο λόγο επικουρικώς, για την περίπτωση που το Πρωτοδικείο δεχθεί την άποψη της Επιτροπής σχετικά με τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα των διεθνών και ευρωπαϊκών συμφωνιών (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω), παρέλκει να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επ’ αυτού. Πράγματι, έστω και αν η UCB ζητεί επίσης στο πλαίσιο του λόγου αυτού να μην της επιβληθεί κανένα πρόστιμο, η επιχειρηματολογία της στηρίζεται, πρώτον, στην ύπαρξη μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, πράγμα το οποίο δεν έγινε δεκτό, δεύτερον, στην εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 (βλ. σκέψη 225 ανωτέρω) και, τρίτον, στο γεγονός ότι, αν δεν συνεργαζόταν, η Επιτροπή δεν θα ήταν σε θέση να επιβάλει πρόστιμο. Όμως, δεδομένου ότι το επιχείρημα που αντλείται από την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 απορρίφθηκε (βλ. σκέψεις 233 και 234 ανωτέρω), ενώ το Πρωτοδικείο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, εκτίμησε την αξία της συνεργασίας της UCB χορηγώντας της μείωση κατά 90 % του ύψους του προστίμου που θα της επιβαλλόταν διαφορετικά.

243    Επομένως, το πρόστιμο της UCB πρέπει να καθοριστεί σε 1,870 εκατομμύρια ευρώ.

244    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει, πρώτον, να ακυρωθεί το άρθρο 1, στοιχεία b και f, της Αποφάσεως καθόσον αφορά την παράβαση που προσάπτεται στις προσφεύγουσες για χρονικό διάστημα προγενέστερο της 29ης Νοεμβρίου 1994 σχετικά με την BASF και προγενέστερο της 14ης Μαρτίου 1994 σχετικά με την UCB, δεύτερον, να καθοριστεί το πρόστιμο που πρέπει να επιβληθεί στην BASF και στην UCB, αντιστοίχως, σε 35,024 και σε 1,870 εκατομμύρια ευρώ και, τρίτον, να απορριφθούν οι προσφυγές κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

245    Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

246    Στην υπόθεση T-101/05, επειδή η BASF ηττήθηκε όσον αφορά διάφορους λόγους, αλλά δικαιώθηκε στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, πρέπει οριστεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

247    Στην υπόθεση T-111/05, επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε όσον αφορά τα περισσότερα αιτήματά της, πρέπει να καταδικαστεί να φέρει, επιπλέον των δικών της δικαστικών εξόδων, το 90 % των εξόδων της UCB.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Διατάσσει τον χωρισμό της υποθέσεως T-112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής από τις υποθέσεις T-101/05 και T-111/05 προς έκδοση χωριστής αποφάσεως.

2)      Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχεία b και f, της αποφάσεως 2005/566/ΕΚ της Επιτροπής της 9ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/E-2/37.533 – Χλωριούχος χολίνη), καθόσον αυτό δέχεται την παράβαση που προσάπτεται στην BASF AG και στην UCB SA για χρονικό διάστημα προγενέστερο της 29ης Νοεμβρίου 1994 όσον αφορά την BASF και προγενέστερο της 14ης Μαρτίου 1994 όσον αφορά την UCB.

3)      Στην υπόθεση T-101/05, το επιβλητέο στην BASF πρόστιμο καθορίζεται σε 35,024 εκατομμύρια ευρώ.

4)      Στην υπόθεση T-111/05, το επιβλητέο στην στην UCB πρόστιμο καθορίζεται σε 1,870 εκατομμύρια ευρώ.

5)      Απορρίπτει τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

6)      Στην υπόθεση T-101/05, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

7)      Στην υπόθεση T 111/05, η Επιτροπή φέρει, επιπλέον των δικών της δικαστικών εξόδων, το 90 % των εξόδων της UCB.

Meij

Forwood

Παπασάββας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 12 Δεκεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. W. H. Meij

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2.  Επί του πρώτου λόγου που προβάλλει η BASF, που στηρίζεται σε παράβαση των κανονισμών 17 και 1/2003, καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών, λόγω της αυξήσεως του ύψους του προστίμου κατά 100 % προκειμένου να προσδοθεί σ’ αυτό αποτρεπτικός χαρακτήρας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

3.  Επί του δευτέρου λόγου που προέβαλε η BASF, που στηρίζεται σε προσβολή της ασφαλείας δικαίου και της αναλογικότητας λόγω της αυξήσεως κατά 50 % του ύψους του προστίμου λόγω της υποτροπής, καθώς και σε εσφαλμένο υπολογισμό της αυξήσεως αυτής

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

4.  Επί του τρίτου λόγου που προβάλλει η BASF, που στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του εγγράφου της 6ης Μαΐου 1999

Επί της συσκέψεως της 17ης Μαΐου 1999

Επί της ανακοινώσεως της 21ης Μαΐου 1999

Επί της ανακοινώσεως της 23ης Ιουλίου 1999

Επί της εκτιμήσεως της εκθέσεως της 15ης Ιουνίου και της ανακοινώσεως της 23ης Ιουνίου 1999 με γνώμονα το αίτημα παροχής πληροφοριών της 26ης Μαΐου 1999

Επί της ανακοινώσεως της 16ης Ιουλίου 1999

Η συνολική εκτίμηση της μειώσεως που χορηγήθηκε στην BASF

5.  Επί του τετάρτου λόγου που προβάλλει η BASF, που στηρίζεται σε ανεπαρκή μείωση του προστίμου ανεξάρτητα από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

6.  Επί του λόγου που προβάλλουν η BASF και η UCB, που στηρίζεται σε νομική πλάνη κατά τον χαρακτηρισμό των διεθνών και ευρωπαϊκών συμφωνιών ως μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

–  Επί του περιεχομένου της επιχειρηματολογίας της BASF

–  Επί της εννοίας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

–  Η θέση που έλαβε η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων και οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην Απόφαση

Επί του χαρακτηρισμού της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς

Επί του υπολογισμού του προστίμου της BASF

7.  Επί του δευτέρου λόγου που προβάλλει η UCB, που στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου

Επί του υπολογισμού του προστίμου της UCB

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσες διαδικασίας: η αγγλική και η γαλλική