Language of document : ECLI:EU:T:2010:449

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Προσφυγή ακύρωσης – Χρεωστικό σημείωμα – Ένσταση απαραδέκτου – Συμβατική φύση της διαφοράς – Φύση της προσφυγής –Πράξη υποκείμενη σε προσφυγή»

Στην υπόθεση T‑353/10,

Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από την Ε. Τζαννίνη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου και A. Sauka,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακύρωσης ενός χρεωστικού σημειώματος που εξέδωσε η Επιτροπή στις 22 Ιουλίου 2010 για την επιστροφή από την προσφεύγουσα του ποσού των 109 415,20 ευρώ, το οποίο της είχε καταβληθεί ως χρηματοοικονομική συνδρομή για ένα πρόγραμμα ιατρικής έρευνας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από την I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, και τους K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο ΑΕ, είναι μαιευτήριο ειδικευμένο στους τομείς της μαιευτικής, της γυναικολογίας και της χειρουργικής Η προσφεύγουσα είναι μέλος μιας σύμπραξης που συνήψε τον Δεκέμβριο του 2003 με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμβαση σχετικά με ένα πρόγραμμα ιατρικής έρευνας, ονομαζόμενο Dicoems, η οποία πρόβλεπε ότι η Επιτροπή θα παρείχε τη χρηματοοικονομική συνδρομή της σε δόσεις (στο εξής: σύμβαση). Το εν λόγω πρόγραμμα άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2004 και ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου 2006, αλλά η σχετική σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει, καθόσον η Επιτροπή δεν έχει καταβάλει ακόμη την τρίτη και τελευταία δόση.

2        Κατά το άρθρο 12 της σύμβασης, η σύμβαση αυτή διέπεται από το βελγικό δίκαιο. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 13, το Γενικό Δικαστήριο, ή, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, το Δικαστήριο, είναι το μόνο αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς ανακύψει μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών της σύμπραξης σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της σύμβασης.

3        Με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2009, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι επρόκειτο να υποβληθεί σε οικονομικό έλεγχο σχετικά με τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα Dicoems. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να προσκομίσει, κατά τον έλεγχο αυτό, μεταξύ άλλων, τα δελτία χρόνου απασχόλησης του προσωπικού που χρησιμοποιούσε στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος. Κατά τον οικονομικό έλεγχο, ο οποίος διενεργήθηκε από τις 3 έως τις 6 Αυγούστου 2009, προέκυψε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει τα δελτία χρόνου απασχόλησης με τις ώρες εργασίας του προσωπικού της, για τις οποίες ζητούσε την απόδοση των δαπανών.

4        Τον Οκτώβριο του 2009 η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα το σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου, το οποίο επισήμαινε ότι δεν υπήρχαν τα δελτία χρόνου απασχόλησης, και την κάλεσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της. Η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν έκρινε πειστικές τις παρατηρήσεις που της διαβίβασε η προσφεύγουσα με έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2009, ενέμεινε, με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 2009, στα πορίσματα που είχαν διατυπωθεί στην έκθεση ελέγχου.

5        Στις 27 Απριλίου 2010 η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα έγγραφο με το οποίο την ενημέρωνε για την πρόθεσή της να κινήσει τη διαδικασία αναζήτησης και την καλούσε να της επιστρέψει το ποσό των 109 415,20 ευρώ. Στις 26 Μαΐου 2010 η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει και να δεχτεί τις παρατηρήσεις τις οποίες της είχε διαβιβάσει προηγουμένως.

6        Η Επιτροπή όμως, επειδή έκρινε ότι η απάντηση της προσφεύγουσας δεν παρείχε κανένα νέο στοιχείο, της απέστειλε στις 22 Ιουλίου 2010 χρεωστικό σημείωμα, με το οποίο την καλούσε να καταβάλει το ποσό των 109 415,20 ευρώ μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου 2010 (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα).

7        Επιπλέον, το χρεωστικό σημείωμα περιείχε, υπό την επικεφαλίδα «Όροι πληρωμής», τα ακόλουθα στοιχεία:

«1.      Όλα τα τραπεζικά έξοδα εις βάρος σας.

2.      Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να προβεί, μετά από προηγούμενη πληροφόρηση, στην είσπραξη με συμβιβασμό, στην περίπτωση αμοιβαίων απαιτήσεων που είναι βέβαιες, εκκαθαρισμένες και απαιτητές.

3.      Ελλείψει πίστωσης στον λογαριασμό της Επιτροπής κατά την καταληκτική ημερομηνία, η απαίτηση που βεβαιώθηκε από τις Κοινότητες παράγει τόκους με το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης], σειρά C, το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα της καταληκτικής ημερομηνίας, 09-2010 + 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

4.      Ελλείψει πίστωσης στον λογαριασμό της Επιτροπής κατά την καταληκτική ημερομηνία, η Επιτροπή επιφυλάσσεται του δικαιώματος να:

–        προβεί στην εκτέλεση κάθε εκ των προτέρων παρασχεθείσας χρηματικής εγγύησης,

–        προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 299 ΣΛΕΕ,

–        γνωστοποιήσει τη μη πληρωμή σε βάση δεδομένων στην οποία έχουν πρόσβαση οι διατάκτες του προϋπολογισμού [της Ένωσης] έως την είσπραξη του συνόλου [του ποσού].»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Η προσφεύγουσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Αυγούστου 2010, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

9        Η Επιτροπή, με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στις 8 Οκτωβρίου 2010, προέβαλε ένσταση απαραδέκτου.

10      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

11      Η προσφεύγουσα ζητεί εν συνόψει από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής,

–        να ακυρώσει το χρεωστικό σημείωμα, κατά το μέρος κατά το οποίο η Επιτροπή αφενός απαιτεί από την προσφεύγουσα να της καταβάλει ποσό που υπερβαίνει το ποσό που η ίδια η προσφεύγουσα, με το υπόμνημα της 5ης Νοεμβρίου 2009, αποδέχθηκε ότι της οφείλει και αφετέρου αρνείται να της καταβάλει το τελευταίο αυτό ποσό ή να το συμψηφίσει με το ποσό που της οφείλει για την τρίτη δόση, κατά τα προβλεπόμενα από τη σύμβαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

12      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν σχετικής αίτησης διαδίκου, να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από την εξέταση των στοιχείων της δικογραφίας, ώστε να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία επί της ενστάσεως που πρότεινε η Επιτροπή.

13      Η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής στηρίζεται αφενός στη συμβατική φύση της διαφοράς που εκκρεμεί μεταξύ της ίδιας και της προσφεύγουσας, λόγω της οποίας το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της διαφοράς αυτής στο πλαίσιο προσφυγής ακύρωσης που ασκείται δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, και αφετέρου στον καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα του χρεωστικού σημειώματος που αποστάληκε στην προσφεύγουσα και το οποίο δεν αποτελεί πράξη υποκείμενη σε προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

14      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το χρεωστικό σημείωμα εκδόθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης, λόγω της μη επαρκούς δικαιολόγησης των δαπανών στις οποίες προέβη η προσφεύγουσα κατ’ εφαρμογή των συμβατικών της υποχρεώσεων. Η πλημμελής εκτέλεση μιας σύμβασης αποτελεί ζήτημα συμβατικής ευθύνης και η σχετική ανταλλαγή εγγράφων, προσκλήσεων και καταβολών δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Υπό την αντίθετη εκδοχή, το Γενικό Δικαστήριο θα επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του πέραν των προβλεπομένων από τη ΣΛΕΕ, η οποία του επιτρέπει να αποφαίνεται επί συμβατικών διαφορών βάσει μόνο ειδικών διαιτητικών ρητρών, δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, πράγμα που αποκλείει όμως την παράλληλη άσκηση των λοιπών ενδίκων βοηθημάτων.

15      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι το χρεωστικό σημείωμα συνιστά απλώς προπαρασκευαστική πράξη ενημερωτικού χαρακτήρα, η οποία δεν μεταβάλλει την έννομη κατάσταση της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού και στις διατάξεις για την εκτέλεση του δημοσιονομικού αυτού κανονισμού, καθώς και στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Απριλίου 2008, T‑260/04, Cestas κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑701, σκέψη 76). Κατά την Επιτροπή, η έννομη κατάσταση της προσφεύγουσας μπορεί να μεταβληθεί μόνον από δικαστική απόφαση που θα επιδικάζει στην Επιτροπή το οφειλόμενο ποσό ή, εναλλακτικά, από οριστική εκτελεστή απόφαση που εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

16      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η υπαγωγή μιας διαφοράς στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου βάσει ρήτρας διαιτησίας δεν αποκλείει την απευθείας προσφυγή στο Γενικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Από τη ρήτρα διαιτησίας δεν προκύπτει άλλωστε ότι κάποιο από τα μέσα παροχής ένδικης προστασίας έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι ενός άλλου. Κατά την προσφεύγουσα, η ένδικη διαφορά δεν έχει εξάλλου ως αντικείμενο την ερμηνεία ή την εκτέλεση των όρων της σύμβασης, αλλά σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με την παντελή έλλειψη αιτιολογίας του χρεωστικού σημειώματος. Επιπλέον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το γεγονός και μόνο ότι μια πράξη που εκδίδει η Επιτροπή εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας συμβατικής φύσης δεν αρκεί για να διαπιστωθεί το απαράδεκτο της προσφυγής ακύρωσης που έχει ασκηθεί κατά της πράξης αυτής από ιδιώτη τον οποίο αφορά η εν λόγω πράξη και στον οποίο απευθύνεται ρητά, εφόσον η πράξη αυτή έχει εκδοθεί από την Επιτροπή κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της.

17      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να διαφοροποιήσει σαφώς έναν εκτελεστό τίτλο από ένα πληροφοριακό έντυπο. Κατά συνέπεια, η ανάλυση του χρεωστικού σημειώματος πρέπει να βασιστεί στο περιεχόμενό του. Κατά την προσφεύγουσα, αν εφαρμοστεί το κριτήριο αυτό, το χρεωστικό σημείωμα συνιστά οριστική πράξη, η οποία αναπτύσσει εκτελεστά αποτελέσματα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Τούτο συνάγεται από το ίδιο το κείμενο του εν λόγω σημειώματος, στο οποίο διατυπώνεται απειλή για αναγκαστική εκτέλεση σε περίπτωση μη πληρωμής και στο οποίο περιέχονται όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την αναγκαστική εκτέλεση, όπως το ακριβές ποσό, η καταληκτική ημερομηνία πληρωμής, η έναρξη τοκοφορίας και η απειλή κυρώσεων. Εξάλλου, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι οι πράξεις οι oπoίες καθορίζουν οριστικώς τη θέση της Επιτροπής μετά την περάτωση της διαδικασίας του εσωτερικού διοικητικού και λoγιστικού ελέγχου είναι πράξεις που υπόκεινται σε προσφυγή. Με την έκδοση του χρεωστικού σημειώματος όμως περατώθηκε η διαδικασία αυτή και δεν χρειάζεται πλέον καμία νομική ενέργεια μετά την έκδοση του εν λόγω σημειώματος.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 Επί της φύσης της υπό κρίση προσφυγής, όπως έχει ασκηθεί από την προσφεύγουσα

18      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στον προσφεύγοντα να επιλέξει το νομικό έρεισμα της προσφυγής του και όχι στον κοινοτικό δικαστή να επιλέξει αυτός την καταλληλότερη νομική βάση (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2005, C‑160/03, Ισπανία κατά Eurojust, Συλλογή 2005, σ.  I‑2077, σκέψη 35, διατάξεις του Πρωτοδικείου της 26ης Φεβρουαρίου 2007, T‑205/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38, και της 10ης Απριλίου 2008, T‑97/07, Imelios κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 19).

19      Εν προκειμένω, μολονότι η προσφυγή δεν βασίζεται ρητά στις διατάξεις που διέπουν την προσφυγή ακύρωσης, από τα δικόγραφα και υπομνήματα που κατέθεσε η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προσφυγή, το αίτημα της οποίας είναι η ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος, στηρίζεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

20      Έτσι, στην πρώτη σελίδα του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα χαρακτηρίζει την προσφυγή της ως προσφυγή «για την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος». Ομοίως, με τα αιτήματα που διατυπώνει στη σελίδα 22 του ίδιου αυτού δικογράφου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να «ακυρώσει το προσβαλλόμενο χρεωστικό σημείωμα» και να «[ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση] και κατά το μέρος εκείνο για το οποίο δεν έχει καταβληθεί [από την Επιτροπή] η γ΄ δόση». Επιπλέον, η προσφεύγουσα, στο σημείο 18 των παρατηρήσεών της επί της ένστασης απαραδέκτου, αφού υπενθυμίζει ότι «στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ο δικαστής εξετάζει τη νομιμότητα πράξεων […] οι οποίες προορίζονται να παραγάγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση», υπογραμμίζει ότι «[τ]έτοιο έγγραφο πρέπει να θεωρηθεί και το χρεωστικό σημείωμα». Στο ίδιο αυτό σημείο 18, η προσφεύγουσα εκθέτει επίσης ότι «η ένδικη διαφορά, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί διαφορά προερχόμενη εκ της ερμηνείας ή εκτέλεσης των όρων της σύμβασης, αλλά σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με την παντελή έλλειψη αιτιολογίας του χρεωστικού σημειώματoς».

21      Κατά συνέπεια, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να εξεταστεί ως προσφυγή ακύρωσης.

 Επί του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής ως προσφυγής ακύρωσης που έχει ασκηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ

22      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων που έχουν εκδοθεί από τα θεσμικά όργανα και προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάσταση των τρίτων (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2003, T‑377/00, T‑379/00, T‑380/00, T‑260/01 και T‑272/01, Philip Morris International κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1, σκέψη 81).

23      Κατά πάγια νομολογία, η αρμοδιότητα αυτή αφορά μόνο τις αποφάσεις που καλύπτονται από το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, δηλαδή τις αποφάσεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα υπό τις προβλεπόμενες στη ΣΛΕΕ προϋποθέσεις κάνοντας χρήση των προνομιών δημόσιας εξουσίας τις οποίες έχουν (βλ., συναφώς, διατάξεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2004, T‑314/03, Musée Grévin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1421, σκέψεις 62, 63 και 81, και Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 18, σκέψη 39).

24      Αντίθετα, οι πράξεις που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα και εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες, δεν περιλαμβάνονται, λόγω ακριβώς της φύσης τους, μεταξύ των πράξεων που προβλέπει το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (διατάξεις του Πρωτοδικείου Musée Grévin κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 23, σκέψη 64, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 18, σκέψη 40, Imelios κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω σκέψη 18 ανωτέρω, σκέψη 22, της 6ης Οκτωβρίου 2008, T‑235/06, Austrian Relief Program κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 35, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, T‑428/07 και T‑455/07, CEVA κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52).

25      Η άσκηση συνεπώς της υπό κρίση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 263 ΣΛΕΕ είναι παραδεκτή μόνον εφόσον το χρεωστικό σημείωμα αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων που αφενός βαίνουν πέρα από τα αποτελέσματα που απορρέουν από τη σύμβαση και αφετέρου προϋποθέτουν την άσκηση των προνομιών δημόσιας εξουσίας που έχουν απονεμηθεί στην Επιτροπή ως διοικητική αρχή.

26      Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει συναφώς ότι το χρεωστικό σημείωμα εκδόθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης που είχε συναφθεί μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας, καθόσον αποσκοπεί στην είσπραξη μιας απαίτησης που απορρέει από τη σύμβαση.

27      Συγκεκριμένα, πρώτον, η Επιτροπή κατέβαλε στην προσφεύγουσα ένα ποσό 117 306,85 ευρώ βάσει της σύμβασης. Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου II.31, παράγραφος 1, των γενικών όρων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της εν λόγω σύμβασης, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να αξιώσει από οποιοδήποτε μέλος της σύμπραξης να αποδώσει κάθε ποσό που έλαβε αχρεωστήτως ή του οποίου η απόδοση είναι δικαιολογημένη κατ’ εφαρμογή της σύμβασης, πράγμα που έπραξε με το έγγραφο της 27ης Απριλίου 2010, με το οποίο αξίωσε από την προσφεύγουσα την απόδοση του ποσού των 109 415,20 ευρώ (βλ. ανωτέρω τη σκέψη 5). Τρίτον, κατά το χρεωστικό σημείωμα, το οποίο επιπλέον παραπέμπει στα έγγραφα της Επιτροπής της 27ης Απριλίου και της 13ης Ιουλίου 2010, η Επιτροπή αξίωσε από την προσφεύγουσα την «επιστροφή του ποσού των 109 415,20 ευρώ σε σχέση με τη συμμετοχή [της προσφεύγουσας] στο πρόγραμμα 507760 [Dicoems] και την υλοποίηση του αποτελέσματος του οικονομικού ελέγχου [που διενεργήθηκε στην προσφεύγουσα]».

28      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, παρά το γεγονός ότι η έννομη σχέση που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς εντάσσεται στο πλαίσιο σύμβασης, το προσβαλλόμενο χρεωστικό σημείωμα είναι διοικητικής φύσης. Η προσφεύγουσα υπενθύμισε ορθά ότι η πράξη την οποία εκδίδει ένα θεσμικό όργανο στο πλαίσιο σύμβασης πρέπει να θεωρείται ότι μπορεί να διαχωριστεί από το πλαίσιο αυτό, εφόσον το όργανο την εκδίδει κατ’ άσκηση των προνομιών δημόσιας εξουσίας που έχει (βλ., συναφώς, διάταξη Imelios κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 18, σκέψη 28).

29      Εν προκειμένω όμως, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή ενήργησε κάνοντας χρήση των προνομιών δημόσιας εξουσίας που έχει. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 26 και 27 της παρούσας διάταξης, ο σκοπός του χρεωστικού σημειώματος συνίσταται στην άσκηση των δικαιωμάτων που αντλεί η Επιτροπή από τις διατάξεις της σύμβασης που έχει συνάψει με την προσφεύγουσα. Αντίθετα, το σημείωμα αυτό δεν αποσκοπεί στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων έναντι της προσφεύγουσας, τα οποία θα οφείλονταν στην εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας τις οποίες έχει ενδεχομένως το όργανο αυτό δυνάμει του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, πρέπει εν προκειμένω να γίνει δεκτό ότι το χρεωστικό σημείωμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις συμβατικές σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας.

30      Όπως τονίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 7, το χρεωστικό σημείωμα περιέχει βέβαια, υπό την επικεφαλίδα «όροι πληρωμής», αναφορές στους τόκους που θα αποφέρει η απαίτηση σε περίπτωση μη εξόφλησής της κατά την καταληκτική ημερομηνία, στη δυνατότητα είσπραξης με συμβιβασμό ή κατόπιν εκτέλεσης στηριζόμενης σε παρασχεθείσα ενδεχομένως χρηματική εγγύηση, καθώς και στις δυνατότητες αναγκαστικής εκτέλεσης και καταχώρισης της μη πληρωμής σε βάση δεδομένων στην οποία έχουν πρόσβαση οι διατάκτες του κοινοτικού προϋπολογισμού. Εντούτοις, οι αναφορές αυτές, έστω και αν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο που να δημιουργεί την εντύπωση ότι πρόκειται για οριστική πράξη της Επιτροπής, δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει και εξ ορισμού, παρά να είναι προπαρασκευαστικές της πράξης της Επιτροπής που αφορά την εκτέλεση της διαπιστωθείσας απαίτησης, αφού η Επιτροπή, με το χρεωστικό σημείωμα, δεν λαμβάνει θέση ως προς τα μέσα που υπολογίζει να εφαρμόσει για την αναζήτηση του σχετικού ποσού, προσαυξημένου κατά τους τόκους υπερημερίας από την καταληκτική ημερομηνία για την εξόφληση που καθορίζει το χρεωστικό σημείωμα (βλ., συναφώς, απόφαση Cestas κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 15, σκέψεις 71 έως 74).

31      Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, σύμφωνα με εκτιθέμενα ανωτέρω στη σκέψη 25, το εν λόγω χρεωστικό σημείωμα, από την ίδια τη φύση του, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των πράξεων των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

32      Το συμπέρασμα είναι ότι η υπό κρίση προσφυγή πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί της δυνατότητας επαναχαρακτηρισμού της υπό κρίση προσφυγής ως προσφυγής που ασκείται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ

33      Με δεδομένη τη ρήτρα διαιτησίας που προβλέπεται στο άρθρο 13 της σύμβασης, το οποίο προβλέπει ότι αρμόδια για την επίλυση κάθε διαφοράς ως προς το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της σύμβασης είναι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, πρέπει να εξεταστεί αν η υπό κρίση προσφυγή μπορεί να επαναχαρακτηριστεί ως προσφυγή που ασκείται κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ.

34      Κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο, όταν ασκείται ενώπιόν του προσφυγή ακύρωσης ή αγωγή αποζημίωσης, ενώ η διαφορά είναι, στην πραγματικότητα, συμβατικής φύσης, προβαίνει σε επαναχαρακτηρισμό του ασκηθέντος μέσου παροχής ένδικης προστασίας, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τέτοιου είδους επαναχαρακτηρισμό (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, T‑26/00, Lecureur κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2623, σκέψη 38· διατάξεις του Πρωτοδικείου Musée Grévin, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 23, σκέψη 88, της 9ης Ιουνίου 2005, T‑265/03, Helm Düngemittel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2009, σκέψη 54, και απόφαση CEVA κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 24, σκέψη 57).

35      Η εξέταση της νομολογίας καταδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται διαφοράς συμβατικής φύσης, κρίνει ότι αδυνατεί να προβεί σε επαναχαρακτηρισμό της προσφυγής ακύρωσης, όταν η εκπεφρασμένη βούληση του προσφεύγοντος να μη βασίσει την προσφυγή του στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ αποκλείει τον επαναχαρακτηρισμό αυτό (βλ., συναφώς, διατάξεις του Πρωτοδικείου Musée Grévin κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 23, σκέψη 88, της 2ας Απριλίου 2008, T‑100/03, Maison de l’Europe Avignon Méditerranée κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 54, και απόφαση CEVA κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 24, σκέψη 59) ή όταν η προσφυγή δεν στηρίζεται σε λόγο που αφορά παράβαση των κανόνων που διέπουν την επίμαχη συμβατική σχέση, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για συμβατικούς όρους ή για διατάξεις του εθνικού δικαίου που ορίζεται ως το εφαρμοστέο στη σύμβαση (βλ., συναφώς, διατάξεις Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 18, σκέψη 57, Imelios κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 18, σκέψη 33, και απόφαση CEVA κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 24, σκέψη 59).

36      Εν προκειμένω επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, προς στήριξη του αιτήματός της να ακυρωθεί το χρεωστικό σημείωμα, προβάλλει τέσσερις λόγους, οι οποίοι στηρίζονται στους ισχυρισμούς ότι, πρώτον, το χρεωστικό σημείωμα δεν είναι αιτιολογημένο, δεύτερον, δεν ελήφθησαν υπόψη τα δελτία χρόνου απασχόλησης που κατάρτισε η προσφεύγουσα εκ των υστέρων, τρίτον, δεν ελήφθησαν υπόψη τα επιχειρήματα που ανέπτυξε η προσφεύγουσα ως προς τα πραγματικά περιστατικά και, τέταρτον, παραβιάστηκε η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

37      Οι τέσσερις αυτοί λόγοι ακύρωσης, που στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο σε στοιχεία που χαρακτηρίζουν σχέσεις διοικητικού δικαίου, αποτελούν λόγους που προσιδιάζουν σε προσφυγή ακύρωσης. Εξάλλου, η προσφεύγουσα, με τις παρατηρήσεις που διατύπωσε επί της ένστασης απαραδέκτου, δεν ζήτησε ούτε ρητά ούτε έμμεσα τον επαναχαρακτηρισμό της προσφυγής της. Τέλος, αντίθετα προς τα προβλεπόμενα από το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα δεν διατυπώνει ούτε καν συνοπτικά λόγους, επιχειρήματα ή αιτιάσεις που να αφορούν παράβαση των διατάξεων της σύμβασης ή του βελγικού δικαίου, από το οποίο διέπεται η εν λόγω σύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο της 12.

38      Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 35, η υπό κρίση προσφυγή δεν μπορεί να επαναχαρακτηριστεί ως προσφυγή που ασκείται κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ.

39      Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής και να απορριφθεί συνεπώς η υπό εξέταση προσφυγή ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

41      Στην προκείμενη περίπτωση, μολονότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε σαφή και μη αμφίσημη διατύπωση κατά τη σύνταξη του χρεωστικού σημειώματος. Ορισμένα δηλαδή στοιχεία του σημειώματος, και ιδίως η αναφορά στο ενδεχόμενο έκδοσης απόφασης που θα αποτελούσε εκτελεστό τίτλο κατά το άρθρο 299 ΣΛΕΕ, μπορούσαν να δημιουργήσουν στην προσφεύγουσα την εντύπωση ότι επρόκειτο για οριστική πράξη που είχε εκδοθεί κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής. Με αυτό το δεδομένο, αποφασίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της προκείμενης υπόθεσης, ότι η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα της εταιρίας Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο ΑΕ.

Λουξεμβούργο, 12 Οκτωβρίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

      Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

      I. Pelikánová


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.