Language of document : ECLI:EU:C:2009:260

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 23ης Απριλίου 2009 (*)

«Οδηγία 89/104/ΕΟΚ – Δίκαιο των σημάτων – Ανάλωση των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος – Σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης – Πώληση προϊόντων που φέρουν το σήμα κατά παράβαση ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης – Έλλειψη συγκατάθεσης του δικαιούχου του σήματος – Πώληση προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν πωλήσεις με διαρκή έκπτωση – Προσβολή της φήμης του σήματος»

Στην υπόθεση C‑59/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Φεβρουαρίου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

Copad SA

κατά

Christian Dior couture SA,

Vincent Gladel, υπό την ιδιότητά του ως δικαστικού διαχειριστή της Société industrielle lingerie (SIL),

Société industrielle lingerie (SIL),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, A. Tizzano (εισηγητή), A. Borg Barthet και J.-J. Kasel, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M.-A. Gaudissart, προϊστάμενος τμήματος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Copad SA, εκπροσωπούμενη από τον H. Farge, avocat,

–        η Christian Dior couture SA, εκπροσωπούμενη από τον J.‑M. Bruguière, καθώς και από τους P. Deprez και E. Bouttier, avocats,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Beaupère-Manokha, καθώς και από τους G. de Bergues και J.-C. Niollet,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον H. Krämer,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 7 και 8, παράγραφος 2, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί από τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992, (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: οδηγία).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Copad SA (στο εξής: Copad) και της Christian Dior couture SA (στο εξής: Dior), αφενός, και της Société industrielle lingerie (στο εξής: SIL) και του M. Gladel, υπό την ιδιότητά του ως δικαστικού διαχειριστή της SIL, αφετέρου, όσον αφορά την πώληση από τη SIL στην Copad, κατά παράβαση ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης μεταξύ αυτής και της Dior, προϊόντων που φέρουν το σήμα Christian Dior.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3        Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας ορίζει:

«1.      Το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α)      σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί·

β)      σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης του σημείου με το σήμα.

2.      Ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να προβλέπει ότι ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σημείο πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το σήμα, για προϊόντα ή υπηρεσίες μη παρόμοιες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί, έαν αυτό χαίρει φήμης μέσα στο κράτος μέλος και η χρησιμοποίηση του σημείου, χωρίς νόμιμη αιτία, θα επέφερε, αχρεωστήτως, όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

3.      Μπορεί, ιδίως, να απαγορεύεται, εάν πληρούνται οι όροι των παραγράφων 1 και 2:

α)      η επίθεση του σημείου επί των προϊόντων ή της συσκευασίας τους·

β)      η προσφορά των προϊόντων ή η εμπορία ή η κατοχή τους προς εμπορία ή η προσφορά ή παροχή υπηρεσιών υπό το σημείο·

γ)      η εισαγωγή ή η εξαγωγή των προϊόντων υπό το σημείο·

δ)      η χρησιμοποίηση του σημείου σε επαγγελματικό έντυπο υλικό και στη διαφήμιση.»

4        Το άρθρο 7 της οδηγίας, όπως είχε αρχικώς, όριζε:

«1.      Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο μέσα στην Κοινότητα από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.

2.      Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος έχει νόμιμους λόγους να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϊόντων μεταβάλλεται ή αλλοιούται μετά τη διάθεσή τους στο εμπόριο.»

5        Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 2, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, σε συνδυασμό με το παράρτημα XVII, σημείο 4, της Συμφωνίας αυτής, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, όπως είχε αρχικώς, τροποποιήθηκε για τους σκοπούς της εν λόγω συμφωνίας, οπότε η φράση «μέσα στην Κοινότητα» αντικαταστάθηκε από τις λέξεις «στην αγορά ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη».

6        Το άρθρο 8 της οδηγίας προβλέπει:

«1.      Είναι δυνατό να παραχωρηθούν άδειες χρήσης σήματος για το σύνολο, ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωριστεί και για το σύνολο ή τμήμα του εδάφους ενός κράτους μέλους. Οι άδειες χρήσης μπορεί να είναι αποκλειστικές ή μη αποκλειστικές.

2.      Ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα αυτό κατά του έχοντος την άδεια εφόσον αυτός παραβιάζει διάταξη της σύμβασης για την παραχώρηση της άδειας χρήσης, όσον αφορά ιδίως τη διάρκειά της, τη μορφή υπό την οποία μπορεί, σύμφωνα με την καταχώριση, να χρησιμοποιηθεί το σήμα, τη φύση των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες έχει παραχωρηθεί η άδεια, το έδαφος μέσα στο οποίο επιτρέπεται η επίθεση του σήματος ή την ποιότητα των προϊόντων που κατασκευάζει ή των υπηρεσιών που παρέχει ο έχων την άδεια.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7        Στις 17 Μαΐου 2000, η Dior σύναψε με την εταιρία SIL σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης εμπορικού σήματος για την κατασκευή και διανομή γυναικείων εσωρούχων υπό το εμπορικό σήμα Christian Dior, δικαιούχος του οποίου είναι η Dior.

8        Το άρθρο 8.2, παράγραφος 5, της σύμβασης αυτής διευκρινίζει ότι, «για τη διατήρηση της φήμης και του γοήτρου του σήματος, ο παραχωρησιούχος δεσμεύεται να μην πραγματοποιεί πωλήσεις προς χονδρεμπόρους, προς συλλογικούς φορείς, προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν πωλήσεις με διαρκή έκπτωση, προς εταιρίες πωλήσεων με αλληλογραφία, με το σύστημα των κατ’ οίκον επισκέψεων ή επιδείξεων, χωρίς προηγούμενη γραπτή συμφωνία του παραχωρούντος τη χρήση του σήματος, υποχρεούται δε να λαμβάνει κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο για την τήρηση του κανόνα αυτού από τους διανομείς ή τους λιανεμπόρους του».

9        Λόγω οικονομικών δυσχερειών η SIL ζήτησε από την Dior την άδεια να διαθέσει στην αγορά τα προϊόντα που φέρουν το σήμα της εκτός του δικτύου επιλεκτικής διανομής. Με επιστολή της 17ης Ιουνίου 2002, η Dior εναντιώθηκε στο αίτημα αυτό.

10      Ωστόσο, παρά την άρνηση της Dior και κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η SIL πώλησε στην Copad, εταιρία που πραγματοποιεί πωλήσεις με διαρκή έκπτωση, προϊόντα που φέρουν το σήμα Christian Dior.

11      Η Dior άσκησε τότε αγωγή κατά της SIL και της Copad για παραποίηση σήματος ενώπιον του tribunal de grande instance de Bobigny, το οποίο έκρινε ότι οι παραβάσεις εκ μέρους της SIL των όρων της σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης δεν συνιστούσαν παραποίηση και αφορούσαν μόνον τη συμβατική ευθύνη της εταιρίας αυτής.

12      Το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισίων) απέρριψε την έφεση που άσκησε η Dior κατά της ανωτέρω αποφάσεως. Ειδικότερα, αποφάνθηκε ότι οι πωλήσεις που πραγματοποίησε η SIL δεν συνιστούσαν παραποίηση, καθόσον η μη τήρηση της σχετικής με τους κανόνες διανομής ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης που συνήφθη μεταξύ αυτής και της Dior δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των εθνικών διατάξεων του δικαίου περί σημάτων που μετέφεραν το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία. Έκρινε, ωστόσο, ότι οι πωλήσεις αυτές δεν συνεπάγονταν ανάλωση των δικαιωμάτων επί του σήματος της Dior, κατά την έννοια της εθνικής ρύθμισης για τη μεταφορά του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.

13      Η Copad άσκησε αναίρεση ενώπιον του Cour de cassation κατά της αποφάσεως του cour d’appel de Paris, προβάλλοντας, ιδίως, ότι τα δικαιώματα επί του σήματος της Dior είχαν αναλωθεί λόγω της διαθέσεως στο εμπόριο από τη SIL των επίμαχων προϊόντων. Η Dior άσκησε ανταναίρεση προσάπτοντας στο cour d’appel de Paris ότι δεν έλαβε καθόλου υπόψη του την εκ μέρους των εταιριών SIL και Copad παραποίηση.

14      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation, έχοντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κοινοτικού δικαίου, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της [οδηγίας] την έννοια ότι ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα που του παρέχει το σήμα αυτό έναντι παραχωρησιούχου ο οποίος παρέβη ρήτρα της σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης του σήματος η οποία απαγορεύει, για λόγους γοήτρου του σήματος, την πώληση προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν πωλήσεις με διαρκή έκπτωση;

2)      Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής την έννοια ότι η διάθεση στο εμπόριο, εντός του [ΕΟΧ], προϊόντων υπό ορισμένο σήμα, από τον έχοντα την άδεια χρήσης του σήματος, κατά παράβαση ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης η οποία απαγορεύει, για λόγους γοήτρου του σήματος, την πώληση προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν πωλήσεις με διαρκή έκπτωση, γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, μπορεί ο δικαιούχος να επικαλεστεί τέτοια ρήτρα προκειμένου να εναντιωθεί σε περαιτέρω διάθεση των προϊόντων στην αγορά στηριζόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της [οδηγίας];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

15      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν εμπίπτει στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας ρήτρα της σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης η οποία απαγορεύει στον έχοντα την άδεια χρήσης, για λόγους γοήτρου του σήματος, την πώληση προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν πωλήσεις με διαρκή έκπτωση προϊόντων που φέρουν το σήμα που αποτέλεσε αντικείμενο της σύμβασης αυτής.

16      Η Copad, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προτείνουν στο Δικαστήριο να απαντήσει αρνητικά στο ερώτημα αυτό, προβάλλοντας κυρίως ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρήτρα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που απαριθμούνται περιοριστικά στο εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 2. Η Dior τάσσεται με την αντίθετη άποψη.

17      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να εξακριβωθεί κατ’ αρχάς αν ο κατάλογος των ρητρών που περιλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 2, έχει περιοριστικό ή καθαρά ενδεικτικό χαρακτήρα.

18      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει κανένα επίρρημα ή έκφραση, όπως «ιδίως» ή «ειδικότερα», που να επιτρέπει να χαρακτηριστεί ο κατάλογος αυτός ως καθαρά ενδεικτικός.

19      Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε, αντιθέτως, έναν τέτοιο χαρακτήρα στις περιπτώσεις που αναφέρει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας ακριβώς λόγω της χρήσης του επιρρήματος «ιδίως» (βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, C‑427/93, C-429/93 και C-436/93, Bristol-Myers Squibb κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-3457, σκέψη 39, καθώς και της 4ης Νοεμβρίου 1997, C‑337/95, Parfums Christian Dior, Συλλογή 1997, σ. I‑6013, σκέψη 42).

20      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Dior, από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας προκύπτει ότι ο εν λόγω κατάλογος έχει περιοριστικό χαρακτήρα.

21      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, πρέπει να καθοριστεί αν μια ρήτρα, όπως αυτή της κύριας δίκης, εμπίπτει σε μία από τις ρήτρες που περιλαμβάνονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 2.

22      Συναφώς, ως προς τις ρήτρες σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης που αφορούν «την ποιότητα των προϊόντων που κατασκευάζει […] ο έχων την άδεια», στις οποίες αναφέρεται το άρθρο αυτό, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η βασική λειτουργία του σήματος είναι να δηλώνει στον καταναλωτή ή τον τελικό χρήστη την καταγωγή του φέροντος το σήμα προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την υπηρεσία από όσα έχουν άλλη προέλευση και ότι, προκειμένου να μπορεί το σήμα να επιτελεί τη λειτουργία του ως ουσιώδες στοιχείο του συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού που επιδιώκει να καθιερώσει η Συνθήκη ΕΚ, πρέπει να παρέχει την εγγύηση ότι κάθε προϊόν ή υπηρεσία με το σήμα αυτό έχει κατασκευαστεί ή παρέχεται υπό τον έλεγχο μιας και μόνον επιχειρήσεως η οποία φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Μαΐου 1978, Hoffmann-La Roche, 102/77, Συλλογή τόμος 1978, σ. 351, σκέψη 7· της 18ης Ιουνίου 2002, C‑299/99, Philips, Συλλογή 2002, σ. I‑5475, σκέψη 30, καθώς και της 17ης Μαρτίου 2005, C‑228/03, Gillette Company και Gillette Group Finland, Συλλογή 2005, σ. I‑2337, σκέψη 26).

23      Έτσι, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας παρέχει τη δυνατότητα στον δικαιούχο του σήματος να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που αυτό του παρέχει ακριβώς σε περίπτωση παραβάσεων από τον έχοντα την άδεια χρήσης των ρητρών της σύμβασης παραχώρησης οι οποίες αφορούν, ειδικότερα, την ποιότητα των κατασκευαζόμενων προϊόντων.

24      Πάντως, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 31 των προτάσεών της, η ποιότητα των προϊόντων γοήτρου, όπως αυτά της κύριας δίκης, δεν προέρχεται μόνον από τα υλικά χαρακτηριστικά τους, αλλά και από την αίγλη και την εικόνα γοήτρου που τους προσδίδει μια αίσθηση πολυτέλειας (βλ. επίσης, συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Parfums Christian Dior, σκέψη 45).

25      Συγκεκριμένα, τα προϊόντα γοήτρου που αποτελούν είδη υψηλής ποιότητας δημιουργούν μια αίσθηση πολυτέλειας η οποία συνιστά σημαντικό στοιχείο που ωθεί τους καταναλωτές να τα διακρίνουν από άλλα παρόμοια προϊόντα.

26      Επομένως, προσβολή της εν λόγω αίσθησης πολυτέλειας ενδέχεται να προσβάλει την ποιότητα των προϊόντων αυτών.

27      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η πώληση προϊόντων γοήτρου από τον έχοντα την άδεια χρήσης σε επιχειρήσεις που πραγματοποιούν πωλήσεις με διαρκή έκπτωση, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο επιλεκτικό δίκτυο διανομής που καθορίστηκε με τη σύμβαση παραχώρησης, μπορεί να συνιστά μια τέτοια προσβολή.

28      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Copad και η Επιτροπή, τα χαρακτηριστικά και ο τρόπος εφαρμογής ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής ενδέχεται να διαφυλάσσουν την ποιότητα και να εξασφαλίζουν την καλή χρήση των προϊόντων αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1980, L’Oréal, 31/80, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 471, σκέψη 16).

29      Συγκεκριμένα, η οργάνωση ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής, όπως αυτό της κύριας δίκης, με σκοπό, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης παραχώρησης που συνήφθη μεταξύ της Dior και της SIL, την εξασφάλιση μιας παρουσιάσεως που να αναδεικνύει την αξία τους στο σημείο πώλησης, «ιδίως όσον αφορά την τοποθέτηση, την προώθηση, την παρουσίαση των προϊόντων και την εμπορική πολιτική», μπορεί να συμβάλει, όπως αναγνωρίζει η Copad, στη φήμη των εν λόγω προϊόντων και επομένως στη διατήρηση της αίσθησης πολυτέλειας.

30      Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η πώληση προϊόντων γοήτρου από τον έχοντα την άδεια χρήσης προς τρίτους που δεν ανήκουν στο επιλεκτικό δίκτυο διανομής επηρεάζει την ποιότητα των προϊόντων αυτών, οπότε, στην περίπτωση αυτή, συμβατική ρήτρα που απαγορεύει την εν λόγω πώληση πρέπει να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας.

31      Στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών της ενώπιόν του διαφοράς, αν η παράβαση από τον έχοντα την άδεια χρήσης ρήτρας, όπως αυτή της κύριας δίκης, επηρεάζει την αίσθηση πολυτέλειας των προϊόντων γοήτρου, θίγοντας έτσι την ποιότητά τους.

32      Συναφώς, πρέπει ιδίως να ληφθούν υπόψη, αφενός, η φύση των προϊόντων γοήτρου που φέρουν το σήμα, ο όγκος και ο συστηματικός ή σποραδικός χαρακτήρας των πωλήσεων των προϊόντων αυτών από τον έχοντα την άδεια προς τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν πωλήσεις με διαρκή έκπτωση οι οποίες δεν ανήκουν στο δίκτυο επιλεκτικής διανομής και, αφετέρου, η φύση των προϊόντων που διατίθενται συνήθως στο εμπόριο από τις επιχειρήσεις αυτές, καθώς και οι συνήθεις μέθοδοι εμπορίας στον τομέα δραστηριότητάς τους.

33      Πρέπει, εξάλλου, να προστεθεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας, που παρατίθεται στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από τα επιχειρήματα της Dior, σύμφωνα με τα οποία ρήτρα σύμβασης παραχώρησης που απαγορεύει, για λόγους γοήτρου του σήματος, την πώληση σε επιχειρήσεις που πραγματοποιούν πωλήσεις με διαρκή έκπτωση μπορεί να εμπίπτει σε άλλες ρήτρες εκτός αυτών που έχουν σχέση με την «ποιότητα των προϊόντων», δηλαδή στις ρήτρες οι οποίες επίσης προβλέπονται από την εν λόγω διάταξη, που αφορούν είτε «το έδαφος μέσα στο οποίο επιτρέπεται η επίθεση του σήματος», είτε «την ποιότητα […] των υπηρεσιών που παρέχει ο έχων την άδεια».

34      Συναφώς, αφενός, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας πρέπει να ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, η οποία αναφέρεται στο «έδαφος ενός κράτους μέλους», οπότε ο όρος «έδαφος», κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, έχει αποκλειστικά γεωγραφικό περιεχόμενο και δεν μπορεί, επομένως, να ερμηνευθεί ως αναφερόμενος σε σύνολο συμβεβλημένων επιχειρήσεων που αποτελούν μέρος δικτύου επιλεκτικής διανομής.

35      Αφετέρου, όσον αφορά τη δεύτερη δυνατότητα που προβάλλει η Dior, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ακόμη και αν κανένας επιτακτικός λόγος αντλούμενος από την οδηγία ή από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου δεν απαγορεύει να εμπίπτουν οι παροχές αυτές στον όρο «υπηρεσίες» κατά την έννοια της οδηγίας, πρέπει ωστόσο να έχει καταχωριστεί το σήμα για τις υπηρεσίες αυτές (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, C‑418/02, Praktiker Bau- und Heimwerkermärkte, Συλλογή 2005, σ. I‑5873, σκέψη 35).

36      Πάντως, από κανένα στοιχείο του φακέλου που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν συνάγεται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το σήμα Christian Dior είχε καταχωριστεί για οποιοδήποτε είδος υπηρεσιών.

37      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας έχει την έννοια ότι ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να προβάλει τα δικαιώματα που του παρέχει το σήμα κατά του έχοντος άδεια χρήσης που παραβιάζει ρήτρα της σύμβασης παραχώρησης η οποία απαγορεύει, για λόγους γοήτρου του σήματος, την πώληση προϊόντων, όπως αυτά της κύριας δίκης, προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν διαρκείς εκπτώσεις αν αποδειχθεί ότι η παραβίαση αυτή, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της υποθέσεως της κύριας δίκης, βλάπτει την αίγλη και την εικόνα γοήτρου που προσδίδουν στα εν λόγω προϊόντα μια αίσθηση πολυτέλειας.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

38      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει υπό ποιες προϋποθέσεις η διάθεση στο εμπόριο από τον έχοντα την άδεια, κατά παράβαση ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης που απαγορεύει την πώληση προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν διαρκείς εκπτώσεις, προϊόντων που φέρουν το σήμα πρέπει να θεωρηθεί ως γενομένη χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.

39      Η Copad και η Επιτροπή προβάλλουν, συναφώς, ότι η συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος μπορεί να θεωρηθεί ως μη απαραίτητη μόνο σε περίπτωση παράβασης ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης που εμπίπτει στον κατάλογο του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας. Η Dior και η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρούν ότι κάθε παράβαση, από τον έχοντα άδεια χρήσης, της σύμβασης παραχώρησης εμποδίζει την ανάλωση των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα στον δικαιούχο του.

40      Πάντως, για να δοθεί απάντηση στο παρόν ερώτημα, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια ομολογία, τα άρθρα 5 έως 7 της οδηγίας προβαίνουν σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων των σχετικών με τα παρεχόμενα από το σήμα δικαιώματα και ότι καθορίζουν, επομένως, τα δικαιώματα που απολαύουν οι δικαιούχοι σήματος εντός της Κοινότητας (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1998, C‑355/96, Silhouette International Schmied, Συλλογή 1998, σ. I‑4799, σκέψεις 25 και 29, και της 20ής Νοεμβρίου 2001, C‑414/99 έως C‑416/99, Zino Davidoff και Levi Strauss, Συλλογή 2001, σ. I‑8691, σκέψη 39).

41      Ειδικότερα, το άρθρο 5 της οδηγίας χορηγεί στον δικαιούχο του σήματος αποκλειστικό δικαίωμα, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να απαγορεύει, μεταξύ άλλων, σε κάθε τρίτον την εισαγωγή, την προσφορά, τη διάθεση στο εμπόριο ή την κατοχή με σκοπό την εμπορία προϊόντων που φέρουν το σήμα του. Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα αυτό προβλέποντας ότι το δικαίωμα του δικαιούχου του σήματος αναλώνεται στην περίπτωση που τα προϊόντα έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του (αποφάσεις Zino Davidoff και Levi Strauss, προπαρατεθείσα, σκέψη 40· της 8ης Απριλίου 2003, C-244/00, Van Doren + Q, Συλλογή 2003, σ. I-3051, σκέψη 33, και της 30ής Νοεμβρίου 2004, C‑16/03, Peak Holding, Συλλογή 2003, σ. I‑11313, σκέψη 34).

42      Συνεπώς, η συγκατάθεση, η οποία ισοδυναμεί με παραίτηση του δικαιούχου από το αποκλειστικό δικαίωμα κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 5, συνιστά καθοριστικό στοιχείο της ανάλωσης αυτού του δικαιώματος και πρέπει, επομένως, να εκδηλώνεται κατά τρόπο που να εκφράζει με βεβαιότητα τη βούληση του δικαιούχου του σήματος να παραιτηθεί από το δικαίωμα αυτό. Μια τέτοια βούληση προκύπτει συνήθως από ρητή διατύπωση της συγκαταθέσεως (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Zino Davidoff και Levi Strauss, σκέψεις 41, 45 και 46).

43      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ωστόσο επίσης ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανάλωση του αποκλειστικού αυτού δικαιώματος υφίσταται όταν η διάθεση στο εμπόριο προϊόντων πραγματοποιείται από πρόσωπο που συνδέεται οικονομικά με τον δικαιούχο του σήματος. Τούτο συμβαίνει, ειδικότερα, στην περίπτωση του έχοντος άδεια χρήσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Ιουνίου 1994, C‑9/93, IHT Internationale Heiztechnik και Danzinger, Συλλογή 1994, σ. I‑2789, σκέψη 34).

44      Σε μια τέτοια περίπτωση, πράγματι, ο παραχωρησιούχος έχει τη δυνατότητα να ελέγχει την ποιότητα των προϊόντων του έχοντος την άδεια χρήσης θέτοντας στη σύμβαση παραχώρησης ειδικές ρήτρες που υποχρεώνουν τον έχοντα την άδεια να σεβαστεί τις οδηγίες του και του παρέχουν την ευχέρεια να βεβαιώνεται για την τήρησή τους.

45      Πάντως, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η δυνατότητα αυτή αρκεί για να μπορεί το σήμα να επιτελέσει τη βασική του λειτουργία, που έγκειται, όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, στην εγγύηση ότι όλα τα προϊόντα που φέρουν το σήμα αυτό έχουν κατασκευαστεί υπό τον έλεγχο μιας και μόνον επιχειρήσεως η οποία φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση IHT Internationale Heiztechnik και Danzinger, σκέψεις 37 και 38).

46      Επομένως, η διάθεση στο εμπόριο προϊόντων που φέρουν το σήμα από τον έχοντα την άδεια χρήσης μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αρχήν, ως πραγματοποιούμενη με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.

47      Αν και από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο δικαιούχος του σήματος δεν μπορεί να επικαλεστεί την κακή εκτέλεση της σύμβασης προκειμένου να αντιτάξει, κατά του έχοντος την άδεια χρήσης, τα δικαιώματα που του παρέχει το σήμα, παρ’ όλ’ αυτά δεν αμφισβητείται ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Copad, η σύμβαση παραχώρησης δεν ισοδυναμεί με απόλυτη και άνευ όρων συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος να διατεθούν στο εμπόριο, από τον έχοντα την άδεια χρήσης, τα προϊόντα που φέρουν το σήμα αυτό.

48      Συγκεκριμένα, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα του δικαιούχου του σήματος να αντιτάξει τα δικαιώματα που του παρέχει το σήμα κατά του έχοντος άδεια χρήσης όταν αυτός παραβαίνει ορισμένες ρήτρες της σύμβασης παραχώρησης.

49      Επιπλέον, όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, οι ρήτρες αυτές απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 2, κατά τρόπο εξαντλητικό.

50      Επομένως, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών της, η παράβαση, εκ μέρους του έχοντος άδεια χρήσης, μιας εκ των εν λόγω ρητρών εμποδίζει την ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει το σήμα στον δικαιούχο του, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.

51      Κατόπιν των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι η διάθεση στο εμπόριο προϊόντων που φέρουν το σήμα από έχοντα την άδεια χρήσης, κατά παράβαση ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης, γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, όταν αποδεικνύεται ότι η ρήτρα αυτή αντιστοιχεί σε μία από τις ρήτρες του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

52      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο δικαιούχος του σήματος, στην περίπτωση που η διάθεση στο εμπόριο των προϊόντων γοήτρου, η οποία πραγματοποιείται από τον έχοντα άδεια χρήσης κατά παράβαση ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης, θεωρηθεί ως πραγματοποιούμενη με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, μπορεί εν πάση περιπτώσει να αντιτάξει τη ρήτρα αυτή σε νέα διάθεση στο εμπόριο των προϊόντων, στηριζόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας.

53      Η Dior και η Γαλλική Κυβέρνηση έχουν την άποψη ότι η πώληση προϊόντων που φέρουν το σήμα Christian Dior προς επιχείρηση που πραγματοποιεί διαρκείς εκπτώσεις, εκτός του δικτύου επιλεκτικής διανομής, συνιστά προσβολή της φήμης του σήματος που δικαιολογεί την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 2. Η Copad και η Επιτροπή, αντιθέτως, προβάλλουν ότι η πώληση τέτοιων προϊόντων προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν διαρκείς εκπτώσεις δεν θίγει τη φήμη του σήματος.

54      Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί εισαγωγικά ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, που παρατίθεται στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, η χρήση του επιρρήματος «ιδίως» στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 υποδηλώνει ότι η περίπτωση της τροποποιήσεως ή αλλοιώσεως της καταστάσεως των φερόντων το σήμα προϊόντων παρατίθεται ως παράδειγμα του τι μπορεί να συνιστά νόμιμο λόγο (προπαρατεθείσες αποφάσεις Bristol-Myers Squibb κ.λπ., σκέψεις 26 και 39, καθώς και Parfums Christian Dior, σκέψη 42).

55      Έτσι, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία αποφανθεί ότι η προσβολή της φήμης του σήματος μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει νόμιμο λόγο κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, παρέχοντα στον δικαιούχο του σήματος τη δυνατότητα να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορία προϊόντων γοήτρου που διατέθηκαν στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον ίδιο ή με τη συγκατάθεσή του (βλ. αποφάσεις Parfums Christian Dior, προπαρατεθείσα, σκέψη 43, και της 23ης Φεβρουαρίου 1999, C‑63/97, BMW, Συλλογή 1999, σ. I‑905, σκέψη 49).

56      Συνεπώς, όταν ο έχων την άδεια χρήσης του σήματος πωλεί σε επιχείρηση που πραγματοποιεί διαρκείς εκπτώσεις προϊόντα κατά παράβαση μιας ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης, όπως αυτή της κύριας δίκης, πρέπει να σταθμιστεί, αφενός, το νόμιμο συμφέρον του δικαιούχου του παραχωρηθέντος με τη σύμβαση σήματος να προστατευθεί έναντι της επιχείρησης αυτής, που δεν ανήκει στο δίκτυο επιλεκτικής διανομής, η οποία χρησιμοποιεί το εν λόγω σήμα για εμπορικούς σκοπούς κατά τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει τη φήμη του, και, αφετέρου, το συμφέρον της επιχείρησης που πραγματοποιεί διαρκείς εκπτώσεις να μπορεί να μεταπωλήσει τα συγκεκριμένα προϊόντα χρησιμοποιώντας τους συνήθεις για τον κλάδο της δραστηριότητάς της τρόπους (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Parfums Christian Dior, σκέψη 44).

57      Επομένως, οσάκις ο εθνικός δικαστής δέχεται ότι η πώληση που πραγματοποιεί ο έχων την άδεια προς τρίτον δεν μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα των προϊόντων γοήτρου που φέρουν το σήμα, οπότε η διάθεσή τους στο εμπόριο μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματοποιηθείσα με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, στον δικαστή αυτόν εναπόκειται να εκτιμήσει, σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, αν η μεταγενέστερη διάθεση στο εμπόριο των προϊόντων γοήτρου που φέρουν το σήμα η οποία πραγματοποιείται από τρίτον, χρησιμοποιώντας τους συνήθεις για τον κλάδο της δραστηριότητάς του τρόπους, προσβάλλει τη φήμη του σήματος αυτού.

58      Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη, ιδίως, οι αποδέκτες της μεταπώλησης καθώς και, όπως προτείνει η Γαλλική Κυβέρνηση, οι συγκεκριμένες συνθήκες της διάθεσης στο εμπόριο των προϊόντων γοήτρου.

59      Κατόπιν των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν η διάθεση στο εμπόριο προϊόντων γοήτρου από τον έχοντα άδεια χρήσης, κατά παράβαση ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης, θεωρηθεί εν πάση περιπτώσει ως πραγματοποιούμενη με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, ο δικαιούχος αυτός μπορεί να επικαλεσθεί μία τέτοια ρήτρα για να εναντιωθεί στη μεταπώληση των προϊόντων αυτών βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας μόνο στην περίπτωση που αποδεικνύεται, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, ότι η μεταπώληση αυτή προσβάλλει τη φήμη του σήματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, όπως έχει τροποποιηθεί από τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992, έχει την έννοια ότι ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να προβάλει τα δικαιώματα που του παρέχει το σήμα κατά του έχοντος άδεια χρήσης που παραβαίνει ρήτρα της σύμβασης παραχώρησης της άδειας χρήσης η οποία απαγορεύει, για λόγους γοήτρου του σήματος, την πώληση προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν διαρκείς εκπτώσεις προϊόντων όπως αυτά της κύριας δίκης, εφόσον αποδειχθεί ότι η παράβαση αυτή, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της υποθέσεως της κύριας δίκης, βλάπτει την αίγλη και την εικόνα γοήτρου που προσδίδουν στα εν λόγω προϊόντα μια αίσθηση πολυτέλειας.

2)      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104, όπως έχει τροποποιηθεί από τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, έχει την έννοια ότι η διάθεση στο εμπόριο προϊόντων που φέρουν το σήμα από έχοντα άδεια χρήσης, κατά παράβαση ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης, γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, όταν αποδεικνύεται ότι η ρήτρα αυτή αντιστοιχεί σε μία από τις ρήτρες του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

3)      Όταν η διάθεση στο εμπόριο προϊόντων γοήτρου από τον έχοντα άδεια χρήσης, κατά παράβαση ρήτρας της σύμβασης παραχώρησης, θεωρηθεί εν πάση περιπτώσει ως πραγματοποιούμενη με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, ο δικαιούχος αυτός μπορεί να επικαλεσθεί μία τέτοια ρήτρα για να εναντιωθεί στη μεταπώληση των προϊόντων αυτών βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/104, όπως έχει τροποποιηθεί από τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, μόνο στην περίπτωση που αποδεικνύεται, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, ότι η μεταπώληση αυτή προσβάλλει τη φήμη του σήματος.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.