Language of document : ECLI:EU:T:2014:88

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 27ης Φεβρουαρίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Παγκόσμια αγορά οθονών υγρών κρυστάλλων (LCD) — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές σε θέματα τιμών και ικανότητας παραγωγής — Εσωτερικές πωλήσεις — Δικαιώματα άμυνας — Πρόστιμα — Μερική απαλλαγή από το πρόστιμο — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Αρχή ne bis in idem»

Στην υπόθεση T‑128/11,

LG Display Co. Ltd, με έδρα τη Σεούλ (Νότια Κορέα),

LG Display Taiwan Co. Ltd, με έδρα την Ταϊπέι (Ταϊβάν),

εκπροσωπούμενες από τους A. Winckler και F.-C. Laprévote, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους P. Van Nuffel και F. Ronkes Agerbeek, επικουρούμενους από την S. Kingston, barrister,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2010) 8761 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (υπόθεση COMP/39.309 — LCD), και μειώσεως του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες με την απόφαση αυτή,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, G. Berardis (εισηγητή) και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Απριλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Ιστορικό της διαφοράς

 Εμπλεκόμενες στην υπό κρίση υπόθεση εταιρίες

1        Η LG Display Co. Ltd (στο εξής: LGD), πρώην LG Philips LCD Co. Ltd, είναι εταιρία κορεατικού δικαίου η οποία ελέγχει έναν όμιλο εταιριών εγκατεστημένων σε όλο τον κόσμο οι οποίες δραστηριοποιούνται στην παραγωγή οθονών υγρών κρυστάλλων ενεργού μήτρας (στο εξής: LCD).

2        Η LGD συστήθηκε στις 26 Ιουλίου 1999 με συμφωνία κοινοπραξίας συναφθείσα μεταξύ της εταιρίας κορεατικού δικαίου LG Electronics, Inc. (στο εξής: LGE) και της εταιρίας ολλανδικού δικαίου Koninklijke Philips Electronics NV (στο εξής: Philips).

3        Το χρονικό διάστημα από τις 26 Ιουλίου 1999 μέχρι τις 23 Ιουλίου 2004, η LGE και η Philips κατείχαν η καθεμία το 50 % του κεφαλαίου της LGD. Ακολούθως, η συμμετοχή τους μειώθηκε αντιστοίχως σε 37,9 % και 32,87 %.

4        Η LG Display Taiwan Co. Ltd, πρώην LG Philips LCD Taiwan (στο εξής: LGDT), είναι εταιρία δικαίου της Ταϊβάν, θυγατρική κατά 100 % της LGD, δραστηριοποιούμενη στην παραγωγή και προμήθεια LCD.

[παραλείπονται]

 Προσβαλλόμενη απόφαση

[παραλείπονται]

19      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη συμπράξεως μεταξύ έξι μεγάλων διεθνών κατασκευαστών LCD, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγουσες, όσον αφορά τις ακόλουθες δύο κατηγορίες προϊόντων, μεγέθους ίσου ή μεγαλύτερου των δώδεκα ιντσών: τις LCD για τις τεχνολογίες πληροφοριών, όπως οι LCD για φορητούς συμπαγείς υπολογιστές και για οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών, και τις LCD για τηλεοράσεις (στο εξής, από κοινού: LCD της συμπράξεως).

20      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η σύμπραξη αυτή είχε τη μορφή ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (EΟΧ), και διήρκεσε τουλάχιστον το διάστημα από 5 Οκτωβρίου 2001 έως 1 Φεβρουαρίου 2006 (στο εξής: χρονικό διάστημα της παραβάσεως). Κατά το διάστημα αυτό, οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη πραγματοποίησαν πολυάριθμες πολυμερείς συναντήσεις, τις οποίες ονόμαζαν «συναντήσεις Cristal», κυρίως σε ξενοδοχεία της Ταϊβάν. Οι συναντήσεις αυτές είχαν σαφώς αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, εφόσον παρείχαν την ευκαιρία στους συμμετέχοντες, μεταξύ άλλων, να καθορίσουν τις ελάχιστες τιμές για τις LCD της συμπράξεως, να συζητήσουν τις προβλέψεις των τιμών, ώστε να αποφευχθεί η μείωσή τους και να συντονίσουν τις αυξήσεις των τιμών, καθώς και τα επίπεδα παραγωγής. Κατά το χρονικό διάστημα της παραβάσεως, οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη είχαν επίσης διμερείς συναντήσεις και αντάλλασσαν συχνά πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που είχαν συζητηθεί κατά τις «συναντήσεις Cristal». Έλαβαν εξάλλου μέτρα για να εξακριβώσουν εάν οι ληφθείσες κατά τις συναντήσεις αυτές αποφάσεις είχαν εφαρμοστεί (αιτιολογικές σκέψεις 70 έως 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

[παραλείπονται]

22      Κατ’ εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η Επιτροπή προσδιόρισε, πρώτον, την αξία των πωλήσεων των LCD της συμπράξεως τις οποίες άμεσα ή έμμεσα αφορούσε η παράβαση. Προς τούτο, διαχώρισε τις πωλήσεις που πραγματοποίησαν οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη στις εξής τρεις κατηγορίες:

–        «άμεσες εντός του ΕΟΧ πωλήσεις», δηλαδή πωλήσεις LCD της συμπράξεως προς άλλη επιχείρηση εντός του ΕΟΧ·

–        «άμεσες εντός του ΕΟΧ πωλήσεις μέσω μεταποιημένων προϊόντων», δηλαδή, πωλήσεις LCD της συμπράξεως οι οποίες ενσωματώθηκαν, εντός του ομίλου στον οποίο ανήκει ο παραγωγός, στα τελικά προϊόντα που πωλήθηκαν σε άλλη επιχείρηση εντός του ΕΟΧ·

–        «έμμεσες πωλήσεις», δηλαδή, πωλήσεις LCD της συμπράξεως προς άλλη επιχείρηση εγκατεστημένη εκτός του ΕΟΧ, η οποία ενσωμάτωνε στη συνέχεια τις οθόνες στα τελικά προϊόντα τα οποία πωλούσε εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε ότι μπορούσε να συνεκτιμήσει μόνο τις δύο πρώτες κατηγορίες που αναφέρονται στη σκέψη 22 ανωτέρω, κρίνοντας ότι η συνεκτίμηση της τρίτης κατηγορίας δεν ήταν απαραίτητη για να καταστούν τα επιβληθέντα πρόστιμα επαρκώς αποτρεπτικά (αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Η Επιτροπή, αντί να χρησιμοποιήσει την αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε η επιχείρηση κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση, όπως προβλέπεται κανονικά στην παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, έκρινε καταλληλότερο να χρησιμοποιήσει, εν προκειμένω, τη μέση ετήσια αξία των πωλήσεων κατά τη συνολική διάρκεια της παραβάσεως, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την εκθετική αύξηση των πωλήσεων των περισσοτέρων από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατά τα έτη που καλύπτονται από την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Όσον αφορά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή έκρινε, παρά τις αντιρρήσεις τους, ότι η αξία των οικείων πωλήσεων έπρεπε να υπολογιστεί συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεών τους προς την LGE και τη Philips. Συγκεκριμένα, αφενός, οι πωλήσεις προς τις εταιρίες αυτές αποτέλεσαν επίσης αντικείμενο των συζητήσεων μεταξύ των συμμετεχόντων στη συγκεκριμένη σύμπραξη και, αφετέρου, η τιμή των πωλήσεων αυτών επηρεάστηκε από τις περιστάσεις που χαρακτήριζαν την αγορά, δηλαδή από την ύπαρξη συμφωνημένων τιμών. Έτσι, για τις προσφεύγουσες, το σύνολο των σχετικών πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της παραβάσεως καθορίστηκε σε 2 296 240 479 ευρώ και ο ετήσιος μέσος όρος, ο οποίος προκύπτει από τη διαίρεση του εν λόγω ποσού με τον αριθμό 4,33 που αντιστοιχεί στη διάρκεια σε έτη της συμπράξεως, ανερχόταν σε 530 309 579 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 386 και 396 καθώς και πίνακας 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

[παραλείπονται]

31      Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Επιτροπή υποχρέωσε τις προσφεύγουσες, με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να καταβάλουν αλληλεγγύως πρόστιμο ύψους 215 000 000 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

32      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Φεβρουαρίου 2011, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

33      Μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής, στις 8 Δεκεμβρίου 2011, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν πρόταση πρόσθετων αποδεικτικών μέσων, βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν με το δικόγραφο της προσφυγής τους (στο εξής: πρόταση πρόσθετων αποδεικτικών μέσων).

34      Η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της προτάσεως πρόσθετων αποδεικτικών μέσων στις 26 Ιανουαρίου 2012.

35      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτώς ερωτήσεις στους διαδίκους, οι οποίοι απάντησαν σε αυτές εμπροθέσμως.

36      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Απριλίου 2013.

37      Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μην περατώσει την προφορική διαδικασία και να θέσει γραπτώς και άλλες ερωτήσεις προς τους διαδίκους, οι οποίοι απάντησαν σ’ αυτές εμπροθέσμως.

38      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε με απόφαση του Προέδρου του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2013.

39      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση και να μειώσει σημαντικά το ύψος του προστίμου που τους επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα,

–        να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει πρόσφορο.

40      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

[παραλείπονται]

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από το γεγονός ότι κακώς η Επιτροπή και κατά παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών συνεκτίμησε τις εσωτερικές πωλήσεις τους κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου

[παραλείπονται]

 Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με την παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών του 2006

[παραλείπονται]

–       Ως προς τη συνεκτίμηση των πωλήσεων προς τις συνδεόμενες με τις προσφεύγουσες επιχειρήσεις

60      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι μολονότι το γεγονός ότι δεν αποτελούν ενιαία επιχείρηση με την LGE και τη Philips κατά την έννοια της νομολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 54 ανωτέρω, μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι οι εταιρίες αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν εις ολόκληρον και αλληλεγγύως ευθυνόμενες για την παράβαση που διέπραξαν οι προσφεύγουσες, δεν ασκεί ωστόσο επιρροή όσον αφορά την απόδειξη του κατά πόσον οι LCD της συμπράξεως, τις οποίες πώλησαν οι προσφεύγουσες προς την LGE και τη Philips, ενέπιπταν στις πωλήσεις που συνδέονται με την παράβαση που διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την έννοια της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

61      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν ισχυρίσθηκε ότι οι πωλήσεις των προσφευγουσών προς την LGE και τη Philips ενέπιπταν στην παράβαση απλώς και μόνον επειδή δεν επρόκειτο για πωλήσεις μεταξύ εταιριών που αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 54 ανωτέρω.

62      Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες, η LGE και η Philips αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για να συμπεριληφθούν οι πωλήσεις των προσφευγουσών προς την LGE και τη Philips στην κατηγορία των «απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ», η οποία προϋποθέτει ότι οι εν λόγω πωλήσεις πραγματοποιούνται προς ανεξάρτητους τρίτους. Ωστόσο, η Επιτροπή όφειλε να εξηγήσει με ποιον τρόπο συνδέονταν με τη σύμπραξη οι πωλήσεις των προσφευγουσών προς την LGE και τη Philips.

63      Επ’ αυτού, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 396 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο σύνδεσμος αυτός συνίστατο στο γεγονός, πρώτον, ότι οι πωλήσεις των LCD της συμπράξεως προς πελάτες όπως η LGE και η Philips, οι οποίοι συνδέονταν με τους συμμετέχοντες στη σύμπραξη, περιλαμβάνονταν στις μεταξύ τους συζητήσεις και, δεύτερον, ότι η τιμή των πωλήσεων προς τους πελάτες αυτούς επηρεαζόταν από τις περιστάσεις που χαρακτήριζαν την αγορά, δηλαδή την ύπαρξη συμφωνημένων τιμών.

[παραλείπονται]

 Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

[παραλείπονται]

136    Όσον αφορά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή έκρινε τελικώς ότι δεν αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση με τις LGE και Philips. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να μπορεί να κλονίσει το συμπέρασμα αυτό της Επιτροπής.

137    Έτσι, οι πωλήσεις των προσφευγουσών προς την LGE και τη Philips περιελήφθησαν στην κατηγορία των «απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ».

138    Αν η Επιτροπή δεν είχε ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι προσφεύγουσες θα είχαν αποκτήσει πλεονέκτημα σε σχέση με τους λοιπούς συμμετέχοντες στη σύμπραξη, οι οποίοι, όπως και αυτές, δεν ήταν κάθετα ολοκληρωμένες επιχειρήσεις, στον βαθμό που δεν αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση με τις εταιρίες στις οποίες πωλούσαν τις LCD της συμπράξεως.

139    Το γεγονός ότι η Επιτροπή υπήγαγε τις πωλήσεις των συμμετεχόντων στη σύμπραξη οι οποίοι, αντίθετα προς τις προσφεύγουσες, είχαν θεωρηθεί ως κάθετα ολοκληρωμένες ενιαίες επιχειρήσεις στην κατηγορία των «απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων» δεν μπορεί να επικριθεί όσον αφορά την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, εφόσον η ύπαρξη ενιαίας επιχειρήσεως συνεπάγεται ότι υφίσταται διαφορετική κατάσταση η οποία δικαιολογεί την υπαγωγή των πωλήσεων των εν λόγω συμμετεχόντων στην άλλη κατηγορία.

140    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με την προβαλλόμενη δυσμενή διάκριση αναλόγως του αν οι εσωτερικές εντός του ομίλου πωλήσεις αφορούσαν θυγατρικές ή μητρικές εταιρίες, αρκεί η παρατήρηση ότι η Επιτροπή ορθώς εφάρμοσε την έννοια της ενιαίας επιχειρήσεως. Έτσι, οι κατά 100 % θυγατρικές εταιρίες θεωρήθηκαν ως ανήκουσες στην ίδια επιχείρηση με εκείνες που συμμετείχαν στη σύμπραξη, ενώ οι εταιρίες με μερίδιο στις εταιρίες που συμμετείχαν στη σύμπραξη δεν θεωρήθηκαν ως μητρικές, στο μέτρο που δεν αποδείχθηκε ότι πληρούνταν οι προς τούτο προϋποθέσεις που έχει διατυπώσει η νομολογία. Πάντως, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτό δεν ίσχυε για τις LGE και Philips σε σχέση με τις προσφεύγουσες, οι δε προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τη διαπίστωση αυτή. Αντιθέτως, στην περίπτωση που μία από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στη σύμπραξη πραγματοποίησε πωλήσεις εντός του ΕΟΧ προς ανεξάρτητους τρίτους, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις πωλήσεις αυτές, ανεξαρτήτως του αν η ανήκουσα στην επιχείρηση αυτή εταιρία, η οποία είχε πωλήσει τις LCD της συμπράξεως, ήταν θυγατρική ή μητρική.

141    Ως προς το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε να μη λάβει υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, την τρίτη κατηγορία πωλήσεων που ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή τις «έμμεσες πωλήσεις» (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), παρατηρείται ότι, μολονότι είναι αληθές ότι ορισμένες LCD της συμπράξεως που πωλήθηκαν από συμμετέχοντες στη σύμπραξη προς τρίτους εγκατεστημένους εκτός του ΕΟΧ επανήλθαν εντός του ΕΟΧ ενσωματωμένες σε τελικά προϊόντα, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σύνδεσμος μεταξύ της συμπράξεως και του γεωγραφικού χώρου του ΕΟΧ, κατά την έννοια της παραγράφου 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, ήταν ασθενέστερος από τον σύνδεσμο που υφίστατο στις δύο κατηγορίες πωλήσεων που έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση.

142    Περαιτέρω, εφόσον ο αποκλεισμός των «έμμεσων πωλήσεων» εφαρμόστηκε σε όλους τους συμμετέχοντες στη σύμπραξη, δεν διαπιστώνεται καμία δυσμενής διάκριση συναφώς.

[παραλείπονται]

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή κακώς δεν χορήγησε απαλλαγή από το πρόστιμο στις προσφεύγουσες για το 2005

155    Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να τους χορηγήσει μερική απαλλαγή από το πρόστιμο, βάσει της παραγράφου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, όχι μόνο για το 2006, αλλά και για το 2005. Συγκεκριμένα, με το προφορικό αίτημα επιείκειας της 17ης Ιουλίου 2006, καθώς και με τη συμπληρωματική προφορική δήλωσή τους της 20ής Ιουλίου 2006, συνοδευόμενη από πολλά αποδεικτικά στοιχεία, οι προσφεύγουσες γνωστοποίησαν, πρώτες αυτές, πραγματικά περιστατικά τα οποία η Επιτροπή αγνοούσε προηγουμένως, δηλαδή ότι η σύμπραξη για τις LCD συνεχίστηκε κατά το 2005. Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από τα έγγραφα που προσκόμισε η Samsung στις 18 Ιουλίου 2006, μετά το προφορικό αίτημά τους, δεν μπορούσε να αποδειχθεί η οργάνωση των «συναντήσεων Cristal» κατά το 2005 και ότι η προφορική συμπληρωματική δήλωση της Samsung της 20ής Ιουλίου 2006 περιέγραφε μεν επαφές μεταξύ ανταγωνιστών το 2005, αλλά δεν συνοδευόταν από αποδεικτικά στοιχεία.

[παραλείπονται]

157    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην παράγραφο 23 της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, προβλέπονται τα εξής:

«23      Σε κάθε οριστική απόφαση που εκδίδει μετά το τέλος της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή θα προσδιορίσει:

α)       κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε μια επιχείρηση σε μια δεδομένη χρονική στιγμή αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τις αποδείξεις που η Επιτροπή είχε τότε στην κατοχή της·

β)       το επίπεδο της μείωσης του προστίμου του οποίου θα τύχει μια επιχείρηση, το οποίο θα προσδιορισθεί ως ακολούθως με βάση τα πρόστιμα που θα είχαν διαφορετικά επιβληθεί:

–        [π]ρώτη επιχείρηση που πληροί τους όρους του σημείου 21: μείωση 30-50 %·

–        […]

Επί πλέον, εάν μια επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης συμπράξεως (καρτέλ), η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση που παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.»

[παραλείπονται]

 Υπόμνηση των γενικών αρχών

[παραλείπονται]

166    Συνεπώς, η παράγραφος 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002 δεν αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια επιχείρηση απλώς προσκόμισε νέα ή πληρέστερα αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με πραγματικά περιστατικά τα οποία ήδη γνώριζε η Επιτροπή. Το εν λόγω εδάφιο δεν εφαρμόζεται ούτε στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια επιχείρηση γνωστοποιεί νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να μεταβάλουν την αξιολόγηση της Επιτροπής ως προς τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της συμπράξεως. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, αντιθέτως, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η επίμαχη επιχείρηση είναι η πρώτη που αποδεικνύει πραγματικά περιστατικά που αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και, δεύτερον, τα περιστατικά αυτά, επειδή έχουν άμεση σχέση με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης συμπράξεως, παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταλήξει σε νέα συμπεράσματα επί της παραβάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Transcatab κατά Επιτροπής, σκέψη 382).

167    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η περιοριστική ερμηνεία των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, ούτως ώστε αυτή να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια μετέχουσα σε σύμπραξη εταιρία γνωστοποιεί στην Επιτροπή νέα πληροφοριακά στοιχεία, σχετικά με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως, αποκλειομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες η εταιρία απλώς προσκομίζει στοιχεία που ενισχύουν τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη της παραβάσεως. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι η σχετική με την επιείκεια διαδικασία αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα κατά τον οποίο μια επιχείρηση τιμωρείται για κάθε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, οπότε οι κανόνες που διέπουν τη διαδικασία αυτή πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά. Τονίζεται, εξάλλου, ότι, αν οι επιχειρήσεις δεν είχαν το κίνητρο να καταγγείλουν πρώτες αυτές μια σύμπραξη στην Επιτροπή, θα επηρεαζόταν η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επιείκειας.

[παραλείπονται]

 Εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση

170    Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τις ημερομηνίες των γεγονότων του Ιουλίου 2006 που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή. Έτσι, δεν αμφισβητείται ότι:

–        οι προσφεύγουσες προέβησαν σε προφορική δήλωση στις 17 Ιουλίου 2006,

–        η Samsung προσκόμισε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία στις 18 Ιουλίου 2006,

–        η Samsung προέβη σε προφορική δήλωση στις 20 Ιουλίου 2006, στις 09:40,

–        οι προσφεύγουσες προέβησαν σε προφορική δήλωση και προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία στις 20 Ιουλίου 2006, στις 15:30.

171    Κατά συνέπεια, για να τους χορηγηθεί μερική απαλλαγή από το πρόστιμο για το 2005, οι προσφεύγουσες έπρεπε να αποδείξουν ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισαν στις 17 Ιουλίου 2006 πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, όπως συνοψίζονται στη σκέψη 166 ανωτέρω. Ελλείψει της αποδείξεως αυτής, οι προσφεύγουσες έπρεπε να αποδείξουν, αφενός, ότι, παρά τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε η Samsung στις 18 και 20 Ιουλίου 2006, η Επιτροπή αγνοούσε ότι η διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση παράβαση συνεχίστηκε κατά το 2005 και, αφετέρου, ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισαν οι ίδιες στις 20 Ιουλίου 2006 πληρούσαν τις εν λόγω προϋποθέσεις.

172    Πρέπει να εξακριβωθεί εάν οι προσφεύγουσες, με τα επιχειρήματα που προέβαλαν προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, απέδειξαν πράγματι ότι έπρεπε να τους χορηγηθεί μερική απαλλαγή από το πρόστιμο για το 2005.

173    Πρώτον, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα την παράγραφο 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, απαιτώντας από αυτές, για τη χορήγηση της μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο, να προσκομίσουν επαρκείς αποδείξεις για να θεμελιώσουν τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά. Συγκεκριμένα, το γράμμα της εν λόγω ανακοινώσεως, όπως έχει ερμηνευθεί από την Επιτροπή σε άλλες υποθέσεις, προβλέπει απλώς ότι οι αποδείξεις αυτές πρέπει να είναι λυσιτελείς. Εξάλλου, η Επιτροπή εφάρμοσε στη Samsung ευνοϊκή μεταχείριση, παρέχοντάς της απαλλαγή από το πρόστιμο βάσει πληροφοριακών στοιχείων τα οποία δεν ήταν ποιοτικώς ανώτερα από εκείνα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες.

174    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις υπομνησθείσες στις σκέψεις 161 έως 168 αρχές, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες στις 17 Ιουλίου 2006 ήταν τόσο αόριστα ώστε δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία.

175    Συγκεκριμένα, από την ανάγνωση της δήλωσης των προσφευγουσών της 17ης Ιουλίου 2006 διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει, με την αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«[…] Εν προκειμένω, οι ισχυρισμοί απλώς, που προβλήθηκαν προφορικά στις 17 Ιουλίου 2006, κατά τους οποίους εξακολούθησαν να γίνονται συναντήσεις, παρόμοιες με εκείνες της 5ης και της 19ης Οκτωβρίου 2001, μέχρι τις αρχές του 2005 και ότι, μετά την ημερομηνία αυτή, συνεχίστηκαν ορισμένες ανταλλαγές πληροφοριών για ορισμένο διάστημα ή ότι συζητήθηκαν ενίοτε ή συμφωνήθηκαν κατώτατες τιμές και κατευθυντήριες γραμμές για την τιμολόγηση, αλλά οι συναντήσεις αυτές περιορίζονταν σε ανταλλαγές πληροφοριών για τις τιμές, την παραγωγική ικανότητα και την παραγωγή, δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι η παράβαση διήρκεσε καθ’ όλο το 2005. Όταν η [LGD] υπέβαλε αυτό το είδος των αποδεικτικών στοιχείων για το 2005 και για τους δύο πρώτους μήνες του 2006, ιδίως με την από 20 Ιουλίου 2006 δήλωσή της, η Samsung, ως αιτούσα την απαλλαγή της από το πρόστιμο, είχε ήδη, με τις από 18 και 20 Ιουλίου 2006 δηλώσεις της, ενημερώσει επαρκώς την Επιτροπή για τη συνέχιση της παραβάσεως κατά το 2005 […]».

176    Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η δήλωσή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιείχε σαφή και τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία, ασκούντα άμεση επιρροή επί της διάρκειας της παραβάσεως κατά την έννοια της υπομνησθείσας στη σκέψη 168 ανωτέρω νομολογίας, για τη συνέχιση της παραβάσεως καθ’ όλο το 2005. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν αναφέρεται στη δήλωση ότι ανταλλάσσονταν πληροφορίες για τις τιμές, την αγορά και τους όρους εφοδιασμού σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και πληροφορίες όσον αφορά ορισμένους πελάτες, στις συναντήσεις κατά το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2001 μέχρι τις αρχές του 2005, στη συνέχεια, μετά την ημερομηνία αυτή, γίνεται λόγος μόνο για «ορισμένες ανταλλαγές πληροφοριών» για ένα «ορισμένο χρονικό διάστημα», χωρίς να διευκρινίζεται το είδος των πληροφοριών. Οι αναφορές, που περιλαμβάνονται στη δήλωση, σε ανταλλαγές πληροφοριών για τις τιμές αφορούν τις προαναφερθείσες συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα μεταξύ 2001 και αρχών 2005. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στη δήλωση για ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τις τιμές για την περίοδο μετά τις αρχές του 2005. Η δήλωση δεν διευκρινίζει επίσης σε ποια ημερομηνία μέσα στο 2005 μεταβλήθηκε η φύση των συναντήσεων, αλλά περιορίζεται στο να αναφέρει ότι η μεταβολή έγινε στις αρχές του έτους.

177    Κατά συνέπεια, οι πληροφορίες που περιελάμβανε η δήλωση των προσφευγουσών για το 2005 είναι τόσο αόριστες ώστε δεν ασκούν άμεση επιρροή στη διάρκεια της συμπράξεως.

178    Όσον αφορά το ότι η Επιτροπή εφάρμοσε στη Samsung λιγότερο δεσμευτικά κριτήρια χορηγώντας της πλήρη απαλλαγή από το πρόστιμο, αρκεί η διαπίστωση ότι το εφαρμοστέο για τον σκοπό αυτόν κριτήριο, το οποίο περιγράφεται στην παράγραφο 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, είναι διαφορετικό από εκείνο που προβλέπεται στην παράγραφο 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο. Συγκεκριμένα, η πρώτη διάταξη προβλέπει ότι η πλήρης απαλλαγή χορηγείται στην επιχείρηση που πρώτη προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, της παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει μια σύμπραξη.

179    Το γεγονός ότι πρόκειται για διαφορετικά κριτήρια συνιστά αντικειμενική δικαιολογία βάσει της οποίας η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να μεταχειριστεί διαφορετικά τη Samsung από τις προσφεύγουσες, χωρίς να παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης (βλ. την υπομνησθείσα στη σκέψη 131 ανωτέρω νομολογία).

[παραλείπονται]

189    Εξάλλου, είναι βεβαίως αληθές ότι το τελευταίο αποδεικτικό στοιχείο που προσκόμισε η Samsung, για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 187 ανωτέρω, δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία στηρίζεται περισσότερο στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες για το 2005. Όμως, η μη αναφορά με την προσβαλλόμενη απόφαση σε καθένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Samsung δεν ασκεί επιρροή στο γεγονός ότι, κατά τη στιγμή της υποβολής της από 20 Ιουλίου 2006 δηλώσεως των προσφευγουσών, η Επιτροπή δεν αγνoούσε, λόγω των στοιχείων που προσκόμισε η επιχείρηση αυτή, ότι συνεχίστηκαν και το 2005 οι διμερείς επαφές μεταξύ ορισμένων από τους συμμετέχοντες στη σύμπραξη.

190    Το γεγονός ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε συχνότερα τις πληροφορίες που παρεσχέθηκαν από τις προσφεύγουσες στις 20 Ιουλίου 2006 επιβεβαιώνει ότι αυτές είχαν πράγματι μεγαλύτερη αποδεικτική ισχύ από ό,τι τα στοιχεία που είχε προσκομίσει προηγουμένως η Samsung. Ωστόσο, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Επιτροπή έκρινε ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες είχαν «σημαντική προστιθέμενη αξία», κατά την έννοια των παραγράφων 21 και 22 της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, και δικαιολογούσαν μείωση κατά 50 % του ποσού του προστίμου. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων εκτιμάται αν θα χορηγηθεί η μείωση αυτή είναι διαφορετικά από τα υπομνησθέντα στη σκέψη 166 ανωτέρω και τα οποία χρησιμοποιούνται για να καθοριστεί αν η δήλωση των προσφευγουσών της 20ής Ιουλίου 2006 μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο και για το 2005.

[παραλείπονται]

192    Τέταρτον, όσον αφορά το γεγονός ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η Samsung δεν αφορούν τις «συναντήσεις Cristal», αλλά μόνο τις διμερείς επαφές, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως με την αιτιολογική σκέψη 70, προσδιορίζει την επίμαχη παράβαση ως καλύπτουσα όχι μόνο τις «συναντήσεις Cristal», αλλά και τις διμερείς επαφές και συναντήσεις μεταξύ των συμμετεχόντων. Συνεπώς, τα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη των επαφών αυτών κατά το 2005 είναι λυσιτελή προς απόδειξη του ότι η διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση ενιαία παράβαση συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους αυτού.

193    Όσον αφορά το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Samsung δεν αφορούσαν ειδικώς τη συμμετοχή των προσφευγουσών στη σύμπραξη το 2005, αφενός, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 185 ανωτέρω, σε ένα από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που προσκόμισε η Samsung επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να ερωτηθούν για τις προθέσεις τους όσον αφορά ορισμένες τιμές, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι προσφεύγουσες συνέχιζαν να συμμετέχουν στη σύμπραξη. Αφετέρου, κατά τη νομολογία, εφόσον πρόκειται για ενιαία και διαρκή παράβαση, επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε μια τέτοια ενιαία και σύνθετη παράβαση με ενέργειές της εμπίπτουσες στην έννοια της συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες απέβλεπαν στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 160, και της 2ας Φεβρουαρίου 2012, T‑83/08, Denki Kagaku Kogyo και Denka Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 242).

194    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αποβλέπουν στη μερική απαλλαγή από το πρόστιμο για το 2005 είναι αβάσιμα.

195    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να εξεταστεί, τέλος, το επικουρικώς προβληθέν επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η μερική απαλλαγή από το πρόστιμο την οποία χορήγησε η Επιτροπή για τον Ιανουάριο του 2006 συνεπάγεται την εξαίρεση του μηνός αυτού, καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες, από όλα τα στάδια υπολογισμού του ποσού του προστίμου.

196    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως αναφέρεται στον πίνακα 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον μήνα Ιανουάριο του 2006 κατά τον υπολογισμό του συντελεστή διάρκειας της παραβάσεως όσον αφορά τις προσφεύγουσες. Συγκεκριμένα, στις προσφεύγουσες εφαρμόστηκε συντελεστής 4,16, ενώ στους λοιπούς συμμετέχοντες στη σύμπραξη εφαρμόστηκε συντελεστής 4,25, ο οποίος αντιστοιχεί στη συνολική διάρκεια της παραβάσεως, στρογγυλοποιημένος προς τα κάτω.

197    Ωστόσο, για να προσδιοριστεί η αξία των σχετικών με την παράβαση πωλήσεων προϊόντων, βάσει της οποίας εξευρίσκεται το βασικό ποσό για τον υπολογισμό του προστίμου, η Επιτροπή, για όλους τους συμμετέχοντες στη σύμπραξη, υπολόγισε τον μέσο όρο των πωλήσεών τους καθ’ όλο το διάστημα της παραβάσεως, συμπεριλαμβανομένου του Ιανουαρίου 2006.

198    Επομένως, η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη, όσον αφορά τις προσφεύγουσες, το σύνολο των πωλήσεών τους καθ’ όλο το διάστημα της παραβάσεως, συμπεριλαμβανομένου του Ιανουαρίου 2006, και διαίρεσε το σύνολο διά του 4,33, αριθμού που αντιστοιχεί στη συνολική διάρκεια της παραβάσεως, στρογγυλοποιημένου προς τα πάνω.

199    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως το αναγνώρισε και η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ότι χορηγήθηκε στις προσφεύγουσες μερική απαλλαγή από το πρόστιμο για το 2006 σημαίνει ότι, για τον υπολογισμό του ποσού του επιβλητέου προστίμου, η Επιτροπή όφειλε να μεταχειριστεί τις προσφεύγουσες ως εάν είχαν μετάσχει στη σύμπραξη από τις 5 Οκτωβρίου 2001 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Κατά διατύπωση πλησιέστερη προς αυτήν της παραγράφου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, για τον καθορισμό του ποσού του εν λόγω προστίμου δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα της 31ης Δεκεμβρίου 2005.

200    Όμως, η Επιτροπή, με τον τρόπο που μεταχειρίστηκε τις προσφεύγουσες, δεν τήρησε την υποχρέωσή της να μη λάβει υπόψη το χρονικό διάστημα που καλύπτεται από τη μερική απαλλαγή από το πρόστιμο που χορηγήθηκε δυνάμει της παραγράφου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002.

201    Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να εξαιρέσει γεγονότα που καλύπτονται από την εν λόγω απαλλαγή μόνο για τους σκοπούς του υπολογισμού του συντελεστή διάρκειας της παραβάσεως, αλλά πρέπει να αναγνωριστεί ότι η διάταξη αυτή έχει γενικότερο περιεχόμενο, οπότε τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά πρέπει να μη ληφθούν υπόψη για όλες τις πτυχές που αφορούν τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του μέσου όρου της αξίας των σχετικών πωλήσεων. Κατ’ ουσίαν, η μερική απαλλαγή από το πρόστιμο, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση περί επιείκειας του 2002, δημιουργεί ένα «πλάσμα δικαίου», δυνάμει του οποίου η Επιτροπή, για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, πρέπει να θεωρήσει ότι η επιχείρηση στην οποία χορηγήθηκε η εν λόγω απαλλαγή δεν είχε συμμετάσχει στην επίμαχη παράβαση κατά το διάστημα που καλύπτεται από την απαλλαγή.

202    Για τον λόγο αυτόν πρέπει να απορριφθεί η άποψη της Επιτροπής κατά την οποία η μερική απαλλαγή από το πρόστιμο ουδεμία επιρροή ασκεί στην επιλογή του έτους ή των ετών αναφοράς που χρησιμοποιούνται για να υπολογιστεί η αξία των σχετικών πωλήσεων κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, δεδομένου ότι η αξία αυτή χρησιμεύει αποκλειστικά για την εκτίμηση της ικανότητας του συμμετέχοντος στη σύμπραξη να προκαλέσει ζημία.

203    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, καθόσον η Επιτροπή κακώς έλαβε υπόψη τον Ιανουάριο του 2006 κατά τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων των προσφευγουσών για τον σκοπό του υπολογισμού του επιβλητέου ποσού του προστίμου.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από το ότι η Επιτροπή κακώς δεν δέχθηκε ότι η συνεργασία των προσφευγουσών αποτελεί ελαφρυντική περίσταση για τους σκοπούς του υπολογισμού του ποσού του προστίμου

[παραλείπονται]

205    Κατά την παράγραφο 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, δύναται να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, δυνάμενη να δικαιολογήσει τη μείωση του ποσού του προστίμου, το γεγονός ότι «η εμπλεκόμενη επιχείρηση συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την Επιτροπή, πέραν του πεδίου εφαρμογής της Ανακοίνωσης περί Επιείκειας [του 2002] και πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί».

206    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να χορηγηθεί σε μία επιχείρηση διπλή μείωση προστίμου, δυνάμει της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002 και των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, για την ίδια συνεργασία με την Επιτροπή.

207    Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όσον αφορά τις παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, κατ’ αρχήν, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί βασίμως να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τον βαθμό της συνεργασίας του ως ελαφρυντική περίσταση, εκτός του νομικού πλαισίου της εν λόγω ανακοινώσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 586, και της 14ης Ιουλίου 2011, T‑189/06, Arkema France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑5455, σκέψη 178). Εφόσον η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη συνεργασία των προσφευγουσών, μειώνοντας το ποσό του προστίμου κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, δεν μπορεί να της προσαφθεί βασίμως ότι δεν εφάρμοσε πρόσθετη μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες, εκτός του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως.

208    Κατά συνέπεια, η νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή οφείλει να χορηγεί μείωση προστίμου σε μια επιχείρηση βάσει της παραγράφου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 17ης Μαΐου 2011, Arkema France κατά Επιτροπής, σκέψη 170, και Transcatab κατά Επιτροπής, σκέψη 330) έχει την έννοια ότι οι εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις συντρέχουν όταν η συνεργασία της συγκεκριμένης επιχειρήσεως υπερβαίνει τη νόμιμη υποχρέωσή της συνεργασίας, χωρίς όμως να της παρέχει δικαίωμα σε μείωση προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002.

209    Εν προκειμένω, εφόσον η Επιτροπή προσάπτει στις προσφεύγουσες ότι συμμετείχαν σε σύμπραξη, είναι αναμφισβήτητο ότι πρόκειται για παράβαση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002 (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 381).

210    Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι χορηγήθηκε στις προσφεύγουσες μείωση του προστίμου κατ’ εφαρμογή της εν λόγω ανακοινώσεως.

211    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρόσθετη μείωση, λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως, μπορεί να χορηγηθεί στις προσφεύγουσες μόνο βάσει συνεργασίας διαφορετικής από εκείνη που ελήφθη ήδη υπόψη στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002 και πληρούσε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή της παραγράφου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

[παραλείπονται]

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από την εξαίρεση από τη διαδικασία των Ιαπώνων προμηθευτών LCD

[παραλείπονται]

 Ως προς την έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

[παραλείπονται]

220    Πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι η έννοια της ενιαίας παραβάσεως αναφέρεται ακριβώς σε μια κατάσταση στην οποία πολλές επιχειρήσεις μετείχαν σε παράβαση συνιστάμενη σε διαρκή συμπεριφορά με έναν και μόνο οικονομικό σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού, αλλά και σε μεμονωμένες παραβάσεις που συνδέονται λόγω ταυτότητας αντικειμένου (ίδιος σκοπός του συνόλου των στοιχείων) και υποκειμένων (ταυτότητα των οικείων επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνείδηση της συμμετοχής τους στον κοινό σκοπό) (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1255, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

221    Ακολούθως, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ενδέχεται να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμα και από αδιάλειπτη συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της αδιάλειπτης αυτής συμπεριφοράς θα συνιστούσαν ενδεχομένως, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο λόγω του πανομοιότυπου αντικειμένου τους που συνίσταται στη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

222    Συναφώς, πρώτον, παρατηρείται ότι, μολονότι η νομολογία αυτή παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει παράβαση, με μία μόνο διαδικασία και με μία μόνο απόφαση, για περισσότερες συμπεριφορές ταυτόχρονα, για καθεμία από τις οποίες θα μπορούσε να διαπιστώσει μεμονωμένη παράβαση, ωστόσο τούτο δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Έτσι, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι διαπίστωσε παράβαση χωριστά για διάφορες συμπεριφορές τις οποίες θα μπορούσε να εντάξει σε μία ενιαία και διαρκή παράβαση. Εξάλλου, καθεμία από τις συμπεριφορές αυτές θα μπορούσε να περιλαμβάνει περισσότερες παραβάσεις.

223    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς το περιεχόμενο των διαδικασιών που κινεί. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να διαπιστώνει κάθε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά και να επιβάλει τις ανάλογες κυρώσεις και τα δικαστήρια της Ένωσης δεν μπορούν —έστω και ενόψει της μειώσεως του προστίμου— να κρίνουν ότι η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, όφειλε να αποδείξει ότι συγκεκριμένη επιχείρηση διέπραξε παράβαση στη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 369 και 370).

224    Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Ωστόσο, από τη νομολογία προκύπτει ότι η επιλογή της Επιτροπής να υπαγάγει μια ενιαία πραγματική κατάσταση σε δύο χωριστές διαδικασίες μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση εξουσίας μόνον αν διαπιστωθεί ότι έγινε χωρίς αντικειμενική αιτία (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2010, C‑441/07 P, Επιτροπή κατά Alrosa, Συλλογή 2010, σ. I‑5949, σκέψη 89).

225    Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν διέθετε, ή δεν διέθετε ακόμη, επαρκείς αποδείξεις κατά των Ιαπώνων προμηθευτών και επέλεξε να μην κινηθεί εναντίον τους ταυτόχρονα με τη διαδικασία που κίνησε κατά των προσφευγουσών και κατά των λοιπών αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το γεγονός αυτό συνιστά αντικειμενική αιτία η οποία δικαιολογεί την επιλογή της Επιτροπής. Ασφαλώς, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινήθηκε κατά των Ιαπώνων προμηθευτών, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρήσει έναντι των προσφευγουσών την αρχή ne bis in idem.

[παραλείπονται]

228    Εν προκειμένω, παρατηρείται, πρώτον, ότι η παράβαση την οποία προσήψε η Επιτροπή στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως συνίσταται στο γεγονός ότι συμμετείχαν, αφενός, στις «συναντήσεις Cristal», στις οποίες καθόριζαν κατώτατες τιμές για τις LCD της συμπράξεως, συζητούσαν τις προβλέψεις των τιμών για να αποφευχθεί η μείωσή τους και συντόνιζαν τις αυξήσεις των τιμών καθώς και τα επίπεδα παραγωγής, και, αφετέρου, σε διμερείς συναντήσεις που αφορούσαν τα θέματα που είχαν συζητηθεί στις «συναντήσεις Cristal» (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω).

229    Πάντως, οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι οι Ιάπωνες προμηθευτές δεν συμμετείχαν στις «συναντήσεις Cristal», αλλά σε άλλες συναντήσεις, στις οποίες όμως δεν συμμετείχαν οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

230    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι Ιάπωνες προμηθευτές είχαν επίσης θέσει σε εφαρμογή, μεταξύ τους ή με τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμπραξη αποβλέπουσα στη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού στις τιμές των LCD, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προς τούτο στρατηγική τους εντάσσεται υποχρεωτικά στο ίδιο συνολικό σχέδιο και χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους με εκείνες που εφάρμοσαν οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

231    H μη απόδειξη της υπάρξεως συνολικού σχεδίου και κοινών μεθόδων συνιστά αντικειμενική αιτία παρέχουσα στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει τη διαπραχθείσα από τις προσφεύγουσες παράβαση χωρίς να συμπεριλάβει στην ίδια διαδικασία την ενδεχομένως διαπραχθείσα από τους Ιάπωνες προμηθευτές παράβαση.

[παραλείπονται]

234    Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλούν οι προσφεύγουσες από το ότι η Επιτροπή υποστήριξε, με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν προέβη σε καμία αναφορά με την προσβαλλόμενη απόφαση στους Ιάπωνες προμηθευτές προκειμένου ακριβώς να συμμορφωθεί με τις αρχές που έθεσε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2007, T‑474/04, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑4225, σκέψεις 72 έως 81), μολονότι είχε γίνει μνεία των εν λόγω προμηθευτών στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ενώ δεν ήταν αποδέκτες της.

235    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από την προπαρατεθείσα απόφαση Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής προκύπτει ότι η Επιτροπή, σεβόμενη το τεκμήριο αθωότητας, οφείλει να μη δημοσιεύει στις αποφάσεις της διαπιστώσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αιτιάσεις κατά επιχειρήσεως για παράβαση, όταν το διατακτικό της αποφάσεως αυτής δεν αφορά την εν λόγω επιχείρηση. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή των αρχών που τέθηκαν με την εν λόγω απόφαση, δεν αναφέρθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στους Ιάπωνες προμηθευτές σημαίνει απλώς ότι σεβάστηκε το τεκμήριο αθωότητας όσον αφορά τους εν λόγω προμηθευτές. Αντιθέτως, η μη αναφορά τους στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι η Επιτροπή έλαβε θέση, έστω και σιωπηρώς, επί της συμμετοχής των Ιαπώνων προμηθευτών σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές όσον αφορά τις LCD της συμπράξεως.

[παραλείπονται]

 Ως προς τη φερόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

[παραλείπονται]

238    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή δεν είχε καμία υποχρέωση να εκθέσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους δεν στράφηκε κατά των Ιαπώνων προμηθευτών στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας πράξεως δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει και υποχρέωση του οργάνου που την εξέδωσε να αιτιολογήσει το γεγονός ότι δεν εξέδωσε άλλες παρεμφερείς πράξεις απευθυνόμενες σε τρίτους (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 414, και της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 63). Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες.

 Επί των φερόμενων παραβιάσεων της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής ne bis in idem

[παραλείπονται]

242    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν την αρχή ne bis in idem, εφόσον η προσφυγή τους στρέφεται κατά της αποφάσεως που περατώνει την πρώτη διαδικασία την οποία η Επιτροπή κίνησε εναντίον τους λόγω παραβάσεως που αφορούσε τις LCD της συμπράξεως. Συγκεκριμένα, επίκληση της αρχής αυτής μπορεί να γίνει μόνο κατά αποφάσεως με την οποία περατώνεται ενδεχόμενη δεύτερη διαδικασία η οποία αφορά την ίδια παράβαση. Αντιθέτως, η αρχή αυτή δεν ασκεί καμία επιρροή επί της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ύπαρξη της οποίας συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει επίκληση της αρχής αυτής όσον αφορά τη δεύτερη διαδικασία.

243    Η ασφάλεια δικαίου των προσφευγουσών κατοχυρώνεται από το γεγονός ότι κάθε απόφαση της Επιτροπής με την οποία κινείται εναντίον τους διαδικασία για την ίδια παράβαση με αυτήν που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στην αρχή ne bis in idem. Η τήρηση της αρχής αυτής δεν νοείται προφανώς ως προληπτικό μέτρο, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, στρεφόμενο κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

244    Το γεγονός ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασία κατά των Ιαπώνων προμηθευτών, στο πλαίσιο της οποίας ζήτησε πληροφορίες από τις προσφεύγουσες, δεν ασκεί καμία επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως ή στο ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι κινήθηκε εναντίον των προσφευγουσών διαδικασία για την παράβαση που διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν τις απαλλάσσει από την υποχρέωση συνεργασίας με την Επιτροπή για τους σκοπούς της διαδικασίας η οποία μπορεί να καταλήξει σε διαπίστωση παραβάσεως που διέπραξαν άλλες επιχειρήσεις ή ακόμη και οι ίδιες οι προσφεύγουσες, υπό τον όρο ότι τα πραγματικά περιστατικά που έλαβε υπόψη προς τούτο η Επιτροπή είναι διαφορετικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, με τη διευκρίνιση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορούσε τους Ιάπωνες προμηθευτές.

[παραλείπονται]

 Ως προς τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

[παραλείπονται]

248    Παρατηρείται ότι ο αναλογικός χαρακτήρας του προστίμου πρέπει να εκτιμάται βάσει του συνόλου των περιστάσεων της παραβάσεως (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑52/02, SNCZ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5005, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι κίνδυνοι τους οποίους επικαλούνται οι προσφεύγουσες, ότι θα επιβαρυνθούν με πρόσθετες δαπάνες λόγω της δεύτερης διαδικασίας που θα κινήσει η Επιτροπή μεταξύ άλλων κατά των Ιαπώνων προμηθευτών, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως περιστάσεις σχετικές με τη διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση παράβαση που διέπραξαν οι προσφεύγουσες.

[παραλείπονται]

 Άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας

252    Εκτός από τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες ζητούν επιπλέον από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει το ποσό του προστίμου που τους επέβαλε η Επιτροπή, στηριζόμενες στο ότι η Επιτροπή υπέπεσε στις πλάνες που προβάλλονται με τους λόγους ακυρώσεως που εξετάσθηκαν ανωτέρω και, όσον αφορά την εξαίρεση από τη διαδικασία των Ιαπώνων προμηθευτών LCD, καθώς και στο ότι η κίνηση της διαδικασίας κατά των προμηθευτών αυτών θα μπορούσε να προκαλέσει ζημία στις προσφεύγουσες.

253    Όπως προκύπτει από την εξέταση των λόγων ακυρώσεως των προσφευγουσών, η μόνη πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του προστίμου που τους επέβαλε είναι το ότι συμπεριέλαβε τον Ιανουάριο του 2006 στον υπολογισμό του μέσου όρου της αξίας των πωλήσεών τους (σκέψεις 195 έως 203 ανωτέρω). Εξάλλου, για τους λόγους που εξηγούνται στη σκέψη 244 ανωτέρω, η κίνηση διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως κατά των Ιαπώνων προμηθευτών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προκάλεσε ζημία στις προσφεύγουσες. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός αυτό δεν άσκησε επιρροή στη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως που διέπραξαν οι προσφεύγουσες.

254    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί το αίτημα των προσφευγουσών να διορθώσει το Γενικό Δικαστήριο το σφάλμα που αφορά τον Ιανουάριο του 2006 και να μειώσει ακολούθως το ποσό του προστίμου που τους επέβαλε η Επιτροπή.

255    Πρέπει να υπομνησθεί ότι τον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή συμπληρώνει η πλήρης δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), συμφώνως προς το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν.

256    Συνεπώς, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να εκτιμήσει, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του, εάν το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της συγκεκριμένης παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑343/06, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

257    Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι με την αφαίρεση του Ιανουαρίου του 2006 από τον υπολογισμό του μέσου όρου της αξίας των σχετικών πωλήσεων των προσφευγουσών, εφαρμόζοντας την ίδια μέθοδο με αυτήν που εφάρμοσε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το ποσό του επιβλητέου στις προσφεύγουσες προστίμου ανέρχεται σε 210 000 000 ευρώ.

258    Επομένως, ελλείψει άλλων στοιχείων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μεγαλύτερη μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες με την προσβαλλόμενη απόφαση και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, το ποσό αυτό πρέπει να μειωθεί σε 210 000 000 ευρώ.

259    Εξάλλου, κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά της αιτήματα.

[παραλείπονται]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καθορίζει το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε αλληλεγγύως στην LG Display Co. Ltd και στην LG Display Taiwan Co. Ltd με το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2010) 8761 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (υπόθεση COMP/39.309 — LCD), σε 210 000 000 ευρώ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η LG Display και η LG Display Taiwan φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4)      Η Επιτροπή φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων.

Kanninen

Berardis

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Φεβρουαρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 — Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως των οποίων τη δημοσίευση κρίνει σκόπιμη το Γενικό Δικαστήριο.