Language of document : ECLI:EU:T:2014:88

Υπόθεση T‑128/11

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

LG Display Co. Ltd

και

LG Display Taiwan Co. Ltd

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Παγκόσμια αγορά οθονών υγρών κρυστάλλων (LCD) — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές σε θέματα τιμών και ικανότητας παραγωγής — Εσωτερικές πωλήσεις — Δικαιώματα άμυνας — Πρόστιμα — Μερική απαλλαγή από το πρόστιμο — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Αρχή ne bis in idem»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 27ης Φεβρουαρίου 2014

1.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή — Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου — Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων — Κριτήρια — Συνυπολογισμός των πωλήσεων προς τρίτους — Προϋπόθεση

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ · κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

2.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή — Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου — Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων — Κριτήρια — Συνυπολογισμός των πωλήσεων προς εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο αλλά δεν αποτελούν ενιαία επιχείρηση με την κατηγορούμενη επιχείρηση — Διαφορετική μεταχείριση των πωλήσεων εντός των ενιαίων επιχειρήσεων οι οποίες συμμετείχαν επίσης στη σύμπραξη — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ · κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2 · ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

3.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία —Διάκριση μεταξύ μιας καταστάσεως που έχει ως αποτέλεσμα απαλλαγή από το πρόστιμο από μια άλλη που έχει ως αποτέλεσμα μείωση του ποσού του προστίμου — Μερική απαλλαγή από το πρόστιμο — Προϋποθέσεις — Περιοριστική ερμηνεία

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 8, στοιχείο β΄, και 23, στοιχείο β΄, εδ. 3)

4.      Συμπράξεις — Απαγορεύονται — Παραβάσεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παραβάσεως — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

5.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως — Μερική απαλλαγή από το πρόστιμο χορηγηθείσα για ορισμένο χρονικό διάστημα — Συνέπειες — Εξαίρεση του διαστήματος αυτού από όλα τα στάδια υπολογισμού του ποσού του προστίμου

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ · ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημείο 23, στοιχείο β΄, εδ. 3)

6.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού — Μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ · κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2002/C 45/03 και 2006/C 210/02, σημείο 29, τέταρτη περίπτωση)

7.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Υποχρέωση της Επιτροπής να διαπιστώσει παράβαση για συμπεριφορές που εντάσσονται σε ενιαία και διαρκή παράβαση με μία διαδικασία — Δεν υφίσταται — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά το περιεχόμενο των διαδικασιών — Όρια — Τήρηση της αρχής ne bis in idem

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

8.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης — Περιεχόμενο

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

1.      Όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του βασικού ποσού των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, όταν ο συμμετέχων σε παράβαση πωλεί τα προϊόντα τα οποία αφορά η παράβαση σε εταιρίες που δεν αποτελούν ενιαία επιχείρηση με τον εν λόγω συμμετέχοντα, οι επίμαχες πωλήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως πραγματοποιηθείσες προς ανεξάρτητους τρίτους, παρόλο που υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του συμμετέχοντα αυτού και των εταιριών. Ωστόσο, η Επιτροπή οφείλει να εξηγήσει με ποιον τρόπο συνδέονται με τη σύμπραξη οι οικείες πωλήσεις.

(βλ. σκέψεις 60-63)

2.      Όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του βασικού ποσού των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι οι πωλήσεις εντός μιας ενιαίας επιχείρησης έτυχαν διαφορετικής μεταχειρίσεως σε σχέση με τις πωλήσεις μεταξύ εταιριών που ανήκαν στον ίδιο όμιλο, αλλά δεν είχαν χαρακτηριστεί ως ενιαία επιχείρηση, δεν μπορεί να επικριθεί όσον αφορά την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η ύπαρξη ενιαίας επιχειρήσεως συνεπάγεται ότι υφίσταται διαφορετική κατάσταση η οποία δικαιολογεί την υπαγωγή των πωλήσεων των εν λόγω συμμετεχόντων σε διαφορετική κατηγορία.

(βλ. σκέψεις 136-140)

3.      Το σημείο 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί απαλλαγής από πρόστιμα και περί μειώσεως του ύψους τους σε υποθέσεις συμπράξεων εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η επίμαχη επιχείρηση είναι η πρώτη που αποδεικνύει πραγματικά περιστατικά που αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και, δεύτερον, τα περιστατικά αυτά, επειδή έχουν άμεση σχέση με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης συμπράξεως, παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταλήξει σε νέα συμπεράσματα επί της παραβάσεως.

Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά, ούτως ώστε η διάταξη αυτή να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μετέχουσα σε σύμπραξη εταιρία γνωστοποιεί στην Επιτροπή νέα πληροφοριακά στοιχεία, σχετικά με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως, αποκλειομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες η εταιρία απλώς προσκομίζει στοιχεία που ενισχύουν τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, αν οι επιχειρήσεις δεν είχαν το κίνητρο να καταγγείλουν πρώτες αυτές μια σύμπραξη στην Επιτροπή, θα επηρεαζόταν η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επιείκειας.

Εξάλλου, το κριτήριο που προβλέπεται στο σημείο 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας είναι διαφορετικό από αυτό που προβλέπεται στο σημείο της 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο. Η πρώτη από τις διατάξεις αυτές προβλέπει ότι η πλήρης απαλλαγή χορηγείται στην επιχείρηση που προσκόμισε πρώτη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, της παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει μια σύμπραξη. Το γεγονός ότι πρόκειται για διαφορετικά κριτήρια συνιστά αντικειμενική δικαιολογία βάσει της οποίας η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να μεταχειριστεί διαφορετικά την πρώτη από τη δεύτερη επιχείρηση, χωρίς να παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Εξάλλου, τα κριτήρια βάσει των οποίων εκτιμάται αν θα χορηγηθεί η μείωση λόγω σημαντικής προστιθέμενης αξίας, κατά την έννοια των σημείων 21 και 22 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, είναι διαφορετικά από εκείνα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για να καθοριστεί αν η δήλωση μιας επιχείρησης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο κατά την έννοια του σημείου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της εν λόγω ανακοινώσεως.

(βλ. σκέψεις 157, 166, 167, 178, 179, 190)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 193, 220, 221)

5.      Σε ζητήματα ανταγωνισμού, το ότι χορηγήθηκε σε επιχείρηση μερική απαλλαγή από το πρόστιμο βάσει του σημείου 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί απαλλαγής από πρόστιμα και περί μειώσεως του ύψους τους σε υποθέσεις συμπράξεων, σημαίνει ότι η Επιτροπή όφειλε, για τον υπολογισμό του ποσού του επιβλητέου προστίμου, να μεταχειριστεί την εν λόγω επιχείρηση ως εάν αυτή δεν είχε μετάσχει στην επίμαχη σύμπραξη κατά την περίοδο που καλύπτεται από την απαλλαγή. Η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να εξαιρέσει τα συγκεκριμένα γεγονότα μόνο για τους σκοπούς του υπολογισμού του συντελεστή διάρκειας της παραβάσεως, αλλά πρέπει να αναγνωριστεί ότι η διάταξη αυτή έχει γενικότερο περιεχόμενο, οπότε τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά πρέπει να μη ληφθούν υπόψη για όλες τις πτυχές που αφορούν τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του μέσου όρου της αξίας των σχετικών πωλήσεων. Κατ’ ουσίαν, η μερική απαλλαγή από το πρόστιμο, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση περί συνεργασίας, δημιουργεί ένα «πλάσμα δικαίου», δυνάμει του οποίου η Επιτροπή, για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, πρέπει να θεωρήσει ότι η επιχείρηση στην οποία χορηγήθηκε η εν λόγω απαλλαγή δεν είχε συμμετάσχει στην επίμαχη παράβαση κατά το διάστημα που καλύπτεται από την απαλλαγή.

(βλ. σκέψεις 199, 201)

6.      Το σημείο 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των επιβλητέων προστίμων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί σε μία επιχείρηση διπλή μείωση προστίμου, δυνάμει της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί απαλλαγής από πρόστιμα και περί μειώσεως του ύψους τους σε υποθέσεις συμπράξεων και δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των επιβλητέων προστίμων, για την ίδια συνεργασία με την Επιτροπή. Όσον αφορά τις παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, κατ’ αρχήν, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί βασίμως να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τον βαθμό της συνεργασίας του ως ελαφρυντική περίσταση, εκτός του νομικού πλαισίου της εν λόγω ανακοινώσεως. Η λύση κατά την οποία η Επιτροπή οφείλει να χορηγεί μείωση προστίμου σε μια επιχείρηση, βάσει του σημείου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των επιβλητέων προστίμων, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έχει την έννοια ότι οι εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις συντρέχουν όταν η συνεργασία της συγκεκριμένης επιχειρήσεως υπερβαίνει τη νόμιμη υποχρέωσή της συνεργασίας, χωρίς όμως να της παρέχει δικαίωμα σε μείωση προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

(βλ. σκέψεις 205-208)

7.      Σε ζητήματα ανταγωνισμού, μολονότι η ερμηνεία της έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει παράβαση, με μία μόνο διαδικασία και με μία μόνο απόφαση, για περισσότερες συμπεριφορές ταυτόχρονα, για καθεμία από τις οποίες θα μπορούσε να διαπιστώσει μεμονωμένη παράβαση, ωστόσο τούτο δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Έτσι, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι διαπίστωσε παράβαση χωριστά για διάφορες συμπεριφορές τις οποίες θα μπορούσε να εντάξει σε μία ενιαία και διαρκή παράβαση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς το περιεχόμενο των διαδικασιών που κινεί. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να διαπιστώνει κάθε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά και να επιβάλει τις ανάλογες κυρώσεις και τα δικαστήρια της Ένωσης δεν μπορούν —έστω και ενόψει της μειώσεως του προστίμου— να κρίνουν ότι η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, όφειλε να αποδείξει ότι συγκεκριμένη επιχείρηση διέπραξε παράβαση στη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Ωστόσο, η επιλογή της Επιτροπής να υπαγάγει μια ενιαία πραγματική κατάσταση σε δύο χωριστές διαδικασίες μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση εξουσίας μόνον αν διαπιστωθεί ότι έγινε χωρίς αντικειμενική αιτία. Όταν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν διαθέτει επαρκείς αποδείξεις σε βάρος ορισμένων επιχειρήσεων ύποπτων για συμμετοχή στην ίδια ενιαία παράβαση, ή όταν δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συνολικού σχεδίου και κοινών μεθόδων, οι περιστάσεις αυτές συνιστούν αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν την επιλογή της Επιτροπής να κινηθεί εναντίον των διαφόρων επιχειρήσεων με χωριστές διαδικασίες.

Εξάλλου, οι κίνδυνοι για μια επιχείρηση, εναντίον της οποίας κινήθηκε από την Επιτροπή η πρώτη διαδικασία, να κινηθεί και δεύτερη διαδικασία για την ίδια ενιαία και διαρκή παράβαση δεν παρέχουν στην εν λόγω επιχείρηση τη δυνατότητα να επικαλεσθεί την αρχή ne bis in idem κατά της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η πρώτη διαδικασία. Η τήρηση της αρχής αυτής δεν νοείται προφανώς ως προληπτικό μέτρο και δεν απαλλάσσει την επιχείρηση από την υποχρέωση συνεργασίας με την Επιτροπή σε ενδεχόμενη δεύτερη διαδικασία.

(βλ. σκέψεις 222-225, 231, 242-244)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 238)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 255, 256)