Language of document : ECLI:EU:T:2011:226

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 19ης Μαΐου 2011 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Αεροπορικός τομέας – Αποκλειστική χρήση του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Μονάχου – Προσφυγή κατά παραλείψεως – Λήψη θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής – Κατάργηση της δίκης – Υποχρέωση ενεργείας – Δεν υφίσταται»

Στην υπόθεση T‑423/07,

Ryanair Ltd, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τον E. Vahida, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn, S. Noë και την E. Righini,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να λάβει θέση επί της καταγγελίας της προσφεύγουσας όσον αφορά, αφενός, ενίσχυση που φέρεται ότι χορηγήθηκε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στη Lufthansa και τους εταίρους της τής Star Alliance υπό τη μορφή της αποκλειστικής χρήσεως του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Μονάχου (Γερμανία) και, αφετέρου, προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους του αεροδρομίου του Μονάχου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, V. Vadapalas (εισηγητή) και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), έχει ως εξής:

«Εφόσον η Επιτροπή έχει στην κατοχή της πληροφορίες από τις οποίες απορρέει ότι υπήρξαν παράνομες ενισχύσεις, ανεξαρτήτως της πηγής τους, εξετάζει αμελλητί τις πληροφορίες αυτές.»

2        Το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 ορίζει:

«Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή για τεκμαιρόμενη παράνομη ενίσχυση και τεκμαιρόμενη καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυσης. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να εξετάσει την περίπτωση, ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο μέρος. Εφόσον η Επιτροπή λάβει απόφαση για υπόθεση που αφορά το αντικείμενο της παρασχεθείσας πληροφορίας, αποστέλλει αντίγραφο της απόφασης αυτής στο ενδιαφερόμενο μέρος.»

3        Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), έχει ως εξής:

«1. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει, κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως, παράβαση του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ], δύναται να υποχρεώσει με απόφασή της τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να θέσουν τέλος στη διαπιστωθείσα παράβαση. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή δύναται να τους επιβάλλει μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα, ανάλογα προς τη διαπραχθείσα παράβαση και αναγκαία για την παύση της. Μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνο στην περίπτωση που είτε δεν υφίστανται εξίσου αποτελεσματικά μέτρα συμπεριφοράς, είτε όλα τα εξ ίσου αποτελεσματικά μέτρα συμπεριφοράς είναι ενδεχομένως οχληρότερα από τα μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα. Εφόσον έχει σχετικό έννομο συμφέρον, η Επιτροπή μπορεί επίσης να διαπιστώνει ότι η παράβαση έχει διαπραχθεί στο παρελθόν.

2. Νομιμοποιούνται να υποβάλουν καταγγελία σύμφωνα με την παράγραφο 1 τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αποδεικνύουν ότι έχουν σχετικό έννομο συμφέρον, καθώς και τα κράτη μέλη.»

4        Η έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18), ορίζει:

«Για να είναι μια καταγγελία παραδεκτή για τους σκοπούς του άρθρου 7 του κανονισμού […] 1/2003, πρέπει να περιέχει συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία.»

5        Η έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 773/2004 ορίζει:

«Πρέπει να εκπονηθεί ένα έντυπο για τη διευκόλυνση των καταγγελλόντων κατά την υποβολή των αναγκαίων στοιχείων στην Επιτροπή. Η υποβολή των στοιχείων που θα απαριθμούνται στο έντυπο αυτό πρέπει να αποτελεί όρο για να αντιμετωπίζεται μια καταγγελία κατά το άρθρο 7 του κανονισμού […] 1/2003.»

6        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 έχει ως εξής:

«Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα νομιμοποιούνται να υποβάλουν καταγγελία για τους σκοπούς του άρθρου 7 του κανονισμού […] 1/2003, όταν αποδεικνύουν ότι έχουν έννομο συμφέρον.

Οι καταγγελίες περιέχουν τα στοιχεία που απαιτούνται στο έντυπο Γ, όπως τούτο εμφαίνεται στο παράρτημα. Η Επιτροπή μπορεί να απαλλάξει τον καταγγέλλοντα από την υποχρέωση υποβολής ενός μέρους από τα στοιχεία του εντύπου Γ, συμπεριλαμβανόμενων των εγγράφων.»

7        Η παράγραφος 3 του εντύπου Γ, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα του κανονισμού 773/2004, ορίζει:

«Να εκθέσετε λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία, κατά τη γνώμη σας, προκύπτει παραβίαση των άρθρων 81 [ΕΚ] ή 82 [ΕΚ …]. Να αναφέρετε ιδίως το είδος των ειδών (αγαθών ή υπηρεσιών) που επηρεάζονται από τις εικαζόμενες παραβάσεις και να εξηγήσετε, εφόσον απαιτείται, τις εμπορικές σχέσεις που αφορούν αυτά τα είδη. Να δώσετε όλες τις διαθέσιμες λεπτομέρειες για τις συμφωνίες ή πρακτικές των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων στις οποίες αναφέρεται η καταγγελία. Να αναφέρετε, ενόσω τούτο είναι δυνατόν, τη θέση των καταγγελλόμενων επιχειρήσεων στην αντίστοιχη αγορά.»

8        Η παράγραφος 6 του εντύπου Γ, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα του κανονισμού 773/2004, προβλέπει:

«Να επεξηγήσετε τα αποτελέσματα ή τις ενέργειες που αναμένετε μετά την κινηθείσα από την Επιτροπή διαδικασία.»

9        Η παράγραφος 8 του εντύπου Γ, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα του κανονισμού 773/2004, έχει ως εξής:

«Να δώσετε πλήρη στοιχεία σχετικά με το αν έχετε απευθυνθεί για το ίδιο ή συναφές ζήτημα σε άλλη αρχή ανταγωνισμού, ή/και αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Εάν συμβαίνει τούτο, να δώσετε πλήρεις λεπτομέρειες σχετικά με την επιληφθείσα διοικητική ή δικαστική αρχή και τα στοιχεία που έχετε υποβάλει στην αρχή αυτή.»

 Ιστορικό της διαφοράς

10      Στις 3 Νοεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα, Ryanair Ltd, διαβίβασε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επιστολή με θέμα «καταγγελία κατά του αεροδρομίου του Μονάχου λόγω κρατικής ενισχύσεως προς τη Lufthansa».

11      Με την καταγγελία αυτή, η προσφεύγουσα κατήγγειλε το γεγονός ότι η Lufthansa και οι εταίροι της τής Star Alliance (στο εξής: εταίροι της Star Alliance) απολάμβαναν της αποκλειστικής χρήσεως του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Μονάχου (Γερμανία). Υποστήριξε ότι η αποκλειστική αυτή χρήση είχε «παραχωρηθεί έναντι 1,5 δισεκατομμυρίου ευρώ», με συνέπεια «οικονομική ζημία για το αεροδρόμιο άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ στη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών». Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός αυτό συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, καθόσον δεν της επιτράπηκε η πρόσβαση στο επίμαχο αεροδρόμιο. Επιπλέον, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι οι γερμανικές αρχές είχαν χορηγήσει σημαντικές κρατικές ενισχύσεις στη Lufthansa. Η καταγγελία ανέφερε ότι αυτή η «πρόδηλη κατάχρηση» σε σχέση με τους κοινοτικούς κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων ήταν, επίσης, αντίθετη προς τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρίες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες που είχε πρόσφατα δημοσιεύσει η Επιτροπή. Κατ’ ακολουθία, η προσφεύγουσα ζητούσε από την Επιτροπή να εξετάσει «τη σημαντική στρέβλωση του ανταγωνισμού» εξαιτίας των πλεονεκτημάτων που είχε παράσχει στη Lufthansa το αεροδρόμιο του Μονάχου και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η προσφεύγουσα ανέφερε επίσης στην καταγγελία της ότι αντίγραφό της θα κοινοποιούσε στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Ανταγωνισμού της Επιτροπής, από την οποία θα ζητούσε να εξετάσει την εκ μέρους του αεροδρομίου του Μονάχου κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως που συνίστατο στην άρνηση των αρχών του να επιτρέψουν στην προσφεύγουσα να χρησιμοποιεί τον τερματικό σταθμό 2 του εν λόγω αεροδρομίου. Τέλος, η προσφεύγουσα ζητούσε όπως η ΓΔ Μεταφορών και Ενέργειας της Επιτροπής υποχρεώσει τη Lufthansa να επιστρέψει τα σημαντικά ποσά κρατικών ενισχύσεων που είχε λάβει.

12      Με έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι έλαβε την καταγγελία, την οποία είχε πρωτοκολλήσει στις 4 Νοεμβρίου 2005. Η Επιτροπή ανέφερε ότι οι υπηρεσίες της, σύμφωνα με τη διαδικασία εξετάσεως των καταγγελιών που αφορούν κρατική ενίσχυση, θα απευθύνονταν εγγράφως στις γερμανικές αρχές προκειμένου να ζητήσουν διευκρινίσεις σχετικά με τη φερόμενη ως χορηγηθείσα ενίσχυση.

13      Με επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2007, η προσφεύγουσα υπενθύμισε στην Επιτροπή ότι είχαν παρέλθει 14 μήνες αφότου αυτή είχε λάβει την καταγγελία της σχετικά με κρατική ενίσχυση υπέρ της Lufthansa και ότι κατά το διάστημα αυτό θα μπορούσε να έχει λάβει από τις γερμανικές αρχές τις αναγκαίες πληροφορίες, προκειμένου να κινήσει επίσημη έρευνα.

14      Στις 31 Ιουλίου 2007, η προσφεύγουσα, καθόσον δεν είχε λάβει απάντηση στην καταγγελία της, απέστειλε στην Επιτροπή επιστολή οχλήσεως με την οποία απηύθυνε επισήμως στην Επιτροπή πρόσκληση προς ενέργεια σύμφωνα με το άρθρο 232 ΕΚ (στο εξής: επιστολή οχλήσεως).

15      Με την επιστολή οχλήσεως, η προσφεύγουσα κάλεσε την Επιτροπή να εφαρμόσει τις διαδικασίες που προβλέπουν οι κανονισμοί 659/1999, 1/2003 και 773/2004.

16      Η προσφεύγουσα κάλεσε, ειδικότερα, την Επιτροπή:

–        πρώτον, να διατάξει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να αναστείλει την οικεία κρατική ενίσχυση, τουλάχιστον μέχρι η Επιτροπή να λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, δεύτερον, να λάβει επίσημη απόφαση στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξετάσεως σχετικά με τη χορήγηση της ενισχύσεως που αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της καταγγελίας σύμφωνα, αφενός, με το άρθρο 4, παράγραφοι 2, 3 ή 4, του κανονισμού 659/1999 και, αφετέρου, με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, και, τρίτον, να την ενημερώσει για τις ληφθείσες αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999·

–        να διατάξει, ως προσωρινό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού 1/2003, την αναστολή της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς την οποία αυτή αμφισβήτησε με την καταγγελία της και να κινήσει διαδικασία προς έκδοση αποφάσεως, σύμφωνα με το κεφάλαιο III του κανονισμού 1/2003, όσον αφορά την εν λόγω αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, ή να την ενημερώσει σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η καταγγελία πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού 773/2004.

17      Με έγγραφο της 2ας Αυγούστου 2007, η Επιτροπή βεβαίωσε ότι παρέλαβε την επιστολή οχλήσεως και ανέφερε ότι ανέθεσε την εξέτασή της στη ΓΔ Μεταφορών και Ενέργειας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 15 Νοεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το νυν Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει, σύμφωνα με το άρθρο 232 ΕΚ, ότι η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να λάβει θέση, καίτοι κλήθηκε επισήμως να το πράξει, επί της καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2005·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ακόμη και σε περίπτωση που η Επιτροπή, μετά την άσκηση της προσφυγής, λάβει μέτρα τα οποία, κατά το Γενικό Δικαστήριο, καθιστούν την προσφυγή άνευ αντικειμένου, ή ακόμη και σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει προσήκον.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το νυν Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

21      Με έγγραφο της 14ης Απριλίου 2008 (στο εξής: έγγραφο της 14ης Απριλίου 2008), η προσφεύγουσα ζήτησε από το νυν Γενικό Δικαστήριο τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, προκειμένου η Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα τα οποία επικαλέστηκε με το υπόμνημα αντικρούσεως.

22      Με τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου της 14ης Απριλίου 2008, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Απριλίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε από το νυν Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα της προσφεύγουσας για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

23      Με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2009 (στο εξής: έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2009), η Επιτροπή διαβίβασε στο νυν Γενικό Δικαστήριο αντίγραφο της αποφάσεώς της τής 23ης Ιουλίου 2008 περί κινήσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως C 38/08 (ex NN 53/07), Γερμανία – Μέτρα υπέρ του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Μονάχου (στο εξής: απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008). Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2008, η υπό κρίση προσφυγή κατά παραλείψεως κατέστη άνευ αντικειμένου. Επιπλέον, η Επιτροπή εξέφρασε τη γνώμη ότι η προσφεύγουσα πρέπει να γνωστοποιήσει στο Γενικό Δικαστήριο παραίτηση από την προσφυγή της, για δε την περίπτωση μη παραιτήσεως της προσφεύγουσας ζήτησε η δίκη να καταργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

24      Με τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου της 16ης Ιανουαρίου 2009, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Φεβρουαρίου 2009, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να παραιτηθεί από την προσφυγή, στο μέτρο που η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει θέση επί ορισμένων σημείων που περιλαμβάνονταν στην καταγγελία, ιδίως όσον αφορά τους εταίρους της Star Alliance, και ότι η απόφαση κινήσεως επίσημης διαδικασίας δεν ισοδυναμούσε προφανώς με λήψη θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής επί της ασκηθείσας προσφυγής όσον αφορά την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το σύνολο των αιτημάτων της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στο έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2009·

–        σε περίπτωση που δεν προτίθεται να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή ευθύνεται για παράλειψη, στο μέτρο που δεν έδωσε συνέχεια στην καταγγελία της προσφεύγουσας για χορήγηση παράνομης ενισχύσεως, να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή ευθύνεται για παράλειψη, στο μέτρο που δεν έδωσε συνέχεια στην καταγγελία της προσφεύγουσας για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί των αιτημάτων διαπιστώσεως της παραλείψεως όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που φέρεται ότι χορηγήθηκε υπέρ της Lufthansa και των εταίρων της τής Star Alliance

25      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να κριθεί αν η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι βάσιμη, πρέπει να εξακριβωθεί αν, κατά το χρονικό σημείο που η Επιτροπή οχλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 232 ΕΚ, το κοινοτικό αυτό όργανο είχε υποχρέωση να ενεργήσει (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 13ης Νοεμβρίου 1995, T‑126/95, Dumez κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2863, σκέψη 44· της 6ης Ιουλίου 1998, T‑286/97, Goldstein κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑2629, σκέψη 24· και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑95/96, Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3407, σκέψη 71).

26      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, βάση της προσφυγής του άρθρου 232 ΕΚ, η οποία επιδιώκει σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς της προσφυγής του άρθρου 226 ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 2002, C‑154/00, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2002, σ. Ι-3879, σκέψη 28), αποτελεί η ιδέα ότι η επίμαχη παράνομη αδράνεια του κοινοτικού οργάνου θεμελιώνει δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί ότι η παράλειψη ενέργειας είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη, εφόσον το συγκεκριμένο όργανο δεν θεράπευσε την παράλειψη αυτή. Κατά το άρθρο 233 ΕΚ, η διαπίστωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι το καθού όργανο οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη των αγωγών λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που θα μπορούσαν να ασκηθούν βάσει της διαπιστώσεως αυτής. Στην περίπτωση κατά την οποία η πράξη της οποίας η παράλειψη αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς εκδόθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής αλλά προ της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου διαπίστωση του παρανόμου χαρακτήρα της αρχικής παραλείψεως δεν μπορεί πλέον να έχει τις συνέπειες του άρθρου 233 ΕΚ. Συνεπώς, σ’ αυτή την περίπτωση, όπως ακριβώς και σ’ εκείνη κατά την οποία το καθού θεσμικό όργανο ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση προς ενέργεια εντός της δίμηνης προθεσμίας, το αντικείμενο της προσφυγής έχει παύσει να υφίσταται και, ως εκ τούτου, η δίκη πρέπει να καταργηθεί (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2000, C‑44/00 P, Sodima κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑11231, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Φεβρουαρίου 2004, T‑297/01 και T‑298/01, SIC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑743, σκέψη 31). Το γεγονός ότι η θέση που έλαβε το όργανο δεν ικανοποιεί τον προσφεύγοντα είναι συναφώς αδιάφορο, διότι το άρθρο 232 ΕΚ αφορά την παράλειψη που συνίσταται στη μη λήψη αποφάσεως ή θέσεως και όχι στην έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη που ο διάδικος αυτός επιθυμεί ή κρίνει αναγκαία (βλ. προπαρατεθείσα διάταξη Sodima κατά Επιτροπής, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Υπό το πρίσμα ακριβώς των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εκδοθεί απόφαση επί των αιτημάτων διαπιστώσεως της παραλείψεως όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που φέρεται ότι χορηγήθηκε υπέρ της Lufthansa και των εταίρων της τής Star Alliance.

28      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η παράλειψη της Επιτροπής συνίσταται στο γεγονός ότι, κατόπιν των συζητήσεων με τις γερμανικές αρχές, η Επιτροπή δεν έλαβε προφανώς κανένα μέτρο και, ειδικότερα, δεν εξέδωσε απόφαση διαπιστώνουσα είτε ότι το επίμαχο κρατικό μέτρο δεν συνιστούσε ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ είτε ότι το μέτρο αυτό έπρεπε μεν να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αλλά ότι ήταν συμβατό με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ είτε ότι θα έπρεπε να κινηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Επομένως, η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να ενεργήσει σε σχέση με την καταγγελία της προσφεύγουσας που αφορούσε κρατική ενίσχυση φερόμενη ως χορηγηθείσα υπέρ της Lufthansa και των εταίρων της τής Star Alliance.

29      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα αιτήματα διαπιστώσεως της παραλείψεως όσον αφορά την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση δεν είναι βάσιμα και ότι, εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένης υπόψη της εκδόσεως της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2008, η παρούσα προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου.

30      Πάντως, χωρίς να απαιτείται να εξακριβωθεί αν, κατά το χρονικό σημείο που οχλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 232 ΕΚ, η Επιτροπή είχε υποχρέωση να ενεργήσει, δεν αμφισβητείται ότι, με την απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ όσον αφορά την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση υπέρ της Lufthansa.

31      Επομένως, η Επιτροπή, εκδίδοντας μία από τις αποφάσεις που αναφέρονται στην επιστολή οχλήσεως, έλαβε εγκύρως θέση, κατά την έννοια του άρθρου 232 ΕΚ, επί της προσκλήσεως προς ενέργεια που της απηύθυνε συναφώς η προσφεύγουσα.

32      Συνεπώς, μολονότι η προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον προς άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, εντούτοις, η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου κατά το μέτρο που αυτή αφορά τη διαπίστωση της παράνομης παραλείψεως της Επιτροπής να λάβει θέση επί του τμήματος της καταγγελίας της προσφεύγουσας αναφορικά με την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση υπέρ της Lufthansa.

33      Κατ’ ακολουθία, παρέλκει η εξέταση των αιτημάτων διαπιστώσεως παραλείψεως όσον αφορά την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση υπέρ της Lufthansa.

34      Όσον αφορά τα αιτήματα διαπιστώσεως παραλείψεως σε σχέση με την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση υπέρ των εταίρων της Star Alliance, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, παρά την έκδοση της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2008, επιβάλλεται η έκδοση αποφάσεως επί του τμήματος αυτού της προσφυγής.

35      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λήψη θέσεως εκ μέρους Επιτροπής επί της κρατικής ενισχύσεως που φέρεται ότι χορηγήθηκε υπέρ των εταίρων της Star Alliance, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση αφορά αποκλειστικώς την κρατική ενίσχυση που φέρεται ότι χορηγήθηκε υπέρ της Lufthansa. Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι ορθώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι επιβάλλεται να εκδοθεί απόφαση επί του κεφαλαίου αυτού της προσφυγής και να προσδιοριστεί αν η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να ενεργήσει συναφώς.

36      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 25 ανωτέρω, για να κριθεί αν η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι βάσιμη, πρέπει να εξακριβωθεί αν, κατά το χρονικό σημείο που η Επιτροπή οχλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 232 ΕΚ, το κοινοτικό αυτό όργανο είχε υποχρέωση να ενεργήσει.

37      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργήσει σε σχέση με τις παράνομες ενισχύσεις διέπονται από τον κανονισμό 659/1999. Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, «[ε]φόσον η Επιτροπή έχει στην κατοχή της πληροφορίες από τις οποίες απορρέει ότι υπήρξαν παράνομες ενισχύσεις, ανεξαρτήτως της πηγής τους, εξετάζει αμελλητί τις πληροφορίες αυτές». Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, «[κ]άθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή για τεκμαιρόμενη παράνομη ενίσχυση και τεκμαιρόμενη καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυσης». Κατά την ίδια διάταξη, «[ε]άν η Επιτροπή κρίνει ότι, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να εξετάσει την περίπτωση, ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο μέρος».

38      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η καταγγελία αφορούσε τεκμαιρόμενη παράνομη ενίσχυση υπέρ των εταίρων της Star Alliance.

39      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την καταγγελία της, η προσφεύγουσα περιορίστηκε στην πραγματικότητα να καταγγείλει μια κρατική ενίσχυση υπέρ της Lufthansa και όχι υπέρ των εταίρων της Star Alliance. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την καταγγελία, η οποία είχε ως τίτλο «καταγγελία κατά του αεροδρομίου του Μονάχου λόγω κρατικής ενισχύσεως προς τη Lufthansa», η προσφεύγουσα διευκρίνιζε ότι η αποκλειστική χρήση του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Μονάχου από τη Lufthansa και τους εταίρους της τής Star Alliance σήμαινε ότι οι γερμανικές αρχές χορηγούσαν σημαντικές κρατικές ενισχύσεις στη Lufthansa. Η προσφεύγουσα ζητούσε επίσης από την Επιτροπή να εξετάσει «τη σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού» συνεπεία των σοβαρών πλεονεκτημάτων που είχε παράσχει στη Lufthansa το αεροδρόμιο του Μονάχου και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Τέλος, η προσφεύγουσα ζητούσε όπως η ΓΔ Μεταφορών και Ενέργειας υποχρεώσει τη Lufthansa να επιστρέψει τα σημαντικά ποσά κρατικών ενισχύσεων που αυτή είχε λάβει. Από το περιεχόμενο της καταγγελίας ουδόλως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα χαρακτήρισε τους εταίρους της Star Alliance ως τους δικαιούχους κρατικής ενισχύσεως. Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι στην επιστολή υπομνήσεως της 23ης Ιανουαρίου 2007, που επισυνάπτεται στο υπόμνημα απαντήσεως, η Lufthansa φέρεται ομοίως ως μοναδικός δικαιούχος της ενισχύσεως.

40      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή οχλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 232 ΕΚ δεν είχε υποχρέωση να ενεργήσει όσον αφορά προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση υπέρ των εταίρων της Star Alliance, με συνέπεια ότι δεν μπορεί να της προσαφθεί παράλειψη σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 25 ανωτέρω.

41      Κατ’ ακολουθία, τα αιτήματα διαπιστώσεως παραλείψεως όσον αφορά την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση υπέρ των εταίρων της Star Alliance πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, ενώ παρέλκει και η λήψη των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που ζήτησε η προσφεύγουσα.

 Επί των αιτημάτων διαπιστώσεως παραλείψεως όσον αφορά την προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όταν η Επιτροπή επιλαμβάνεται καταγγελίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 1/2003 και 773/2004, οφείλει να εξετάζει προσεκτικά τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που της γνωστοποιούν οι καταγγέλλοντες, προκειμένου να αποφασίσει, εντός ευλόγου χρόνου, αν πρέπει να κινήσει τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως ή να απορρίψει την καταγγελία χωρίς να κινήσει τη σχετική διαδικασία ή να θέσει την καταγγελία στο αρχείο. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι αν η Επιτροπή αποφασίσει ότι η εξέταση καταγγελίας με βάση το άρθρο 82 ΕΚ είναι αδικαιολόγητη ή περιττή, οφείλει να πληροφορήσει την προσφεύγουσα περί της αποφάσεώς της, εκθέτοντας τους λόγους που την οδήγησαν να τη λάβει, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως.

43      Κατά την προσφεύγουσα, στο μέτρο που η καταγγελία της αφορούσε, επίσης, παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας.

44      Όμως, αφενός, η Επιτροπή δεν της γνωστοποίησε εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, σύμφωνα με το σημείο 61 της ανακοινώσεως περί χειρισμού των καταγγελιών από την Επιτροπή βάσει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2004, C 101, σ. 65), αν προτίθετο να διερευνήσει την υπόθεση. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν έλαβε καμία από τις αποφάσεις που όφειλε να λάβει μετά την παραλαβή της καταγγελίας, ήτοι είτε την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ είτε την απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας κατόπιν πληροφορήσεως της καταγγέλλουσας σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού 773/2004 είτε τη δεόντως αιτιολογημένη απόφαση περί μη διερευνήσεως της καταγγελίας λόγω ελλείψεως κοινοτικού ενδιαφέροντος. Η προσφεύγουσα φρονεί, επομένως, ότι πρέπει να διαπιστωθεί η παράλειψη της Επιτροπής.

45      Επιπλέον, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υπογράμμισε ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το έντυπο Γ που περιλαμβάνεται στο παράρτημα του κανονισμού 773/2004, καθόσον η καταγγελία της συνδύαζε καταγγελία κατά κρατικής ενισχύσεως και καταγγελία για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, και ότι η Επιτροπή δεν είχε προβλέψει έντυπο για τις μικτές καταγγελίες. Εξάλλου, πρόσθεσε ότι στο μέτρο που το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 περιοριζόταν να αναφέρει ότι «οι καταγγελίες περιέχουν τα στοιχεία που απαιτούνται στο έντυπο Γ όπως τούτο εμφαίνεται στο παράρτημα», το άρθρο αυτό επέβαλε μόνον την παροχή των οικείων πληροφοριών αφήνοντας ταυτόχρονα τον καταγγέλλοντα ελεύθερο να επιλέξει τη μορφή και τη σειρά με την οποία παρέχονται οι πληροφορίες αυτές. Πάντως, κατά την προσφεύγουσα η καταγγελία της ήταν έγκυρη, στο μέτρο που οι πληροφορίες που απαιτεί το έντυπο Γ είτε περιλαμβάνονταν στην καταγγελία της είτε ήταν ήδη γνωστές στην Επιτροπή είτε δεν ήταν διαθέσιμες.

46      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η καταγγελία αφορούσε πρωτίστως τη χορήγηση παράνομης κρατικής ενισχύσεως, ότι το έγγραφο αυτό είχε απευθυνθεί στις υπηρεσίες της εκείνες που ήταν αρμόδιες για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα των μεταφορών και ότι ο τίτλος του ήταν «καταγγελία κατά του αεροδρομίου του Μονάχου λόγω κρατικής ενισχύσεως προς τη Lufthansa». Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η προσφεύγουσα υποστήριξε επίσης με το έγγραφό της ότι το αεροδρόμιο του Μονάχου εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση του και ότι αντίγραφο του εν λόγω εγγράφου επρόκειτο να αποσταλεί στη ΓΔ Ανταγωνισμού, ήτοι σε εκείνη από τις υπηρεσίες της που ήταν αρμόδια για την εξέταση των παραβάσεων των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Εντούτοις, η Επιτροπή φρονεί ότι τα επιχειρήματα που αφορούν την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως ήταν προφανώς ήσσονος σημασίας και, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν είχαν αποδειχθεί επαρκώς. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα περιορίστηκε να αναφέρει ότι η Lufthansa και οι εταίροι της Star Alliance είχαν την αποκλειστική χρήση του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Μονάχου και ότι το στοιχείο αυτό συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

47      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μια τέτοια δήλωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταγγελία κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπενθυμίζει ιδίως ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, οι καταγγελίες κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 «περιέχουν τα στοιχεία που απαιτούνται στο έντυπο Γ, όπως τούτο εμφαίνεται στο παράρτημα».

48      Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ένα και το αυτό έγγραφο μπορεί να περιέχει ταυτόχρονα καταγγελία για παράνομη κρατική ενίσχυση και καταγγελία για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, πάντως, ο καταγγέλλων οφείλει προφανώς να προσδιορίσει το γεγονός αυτό κατά τρόπο ιδιαίτερα σαφή. Επιπλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, μολονότι η καταγγελία περιείχε πράγματι ορισμένα από τα στοιχεία που απαιτούνται στο έντυπο Γ, εντούτοις, δεν περιελάμβανε ορισμένες σημαντικές πληροφορίες. Κατά την Επιτροπή, οι πληροφορίες που απαιτούνται στις παραγράφους 6 έως 8 του εν λόγω εντύπου δεν παρασχέθηκαν, η δε καταγγελία περιείχε ψήγματα των στοιχείων που απαιτούνται στις λοιπές παραγράφους.

49      Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, με το έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2009, υποστηρίζει ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2008, με την οποία αυτή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας στην υπόθεση του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Μονάχου, η προσφυγή κατά παραλείψεως που άσκησε η προσφεύγουσα κατέστη άνευ αντικειμένου.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

50      Καταρχάς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2008, η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου όσον αφορά, επίσης, την προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

51      Συγκεκριμένα, στο μέτρο που η απόφαση αυτή της Επιτροπής αφορά μόνον την καταγγελθείσα από την προσφεύγουσα προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση υπέρ της Lufthansa και όχι την προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά λήψη θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής επί της δεύτερης.

52      Επομένως, πρέπει, εν προκειμένω, να εξακριβωθεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να ενεργήσει όσον αφορά την προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να εξεταστεί αν, κατά το χρονικό σημείο που η Επιτροπή οχλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 232 ΕΚ, το κοινοτικό αυτό όργανο είχε υποχρέωση να ενεργήσει (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω).

53      Η προσφεύγουσα υπενθύμισε τα κρίσιμα κριτήρια για την εκτίμηση της υπάρξεως υποχρεώσεως προς ενέργεια όσον αφορά προβαλλόμενη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υπογράμμισε ότι όταν η Επιτροπή επιλαμβάνεται καταγγελίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 1/2003 και 773/2004, οφείλει να εξετάζει προσεκτικά τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που της γνωστοποιούν οι καταγγέλλοντες, προκειμένου να αποφασίσει, εντός ευλόγου χρόνου, αν πρέπει να κινήσει τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως ή να απορρίψει την καταγγελία χωρίς να κινήσει τη σχετική διαδικασία ή να θέσει την καταγγελία στο αρχείο. Αν η Επιτροπή αποφασίσει ότι η εξέταση καταγγελίας με βάση το άρθρο 82 ΕΚ είναι αδικαιολόγητη ή περιττή, οφείλει να πληροφορήσει την προσφεύγουσα περί της αποφάσεώς της, εκθέτοντας τους λόγους που την οδήγησαν να τη λάβει, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως.

54      Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, κρίνει ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους ως άνω κανονισμούς.

55      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 του κανονισμού  773/2004, για να είναι παραδεκτή μια καταγγελία με την οποία καταγγέλλεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, πρέπει υποχρεωτικώς να είναι σύμφωνη με το άρθρο 5 του κανονισμού 773/2004, που αναφέρεται στο παραδεκτό των καταγγελιών, το οποίο προβλέπει ρητώς, αφενός, ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα νομιμοποιούνται να υποβάλουν καταγγελία για τους σκοπούς του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 όταν αποδεικνύουν ότι έχουν έννομο συμφέρον και, αφετέρου, ότι η καταγγελία πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται στο έντυπο Γ, όπως τούτο εμφαίνεται στο παράρτημα του κανονισμού 773/2004.

56      Όσον αφορά το έντυπο Γ που αναφέρεται στο άρθρο 5 του κανονισμού 773/2004, αυτό ορίζει ότι, προς στήριξη της καταγγελίας τους, οι καταγγέλλοντες οφείλουν να υποβάλουν ορισμένα στοιχεία. Βάσει, ιδίως, των παραγράφων 3 έως 8 του εν λόγω εντύπου ο καταγγέλλων οφείλει, πρώτον, να εκθέσει λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ, δεύτερον, να εκθέσει τις απόψεις του σχετικά με τη γεωγραφική έκταση της εικαζόμενης παραβάσεως και να εξηγήσει, όπου τούτο δεν είναι προφανές, σε ποιο βαθμό το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών ή μεταξύ της Ένωσης και ενός ή περισσοτέρων κρατών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) που είναι συμβαλλόμενα μέρη στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) είναι δυνατό να επηρεαστεί από την καταγγελλόμενη συμπεριφορά, τρίτον, να επεξηγήσει τα αποτελέσματα ή τις ενέργειες που αναμένει μετά την κινηθείσα από την Επιτροπή διαδικασία, τέταρτον, να εκθέσει τους λόγους βάσει των οποίων επικαλείται έννομο συμφέρον ως καταγγέλλων σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού 1/2003, οφείλοντας ιδίως να αναφέρει πώς η καταγγελλόμενη συμπεριφορά τον επηρεάζει και να εξηγήσει πώς, κατά την άποψή του, η παρέμβαση της Επιτροπής θα μπορούσε να επανορθώσει την εικαζόμενη βλάβη και, πέμπτον, να δώσει πλήρη στοιχεία σχετικά με το αν έχει απευθυνθεί για το ίδιο ή συναφές ζήτημα σε άλλη αρχή ανταγωνισμού και αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο εν προκειμένω, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

57      Εν προκειμένω, από την καταγγελία προκύπτει ότι, όσον αφορά την προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, η προσφεύγουσα περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, να αναφέρει ότι η αποκλειστική χρήση εκ μέρους της Lufthansa και των εταίρων της τής Star Alliance του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Μονάχου συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως καθώς και ότι αντίγραφο της καταγγελίας αυτής σκόπευε να διαβιβάσει στη ΓΔ Ανταγωνισμού της Επιτροπής, προκειμένου να της ζητήσει να διεξαγάγει έρευνα σχετικά με την εκ μέρους του αεροδρομίου του Μονάχου κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, συνιστάμενη στην άρνηση των αρχών του να της επιτρέψουν να χρησιμοποιεί τον τερματικό σταθμό 2 του εν λόγω αεροδρομίου.

58      Όμως, τέτοιες δηλώσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 5 του κανονισμού 773/2004. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της καταγγελίας, η Επιτροπή δεν μπορούσε λογικώς να θεωρήσει ότι είχε υποβληθεί καταγγελία σχετικά με κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια των κανονισμών 1/2003 και 773/2004.

59      Η ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η καταγγελία περιλάμβανε επαρκή στοιχεία προκειμένου να θεωρηθεί ως καταγγελία κατά την έννοια των κανονισμών 1/2003 και 773/2004 πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ιδίως ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε έννομο συμφέρον σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 και ότι ορισμένα από τα στοιχεία που απαιτούνται στο έντυπο Γ, όπως αυτό εμφαίνεται στο παράρτημα του κανονισμού 773/2004, δεν περιλαμβάνονταν στην καταγγελία. Μεταξύ δε των στοιχείων που ελλείπουν περιλαμβάνεται και αυτό της παραγράφου 3 του εν λόγω εντύπου, κατά το οποίο η προσφεύγουσα όφειλε να εκθέσει λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ.

60      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι η προσφεύγουσα εξέθεσε ορισμένα στοιχεία με σκοπό να αποδείξει ότι υφίστατο κρατική ενίσχυση υπέρ της Lufthansa, εντούτοις, η καταγγελία δεν περιείχε έκθεση των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να καθίσταται δυνατό να προσδιοριστεί με ποιο τρόπο το αεροδρόμιο του Μονάχου κατείχε δεσπόζουσα θέση, ούτε οι λόγοι για τους οποίους το γεγονός ότι η αποκλειστική χρήση του τερματικού σταθμού 2 είχε παραχωρηθεί στη Lufthansa και τους εταίρους της τής Star Alliance συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους του αεροδρομίου του Μονάχου. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με το υπόμνημα απαντήσεως, ο τερματικός σταθμός 1 του αεροδρομίου του Μονάχου χρησιμοποιείται από μεγάλο αριθμό αεροπορικών εταιριών (Aer Lingus, AirBerlin, Air France, Alitalia, British Airways, EasyJet, Germanwings, Iberia και KLM). Όμως, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους «αυτή στερείται προσβάσεως στην αγορά του αεροδρομίου του Μονάχου», δεδομένου ότι σε αυτή παρέχεται η χρήση του ίδιου τερματικού σταθμού με αυτόν που χρησιμοποιούν οι λοιπές αεροπορικές εταιρίες. Η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει ούτε τους λόγους για τους οποίους το αεροδρόμιο του Μονάχου εκμεταλλεύεται καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση του, στο μέτρο που επιφυλάσσει στην προσφεύγουσα την ίδια ακριβώς μεταχείριση όπως, για παράδειγμα, στην EasyJet. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η καταγγελία δεν είναι απαλλαγμένη αμφισημίας, καθόσον θα μπορούσε να νοηθεί υπό την έννοια ότι η Lufthansa είναι αυτή η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση. Συγκεκριμένα, στην καταγγελία αναφέρεται ειδικότερα ότι «το γεγονός ότι η Lufthansa και οι εταίροι της τής Star Alliance είχαν την αποκλειστική χρήση του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Μονάχου […] συνιστούσε όχι μόνον κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, στο μέτρο που δεν επιτράπηκε [στην προσφεύγουσα] η πρόσβαση στον τερματικό αυτό σταθμό […], αλλά σήμαινε επιπλέον ότι η Lufthansa έλαβε και συνεχίζει να λαμβάνει σημαντικές κρατικές ενισχύσεις».

61      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αφενός, η προσφεύγουσα δεν επεξήγησε τα αποτελέσματα ή τις ενέργειες που ανέμενε μετά την κινηθείσα από την Επιτροπή διαδικασία, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 6 του εντύπου Γ. Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι, με την καταγγελία της, ζήτησε από την Επιτροπή να ερευνήσει την εκ μέρους του αεροδρομίου κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 6. Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν έδωσε πλήρη στοιχεία, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του εντύπου Γ, σχετικά με το αν είχε απευθυνθεί σε άλλη αρχή ανταγωνισμού και αν είχε ασκήσει ένδικο μέσο ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

62      Υπό τις συνθήκες αυτές, η υποβληθείσα στις 3 Νοεμβρίου 2005 καταγγελία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκήθηκε σύμφωνα με τους κανονισμούς 1/2003 και 773/2004. Επομένως, κατά το χρονικό σημείο που η Επιτροπή οχλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 232 ΕΚ, δεν είχε υποχρέωση να ενεργήσει, με συνέπεια ότι δεν μπορεί να της προσαφθεί παράλειψη σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 25 ανωτέρω.

63      Επομένως, η προσφυγή με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί η παράλειψη της Επιτροπής, καθόσον αυτή παρέλειψε παρανόμως να αποφανθεί επί της προβαλλομένης καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενώ παρέλκει και η λήψη των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που ζήτησε η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

64      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

65      Εν προκειμένω, όσον αφορά, αφενός, το βασικό κεφάλαιο της προσφυγής σχετικά με την κρατική ενίσχυση που φέρεται ότι χορηγήθηκε υπέρ της Lufthansa, επί του οποίου, μετά την έκδοση της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2008, παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην προσφεύγουσα η εκ μέρους της άσκηση, προς προστασία των δικαιωμάτων της, της εν λόγω προσφυγής πριν την έκδοση από την Επιτροπή της ως άνω αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας προς ενέργεια.

66      Αφετέρου, όσον αφορά το κεφάλαιο της προσφυγής σχετικά με την κρατική ενίσχυση που φέρεται ότι χορηγήθηκε υπέρ των εταίρων της Star Alliance και την προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα και το ήμισυ των εξόδων της προσφεύγουσας, η δε τελευταία να φέρει το ήμισυ των δικών της δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καταργείται η δίκη επί των αιτημάτων της Ryanair Ltd περί διαπιστώσεως παραλείψεως όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που φέρεται ότι χορηγήθηκε υπέρ της Lufthansa.

2)      Απορρίπτει τα αιτήματα της Ryanair περί διαπιστώσεως παραλείψεως όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που φέρεται ότι χορηγήθηκε υπέρ των εταίρων της Lufthansa στο πλαίσιο της Star Alliance.

3)      Απορρίπτει τα αιτήματα της Ryanair περί διαπιστώσεως παραλείψεως όσον αφορά την προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και το ήμισυ των εξόδων της Ryanair.

5)      Η Ryanair φέρει το ήμισυ των δικών της δικαστικών εξόδων.

Παπασάββας

Vadapalas

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Μαΐου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.