Language of document : ECLI:EU:T:2021:394

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 30ής Ιουνίου 2021 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Κρατικές ενισχύσεις – Τραπεζικός τομέας – Σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης από κοινοπραξία ιδιωτικού δικαίου μεταξύ τραπεζών υπέρ ενός εκ των μελών της – Έγκριση της παρέμβασης από την κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους – Παραίτηση από τη διάσωση και κίνηση διαδικασίας εξυγίανσης – Οδηγίες 2014/49/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Αιτήσεις παροχής πληροφοριών και θέσεις που διατύπωσε η Επιτροπή κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης – Έλλειψη αιτιώδους συνάφειας»

Στην υπόθεση T‑635/19,

Fondazione Cassa di Risparmio di Pesaro, με έδρα το Pesaro (Ιταλία),

Montani Antaldi Srl, με έδρα το Pesaro,

Fondazione Cassa di Risparmio di Fano, με έδρα το Fano (Ιταλία),

Fondazione Cassa di Risparmio di Jesi, με έδρα το Jesi (Ιταλία),

Fondazione Cassa di Risparmio della Provincia di Macerata, με έδρα τη Macerata (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους A. Sandulli και B. Cimino, δικηγόρους,

ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους P. Stancanelli, I. Barcew, Α. Μπουχάγιαρ και την D. Recchia,

εναγομένη,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, η οποία έχει ως αίτημα την αποκατάσταση της υλικής ζημίας την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι ενάγουσες ιδίως λόγω της παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής που εμπόδισε τη διάσωση της Banca delle Marche,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Z. Csehi, προεδρεύοντα, G. De Baere και την G. Steinfatt (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιανουαρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγουσες, Fondazione Cassa di Risparmio di Pesaro, Montani Antaldi Srl, Fondazione Cassa di Risparmio di Fano, Fondazione Cassa di Risparmio di Jesi και Fondazione Cassa di Risparmio della Provincia di Macerata, ζητούν να κρίνει ότι στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, με το σκεπτικό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με συμπεριφορά που κατά τις ενάγουσες ήταν παράνομη, και ιδίως με αθέμιτες πιέσεις που άσκησε στις ιταλικές αρχές, ειδικότερα στην κεντρική τράπεζα της Ιταλικής Δημοκρατίας, την Banca d’Italia (στο εξής: Τράπεζα της Ιταλίας), εμπόδισε τη διάσωση της Banca delle Marche, της οποίας οι ενάγουσες ήταν μέτοχοι και κάτοχοι ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης, γεγονός το οποίο τους προκάλεσε ζημία. Ειδικότερα, θεωρούν ότι η Επιτροπή εμπόδισε τη διάσωση αυτή από το Fondo interbancario di tutela dei depositi (διατραπεζικό ταμείο προστασίας καταθέσεων, στο εξής: FITD), το ιταλικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων υπό μορφή κοινοπραξίας ιδιωτικού δικαίου μεταξύ τραπεζών που διαχειρίζεται ίδια κεφάλαια, και οδήγησε τις ιταλικές αρχές, ιδίως την Τράπεζα της Ιταλίας, υπό την ιδιότητά της ως αρμόδιας εθνικής αρχής, να κινήσουν διαδικασία για την εξυγίανση της Banca delle Marche βάσει των κανόνων του ιταλικού δικαίου περί μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) 1093/2010 και (ΕΕ) 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190).

2        Η Banca delle Marche, η οποία προέκυψε από τη συγχώνευση των ταμιευτηρίων της Macerata (Ιταλία), του Pesaro (Ιταλία) και του Jesi (Ιταλία), ήταν το κύριο τραπεζικό ίδρυμα της ιταλικής περιφέρειας Marche. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2015 διέθετε ακόμη δίκτυο περίπου 300 καταστημάτων, ενεργητικό συνολικού ύψους 14,713 δισεκατομμυρίων ευρώ, καταθέσεις ταμιευτηρίου ύψους 13,527 δισεκατομμυρίων ευρώ και καθαρές χορηγήσεις ύψους 12,237 δισεκατομμυρίων ευρώ.

3        Στις 9 Ιανουαρίου 2012 η Τράπεζα της Ιταλίας διαπίστωσε ότι στην Banca delle Marche υπήρχαν «ενδείξεις αυξανόμενων δυσχερειών» και υπογράμμισε ότι οι διενεργηθέντες έλεγχοι αποκάλυψαν σοβαρές ελλείψεις στα συστήματα εσωτερικού ελέγχου οι οποίες αναπόφευκτα είχαν επιπτώσεις στη «σημαντική έκθεσή της […] στους πιστωτικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους».

4        Στις 25 Ιουνίου 2013 η Τράπεζα της Ιταλίας επισήμανε ότι η Banca delle Marche αντιμετώπιζε «σημαντική επιδείνωση των τεχνικών δεικτών, ιδίως όσον αφορά τους πιστωτικούς κινδύνους και τις συνέπειες που απ[έρρεαν] από αυτούς επί της αποδοτικότητας και [επί] της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων».

5        Στις 8 Οκτωβρίου 2013 η Τράπεζα της Ιταλίας πρότεινε στο Ministero dell’Economia e delle Finanze (Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών της Ιταλίας) να θέσει την Banca delle Marche υπό αναγκαστική διαχείριση, δυνάμει των άρθρων 70 και 98 του Testo Unico Bancario italiano (ιταλικού τραπεζικού νόμου) που θεσπίστηκε με το decreto legislativo (νομοθετικό διάταγμα) αριθ. 385, της 1ης Σεπτεμβρίου 1993 (GURI αριθ. 230, της 30ής Σεπτεμβρίου 1993, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 92), λόγω, μεταξύ άλλων, «σοβαρών δυσλειτουργιών και παρατυπιών […]». Κατά την ημερομηνία αυτή, η Banca delle Marche διέθετε κεφάλαια ύψους 20,9 δισεκατομμυρίων ευρώ, ίδια εποπτικά κεφάλαια ύψους 996 εκατομμυρίων ευρώ, συνολικό δείκτη ιδίων κεφαλαίων 6,65 % και εκτιμώμενο έλλειμμα, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, ύψους 202 εκατομμυρίων ευρώ.

6        Στις 15 Οκτωβρίου 2013 η Banca delle Marche τέθηκε υπό αναγκαστική διαχείριση. Οι ειδικοί επίτροποι της Banca delle Marche έκαναν μια πρώτη προσπάθεια για την επίλυση της κρίσης που αντιμετώπιζε η εν λόγω τράπεζα μέσω παρέμβασης στήριξης από την Credito Fondiario SpA (στο εξής: FonSpa) και το FITD, το δε FITD ζήτησε, στις 12 Σεπτεμβρίου 2014, και έλαβε, στις 3 Δεκεμβρίου 2014, από την Τράπεζα της Ιταλίας έγκριση για την εν λόγω παρέμβαση. Ωστόσο, η παρέμβαση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε λόγω των δυσχερειών που αντιμετώπισαν ως προς την ανακεφαλαιοποίηση της Banca delle Marche, καθόσον η FonSpa δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει από την αγορά το συνολικό ποσό των αναγκαίων οικονομικών πόρων.

7        Στις 10 Οκτωβρίου 2014 η Επιτροπή, στο πλαίσιο προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης που κίνησε με δική της πρωτοβουλία όσον αφορά τις παρεμβάσεις στήριξης που σχεδίαζε το FITD υπέρ άλλης ιταλικής τράπεζας, της Banca Tercas [SA.39451 (2014/CP)], και της Banca delle Marche [SA.39543 (2014/CP)], απηύθυνε στις ιταλικές αρχές αίτημα παροχής πληροφοριών, επισημαίνοντας ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι εν λόγω παρεμβάσεις να συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

8        Με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή επισήμανε στις ιταλικές αρχές ότι η προτεινόμενη από το FITD παρέμβαση στήριξης υπέρ της Banca delle Marche ενδέχεται να συνιστά κρατική ενίσχυση και ότι, σε περίπτωση που η Τράπεζα της Ιταλίας σχεδίαζε να εγκρίνει μια τέτοια παρέμβαση, ήταν ενδεδειγμένο οι εν λόγω αρχές να γνωστοποιήσουν το επίμαχο μέτρο πριν από την έγκρισή του, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

9        Στις 27 Φεβρουαρίου 2015 η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης όσον αφορά τις παρεμβάσεις στήριξης του FITD υπέρ της Banca Tercas [SA.39451 (2015/C) (πρώην 2015/NN)] (ΕΕ 2015, C 136, σ. 17). Με την απόφαση αυτή, έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οι εν λόγω παρεμβάσεις έγιναν με κρατικούς πόρους και ήταν καταλογιστέες στο ιταλικό κράτος.

10      Με έγγραφο της 21ης Αυγούστου 2015, το οποίο αφορούσε κυρίως τη διαδικασία SA.39543, σχετικά με την Banca delle Marche, η Επιτροπή υπενθύμισε το ενδεχόμενο η παρέμβαση να συνιστά κρατική ενίσχυση και κάλεσε τις ιταλικές αρχές να της παράσχουν πρόσφατες πληροφορίες επ’ αυτού και να μην εφαρμόσουν οποιοδήποτε μέτρο του FITD πριν από τη γνωστοποίησή του και τη λήψη απόφασης από την Επιτροπή.

11      Τον Σεπτέμβριο του 2015 η Τράπεζα της Ιταλίας ενημέρωσε την Επιτροπή ότι τα σχέδια για την επίλυση των κρίσεων που αντιμετώπιζαν τρεις τράπεζες, μεταξύ των οποίων και η Banca delle Marche, βρίσκονταν στο στάδιο της προετοιμασίας και ότι τα σχέδια αυτά προέβλεπαν την απορρόφηση των ζημιών από τα αποθεματικά και το μετοχικό κεφάλαιο, την ολική απόσβεση ή τη μετατροπή του χρέους μειωμένης εξασφάλισης και την αύξηση του κεφαλαίου με ιδιωτικά κεφάλαια ή με παρέμβαση του FITD.

12      Κατά την άποψη των ειδικών επιτρόπων, η Banca delle Marche παρουσίαζε στις 30 Σεπτεμβρίου 2015 καθαρά ίδια κεφάλαια, ήτοι λογιστική αξία μετοχών, ύψους 13 εκατομμυρίων ευρώ, και περιουσιακό έλλειμμα ύψους 1,432 δισεκατομμυρίων ευρώ.

13      Στις 8 Οκτωβρίου 2015 το FITD καθόρισε και ενέκρινε τα βασικά στοιχεία μιας δεύτερης προσπάθειας παρέμβασης στήριξης, η οποία συνίστατο σε εισφορά κεφαλαίου στην Banca delle Marche μέχρι το ποσό των 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, «μέσω της χρηματοδότησης που βρισκόταν σε εξέλιξη από ορισμένες τράπεζες μέλη της κοινοπραξίας» και συνοδευόταν από σχέδιο αναδιάρθρωσης της εν λόγω τράπεζας που είχε καταρτιστεί από εταιρία συμβούλων, ενημέρωσε δε σχετικώς την Τράπεζα της Ιταλίας με έγγραφα της 9ης και της 15ης Οκτωβρίου 2015. Με το από 9 Οκτωβρίου 2015 έγγραφό του, το FITD διευκρίνισε ότι, σύμφωνα με τα εν λόγω βασικά στοιχεία, αφενός, η παρέμβασή του θα πραγματοποιείτο μετά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2014/59 (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω), και, αφετέρου, οι συγκεκριμένοι όροι της παρέμβασης θα υποβάλλονταν στο διοικητικό συμβούλιο του FITD αφού θα είχε πρώτα προσδιοριστεί η διάρθρωση της συναλλαγής σχετικά με το κεφάλαιο, ιδίως λόγω του ότι η παρέμβαση θα πραγματοποιείτο μέσω της χρηματοδότησης από κοινοπραξία τραπεζών σύμφωνα με τους όρους της αγοράς. Τέλος, στο εν λόγω έγγραφο αναφέρθηκε ότι προϋπόθεση για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού στο σύνολό του ήταν, μεταξύ άλλων, η έγκριση από την Τράπεζα της Ιταλίας της τροποποίησης του καταστατικού του FITD με σκοπό τη θέσπιση του νέου μηχανισμού της εκ των προτέρων εισφοράς καθώς και η πραγματοποίηση των νομικών διαδικασιών για την αύξηση κεφαλαίου.

14      Τον Οκτώβριο του 2015 η Τράπεζα της Ιταλίας κοινοποίησε στην Επιτροπή σημείωμα με τίτλο «Λύσεις για τον όμιλο Banca delle Marche», υπενθυμίζοντας τη λογιστική κατάσταση της εν λόγω τράπεζας, το γεγονός ότι τέθηκε υπό αναγκαστική διαχείριση, την αποτυχημένη απόπειρα διάσωσης από τη FonSpa, καθώς και την ύπαρξη σχεδίου αναδιάρθρωσης το οποίο είχε εκπονηθεί από εταιρία συμβούλων κατ’ εντολή του FITD. Η Τράπεζα της Ιταλίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι μπορούσε να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι στις 31 Δεκεμβρίου 2015 το μετοχικό κεφάλαιο θα είχε σχεδόν εκμηδενιστεί, η ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας θα πραγματοποιείτο, αφενός, με ολική απόσβεση ή μετατροπή του χρέους μειωμένης εξασφάλισης (ύψους 427,5 εκατομμυρίων ευρώ στις 30 Σεπτεμβρίου 2015) και, αφετέρου, με αύξηση κεφαλαίου μέχρι του ποσού των 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ από το FITD. Στο σημείωμα αυτό επισυνάπτονταν, μεταξύ άλλων, το έγγραφο του FITD της 9ης Οκτωβρίου 2015 (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω) και το εν λόγω σχέδιο αναδιάρθρωσης.

15      Με έγγραφο της 4ης Νοεμβρίου 2015, οι ειδικοί επίτροποι της Banca delle Marche γνωστοποίησαν στην Τράπεζα της Ιταλίας την επικείμενη κατάσταση παύσης πληρωμών και εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι η διάσωση της Banca delle Marche δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εγκαίρως, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής της κατάστασης.

16      Στις 16 Νοεμβρίου 2015 η Ιταλική Δημοκρατία μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2014/59 με την έκδοση του decreto legislativo (νομοθετικού διατάγματος) αριθ. 180/15 (GURI αριθ. 267, της 16ης Νοεμβρίου 2015, σ. 1), σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη σύσταση στην Τράπεζα της Ιταλίας του ταμείου ή των ταμείων εξυγίανσης, προβλέποντας τη δυνατότητα ανάθεσης των καθηκόντων αυτής σε αναγνωρισμένο δυνάμει του άρθρου 96 του ιταλικού τραπεζικού νόμου σύστημα εγγύησης των καταθέσεων (βλ. άρθρα 78 έως 86 του εν λόγω διατάγματος), όπως το FITD.

17      Με κοινό έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2015, τα μέλη της Επιτροπής, J. Hill και M. Vestager, οι οποίοι ήταν τότε αρμόδιοι ο μεν πρώτος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και την ένωση των κεφαλαιαγορών, η δε δεύτερη για τον ανταγωνισμό, γνωστοποίησαν στις ιταλικές αρχές την ερμηνεία τους όσον αφορά τις απαιτήσεις που θέτει η οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 2014, L 173, σ. 149), σε συνδυασμό με την οδηγία 2014/59, εφιστώντας ειδικότερα την προσοχή των ιταλικών αρχών στο γεγονός ότι η χρήση συστήματος εγγύησης των καταθέσεων για την ανακεφαλαιοποίηση τράπεζας, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, εμπίπτει στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, όταν διαπιστώνεται ότι η χρήση ενός τέτοιου συστήματος συνεπάγεται τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης, η εξυγίανση τράπεζας πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της οδηγίας 2014/59, η οποία χαρακτηρίζει κάθε «έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη» ως «κρατική ενίσχυση, η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος». Ως εκ τούτου, έχουν εφαρμογή οι προϋποθέσεις της οδηγίας 2014/59. Εάν, αντιθέτως, η χρήση του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δεν χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, αλλά ως αμιγώς ιδιωτική παρέμβαση, τότε δεν πρόκειται για εξυγίανση βάσει της οδηγίας αυτής.

18      Στις 21 Νοεμβρίου 2015, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών το οποίο παρενέβη στις 22 Νοεμβρίου 2015, η Τράπεζα της Ιταλίας κίνησε διαδικασία για την εξυγίανση της Banca delle Marche, δυνάμει του άρθρου 32 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 180/15. Το σχέδιο εξυγίανσης γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 20 Νοεμβρίου 2015.

19      Στο «σχέδιο για την εξυγίανση της Banca delle Marche», η Τράπεζα της Ιταλίας επισήμανε, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί ανακεφαλαιοποίηση της Banca delle Marche από το FITD, καθόσον δεν υπήρχε «προηγούμενη θετική αξιολόγηση της Επιτροπής […] σχετικά με τη συμβατότητα [της διαδικασίας αυτής] με τους κανόνες [της Ένωσης] περί κρατικών ενισχύσεων». Στο πλαίσιο της «προσωρινής αποτίμησής» της σχετικά με τις προϋποθέσεις για την κίνηση διαδικασίας εξυγίανσης, κατά την έννοια του άρθρου 25 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 180/15 και του άρθρου 36, παράγραφος 9, της οδηγίας 2014/59, η Τράπεζα της Ιταλίας διαπίστωσε το ενδεχόμενο πτώχευσης της Banca delle Marche, το οποίο προέκυπτε από τις συνολικές ζημίες ύψους 1,445 δισεκατομμυρίων ευρώ και το περιουσιακό έλλειμα ύψους 1,432 δισεκατομμυρίων ευρώ που καταγράφηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου 2015. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ιταλίας, κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής διαχείρισης δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστούν οι παρεμβάσεις του ιδιωτικού τομέα που θα μπορούσαν να επιλύσουν την κρίση που αντιμετώπιζε η Banca delle Marche. Ομοίως, η παρέμβαση του FITD υπέρ αυτής αποδείχθηκε αναποτελεσματική και δεν ανταποκρινόταν στην απαίτηση για ταχεία επίλυση της κρίσης. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη ότι οι παρεμβάσεις από τα συστήματα εγγύησης είχαν δημόσιο χαρακτήρα, η υλοποίηση της σχεδιαζόμενης παρέμβασης απαιτούσε την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής όσον αφορά τη συμβατότητά της με τους κανόνες της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Η συναλλαγή αυτή υποβλήθηκε στην Επιτροπή, αλλά δεν μπορούσε να εφαρμοστεί χωρίς προηγούμενη θετική αξιολόγηση εκ μέρους της. Η προσωρινή αυτή αποτίμηση επιβεβαιώθηκε από την τελική αποτίμηση, που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2016, από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα κατ’ εντολή της Τράπεζας της Ιταλίας.

20      Η εξυγίανση της Banca delle Marche, όπως αποφασίστηκε από την Τράπεζα της Ιταλίας, συνίστατο στη μεταβίβαση των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της εν λόγω τράπεζας σε νεοσύστατη μεταβατική τράπεζα, συγκεκριμένα στη Nuova Banca delle Marche SpA (στο εξής: μεταβατική τράπεζα), το κεφάλαιο της οποίας καλύφθηκε από το νεοσυσταθέν με συνεισφορές του τραπεζικού τομέα ταμείο εξυγίανσης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διατήρηση των ουσιωδών δραστηριοτήτων της μέχρι την πώλησή της στο πλαίσιο ανοικτής και άνευ δυσμενών διακρίσεων διαδικασίας. Παράλληλα, προβλεπόταν, πρώτον, μεταβίβαση, σε μεταγενέστερο χρόνο, των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, ήτοι των μη εξυπηρετούμενων δανείων, από τη μεταβατική τράπεζα σε νέα εταιρία-όχημα για τη διαχείριση στοιχείων του ενεργητικού ή σε τράπεζα επισφαλειών (bad bank), συγκεκριμένα στην REV – Gestione Crediti SpA, η οποία ήταν υπό τον έλεγχο του ταμείου εξυγίανσης, σε τιμή αγοράς αντιστοιχούσα στο 18 % περίπου της αρχικής αξίας, δεύτερον, πλήρη απομείωση της αξίας των αποθεματικών και του μετοχικού κεφαλαίου με συνέπεια την ακύρωση των διοικητικών και περιουσιακών δικαιωμάτων (write down) και, τρίτον, διατήρηση των ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης στο παθητικό της «παλαιάς» Banca delle Marche, η οποία κατέστη «κενό κέλυφος», χωρίς δυνατότητα των κατόχων των εν λόγω ομολόγων να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους. Οι προβλεπόμενες ενισχύσεις με σκοπό την υλοποίηση των εν λόγω πράξεων για την εξυγίανση της Banca delle Marche αφορούσαν, αφενός, ένα «πρώτο μέτρο», το οποίο συνίστατο σε εισφορά κεφαλαίου ύψους 1,005 δισεκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να καλυφθούν τα αρνητικά ίδια κεφάλαια της μεταβατικής τράπεζας, και σε ανακεφαλαιοποίηση της εν λόγω τράπεζας ύψους 1,041 δισεκατομμυρίων ευρώ, και, αφετέρου, ένα «δεύτερο μέτρο», το οποίο συνίστατο σε μεταβίβαση απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων ύψους 916 εκατομμυρίων ευρώ στην τράπεζα επισφαλειών.

21      Στις 22 Νοεμβρίου 2015 η Επιτροπή, μετά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης, εξέδωσε την απόφαση C(2015) 8371 τελικό, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39543 (2015/N) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία – Ενίσχυση για την εξυγίανση της Banca delle Marche, μη διατυπώνοντας αντιρρήσεις ως προς τα σχεδιαζόμενα μέτρα ενίσχυσης στο πλαίσιο της εξυγίανσης της Banca delle Marche, με την αιτιολογία ότι ήταν συμβατά με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Την ημερομηνία αυτή, το υπόλοιπο των ιδίων κεφαλαίων της Banca delle Marche ήταν αρνητικό κατά το ποσό των 1,412 δισεκατομμυρίων ευρώ.

22      Στις 26 Νοεμβρίου 2015 η έκτακτη συνέλευση των τραπεζών-μελών του FITD ενέκρινε τις τροποποιήσεις των καταστατικών που επέτρεπαν την «εκούσια» εκ των προτέρων παρέμβαση του FITD. Οι τροποποιήσεις αυτές εγκρίθηκαν στη συνέχεια από την Τράπεζα της Ιταλίας.

23      Μεταξύ της 22ας Νοεμβρίου και της 31ης Δεκεμβρίου 2015, η μεταβατική τράπεζα κατέγραψε καθαρές ζημίες ύψους περίπου 12 εκατομμυρίων ευρώ. Επιπλέον, το 2016 κατέγραψε ζημίες ανερχόμενες περίπου σε 775 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 668,7 εκατομμύρια προέκυψαν από νέα επιδείνωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

24      Στις 9 Δεκεμβρίου 2015 ο προϊστάμενος του τμήματος εποπτείας της Τράπεζας της Ιταλίας εξετάστηκε από την επιτροπή οικονομικών της Camera dei deputati (Βουλή, Ιταλία). Από τα πρακτικά της ακροάσεως αυτής προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«[Η] διαχείριση [από τους ειδικούς επιτρόπους της Banca delle Marche] παρατάθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα […]. Στο χρονικό αυτό σημείο φάνηκε ότι το F[ITD] μπορούσε να παρέμβει […] [για] να απορρο[φήσει] τους κινδύνους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Η παρέμβαση του [FITD] θα έδινε τη δυνατότητα, μέσω των πόρων από άλλες τράπεζες, να δημιουργηθούν οι βάσεις για έξοδο από την κρίση χωρίς να θιγούν ουδόλως οι πιστωτές […] Τούτο δεν κατέστη δυνατόν λόγω της άποψης –την οποία δεν συμμερίζομαι– που είχαν ήδη σχηματίσει οι υπηρεσίες της Επιτροπής […], οι οποίες εκτιμούσαν ότι οι παρεμβάσεις του [FITD] έπρεπε να εξομοιωθούν με κρατικές ενισχύσεις […].

Όπως προανέφερα, ο συγκεκριμένος τρόπος παρέμβασης εξετάστηκε με προσοχή και καθορίστηκε από το [FITD] […] Δεν κατέστη όμως δυνατή η υλοποίησή του καθόσον η παρέμβαση του FITD χαρακτηρίστηκε από τις υπηρεσίες της Επιτροπής […] ως κρατική ενίσχυση επειδή θεώρησαν ότι η εφαρμογή της συνεπάγεται προσφυγή σε δημόσιους πόρους. Όπως επισήμανα, δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Στην Ιταλία, τα συστήματα εγγύησης είναι ιδιωτικοί φορείς· οι παρεμβάσεις τους πέραν της αποζημίωσης των καταθετών αποφασίζονται αυτόνομα και χρηματοδοτούνται από πόρους εξίσου ιδιωτικούς […]».

25      Στις 23 Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2016/1208, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39451 (2015/C) (πρώην 2015/NN) που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Banca Tercas (ΕΕ 2016, L 203, σ. 1, στο εξής: απόφαση για την Banca Tercas), χαρακτήρισε δε τις επίμαχες παρεμβάσεις του FITD κρατική ενίσχυση παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και διέταξε την ανάκτησή της.

26      Σε σημείωμα που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπό της στις 25 Μαρτίου 2016, με τίτλο «Η κρίση στην Banca delle Marche», η Τράπεζα της Ιταλίας, κατ’ ουσίαν, υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, ότι τον Οκτώβριο του 2014 η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με τις σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις του FITD υπέρ της Banca Tercas και της Banca delle Marche, ενόψει του ενδεχόμενου οι παρεμβάσεις αυτές να συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Στη συνέχεια, οι εν λόγω αρχές, με την τεχνική υποστήριξη της Τράπεζας της Ιταλίας, άρχισαν μακρά διαβούλευση με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, με ανταλλαγές πολυάριθμων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και πολυάριθμες μετακινήσεις Ιταλών υπαλλήλων στις Βρυξέλλες (Βέλγιο), στο πλαίσιο της οποίας προσπάθησαν να πείσουν την Επιτροπή ότι η υπόθεση περί κρατικής ενίσχυσης ήταν αβάσιμη. Κατά την άποψη της Τράπεζας της Ιταλίας, ήταν ωστόσο απαραίτητο να ληφθεί η προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής όσον αφορά την παρέμβαση του FITD, καθόσον, σε διαφορετική περίπτωση, η υλοποίηση της παρέμβασης θα είχε ως συνέπεια την επίσημη κίνηση δικαστικής διαδικασίας κατά της Επιτροπής ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, με όλα τα άμεσα αρνητικά αποτελέσματα που θα είχε το γεγονός αυτό. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής, όμως, επέμειναν στην αρνητική θέση τους σχετικά με την παρέμβαση αυτή, ακόμη και υπό την τελευταία μορφή της που προέβλεπε κατανομή των βαρών (burden sharing), η οποία, εν πάση περιπτώσει, θα ήταν πολύ λιγότερο επιζήμια από εκείνη που εν τέλει επικράτησε. Η στάση αυτή επιβεβαιώθηκε επισήμως στο υψηλότερο επίπεδο με το έγγραφο των μελών της Επιτροπής J. Hill και M. Vestager της 19ης Νοεμβρίου 2015.

27      Κατόπιν προσφυγής που άσκησαν οι προσφεύγουσες [νυν ενάγουσες] κατά της Τράπεζας της Ιταλίας και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με αίτημα την ακύρωση των μέτρων εξυγίανσης που ελήφθησαν ως προς την Banca delle Marche και την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την απόφαση αυτή, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) απέρριψε με απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2016 (υπόθεση αριθ. 12884/2016), τα αιτήματα των προσφευγουσών [νυν εναγουσών].

28      Το 2017, όταν επωλήθη η μεταβατική τράπεζα, ήταν αναγκαία νέα κρατική ενίσχυση, που συνίστατο, μεταξύ άλλων, σε ανακεφαλαιοποίηση ύψους 556 εκατομμυρίων ευρώ προερχόμενη από το ταμείο εξυγίανσης, η δε τιμή πωλήσεως καθορίστηκε στο συμβολικό ποσό του ενός ευρώ [βλ. απόφαση C(2017) 3000 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2017, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις SA.39543 (2017/N‑2), SA.41134 (2017/N‑2), SA.43547 (2017/N‑2) (ΕΕ 2018, C 140, σ. 1)].

29      Με απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019 (υπόθεση αριθ. 00550/2019), το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως των αναιρεσειουσών [νυν εναγουσών] κατά της αποφάσεως του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου).

30      Με απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ιταλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑98/16, T‑196/16 και T‑198/16, EU:T:2019:167), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση που αφορούσε την Banca Tercas.

31      Στις 29 Μαΐου 2019 η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως της 19ης Μαρτίου 2019, Ιταλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑98/16, T‑196/16 και T‑198/16, EU:T:2019:167), η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό υποθέσεως C‑425/19 P.

32      Κατόπιν αιτήσεως αναθεωρήσεως που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες [νυν ενάγουσες], το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), με διάταξη της 7ης Οκτωβρίου 2019 (υπόθεση αριθ. 03465/2019), ανέστειλε τη διαδικασία αναθεωρήσεως της προαναφερθείσας στη σκέψη 29 ανωτέρω αποφάσεως μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει την περατώνουσα τη δίκη στην υπόθεση C‑425/19 P απόφασή του.

33      Με διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας κ.λπ. (C‑425/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:980), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση παρεμβάσεως των εναγουσών προς στήριξη των αιτημάτων των προσφευγουσών πρωτοδίκως, με την αιτιολογία ότι δεν είχαν συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς στην υπόθεση C‑425/19 P, κατά την έννοια του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

34      Με απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Ιταλίας κ.λπ. (C‑425/19 P, EU:C:2021:154), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής κατά της αποφάσεως της 19ης Μαρτίου 2019, Ιταλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑98/16, T‑196/16 και T‑198/16, EU:T:2019:167).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

35      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2019, οι ενάγουσες άσκησαν την υπό κρίση αγωγή.

36      Με το υπόμνημα απαντήσεως, που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Φεβρουαρίου 2020, οι ενάγουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας του, να προσκομίσει τον διοικητικό φάκελο της υποθέσεως «Banca delle Marche (SA.39543 2014/CP)», συμπεριλαμβανομένων όλων των «εμπιστευτικών εγγράφων» που παρατίθενται στο υπόμνημα αντικρούσεως, προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας.

37      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Απριλίου 2020, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής για διεξαγωγή αποδείξεων με σκοπό να υποχρεωθούν οι ενάγουσες να προσκομίσουν τα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου του FITD της 8ης Οκτωβρίου 2015 καθώς και κάθε άλλο έγγραφο του FITD σχετικό με το έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2015, συμπληρωματικά προς το παράρτημα A.7 του δικογράφου της αγωγής, οι ενάγουσες υπέβαλαν νέα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα εν λόγω έγγραφα. Με τις από 25 Ιουνίου 2020 παρατηρήσεις της, η Επιτροπή δεν αντιτάχθηκε στο να περιληφθούν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία στη δικογραφία και να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο.

38      Κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει τα φερόμενα ως εμπιστευτικά έγγραφα στα οποία είχε παραπέμψει με το υπόμνημα αντικρούσεως. Η Επιτροπή προσκόμισε τα εν λόγω έγγραφα εντός της ταχθείσας προθεσμίας, διευκρινίζοντας ότι δεν τα θεωρούσε πλέον εμπιστευτικά.

39      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Ιανουαρίου 2021.

40      Οι ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει ότι στοιχειοθετείται και να διαπιστώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης για τον λόγο ότι η Επιτροπή, με τις παράνομες οδηγίες που έδωσε στις ιταλικές αρχές, εμπόδισε την ανακεφαλαιοποίηση της Banca delle Marche από το FITD·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει τις ζημίες που τους προκάλεσε, οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με τα κριτήρια που εκτίθενται στα σημεία 43 έως 51 του δικογράφου της αγωγής ή στο ποσό που θα κριθεί δίκαιο από το Γενικό Δικαστήριο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

41      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί των προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης

42      Κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης που υπέχει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Όσον αφορά ειδικότερα την προϋπόθεση περί αιτιώδους συνάφειας κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από τη νομολογία προκύπτει ότι η προϋπόθεση αυτή αφορά την ύπαρξη αρκούντως άμεσης σχέσης αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και της ζημίας, της οποίας η απόδειξη απόκειται στον ενάγοντα, με συνέπεια η προσαπτόμενη συμπεριφορά να πρέπει να αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας (βλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Επιπλέον, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης δεν δύναται να θεωρηθεί ως γεννηθείσα αν δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποκαταστάσεως που ορίζεται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 165· βλ., επίσης, διάταξη της 12ης Μαρτίου 2020, EMB Consulting κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑571/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:208, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η μη συνδρομή μιας από τις προϋποθέσεις αυτές αρκεί για να απορριφθεί η αγωγή.

45      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς την ύπαρξη αρκούντως άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής και της προβαλλόμενης ζημίας, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 43 ανωτέρω.

 Επί της υπάρξεως αρκούντως άμεσης αιτιώδους συνάφειας

46      Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι η προσαπτόμενη στην Επιτροπή παράνομη συμπεριφορά, συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, η εσφαλμένη εκτίμησή της όσον αφορά την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ιταλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑98/16, T‑196/16 και T‑198/16, EU:T:2019:167), ήταν η πραγματική και αποκλειστική αιτία της ζημίας που υπέστησαν. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι, αφενός, οι ιταλικές αρχές αναζήτησαν όλες τις δυνατές λύσεις σχετικά με την εξυγίανση της Banca delle Marche, οι λύσεις, όμως, αυτές κατέστησαν ανέφικτες επειδή η Επιτροπή ήταν αντίθετη και, αφετέρου, ότι αυτές οι άλλες λύσεις θα περιόριζαν σημαντικά τα ζημιογόνα αποτελέσματα για τους μετόχους και τους κατόχους των οικείων ομολόγων. Υπενθυμίζουν τους διάφορους ελέγχους που διενήργησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής από τον Οκτώβριο του 2014, όσον αφορά τις εν εξελίξει επιχειρήσεις διάσωσης, μεταξύ άλλων, της Banca Tercas και της Banca delle Marche. Από το σημείωμα της Τράπεζας της Ιταλίας σχετικά με την κρίση στην Banca delle Marche προκύπτει ότι, στη συνέχεια, το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, με την τεχνική υποστήριξη της Τράπεζας της Ιταλίας, άρχισε μακρά διαβούλευση με την Επιτροπή, με ανταλλαγή πολυάριθμων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και πολυάριθμες μετακινήσεις Ιταλών υπαλλήλων στις Βρυξέλλες, δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές ήταν πεπεισμένες ότι η υπόθεση περί κρατικής ενίσχυσης ήταν αβάσιμη και ότι μπορούσαν να πείσουν την Επιτροπή επ’ αυτού. Παρά τις προσπάθειες αυτές απόδειξης του νομικού ερείσματος της άποψης των ιταλικών αρχών, η Επιτροπή απέστειλε πλείονα έγγραφα «κλιμακούμενης αυστηρότητας», προειδοποιώντας κατ’ επανάληψη ότι η υλοποίηση τέτοιας μορφής στήριξης στην Banca delle Marche δεν μπορούσε να προχωρήσει χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση στην Επιτροπή και έως την έκδοση της απόφασής της. Κατά τις ενάγουσες, όπως διευκρινίζει η Τράπεζα της Ιταλίας στο σημείωμά της, «οι υπηρεσίες της [Επιτροπής] είχαν επιμόνως αρνητική στάση σχετικά με την παρέμβαση του FITD, ακόμη και υπό την τελευταία μορφή της, η οποία προέβλεπε κατανομή των βαρών (burden sharing), θα αποτελούσε δε, εν πάση περιπτώσει, λύση πολύ λιγότερο επιζήμια από εκείνη που εν τέλει επικράτησε». Η στάση αυτή «επιβεβαιώθηκε επισήμως στο υψηλότερο επίπεδο με το έγγραφο των μελών της Επιτροπής, J. Hill και M. Vestager, της 19ης Νοεμβρίου 2015».

47      Οι ενάγουσες φρονούν ότι η παράνομη αυτή θέση που υιοθέτησε η Επιτροπή υπήρξε η αιτία που παρέλυσε πλήρως τη δράση των ιταλικών αρχών. Όπως διευκρίνισε η Τράπεζα της Ιταλίας στο μνημονευόμενο στη σκέψη 46 ανωτέρω σημείωμά της, ήταν απαραίτητο να ληφθεί η προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής όσον αφορά την παρέμβαση του FITD, καθόσον διαφορετικά η υλοποίησή της θα είχε ως συνέπεια την επίσημη κίνηση δικαστικής διαδικασίας κατά της Επιτροπής ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, με όλα τα άμεσα αρνητικά αποτελέσματα που θα είχε το γεγονός αυτό. Επομένως, με την ενέργειά της, η Επιτροπή εμπόδισε τη διάσωση της Banca delle Marche παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι ιταλικές αρχές.

48      Οι ενάγουσες διευκρινίζουν ότι τα αποτελέσματα σε σχέση με τη διάσωση της Banca delle Marche από το FITD θα ήταν διαφορετικά από εκείνα που προέκυψαν από την παρέμβαση του ταμείου εξυγίανσης. Μια τέτοια διάσωση θα ήταν λιγότερο επιζήμια για τους οικείους μετόχους, οι οποίοι θα μπορούσαν να διατηρήσουν ένα ποσοστό συμμετοχής και να εξακολουθήσουν να είναι μέτοχοι, ενώ θα μπορούσαν να αναμένουν ότι η εν λόγω τράπεζα θα ανακτούσε την αξία της στο μέλλον, όταν αυτή θα αποκόμιζε εκ νέου κέρδη. Έτσι, στην τελική έκθεσή τους, οι ειδικοί επίτροποι της Banca delle Marche διευκρίνισαν ότι η παρέμβαση «υπό την τελευταία μορφή της, που προέβλεπε κατανομή των βαρών (burden sharing), ήταν εν πάση περιπτώσει “μια πολύ λιγότερο επιζήμια λύση από εκείνη που εν τέλει επικράτησε”». Συγκεκριμένα, η παρέμβαση του FITD τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2015 θα παρείχε στην Banca delle Marche τους αναγκαίους πόρους προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση διατηρώντας τη δραστηριότητά της, όπως τούτο επιβεβαιώνεται από την εν λόγω τελική έκθεση και την ίδια την Τράπεζα της Ιταλίας, χωρίς να θυσιαστούν οι πιστωτές και σε μικρότερο βαθμό οι μέτοχοι.

49      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των εναγουσών. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ωστόσο, δήλωσε ότι παραιτείται από την αμφισβήτηση του παραδεκτού του προαναφερθέντος στη σκέψη 46 ανωτέρω σημειώματος της Τράπεζας της Ιταλίας, η δήλωση δε αυτή σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

50      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, εκ προοιμίου, ότι οι ενάγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η συμπεριφορά και οι ενέργειες της Επιτροπής που εμπόδισαν την παρέμβαση του FITD και, ως εκ τούτου, οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης για την εξυγίανση της Banca delle Marche είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας από την Επιτροπή της έννοιας της ενίσχυσης, καθόσον κακώς έκρινε η Επιτροπή ότι, παρά τον ιδιωτικό χαρακτήρα τους, οι παρεμβάσεις του FITD συνιστούσαν μέτρα καταλογιστέα στο ιταλικό κράτος και περιελάμβαναν κρατικούς πόρους.

51      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι τα έγγραφα της Επιτροπής και οι προσωρινές θέσεις που αυτή διατυπώνει κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης σχετικά με την κατάσταση της Banca delle Marche, όπως υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 7 επ. ανωτέρω, ουδεμία νομική αξιολόγηση περιλαμβάνουν ως προς τα κριτήρια της έννοιας της ενίσχυσης.

52      Συγκεκριμένα, πρώτον, στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 10ης Οκτωβρίου 2014, η Επιτροπή υπογράμμισε απλώς ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις του FITD υπέρ της Banca Tercas και της Banca delle Marche να συνιστούν κρατικές ενισχύσεις (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω).

53      Δεύτερον, με το από 18 Δεκεμβρίου 2014 έγγραφό της, η Επιτροπή επισήμανε απλώς στις ιταλικές αρχές ότι η προτεινόμενη από το FITD παρέμβαση στήριξης υπέρ της Banca delle Marche μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση και ότι, σε περίπτωση που η Τράπεζα της Ιταλίας σκόπευε να εγκρίνει μια τέτοια παρέμβαση, ήταν ενδεδειγμένο οι εν λόγω αρχές να γνωστοποιήσουν το επίμαχο μέτρο πριν από την έγκρισή του σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

54      Τρίτον, με το από 21 Αυγούστου 2015 έγγραφό της, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία SA.39543 σχετικά με την Banca delle Marche, η Επιτροπή υπενθύμισε απλώς το ενδεχόμενο η σχεδιαζόμενη παρέμβαση να συνιστά κρατική ενίσχυση, κάλεσε δε τις ιταλικές αρχές να της παράσχουν επικαιροποιημένες πληροφορίες επ’ αυτού και να μην υλοποιήσουν οποιοδήποτε μέτρο του FITD πριν από τη γνωστοποίησή του και τη λήψη απόφασης από την Επιτροπή (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω).

55      Τέταρτον, με το έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2015, ήτοι μία μόνον ημέρα πριν οι ιταλικές αρχές γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή την κίνηση της διαδικασίας για την εξυγίανση της Banca delle Marche, η οποία άρχισε στις 21 Νοεμβρίου 2015 (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), τα μέλη της Επιτροπής J. Hill και M. Vestager ενημέρωσαν τις εν λόγω αρχές μόνον ως προς την ερμηνεία τους σχετικά με τις κοινές απαιτήσεις που επιβάλλουν οι οδηγίες 2014/49 και 2014/59 και οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Ειδικότερα, επέστησαν την προσοχή στο γεγονός ότι όταν για την ανακεφαλαιοποίηση τράπεζας χρησιμοποιείται σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49, εφαρμόζονται οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, αναγνωρίζοντας συγχρόνως ότι, εάν η χρήση του εν λόγω συστήματος δεν χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, αλλά ως αμιγώς ιδιωτική παρέμβαση, δεν έχει ως αποτέλεσμα εξυγίανση κατά την έννοια της οδηγίας αυτής (βλ. σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω).

56      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι εν λόγω θέσεις της Επιτροπής, οι οποίες διατυπώθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας για την εξυγίανση της Banca delle Marche, είχαν απλώς διαδικαστικό χαρακτήρα, υπενθύμιζαν δε στις ιταλικές αρχές την ανάγκη να προβούν σε προηγούμενη γνωστοποίηση και να μην υλοποιήσουν ενδεχόμενα μέτρα ενίσχυσης, ιδίως υπέρ της τράπεζας αυτής. Οι θέσεις αυτές δεν αφορούσαν συγκεκριμένο μέτρο, δεδομένου ότι κανένα μέτρο δεν είχε ακόμη σαφώς προσδιοριστεί ή γνωστοποιηθεί, ούτε αφορούσαν το πώς ακριβώς θα ερμήνευε η Επιτροπή την έννοια της ενίσχυσης κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

57      Βεβαίως, από τα έγγραφα της Τράπεζας της Ιταλίας, τα οποία είναι μεταγενέστερα των περιστατικών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 52 έως 55 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Τράπεζα της Ιταλίας ήταν πεπεισμένη ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής θεωρούσαν ότι οι παρεμβάσεις του FITD υπέρ μιας προβληματικής τράπεζας μπορεί να συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, ιδίως επειδή ήταν καταλογιστέες στο ιταλικό κράτος και προέρχονταν από πόρους επί των οποίων το ιταλικό κράτος ασκούσε έλεγχο. Συγκεκριμένα, με την προσωρινή αποτίμησή της στο πλαίσιο των προϋποθέσεων κίνησης διαδικασίας για την εξυγίανση της Banca delle Marche, η Τράπεζα της Ιταλίας υπενθύμισε, κατ’ ουσίαν, ότι ήταν απαραίτητο να γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή κάθε ενδεχόμενο μέτρο στήριξης του FITD υπέρ της Banca delle Marche και να ληφθεί προηγούμενη έγκριση από την Επιτροπή σχετικά με τη συμβατότητα ενός τέτοιου μέτρου με τους κανόνες της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (βλ. σκέψη 19). Επιπλέον, η μαρτυρία ενός εκ των συνεργατών της και το σημείωμά της σχετικά με την κρίση στην Banca delle Marche αποδεικνύουν ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν δηλώσει ότι οι παρεμβάσεις στήριξης από το FITD συνιστούσαν, ενδεχομένως, κρατικές ενισχύσεις, ιδίως λόγω του ότι οι πόροι τους είχαν κρατικό ή δημόσιο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, στα πρακτικά της εν λόγω μαρτυρίας εκτίθεται ότι, σε αντίθεση με τις ιταλικές αρχές και την Τράπεζα της Ιταλίας, η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι παρεμβάσεις του FITD έπρεπε να εξομοιωθούν με κρατικές ενισχύσεις, χαρακτηρίζοντας τους πόρους του ως δημόσιους πόρους (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω). Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το περιεχόμενο της μαρτυρίας αυτής επιβεβαιώνεται από το σημείωμα της Τράπεζας της Ιταλίας για την κρίση στην Banca delle Marche, στο οποίο αναφέρεται σαφώς ότι οι ιταλικές αρχές και η Τράπεζα της Ιταλίας προσπάθησαν μάταια να πείσουν τις υπηρεσίες της Επιτροπής ότι οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις του FITD υπέρ της Banca Tercas και της Banca delle Marche δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω).

58      Εντούτοις, από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία δεν προκύπτει ότι, κατά το κρίσιμο στάδιο, συγκεκριμένα αμέσως πριν η Τράπεζα της Ιταλίας και το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών εκδώσουν, κατά την άσκηση των ιδίων αρμοδιοτήτων τους και του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028, σκέψεις 106 έως 108), την απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας για την εξυγίανση της Banca delle Marche, η Επιτροπή, για τους λόγους που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 57 ανωτέρω, απείλησε τις ιταλικές αρχές ότι θα εμποδίσει ή θα απαγορεύσει ενδεχόμενες παρεμβάσεις του FITD υπέρ της Banca delle Marche βάσει του άρθρου 107 ΣΛΕΕ ή ότι άσκησε πιέσεις επί του ζητήματος αυτού.

59      Συναφώς, οι ενάγουσες δεν μπορούν βασίμως να επικαλεστούν την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξέτασης σχετικά με την παρέμβαση του FITD υπέρ της Banca Tercas που εκδόθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2015, και, επομένως, πολλούς μήνες πριν κινηθεί η διαδικασία για την εξυγίανση της Banca delle Marche, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι η παρέμβαση εκείνη πληρούσε τα κριτήρια περί καταλογισμού και κρατικών πόρων (βλ. σημεία 45 έως 61 της εν λόγω αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και σκέψη 9 ανωτέρω). Αντιθέτως προς τα εν λόγω μέτρα στήριξης υπέρ της Banca Tercas, πριν από την έκδοση της απόφασης για την εξυγίανση της Banca delle Marche, δεν υπήρχε ούτε οριστικό σχέδιο παρέμβασης του FITD υπέρ της Banca delle Marche ούτε αίτηση για την έγκριση τέτοιου σχεδίου απευθυνόμενη στην Τράπεζα της Ιταλίας (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), ούτε επίσημη γνωστοποίηση του σχεδίου αυτού ούτε άλλη αιτία έτσι ώστε η Επιτροπή να κινήσει επίσημη διαδικασία εξέτασης σχετικά με το ζήτημα αυτό. Υπό τις συνθήκες αυτές, στο στάδιο αυτό, ήταν, πράγματι, αδύνατο να γνωρίζει η Επιτροπή με επαρκή ακρίβεια αν η ενδεχόμενη παρέμβαση που σχεδίαζε το FITD υπέρ της Banca delle Marche πληρούσε τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση.

60      Αντιθέτως, από την προσωρινή αποτίμηση την οποία διενήργησε η Τράπεζα της Ιταλίας για την κίνηση της διαδικασίας εξυγίανσης προκύπτει (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω) ότι τα κρίσιμα στοιχεία υπέρ της απόφασης αυτής ήταν ότι η Banca delle Marche κινδύνευε να βρεθεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας, γεγονός το οποίο μαρτυρούσαν οι συνολικές ζημίες ύψους 1,445 δισεκατομμυρίων ευρώ και περιουσιακό έλλειμμα ύψους 1,432 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως καταγράφηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου 2015, καθώς και το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής διαχείρισης, δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστούν οι παρεμβάσεις του ιδιωτικού τομέα που θα μπορούσαν να επιλύσουν την κρίση που αντιμετώπιζε. Η Τράπεζα της Ιταλίας υπογράμμισε, επίσης, ότι η παρέμβαση του FITD αποδείχθηκε ανεφάρμοστη και δεν ανταποκρινόταν στην απαίτηση για ταχεία επίλυση της κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός, το οποίο υπενθύμισε η Τράπεζα της Ιταλίας, ότι η υλοποίηση μιας τέτοιας παρέμβασης προϋπέθετε την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων αποτελούσε, βεβαίως, ένα πρόσθετο στοιχείο το οποίο ήταν εις βάρος της ταχείας επίλυσης, αλλά, λαμβανομένου υπόψη ότι το σχέδιο παρέμβασης του FITD υπέρ της Banca delle Marche δεν ήταν ακόμα πλήρες (βλ. σκέψη 59 ανωτέρω), το ως άνω στοιχείο δεν είχε αυτό καθεαυτό καθοριστική σημασία για τη λήψη της απόφασης εξυγίανσης που τελικώς έλαβαν οι εν λόγω αρχές. Επιπλέον, σχετικά με την αναφορά της Τράπεζας της Ιταλίας ότι η παρέμβαση αυτή είχε υποβληθεί στην Επιτροπή, πλην όμως δεν μπορούσε να υλοποιηθεί για τον λόγο ότι δεν υπήρχε προηγούμενη θετική αξιολόγηση της Επιτροπής, είναι προφανές ότι η αναφορά αυτή σχετίζεται με το σημείωμα με τίτλο «Λύσεις για τον όμιλο Banca delle Marche» (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω), αρκεί δε να επισημανθεί συναφώς ότι η υποβολή του εν λόγω σημειώματος στην Επιτροπή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με επίσημη γνωστοποίηση οριστικού και συγκεκριμένου σχεδίου παρέμβασης το οποίο θα μπορούσε να απαγορευθεί ή να εγκριθεί από την Επιτροπή.

61      Συγκεκριμένα, πρώτον η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, στις 8 Οκτωβρίου 2015, το FITD είχε καθορίσει μόνο τα βασικά στοιχεία της δεύτερης προσπάθειας παρέμβασης για τη στήριξη της Banca delle Marche, η οποία συνίστατο σε εισφορά κεφαλαίου στην εν λόγω τράπεζα ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, συνοδευόμενη από σχέδιο αναδιάρθρωσης, για την οποία ενημέρωσε την Τράπεζα της Ιταλίας με έγγραφα της 9ης και της 15ης Οκτωβρίου 2015. Συγκεκριμένα, στο από 9 Οκτωβρίου 2015 έγγραφό του, το FITD διευκρίνισε ότι, σύμφωνα με τα εν λόγω βασικά στοιχεία, αφενός, η παρέμβασή του θα πραγματοποιούνταν μόνο μετά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2014/59 και αφού εγκριθεί από την Τράπεζα της Ιταλίας η τροποποίηση του καταστατικού του, η οποία ήταν αναγκαία για την υλοποίηση της παρέμβασης και, αφετέρου, οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες της παρέμβασης θα υποβάλλονταν στο διοικητικό συμβούλιο του FITD αφού θα είχε πρώτα προσδιοριστεί η διάρθρωση της συναλλαγής σχετικά με το κεφάλαιο, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του γεγονότος ότι η παρέμβαση θα πραγματοποιούνταν με χρηματοδότηση από κοινοπραξία τραπεζών σύμφωνα με τους όρους της αγοράς (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το ακριβές περιεχόμενο και οι λεπτομέρειες της παρέμβασης αυτής δεν είχαν ακόμη αποφασισθεί από τα εσωτερικά όργανα του FITD, οπότε, αντιθέτως προς την πρώτη παρέμβαση που πρότεινε το FITD, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), ουδεμία άδεια της Τράπεζας της Ιταλίας ζητήθηκε με το εν λόγω έγγραφο ή μεταγενέστερα. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς το έγγραφο που απέστειλε το FITD στην Τράπεζα της Ιταλίας στις 12 Σεπτεμβρίου 2014 σχετικά με το σχέδιο παρέμβασης με την υποστήριξη της FonSpa, τα από 9 και 15 Οκτωβρίου 2015 έγγραφά του δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι περιλαμβάνουν αίτηση για έγκριση. Απαντώντας σε συγκεκριμένη ερώτηση που έθεσε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι ενάγουσες υπογράμμισαν μεν ότι, κατά το στάδιο αυτό, η εταιρία συμβούλων στην οποία είχε δοθεί σχετική εντολή είχε ήδη εγκρίνει τη σχεδιαζόμενη παρέμβαση του FITD και ότι, με τα εν λόγω έγγραφα, το FITD επισήμανε στην Τράπεζα της Ιταλίας ότι ήταν έτοιμο να την πραγματοποιήσει, πλην όμως δεν ήταν σε θέση να εντοπίσουν στα έγγραφα αυτά απόσπασμα το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι περιελάμβανε αίτηση για έγκριση.

62      Δεύτερον, ακόμη και πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 2014/59 στο εσωτερικό δίκαιο με την έκδοση του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 180/15, στις 16 Νοεμβρίου 2015, το οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του FITD, κατέστησε δυνατή μια τέτοια παρέμβαση στήριξης, οι ειδικοί επίτροποι της Banca delle Marche επισήμαναν στην Τράπεζα της Ιταλίας, με επιστολή της 4ης Νοεμβρίου 2015, την επικείμενη κατάσταση παύσης πληρωμών και ανέφεραν ότι ανησυχούσαν ότι η διάσωσή της δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εγκαίρως, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κατάστασής της. Αυτό καταδεικνύει την αδυναμία του FITD να παρέμβει άμεσα, τούτο δε ανεξάρτητα από το ότι ήταν ενδεχομένως αναγκαία προηγούμενη γνωστοποίηση στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψεις 14 και 16 ανωτέρω). Η αδυναμία αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η έκτακτη συνέλευση των τραπεζών-μελών του FITD ενέκρινε τις τροποποιήσεις του καταστατικού του FITD, γεγονός το οποίο καθιστούσε δυνατή μια τέτοια παρέμβαση σύμφωνα με το νέο κανονιστικό πλαίσιο, μόλις στις 26 Νοεμβρίου 2015 (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), ήτοι πέντε ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης για την εξυγίανση της Banca delle Marche.

63      Τρίτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι ενάγουσες, ούτε η μαρτυρία του συνεργάτη της Τράπεζας της Ιταλίας ούτε το σημείωμα της Τράπεζας της Ιταλίας σχετικά με την κρίση στην Banca delle Marche (βλ. σκέψεις 24 και 26 ανωτέρω) μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την προηγούμενη εκτίμηση. Τα έγγραφα αυτά καταρτίστηκαν πολύ μετά την απόφαση για την εξυγίανση της Banca delle Marche και σε χρόνο κατά τον οποίο, μεταξύ άλλων, οι ενάγουσες είχαν ήδη ασκήσει ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων αγωγές αποζημιώσεως κατά της Τράπεζας της Ιταλίας. Επιπλέον, στο σημείωμα σχετικά με την κρίση στην Banca delle Marche διατυπώνεται η υποτιθέμενη άρνηση της Επιτροπής να δεχθεί την ανακεφαλαιοποίηση της εν λόγω τράπεζας από το FITD, πράγμα το οποίο «επιβεβαιώθηκε επισήμως, σε ανώτατο επίπεδο, από το έγγραφο των μελών της Επιτροπής J. Hill και M. Vestager της 19ης Νοεμβρίου 2015», πλην όμως το εν λόγω έγγραφο δεν έχει τέτοιο περιεχόμενο (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από χωρίο της εν λόγω μαρτυρίας, δεν φαίνεται εύλογο να αποτέλεσε εμπόδιο στη διάσωση της Banca delle Marche η ανάγκη γνωστοποίησης στην Επιτροπή ενός τέτοιου μέτρου παρέμβασης του FITD το οποίο δεν είχε ακόμη διευκρινιστεί επαρκώς ως προς το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ιδίως όσον αφορά το ύψος και τον τρόπο συμμετοχής των μελών του ούτε είχε αποφασιστεί από τα εσωτερικά όργανα του FITD και από τις αρμόδιες αρχές. Το σημείωμα της Τράπεζας της Ιταλίας σχετικά με την κρίση στην Banca delle Marche δεν επιτρέπει άλλη ερμηνεία. Συγκεκριμένα, μολονότι στο εν λόγω σημείωμα επισημαίνεται ότι είναι αναγκαία η γνωστοποίηση ενός τέτοιου μέτρου στην Επιτροπή και η λήψη της έγκρισής του εκ των προτέρων, εντούτοις στο σημείωμα αυτό δεν επισημαίνεται με σαφή τρόπο η σοβαρότητα της κρίσης που αντιμετώπιζε η τράπεζα αυτή, ως είχε στις αρχές του Νοεμβρίου 2015, και είχε διαπιστωθεί στην προσωρινή αποτίμηση που διενήργησε η Τράπεζα της Ιταλίας, η οποία προηγήθηκε και αιτιολόγησε την απόφαση εξυγίανσης.

64      Τέταρτον, η ερμηνεία αυτή είναι αντίστοιχη με εκείνη των αποφάσεων του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου) και του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) (βλ. σκέψεις 27 και 29 ανωτέρω), σχετικά με τις οποίες οι ενάγουσες ισχυρίζονται, αβασίμως, ότι κατ’ ουσίαν αναγνώρισαν ότι η απόφαση της Τράπεζας της Ιταλίας να διατάξει την εξυγίανση της Banca delle Marche δεν ελήφθη κατά τρόπο «αυτόνομο», αλλά «επιβλήθηκε» από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, τα χωρία των εν λόγω αποφάσεων που επικαλούνται οι ενάγουσες απλώς υπενθυμίζουν, κατ’ ουσία, ορισμένα από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις σκέψεις 52 επ. ανωτέρω, χωρίς ωστόσο να προβαίνουν σε τέτοιον νομικό χαρακτηρισμό. Το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) υπενθύμισε, βεβαίως, τα λεγόμενα της Τράπεζας της Ιταλίας, η οποία «ανέφερε ρητώς σχετικά με το καθεστώς εξυγίανσης ότι η παρέμβαση του [FITD] δεν μπ[όρεσε] να λάβει χώρα, διότι η Επιτροπή […] είχε αρνητική στάση στο ζήτημα αυτό, καθόσον δεν ήταν συμβατή με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και η παρέμβαση του [FITD] έπρεπε να [της] υποβληθεί εκ των προτέρων […] με επίσημο τρόπο προς εξέταση προκειμένου να αξιολογή[σει] τη συμβατότητά της με τους εν λόγω κανόνες». Πάντως, αντιθέτως προς όσα υποστήριξαν οι ενάγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, από την υπόμνηση των απόψεων αυτών δεν προκύπτει ότι το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) θεωρούσε ότι η Τράπεζα της Ιταλίας δεν διέθετε πλέον περιθώριο χειρισμών αποκλειστικά και μόνο λόγω της στάσης της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της δικής του εκτίμησης και του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών, το δικαστήριο αυτό μάλλον τόνισε τα διάφορα στοιχεία και τα οικονομικά δεδομένα που δικαιολογούσαν την εκτίμηση ότι, κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η απόφαση εξυγίανσης, η Banca delle Marche ήταν αφερέγγυα και, ως εκ τούτου, η εξυγίανσή της ήταν εύλογη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, όσον αφορά το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), στην απόφασή του, αφού, βεβαίως, υπογράμμισε ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με την προσέγγισή της στην υπόθεση Banca Tercas, χαρακτήρισε τις παρεμβάσεις του FITD ως κρατικές ενισχύσεις (σημεία 8.3 και 8.4), δεν προέβη σε ενδελεχή εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών και νομικών στοιχείων, αλλά απέρριψε απλώς τα αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράλειψης κίνησης διαδικασίας για τη διάσωση της Banca delle Marche και της προβαλλόμενης ζημίας, καθώς και ως προς το υποστατό της εν λόγω ζημίας (σημεία 8.5 και 9).

65      Πέμπτον, η ανάλογη διαδικασία στην υπόθεση Banca Tercas καταδεικνύει ότι, εάν οι ιταλικές αρχές, η Τράπεζα της Ιταλίας και το FITD είχαν πράγματι πεισθεί τόσο για την αναγκαιότητα όσο και για τη δυνατότητα διάσωσης της Banca delle Marche, θα μπορούσαν να ακολουθήσουν την ίδια κατ’ αντιμωλία διαδικασία όπως και στην εν λόγω αντίστοιχη υπόθεση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της σχετικής με την Banca Tercas απόφασης, της απόφασης της 19ης Μαρτίου 2019, Ιταλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑98/16, T‑196/16 και T‑198/16, EU:T:2019:167), και τη διαδικασία αναιρέσεως στην υπόθεση C‑425/19 P. Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η πρώτη παρέμβαση του FITD υπέρ της Banca Tercas πραγματοποιήθηκε πολύ πριν τη μεταφορά της οδηγίας 2014/59 στο εσωτερικό δίκαιο, και, συνεπώς, το στοιχείο αυτό καθεαυτό δεν αποτελεί καθοριστικό λόγο εξαιτίας του οποίου ο ιταλικός ιδιωτικός τραπεζικός τομέας δίστασε να παράσχει στήριξη στην Banca delle Marche. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε, χωρίς να αντικρουσθεί από τις ενάγουσες, ότι εν τω μεταξύ είχε εκφράσει τη συμφωνία της σε σχέση με δεύτερη παρέμβαση του FITD υπέρ της Banca Tercas υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι η Επιτροπή δεν απαγορεύει κατ’ ανάγκη κάθε παρέμβαση τέτοιας μορφής και ότι πρέπει να πραγματοποιείται εξέταση κατά περίπτωση, δεν είναι δε δυνατόν να μεταφερθεί το αποτέλεσμα συγκεκριμένης εξέτασης σε άλλη περίπτωση.

66      Έκτον, υπενθυμίζεται ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, με τη διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας κ.λπ. (C‑425/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:980, σκέψεις 17 έως 21), απέρριψε την αίτηση παρεμβάσεως των εναγουσών προς στήριξη των αιτημάτων των προσφευγουσών πρωτοδίκως με την αιτιολογία ότι δεν είχαν συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς στην υπόθεση C‑425/19 P, κατά την έννοια του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οι ενάγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ, αφενός, της θέσης που έλαβε η Επιτροπή με την απόφαση σχετικά με την Banca Tercas, και μάλιστα την κίνηση της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης, και, αφετέρου, της εξυγίανσης της Banca delle Marche.

67      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί των εναγουσών ότι η φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά που προσάπτεται στην Επιτροπή εμπόδισε τη διάσωση της Banca delle Marche, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι ιταλικές αρχές, και ότι η συμπεριφορά αυτή αποτελούσε την πραγματική και αποκλειστική αιτία της ζημίας που υπέστησαν. Συγκεκριμένα, από τη συνολική εκτίμηση των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων συνάγεται ότι, ακόμη και αν η συμπεριφορά αυτή διαδραμάτισε κάποιον ρόλο στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολόγησης που είχε ως αποτέλεσμα οι ιταλικές αρχές να αποφασίσουν την εξυγίανση της τράπεζας αυτής, υπό την έννοια ότι θεωρούσαν ότι η ανάγκη να γνωστοποιηθεί εκ των προτέρων στην Επιτροπή ενδεχόμενο μέτρο στήριξης του FITD υπέρ της εν λόγω τράπεζας αποτελούσε εμπόδιο για την ταχεία διευθέτηση της χρηματοπιστωτικής κρίσης που αντιμετώπιζε η Banca delle Marche, η από 21 Νοεμβρίου 2015 απόφασή τους να κινήσουν τη διαδικασία για την εξυγίανση της Banca delle Marche, η οποία ελήφθη κατά την άσκηση των δικών τους αρμοδιοτήτων και στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν (βλ. μνημονευόμενη στη σκέψη 58 ανωτέρω νομολογία), ελήφθη κατά τρόπο αυτόνομο και δεν επηρεάστηκε καθοριστικά από τη στάση της Επιτροπής, στηριζόταν δε κατ’ ουσίαν στη διαπίστωσή τους ότι η εν λόγω τράπεζα βρισκόταν σε αδυναμία πληρωμών, γεγονός το οποίο αποτελούσε την καθοριστική αιτία για την εξυγίανση αυτή, κατά την έννοια της νομολογίας (πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 32).

68      Με άλλα λόγια, οι ενάγουσες δεν είναι σε θέση να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμο ότι θα ήταν εύλογη η αντίθετη εκδοχή, δηλαδή ότι, ελλείψει της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής, το FITD, με τη σύμφωνη γνώμη των ιταλικών αρχών και, ειδικότερα, της Τράπεζας της Ιταλίας, θα ήταν πράγματι σε θέση να προβεί στη διάσωση της Banca delle Marche τον Νοέμβριο του 2015.

69      Επομένως, εν προκειμένω, οι ενάγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη σχέσης αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής και της προβαλλόμενης ζημίας, στοιχείο το οποίο αρκεί για να διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης (βλ. μνημονευόμενη στη σκέψη 44 ανωτέρω νομολογία).

70      Όσον αφορά το αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων που υπέβαλαν οι ενάγουσες σχετικά με τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης «Banca delle Marche (SA.39543 2014/CP)», αρκεί η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς και δεν απαιτείται να παρασχεθεί στις ενάγουσες η δυνατότητα να αναζητήσουν, στον εν λόγω φάκελο, έγγραφα μη δυνάμενα να επηρεάσουν την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας.

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι ενάγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει τις Fondazione Cassa di Risparmio di Pesaro, Montani Antaldi Srl, Fondazione Cassa di Risparmio di Fano, Fondazione Cassa di Risparmio di Jesi και Fondazione Cassa di Risparmio della Provincia di Macerata στην καταβολή των δικαστικών εξόδων.

Csehi

De Baere

Steinfatt

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Ιουνίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.