Language of document : ECLI:EU:T:2023:650

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2023 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του αιθυλενίου – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Συντονισμός επί ενός στοιχείου της τιμής αγοράς – Διαδικασία διευθέτησης διαφορών – Πρόστιμο – Αναπροσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου – Σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων – Υποτροπή – Σημείο 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων – Πλήρης δικαιοδοσία – Αντίθετο αίτημα περί αυξήσεως του ποσού του προστίμου»

Στην υπόθεση T‑590/20,

Clariant AG, με έδρα το Muttenz (Ελβετία),

Clariant International AG, με έδρα το Muttenz,

εκπροσωπούμενες από τον F. Montag και την M. Dreher, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την A. Boitos και τους I. Rogalski και J. Szczodrowski,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, G. De Baere (εισηγητή), G. Steinfatt, K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Νοεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες, Clariant AG και Clariant International AG, ζητούν τη μερική ακύρωση της απόφασης C(2020) 4817 final της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2020, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (ΑΤ.40410 – Αιθυλένιο) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), και, επικουρικώς, τη μείωση του ύψους του προστίμου που τους επιβλήθηκε «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» με την εν λόγω απόφαση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει αντίθετο αίτημα για αύξηση του ύψους του προστίμου.

I.      Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Διοικητική διαδικασία

2        Στις 29 Ιουνίου 2016, μία εκ των τεσσάρων επιχειρήσεων που μετείχαν σε αθέμιτες συμπαιγνιακές επαφές σχετικές με τις αγορές αιθυλενίου υπέβαλε αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου δυνάμει της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας).

3        Μεταξύ της 23ης Μαΐου και της 3ης Ιουλίου 2017, οι άλλες τρεις επιχειρήσεις που μετείχαν στις εν λόγω αθέμιτες συμπαιγνιακές επαφές υπέβαλαν επίσης αίτηση για απαλλαγή από την επιβολή προστίμου ή, επικουρικώς, για μείωση του ποσού του προστίμου δυνάμει της ανακοίνωσης περί συνεργασίας.

4        Στις 10 Ιουλίου 2018, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), κατά των τεσσάρων επιχειρήσεων τις οποίες αφορούσε η διαδικασία (στο εξής, από κοινού: μέλη της σύμπραξης) με σκοπό την έναρξη συνομιλιών για τη διευθέτηση της διαφοράς, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2008, C 167, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών).

5        Με επιστολή της 23ης Ιουλίου 2018, οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν στην Επιτροπή τη βούλησή τους να συμμετάσχουν σε συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς.

6        Κατά τις συνομιλίες αυτές, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες για τις αιτιάσεις που σκόπευε να διατυπώσει εις βάρος τους και τους γνωστοποίησε τα βασικά αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου στα οποία στηρίχθηκε για να θεμελιώσει τις εν λόγω αιτιάσεις. Τους κοινοποίησε επίσης εκτίμηση σχετικά με το εύρος του προστίμου που σκόπευε να τους επιβάλει.

7        Στις 20 Νοεμβρίου 2019, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτημα διευθέτησης διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 10α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), με το οποίο αναγνώρισαν την «από κοινού και εις ολόκληρον» ευθύνη τους για τη συμμετοχή τους στην παράβαση. Ανέφεραν επίσης το ανώτατο ποσό του προστίμου που θα αποδέχονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, ήτοι 159 663 000 ευρώ.

8        Στις 7 Φεβρουαρίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε κοινοποίηση αιτιάσεων. Στις 24 Φεβρουαρίου 2020, οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν ότι η κοινοποίηση αιτιάσεων αντανακλούσε δεόντως τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών και ότι εξακολουθούσαν να δεσμεύονται πλήρως για τη συνέχιση της σχετικής διαδικασίας.

Β.      Η προσβαλλόμενη απόφαση

9        Στις 14 Ιουλίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

1.      Περιγραφή της παράβασης

10      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες είχαν μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση συνιστάμενη στην ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών και πληροφοριών σχετικών με την τιμολόγηση, καθώς και στον καθορισμό στοιχείου τιμής σε σχέση με την πραγματοποίηση αγορών αιθυλενίου, στο έδαφος του Βελγίου, της Γερμανίας, της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών, για την περίοδο από τις 26 Δεκεμβρίου 2011 έως τις 29 Μαρτίου 2017 (άρθρο 1, στοιχείο γʹ, της προσβαλλομένης απόφασης).

11      Η επικρινόμενη συμπεριφορά αφορούσε την αγορά αιθυλενίου στην ελεύθερη αγορά, εξαιρουμένου του αιθυλενίου που παράγεται για σκοπούς δέσμιας χρήσης, ήτοι του αιθυλενίου που παράγεται και χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους παραγωγούς.

12      Το αιθυλένιο αγοραζόταν συνήθως βάσει μακροχρόνιων συμφωνιών προμήθειας. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος αστάθειας των τιμών αγοράς του αιθυλενίου, οι εν λόγω συμφωνίες προμήθειας αναφέρονταν συχνά στη μηνιαία συμβατική τιμή (στο εξής: ΜΣΤ). Προκειμένου να καθοριστεί η ΜΣΤ για έναν δεδομένο προσεχή μήνα έπρεπε να επιτευχθούν δύο χωριστές αλλά πανομοιότυπες διμερείς συμφωνίες, κοινώς αποκαλούμενες «συμφωνίες καθορισμού», μεταξύ δύο διαφορετικών ζευγών προμηθευτών και αγοραστών. Μετά την πρώτη συμφωνία καθορισμού, τα μέρη μπορούσαν να κοινοποιήσουν τη συμφωνία τους σε ιδιωτικό και ανεξάρτητο οργανισμό κοινοποίησης τιμών, ο οποίος δημοσίευε την πρώτη αυτή συμφωνία στην αγορά. Μόλις κάποιο άλλο ζεύγος προμηθευτών και αγοραστών συμφωνούσε στην καθορισμένη τιμή, η τιμή αυτή δημοσιευόταν από τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών ως ΜΣΤ για τον επόμενο μήνα.

13      Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η ΜΣΤ δεν αποτελούσε καθαρή τιμή, αλλά μεταβλητό στοιχείο των τύπων τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται σε ορισμένες συμβάσεις προμήθειας. Επομένως, η ΜΣΤ είχε άμεσο αντίκτυπο στην πραγματική τιμή αγοράς του αιθυλενίου που συνομολογείτο στο πλαίσιο των εν λόγω συμβάσεων προμήθειας και στο πλαίσιο ορισμένων συναλλαγών στην αγορά άμεσης παράδοσης.

14      Η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέλη της σύμπραξης είχαν συντονίσει τη συμπεριφορά τους στην αγορά μέσω διμερών επαφών σχετικά με τη ΜΣΤ, συμφωνώντας, αφενός, ως προς τις τιμές-στόχους που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν κατά τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης της ΜΣΤ με τους πωλητές αιθυλενίου και, αφετέρου, ως προς τις οριστικές ΜΣΤ που επιθυμούσαν να επιτύχουν και οι οποίες στηρίζονταν σε κοινή αξιολόγηση των παραγόντων τιμολόγησης και των δημόσιων αναλύσεων. Τα μέλη της σύμπραξης συνεννοούνταν επίσης ως προς τις μελλοντικές θέσεις τους στις διαδικασίες διαπραγμάτευσης για τη σύναψη συμφωνιών καθορισμού με τους πωλητές αιθυλενίου. Τέλος, αντάλλασσαν πληροφορίες όσον αφορά τις τάσεις της αγοράς.

15      Στόχος της επίμαχης συμπεριφοράς ήταν η άσκηση επιρροής στις διαπραγματεύσεις για τη ΜΣΤ προκειμένου να επιτευχθεί η χαμηλότερη δυνατή τιμή αγοράς στο πλαίσιο των διαδικασιών για τη σύναψη συμφωνιών καθορισμού με τους πωλητές αιθυλενίου.

16      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη συμπεριφορά παρουσίαζε τα χαρακτηριστικά συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η οποία είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά προμήθειας του αιθυλενίου. Επομένως, δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστούν τα αποτελέσματα της επίμαχης συμπεριφοράς στην αγορά αυτή ούτε να εξακριβωθεί αν τα μέλη της σύμπραξης κατόρθωσαν τελικά να επιτύχουν την επιδιωκόμενη ΜΣΤ.

17      Όσον αφορά τη συμμετοχή των προσφευγουσών στην παράβαση, η Επιτροπή επισήμανε, αφενός, ότι η δεύτερη προσφεύγουσα, Clariant International, είχε αποδεχθεί ανεπιφύλακτα την ευθύνη της για την άμεση συμμετοχή της στην παράβαση η οποία διαπράχθηκε κατά την περίοδο από τις 26 Δεκεμβρίου 2011 έως τις 29 Μαρτίου 2017 και, αφετέρου, ότι η πρώτη προσφεύγουσα, Clariant, είχε αποδεχθεί ανεπιφύλακτα την «αλληλέγγυα και εις ολόκληρον» ευθύνη της για τη συμμετοχή της κατά 100 % ανήκουσας σε αυτή θυγατρικής της στην παράβαση η οποία διαπράχθηκε κατά την περίοδο από τις 26 Δεκεμβρίου 2011 έως τις 29 Μαρτίου 2017. Ως εκ τούτου, για την επίμαχη περίοδο η Επιτροπή καταλόγισε «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» ευθύνη τόσο στη δεύτερη προσφεύγουσα, για την άμεση συμμετοχή της στην παράβαση, όσο και στην πρώτη προσφεύγουσα, ως μητρική εταιρία της δεύτερης προσφεύγουσας.

2.      Υπολογισμός του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες

18      Στις προσφεύγουσες επιβλήθηκε, «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον», πρόστιμο ύψους 155 769 000 ευρώ (άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

19      Συναφώς, πρώτον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, την αξία των αγορών αιθυλενίου που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο του τελευταίου πλήρους έτους συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση, ήτοι του 2016.

20      Κατά την Επιτροπή, δεν ήταν σκόπιμο να χρησιμοποιηθεί ως αφετηρία για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου η αξία των πωλήσεων των προϊόντων σε μεταγενέστερο στάδιο, καθόσον η παράβαση αφορούσε σύμπραξη αγοράς προϊόντων και δεν μετείχαν όλα τα μέλη της σύμπραξης στην/στις ίδια/ίδιες αγορά/αγορές επόμενης οικονομικής βαθμίδας.

21      Επιπροσθέτως, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη αποκλειστικά, αφενός, η αξία των αγορών που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει των συμφωνιών προμήθειας αιθυλενίου που χρησιμοποιούσαν τύπο τιμολόγησης με βάση τη ΜΣΤ και, αφετέρου, η αξία των αγορών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στην αγορά άμεσης παράδοσης αιθυλενίου και στηρίζονταν στη ΜΣΤ.

22      Δεύτερον, για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα της παράβασης και τη διάρκειά της, καθώς και την ανάγκη εξασφαλίσεως αποτρεπτικού αποτελέσματος.

23      Κατ’ αρχάς, δεδομένου ότι η παράβαση συνίστατο σε οριζόντια τιμολόγηση, η οποία, ως εκ της φύσεώς της, συγκαταλέγεται μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού, η Επιτροπή καθόρισε τον συντελεστή σοβαρότητας σε 15 %.

24      Εν συνεχεία, η Επιτροπή συνεκτίμησε το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες είχαν μετάσχει στην παράβαση από τις 26 Δεκεμβρίου 2011 έως τις 29 Μαρτίου 2017, ήτοι για χρονικό διάστημα 1 921 ημερών, όπερ αντιστοιχούσε σε συντελεστή προσαύξησης 5,25 λόγω της διάρκειας της παράβασης.

25      Τέλος, η Επιτροπή καθόρισε ένα πρόσθετο ποσό 15 % το οποίο επέβαλε για αποτρεπτικούς σκοπούς, ενόψει της σοβαρότητας της παράβασης.

26      Τρίτον, η Επιτροπή προέβη σε αναπροσαρμογές του βασικού ποσού του προστίμου.

27      Αφενός, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, [στοιχείο] αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2· στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων), η Επιτροπή προσαύξησε κατά 50 % το βασικό ποσό του προστίμου, για τον λόγο ότι οι προσφεύγουσες είχαν ήδη διαπράξει παρόμοια παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή αναφέρθηκε, συναφώς, στην απόφασή της C(2004) 4876 τελικό, της 19ης Ιανουαρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (COMP/E‑1/37.773 – MCAΑ, στο εξής: απόφαση MCAA), με την οποία είχε κριθεί ότι η πρώτη προσφεύγουσα και η θυγατρική της Clariant GmbH ευθύνονταν για σύμπραξη στην αγορά του μονοχλωροοξικού οξέος (στο εξής: σύμπραξη MCAA).

28      Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι δεν συνέτρεχαν ελαφρυντικές περιστάσεις που να δικαιολογούν μείωση του βασικού ποσού του προστίμου.

29      Αφετέρου, σύμφωνα με το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, προκειμένου να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης υπόθεσης και την ανάγκη επιβολής ποσού διασφαλίζοντος τον επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου, η Επιτροπή προσαύξησε κατά 10 % το βασικό ποσό του προστίμου.

30      Τέταρτον, η Επιτροπή βεβαιώθηκε ότι το πρόστιμο δεν υπερέβαινε το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των προσφευγουσών το 2019, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

31      Πέμπτον, η Επιτροπή προέβη επίσης και σε μείωση του προστίμου λόγω επιείκειας. Συνακόλουθα, χορηγήθηκε στις προσφεύγουσες μείωση του προστίμου κατά 30 % δυνάμει της ανακοίνωσης περί συνεργασίας.

32      Έκτον, προκειμένου να ανταμειφθούν οι προσφεύγουσες για τη συνεργασία τους στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, το ποσό του προστίμου μειώθηκε κατά 10 %.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

33      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέτρο που προβλέπει την επιβολή προστίμου ύψους άνω των 94 405 800 ευρώ·

–        επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της ανωτέρω απόφασης σε ύψος σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας·

–        να απορρίψει το αίτημα της Επιτροπής περί καθορισμού του ύψους του προστίμου που τους επιβλήθηκε σε 181 731 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καθορίσει το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες με το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης σε 181 731 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί των αιτημάτων ακυρώσεως και μειώσεως του προστίμου

35      Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως και ο τρίτος προς στήριξη του αιτήματος μειώσεως του ποσού του προστίμου. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως προσαύξησε το βασικό ποσό του προστίμου δυνάμει του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, προβάλλουν ότι η Επιτροπή εσφαλμένως προσαύξησε το βασικό ποσό του προστίμου δυνάμει του σημείου 37 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Με τον τρίτο λόγο, προβάλλουν ότι το ύψος του προστίμου είναι δυσανάλογο σε σχέση με τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως προσαύξησε το βασικό ποσό του προστίμου δυνάμει του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων

36      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 107 έως 113 της προσβαλλόμενης απόφασης, το πρόστιμο επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 10α, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004.

37      Το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης.

38      Συναφώς, τυχόν υποτροπή περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της σοβαρότητας της επίμαχης παράβασης (αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 63, και της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Eni κατά Επιτροπής, T‑558/08, EU:T:2014:1080, σκέψη 276· πρβλ., επίσης, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 91).

39      Η επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής ορίζεται στο σημείο 28, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων ως η συνέχιση ή η επανάληψη της ίδιας ή παρόμοιας παράβασης, μετά τη διαπίστωση από την Επιτροπή ή από εθνική αρχή ανταγωνισμού ότι η οικεία επιχείρηση παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Στην περίπτωση αυτή, το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να προσαυξηθεί έως 100 % για κάθε διαπιστωμένη παράβαση.

40      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε τρία σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως, καθόσον η Επιτροπή παρέβη το καθήκον εκτίμησης που υπέχει, το δεύτερο, από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή εσφαλμένως χαρακτήρισε τις προσφεύγουσες ως υπότροπες, και το τρίτο, από παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.

α)      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει

41      Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις που οδήγησαν στη διαπίστωση παράβασης στο πλαίσιο της σύμπραξης MCAA. Κατά τις προσφεύγουσες, με την αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι δεν ασκούσαν επιρροή εν προκειμένω οι περιστάσεις που είχαν δικαιολογήσει τη μη επιβολή προστίμου στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμπραξης.

42      Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν πλείονες περιστάσεις τις οποίες η Επιτροπή θα όφειλε να εξετάσει. Υποστηρίζουν ότι η απόφαση σχετικά με τη σύμπραξη MCAA αφορούσε την πρώτη προσφεύγουσα βάσει της ευθύνης της ως μητρικής εταιρίας. Η εν λόγω σύμπραξη δημιουργήθηκε, μεταξύ άλλων, από εταιρία η οποία εν συνεχεία εξαγοράστηκε από την πρώτη προσφεύγουσα. Κατά την εξαγορά, η σύμπραξη αυτή είχε ήδη δημιουργηθεί πριν από τουλάχιστον δεκατέσσερα έτη. Επιπλέον, οι δύο υπάλληλοι της ως άνω εξαγορασθείσας από την πρώτη προσφεύγουσα εταιρίας οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τις δραστηριότητες τις οποίες αφορούσε η εν λόγω σύμπραξη συνέχισαν να μετέχουν μυστικώς στη σύμπραξη και δεν ενεπλάκη κανένα άλλο πρόσωπο στους κόλπους της πρώτης προσφεύγουσας. Η πρώτη προσφεύγουσα ανακάλυψε την επίμαχη σύμπραξη μέσω εσωτερικών μέτρων συμμόρφωσης και την κατήγγειλε, για τον λόγο δε αυτό η Επιτροπή της χορήγησε πλήρη απαλλαγή από την επιβολή προστίμου. Όσον αφορά την επίμαχη εν προκειμένω παράβαση, μόνον ένας μεμονωμένος υπάλληλος μετέσχε σε αυτή, εν αγνοία όλων των λοιπών υπαλλήλων ή στελεχών των προσφευγουσών. Ωστόσο, το πρόσωπο αυτό δεν απασχολούνταν από την πρώτη προσφεύγουσα κατά τον χρόνο των επίδικων πρακτικών στην αγορά του μονοχλωροοξικού οξέος και ενήργησε παρά τα μέτρα συμμόρφωσης που έλαβε η πρώτη προσφεύγουσα.

43      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό του συντελεστή προσαύξησης του προστίμου. Δεδομένου ότι το σημείο 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων προβλέπει συναφώς κλίμακα προσαύξησης μεταξύ 0 και 100 %, η Επιτροπή έχει το καθήκον, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, να αξιολογήσει πού κατατάσσεται ο βαθμός σοβαρότητας επαναλαμβανόμενης παράβασης εντός των ορίων αυτών. Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί ωστόσο τον λόγο για τον οποίο η σοβαρότητα της επαναλαμβανόμενης παράβασης δικαιολογούσε αύξηση κατά 50 %.

44      Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα ίδια κριτήρια για να δικαιολογήσει τόσο τη διαπίστωση επαναλαμβανόμενης παράβασης όσο και την επιλογή του συντελεστή προσαύξησης, μολονότι πρόκειται περί διαφορετικών ζητημάτων που χρήζουν χωριστής εκτιμήσεως. Επιπλέον, τα κριτήρια που εφάρμοσε η Επιτροπή είναι κοινά σε όλες τις περιπτώσεις υποτροπής και δεν μπορεί να γίνει επίκλησή τους προς δικαιολόγηση ειδικής προσαύξησης σε συγκεκριμένη περίπτωση υποτροπής.

45      Εξάλλου, σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, όπως προκύπτει από την προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής στις σχετικές αποφάσεις, αφενός, ο αριθμός προηγούμενων παραβάσεων είναι ο μοναδικός παράγων που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της προσαύξησης του προστίμου λόγω υποτροπής και, αφετέρου, δεν λαμβάνεται υπόψη το κατώτερο ήμισυ της κλίμακας προσαύξησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή παραβαίνει την υποχρέωσή της να επιβάλει κατάλληλη κύρωση η οποία να αντανακλά τη σοβαρότητα συγκεκριμένης παράβασης.

46      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, παραλείποντας, αφενός, να λάβει υπόψη το πρώτο ήμισυ της κλίμακας προσαύξησης των προστίμων που προβλέπεται στο σημείο 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων και εφαρμόζοντας, αφετέρου, την ίδια γενική προσαύξηση κατά 50 % σε όλες τις περιπτώσεις πρώτης υποτροπής, παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

47      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

48      Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνει παραπομπή σε δεσμευτικό ή εξαντλητικό κατάλογο κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη. Η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στην εν λόγω ευχέρεια της Επιτροπής (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψεις 37 και 38, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Nec κατά Επιτροπής, T‑341/18, EU:T:2021:634, σκέψεις 103 και 104).

49      Η συνεκτίμηση της υποτροπής αποβλέπει στο να παροτρύνει τις επιχειρήσεις που έχουν εκδηλώσει την τάση να παραβαίνουν κανόνες ανταγωνισμού να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη τις ενδείξεις που τείνουν να επιβεβαιώσουν την τάση αυτή, συμπεριλαμβανομένου, για παράδειγμα, του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ των εν λόγω παραβάσεων (αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2011, Arkema France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑217/06, EU:T:2011:251, σκέψη 294, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Nec κατά Επιτροπής, T‑341/18, EU:T:2021:634, σκέψεις 77 και 104).

50      Όσον αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα της προσαύξησης η οποία επιβάλλεται στο πρόστιμο λόγω υποτροπής, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κληθεί να ελέγξει αν η Επιτροπή τήρησε την αρχή της αναλογικότητας, όταν προσαύξησε, λόγω υποτροπής, το επιβληθέν πρόστιμο και, ειδικότερα, αν η προσαύξηση αυτή επιβαλλόταν, ιδίως υπό το πρίσμα του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της επίμαχης παράβασης και της προγενέστερης παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού (αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 70, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Nec κατά Επιτροπής, T‑341/18, EU:T:2021:634, σκέψη 117).

51      Εν προκειμένω, η Επιτροπή επέβαλε στις προσφεύγουσες προσαύξηση κατά 50 % του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής. Διαπίστωσε ότι, κατά τον χρόνο διάπραξης της επίμαχης παράβασης, η πρώτη προσφεύγουσα είχε ήδη, με την απόφαση σχετικά με τη σύμπραξη MCAA, κριθεί υπεύθυνη για συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού.

52      Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή αναφέρθηκε στα στοιχεία που έλαβε υπόψη κατά την εκτίμησή της περί υποτροπής. Επισήμανε ότι:

–        η επικρινόμενη εν προκειμένω συμπεριφορά είχε ξεκινήσει, όσον αφορά τις προσφεύγουσες, στις 26 Δεκεμβρίου 2011, δηλαδή μετά την έκδοση της απόφασης σχετικά με τη σύμπραξη MCAA, στις 19 Ιανουαρίου 2005·

–        είχε παρέλθει περιορισμένο χρονικό διάστημα μεταξύ της έκδοσης της εν λόγω απόφασης και της έναρξης της εν προκειμένω επικρινόμενης συμπεριφοράς·

–        οι δύο παραβάσεις έπρεπε να θεωρηθούν «παρόμοιες» κατά την έννοια του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, καθόσον αμφότερες συνιστούσαν παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ·

–        η πρώτη προσφεύγουσα ήταν η μητρική εταιρία της Clariant GmbH, η οποία είχε άμεση συμμετοχή στην παράβαση και αποτελούσε, μαζί με την προαναφερθείσα εταιρία, ενιαία επιχείρηση κατά το διάστημα της παράβασης· συνεπώς, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η παρελθούσα συμπεριφορά της ενιαίας επιχείρησης και όχι μόνον η συμπεριφορά της Clariant GmbH·

–        οι ειδικές περιστάσεις της διαπιστωθείσας με την απόφαση εκείνη παράβασης, οι οποίες είχαν δικαιολογήσει την απαλλαγή των προσφευγουσών από την επιβολή προστίμου, δεν ασκούσαν επιρροή όσον αφορά την εξέταση της παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού εκ μέρους των προσφευγουσών μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης.

53      Από την ως άνω αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι η Επιτροπή, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει, προσδιόρισε τις ενδείξεις βάσει των οποίων εκτίμησε την υποτροπή των προσφευγουσών.

54      Ειδικότερα, η Επιτροπή συνεκτίμησε το γεγονός ότι η πρώτη προσφεύγουσα είχε διαπράξει δύο παραβάσεις οι οποίες συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, μεταξύ τους μεσολαβούσε δε σχετικά σύντομο διάστημα, στοιχείο επαρκές για να καταδειχθεί τάση της προσφεύγουσας να παραβαίνει τους κανόνες ανταγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψη 40).

55      Όσον αφορά την επιλογή του συντελεστή προσαύξησης, κακώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την επιλογή του συντελεστή αυτού στηριζόμενη στα ίδια στοιχεία με αυτά που μνημονεύθηκαν για να εκτιμηθεί η ύπαρξη υποτροπής. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, προκειμένου να επιλέξει τον συντελεστή προσαύξησης λόγω υποτροπής, πρέπει να εκτιμήσει τις ενδείξεις βάσει των οποίων χωρεί ο χαρακτηρισμός της εν λόγω υποτροπής και, ειδικότερα, τον χρόνο που παρήλθε μεταξύ της επίμαχης παράβασης και της προγενέστερης παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού, σύμφωνα με τη νομολογία η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 50 ανωτέρω.

56      Μολονότι η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη άλλες ενδείξεις για την εξέταση της υποτροπής και την επιλογή του συντελεστή προσαύξησης, η συνεκτίμηση αυτή εμπίπτει στην εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 48 έως 50 ανωτέρω. Επομένως, η Επιτροπή, κρίνοντας εν προκειμένω ότι δεν ασκούν επιρροή οι προβαλλόμενες από τις προσφεύγουσες ιδιαίτερες περιστάσεις της παράβασης η οποία διαπιστώθηκε με την απόφαση σχετικά με τη σύμπραξη MCAA, άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει.

57      Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν λυσιτελώς να προβάλουν ότι η Επιτροπή δεν καθόρισε τον συντελεστή προσαύξησης κατά 50 % σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη σοβαρότητα της παράβασης. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ακριβώς το περιορισμένο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης σχετικά με τη σύμπραξη MCAA και της έναρξης της προσαπτόμενης εν προκειμένω συμπεριφοράς. Πάντως, η εκτίμηση του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της διαπίστωσης προηγούμενης παράβασης και της νέας παράβασης εξαρτάται από την υπό κρίση περίπτωση, οπότε το στοιχείο αυτό παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εξετάσει την ιδιαίτερη σοβαρότητα της υποτροπής στο πλαίσιο της εκάστοτε υπόθεσης.

58      Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν περιέχει ρητή συλλογιστική που να στηρίζει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε αλυσιτελείς ορισμένες περιστάσεις σχετικές με την παράβαση που διαπράχθηκε στο πλαίσιο της σύμπραξης MCAA, διαπιστώνεται, όπως ισχυρίζεται και η Επιτροπή, ότι με το εν λόγω επιχείρημα γίνεται επίκληση ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, το επιχείρημα αυτό θα εξεταστεί στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

59      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ακόμη, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας, της ίσης μεταχείρισης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από την πρακτική που ακολουθεί με τις αποφάσεις της σχετικά με την υποτροπή, λαμβάνει υπόψη μόνον τον αριθμό προγενέστερων παραβάσεων, επιβάλλει δε συντελεστή προσαύξησης 50 % σε όλες τις περιπτώσεις πρώτης υποτροπής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το πρώτο ήμισυ της κλίμακας προσαύξησης που προβλέπεται στο σημείο 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Η προσέγγιση της Επιτροπής δεν καθιστά δυνατή την κατά περίπτωση αξιολόγηση της ιδιαίτερης σοβαρότητας μιας παράβασης.

60      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε ανάλυση της προηγούμενης πρακτικής της Επιτροπής στις σχετικές αποφάσεις. Όμως, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η πρακτική της Επιτροπής όσον αφορά προγενέστερες αποφάσεις της δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν αμιγώς ενδεικτικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται η ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Zucchetti Rubinetteria κατά Επιτροπής, C‑618/13 P, EU:C:2017:48, σκέψη 38).

61      Εν πάση περιπτώσει, κατά πρώτον, διαπιστώθηκε ότι, μολονότι δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση άλλων ενδείξεων, ο χρόνος που έχει παρέλθει μεταξύ δύο πανομοιότυπων ή παρόμοιων παραβάσεων παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκτιμήσει την υποτροπή επιχείρησης σε συγκεκριμένη περίπτωση και, επομένως, να καθορίσει τον κατάλληλο συντελεστή προσαύξησης, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

62      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω αρχή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi κατά Επιτροπής, C‑601/18 P, EU:C:2020:751, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες επικαλούνται παραβίαση της εν λόγω αρχής, σε αυτές απόκειται να προσδιορίσουν και να αποδείξουν ποια είναι η παρόμοια κατάσταση σε σχέση με άλλη κατάσταση η οποία αντιμετωπίστηκε με διαφορετικό τρόπο ή ποια είναι η διαφορετική κατάσταση σε σχέση με μια άλλη η οποία αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο [απόφαση της 12ης Απριλίου 2013, Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑31/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:167, σκέψη 311· πρβλ., επίσης, απόφαση της 28ης Μαΐου 2020, Agrochem-Maks κατά Επιτροπής, T‑574/18, EU:T:2020:226, σκέψη 105 (μη δημοσιευθείσα)]. Ωστόσο, οι προσφεύγουσες αναφέρονται σε αποφάσεις της Επιτροπής χωρίς να εξηγούν αν οι περιστάσεις των υποθέσεων αυτών ήταν παρόμοιες ή διαφορετικές με αυτές της υπό κρίση υπόθεσης.

63      Κατά τρίτον, όσον αφορά την παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, αρκεί η επισήμανση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι τεκμηριωμένοι.

64      Υπό το φως των προεκτεθέντων, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, όταν διαπίστωσε την υποτροπή και αποφάσισε να αυξήσει το βασικό ποσό του προστίμου κατά 50 %, άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει. Επιπλέον, στο πλαίσιο της άσκησης της εν λόγω εξουσίας, η καθής δεν παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας, της ίσης μεταχείρισης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

65      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι ο χαρακτηρισμός των προσφευγουσών ως υποτρόπων είναι εσφαλμένος

66      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη υποτροπής ενέχει νομικά σφάλματα και προβάλλουν συναφώς, κατ’ ουσίαν, τέσσερις αιτιάσεις, τις οποίες αντικρούει η Επιτροπή.

1)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με την έλλειψη ομοιότητας μεταξύ της παράβασης που διαπράχθηκε στο πλαίσιο της σύμπραξης MCAΑ και της επίμαχης εν προκειμένω παράβασης

67      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον διαπίστωσε ότι η παράβαση που διαπράχθηκε στο πλαίσιο της σύμπραξης MCAA και η επίμαχη εν προκειμένω παράβαση συνιστούσαν ίδιες ή παρόμοιες παραβάσεις κατά την έννοια του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων.

68      Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή όφειλε να έχει προβεί σε λεπτομερή σύγκριση των δύο επίμαχων παραβάσεων των οποίων η φύση και τα χαρακτηριστικά διέφεραν αισθητά. Η σύμπραξη MCAA συνίστατο σε σύμπραξη στον τομέα των πωλήσεων με σκοπό την αύξηση των τιμών πώλησης στα επόμενα στάδια, μέσω εναρμονισμένων αναγγελιών της τελικής τιμής πώλησης. Ο κύριος σκοπός της εν λόγω σύμπραξης ήταν η διατήρηση των μεριδίων αγοράς που κατείχαν τα μέλη της μέσω συστήματος κατανομής του όγκου πωλήσεων και των πελατών, συνοδευόμενου από μηχανισμό συμψηφισμού προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση στην πράξη των συμφωνηθεισών ποσοστώσεων όγκου πωλήσεων. Η ανταλλαγή πληροφοριών ως προς τις τιμές πώλησης ήταν παρεπόμενη σε σχέση με τον κύριο σκοπό της σύμπραξης.

69      Ωστόσο, η επίμαχη εν προκειμένω σύμπραξη αφορά τη σε προγενέστερο στάδιο αγορά πρώτης ύλης. Αντιθέτως προς τη σύμπραξη MCAΑ, η αγορά του αιθυλενίου αποτελούσε, κατά τις προσφεύγουσες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην ελεύθερη αγορά, κατά τη διάρκεια της οποίας οι πωλητές μπορούσαν να επιλέξουν μεταξύ μεγάλου αριθμού αγοραστών. Η επικρινόμενη συμπεριφορά δεν περιλάμβανε κανένα στοιχείο κατανομής της αγοράς ή των πελατών, τα δε μέλη της σύμπραξης δεν είχαν καμία επαφή μεταξύ τους όσον αφορά τις αντίστοιχες δραστηριότητές τους στον τομέα των πωλήσεων σε μεταγενέστερο στάδιο. Επιπλέον, οι περιστάσεις από τις οποίες προέκυψε η επίμαχη εν προκειμένω παραβατική συμπεριφορά ήταν μοναδικές, διαφορετικές από εκείνες της σύμπραξης MCAΑ. Για παράδειγμα, η συμπεριφορά αυτή απέρρεε από θεμιτή συνεργασία στον τομέα των αγορών μεταξύ τριών από τα εν λόγω μέλη της σύμπραξης λόγω διαρθρωτικών και συμβατικών δεσμών.

70      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι δύο επίμαχες παραβάσεις, για τις οποίες κρίθηκε ότι ευθύνονται η πρώτη προσφεύγουσα και οι θυγατρικές της, συνιστούσαν παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οπότε έπρεπε να θεωρηθούν παρόμοιες κατά την έννοια του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων.

71      Η εκτίμηση αυτή δεν ενέχει πλάνη. Πράγματι, κατά τη νομολογία, για τον σκοπό της απόδειξης της υποτροπής, οι παραβάσεις είναι παρόμοιες, ή της ίδιας κατηγορίας, εφόσον συνίστανται σε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, BASF και UCB κατά Επιτροπής, T‑101/05 και T‑111/05, EU:T:2007:380, σκέψη 64, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Hoechst κατά Επιτροπής, T‑161/05, EU:T:2009:366, σκέψη 147).

72      Βεβαίως, η παράβαση που διαπράχθηκε στο πλαίσιο της σύμπραξης MCAA συνίστατο σε σύμπραξη στον τομέα των πωλήσεων με σκοπό την αύξηση των τιμών πώλησης σε μεταγενέστερο στάδιο, ενώ η επίμαχη εν προκειμένω παράβαση συνίστατο σε σύμπραξη αγοράς προϊόντων με σκοπό την επίτευξη χαμηλών τιμών αγοράς πρώτης ύλης, ήτοι του αιθυλενίου. Εντούτοις, αρκεί η διαπίστωση ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η πρώτη προσφεύγουσα και οι θυγατρικές της μετείχαν σε σύμπραξη απαγορευόμενη από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

73      Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι δύο επίμαχες παραβάσεις είχαν πράγματι κοινά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, το διατακτικό της απόφασης σχετικά με τη σύμπραξη MCAA ορίζει ότι η πρώτη προσφεύγουσα ευθύνεται για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, καθόσον, μεταξύ άλλων, αύξησε τις τιμές κατόπιν συμφωνίας και αντάλλαξε πληροφορίες ως προς τον όγκο πωλήσεων και τις τιμές. Στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ λόγω της συμμετοχής τους σε παράβαση η οποία συνίστατο, μεταξύ άλλων, στον καθορισμό στοιχείου σχετικού με την τιμή και στην ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών σχετικών με τον καθορισμό των τιμών. Όπως προκύπτει, επιπλέον, από την προσβαλλόμενη απόφαση, στόχος της παραβατικής συμπεριφοράς ήταν η άσκηση επιρροής στις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία καθορισμού της ΜΣΤ προκειμένου να επιτευχθεί η χαμηλότερη δυνατή τιμή αγοράς του αιθυλενίου. Επομένως, σε αμφότερες τις συμπράξεις στις οποίες μετείχαν η πρώτη προσφεύγουσα και οι θυγατρικές της ενυπάρχουν οι πρακτικές εναρμονισμένου καθορισμού τιμών ή στοιχείου τιμής και ανταλλαγής πληροφοριών επί των τιμών.

74      Εξάλλου, υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 71 ανωτέρω, το γεγονός ότι η επικρινόμενη εν προκειμένω συμπεριφορά προέκυψε από μοναδικές περιστάσεις και ιδίως από θεμιτή συνεργασία μεταξύ ορισμένων μελών της σύμπραξης δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση της επανάληψης παρόμοιων παραβάσεων.

75      Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα διαπιστώνοντας την επανάληψη παρόμοιας παράβασης κατά την έννοια του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων.

2)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, σχετικά με το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο παραβάσεων

76      Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το σημείο αφετηρίας που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της επίμαχης εν προκειμένω παράβασης και της προγενέστερης παράβασης είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Clariant GmbH έπαυσε ενεργώς και με δική της πρωτοβουλία τη διαπραχθείσα στο πλαίσιο της σύμπραξης MCAA παράβαση και ζήτησε επιείκεια. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, δεδομένου ότι μεταξύ των δύο παραβάσεων μεσολάβησαν περισσότερα από δώδεκα έτη, οι προσφεύγουσες δεν επέδειξαν ιδιαίτερη τάση παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού.

77      Κατά τις προσφεύγουσες, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής (C‑413/08 P, EU:C:2010:346), ότι η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη ως σημείο αφετηρίας για τον υπολογισμό του χρόνου που παρήλθε μεταξύ των δύο παραβάσεων το χρονικό σημείο κατά το οποίο διαπράχθηκε πράγματι η παράβαση και όχι το χρονικό σημείο της πρώτης διαπίστωσης της παράβασης. Για λόγους επιείκειας και προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας σχετικά με την προηγούμενη παράβαση.

78      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η παραβατική συμπεριφορά των προσφευγουσών είχε ξεκινήσει στις 26 Δεκεμβρίου 2011, ήτοι μετά την έκδοση της απόφασης ΜCAA στις 19 Ιανουαρίου 2005, και ότι, ως εκ τούτου, είχε παρέλθει περιορισμένο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών.

79      Η εκτίμηση αυτή δεν ενέχει σφάλματα. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 49 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη, για παράδειγμα, τον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ των παραβάσεων ως ένδειξη υποτροπής.

80      Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι χρονικό διάστημα μικρότερο των δέκα ετών που μεσολάβησε μεταξύ των παραβάσεων μαρτυρούσε την τάση επιχείρησης να μην αντλεί τα δέοντα συμπεράσματα από τη διαπίστωση της εκ μέρους της παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψη 40, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Nec κατά Επιτροπής, Τ-341/18, EU:Τ:2021:634, σκέψη 105).

81      Δεδομένου ότι η συμπεριφορά των προσφευγουσών, όσον αφορά την επίμαχη εν προκειμένω σύμπραξη, άρχισε σχεδόν επτά έτη μετά την έκδοση της απόφασης MCAA, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι αυτό το μάλλον σύντομο χρονικό διάστημα μαρτυρούσε τάση των προσφευγουσών να μην αντλήσουν τα δέοντα συμπεράσματα από τη διαπίστωση της παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού που περιέχεται στην εν λόγω απόφαση.

82      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το σημείο αφετηρίας για τον υπολογισμό του χρόνου που μεσολάβησε μεταξύ των δύο επίμαχων παραβάσεων δεν πρέπει να είναι το χρονικό σημείο διαπίστωσης της παράβασης με την απόφαση σχετικά με τη σύμπραξη MCAA, αλλά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Clariant GmbH έπαυσε ενεργά και με δική της πρωτοβουλία την παράβαση που διαπράχθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω σύμπραξης και ζήτησε επιείκεια.

83      Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι η συνεκτίμηση της υποτροπής δικαιολογείται από την ανάγκη να επιτευχθεί επιπλέον αποτρεπτικό αποτέλεσμα, την οποία μαρτυρεί το γεγονός ότι η διαπίστωση προγενέστερης παράβασης δεν ήταν αρκετή για να εμποδίσει την επανάληψη μιας παράβασης. Έτσι, η υποτροπή στοιχειοθετείται κατ’ ανάγκην μετά τη διαπίστωση και την επιβολή κύρωσης για την πρώτη παράβαση, καθόσον δικαιολογείται από το γεγονός ότι η κύρωση αυτή δεν είχε αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2008, BPB κατά Επιτροπής, T‑53/03, EU:T:2008:254, σκέψη 392, και της 7ης Ιουνίου 2011, Arkema France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑217/06, EU:T:2011:251, σκέψη 299).

84      Επιπλέον, από το γράμμα του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων προκύπτει ότι η υποτροπή συνίσταται στη συνέχιση ή στην επανάληψη της ίδιας ή παρόμοιας παράβασης μετά τη «διαπίστωση» εκ μέρους της Επιτροπής ή εθνικής αρχής ανταγωνισμού ότι η οικεία επιχείρηση έχει παραβεί τις διατάξεις του άρθρου 101 ή 102 ΣΛΕΕ. Μολονότι, βεβαίως, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν συνιστούν τη νομική βάση της απόφασης περί επιβολής προστίμου, καθόσον αυτή στηρίζεται στον κανονισμό 1/2003, εντούτοις καθορίζουν, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μεθοδολογία που η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ακολουθεί για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή και κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2011, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, Τ-11/06, EU:Τ:2011:560, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη λαμβάνοντας υπόψη ως αφετηρία για τον υπολογισμό του χρόνου που παρήλθε από τη διαπίστωση της πρώτης παράβασης την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης MCAA με την οποία διαπίστωσε ότι η πρώτη προσφεύγουσα και η Clariant GmbH είχαν παραβεί τους κανόνες ανταγωνισμού.

86      Επισημαίνεται ακόμη ότι, προς στήριξη της αιτιάσεώς τους, οι προσφεύγουσες στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της σκέψης 70 της απόφασης της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής (C‑413/08 P, EU:C:2010:346). Το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη αυτή, ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορούσε να κληθεί «να ελέγξ[ει] αν η Επιτροπή [είχε] τ[ηρήσει] την [αρχή της αναλογικότητας] όταν προσαύξησε, λόγω υποτροπής, το επιβληθέν πρόστιμο και, ειδικότερα, αν η προσαύξηση αυτή επιβαλλόταν, ιδίως υπό το πρίσμα του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της επίμαχης παραβάσεως και της προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού». Όμως, κακώς οι προσφεύγουσες συνάγουν από τη φράση «προγενέστερη παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού» το συμπέρασμα ότι το σημείο αφετηρίας που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του χρόνου που παρήλθε μεταξύ δύο παραβάσεων είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκδηλώθηκε η προγενέστερη παραβατική συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 86 της προαναφερθείσας απόφασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[τ]ο συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι αρκ[ούσε] η επιχείρηση να έχει κριθεί προηγουμένως ένοχη για παράβαση του ίδιου είδους, ακόμη και αν η απόφαση της Επιτροπής εξακολουθ[ούσε] να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, προκειμένου η Επιτροπή να μπορεί να λάβει υπόψη την υποτροπή, [ήταν] νόμω βάσιμο». Από την τελευταία αυτή σκέψη προκύπτει ότι καθοριστικής σημασίας για την εξέταση της υποτροπής είναι η διαπίστωση της ευθύνης την οποία υπέχει επιχείρηση για προγενέστερη παράβαση.

87      Εξάλλου, το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Clariant GmbH έθεσε τέλος στην παράβαση που διαπράχθηκε στο πλαίσιο της σύμπραξης MCAA και ζήτησε επιεική μεταχείριση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με διαπίστωση προγενέστερης παράβασης, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν είχε ακόμη αποφανθεί, στο εν λόγω στάδιο, επί του αντίθετου προς τους κανόνες ανταγωνισμού χαρακτήρα της επίμαχης συμπεριφοράς ούτε επί της ευθύνης της πρώτης προσφεύγουσας και της Clariant GmbH. Πράγματι, τυχόν αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου καθιστά απλώς και μόνον δυνατή την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ με την τελική απόφασή της (βλ. σημεία 8 και 11 της ανακοίνωσης περί συνεργασίας) [πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, DHL Express (Italy) και DHL Global Forwarding (Italy), C‑428/14, EU:C:2016:27, σκέψη 54].

88      Τέλος, το γεγονός ότι η σχετική με την προγενέστερη παράβαση διοικητική διαδικασία διήρκεσε πολλά έτη δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τη διαπίστωση υποτροπής εν προκειμένω, στο μέτρο που το σημείο αφετηρίας το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη διαπίστωση αυτήν είναι εκείνο της απόφασης σχετικά με τη σύμπραξη MCAA.

89      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρήλθε περιορισμένο χρονικό διάστημα μεταξύ της έκδοσης της απόφασης σχετικά με τη σύμπραξη MCAA και της έναρξης της προσαπτόμενης εν προκειμένω συμπεριφοράς.

3)      Επί της τρίτης αιτιάσεως, σχετικά με τη μη επιβολή προγενέστερης χρηματικής κύρωσης

90      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο λόγος προσαύξησης του προστίμου λόγω υποτροπής συνδέεται άρρηκτα με την αποτυχία προγενέστερης χρηματικής κύρωσης να επιφέρει αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός ότι στο παρελθόν δεν επιβλήθηκε πρόστιμο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση των ειδικών περιστάσεων μιας υπόθεσης και του βαθμού αποτρεπτικού χαρακτήρα που απαιτείται. Οι προσφεύγουσες δεν είναι επιχειρήσεις στις οποίες είχε επιβληθεί προηγουμένως χρηματική κύρωση. Το βασικό ποσό του επιβληθέντος προστίμου είναι αυτό καθεαυτό αρκούντως αποτρεπτικό, χωρίς να δικαιολογείται προσαύξηση.

91      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια της «υποτροπής» δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην τη διαπίστωση προηγούμενης χρηματικής κύρωσης, αλλά μόνον προηγούμενης παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης (αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, T‑38/02, EU:T:2005:367, σκέψη 363, και της 8ης Ιουλίου 2008, BPB κατά Επιτροπής, T‑53/03, EU:T:2008:254, σκέψη 387).

92      Ειδικότερα, η συνεκτίμηση της υποτροπής αποβλέπει στο να παρακινήσει τις επιχειρήσεις που έχουν εκδηλώσει τάση παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους, εφόσον αποδεικνύεται ότι προηγούμενη διαπίστωση παράβασης εκ μέρους τους δεν ήταν αρκετή για να προλάβει την επανάληψη της παραβατικής συμπεριφοράς. Επομένως, το καθοριστικό στοιχείο της υποτροπής δεν είναι η προηγούμενη επιβολή προστίμου, κατά μείζονα δε λόγο το ύψος του, αλλά η προηγούμενη διαπίστωση παράβασης (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, BPB κατά Επιτροπής, T‑53/03, EU:T:2008:254, σκέψη 388).

93      Επομένως, η εφαρμογή, ως προς τις προσφεύγουσες, του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων δεν αναιρείται από το γεγονός ότι με την απόφαση σχετικά με τη σύμπραξη MCAA δεν επιβλήθηκε πρόστιμο σε αυτές.

4)      Επί της τέταρτης αιτιάσεως, σχετικά με τη μη συνεκτίμηση άλλων περιστάσεων

94      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή και τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν, κατά το παρελθόν, λάβει υπόψη άλλες περιστάσεις κατά τη συνολική εκτίμηση της τάσης μιας επιχείρησης να παραβιάζει τους κανόνες ανταγωνισμού. Κατά τις προσφεύγουσες, αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη τέτοιες περιστάσεις, δεν θα τις είχε χαρακτηρίσει ως υπότροπες.

95      Εντούτοις, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στην εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής. Η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να περιοριστεί μόνον στη διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες είχαν διαπράξει δύο παραβάσεις, με τις οποίες παραβιάστηκε το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και μεταξύ των οποίων μεσολάβησε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, και να κρίνει ότι οι περιστάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν ασκούσαν επιρροή.

96      Δεδομένου ότι οι αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες πρέπει να απορριφθούν, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

γ)      Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας

97      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τη συνήθη προσαύξηση κατά 50 % του βασικού ποσού του προστίμου χωρίς να αιτιολογήσει την επιλογή του εν λόγω συντελεστή, παρέλειψε δε να λάβει υπόψη τα λεπτομερή επιχειρήματα που είχαν προβάλει οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία.

98      Οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στις αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑95/15, EU:T:2016:722, σκέψη 55), και της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑105/17, EU:T:2019:675, σκέψη 351), υποστηρίζοντας ότι με τις αποφάσεις αυτές το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Επιτροπή να αιτιολογήσει το ακριβές ποσό των αναπροσαρμογών στις οποίες προέβη.

99      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

100    Κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξης και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την επίδικη πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63, της 10ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Icap κ.λπ., C‑39/18 P, EU:C:2019:584, σκέψη 23, και της 16ης Ιουνίου 2022, Sony Optiarc και Sony Optiarc America κατά Επιτροπής, C‑698/19 P, EU:C:2022:480, σκέψη 79).

101    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξέθεσε λεπτομερώς, στην αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλόμενης απόφασης, τους λόγους βάσει των οποίων δέχθηκε την υποτροπή όσον αφορά τις προσφεύγουσες (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω).

102    Εξάλλου, οι εκτιμήσεις αυτές παρέσχον τη δυνατότητα στις μεν προσφεύγουσες να λάβουν γνώση της συλλογιστικής της Επιτροπής και να την αμφισβητήσουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο δε Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει τη βασιμότητά της.

103    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν όφειλε να διευκρινίσει στην προσβαλλόμενη απόφαση, βάσει της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, τον λόγο για τον οποίο, μεταξύ των διαφόρων πιθανών συντελεστών προσαύξησης, επέλεξε συντελεστή προσαύξησης λόγω υποτροπής ύψους 50 % (πρβλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής, T‑391/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:22, σκέψη 164 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Εξάλλου, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, δεν ασκούν επιρροή οι αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑95/15, EU:T:2016:722), και της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑105/17, EU:T:2019:675). Συγκεκριμένα, με την πρώτη από τις αποφάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την εφαρμογή συντελεστών μείωσης του βασικού ποσού των προστίμων, οι οποίοι διέφεραν ανάλογα με τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, υπογραμμίζοντας ότι η Επιτροπή απέκλινε από τη γενική μέθοδο που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων και ότι, επομένως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως ήταν κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένη. Με τη δεύτερη από τις αποφάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τον καθορισμό συντελεστή μείωσης, υπογραμμίζοντας ότι η Επιτροπή, χωρίς να αποκλίνει από τη γενική μέθοδο, είχε εντούτοις επιλέξει ειδική αξία αντικατάστασης για τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων, στο μέτρο που οι επιχειρήσεις δεν πραγματοποιούσαν πωλήσεις υπό τη συνήθη έννοια του όρου.

105    Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή εφάρμοσε το σημείο 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων χωρίς να αποκλίνει από τα προβλεπόμενα σε αυτό κριτήρια, επέβαλε δε συντελεστή προσαύξησης εντός της κλίμακας που μνημονεύεται ρητώς στο εν λόγω σημείο. Επομένως, δεν μπορεί να αντληθεί καμία λυσιτελής αναλογία με τις αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 104 ανωτέρω.

106    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

2.      Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως προσαύξησε το βασικό ποσό του προστίμου δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων

107    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, κατά τα σημεία 9 έως 12 και 19 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, «[μ]ε την επιφύλαξη του σημείου 37 [των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών], η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την ακόλουθη μέθοδ[ο], που περιλαμβάνει δύο στάδια για τον υπολογισμό του προστίμου που θα επιβάλλεται στις επιχειρήσεις». «Πρώτον, η Επιτροπή θα καθορίζει ένα βασικό ποσό για κάθε επιχείρηση» και, «[δ]εύτερον, θα μπορεί να αναπροσαρμόσει το βασικό αυτό ποσό, προς τα πάνω ή προς τα κάτω», διευκρινιζομένου ότι το βασικό ποσό του προστίμου θα πρέπει να «συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης».

108    Το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων προβλέπει ότι, «[γ]ια τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα [...] στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του [Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)]».

109    Το σημείο 13 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων έχει σκοπό να προσδιορίσει, κατ’ αρχήν, ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό του επιβαλλόμενου σε επιχείρηση προστίμου ένα ποσό που αντιστοιχεί προς την οικονομική σημασία της παράβασης και το σχετικό βάρος της συγκεκριμένης επιχείρησης στο πλαίσιο της παράβασης (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2015, AC‑Treuhand κατά Επιτροπής, C‑194/14 P, EU:C:2015:717, σκέψη 64, και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Zucchetti Rubinetteria κατά Επιτροπής, C‑618/13 P, EU:C:2017:48, σκέψη 57).

110    Κατά το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, «[π]αρότι οι [εν λόγω] κατευθυντήριες γραμμές παραθέτουν τη γενική μέθοδ[ο] για τον υπολογισμό των προστίμων, οι ιδιαιτερότητες μιας ορισμένης υπόθεσης ή η ανάγκη διασφάλισης του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου μπορεί να δικαιολογούν απόκλιση από τη μέθοδ[ο] αυτή» εκ μέρους της Επιτροπής.

111    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε τρία σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει κατά την εφαρμογή του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, το δεύτερο αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου λόγω εσφαλμένης εφαρμογής προσαύξησης δυνάμει του ανωτέρω σημείου των κατευθυντήριων γραμμών και το τρίτο αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

α)      Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τη μη άσκηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει

112    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε μηχανικά το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, χωρίς να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια.

113    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε μια γενική και μη αποδεδειγμένη εικασία σύμφωνα με την οποία είναι ελάχιστα πιθανό η αξία των αγορών να αντιστοιχεί προς τον οικονομικό αντίκτυπο των συμπράξεων αγοράς. Ισχυρίζονται ότι προσκόμισαν εντούτοις, κατά τη διοικητική διαδικασία, πλείονα αποδεικτικά στοιχεία που καταδείκνυαν ότι, λόγω των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης και της σχετικής αγοράς, ουδέποτε πιθανολογήθηκε εύλογα ότι η επικρινόμενη συμπεριφορά θα είχε οποιαδήποτε σημαντική επίπτωση στην αγορά αυτή. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα εν λόγω στοιχεία.

114    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι απλώς περιορίστηκε να αναφερθεί στην προγενέστερη πρακτική της, ενώ το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων είχε εφαρμοσθεί μόνον σε μία περίπτωση που αφορούσε παράβαση σε αγορά προμήθειας, τα πραγματικά περιστατικά της οποίας διαφέρουν αισθητά από εκείνα της υπό κρίση υπόθεσης. Επομένως, η Επιτροπή δεν ενήργησε με επιμέλεια και αμεροληψία σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως και δεν άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια.

115    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η παράλειψη της Επιτροπής να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως εκτείνεται επίσης στην επιλογή του συντελεστή προσαύξησης του προστίμου, καθόσον η Επιτροπή δεν διευκρίνισε τους λόγους για την επιλογή αυτή, αλλά περιορίστηκε να αναφέρει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι μια προσαύξηση κατά 10 % ήταν σύμφωνη με την προηγούμενη πρακτική της, χωρίς να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπό κρίση υπόθεσης.

116    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

117    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων σε περίπτωση παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Η μέθοδος αυτή περιλαμβάνει διάφορα στοιχεία ευελιξίας που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003 [βλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Daimler (Συμπράξεις – Απορριμματοφόρα), C‑588/20, EU:C:2022:607, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

118    Καίτοι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, περιορίζει την άσκηση της ευχέρειας αυτής θεσπίζοντας αντικειμενικά κριτήρια με τα οποία η Επιτροπή πρέπει να συμμορφώνεται. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, η άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως οριοθετείται από τους κανόνες συμπεριφοράς με τους οποίους η Επιτροπή αυτοδεσμεύθηκε [πρβλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Daimler (Συμπράξεις – Απορριμματοφόρα), C‑588/20, EU:C:2022:607, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

119    Στο πλαίσιο αυτό, από τις σκέψεις 107 έως 110 ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της γενικής μεθόδου που καθορίζεται με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων ως αφετηρία για τον υπολογισμό του ύψους του επιβαλλόμενου σε επιχείρηση προστίμου, προκειμένου να καθορίσει, κατ’ αρχήν, ένα ποσό που αντιστοιχεί προς την οικονομική σημασία της παράβασης και το σχετικό βάρος της συγκεκριμένης επιχείρησης στο πλαίσιο της παράβασης. Πάντως, το σημείο 37 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να παρεκκλίνει από τη γενική μέθοδο όταν τούτο δικαιολογείται από τις ιδιαιτερότητες μιας συγκεκριμένης υπόθεσης ή από την ανάγκη διασφάλισης του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου.

120    Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 116 έως 118 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι έπρεπε να υπολογίσει το βασικό ποσό του προστίμου με βάση την αξία των αγορών και όχι με βάση την αξία των πωλήσεων των προϊόντων που πωλήθηκαν στις αγορές επόμενης οικονομικής βαθμίδας, δεδομένου ότι, αφενός, η παράβαση σχετικά με το αιθυλένιο συνιστούσε σύμπραξη αγοράς προϊόντων και, αφετέρου, τα μέλη της σύμπραξης δεν ήταν όλα παρόντα στην (στις) ίδια (ίδιες) αγορά (αγορές) επόμενης οικονομικής βαθμίδας.

121    Στις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 148 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου ήταν δικαιολογημένη δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Ανέφερε τα εξής:

–        σύμφωνα με το σημείο 5 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, για την επίτευξη των στόχων του ειδικού αποτρεπτικού αποτελέσματος και του γενικού αποτρεπτικού αποτελέσματος, είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη, για τον καθορισμό των προστίμων, η αξία των πωλήσεων προϊόντων ή υπηρεσιών οι οποίες σχετίζονται με την παράβαση (αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλόμενης απόφασης)·

–        ο μηχανισμός που προβλέπει η γενική μέθοδος καθορισμού του ύψους των προστίμων είναι τέτοιος ώστε όσο πιο επιτυχημένη είναι η εφαρμογή μιας σύμπραξης στον τομέα των πωλήσεων τόσο μεγαλύτερη είναι η αξία των πωλήσεων και, ως εκ τούτου, το ύψος του προστίμου. Κατά το σημείο 6 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, ο συνδυασμός της αξίας των πωλήσεων τις οποίες αφορά η παράβαση με τη διάρκειά της θεωρείται ως κατάλληλη βάση υπολογισμού για να προσδιοριστεί η οικονομική σημασία της παράβασης καθώς και το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε επιχείρησης σε αυτήν (αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλόμενης απόφασης)·

–        πάντως, η επίμαχη εν προκειμένω παράβαση δεν αφορά σύμπραξη σχετικά με τις τιμές πώλησης, αλλά με τις τιμές αγοράς. Ο εγγενής σκοπός μιας τέτοιας σύμπραξης δεν είναι η αύξηση της τιμής (αγοράς), αλλά, τουναντίον, η μείωση αυτής ή η αποτροπή αύξησής της· λαμβάνοντας υπόψη την αξία των αγορών, ο καθορισμός του βασικού ποσού του προστίμου καταλήγει σε μια κατάσταση στην οποία το ύψος του προστίμου είναι αντιστρόφως ανάλογο προς τον σκοπό του καρτέλ: όσο πιο επιτυχημένη είναι η συγκεκριμένη σύμπραξη, τόσο μικρότερο είναι το ύψος της αξίας των αγορών και, ως εκ τούτου, τόσο χαμηλότερο είναι το ύψος του προστίμου (αιτιολογική σκέψη 143 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως, είναι σύμφυτο προς τον χαρακτήρα της επίμαχης σύμπραξης ως σύμπραξης αγοράς προϊόντων ότι η αξία των αγορών δεν μπορεί αφ’ εαυτής να αποτελέσει κατάλληλη βάση υπολογισμού για την αποτύπωση της οικονομικής σημασίας της παράβασης· αυτό οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι, συνήθως, στο πλαίσιο λειτουργίας μιας επιχείρησης, η αξία των αγορών είναι χαμηλότερη από την αξία των πωλήσεων, με αποτέλεσμα η αφετηρία για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου να είναι συστηματικά χαμηλότερη (αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλόμενης απόφασης)·

–        συνεπώς, η εφαρμογή της γενικής μεθόδου που προβλέπουν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, χωρίς καμία αναπροσαρμογή, δεν καθιστά δυνατή τη διασφάλιση επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος, το οποίο δεν είναι αναγκαίο μόνον προκειμένου να επιβληθούν κυρώσεις στις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση (ειδικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα), αλλά και προκειμένου να αποτραπούν άλλες επιχειρήσεις από το να ακολουθήσουν την ίδια συμπεριφορά (γενική αποτροπή) (αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλόμενης απόφασης)·

–        προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα αυτή και να εξασφαλιστεί επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, κρίνεται σκόπιμο να επιβληθεί, σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική, προσαύξηση του προστίμου κατά 10 % σε όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλόμενης απόφασης)·

–        κατά τη νομολογία, η προσαύξηση του προστίμου δυνάμει του σημείου 37 των ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών δεν εξαρτάται από την προηγούμενη απόδειξη ενδεχόμενων πραγματικών συνεπειών της επικρινόμενης συμπεριφοράς στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλόμενης απόφασης)·

–        η ειδική θέση κάθε μέρους ελήφθη υπόψη τόσο κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού, δεδομένου ότι η αξία των αγορών ήταν διαφορετική για κάθε μέρος, όσο και κατά τον υπολογισμό της διάρκειας της συμμετοχής τους (αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλόμενης απόφασης).

122    Επομένως, η Επιτροπή άσκησε προσηκόντως την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 120 και 121 ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε αναγκαίο, στο πλαίσιο της εξουσίας αυτής, να εφαρμόσει στην προκειμένη περίπτωση το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων και να αυξήσει το βασικό ποσό του προστίμου κατά 10 %.

123    Συναφώς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, ήτοι το γεγονός ότι η επίμαχη σύμπραξη ήταν σύμπραξη αγοράς προϊόντων και ότι η αξία των αγορών, η οποία ελήφθη υπόψη αντί της αξίας των πωλήσεων, δεν μπορούσε αφ’ εαυτής να αποτελέσει κατάλληλη βάση υπολογισμού για την αποτύπωση της οικονομικής σημασίας της παράβασης. Έλαβε επίσης υπόψη την ανάγκη διασφάλισης ενός ποσού του προστίμου που θα έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, διαπιστώνοντας ότι, αν η γενική μέθοδος εφαρμοζόταν χωρίς την παραμικρή αναπροσαρμογή, δεν θα διασφαλιζόταν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

124    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας, καθόσον δεν έλαβε υπόψη ότι η επικρινόμενη συμπεριφορά δεν είχε επιπτώσεις στην αγορά.

125    Εντούτοις, αρκεί η διαπίστωση ότι ορθώς η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η προσαύξηση του προστίμου βάσει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων δεν εξαρτάται από την προηγούμενη απόδειξη ενδεχόμενων πραγματικών συνεπειών της επικρινόμενης συμπεριφοράς στην αγορά (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Campine και Campine Recycling κατά Επιτροπής, T‑240/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:778, σκέψη 345).

126    Πράγματι, ο σκοπός του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων είναι να επιτρέψει στην Επιτροπή να παρεκκλίνει από τη γενική μέθοδο, η οποία ενδέχεται ενίοτε να είναι απρόσφορη για τις συγκεκριμένες περιστάσεις μιας υπόθεσης (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2015, AC-Treuhand κατά Επιτροπής, C‑194/14 P, EU:C:2015:717, σκέψεις 65 έως 67, και της 10ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Icap κ.λπ., C‑39/18 P, EU:C:2019:584, σκέψη 27). Για την εφαρμογή του, το εν λόγω σημείο προβλέπει ότι οι ιδιαιτερότητες συγκεκριμένης υπόθεσης ή η ανάγκη διασφάλισης επαρκούς αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου δικαιολογούν την παρέκκλιση από τη γενική μέθοδο. Τα κριτήρια αυτά, όμως, δεν στηρίζονται κατ’ ανάγκην σε ανάλυση των επιπτώσεων της παράβασης στην αγορά.

127    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας επειδή παρέλειψε να αναλύσει τα αποτελέσματα της παραβατικής συμπεριφοράς των μελών της σύμπραξης επί της τιμής του αιθυλενίου.

128    Εξάλλου, δεν συνιστά παράλειψη άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας ούτε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως το γεγονός ότι η Επιτροπή ακολούθησε την ίδια προσέγγιση με εκείνη που εφαρμόστηκε στην απόφαση C(2017) 900 final της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (υπόθεση AT.40018 – Ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων) (στο εξής: απόφαση για την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων), την οποία εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 23ης Μαΐου 2019, Recylex κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑222/17, EU:T:2019:356), και της 7ης Νοεμβρίου 2019, Campine και Campine Recycling κατά Επιτροπής (T‑240/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:778). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε στο να αναφερθεί στην εν λόγω απόφαση ή στις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις, αλλά εξέθεσε ποιες ήταν οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης υπόθεσης και γιατί οι ιδιαιτερότητες αυτές δεν καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος.

129    Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την επιλογή του εφαρμοζόμενου συντελεστή προσαύξησης. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι η προσαύξηση κατά 10 % ήταν σύμφωνη προς την προηγούμενη πρακτική της, αλλά εξέθεσε τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης υπόθεσης και την ανάγκη επίτευξης επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος, οι οποίες την οδήγησαν στην αναπροσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου με προσαύξησή του κατά 10 % κατ’ εφαρμογήν του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Συνεπώς, η Επιτροπή έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας.

130    Καθόσον οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς την επιλογή του συντελεστή προσαύξησης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό σκοπεί την επίκληση ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

131    Βάσει των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή της προσαύξησης δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων

132    Υπενθυμίζεται ότι, στους τομείς στους οποίους η Επιτροπή διατηρεί περιθώριο εκτιμήσεως, ο σχετικός έλεγχος νομιμότητας περιορίζεται στο να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2005, Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής, T‑241/01, EU:T:2005:296, σκέψεις 64 και 79, και της 19ης Μαΐου 2010, IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑18/05, EU:T:2010:202, σκέψη 120).

133    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση σχετικά με την αναπροσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου βάσει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, η οποία εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 148 της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλουν δε συναφώς πέντε αιτιάσεις, τις οποίες αντικρούει η Επιτροπή.

1)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η αξία των αγορών δεν ενέχει υποτίμηση της οικονομικής σημασίας της παράβασης στην υπό κρίση υπόθεση

134    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, όπως αποδεικνύεται από οικονομική ανάλυση που προσκομίστηκε στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία, ουδέποτε πιθανολογήθηκε ευλόγως ότι η επίμαχη παραβατική συμπεριφορά θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε σημαντική επίπτωση στην αξία αγοράς του αιθυλενίου.

135    Σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, από την εν λόγω οικονομική ανάλυση προκύπτει, κατ’ αρχάς, μεταξύ άλλων, ότι, δεδομένου του μεγαλύτερου αριθμού αγοραστών παρά προμηθευτών στην αγορά του αιθυλενίου, μια μικρή ομάδα αγοραστών δεν είναι σε θέση να ελέγξει το αποτέλεσμα των συμφωνιών καθορισμού της ΜΣΤ. Περαιτέρω, η τιμή του αιθυλενίου δεν ακολουθεί απλώς και μόνον την τιμή της νάφθας, που αποτελεί τον κύριο παράγοντα κόστους του αιθυλενίου, αλλά αυξάνεται διαρκώς με την πάροδο των ετών, ακόμη και κατά τη διάρκεια της παράβασης. Τέλος, οι συμφωνίες καθορισμού της ΜΣΤ ακολουθούν κατά κανόνα τις προβλέψεις που δημοσιεύει ένας εκ των ιδιωτικών και ανεξάρτητων οργανισμών κοινοποίησης. Το γεγονός ότι οι τελικές συμφωνίες καθορισμού της ΜΣΤ βρίσκονται σχεδόν πάντοτε εντός των προβλεπόμενων από τον εν λόγω οργανισμό ορίων αποδεικνύει ότι οι συμφωνίες αυτές συνήφθησαν με ποσά αντικειμενικώς κατάλληλα και σύμφωνα με τα δεδομένα της αγοράς.

136    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη βάση της συλλογιστικής της Επιτροπής, καθόσον αυτή διαπίστωσε ότι η αξία των αγορών ενείχε υποτίμηση της οικονομικής σημασίας της επίμαχης εν προκειμένω παράβασης.

137    Εντούτοις, η υπό κρίση αιτίαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλόμενης απόφασης.

138    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 120 ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι η επίμαχη εν προκειμένω παράβαση συνιστούσε σύμπραξη αγοράς προϊόντων και ότι το βασικό ποσό του προστίμου έπρεπε να υπολογιστεί βάσει της αξίας των αγορών, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι προσφεύγουσες.

139    Όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τη σκέψη 121 ανωτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε εν συνεχεία ότι είναι μάλλον απίθανο η αξία των αγορών να συνιστά, αφ’ εαυτής, κατάλληλη βάση υπολογισμού για την αποτύπωση της οικονομικής σημασίας της παράβασης. Συναφώς, εξήγησε, αφενός, ότι ο σκοπός μιας σύμπραξης αγοράς προϊόντων είναι να επιτύχει μείωση της τιμής αγοράς ή να εμποδίσει την αύξησή της, οπότε ο συνυπολογισμός της αξίας των αγορών καταλήγει σε μια κατάσταση στην οποία το ύψος του προστίμου είναι αντιστρόφως ανάλογο προς τον σκοπό του καρτέλ. Αφετέρου, διαπίστωσε ότι, στο πλαίσιο λειτουργίας μιας επιχείρησης, η αξία των αγορών είναι κατ’ αρχήν χαμηλότερη από την αξία των πωλήσεων, με αποτέλεσμα η αφετηρία για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου να είναι συστηματικά χαμηλότερη.

140    Επομένως, η συλλογιστική της Επιτροπής δεν στηρίζεται στο γεγονός ότι η επίμαχη σύμπραξη τελεσφόρησε και είχε ως αποτέλεσμα μείωση της τιμής αγοράς του αιθυλενίου, με αποτέλεσμα η συνεκτίμηση της αξίας των αγορών να μην αποτελεί κατάλληλη παράμετρο για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου. Αντιθέτως, στηρίζεται στο γεγονός ότι, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις της παράβασης στην αγορά, είναι σύμφυτο με τις συμπράξεις αγοράς προϊόντων ότι η αξία των αγορών δεν δύναται, αφ’ εαυτής, να αποτελέσει αξία που αποτυπώνει την οικονομική σημασία της παράβασης. Επομένως, το συμπέρασμα ότι η αξία των αγορών ενέχει υποτίμηση της οικονομικής σημασίας της επίμαχης εν προκειμένω παράβασης δεν στηρίζεται στα αποτελέσματα της παραβατικής συμπεριφοράς στην αγορά, αλλά στον ατελή χαρακτήρα της αξίας των αγορών, η οποία ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου.

141    Η εκτίμηση αυτή είναι σύμφωνη προς τη νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά την εφαρμογή του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, να λαμβάνει υπόψη τα ενδεχόμενα πραγματικά αποτελέσματα της επικρινόμενης συμπεριφοράς στην αγορά (βλ. σκέψη 125 ανωτέρω). Επομένως, η οικονομική ανάλυση που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η επίμαχη σύμπραξη δεν ήταν αποτελεσματική και ότι τα μέλη της σύμπραξης δεν κατόρθωσαν να επηρεάσουν τις συμφωνίες καθορισμού της ΜΣΤ, δεν μπορεί να κλονίσει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η αξία των αγορών συνεπάγεται υποτίμηση της οικονομικής σημασίας της παράβασης. Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών πρέπει να θεωρηθούν αλυσιτελή.

2)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η προσαύξηση του ποσού του προστίμου δεν ήταν αναγκαία για να εξασφαλιστεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα

142    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι οι επίμαχες πρακτικές δεν θα μπορούσαν να αποφέρουν κέρδη, το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε, χωρίς την προσαύξηση κατά 10 % που εφαρμόστηκε δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, είναι ήδη υψηλότερο από τα υποθετικά κέρδη που θα μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν από την παράβαση. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε ήδη αυξήσει κατά 15 % το πρόστιμο δυνάμει του σημείου 25 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, δεν μπορούσε να επιβάλει μηχανικά πρόσθετη αύξηση κατά 10 % δυνάμει του σημείου 37 των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών.

143    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 121 ανωτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν θα διασφαλιζόταν ότι το πρόστιμο θα έχει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, αν εφαρμοζόταν η στηριζόμενη στην αξία των πωλήσεων γενική μέθοδος που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, χωρίς να γίνει η παραμικρή αναπροσαρμογή. Ωστόσο, το αποτρεπτικό αυτό αποτέλεσμα ήταν αναγκαίο, προκειμένου τόσο να επιβληθούν κυρώσεις στις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση (ειδική αποτροπή) όσο και να αποτραπούν άλλες επιχειρήσεις από το να υιοθετήσουν τέτοιου είδους συμπεριφορά (γενική αποτροπή), σύμφωνα με το σημείο 4 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Το συμπέρασμα αυτό απέρρεε, κατ’ ουσίαν, από το γεγονός ότι η αξία των αγορών δεν μπορεί να αποτυπώσει την οικονομική σημασία της παράβασης.

144    Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η συλλογιστική της Επιτροπής δεν στηρίζεται στην υπόθεση ότι η επίμαχη σύμπραξη τελεσφόρησε και απέφερε κέρδη στις προσφεύγουσες, αλλά στη διαπίστωση ότι η αξία των αγορών δεν μπορούσε, αφ’ εαυτής, να εξασφαλίσει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

145    Συνεπώς, τα ενδεχόμενα κέρδη που οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να αντλήσουν από τη σύμπραξη δεν ασκούν επιρροή. Συναφώς, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι σε άλλο στάδιο του υπολογισμού του ύψους του προστίμου, ιδίως κατά τον καθορισμό των συντελεστών σοβαρότητας της παράβασης, η Επιτροπή θεμιτώς λαμβάνει υπόψη τη μη αποτελεσματικότητα της σύμπραξης και, συνακόλουθα, τη μη αποκόμιση κερδών από τα μέλη της σύμπραξης. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, μεταξύ των στοιχείων που μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων περιλαμβάνονται η συμπεριφορά εκάστης επιχείρησης, ο ρόλος της στη σύσταση της σύμπραξης, το κέρδος που αποκόμισε από τη σύμπραξη, το μέγεθός της και η αξία των οικείων εμπορευμάτων, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους σκοπούς της Ένωσης (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Roca Sanitario κατά Επιτροπής, C‑636/13 P, EU:C:2017:56, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

146    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή έχει ήδη εφαρμόσει συντελεστή για λόγους αποτροπής δυνάμει του σημείου 25 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, με αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται η εκ μέρους της εφαρμογή επιπλέον προσαύξησης δυνάμει του σημείου 37 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, υπενθυμίζεται ότι τα δύο αυτά σημεία επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και μπορούν να εφαρμόζονται ταυτοχρόνως.

147    Συγκεκριμένα, το σημείο 25 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής να επιβάλει επιπρόσθετο ποσό προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις από το να εισέρχονται σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής, ή ακόμη και για την αποτροπή άλλων παραβάσεων, τούτο δε ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής των επιχειρήσεων στην παράβαση. Ο μηχανισμός αυτός έχει ως σκοπό να αποτρέψει τις επιχειρήσεις από την παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα. Όσον αφορά το σημείο 37 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, σκοπός του είναι να παράσχει στην Επιτροπή ορισμένη ευελιξία προκειμένου να διασφαλίσει ότι το συνολικό ποσό του προστίμου είναι αρκούντως υψηλό ώστε να είναι αποτρεπτικό, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης περίπτωσης (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Campine και Campine Recycling κατά Επιτροπής, T‑240/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:778, σκέψη 346).

3)      Επί της τρίτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι προσαύξηση εφαρμοζόμενη σε όλες τις συμπράξεις αγοράς προϊόντων θα συνεπαγόταν συστηματική υπερβολική αποτροπή

148    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, στο πλαίσιο συμπράξεων στον τομέα των πωλήσεων, η μέθοδος που εφαρμόζει η Επιτροπή οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία το επιβαλλόμενο πρόστιμο για τις αναποτελεσματικές συμπράξεις είναι αυτομάτως χαμηλότερο από εκείνο που επιβάλλεται για τις αποτελεσματικές συμπράξεις. Κατά την άποψή τους, ο μηχανισμός αυτός διασφαλίζει ότι οι αναποτελεσματικές συμπράξεις δεν τιμωρούνται με δυσανάλογα πρόστιμα. Υποστηρίζουν ότι ο ίδιος μηχανισμός πρέπει να εφαρμόζεται στις αναποτελεσματικές συμπράξεις αγοράς προϊόντων. Όμως, η προσέγγιση της Επιτροπής που συνίσταται στην εφαρμογή προσαύξησης κατά 10 % στις συμπράξεις αγοράς προϊόντων οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία οι αναποτελεσματικές συμπράξεις αυτής της κατηγορίας αντιμετωπίζονται συστηματικώς δυσμενέστερα από ό,τι οι αναποτελεσματικές συμπράξεις στον τομέα των πωλήσεων.

149    Διαπιστώνεται ότι η σύγκριση με τις αναποτελεσματικές συμπράξεις στον τομέα των πωλήσεων δεν είναι λυσιτελής. Βεβαίως, οι συμπράξεις στον τομέα των πωλήσεων εν γένει οδηγούν, κατ’ αρχήν, στον καθορισμό βασικού ποσού του προστίμου το οποίο συνδέεται με την επιτυχία του σκοπού της παράβασης.

150    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση με την περίπτωση σύμπραξης στον τομέα των πωλήσεων, η υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκει μια σύμπραξη αγοράς προϊόντων συνεπάγεται αξία των αγορών χαμηλότερη από εκείνη που θα υφίστατο ελλείψει της παράβασης, με αποτέλεσμα το πρόστιμο να μην έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Campine και Campine Recycling κατά Επιτροπής, T‑240/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:778, σκέψη 345). Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, όσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία της υλοποίησης μιας τέτοιας σύμπραξης τόσο χαμηλότερο είναι το ποσό της αξίας των αγορών και, ως εκ τούτου, το ποσό του προστίμου. Επομένως, η αξία των αγορών δεν αποτελεί αφετηρία δυνάμενη να αντιστοιχεί στην οικονομική σημασία της παράβασης κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 109 ανωτέρω.

151    Εξάλλου, η συνεκτίμηση της αξίας των αγορών, ακόμη και όταν η σύμπραξη ήταν αναποτελεσματική, δεν αποτυπώνει γενικώς την οικονομική σημασία της παράβασης. Συναφώς, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο λειτουργίας μιας επιχείρησης, η αξία των αγορών είναι κατ’ αρχήν χαμηλότερη από την αξία των πωλήσεων. Απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή ορθώς διευκρίνισε ότι ένας συνετός επιχειρηματίας καθορίζει γενικώς την τιμή πώλησης ενός προϊόντος σε επίπεδο υψηλότερο από την τιμή αγοράς του προϊόντος αυτού ή από την τιμή αγοράς της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται στην περίπτωση πώλησης ενός ολοκληρωμένου προϊόντος. Επομένως, η αξία των αγορών είναι, κατ’ αρχήν, αυτομάτως χαμηλότερη από την αξία των πωλήσεων, πράγμα που δικαιολογεί ενδεχόμενη αναπροσαρμογή δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων.

4)      Επί της τέταρτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η απόφαση σχετικά με την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων δεν ασκεί επιρροή για τον λόγο ότι η επίμαχη σύμπραξη αφορούσε μόνον ένα ήσσονος σημασίας στοιχείο της τιμής

152    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέπεμψε στην απόφαση σχετικά με την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων για να δικαιολογήσει την επιβολή προσαύξησης κατά 10 % του ποσού του προστίμου δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, μολονότι οι περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης διέφεραν σημαντικά από τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης. Σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, η επίμαχη συμπεριφορά αφορά μόνον ένα εξαιρετικά μικρό μέρος της συνολικής αξίας των αγορών αιθυλενίου, ενώ στην υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση σχετικά με την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις καθόρισαν από κοινού τις πραγματικές τιμές αγοράς που καταβάλλονταν στους προμηθευτές. Επιπλέον, στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αγοραστές αποτελούνταν από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων με σημαντική ισχύ στην αγορά, ενώ, εν προκειμένω, μόνον οι πωλητές είχαν ισχύ στην αγορά και επιρροή στον καθορισμό των τιμών. Κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός ότι εφαρμόστηκε η ίδια προσαύξηση κατά 10 % σε αμφότερες τις υποθέσεις, μολονότι αυτές είναι διαφορετικές μεταξύ τους, αποδεικνύει ότι το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε δεν είναι ανάλογο προς την παράβαση.

153    Διαπιστώνεται ότι, στην απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο των αποφάσεων της 23ης Μαΐου 2019, Recylex κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑222/17, EU:T:2019:356), και της 7ης Νοεμβρίου 2019, Campine και Campine Recycling κατά Επιτροπής (T‑240/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:778), η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη, για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, την αξία των αγορών αντί της αξίας των πωλήσεων, είχε δε επιβάλει προσαύξηση κατά 10 % του βασικού ποσού του προστίμου δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Για να αιτιολογήσει την προσαύξηση αυτή, η Επιτροπή είχε προβάλει, αφενός, ισχυρισμούς σχετικούς με τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, ήτοι με το γεγονός ότι επρόκειτο για σύμπραξη αγοράς προϊόντων, στο πλαίσιο της οποίας τα μέλη της σύμπραξης είχαν ως σκοπό να διατηρήσουν τις χαμηλότερες δυνατές τιμές αγοράς, και για την οποία η αξία των αγορών έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, και, αφετέρου, ισχυρισμούς σχετικούς με την ανάγκη διασφάλισης αποτρεπτικού αποτελέσματος.

154    Εντεύθεν προκύπτει ότι η υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση σχετικά με την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων και η υπό κρίση υπόθεση παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά. Επομένως, η Επιτροπή λυσιτελώς αναφέρθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση με την προσβαλλόμενη απόφαση.

155    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αντλήσουν επιχείρημα από τη σύγκριση του πραγματικού τμήματος της τιμής το οποίο μπόρεσαν να επηρεάσουν τα μέλη της σύμπραξης, αφενός, στην υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση σχετικά με την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων και, αφετέρου, στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, η σύγκριση αυτή δεν είναι λυσιτελής, δεδομένου ότι δεν είναι αναγκαία η εξέταση των πραγματικών επιπτώσεων της παράβασης στην αγορά για την εφαρμογή του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων (βλ. σκέψη 125 ανωτέρω).

5)      Επί της πέμπτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι τα δυνητικά κέρδη των συμπράξεων αγοράς προϊόντων είναι λιγότερο σημαντικά από τα κέρδη των συμπράξεων στον τομέα των πωλήσεων

156    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ανάγκη αποτροπής συνδέεται άρρηκτα με τα δυνητικά οφέλη που μπορεί να αναμένει μια επιχείρηση από τη συμμετοχή της σε παράβαση. Κατ’ αυτές, τα δυνητικά κέρδη που μια επιχείρηση θα μπορούσε υποθετικά να αποκομίσει από τη συμμετοχή της σε σύμπραξη αγοράς προϊόντων είναι, εξ ορισμού, μικρότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα κέρδη στις συμπράξεις στον τομέα των πωλήσεων και δεν μπορούν να δικαιολογήσουν συμπληρωματική προσαύξηση για αποτρεπτικούς σκοπούς. Οι προσφεύγουσες επικρίνουν τη συλλογιστική της Επιτροπής κατά την οποία όλα τα επιβαλλόμενα πρόστιμα, συμπεριλαμβανομένων των προστίμων για τις συμπράξεις στον τομέα των πωλήσεων, πρέπει να αναπροσαρμόζονται δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, προκειμένου να αποφευχθεί η υπερβολική ή ανεπαρκής αποτροπή σε συνάρτηση με την αξία των προϊόντων που λαμβάνεται υπόψη.

157    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 144 ανωτέρω, η συλλογιστική της Επιτροπής δεν στηρίζεται στο γεγονός ότι η επίμαχη σύμπραξη τελεσφόρησε και απέφερε κέρδη στις προσφεύγουσες, αλλά στη διαπίστωση ότι η αξία των αγορών δεν μπορούσε, αφ’ εαυτής, να διασφαλίσει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, δεν είναι λυσιτελής η σύγκριση των δυνητικών κερδών που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποκομίσουν, αφενός, τα μέλη σύμπραξης αγοράς προϊόντων και, αφετέρου, τα μέλη σύμπραξης στον τομέα των πωλήσεων από τις εν λόγω συμπράξεις.

158    Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, σύμφωνα με τη συλλογιστική της Επιτροπής, κάθε πρόστιμο, συμπεριλαμβανομένου αυτού που επιβάλλεται στο πλαίσιο συμπράξεων στον τομέα των πωλήσεων, πρέπει να αναπροσαρμόζεται συστηματικά δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω σημείο δεν έχει εφαρμογή όταν δεν συντρέχει λόγος απόκλισης από τη γενική μέθοδο που προβλέπουν οι ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές, ιδίως όταν λαμβάνεται υπόψη η αξία των πωλήσεων στο πλαίσιο σύμπραξης στον τομέα των πωλήσεων, σύμφωνα με το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών. Το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών εφαρμόζεται μόνον όταν διαπιστώνεται ότι η γενική μέθοδος είναι ακατάλληλη και επιβάλλεται απόκλιση από αυτή, στο μέτρο που το απαιτούν οι ιδιαιτερότητες μιας συγκεκριμένης υπόθεσης ή η ανάγκη διασφάλισης του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου. Επομένως, δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή οφείλει να αναπροσαρμόζει συστηματικά το ποσό του προστίμου δυνάμει του σημείου αυτού.

159    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να αποδείξουν ούτε ότι η προσαύξηση του προστίμου κατά 10 % ήταν δυσανάλογη σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

160    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν περαιτέρω, όπως διαφαίνεται από την επιχειρηματολογία τους, ότι η επιβολή σταθερής προσαύξησης για τις συμπράξεις αγοράς προϊόντων δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων αντιβαίνει στον σκοπό και στο γράμμα του εν λόγω σημείου και, ως εκ τούτου, παραβιάζει τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν τεκμηριώνονται.

161    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

γ)      Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως

162    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το καθήκον αιτιολογήσεως που υπέχει, καθόσον δεν εξήγησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους οι ιδιαιτερότητες της υπό κρίση υπόθεσης δικαιολογούσαν προσαύξηση του προστίμου δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, ούτε τους λόγους για τους οποίους ο συντελεστής της προσαύξησης αυτής έπρεπε να καθοριστεί στο 10 %.

163    Συναφώς, κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται μόνον στην προβαλλόμενη γενική ανάγκη να εφαρμόζεται προσαύξηση δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων προκειμένου να επιβάλλεται πρόστιμο ύψους τέτοιου ώστε να εξασφαλίζεται ο αποτρεπτικός του χαρακτήρας, πλην όμως δεν παρέχει εξηγήσεις σχετικά με τον συγκεκριμένο συντελεστή προσαύξησης που δήθεν είναι αναγκαίος για την επίτευξη του ανωτέρω αποτελέσματος.

164    Κατά δεύτερον, δεν ασκεί επιρροή η αναφορά της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλόμενης απόφασης, στην προγενέστερη πρακτική της, καθόσον, αφενός, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την πρακτική αυτή και, αφετέρου, άλλη υπόθεση, της οποίας τα πραγματικά περιστατικά διαφέρουν από αυτά της υπό κρίση υπόθεσης, δεν μπορεί να αποτελεί βάσιμο έρεισμα για να δικαιολογηθεί προσαύξηση του προστίμου, η οποία πρέπει να είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα της επίμαχης εν προκειμένω παράβασης.

165    Κατά τρίτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η συλλογιστική που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλόμενης απόφασης παραβιάζει την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον η Επιτροπή όφειλε να εξηγήσει με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, κατά μείζονα λόγο διότι αποφάσισε να αποκλίνει από τη γενική μέθοδο και να αναπροσαρμόσει το πρόστιμο δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, μια τέτοια με ακρίβεια διατυπωμένη συλλογιστική είναι επιτακτική στο μέτρο που το σημείο 37 δεν προβλέπει συγκεκριμένη κλίμακα αναπροσαρμογής που να περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής. Η Επιτροπή όφειλε να εκθέσει με σαφήνεια και ακρίβεια τους λόγους από τους οποίους προκύπτει, αφενός, γιατί ήταν αναγκαίος ο επιλεχθείς συντελεστής προσαύξησης ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υπόθεσης προκειμένου να επιτευχθεί ύψος προστίμου με αποτρεπτικό χαρακτήρα και, αφετέρου, για ποιο λόγο τυχόν χαμηλότερος συντελεστής δεν θα αρκούσε.

166    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

167    Πέραν των αρχών που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 100 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι, όποτε η Επιτροπή επικαλείται το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, οφείλει να εκθέτει τους λόγους βάσει των οποίων κρίνει ότι οι ιδιαιτερότητες της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί ή η ανάγκη να διασφαλιστεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου δικαιολογούν την απόκλιση από τη μέθοδο που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Icap κ.λπ., C‑39/18 P, EU:C:2019:584, σκέψη 30). Συναφώς, οι απαιτήσεις αιτιολογίας επιβάλλονται κατά μείζονα λόγο (αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑95/15, EU:T:2016:722, σκέψη 48, και της 12ης Ιουλίου 2019, Hitachi-LG Data Storage και Hitachi-LG Data Storage Korea κατά Επιτροπής, T‑1/16, EU:T:2019:514, σκέψη 80).

168    Εν προκειμένω, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 148 της προσβαλλόμενης απόφασης, εξέθεσε λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι ιδιαιτερότητες της υπόθεσης και η ανάγκη να διασφαλιστεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του ύψους του προστίμου δικαιολογούσαν την απόκλιση από τη γενική μέθοδο και την προσαύξηση του βασικού αυτού ποσού κατά 10 % δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 121 ανωτέρω, η Επιτροπή επισήμανε ότι η υπόθεση αφορούσε σύμπραξη αγοράς προϊόντων η οποία απαιτούσε τη συνεκτίμηση της αξίας των αγορών για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, πλην όμως η αξία αυτή δεν αποτελούσε κατάλληλη βάση για τον υπολογισμό βασικού ποσού το οποίο να αποτυπώνει την οικονομική σημασία της παράβασης.

169    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εκτιμήσεις αυτές έδωσαν τη δυνατότητα στις μεν προσφεύγουσες να κατανοήσουν τη συλλογιστική της Επιτροπής και να την αμφισβητήσουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο δε Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει το βάσιμο της εν λόγω συλλογιστικής.

170    Επιπλέον, σε αντίθεση προς όσα αφήνουν να εννοηθούν οι προσφεύγουσες, οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν συνιστούν «γενικές ανησυχίες», αλλά εκτιμήσεις οι οποίες αφορούν ειδικώς τη συγκεκριμένη υπόθεση και συνδέονται με τη φύση της επίμαχης σύμπραξης, ήτοι σύμπραξης αγοράς προϊόντων.

171    Όπως ορθώς διευκρίνισε η Επιτροπή τόσο με την απάντησή της σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι ιδιαιτερότητες συγκεκριμένης υπόθεσης κατά την έννοια του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων δεν απαιτείται οπωσδήποτε να χαρακτηρίζουν αποκλειστικά και μόνον τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά μπορεί να είναι ιδιαιτερότητες συνδεόμενες με το είδος της επίμαχης σύμπραξης.

172    Επομένως, δοθέντος ότι οι εκτιμήσεις αυτές είναι αρκούντως συγκεκριμένες και εμπεριστατωμένες, συνάδουν με την αυξημένη υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων.

173    Όσον αφορά την αιτιολόγηση της επιλογής του συντελεστή προσαύξησης κατά 10 % που εφαρμόστηκε δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, από την αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της υπόθεσης και να διασφαλιστεί επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, ήταν πρόσφορο η Επιτροπή να προσαυξήσει το ποσό του προστίμου κατά 10 % δυνάμει του ανωτέρω σημείου, σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική της στις σχετικές αποφάσεις και, ιδίως, την απόφαση σχετικά με την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων.

174    Συναφώς, η Επιτροπή διευκρίνισε, απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, εν προκειμένω, έκρινε ότι ήταν πρόσφορη η προσαύξηση κατά 10 %, όπως είχε κρίνει και με την απόφαση σχετικά με την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων, δεδομένου ότι η εφαρμογή του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων σε σύμπραξη αγοράς προϊόντων αποτελεί αρκετά πρόσφατη πρακτική, καθόσον η υπό κρίση υπόθεση συνιστά τη δεύτερη μόλις περίπτωση εφαρμογής του μετά την εν λόγω απόφαση.

175    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τις διευκρινίσεις αυτές κατά τον έλεγχο που διενεργεί ως προς την τήρηση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, στο μέτρο που δεν περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, η τήρηση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο προσφεύγων κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής και η αιτιολογία δεν μπορεί να διασαφηνίζεται a posteriori και για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις [πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2021, Ryanair κατά Επιτροπής (KLM· Covid-19), T‑643/20, EU:T:2021:286, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

176    Ωστόσο, η έλλειψη τέτοιων διευκρινίσεων δεν μπορεί να συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την επιλογή του συντελεστή προσαύξησης.

177    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υπαινίσσονται οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν περιορίστηκε να αναφερθεί συνοπτικά στην απόφαση σχετικά με την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτων για να δικαιολογήσει την επιλογή του συντελεστή προσαύξησης, αλλά αναφέρθηκε επίσης, και κυρίως, στις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης και στην ανάγκη να επιτευχθεί αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

178    Συναφώς, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή εκπληρώνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως όταν εκθέτει στην απόφασή της τα στοιχεία εκτιμήσεως βάσει των οποίων εκτίμησε τη σοβαρότητα και υπολόγισε τη διάρκεια της παράβασης. Παρότι η Επιτροπή δεν οφείλει να αναφέρει όλα τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν κάθε ενδιάμεσο στάδιο του υπολογισμού του επιβληθέντος προστίμου, οφείλει ωστόσο να εξηγεί τον τρόπο κατά τον οποίο στάθμισε και αξιολόγησε τα στοιχεία που έλαβε υπόψη (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Icap κ.λπ., C‑39/18 P, EU:C:2019:584, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όπως προκύπτει από τη σκέψη 168 ανωτέρω, η Επιτροπή εξήγησε δεόντως τα στοιχεία που έλαβε υπόψη προκειμένου να αποφασίσει ότι προσαύξηση κατά 10 % του βασικού ποσού του προστίμου ήταν πρόσφορη βάσει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Αντιθέτως προς όσα υπαινίσσονται οι προσφεύγουσες, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να αναφέρει τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν κάθε στάδιο του υπολογισμού, δεν ήταν υποχρεωμένη να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις σχετικά με τον συγκεκριμένο συντελεστή προσαύξησης που επέλεξε.

179    Εξάλλου, διευκρινίζεται ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή είχε γνωστοποιήσει στις προσφεύγουσες την πρόθεσή της να προσαυξήσει το βασικό ποσό δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Από την τελευταία σύσκεψη στο πλαίσιο διευθέτησης της διαφοράς της 29ης Οκτωβρίου 2019 προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή επισήμανε σαφώς στις προσφεύγουσες ότι η εφαρμογή της γενικής μεθόδου σε σύμπραξη αγοράς προϊόντων είχε ως αποτέλεσμα να υποτιμάται η οικονομική σημασία της παράβασης και να καθίσταται το πρόστιμο ελάχιστα αποτρεπτικό, οπότε σκόπευε να εφαρμόσει για τον σκοπό αυτό προσαύξηση κατά 10 % δυνάμει του σημείου 37. Σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 100 ανωτέρω, τα στοιχεία αυτά αποτελούν μέρος του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η προσβαλλόμενη απόφαση και υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί ο χαρακτήρας της ως επαρκώς αιτιολογημένης.

180    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

181    Δεδομένου ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν, τα αιτήματα ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν. Πρέπει στη συνέχεια να εξεταστούν τα επικουρικώς προβαλλόμενα αιτήματα περί μειώσεως του ποσού του προστίμου, προς στήριξη των οποίων προβάλλεται ο τρίτος λόγος.

3.      Επί του τρίτου λόγου, ο οποίος αντλείται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του ποσού του προστίμου 

182    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο απέρριπτε τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως ως αβάσιμους, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε είναι δυσανάλογο προς τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης. Φρονούν ότι, αν οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης δικαιολογούσαν κάποια προσαύξηση, αυτή θα έπρεπε, αφενός, να είναι σαφώς χαμηλότερη του 50 % όσον αφορά την επαναλαμβανόμενη παράβαση βάσει του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων και, αφετέρου, να έχει σημαντικά χαμηλότερο συντελεστή όσον αφορά την προσαύξηση βάσει του σημείου 37 των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών.

183    Συναφώς, οι προσφεύγουσες απαριθμούν ορισμένα στοιχεία τα οποία πρέπει να λάβει υπόψη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, ζητούν δε από το Γενικό Δικαστήριο, υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, να μειώσει το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε.

184    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα προβληθέντα στοιχεία και ισχυρίζεται ότι το αίτημα των προσφευγουσών είναι αβάσιμο.

185    Υπενθυμίζεται ότι ο έλεγχος της νομιμότητας συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή της Ένωσης την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κύρωσης, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν (αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 63, και της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 96).

186    Προκειμένου να καθορίσει το ποσό του επιβαλλόμενου προστίμου, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εκτιμήσει τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και το είδος της επίμαχης παράβασης. Ο καθορισμός αυτός απαιτεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, να λαμβάνεται υπόψη, για κάθε επιχείρηση στην οποία επιβάλλεται κύρωση, η σοβαρότητα της επίμαχης παράβασης και η διάρκειά της, τηρουμένων, μεταξύ άλλων, των αρχών της αιτιολόγησης, της αναλογικότητας, της εξατομίκευσης των κυρώσεων και της ίσης μεταχείρισης, χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να δεσμεύεται από τους ενδεικτικούς κανόνες που καθορίζει η Επιτροπή στις κατευθυντήριες γραμμές της (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψεις 89 και 90, και της 16ης Ιουνίου 2022, Sony Optiarc και Sony Optiarc America κατά Επιτροπής, C‑698/19 P, EU:C:2022:480, σκέψεις 173 και 174).

α)      Επί του αιτήματος μειώσεως του συντελεστή προσαύξησης δυνάμει του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων

187    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, πρώτον, ότι έθεσαν τέλος στη σύμπραξη MCAA και την κατήγγειλαν δώδεκα και πλέον έτη πριν από την έναρξη της επίμαχης παράβασης, δεύτερον, ότι η παράβαση που διαπράχθηκε στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμπραξης και η επίμαχη εν προκειμένω παράβαση είναι διαφορετικής φύσεως, αφορούν διαφορετικά προϊόντα και εμπλέκουν διαφορετικές οντότητες, τρίτον, ότι η σύμπραξη MCAA αποκαλύφθηκε μέσω των εσωτερικών μέτρων συμμόρφωσης που είχαν λάβει οι προσφεύγουσες, τέταρτον, ότι η Clariant GmbH δεν ενεπλάκη η ίδια στη σύσταση και τη λειτουργία της εν λόγω σύμπραξης, πέμπτον, ότι η επίμαχη παραβατική συμπεριφορά ήταν προϊόν νόμιμης στο παρελθόν συνεργασίας με άλλα μέλη της επίμαχης σύμπραξης, έκτον, ότι οι παραβάσεις σχετικά με τις τιμές αγοράς είναι κατά κανόνα λιγότερο ικανές να παραγάγουν αποτελέσματα επιζήμια για τον ανταγωνισμό και, ειδικότερα, για τους καταναλωτές, σε σύγκριση με τις συμπράξεις στον τομέα των πωλήσεων, και, έβδομον, ότι η προσαύξηση κατά 50 % του βασικού ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής είναι δυσανάλογη υπό το πρίσμα άλλων υποθέσεων στο πλαίσιο των οποίων επιβλήθηκε προσαύξηση με τον ίδιο συντελεστή μολονότι η υποτροπή ήταν πολύ πιο σοβαρή από την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση.

188    Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες απλώς επαναλαμβάνουν τις περιστάσεις που είχαν ήδη επισημάνει στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προκειμένου να ζητήσουν μείωση του προστίμου. Πλην όμως, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 50 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, ανεξαρτήτως των περιστάσεων αυτών, η επιβολή συντελεστή προσαύξησης 50 % δεν είναι δυσανάλογη εφόσον ληφθεί υπόψη το σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της διαπίστωσης της πρώτης παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στην απόφαση σχετικά με τη σύμπραξη MCAA και της έναρξης της παράβασης του ίδιου άρθρου που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

189    Περαιτέρω, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του προστίμου το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο συντελεστής προσαύξησης 50 % είναι δυσανάλογος υπό το πρίσμα άλλων υποθέσεων στο πλαίσιο των οποίων επιβλήθηκε προσαύξηση με τον ίδιο συντελεστή λόγω σοβαρότερων υποτροπών. Αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι στο σημείο 60 του υπομνήματος απαντήσεως οι προσφεύγουσες αναφέρθηκαν σε 28 αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή είχε εφαρμόσει προσαύξηση κατά 50 % σε περιπτώσεις πρώτης υποτροπής, όπως εν προκειμένω.

190    Τέλος, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η σύμπραξη αγοράς προϊόντων είναι λιγότερο επιζήμια για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού σε σύγκριση με τη σύμπραξη στον τομέα των πωλήσεων δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να εκτιμηθεί αν είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης η προσαύξηση κατά 50 % όσον αφορά την επαναλαμβανόμενη παράβαση δυνάμει του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται συναφώς ότι το πρώτο παρατιθέμενο στο άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ παράδειγμα σύμπραξης η οποία χαρακτηρίζεται ρητώς ως μη συμβατή με την εσωτερική αγορά είναι ακριβώς το παράδειγμα που συνίσταται στον «άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής». Η πρακτική που αποτέλεσε το αντικείμενο της σύμπραξης, ήτοι ο συντονισμός επί ενός στοιχείου της τιμής του αιθυλενίου, απαγορεύεται συνεπώς ρητώς από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επειδή ως εκ της φύσεώς της περιορίζει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Campine και Campine Recycling κατά Επιτροπής, T‑240/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:778, σκέψη 297 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

β)      Επί του αιτήματος μειώσεως του συντελεστή προσαύξησης δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων

191    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, αφενός, ότι η οικονομική ανάλυση που προσκόμισαν στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία αποδείκνυε ότι η επίμαχη συμπεριφορά δεν μπορούσε να έχει καμία σημαντική επίπτωση στην τιμή αγοράς του αιθυλενίου και, αφετέρου, ότι δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω η άποψη που ανέπτυξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της υπόθεσης σχετικά με την ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτου, κατά την οποία η αξία των αγορών δεν συνιστά κατάλληλη βάση για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

192    Εντούτοις, αρκεί να επισημανθεί, αφενός, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 125 ανωτέρω, η προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων δεν εξαρτάται από την προηγούμενη απόδειξη ενδεχόμενων πραγματικών συνεπειών της επικρινόμενης συμπεριφοράς στην αγορά, οπότε η οικονομική ανάλυση με την οποία επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι η επικρινόμενη συμπεριφορά δεν επηρεάζει την τιμή αγοράς του αιθυλενίου δεν είναι λυσιτελής και δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ποσού του προστίμου. Αφετέρου, δεν είναι δυσανάλογη η εφαρμογή συντελεστή 10 % προκειμένου να θεραπευθεί η ακαταλληλότητα της αξίας των αγορών, η οποία ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Οι προσφεύγουσες δεν επικαλούνται κανένα άλλο κρίσιμο στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει μείωση του συντελεστή αυτού.

193    Συνεπώς, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

194    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα περί μειώσεως του προστίμου και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

Β.      Επί του αντίθετου αιτήματος της Επιτροπής

195    Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αυξήσει το πρόστιμο, στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του, μη χορηγώντας πλεονέκτημα 10 % για τη συνεργασία των προσφευγουσών κατά τη διοικητική διαδικασία δυνάμει του σημείου 32 της ανακοίνωσης για τη διευθέτηση διαφορών.

196    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με την υπό κρίση προσφυγή, οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά του ύψους του προστίμου, το οποίο εντούτοις αποτελεί ουσιώδες στοιχείο των παρατηρήσεων που υπέβαλαν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς, αλλά και προϊόν συμφωνίας.

197    Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι προσφεύγουσες δεν αποχώρησαν από τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών, μολονότι διαφωνούσαν με την εφαρμογή των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Αντιθέτως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεσμεύθηκαν να συνεχίσουν τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών υποβάλλοντας τις παρατηρήσεις τους και αναγνωρίζοντας ότι η κοινοποίηση των αιτιάσεων αντανακλούσε δεόντως το περιεχόμενο των παρατηρήσεων αυτών.

198    Η Επιτροπή προσθέτει ότι ακριβώς η ύπαρξη «συμφωνίας» όσον αφορά το πεδίο των ενδεχόμενων αιτιάσεων και τον υπολογισμό του εύρους ενδεχόμενων προστίμων που θα επιβάλει είναι ο λόγος για τον οποίο καλεί μια επιχείρηση να υποβάλει παρατηρήσεις για διευθέτηση της διαφοράς. Το εύρος αυτό πρέπει να διαλαμβάνεται στις γραπτές παρατηρήσεις που υποβάλλει η επιχείρηση στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών. Όπως ισχυρίζεται η καθής, εφόσον το ποσό του προστίμου που αναφέρεται στην τελική απόφαση δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο της κλίμακας που αποτέλεσε το αντικείμενο των συνομιλιών που οδήγησαν στην υποβολή των παρατηρήσεων για διευθέτηση, πρέπει να θεωρηθεί ότι η τελική απόφαση αντανακλά συναφώς το περιεχόμενο των παρατηρήσεων.

199    Επομένως, σύμφωνα με την Επιτροπή, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά ουσιώδους στοιχείου των παρατηρήσεων που υπέβαλαν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς διακυβεύει τον σκοπό της σχετικής διαδικασίας.

200    Συναφώς, κατά πρώτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η διαδικασία διευθέτησης διαφορών είναι εκ φύσεως αμφοτεροβαρής. Τα μέρη έχουν όχι μόνον τη δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να αναφέρουν κάθε εμπόδιο που κωλύει την επίτευξη συμφωνίας. Κατά την Επιτροπή, η προσέγγιση που υιοθέτησαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία είχε αμιγώς στρατηγικό χαρακτήρα και αποτελούσε απλώς μέσο για να επιτύχουν μείωση του ποσού του προστίμου, προκειμένου στη συνέχεια να προσβάλουν την απόφαση βάσει των ίδιων στοιχείων με εκείνα που αποτελούσαν το αντικείμενο της συμφωνίας, ώστε να επιτύχουν περαιτέρω μειώσεις εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης.

201    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εν προκειμένω δεν επιτυγχάνεται πλέον συνολικά η βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία επιδιώκει η διαδικασία διευθέτησης διαφορών. Σκοπός της ανωτέρω διαδικασίας είναι να επιτρέψει στην Επιτροπή, αφενός, να εξετάζει ταχύτερα τις υποθέσεις συμπράξεων και, αφετέρου, να εξετάζει με τους ίδιους πόρους περισσότερες τέτοιες υποθέσεις. Στο μέτρο, όμως, που οι πόροι της Επιτροπής κινητοποιήθηκαν τόσο για το διοικητικό στάδιο όσο και για το στάδιο της ένδικης διαδικασίας της υπό κρίση υπόθεσης, προκαλώντας, συνεπώς, επιπλέον φόρτο εργασίας, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εξετάσει περισσότερες υποθέσεις.

202    Μολονότι η Επιτροπή παραδέχεται ότι ωφελήθηκε από το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν ορισμένα στοιχεία σχετικά με την ευθύνη τους και την παράβαση και ότι δεν ζήτησαν πρόσβαση στα έγγραφα της υπόθεσης, υπογραμμίζει, εντούτοις, ότι επένδυσε πρόσθετους πόρους για την οργάνωση πλειόνων συναντήσεων με τα μέρη όσον αφορά τις δύο επίδικες προσαυξήσεις. Εξάλλου, δεν εξοικονόμησε πόρους όσον αφορά την αιτιολόγηση και την τεκμηρίωση του υπολογισμού του ύψους του προστίμου που περιλαμβάνεται τόσο στην κοινοποίηση των αιτιάσεων όσο και στην τελική απόφαση.

203    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ποσοτικά εκ των υστέρων ο βαθμός συνεργασίας ενός μετέχοντος στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών. Επισημαίνει ότι της είναι, επομένως, δύσκολο να προσδιορίσει αν θα είχε κινήσει διαδικασία διευθέτησης διαφορών στην περίπτωση που ήταν περιορισμένη, αν όχι ανύπαρκτη, η συνεργασία των επιχειρήσεων, αλλά ότι, παρ’ όλα αυτά, είχε επιτευχθεί κάποια βελτίωση της αποτελεσματικότητας.

204    Κατά τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, με την απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑236/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, EU:T:2004:118), ότι το ευεργέτημα των μειώσεων του προστίμου λόγω επιείκειας μπορούσε να ανακληθεί και το πρόστιμο, συνακόλουθα, να αυξηθεί στην περίπτωση που μεταβάλλεται η στάση του προσφεύγοντος και αυτός αμφισβητεί, το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στοιχεία τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν ή τα οποία αναγνωρίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Πέραν της εν λόγω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έχει εξετάσει, σε άλλες υποθέσεις, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, αν έπρεπε να ανακαλέσει μείωση την οποία είχαν επιτύχει οι διάδικοι σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία τους κατά τη διοικητική διαδικασία, έστω και αν δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της ανάκλησης αυτής.

205    Κατά τέταρτον, η Επιτροπή φρονεί ότι το δικαίωμα των προσφευγουσών σε δικαστικό έλεγχο γίνεται πλήρως σεβαστό. Κατ’ αυτήν, η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος δεν συνεπάγεται ότι η προσφυγή δεν επιφέρει καμία συνέπεια επί του προστίμου. Η ανάκληση της μείωσης κατά 10 % που χορηγήθηκε συνεπεία της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών δεν συνιστά κύρωση εις βάρος των προσφευγουσών για τον λόγο ότι άσκησαν το δικαίωμά τους σε δικαστικό έλεγχο, αλλά αποτελεί απλή συνέπεια του γεγονότος ότι αμφισβητούν στοιχεία τα οποία είχαν αναγνωρίσει και επιβεβαιώσει κατά τη διοικητική διαδικασία.

206    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρέπει να ανακληθεί το ευεργέτημα της μείωσης του προστίμου που είχε χορηγηθεί στις προσφεύγουσες ως ανταμοιβή για τη συνεργασία τους. Ως εκ τούτου, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αυξήσει το επιβληθέν στις προσφεύγουσες πρόστιμο και να καθορίσει το ύψος του σε 181 731 000 ευρώ.

207    Οι προσφεύγουσες αντικρούουν τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών

208    Η διαδικασία διευθέτησης διαφορών θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 622/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2008, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, της Επιτροπής, σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων (ΕΕ 2008, L 171, σ. 3). Η εν λόγω διαδικασία διευκρινίστηκε με την ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών.

209    Κατά την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 622/2008, η διαδικασία διευθέτησης διαφορών επιτρέπει στην Επιτροπή να επεξεργάζεται τις υποθέσεις συμπράξεων ταχύτερα και αποτελεσματικότερα. Ο σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι επομένως η απλοποίηση και επιτάχυνση των διοικητικών διαδικασιών, προκειμένου να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να επεξεργαστεί περισσότερες υποθέσεις με την ίδια διοικητική επιβάρυνση (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, T‑456/10, EU:T:2015:296, σκέψη 60).

210    Κατ’ ουσίαν, η διαδικασία διευθέτησης διαφορών προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις για τις οποίες διεξάγονται έρευνες και οι οποίες έρχονται αντιμέτωπες με αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος τους και έχουν αποφασίσει να συμβιβαστούν αναγνωρίζουν τη συμμετοχή τους στην παράβαση, παραιτούνται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από το δικαίωμά τους να έχουν πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και από το δικαίωμα ακροάσεως και δέχονται να λάβουν την κοινοποίηση των αιτιάσεων και την τελική απόφαση σε μια εκ των προτέρων συμφωνηθείσα επίσημη γλώσσα της Ένωσης (ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών, σημείο 20). Εξάλλου, εφόσον η κοινοποίηση των αιτιάσεων αντανακλά τις παρατηρήσεις τους για τη διευθέτηση της διαφοράς, οι εν λόγω επιχειρήσεις πρέπει να απαντήσουν σε αυτήν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, επιβεβαιώνοντας ότι η εν λόγω κοινοποίηση αντιστοιχεί στο περιεχόμενο των παρατηρήσεων που υπέβαλαν και ότι, ως εκ τούτου, ισχύει η δέσμευσή τους ότι θα συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών (ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών, σημείο 26). Σε αντάλλαγμα, η Επιτροπή μπορεί να τους χορηγήσει μείωση κατά 10 % του προστίμου που θα τους είχε επιβληθεί κατά την τακτική διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων καθώς και της ανακοίνωσης περί συνεργασίας (ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών, σημεία 30 έως 33) (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, T‑456/10, EU:T:2015:296, σκέψεις 61 και 62).

211    Από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 622/2008 και το σημείο 5 της ανακοίνωσης για τη διευθέτηση διαφορών προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά το πεδίο ενδεχομένων αιτιάσεων εντός ενός εύλογου χρονοδιαγράμματος, με συνυπολογισμό παραγόντων όπως ο αριθμός των εμπλεκομένων μερών, οι προβλεπόμενες αντικρουόμενες απόψεις όσον αφορά τον καταλογισμό των ευθυνών και ο βαθμός αμφισβήτησης των πραγματικών περιστατικών. Από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη και άλλους παράγοντες, πέραν αυτών που αφορούν ενδεχόμενη αύξηση της αποτελεσματικότητας, όπως την πιθανότητα να δημιουργηθεί προηγούμενο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που της επιτρέπει να αποφασίζει ποιες υποθέσεις μπορεί να προσφέρονται για συμφωνία διευθετήσεως διαφοράς (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, T‑456/10, EU:T:2015:296, σκέψη 64).

212    Η διαδικασία διευθέτησης διαφορών εκτυλίσσεται κατ’ ουσίαν με τον ακόλουθο τρόπο. Η κίνηση της διαδικασίας πραγματοποιείται από την Επιτροπή, με τη συμφωνία των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων (ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών, σημεία 5, 6 και 11). Μόλις κινηθεί η διαδικασία, οι επιχειρήσεις που αποτελούν το αντικείμενο ερευνών και συμμετέχουν στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών ενημερώνονται από την Επιτροπή, κατά τη διάρκεια διμερών συνομιλιών, σχετικά με τα σημαντικότερα στοιχεία «όπως [είναι] τα καταγγελλόμενα πραγματικά περιστατικά, ο νομικός χαρακτηρισμός αυτών των πραγματικών περιστατικών, η βαρύτητα και η διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης, η απόδοση ευθυνών, ο υπολογισμός του εύρους των ενδεχόμενων προστίμων, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίζονται οι ενδεχόμενες αιτιάσεις» (ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών, σημείο 16). Τοιουτοτρόπως τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποστηρίξουν τις θέσεις τους σχετικά με ενδεχόμενες αιτιάσεις που θα μπορούσε να προβάλει η Επιτροπή κατ’ αυτών και να αποφασίσουν βάσει των κατάλληλων πληροφοριών εάν θα προχωρήσουν ή όχι σε διαδικασία για τη διευθέτηση της διαφοράς (ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών, σημείο 16). (απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, T‑456/10, EU:T:2015:296, σκέψεις 66 και 67).

213    Κατόπιν της κοινοποίησης των εν λόγω πληροφοριών, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπορούν να επιλέξουν να συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών και να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις. Οι παρατηρήσεις πρέπει να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την παραδοχή, με σαφείς όρους που δεν επιδέχονται παρερμηνεία, της ευθύνης των μερών για την παράβαση, ενδεικτική αναφορά σχετικά με το ανώτατο ύψος του προστίμου που τα μέρη προβλέπουν ότι θα επιβάλει η Επιτροπή και το οποίο τα μέρη θα αποδέχονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς καθώς και την επιβεβαίωση, από τα μέρη αυτά, ότι δεν προτίθενται να ζητήσουν πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης ούτε νέα προφορική ακρόαση, παρά μόνον εάν η Επιτροπή στην κοινοποίηση αιτιάσεων και στην απόφασή της δεν αντανακλά τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών (ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών, σημείο 20) (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, T‑456/10, EU:T:2015:296, σκέψη 68).

214    Κατόπιν της προαναφερθείσας αναγνώρισης της ευθύνης και των επιβεβαιώσεων εκ μέρους των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή τούς διαβιβάζει την κοινοποίηση των αιτιάσεων και, ακολούθως, εκδίδει τελική απόφαση. Η εν λόγω απόφαση στηρίζεται ουσιαστικά στο γεγονός ότι τα μέρη αναγνώρισαν κατά τρόπο μη επιδεχόμενο παρερμηνεία την ευθύνη τους, δεν αμφισβήτησαν την κοινοποίηση των αιτιάσεων και ενέμειναν στη δέσμευσή τους να προβούν σε διευθέτηση της διαφοράς (ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών, σημεία 23 έως 28) (απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, T‑456/10, EU:T:2015:296, σκέψη 69).

215    Εάν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποφασίσει να μη συμβιβαστεί, η διαδικασία που καταλήγει στη λήψη τελικής απόφασης διέπεται από τις γενικές διατάξεις του κανονισμού 773/2004, και όχι από αυτές που ρυθμίζουν τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση που η Επιτροπή πάρει την πρωτοβουλία να θέσει τέρμα στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών (ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών, σημεία 19, 27 και 29) (απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, T‑456/10, EU:T:2015:296, σκέψη 70).

216    Οι τελικές αποφάσεις που εκδίδονται κατόπιν διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, οι οποίες λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 7 και 23 του κανονισμού 1/2003, υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ (ανακοίνωση για τη διευθέτηση διαφορών, σημείο 41).

2.      Επί της εξελίξεως της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών

217    Κατά τις συνομιλίες μεταξύ της Επιτροπής και των προσφευγουσών, μεταξύ της 18ης Σεπτεμβρίου 2018 και της 29ης Οκτωβρίου 2019, η Επιτροπή ανέφερε τις αιτιάσεις που σκόπευε να διατυπώσει κατ’ αυτών καθώς και την πρόθεσή της να αυξήσει το πρόστιμο δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, αντιστοίχως, κατά 50 % και 10 %. Οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

218    Στις 20 Νοεμβρίου 2019, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις με τις οποίες, μεταξύ άλλων, αναγνώρισαν την ευθύνη τους για τη συμμετοχή τους στην επίμαχη εν προκειμένω σύμπραξη και δήλωσαν ότι συμφωνούσαν με την επιβολή προστίμου μη υπερβαίνοντος τα 159 663 000 ευρώ.

219    Η Επιτροπή εξέδωσε την κοινοποίηση αιτιάσεων, στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, τις προσαυξήσεις του βασικού ποσού του προστίμου δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, χωρίς ωστόσο να αναφέρει τους συγκεκριμένους συντελεστές προσαύξησης τους οποίους επρόκειτο να εφαρμόσει. Απαντώντας στην εν λόγω κοινοποίηση, οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν ότι αυτή αντιστοιχούσε δεόντως στο περιεχόμενο των γραπτών παρατηρήσεων που είχαν υποβάλει και ότι εξακολουθούσαν να δεσμεύονται πλήρως για τη συνέχιση της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών.

3.      Επί του βασίμου του αντίθετου αιτήματος της Επιτροπής

220    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 185 ανωτέρω, ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κύρωσης, να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν κατ’ ενάσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του.

221    Μολονότι η άσκηση της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας ζητείται συχνότερα από τους προσφεύγοντες με σκοπό τη μείωση του προστίμου, τίποτε δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να υποβάλει και αυτή στην κρίση του δικαστή της Ένωσης το ζήτημα του ύψους του προστίμου, ζητώντας την αύξησή του (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, T‑69/04, EU:T:2008:415, σκέψη 244).

222    Επομένως, μολονότι δεν αποκλείεται το Γενικό Δικαστήριο να αποφασίσει να αυξήσει το πρόστιμο κατόπιν αντίθετου αιτήματος της Επιτροπής, εντούτοις, σε αυτήν εναπόκειται να αποδείξει ότι είναι πρόσφορη η ζητούμενη αύξηση του ποσού του προστίμου, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των πραγματικών περιστατικών και συνθηκών που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της δίκης και τα οποία δεν γνώριζε κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασής της. Διαπιστώνεται ωστόσο ότι η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η αύξηση αυτή είναι πρόσφορη εν προκειμένω.

223    Συγκεκριμένα, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σχετικά με το πλεονέκτημα του 10 % για τη συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, με την υπό κρίση προσφυγή, στοιχεία τα οποία είχαν αναγνωρίσει με τις γραπτές παρατηρήσεις τους ή τα οποία είχαν δεχθεί κατά την εν λόγω διαδικασία.

224    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το σημείο 16 της ανακοίνωσης για τη διευθέτηση διαφορών προβλέπει ότι, στο πλαίσιο των συνομιλιών για τη διευθέτηση μιας διαφοράς, τα μέρη ενημερώνονται, μεταξύ άλλων, για τον «υπολογισμό του εύρους των ενδεχόμενων προστίμων». Από το σημείο 17 της εν λόγω ανακοίνωσης προκύπτει ότι το στοιχείο αυτό πρέπει να αποτελεί αντικείμενο «κοινής ερμηνείας» μετά το πέρας των διμερών συνομιλιών πριν η Επιτροπή χορηγήσει προθεσμία στις επιχειρήσεις προκειμένου να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών. Το σημείο 20 της ανακοίνωσης αυτής προβλέπει, όσον αφορά το ύψος του προστίμου, ότι οι γραπτές παρατηρήσεις που υποβάλλονται στο πλαίσιο διευθέτησης διαφορών περιέχουν «ενδεικτική αναφορά σχετικά με το ανώτατο ύψος του προστίμου που τα μέρη προβλέπουν ότι θα επιβάλει η Επιτροπή και το οποίο τα μέρη θα αποδέχονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς».

225    Επομένως, δεν απαιτείται από τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών να αποδεχθούν το τελικό ποσό του προστίμου και το σύνολο των παραμέτρων υπολογισμού του, όπως είναι οι αναπροσαρμογές δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, προκειμένου να μπορέσουν να συμβιβαστούν, αλλά μόνον ένα ενδεχόμενο εύρος ή ανώτατο ποσό του προστίμου.

226    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 218 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες, με τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο πλαίσιο διευθέτησης διαφορών, δέχθηκαν μόνον ένα ανώτατο ποσό προστίμου το οποίο η Επιτροπή σκόπευε να τους επιβάλει. Επομένως, οι προσαυξήσεις δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων δεν αποτελούσαν ουσιώδες στοιχείο των εν λόγω παρατηρήσεων. Ως εκ τούτου, η επιβεβαίωση εκ μέρους των προσφευγουσών ότι η κοινοποίηση των αιτιάσεων αντανακλούσε δεόντως τις γραπτές παρατηρήσεις τους δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αποδοχή των προσαυξήσεων δυνάμει των εν λόγω σημείων, κατά μείζονα λόγο καθόσον η ως άνω κοινοποίηση δεν ανέφερε τους συντελεστές προσαύξησης που σκόπευε να εφαρμόσει η Επιτροπή.

227    Δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το ανώτατο ποσό του προστίμου περιλάμβανε τις προσαυξήσεις στις οποίες σκόπευε να προβεί δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, το γεγονός ότι δέχτηκαν ένα ανώτατο ποσό του προστίμου με τις γραπτές παρατηρήσεις τους δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αποδοχή του τελικού ακριβούς ποσού του προστίμου, του τρόπου υπολογισμού του και της συλλογιστικής στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να καθορίσει το τελικό αυτό ποσό.

228    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θα μπορούσε να αποφασίσει να μην προσαυξήσει το ποσό του προστίμου βάσει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων ή, ακόμη, να αποφασίσει να εφαρμόσει συντελεστές προσαύξησης χαμηλότερους από εκείνους που τελικώς ορίστηκαν. Επομένως, μόνον αφού έλαβαν γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία η Επιτροπή κατέληξε στο τελικό ποσό του προστίμου σύμφωνα με το σημείο 30 της ανακοίνωσης για τη διευθέτηση διαφορών, οι προσφεύγουσες μπόρεσαν λυσιτελώς να αμφισβητήσουν τις παραμέτρους του υπολογισμού του ποσού αυτού, όπως υποστηρίζουν απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας.

229    Επιπλέον, όπως παραδέχεται η ίδια η Επιτροπή, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διμερείς συνομιλίες ενόψει της διευθέτησης της διαφοράς δεν κατέστησαν δυνατή την επίτευξη συναίνεσης μεταξύ της Επιτροπής και των προσφευγουσών ως προς τις προσαυξήσεις που διενεργούνται δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Συγκεκριμένα, από τις τελικές παρατηρήσεις στα πρακτικά της τελευταίας σύσκεψης στο πλαίσιο διευθέτησης της διαφοράς, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2019, προκύπτει ότι ο εκπρόσωπος των προσφευγουσών είχε επαναλάβει τη διαφωνία του όσον αφορά την εφαρμογή των δύο προαναφερθέντων σημείων. Επομένως, δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι προσαυξήσεις αυτές είχαν αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και των προσφευγουσών.

230    Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι προσαυξήσεις του προστίμου που επιβλήθηκαν δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων δεν έγιναν ρητώς δεκτές από τις προσφεύγουσες με τις γραπτές παρατηρήσεις τους ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο συμφωνίας. Δεδομένου ότι, με την υπό κρίση προσφυγή, οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά του ποσού του προστίμου που τους επιβλήθηκε, υποστηρίζοντας ότι ήταν εσφαλμένη η εφαρμογή των εν λόγω σημείων, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι δικαιολογείται να μην τους χορηγηθεί το πλεονέκτημα του 10 % ως ανταμοιβή για τη συνεργασία τους κατά τη διοικητική διαδικασία.

231    Τα λοιπά επιχειρήματα της Επιτροπής δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό.

232    Κατά πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν αποχώρησαν από τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών και δεν της επισήμαναν ότι ήταν, κατ’ αυτές, αδύνατο να καταλήξουν σε συμφωνία, μολονότι ήταν υποχρεωμένες να επισημάνουν κάθε εμπόδιο που θα κώλυε την επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας. Η καθής φρονεί ότι η προσέγγιση που υιοθέτησαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία είχε αμιγώς στρατηγικό χαρακτήρα και αποτελούσε απλώς μέσο για να επιτευχθεί μείωση του ποσού του προστίμου μέσω της συνεργασίας, προκειμένου στη συνέχεια να επιχειρήσουν να επιτύχουν περαιτέρω μειώσεις από τον δικαστή της Ένωσης.

233    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 225 ανωτέρω, δεν απαιτείται από τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών να αποδεχθούν το τελικό ποσό του προστίμου και το σύνολο των παραμέτρων υπολογισμού του, όπως είναι οι αναπροσαρμογές δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, προκειμένου να μπορέσουν να συμβιβαστούν. Κατά τα λοιπά, αρκεί να επισημανθεί, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 229 ανωτέρω, ότι οι προσφεύγουσες εξέφρασαν τη διαφωνία τους όσον αφορά την εφαρμογή των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων κατά τις διμερείς συνομιλίες, οπότε, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν την παραπλάνησαν.

234    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 211 ανωτέρω, σύμφωνα με το σημείο 5 της ανακοίνωσης για τη διευθέτηση διαφορών, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας το οποίο της επιτρέπει να αποφασίζει σε ποιες υποθέσεις είναι δυνατόν να διερευνηθεί κατά πόσον τα εμπλεκόμενα μέρη θα ενδιαφέρονταν να ακολουθήσουν διαδικασία διευθέτησης διαφορών, καθώς και να αποφασίζει την κίνηση ή τη διακοπή τέτοιων διαδικασιών ή την οριστική διευθέτηση μιας υπόθεσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να διακόψει τις συνομιλίες περί διευθέτησης διαφορών. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν έκρινε σκόπιμο να διακόψει τις συνομιλίες, μολονότι γνώριζε τη διαφωνία των προσφευγουσών ως προς την εφαρμογή των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων.

235    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επιδιωκόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν επιτυγχάνεται πλέον, συνολικά, στην παρούσα υπόθεση.

236    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών είναι να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επεξεργάζεται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα τις υποθέσεις συμπράξεων και, ως εκ τούτου, να χειρίζεται περισσότερες υποθέσεις με την ίδια διοικητική επιβάρυνση (βλ. σκέψη 209 ανωτέρω).

237    Ωστόσο, όπως παραδέχεται η Επιτροπή, αυτή αποκόμισε διαδικαστικά οφέλη από τη συνέχιση της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών με τις προσφεύγουσες. Συναφώς, αφενός, μπόρεσε να καταρτίσει ένα απλοποιημένο κείμενο τόσο της κοινοποίησης των αιτιάσεων όσο και της προσβαλλόμενης απόφασης, σε μία μόνον γλώσσα. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν υποχρεώθηκε να καταρτίσει μη εμπιστευτικό κείμενο της εν λόγω κοινοποίησης, να διενεργήσει ακρόαση ούτε να οργανώσει την πρόσβαση των προσφευγουσών στον φάκελο της υπόθεσης. Επομένως, αποκόμισε διαδικαστικά οφέλη ως προς την αποτελεσματικότητα, τα οποία, όπως ορθώς επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, παραμένουν δεδομένα, ανεξαρτήτως της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής.

238    Όσον αφορά τη διάθεση συμπληρωματικών πόρων για τη διοργάνωση συναντήσεων με τα μέρη σχετικά με τις δύο επίδικες προσαυξήσεις, αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως κινητοποίηση πόρων σύμφυτη με τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών.

239    Εξάλλου, η αδυναμία εκ των υστέρων ποσοτικού προσδιορισμού των κερδών που μπορούν να διατηρηθούν ή μη κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας δεν ασκεί επιρροή. Από το σημείο 17 της ανακοίνωσης για τη διευθέτηση διαφορών προκύπτει ότι η Επιτροπή καλεί την επιχείρηση να καταθέσει έγγραφο με τις παρατηρήσεις της μόνον εφόσον «θεωρήσει στην προπαρασκευαστική της ανάλυση ότι είναι πιθανόν να επιτευχθεί διαδικαστική αποτελεσματικότητα δεδομένης της προόδου που έχει σημειωθεί έως το σημείο εκείνο». Επομένως, οφείλει να προβεί σε εκ των προτέρων αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας υπό το πρίσμα των συνομιλιών με τα μέρη και να αποφασίσει, επ’ αυτής της βάσεως, αν θα συνεχίσει ή όχι τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών κατ’ ενάσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει.

240    Κατά τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν αναγνωρίζει το δικαίωμα των προσφευγουσών να ασκήσουν προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν σημαίνει ότι η προσφυγή δεν επιφέρει καμία συνέπεια στο πρόστιμο. Παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑236/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, EU:T:2004:118), η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο μειώσεων προστίμου βάσει της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4) και με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η μείωση που είχε εφαρμοστεί υπέρ της προσφεύγουσας μπορούσε να ανακληθεί.

241    Βεβαίως, με την απόφαση που μνημονεύεται στη σκέψη 240 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα της Επιτροπής περί αυξήσεως του προστίμου, επισημαίνοντας ότι η Επιτροπή, σε αντίθεση με οποιαδήποτε προσδοκία μπορούσε ευλόγως να στηρίξει στην αντικειμενική συνεργασία της προσφεύγουσας κατά τη διοικητική διαδικασία, υποχρεώθηκε να συντάξει και να υποβάλει υπόμνημα αντικρούσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την αμφισβήτηση των συνιστώντων παράβαση περιστατικών τα οποία δικαιολογημένα είχε θεωρήσει ότι η προσφεύγουσα δεν θα αμφισβητούσε πλέον.

242    Ωστόσο, αρκεί η επισήμανση ότι, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά των προσαυξήσεων που επιβλήθηκαν δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών και τις οποίες δεν είχαν δεχθεί κατά τη διοικητική διαδικασία. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει ως δεδομένο ότι οι προσφεύγουσες δεν θα αμφισβητούσαν πλέον τις εν λόγω προσαυξήσεις στο πλαίσιο προσφυγής.

243    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το αντίθετο αίτημα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

244    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

245    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν ως προς την προσφυγή τους, ενώ η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς το αντίθετο αίτημά της. Δεδομένου ότι η Επιτροπή αποσκοπούσε στην οριακή και μόνον αύξηση του ποσού των προστίμων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτές που ηττήθηκαν είναι κατ’ ουσίαν οι προσφεύγουσες. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί ότι οι προσφεύγουσες θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και το 90 % των εξόδων της Επιτροπής, ενώ η Επιτροπή θα φέρει το 10 % των δικαστικών εξόδων της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Απορρίπτει το αντίθετο αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Η Clariant AG και η Clariant International AG φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και το 90 % των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

4)      Η Επιτροπή φέρει το 10 % των δικαστικών εξόδων της.

van der Woude

De Baere

Steinfatt

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.