Language of document : ECLI:EU:T:2021:639

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Εξωτερικές σχέσεις – Διεθνείς συμφωνίες – Ευρωμεσογειακή συμφωνία σύνδεσης ΕΚ-Μαρόκου – Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών για την τροποποίηση των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4 της ευρωμεσογειακής συμφωνίας – Απόφαση που εγκρίνει τη σύναψη της συμφωνίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Ικανότητα διαδίκου – Άμεσος επηρεασμός – Ατομικός επηρεασμός – Εδαφικό πεδίο εφαρμογής – Αρμοδιότητα – Ερμηνεία του διεθνούς δικαίου στην οποία προέβη το Δικαστήριο – Αρχή της αυτοδιάθεσης – Αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών – Δυνατότητα επίκλησης – Έννοια της συναίνεσης – Εφαρμογή – Εξουσία εκτίμησης – Όρια – Διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης»

Στην υπόθεση T‑279/19,

Front populaire pour la libération de la Saguia el-Hamra et du Rio de oro (Front Polisario), εκπροσωπούμενο από τον G. Devers, δικηγόρο,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την P. Plaza García και τον V. Piessevaux,

καθού,

υποστηριζόμενου από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις A.‑L. Desjonquères και C. Mosser και τους J.‑L. Carré και T. Stehelin,

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον F. Castillo de la Torre, την F. Clotuche-Duvieusart, τον A. Bouquet και την B. Eggers,

και

την Confédération marocaine de l’agriculture et du développement rural (Comader), με έδρα στο Ραμπάτ (Μαρόκο), εκπροσωπούμενη από την G. Forwood, την N. Colin και τον A. Hublet, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης (ΕΕ) 2019/217 του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2019, σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας, υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, για την τροποποίηση των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4 της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου (ΕΕ 2019, L 34, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira, πρόεδρο, Δ. Γρατσία (εισηγητή), M. Kancheva, B. Berke και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαρτίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Διεθνές πλαίσιο

1        Οι εξελίξεις του διεθνούς πλαισίου σχετικά με τη Δυτική Σαχάρα συνοψίζονται ως ακολούθως.

2        Στις 14 Δεκεμβρίου 1960 η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: ΟΗΕ) εξέδωσε το ψήφισμα 1514 (XV) που επιγράφεται «Διακήρυξη περί παραχωρήσεως ανεξαρτησίας στις αποικιοκρατούμενες χώρες και λαούς», όπου υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων ότι «[ό]λοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα ελεύθερης αυτοδιαθέσεως[,] δυνάμει [του οποίου] καθορίζουν ελεύθερα το πολιτικό καθεστώς τους και επιδιώκουν ελεύθερα την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξή τους», ότι «θα ληφθούν άμεσα μέτρα στις υπό κηδεμονία περιοχές, στις μη αυτόνομες περιοχές και σε όλες τις άλλες περιοχές που δεν έχουν εισέτι αποκτήσει την ανεξαρτησία τους, για να μεταβιβαστούν πάραυτα όλες οι εξουσίες στους λαούς των περιοχών αυτών άνευ ουδεμίας προϋποθέσεως ή επιφυλάξεως συμφώνως προς τη βούλησή τους και τις ελευθέρως εκπεφρασθείσες επιθυμίες τους», και ότι «[ό]λα τα κράτη υποχρεούνται να τηρούν κατά κεραίαν και με προσήλωση τις διατάξεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών […] επί τη βάσει της ισότητας, της μη επεμβάσεως στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών και του σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των λαών».

3        Η Δυτική Σαχάρα είναι περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής, η οποία αποικίστηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας στο τέλος του 19ου αιώνα και είχε καταστεί, κατά την ημερομηνία του ψηφίσματος 1514 (XV), ισπανική επαρχία. Το 1963 ενεγράφη από τον ΟΗΕ στον «προκαταρκτικό κατάλογο των περιοχών στις οποίες εφαρμόζεται η Διακήρυξη περί παραχωρήσεως ανεξαρτησίας στις αποικιοκρατούμενες χώρες και λαούς [ψήφισμα 1514 (XV) της Γενικής Συνέλευσης]», ως μη αυτόνομη περιοχή η οποία διοικείται από το Βασίλειο του Μαρόκου, κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος υπεγράφη στο Σαν Φρανσίσκο στις 26 Ιουνίου 1945. Περιλαμβάνεται ακόμη στον κατάλογο των μη αυτόνομων περιοχών που καταρτίζει ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ βάσει των πληροφοριών που του κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73, στοιχείο εʹ, του εν λόγω Χάρτη.

4        Στις 20 Δεκεμβρίου 1966 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 2229 (XXI) επί του ζητήματος του Ifni και της ισπανικής Σαχάρας, με το οποίο «[διακήρυξε] εκ νέου το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα περί αυτοδιαθέσεως τ[ου] λα[ού] […] της ισπανικής Σαχάρας σύμφωνα με το ψήφισμα 1514 (XV) της Γενικής Συνέλευσης» και κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας, ως διοικούσα αρχή, «να ρυθμίσει με πράξη του το ταχύτερο δυνατόν […] τις λεπτομέρειες της διοργανώσεως δημοψηφίσματος το οποίο θα πραγματοποι[είτο] υπό την αιγίδα του [ΟΗΕ] προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον αυτόχθονα πληθυσμό να ασκήσει ελεύθερα το δικαίωμά του περί αυτοδιαθέσεως».

5        Στις 24 Οκτωβρίου 1970 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 2625 (XXV), με το οποίο ενέκρινε τη «Διακήρυξη σχετικά με τις αρχές του διεθνούς δικαίου για τις φιλικές σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», της οποίας το κείμενο προσαρτάται στο εν λόγω ψήφισμα. Το εν λόγω κείμενο «διακηρύσσει πανηγυρικά», μεταξύ άλλων, «την αρχή των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών». Όσον αφορά την εν λόγω αρχή, η Διακήρυξη διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Δυνάμει της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών, η οποία κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν το πολιτικό καθεστώς τους, ελεύθερα και χωρίς εξωτερική επέμβαση, και να επιδιώκουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξή τους, και κάθε κράτος οφείλει να σέβεται το εν λόγω δικαίωμα συμφώνως προς τις διατάξεις του Χάρτη.

[…]

Η δημιουργία κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους, η ελεύθερη σύνδεση ή η ενοποίηση με ανεξάρτητο κράτος ή η απόκτηση οποιουδήποτε άλλου πολιτικού καθεστώτος το οποίο αποφασίζει ελεύθερα ένας λαός συνιστούν για τον εν λόγω λαό μέσα άσκησης του δικαιώματός του αυτοδιάθεσης.

[…]

Το έδαφος αποικίας ή άλλης μη αυτόνομης περιοχής έχει, δυνάμει του Χάρτη, χωριστό και διακριτό καθεστώς από αυτό του εδάφους της χώρας η οποία ασκεί τη διοίκηση επ’ αυτού· αυτό το χωριστό και διακριτό καθεστώς δυνάμει του Χάρτη υφίσταται για όσο χρονικό διάστημα ο λαός της αποικίας ή της μη αυτόνομης περιοχής δεν ασκεί το δικαίωμά του αυτοδιαθέσεως συμφώνως προς τον Χάρτη και, ειδικότερα, συμφώνως προς τις αρχές και τους σκοπούς του.»

6        Το Front populaire pour la libération de la Saguia el-Hamra et du Rio de oro (Front Polisario) είναι οργάνωση η οποία ιδρύθηκε στις 10 Μαΐου 1973 στη Δυτική Σαχάρα. Αυτοπροσδιορίζεται στο άρθρο 1 του καταστατικού του ως «εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα» του οποίου τα μέλη «αγωνίζονται για την πλήρη ανεξαρτησία και για την ανάκτηση της κυριαρχίας του λαού των Σαχράουι στο σύνολο του εδάφους της Λαϊκής Αραβικής Δημοκρατίας της Σαχάρας».

7        Στις 20 Αυγούστου 1974 το Βασίλειο της Ισπανίας ενημέρωσε τον ΟΗΕ για την πρόθεσή του να διοργανώσει, υπό την αιγίδα του τελευταίου, δημοψήφισμα στη Δυτική Σαχάρα.

8        Στις 13 Δεκεμβρίου 1974 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 3292 (XXIX), με το οποίο αποφάσισε, ειδικότερα, να ζητήσει από το Διεθνές Δικαστήριο γνωμοδότηση επί των ακόλουθων ερωτημάτων:

«I.      Αποτελούσε η Δυτική Σαχάρα (Rio de Oro και Sakiet El Hamra), κατά το χρόνο εποικισμού της από το Βασίλειο της Ισπανίας, γη άνευ κυρίου (terra nullius);

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

II.      Ποιοι ήταν οι νομικοί δεσμοί του εν λόγω εδάφους με το Βασίλειο του Μαρόκου και το σύνολο της Μαυριτανίας;»

9        Στις 16 Οκτωβρίου 1975 το Διεθνές Δικαστήριο εξέδωσε τη γνωμοδότησή του (βλ. Δυτική Σαχάρα, γνωμοδότηση, CIJ, Recueil 1975, σ. 12, στο εξής: γνωμοδότηση για τη Δυτική Σαχάρα). Στο σημείο 162 της εν λόγω γνωμοδότησης, το Διεθνές Δικαστήριο διέλαβε τα εξής:

«Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που τέθηκαν σε γνώση του [παρόντος] Δικαστηρίου τεκμηριώνουν την ύπαρξη, κατά τον χρόνο του ισπανικού εποικισμού, νομικών δεσμών πίστεως μεταξύ του Σουλτάνου του Μαρόκου και ορισμένων από τις φυλές που κατοικούν στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας. Τεκμηριώνουν, επίσης, την ύπαρξη δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων δικαιωμάτων σχετικά με το έδαφος, τα οποία συνιστούσαν νομικούς δεσμούς μεταξύ του συνόλου της Μαυριτανίας, όπως το αντιλαμβάνεται το [παρόν] Δικαστήριο, και του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας. Αντιθέτως, το [παρόν] Δικαστήριο καταλήγει ότι τα στοιχεία και οι πληροφορίες που είχαν τεθεί σε γνώση του δεν τεκμηριώνουν την ύπαρξη κανενός δεσμού κυριαρχίας μεταξύ της Δυτικής Σαχάρας, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου ή του συνόλου της Μαυριτανίας, αφετέρου. Επομένως, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε την ύπαρξη νομικών δεσμών δυνάμενων να τροποποιήσουν την εφαρμογή του ψηφίσματος 1514 (XV) [της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ] ως προς την αποαποικιοποίηση της Δυτικής Σαχάρας και, ιδίως, την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιαθέσεως μέσω της ελεύθερης και αυθεντικής εκφράσεως της βουλήσεως των πληθυσμών της περιοχής.»

10      Στο σημείο 163 της γνωμοδότησης για τη Δυτική Σαχάρα, το Διεθνές Δικαστήριο ανέφερε, ειδικότερα, τα εξής:

«[Το Δικαστήριο εκτιμά], [ό]σον αφορά το ερώτημα υπό I, […] ότι η Δυτική Σαχάρα (Rio de Oro και Sakiet El Hamra) δεν αποτελούσε γη άνευ κυρίου (terra nullius) κατά τον χρόνο εποικισμού της από το Βασίλειο της Ισπανίας· […] όσον αφορά το ερώτημα υπό II, […] ότι το έδαφος είχε, με το Βασίλειο του Μαρόκου, νομικούς δεσμούς με τα χαρακτηριστικά που επισημαίνονται στο σημείο 162 της παρούσας γνωμοδότησης [και] ότι το έδαφος είχε, με το σύνολο της Μαυριτανίας, νομικούς δεσμούς με τα χαρακτηριστικά που επισημαίνονται στο σημείο 162 της παρούσας γνωμοδότησης.»

11      Σε λόγο που εκφώνησε την ημέρα της δημοσίευσης της γνωμοδότησης για τη Δυτική Σαχάρα, ο Βασιλεύς του Μαρόκου δήλωσε ότι «σύμπας ο κόσμος [είχε] αναγνωρίσει ότι η [Δυτική] Σαχάρα ανήκε» στο Βασίλειο του Μαρόκου και ότι «δεν απέμεν[ε] άλλο παρά να καταλάβουν ειρηνικά το έδαφος αυτό», καλώντας τον λαό σε πορεία.

12      Στις 22 Οκτωβρίου 1975, κατόπιν προσφυγής του Βασιλείου της Ισπανίας, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 377 (1975), με το οποίο «ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα [του ΟΗΕ] να ξεκινήσει άμεσες διαπραγματεύσεις με τα εμπλεκόμενα και ενδιαφερόμενα μέρη» και «[κ]άλεσε [τα εν λόγω μέρη] να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και μετριοπάθεια». Στις 2 Νοεμβρίου 1975 το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 379 (1975), με το οποίο «[ζήτησε] επιτακτικά από όλα τα εμπλεκόμενα και ενδιαφερόμενα μέρη να αποφύγουν κάθε μονομερή ή άλλη ενέργεια η οποία θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω την ένταση στην περιοχή» και «[ζήτησε] από τον Γενικό Γραμματέα να συνεχίσει και να εντατικοποιήσει τις διαβουλεύσεις του». Στις 6 Νοεμβρίου 1975, μετά την πραγματοποίηση της πορείας που είχε εξαγγείλει ο Βασιλεύς του Μαρόκου, στην οποία συμμετείχαν 350 000 άτομα, και τη διέλευση των συνόρων μεταξύ Βασιλείου του Μαρόκου και Δυτικής Σαχάρας από τα εν λόγω άτομα, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 380 (1975), με το οποίο, ειδικότερα, «[εξέφρασε] τη λύπη του για τη διοργάνωση της πορείας» και «[ζήτησε] από το [Βασίλειο του] Μαρόκο[υ] την άμεση απόσυρση από το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας όλων όσοι είχαν μετάσχει στην [εν λόγω] πορεία».

13      Στις 26 Φεβρουαρίου 1976 το Βασίλειο της Ισπανίας ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ ότι, από της ημερομηνίας αυτής, έπαυε η παρουσία του στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και ότι θεωρούσε εαυτό απαλλαγμένο πλέον οποιασδήποτε ευθύνης διεθνούς χαρακτήρα ως προς τη διοίκησή της. Ο κατάλογος των μη αυτόνομων περιοχών που μνημονεύθηκε στη σκέψη 3 ανωτέρω παραπέμπει, όσον αφορά τη Δυτική Σαχάρα, στην εν λόγω δήλωση, η οποία παρατίθεται σε υποσημείωση.

14      Εν τω μεταξύ, ξέσπασε ένοπλη σύρραξη μεταξύ του Βασιλείου του Μαρόκου, της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας και του Front Polisario στην εν λόγω περιοχή. Μέρος του πληθυσμού της Δυτικής Σαχάρας διέφυγε από την εν λόγω σύρραξη και βρήκε καταφύγιο στους καταυλισμούς που βρίσκονταν στο έδαφος της Αλγερίας, πλησίον της συνόρων με τη Δυτική Σαχάρα.

15      Στις 14 Απριλίου 1976 το Βασίλειο του Μαρόκου συνήψε με την Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας συνθήκη διανομής του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας και προσάρτησε μέρος του εδάφους αυτού που του παραχωρήθηκε δυνάμει της εν λόγω συνθήκης. Στις 10 Αυγούστου 1979 η Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας συνήψε ειρηνευτική συμφωνία με το Front Polisario, δυνάμει της οποίας παραιτήθηκε από κάθε εδαφική διεκδίκηση στη Δυτική Σαχάρα. Το Βασίλειο του Μαρόκου ανέλαβε τον έλεγχο του εδάφους που είχαν εκκενώσει οι μαυριτανικές δυνάμεις και προέβη στην προσάρτησή του.

16      Την 21η Νοεμβρίου 1979 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 34/37 επί του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας, με το οποίο «[διακήρυξε] εκ νέου το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα περί αυτοδιαθέσεως και ανεξαρτησίας του λαού της Δυτικής Σαχάρας, σύμφωνα με τον Χάρτη του [ΟΗΕ] […] και τους σκοπούς του ψηφίσματός [του] 1514 (XV)», «[εξέφρασε] τη ζωηρή λύπη της για την επιδείνωση της καταστάσεως λόγω της εξακολουθούμενης κατοχής της Δυτικής Σαχάρας από το Μαρόκο», «[ζήτησε] επιτακτικά από το Μαρόκο να δεσμευτεί και αυτό ότι θα συμβάλει ενεργητικά στην επίτευξη ειρήνης και θα τερματίσει την κατοχή του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας» και «[πρότεινε] προς τούτο την πλήρη συμμετοχή του [Front Polisario], εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας, σε οποιαδήποτε προσπάθεια εξευρέσεως δίκαιης, βιώσιμης και οριστικής πολιτικής λύσεως του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας, σύμφωνα με τα ψηφίσματα και τις διακηρύξεις του [ΟΗΕ]». Μετά το ως άνω ψήφισμα εκδόθηκε το ψήφισμα 35/19, της 11ης Νοεμβρίου 1980, στο σημείο 10 του οποίου η Γενική Συνέλευση «[ζήτησε] επιτακτικά […] από το Μαρόκο και το [Front Polisario], εκπρόσωπο του λαού της Δυτικής Σαχάρας, να ξεκινήσουν άμεσες διαπραγματεύσεις με σκοπό να καταλήξουν σε οριστική επίλυση του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας».

17      Η ένοπλη σύρραξη εξακολούθησε να μαίνεται μεταξύ του Front Polisario και του Βασιλείου του Μαρόκου μέχρις ότου, στις 30 Αυγούστου 1988, οι δύο πλευρές δέχθηκαν, κατ’ αρχήν, ορισμένες προτάσεις διευθετήσεως οι οποίες διατυπώθηκαν, πιο συγκεκριμένα, από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και προέβλεπαν, ειδικότερα, την κατάπαυση του πυρός καθώς και τη διοργάνωση δημοψηφίσματος περί αυτοδιαθέσεως υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ.

18      Στις 27 Ιουνίου 1990 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 658 (1990), με το οποίο «[ενέκρινε] την έκθεση του Γενικού Γραμματέα [του ΟΗΕ] η οποία περιέχει […] τις προτάσεις επίλυσης [που μνημονεύονται στη σκέψη 17 ανωτέρω] καθώς και έκθεση του σχεδίου [εφαρμογής των εν λόγω προτάσεων]» και «[ζήτησε] από τα δύο μέρη να συνεργαστούν πλήρως με τον Γενικό Γραμματέα [του ΟΗΕ] και τον εκάστοτε πρόεδρο της Διάσκεψης των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας στο πλαίσιο των προσπαθειών που κατ[έβαλαν] προκειμένου να καταλήξουν σε ταχεία επίλυση του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας». Στις 29 Απριλίου 1991 το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 690 (1991) για τη θέσπιση της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών για τη διοργάνωση δημοψηφίσματος στη Δυτική Σαχάρα (Minurso).

19      Μέχρι σήμερα, παρά τις διαβουλεύσεις και τις επαφές που οργανώθηκαν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, τα μέρη δεν επέτυχαν την επίλυση της κατάστασης στη Δυτική Σαχάρα. Το Βασίλειο του Μαρόκου ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας, ενώ το Front Polisario ελέγχει το υπόλοιπο μέρος, και οι δύο περιοχές χωρίζονται από ένα τείχος από άμμο που κατασκευάστηκε και φυλάσσεται από τον μαροκινό στρατό. Σημαντικός αριθμός προσφύγων προερχόμενων από το εν λόγω έδαφος εξακολουθεί να διαβιοί στους διοικούμενους από το Front Polisario καταυλισμούς, οι οποίοι βρίσκονται στο έδαφος της Αλγερίας.

Β.      Συμφωνία σύνδεσης και συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης

20      Την 1η Μαρτίου 2000 άρχισε να ισχύει η ευρωμεσογειακή συμφωνία συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου, η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 26 Φεβρουαρίου 1996 (ΕΕ 2000, L 70, σ. 2, στο εξής: συμφωνία σύνδεσης).

21      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της συμφωνίας σύνδεσης ορίζει τα εξής:

«Εγκαθιδρύεται σύνδεση μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και του Μαρόκου, αφετέρου.»

22      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της συμφωνίας σύνδεσης ορίζει τα εξής:

«Οι στόχοι της παρούσας συμφωνίας είναι οι ακόλουθοι:

–        να παράσχει κατάλληλο πλαίσιο για τον πολιτικό διάλογο των μερών, ο οποίος θα επιτρέψει την ενίσχυση των σχέσεών τους σε όλους τους τομείς που αυτά θεωρούν αναγκαίους στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου,

–        να καθορίσει τους όρους της προοδευτικής απελευθέρωσης των συναλλαγών αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων,

–        να αναπτύξει τις συναλλαγές και να εξασφαλίσει ισόρροπες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των μερών, ιδίως μέσω του διαλόγου και της συνεργασίας, ώστε να ευνοήσει την ανάπτυξη και την ευημερία του Μαρόκου και του λαού του,

–        να ενθαρρύνει την ολοκλήρωση του Μαγκρέμπ διευκολύνοντας τις συναλλαγές και τη συνεργασία μεταξύ του Μαρόκου και των χωρών της περιοχής,

–        να προωθήσει τη συνεργασία στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και χρηματοδοτικό τομέα.»

23      Το άρθρο 16 της συμφωνίας σύνδεσης ορίζει τα εξής:

«Η Κοινότητα και το Μαρόκο απελευθερώνουν σταδιακώς τις αμοιβαίες συναλλαγές στον τομέα των προϊόντων γεωργίας και αλιείας.»

24      Το άρθρο 94 της συμφωνίας σύνδεσης ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται αφενός, στα εδάφη στα οποία εφαρμόζονται οι συνθήκες για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, υπό τους όρους που προβλέπονται στις συνθήκες αυτές, και, αφετέρου, στο έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου.»

25      Η συμφωνία σύνδεσης συνοδεύτηκε από πλείονα πρωτόκολλα. Ειδικότερα, το πρωτόκολλο αριθ. 1 αφορά τα καθεστώτα που εφαρμόζονται κατά την εισαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση γεωργικών προϊόντων, μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων, ψαριών και αλιευτικών προϊόντων καταγωγής Μαρόκου (στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 1), το δε πρωτόκολλο αριθ. 4 αφορά τον ορισμό της έννοιας «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας (στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 4).

26      Στις 13 Δεκεμβρίου 2010 η Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου υπέγραψαν, στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) τη συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών σχετικά με αμοιβαία μέτρα ελευθέρωσης για τα γεωργικά προϊόντα, τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα, τα ψάρια και τα αλιευτικά προϊόντα, με την αντικατάσταση των πρωτοκόλλων αριθ. 1, 2 και 3 και των παραρτημάτων τους και με τις τροποποιήσεις της ευρωμεσογειακής συμφωνίας συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου (ΕΕ 2012, L 241, σ. 4, στο εξής: συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης). Στις 8 Μαρτίου 2012 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση 2012/497/ΕΕ, για τη σύναψη της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης (ΕΕ 2012, L 241, σ. 2).

27      Όπως προκύπτει από τη συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης και τις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 της απόφασης 2012/497, σκοπός της εν λόγω συμφωνίας είναι να υλοποιήσει τη σταδιακή απελευθέρωση των συναλλαγών στον τομέα των γεωργικών και των αλιευτικών προϊόντων, την οποία προβλέπει το άρθρο 16 της συμφωνίας σύνδεσης. Ειδικότερα, με τη συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης αντικαταστάθηκαν τα πρωτόκολλα αριθ. 1, αριθ. 2 και αριθ. 3 της συμφωνίας σύνδεσης με τα κείμενα που παρατίθενται στα παραρτήματά της I και II.

28      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της συμφωνίας σύνδεσης ορίζει τα εξής:

«Για την εφαρμογή της συμφωνίας, τα ακόλουθα προϊόντα θεωρούνται ως προϊόντα καταγωγής Μαρόκου:

α)      τα προϊόντα που παράγονται εξ ολοκλήρου στο Μαρόκο, κατά την έννοια του άρθρου 5·

β)      τα προϊόντα που παράγονται στο Μαρόκο και περιέχουν ύλες που δεν έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου σ’ αυτ[ό], υπό την προϋπόθεση ότι τα προϊόντα αυτά έχουν υποστεί στο Μαρόκο επαρκείς επεξεργασίες ή μεταποιήσεις κατά την έννοια του άρθρου 6.»

29      Δυνάμει του άρθρου 16 του πρωτοκόλλου αριθ. 4, τα προϊόντα καταγωγής Μαρόκου υπάγονται στις διατάξεις της ως άνω συμφωνίας κατά την εισαγωγή στην Ένωση, εφόσον προσκομιστεί οποιοδήποτε από τα πιστοποιητικά καταγωγής που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο.

Γ.      Διαφορές σχετικές με τη συμφωνία σύνδεσης

1.      Υποθέσεις T512/12 και C104/16 P

30      Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 2012 και το οποίο πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υπόθεσης T‑512/12, το προσφεύγον, Front Polisario, άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης 2012/497 (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario, C‑104/16 P, EU:C:2016:973, σκέψη 38, στο εξής: απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario).

31      Προς στήριξη της προσφυγής του στην ως άνω υπόθεση, το προσφεύγον είχε προβάλει, μεταξύ άλλων, ορισμένες παραβάσεις, εκ μέρους του Συμβουλίου, των υποχρεώσεών του υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, καθότι είχε εγκρίνει, με την απόφαση 2012/497, την εφαρμογή της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψη 44).

32      Με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑512/12, EU:T:2015:953), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2012/497 καθόσον ενέκρινε την εφαρμογή της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης στη Δυτική Σαχάρα, με την αιτιολογία ότι το Συμβούλιο είχε παραβεί την υποχρέωσή του να εξετάσει, πριν από την έκδοση της απόφασης 2012/497, όλα τα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης, καθόσον δεν έλεγξε αν η εκμετάλλευση των προερχόμενων από το εν λόγω έδαφος προϊόντων που εξάγονταν στην Ένωση είναι εις βάρος του λαού της εν λόγω περιοχής και έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 47 και 48).

33      Στις 19 Φεβρουαρίου 2016 το Συμβούλιο άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑512/12, EU:T:2015:953).

34      Με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, αποφαινόμενο επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Συμβουλίου, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑512/12, EU:T:2015:953), και απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή του προσφεύγοντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

35      Συναφώς, αφενός, το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορούσε πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την ανάλυση της ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος, και, ειδικότερα, την αιτίαση που αφορούσε το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε, εσφαλμένως, ότι η συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης εφαρμοζόταν στη Δυτική Σαχάρα (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψη 126).

36      Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει της αρχής της αυτοδιάθεσης, η οποία έχει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, η Δυτική Σαχάρα, μη αυτόνομη περιοχή κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, είχε χωριστό και διακριτό καθεστώς σε σχέση προς το καθεστώς οποιουδήποτε κράτους, περιλαμβανομένου του Βασιλείου του Μαρόκου. Το Δικαστήριο κατέληξε, επομένως, στο συμπέρασμα ότι η φράση «έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου» στο άρθρο 94 της συμφωνίας σύνδεσης δεν μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Δυτική Σαχάρα περιλαμβάνεται στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 86 έως 93).

37      Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη ο εθιμικός κανόνας που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 29 της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331, στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης), κατά τον οποίο πλην της περιπτώσεως κατά την οποία υφίσταται διαφορετική πρόθεση, προκύπτουσα εκ της ίδιας της συνθήκης ή άλλως πως, η εκάστοτε συνθήκη δεσμεύει το καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ως προς το σύνολο του εδάφους του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εν λόγω εθιμικός κανόνας δεν επέτρεπε να θεωρηθεί ότι η Δυτική Σαχάρα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης. Διαπίστωσε, εντούτοις, ότι από τον ίδιο εθιμικό κανόνα συνάγεται επίσης ότι μια συνθήκη μπορεί, κατά παρέκκλιση, να δεσμεύει ένα κράτος σε σχέση με κάποιο άλλο έδαφος εάν μια τέτοια πρόθεση απορρέει από τη συνθήκη αυτή ή εάν προκύπτει άλλως πως (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 94 έως 98).

38      Κατά τρίτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή του γενικού διεθνούς δικαίου περί του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι, ως «τρίτος» στη συμφωνία σύνδεσης, κατά την έννοια της εν λόγω αρχής, ο λαός της Δυτικής Σαχάρας μπορούσε να επηρεαστεί από την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας, στην περίπτωση που το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της, και έπρεπε να συναινέσει στην εν λόγω εφαρμογή. Ελλείψει, όμως, εκδήλωσης τέτοιας συναίνεσης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραδοχή ότι το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης αντιβαίνει στην αρχή του διεθνούς δικαίου περί του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 100 έως 107).

39      Κατά τέταρτον, διαπιστώνοντας ότι η συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης έπρεπε να θεωρηθεί συνθήκη υποκείμενη στη συμφωνία σύνδεσης, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι η συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης δεν μπορούσε να ερμηνευθεί ως έχουσα εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και ότι, επομένως, δεν ήταν αναγκαίο να περιληφθεί σε αυτήν ρήτρα που να αποκλείει την εν λόγω εφαρμογή. Κατά το Δικαστήριο, η μεταγενέστερη της σύναψης της συμφωνίας σύνδεσης πρακτική του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν μπορούσε να αναιρέσει την εν λόγω ανάλυση, δεδομένου ότι αυτό θα σήμαινε ότι πρόθεση της Ένωσης ήταν να εκτελέσει τη συμφωνία σύνδεσης και τη συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης κατά παραβίαση τόσο της αρχής της αυτοδιάθεσης όσο και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών και, επομένως, κατά τρόπο μη συμβατό προς την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των συνθηκών (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 110 έως 125).

40      Αφετέρου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε το ίδιο οριστικώς επί της διαφοράς. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης πρέπει να ερμηνευθεί, συμφώνως προς τους εφαρμοστέους κανόνες του διεθνούς δικαίου που ισχύουν στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, υπό την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το προσφεύγον δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλε, ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης 2012/497, και τούτο χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιπές ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 128 έως 134).

2.      Υπόθεση C266/16

41      Με απόφαση της 27ης Απριλίου 2016, το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών (διοικητικές διαφορές), Ηνωμένο Βασίλειο], υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα τα οποία αφορούσαν, κατ’ ουσίαν, το κύρος, υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, πράξεων της Ένωσης σχετικών με τις διεθνείς συμφωνίες που συνήφθησαν από την Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου στον τομέα της αλιείας, στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέτρεπαν την εκμετάλλευση των πόρων που προέρχονται από τα παρά το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας ύδατα (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK, C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψεις 1, 41 και 54, στο εξής: απόφαση Western Sahara Campaign UK).

42      Βάσει, μεταξύ άλλων, των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη στην απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario (βλ. σκέψεις 36 έως 39 ανωτέρω), το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι οι επίμαχες διεθνείς συμφωνίες δεν είχαν εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα, από την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος των σχετικών πράξεων της Ένωσης υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ (απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψη 85).

3.      Διατάξεις εκδοθείσες στις υποθέσεις T180/14, T275/18, T376/18

43      Με τις διατάξεις της 19ης Ιουλίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑180/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:496), της 30ής Νοεμβρίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑275/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:869), και της 8ης Φεβρουαρίου 2019, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑376/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:77), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτες τις προσφυγές με τις οποίες το προσφεύγον έβαλε κατά πράξεων του Συμβουλίου σχετικών με τη σύναψη ή την τροποποίηση διαφόρων διεθνών συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου.

44      Συγκεκριμένα, με τις δύο πρώτες διατάξεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 43 ανωτέρω, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK για να διαπιστώσει την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος, καθότι οι επίμαχες συμφωνίες δεν έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα ή στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα (διατάξεις της 19ης Ιουλίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑180/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:496, σκέψεις 69 έως 71, και της 30ής Νοεμβρίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑275/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:869, σκέψεις 41 και 42).

45      Με την τρίτη εκ των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 43 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει του άρθρου 218, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ, η απόφαση του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2018, που επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Βασίλειο του Μαρόκου για την τροποποίηση της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης και τη σύναψη πρωτοκόλλου εφαρμογής της μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Βασιλείου του Μαρόκου, είχε ως αντικείμενο μόνον τον ορισμό διαπραγματευτή ή επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της Ένωσης και την παροχή οδηγιών στα εν λόγω πρόσωπα. Επρόκειτο, επομένως, για πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα μόνον στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της καθώς και μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Εξ αυτού το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε ότι η εν λόγω απόφαση δεν παρήγαγε αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος και ότι, επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε άμεσα το προσφεύγον (διάταξη της 8ης Φεβρουαρίου 2019, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑376/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:77, σκέψεις 28 και 29).

Δ.      Προσβαλλόμενη απόφαση και επίμαχη συμφωνία

46      Μετά την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Συμβούλιο, με απόφαση της 29ης Μαΐου 2017, εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις, εξ ονόματος της Ένωσης, με το Βασίλειο του Μαρόκου, εν όψει της σύναψης διεθνούς συμφωνίας για την τροποποίηση των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4.

47      Στο πλαίσιο της εξουσιοδότησης για την έναρξη διαπραγματεύσεων που χορηγήθηκε στην Επιτροπή, το Συμβούλιο ζήτησε από αυτήν, αφενός, να μεριμνήσει για την κατάλληλη συμμετοχή των πληθυσμών τους οποίους αφορά η σχεδιαζόμενη διεθνής συμφωνία και, αφετέρου, να αξιολογήσει τις δυνητικές συνέπειες της εν λόγω συμφωνίας στη βιώσιμη ανάπτυξη της Δυτικής Σαχάρας, μεταξύ άλλων τα οφέλη για τους τοπικούς πληθυσμούς και τον αντίκτυπο της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων στα σχετικά εδάφη.

48      Η Επιτροπή εξέθεσε το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων και της ανάλυσης που διενήργησε όσον αφορά τα ζητήματα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 47 ανωτέρω στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018 σχετικά με τα οφέλη για τον πληθυσμό της Δυτικής Σαχάρας από την επέκταση των δασμολογικών προτιμήσεων στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας και σχετικά με τη διαβούλευση με τον εν λόγω πληθυσμό (στο εξής: έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018). Η εν λόγω έκθεση συνόδευε την πρόταση σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας, υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, για την τροποποίηση των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4 της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου [COM(2018) 481 final].

49      Στις 25 Οκτωβρίου 2018 η Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου υπέγραψαν, στις Βρυξέλλες, τη συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών για την τροποποίηση των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4 της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου (στο εξής: επίμαχη συμφωνία).

50      Στις 28 Ιανουαρίου 2019 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2019/217 του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας, υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, για την τροποποίηση των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4 της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου (ΕΕ 2019, L 34, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

51      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο εκθέτει τα εξής:

«(3)      Η Ένωση δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της πολιτικής διαδικασίας για το τελικό καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας που λαμβάνει χώρα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών και έχει επανειλημμένως επιβεβαιώσει την προσήλωσή της στη διευθέτηση της διαφοράς στη Δυτική Σαχάρα, η οποία επί του παρόντος συμπεριλαμβάνεται από τα Ηνωμένα Έθνη στον κατάλογο των μη αυτόνομων περιοχών και η οποία σήμερα διοικείται σε μεγάλο βαθμό από το Βασίλειο του Μαρόκου. […]

(4)      Από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας σύνδεσης, τα προϊόντα που προέρχονται από τη Δυτική Σαχάρα και πιστοποιούνται ως καταγωγής Μαρόκου εισάγονταν στην Ένωση με το ευεργέτημα των δασμολογικών προτιμήσεων που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας.

(5)      Στην απόφασή του στην υπόθεση C‑104/16 P […], το Δικαστήριο διευκρίνισε ωστόσο ότι η συμφωνία σύνδεσης κάλυπτε μόνο το έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου και όχι τη Δυτική Σαχάρα, μια μη αυτόνομη περιοχή.

(6)      Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι εμπορικές ροές που αναπτύχθηκαν με την πάροδο των ετών δεν θα διαταραχθούν, ενώ θα δοθούν οι κατάλληλες εγγυήσεις για την προστασία του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη βιώσιμη ανάπτυξη των σχετικών περιοχών. Το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή στις 29 Μαΐου 2017 να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Βασίλειο του Μαρόκου με σκοπό να καθορίσει, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, τη νομική βάση για τη χορήγηση των δασμολογικών προτιμήσεων που προβλέπονται στη συμφωνία σύνδεσης στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας. Η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου αποτελεί το μόνο μέσο που μπορεί να διασφαλίσει ότι η εισαγωγή προϊόντων καταγωγής Δυτικής Σαχάρας τυγχάνει προτιμησιακής καταγωγής, δεδομένου ότι οι μαροκινές αρχές είναι οι μόνες που μπορούν να διασφαλίσουν την τήρηση των κανόνων που απαιτούνται για τη χορήγηση των εν λόγω προτιμήσεων.

(7)      Η Επιτροπή αξιολόγησε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις μιας τέτοιας συμφωνίας στη βιώσιμη ανάπτυξη, ιδίως όσον αφορά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των δασμολογικών προτιμήσεων που χορηγήθηκαν στα προϊόντα της Δυτικής Σαχάρας για τα άτομα τα οποία αφορά η συμφωνία και τις επιπτώσεις στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των σχετικών περιοχών […]

(8)      […] [Α]πό την εν λόγω αξιολόγηση προκύπτει ότι, συνολικά, τα πλεονεκτήματα για την οικονομία της Δυτικής Σαχάρας από τη χορήγηση των δασμολογικών προτιμήσεων που προβλέπονται στη συμφωνία σύνδεσης στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας και, ιδίως, ο ισχυρός μοχλός οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που συνιστά η χορήγησή τους, υπερβαίνουν τα μειονεκτήματα που αναφέρθηκαν κατά τη διαδικασία διαβουλεύσεων, μεταξύ των οποίων η εκτεταμένη χρήση φυσικών πόρων […]

(9)      Εκτιμήθηκε ότι η επέκταση των δασμολογικών προτιμήσεων στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας θα έχει συνολικά θετικό αντίκτυπο στα άτομα τα οποία αφορά η συμφωνία […]

(10)      Λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις για τη συναίνεση στην απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, έλαβε όλα τα εύλογα και δυνατά μέτρα εντός του υφιστάμενου πλαισίου για την επαρκή συμμετοχή των ατόμων τα οποία αφορά η συμφωνία, ώστε να εξασφαλιστεί η συναίνεσή τους στη συμφωνία. Διενεργήθηκαν ευρείες διαβουλεύσεις και οι κοινωνικοοικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις εκφράστηκαν στην πλειονότητά τους υπέρ της επέκτασης των δασμολογικών προτιμήσεων της συμφωνίας σύνδεσης στη Δυτική Σαχάρα. Εκείνοι που απέρριψαν την επέκταση θεώρησαν κατ’ ουσίαν ότι μια τέτοια συμφωνία θα επικύρωνε τη θέση του Μαρόκου επί του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας. Ωστόσο, καμία διάταξη της συμφωνίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι αναγνωρίζει την κυριαρχία του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα. Η Ένωση θα εντείνει εξάλλου τις προσπάθειές της για στήριξη της διαδικασίας ειρηνικής επίλυσης της διαφοράς η οποία ξεκίνησε και συνεχίζεται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.»

52      Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζει ότι η επίμαχη συμφωνία εγκρίνεται εξ ονόματος της Ένωσης. Η εν λόγω συμφωνία άρχισε να ισχύει στις 19 Ιουλίου 2019 (ΕΕ 2019, L 197, σ. 1).

53      Το τρίτο έως το ένατο εδάφιο της επίμαχης συμφωνίας διαλαμβάνουν τα εξής:

«Η παρούσα συμφωνία συνάπτεται με την επιφύλαξη των αντίστοιχων θέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με την εν λόγω περιοχή.

Τα δύο μέρη επιβεβαιώνουν τη στήριξή τους στη διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών και υποστηρίζουν τις προσπάθειες του γενικού γραμματέα για την επίτευξη οριστικής πολιτικής λύσης, σύμφωνα με τις αρχές και τους στόχους του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου συμφώνησαν να προστεθεί η ακόλουθη κοινή δήλωση μετά το πρωτόκολλο αριθ. 4 της συμφωνίας σύνδεσης:

“Κοινή δήλωση για την εφαρμογή των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4 της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου (εφεξής ‘συμφωνία σύνδεσης’)

1.      Τα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας που υπόκεινται στον έλεγχο των τελωνειακών αρχών του Βασιλείου του Μαρόκου τυγχάνουν των ίδιων εμπορικών προτιμήσεων με αυτές που χορηγούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα προϊόντα που καλύπτονται από τη συμφωνία σύνδεσης.

2.      Το πρωτόκολλο αριθ. 4 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία με σκοπό τον καθορισμό του χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα αποδεικτικά καταγωγής.

3.      Οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου αριθ. 4 στα εν λόγω προϊόντα.”

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου επιβεβαιώνουν εκ νέου τη δέσμευσή τους να εφαρμόζουν τα πρωτόκολλα σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας σύνδεσης για τον σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η προσθήκη της παρούσας κοινής δήλωσης βασίζεται στη μακροχρόνια προνομιακή εταιρική σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, όπως ιδίως επισφραγίζεται με το προηγμένο καθεστώς που χορηγήθηκε στο Βασίλειο του Μαρόκου, καθώς και στην κοινή φιλοδοξία των μερών να εμβαθύνουν και να διευρύνουν την εν λόγω εταιρική σχέση.

Σε αυτό το πνεύμα εταιρικής σχέσης και προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στα μέρη να αξιολογήσουν τον αντίκτυπο της παρούσας συμφωνίας όσον αφορά ιδίως τη βιώσιμη ανάπτυξη και, κυρίως, ως προς τα οφέλη για τα άτομα τα οποία αφορά η συμφωνία και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των υπόψη εδαφών, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου συμφώνησαν να ανταλλάσσουν πληροφορίες στο πλαίσιο της επιτροπής σύνδεσης τουλάχιστον μία φορά ετησίως.

Οι ειδικές λεπτομέρειες αυτής της διαδικασίας αξιολόγησης θα καθοριστούν μεταγενέστερα με σκοπό την έγκρισή τους από την επιτροπή σύνδεσης, το αργότερο δύο μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας.»

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

54      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Απριλίου 2019, το προσφεύγον άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

55      Την 1η Αυγούστου 2019 το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

56      Με αποφάσεις του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, της 10ης και της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, αντιστοίχως, επιτράπηκε στη Γαλλική Δημοκρατία, αφενός, και στην Επιτροπή, αφετέρου, να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

57      Την 1η Οκτωβρίου 2019 το προσφεύγον κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως.

58      Με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

59      Η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή κατέθεσαν τα υπομνήματα παρεμβάσεώς τους στις 23 και στις 29 Οκτωβρίου 2019, αντιστοίχως.

60      Με διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 2019, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑279/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:808), η πρόεδρος του ένατου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στην Confédération marocaine de l’agriculture et du développement rural (Comader) να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

61      Στις 5 Δεκεμβρίου 2019 το Συμβούλιο κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

62      Το προσφεύγον κατέθεσε στις 20 Δεκεμβρίου 2019 και στις 6 Ιανουαρίου 2020, αντιστοίχως, παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως, αφενός, της Γαλλικής Δημοκρατίας και, αφετέρου, της Επιτροπής.

63      Στις 23 Ιανουαρίου 2020 η Comader κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως. Στις 17 Φεβρουαρίου 2020 το προσφεύγον κατέθεσε παρατηρήσεις επί του εν λόγω υπομνήματος.

64      Στις 23 Νοεμβρίου 2020, κατόπιν προτάσεως του ένατου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

65      Στις 9 Δεκεμβρίου 2020 το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε αυτεπαγγέλτως, βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

66      Με δύο μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, τα οποία λήφθηκαν στις 17 και 18 Δεκεμβρίου 2020, αντιστοίχως, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, έθεσε ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση στους διαδίκους και κάλεσε το προσφεύγον και την Επιτροπή να προσκομίσουν συμπληρωματικές πληροφορίες και, αφετέρου, κάλεσε τους διαδίκους να διευκρινίσουν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την άποψή τους επί ορισμένων κρίσιμων στην υπό κρίση διαφορά ζητημάτων αρχής.

67      Το Συμβούλιο, αφενός, και το προσφεύγον, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader, αφετέρου, κατέθεσαν τις γραπτές απαντήσεις τους στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου στις 24 και 25 Ιανουαρίου 2021, αντιστοίχως. Το προσφεύγον και η Επιτροπή προσκόμισαν τις ζητηθείσες πληροφορίες στο πλαίσιο των εν λόγω απαντήσεων.

68      Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 2 Μαρτίου 2021. Μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση περατώθηκε η προφορική διαδικασία.

69      Στις 19 Απριλίου 2021 η Επιτροπή κατέθεσε παρατηρήσεις επί των πρακτικών της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Με διάταξη της 30ής Απριλίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, προκειμένου να κατατεθούν οι εν λόγω παρατηρήσεις στη δικογραφία και να κληθούν το προσφεύγον, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία και η Comader να υποβάλουν τις σχετικές παρατηρήσεις τους. Το Συμβούλιο και η Γαλλική Δημοκρατία, αφενός, και το προσφεύγον και η Comader, αφετέρου, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 12 και στις 17 Μαΐου 2021, αντιστοίχως. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 19 Μαΐου 2021 και άρχισε η διάσκεψη για την έκδοση απόφασης. Τα τροποποιημένα πρακτικά διαβιβάστηκαν στους διαδίκους στις 22 Ιουνίου 2021.

70      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή Β. Berke την 1η Αυγούστου 2021, οι τρεις δικαστές που υπογράφουν την παρούσα απόφαση συνέχισαν τη διάσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

71      Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και την Comader στα δικαστικά έξοδα.

72      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

73      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

74      Η Επιτροπή δεν υπέβαλε τυπικώς αιτήματα, αλλά δήλωσε ότι στηρίζει τα αιτήματα του Συμβουλίου.

75      Η Comader ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

76      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η υπό κρίση διαφορά αφορά τη σύναψη, εξ ονόματος της Ένωσης, συμφωνίας μεταξύ αυτής και του Βασιλείου του Μαρόκου, με την οποία τα εν λόγω μέρη συμφώνησαν να παρεμβάλουν, μετά το πρωτόκολλο αριθ. 4 της συμφωνίας σύνδεσης, μια κοινή δήλωση, με τον τίτλο «Κοινή δήλωση για την εφαρμογή των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4 της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου» (στο εξής: κοινή δήλωση για τη Δυτική Σαχάρα), με την οποία επεκτείνεται στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας που «υπόκεινται στον έλεγχο των [μαροκινών] τελωνειακών αρχών» το ευεργέτημα των εμπορικών προτιμήσεων που χορηγούνται στα προϊόντα μαροκινής καταγωγής τα οποία εξάγονται στην Ένωση δυνάμει του πρωτοκόλλου αριθ. 1 (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω).

77      Με την προσφυγή του, το προσφεύγον, το οποίο ισχυρίζεται ότι ενεργεί «εξ ονόματος του λαού των Σαχράουι», ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ’ ουσίαν, διότι, εγκρίνοντας την επίμαχη συμφωνία χωρίς τη συναίνεση του εν λόγω λαού, παρότι η εν λόγω συμφωνία εφαρμόζεται στη Δυτική Σαχάρα, το Συμβούλιο παρέβη, με τη σχετική απόφαση, τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ένωση βάσει του δικαίου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου, στο πλαίσιο των σχέσεών της με το Βασίλειο του Μαρόκου. Ειδικότερα, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η επίμαχη συμφωνία είναι αντίθετη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου η οποία διατυπώθηκε στις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK και η οποία απέκλεισε μια τέτοια εδαφική εφαρμογή.

78      Χωρίς να καταθέσει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και την Comader, προβάλλει, κυρίως, δύο λόγους απαραδέκτου της υπό κρίση προσφυγής, οι οποίοι αφορούν, πρώτον, έλλειψη ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης και, δεύτερον, έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος όσον αφορά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των λόγων απαραδέκτου, οι ως άνω διάδικοι αμφισβητούν την έκταση και την αποκλειστικότητα του ρόλου που διεκδικεί το προσφεύγον ως προς τον λαό της Δυτικής Σαχάρας. Επιπλέον, η Comader αμφισβητεί το κύρος της εντολής που χορήγησε το προσφεύγον στον δικηγόρο του. Επικουρικώς, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader ζητούν να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος επί της ουσίας. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι εγκρίνοντας την επίμαχη συμφωνία, ενήργησε σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Εξάλλου, παρότι συμφωνούν με την εν λόγω επιχειρηματολογία, η Επιτροπή και η Comader θεωρούν ότι, εν πάση περιπτώσει, η σχετική νομολογία δεν ασκεί επιρροή στην εξέταση της προσφυγής, μεταξύ άλλων, καθότι αφορά, κατ’ αυτές, την ερμηνεία των συμφωνιών που συνήψε η Ένωση με το Βασίλειο του Μαρόκου και όχι το κύρος τους. Επιπλέον, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader θεωρούν ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση των αρχών του διεθνούς δικαίου, επί των οποίων το προσφεύγον στηρίζει την επιχειρηματολογία του.

Α.      Επί του παραδεκτού της προσφυγής

1.      Επί του πρώτου λόγου απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος

79      Προς στήριξη του πρώτου λόγου απαραδέκτου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν είναι νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο διαθέτει ικανότητα διαδίκου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Πρώτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα δυνάμει του εσωτερικού δικαίου κράτους μέλους. Δεύτερον, κατά το Συμβούλιο, το προσφεύγον δεν είναι υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Τρίτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν πληροί τα κριτήρια που έχουν θέσει τα δικαστήρια της Ένωσης βάσει των οποίων μπορεί να αναγνωριστεί η ικανότητα διαδίκου σε οντότητα στερούμενη νομικής προσωπικότητας και, ειδικότερα, την προϋπόθεση να αντιμετωπίζει η Ένωση την εν λόγω οντότητα ως διακριτό υποκείμενο με δικαιώματα και υποχρεώσεις.

80      Η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και η Comader αναπτύσσουν, κατ’ ουσίαν, την ίδια επιχειρηματολογία με εκείνη του Συμβουλίου. Η Comader υποστηρίζει, επιπλέον, ότι το προσφεύγον δεν διαθέτει την αναγκαία αυτονομία προκειμένου να δρα ως υπεύθυνη οντότητα στις έννομες σχέσεις, υπό το πρίσμα των σχέσεών του με τη Λαϊκή Αραβική Δημοκρατία της Σαχάρας (ΛΑΔΣ), η οποία δεν αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ και από την Ένωση.

81      Προς απόδειξη της ικανότητας διαδίκου, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι είναι εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, το οποίο αντλεί άμεσα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του από το διεθνές δίκαιο, λόγω του χωριστού και διακριτού καθεστώτος της Δυτικής Σαχάρας και του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του λαού των Σαχράουι. Κατά το προσφεύγον, το εν λόγω καθεστώς επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από την ικανότητά του να συνάπτει συμφωνίες και από την αναγνώρισή του, από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ως μόνου εκπροσώπου του εν λόγω λαού. Ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου, πληροί, κατά μείζονα λόγο, τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία βάσει των οποίων εξακριβώνεται αν οντότητα στερούμενη νομικής προσωπικότητας μπορεί να θεωρηθεί νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

82      Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου του άρθρου αυτού, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα και για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

83      Εν συνεχεία, κατά τη νομολογία, παρότι η έννοια του νομικού προσώπου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας, η οποία πρέπει να εξακριβώνεται υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου βάσει του οποίου έχει συσταθεί το σχετικό νομικό πρόσωπο, δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκην με τις αντίστοιχες έννοιες που απαντούν στις διάφορες έννομες τάξεις των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, Saremar κατά Επιτροπής, T‑220/14, EU:T:2017:267, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, η νομολογία έχει αναγνωρίσει σε οντότητες την ικανότητα διαδίκου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ανεξαρτήτως της σύστασής τους ως νομικών προσώπων του εσωτερικού δικαίου.

84      Τούτο συνέβη, μεταξύ άλλων, όταν, αφενός, η σχετική οντότητα διέθετε επαρκή εξουσία εκπροσώπησης των προσώπων των οποίων τα αντλούμενα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα ισχυριζόταν ότι προασπίζεται καθώς και την αυτονομία και την ευθύνη που είναι αναγκαίες για να ενεργεί στο πλαίσιο εννόμων σχέσεων που καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, τα θεσμικά όργανα την είχαν αναγνωρίσει ως συνομιλητή κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων σχετικά με τα εν λόγω δικαιώματα (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 1974, Union syndicale – Service public européen κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 175/73, EU:C:1974:95, σκέψεις 9 έως 17, και της 8ης Οκτωβρίου 1974, Syndicat général du personnel des organismes européens κατά Επιτροπής, 18/74, EU:C:1974:96, σκέψεις 5 έως 13).

85      Τούτο συνέβη επίσης όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν αντιμετωπίσει την εν λόγω οντότητα ως διακριτό υποκείμενο με δικά του δικαιώματα και δικές του υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, η συνέπεια και η δικαιοσύνη επιβάλλουν να αναγνωριστεί η ικανότητα διαδίκου της εν λόγω οντότητας προκειμένου να προσβάλει τα μέτρα που περιορίζουν τα δικαιώματά της ή τις δυσμενείς αποφάσεις που έλαβαν έναντι αυτής τα θεσμικά όργανα (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 1982, Groupement des Agences de voyages κατά Επιτροπής, 135/81, EU:C:1982:371, σκέψεις 9 έως 11· της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψεις 107 έως 112, και της 15ης Ιουνίου 2017, Al-Faqih κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑19/16 P, EU:C:2017:466, σκέψη 40).

86      Από τις αποφάσεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 84 και 85 ανωτέρω συνάγεται ότι το Δικαστήριο επιδίωξε να προσαρμόσει τη νομολογία του σε πολύ διαφορετικές περιστάσεις αντί να υιοθετήσει μια προσέγγιση τυπολατρική ή άκαμπτη της έννοιας του νομικού προσώπου (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Front Polisario, C‑104/16 P, EU:C:2016:677, σημείο 140). Συγκεκριμένα, η εν λόγω έννοια δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά, όπως επιβεβαίωσε προσφάτως το Δικαστήριο [απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου (Επηρεασμός τρίτου κράτους), C‑872/19 P, EU:C:2021:507, σκέψη 44]. Ως εκ τούτου, η εν λόγω νομολογία δεν αποκλείει, υπό το πρίσμα περιστάσεων διαφορετικών από τις εξετασθείσες στις εν λόγω αποφάσεις, την αναγνώριση σε μια οντότητα της ικανότητας διαδίκου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ανεξαρτήτως της νομικής προσωπικότητάς της κατά το εσωτερικό δίκαιο, ιδίως αν το επιβάλλουν οι απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

87      Τέλος, από τη νομολογία συνάγεται ότι υποκείμενα δημόσιου διεθνούς δικαίου, όπως τρίτα κράτη, συνιστούν νομικά πρόσωπα κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης [πρβλ. διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2020, Καμπότζη και CRF κατά Επιτροπής, T‑246/19, EU:T:2020:415, σκέψεις 47, 49 και 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης και κατ’ αναλογίαν, διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2018, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής κατά Apple Sales International κ.λπ., C‑12/18 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:330, σκέψη 9 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], όπως, εξάλλου, επιβεβαίωσε προσφάτως το Δικαστήριο [πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου (Επηρεασμός τρίτου κράτους) (C‑872/19 P, EU:C:2021:507, σκέψη 53].

88      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το προσφεύγον δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα δυνάμει του δικαίου κράτους μέλους ή τρίτου κράτους. Ειδικότερα, από τις επεξηγήσεις του προσφεύγοντος προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του καθεστώτος της Δυτικής Σαχάρας ως μη αυτόνομου εδάφους, το προσφεύγον επικαλείται μόνον το δημόσιο διεθνές δίκαιο και όχι οποιαδήποτε εσωτερική έννομη τάξη. Επομένως, η ιδιότητά του ως νομικού προσώπου, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να διαπιστωθεί υπό το πρίσμα εσωτερικής έννομης τάξης.

89      Αντιθέτως, όσον αφορά το ζήτημα της ύπαρξης της νομικής προσωπικότητας του προσφεύγοντος υπό το πρίσμα του δημόσιου διεθνούς δικαίου, οι διάδικοι διαφωνούν, ειδικότερα, όσον αφορά τις συνέπειες που έχει γι’ αυτήν ο ρόλος του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας. Το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader υποστηρίζουν ότι η εξουσία εκπροσώπησης του λαού του εν λόγω εδάφους περιορίζεται στον συγκεκριμένο ρόλο και ότι τα όργανα του ΟΗΕ δεν είχαν την πρόθεση να αναγνωρίσουν στο προσφεύγον άλλες αρμοδιότητες σε διεθνές επίπεδο και, επομένως, δεδομένου ότι δεν συνιστά ούτε κράτος ούτε διεθνή οργανισμό, η νομική προσωπικότητά του δεν του προσδίδει καμία ικανότητα να ενεργεί εκτός της ως άνω διαδικασίας. Αντιθέτως, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι αντλεί τη διεθνή νομική προσωπικότητά του απευθείας από το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του εν λόγω λαού και τον ρόλο που του αναγνώρισαν τα ως άνω όργανα καθώς και άλλοι διεθνείς οργανισμοί, τρίτα κράτη και η Ένωση.

90      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί, υπό το πρίσμα της νομολογίας σχετικά με την έννοια του νομικού προσώπου, που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 83 έως 87 ανωτέρω, αν τα στοιχεία που προέβαλε ο προσφεύγον, σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζει στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας, είναι ικανά να του προσδώσουν ικανότητα διαδίκου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

91      Επ’ αυτού, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 89 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, στην οποία στηρίζεται το προσφεύγον στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η εθιμική αρχή της αυτοδιάθεσης εντάσσεται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου που ισχύουν στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, και έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο. Ειδικότερα, στη σκέψη 105 της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το Διεθνές Δικαστήριο είχε υπογραμμίσει, στη γνωμοδότησή του για τη Δυτική Σαχάρα, ότι ο λαός του εδάφους αυτού είχε, δυνάμει του γενικού διεθνούς δικαίου, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, όπως τούτο εκτίθεται στις σκέψεις 90 και 91 της ίδιας απόφασης. Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, από την πλευρά της, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ συνέστησε, στο σημείο 7 του ψηφίσματός της 34/37 για το ζήτημα της Δυτικής Σαχάρας, την πλήρη συμμετοχή του προσφεύγοντος, «εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας […] στην οποιαδήποτε αναζήτηση δίκαιης, βιώσιμης και οριστικής πολιτικής λύσεως του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας» (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω).

92      Από τις ως άνω παρατηρήσεις προκύπτει, επομένως, ότι το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας, στοιχείο το οποίο τα δικαστήρια της Ένωσης οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη, και ότι, βάσει του εν λόγω δικαιώματος, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνώρισε στο προσφεύγον, ως εκπρόσωπο του εν λόγω λαού, το δικαίωμα να συμμετέχει «πλήρως» στην αναζήτηση πολιτικής λύσης στο ζήτημα του οριστικού καθεστώτος του εν λόγω εδάφους. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι το εν λόγω δικαίωμα επιβεβαιώθηκε με το ψήφισμα 35/19 (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω) και ότι το προσφεύγον το άσκησε στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στις οποίες συμμετέχουν από το 1988 το Βασίλειο του Μαρόκου και το προσφεύγον (βλ. σκέψεις 17 έως 19 ανωτέρω).

93      Στο πλαίσιο, όμως, του υπό κρίση λόγου απαραδέκτου, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader δεν αμφισβητούν την άσκηση, από το προσφεύγον, του δικαιώματός του, ως εκπροσώπου του λαού του εν λόγω εδάφους, να συμμετάσχει στη διαδικασία αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας, το οποίο του αναγνωρίζουν τα όργανα του ΟΗΕ.

94      Εξάλλου, όπως εκθέτει το προσφεύγον, έχει αναλάβει ορισμένες δεσμεύσεις βάσει του διεθνούς δικαίου υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας. Συγκεκριμένα, πρώτον, το προσφεύγον συνήψε ειρηνευτική συμφωνία με την Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας, δυνάμει της οποίας αυτή παραιτήθηκε από κάθε εδαφική διεκδίκηση επί του εδάφους αυτού (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω). Δεύτερον, το προσφεύγον και το Βασίλειο του Μαρόκου κατέληξαν σε συμφωνίες σε διάφορα ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή των προτάσεων επίλυσης του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, τις οποίες ενέκρινε το Συμβούλιο Ασφαλείας με το ψήφισμα 658 (1990). Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, όπως υποστήριξε το προσφεύγον με το υπόμνημα απαντήσεως και όπως προκύπτει από τις επιστολές και τα ψηφίσματα των οργάνων του ΟΗΕ που μνημονεύει συναφώς, τα εν λόγω όργανα υπενθυμίζουν τακτικά στο Βασίλειο του Μαρόκου και στο προσφεύγον τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και, επομένως, θεωρούν ότι το προσφεύγον, μεταξύ άλλων, οφείλει να τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε δυνάμει των εν λόγω συμφωνιών. Τρίτον, όπως επίσης επισημαίνει το προσφεύγον, υπόκειται στις απαιτήσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου οι οποίες κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, με τις τέσσερις συμβάσεις της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 και με το πρόσθετο πρωτόκολλο των συμβάσεων της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 για την προστασία των θυμάτων των διεθνών ενόπλων συρράξεων (πρωτόκολλο I), που υπεγράφη στις 8 Ιουνίου 1977, πράξεις στις οποίες προσχώρησε στις 23 Ιουνίου 2015.

95      Επιπλέον, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader δεν αμφισβητούν ότι, όπως ισχυρίστηκε το προσφεύγον, αυτό συμμετέχει στις σχετικές με το ζήτημα της Δυτικής Σαχάρας εργασίες της ειδικής επιτροπής για την αποαποικιοποίηση καθώς και στις κοινές εργασίες της Οικονομικής Επιτροπής για την Αφρική (ECA), η οποία συστάθηκε στο πλαίσιο του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών, και της ειδικής τεχνικής επιτροπής της Αφρικανικής Ένωσης για τα χρηματοοικονομικά και νομισματικά ζητήματα, τον οικονομικό προγραμματισμό και την ολοκλήρωση.

96      Επομένως, το προσφεύγον αναγνωρίζεται σε διεθνές επίπεδο ως εκπρόσωπος του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ακόμη και αν θεωρηθεί, όπως υποστηρίζουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader, ότι η εν λόγω αναγνώριση εντάσσεται στο περιορισμένο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιάθεσης του εν λόγω εδάφους. Επιπλέον, η συμμετοχή του στη διαδικασία αυτή προϋποθέτει ότι διαθέτει την αυτονομία και την ευθύνη που είναι αναγκαίες για να ενεργεί στο πλαίσιο αυτό, όπως επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το καταστατικό του που κατατέθηκε στη δικογραφία.

97      Είναι αληθές, όπως υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader, ότι η φύση και η έκταση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του προσφεύγοντος δεν είναι ισοδύναμες της φύσης και της έκτασης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των κρατών ή των διεθνών οργανισμών, κάτι το οποίο δεν αμφισβητεί, άλλωστε, το προσφεύγον. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ικανότητά του, ως εκπροσώπου του λαού μη αυτόνομου εδάφους, να διαπραγματεύεται και να αναλαμβάνει διεθνείς δεσμεύσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας και να συμμετέχει στις εργασίες των διεθνών οργανισμών σχετικά με το εν λόγω ζήτημα συνιστά βασικό στοιχείο της νομικής προσωπικότητας (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Front Polisario, C‑104/16 P, EU:C:2016:677, σημείο 146· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Générale sucrière κ.λπ. κατά Επιτροπής, 41/73, 43/73 έως 48/73, 50/73, 111/73, 113/73 και 114/73, EU:C:1973:151, σκέψη 3).

98      Κατά δεύτερον, ορθώς το προσφεύγον υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα έλαβαν γνώση του ρόλου του και της εξουσίας εκπροσώπησης που διαθέτει. Αφενός, στη σκέψη 105 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, το ίδιο το Δικαστήριο έλαβε γνώση της αναγνώρισης της εν λόγω εξουσίας εκπροσώπησης από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (βλ. σκέψη 91 ανωτέρω). Αφετέρου, το προσφεύγον προσκομίζει στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι έχει τακτικές επαφές με την Επιτροπή σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν την κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι, παρότι οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τον χαρακτηρισμό των επαφών μεταξύ του προσφεύγοντος και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας, δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω επαφές έλαβαν χώρα στις 5 Φεβρουαρίου 2018 και ότι αφορούσαν, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας. Στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, η Επιτροπή εξέθεσε τη θέση του προσφεύγοντος όσον αφορά τη σχεδιαζόμενη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας παραπέμποντας ρητώς στις εν λόγω επαφές. Επομένως, παρότι δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις σχετικά με την επίμαχη συμφωνία, το προσφεύγον μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης το θεωρούν νόμιμο συνομιλητή όσον αφορά τα ζητήματα που μπορεί να αφορούν το εν λόγω έδαφος, μεταξύ άλλων για να εκφράσει τη θέση του σχετικά με τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας.

99      Κατά τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 105 της ίδιας απόφασης (βλ. σκέψη 91 ανωτέρω), ο λαός της Δυτικής Σαχάρας έπρεπε να θεωρηθεί «τρίτος» κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, ο οποίος, ως τέτοιος, μπορούσε να επηρεαστεί από την εφαρμογή της συμφωνίας σύνδεσης στην περίπτωση που το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της και, επομένως, η εν λόγω εφαρμογή έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να έχει τη συναίνεσή του.

100    Με την υπό κρίση προσφυγή, όμως, το προσφεύγον επιδιώκει να υπερασπιστεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλει το εν λόγω δικαίωμα, μέσω της έγκρισης της σύναψης συμφωνίας με το Βασίλειο του Μαρόκου η οποία εφαρμόζεται στο εν λόγω έδαφος, χωρίς τη συναίνεσή του, εν αντιθέσει προς την κρίση του Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι, στην ιδιαίτερη αυτή κατάσταση, οι απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλουν, εν πάση περιπτώσει, να αναγνωριστεί στο προσφεύγον η ικανότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να υπερασπιστεί το εν λόγω δικαίωμα.

101    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω περιστάσεων, το προσφεύγον πρέπει να χαρακτηριστεί νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο έχει ικανότητα διαδίκου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής. Η εν λόγω ικανότητα δεν επηρεάζει την υποχρέωσή του να αποδείξει ότι πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις παραδεκτού και, ειδικότερα, ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης.

102    Τα επιχειρήματα του Συμβουλίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και της Comader δεν αναιρούν το ως άνω συμπέρασμα.

103    Κατά πρώτον, στο μέτρο που δεν αμφισβητείται ότι τα όργανα του ΟΗΕ αναγνώρισαν στο προσφεύγον την ιδιότητα του εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιάθεσης του εν λόγω μη αυτόνομου εδάφους, τα επιχειρήματα των ως άνω διαδίκων σχετικά με το γεγονός ότι το προσφεύγον δεν είναι ο μόνος εκπρόσωπος του λαού της Δυτικής Σαχάρας και ότι η εξουσία του εκπροσώπησης του εν λόγω λαού περιορίζεται στην ως άνω διαδικασία πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθούν. Το ίδιο ισχύει για τα επιχειρήματα που αφορούν το γεγονός ότι τα όργανα του ΟΗΕ δεν όρισαν ρητώς το προσφεύγον ως εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ή το γεγονός ότι δεν του αποδόθηκε καθεστώς παρατηρητή στα εν λόγω όργανα. Για τους ίδιους λόγους, το επιχείρημα ότι έχει, στην καλύτερη περίπτωση, «λειτουργική» ή «μεταβατική» νομική προσωπικότητα είναι απορριπτέο. Συγκεκριμένα, τα ως άνω επιχειρήματα αφορούν μόνον τα όρια του ρόλου και της εξουσίας εκπροσώπησης του προσφεύγοντος και δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξή της.

104    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της Comader σχετικά με την προβαλλόμενη έλλειψη ανεξαρτησίας του προσφεύγοντος σε σχέση με τη ΛΑΔΣ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο προσφεύγον αναγνωρίστηκε το δικαίωμα να συμμετάσχει στη διαδικασία σχετικά με το οριστικό καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας, που διεξάγεται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, και ότι ανέλαβε υποχρεώσεις σε σχέση με την εν λόγω διαδικασία ως εκπρόσωπος του λαού του εν λόγω εδάφους και όχι για να εκπροσωπήσει τη ΛΑΔΣ. Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνει το προσφεύγον, από το σύνολο του άρθρου 31 του «συντάγματος» της ΛΑΔΣ, το οποίο η Comader παρέθεσε εν μέρει προς στήριξη του επιχειρήματός της, προκύπτει ότι το εν λόγω κείμενο αναγνωρίζει στο προσφεύγον αυτονομία ως πολιτική οργάνωση επιφορτισμένη με την οργάνωση και την προώθηση του αγώνα για την ανεξαρτησία του εν λόγω εδάφους. Επομένως, από τα στοιχεία που προσκόμισε η Comader δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι δεσμοί του προσφεύγοντος με τη ΛΑΔΣ του στερούν την αυτονομία και την ευθύνη που είναι αναγκαίες για να ενεργεί στο πλαίσιο εννόμων σχέσεων.

105    Κατά τρίτον, η ικανότητα διαδίκου του προσφεύγοντος δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το προβαλλόμενο επιχείρημα ότι δεν υφίσταται μεταξύ του προσφεύγοντος και της Ένωσης ή μεταξύ του προσφεύγοντος και των κρατών μελών κανενός είδους έννομη σχέση, από την οποία να προκύπτουν, για το προσφεύγον, δικαιώματα και υποχρεώσεις και η οποία να συνιστά, εκ μέρους της Ένωσης ή των κρατών μελών, μορφή «διεθνούς αναγνώρισης».

106    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η Ένωση συνιστά ένωση δικαίου, υπό την έννοια ότι ούτε τα κράτη μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα διαφεύγουν τον έλεγχο της συμφωνίας των πράξεών τους προς τον βασικό καταστατικό χάρτη που αποτελούν η Συνθήκη ΕΕ και η Συνθήκη ΛΕΕ, καθώς και ότι με την εν λόγω Συνθήκη καθιερώνεται πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών το οποίο αναθέτει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων (πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 281 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

107    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έχει επιληφθεί προσφυγής ακυρώσεως πράξης της Ένωσης, επί της οποίας είναι αρμόδιο να αποφανθεί δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 1, και του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά, ως εκπρόσωπο του λαού της Δυτικής Σαχάρας. Τέλος, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να σέβονται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του εν λόγω λαού, το οποίο επιδιώκει να υπερασπιστεί το προσφεύγον στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Ως εκ τούτου, στο στάδιο της εξέτασης της ικανότητας διαδίκου, δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη έννομης σχέσης μεταξύ της Ένωσης και του προσφεύγοντος, η οποία θα πρέπει να εξακριβωθεί στο πλαίσιο της εξέτασης του άμεσου και ατομικού επηρεασμού του από την προσβαλλόμενη απόφαση. Η ως άνω ανάλυση δεν αναιρείται από την παραπομπή του Συμβουλίου στη σκέψη 22 της διάταξης της 3ης Απριλίου 2008, Landtag Schleswig-Holstein κατά Επιτροπής (T‑236/06, EU:T:2008:91), η οποία, όπως επισήμανε το προσφεύγον, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η ως άνω σκέψη της διάταξης αυτής αφορά την ιδιότητα νομικού προσώπου, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οντότητας ενδοκρατικού χαρακτήρα ενός κράτους μέλους.

108    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώθηκε ήδη στη σκέψη 98 ανωτέρω ότι τα θεσμικά όργανα είχαν λάβει γνώση της εξουσίας εκπροσώπησης του προσφεύγοντος και ότι το αντιμετώπιζαν ως νόμιμο συνομιλητή όσον αφορά το ζήτημα της Δυτικής Σαχάρας. Το γεγονός ότι δεν είναι αποδέκτης οποιασδήποτε πράξης της Ένωσης δεν είναι, επομένως, καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση της ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος.

109    Κατά τέταρτον, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, αναγνωρίζοντας στο προσφεύγον την ικανότητα διαδίκου ενώπιόν του, το Γενικό Δικαστήριο δεν μετατρέπεται σε «οιονεί διεθνές» δικαστήριο στο οποίο μπορεί να προσφύγει μέρος σε διεθνή «διαφορά», ακόμη και αν στερείται νομικής προσωπικότητας δυνάμει του δικαίου κράτους μέλους ή τρίτου κράτους.

110    Συγκεκριμένα, αφενός, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, η υπό κρίση διαφορά αφορά προσφυγή ακυρώσεως πράξης της Ένωσης. Δεν αφορά διεθνή «διαφορά» στην οποία το προσφεύγον είναι μέρος.

111    Αφετέρου, μια διεθνής συμφωνία ή οι πράξεις διεθνούς οργανισμού δεν μπορεί να θίγουν το σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων που καθιερώνουν οι Συνθήκες και, συνακόλουθα, την αυτονομία του νομικού συστήματος της Ένωσης, τον σεβασμό της οποίας διασφαλίζει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει της αποκλειστικής αρμοδιότητας που του αναγνωρίζει το άρθρο 19 ΣΕΕ. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών δεν επιβάλλει στα μέλη του ΟΗΕ ή στους περιφερειακούς οργανισμούς που συγκροτούνται από ορισμένα εξ αυτών, όπως η Ένωση, συγκεκριμένο πρότυπο προκειμένου να διασφαλίζουν, στην εσωτερική έννομη τάξη τους, την τήρηση ή τη συνεκτίμηση των ψηφισμάτων των οργάνων του (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψεις 282 και 298).

112    Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, αρκεί το προσφεύγον να πληροί μόνον τις προϋποθέσεις παραδεκτού του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα εκείνες που απορρέουν από την έννοια του νομικού προσώπου, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, η αναγνώριση της ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς ουδόλως έχει ως συνέπεια να μετατρέπει το Γενικό Δικαστήριο σε «οιονεί διεθνές δικαστήριο», δεδομένου ότι η εν λόγω αναγνώριση πραγματοποιείται στο αυστηρό πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί σε αυτό από το δίκαιο της Ένωσης.

113    Κατά πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, αναγνωρίζοντας στο προσφεύγον ικανότητα διαδίκου, το Γενικό Δικαστήριο θα υποκαταστήσει τα θεσμικά όργανα που διαχειρίζονται τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης και θα εκδώσει «πολιτική» απόφαση, υπενθυμίζεται ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν εκχωρηθεί στα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πεδίο των διεθνών σχέσεων δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τον δικαστικό έλεγχο. Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα σε παράγοντες διεθνούς πολιτικής και σκοπιμότητας από ό,τι στους κανόνες παραδεκτού του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, άλλως θα υπερβεί τις αρμοδιότητές του (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 25ης Σεπτεμβρίου 2019, Magnan κατά Επιτροπής, T‑99/19, EU:T:2019:693, σκέψεις 34 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

114    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο ο οποίος αφορά έλλειψη ικανότητας διαδίκου του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του κύρους της εντολής του προσφεύγοντος προς τον δικηγόρο του

115    Η Comader διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος της εντολής του προσφεύγοντος προς τον δικηγόρο του. Συγκεκριμένα, ζητεί να διευκρινιστεί αν η εν λόγω εντολή μπορεί να υπογραφεί εγκύρως από τον «πολιτικό γραμματέα» του προσφεύγοντος, όπως συνέβη εν προκειμένω. Επιπλέον, τα καθήκοντα του «πολιτικού γραμματέα» δεν μνημονεύονται στο απόσπασμα του καταστατικού του που προσκόμισε το προσφεύγον. Η Comader ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει το νομότυπο της εν λόγω εντολής. Υποστηρίζει ότι, εάν η εντολή δεν είναι νομότυπη, η προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη βάσει, ειδικότερα, του άρθρου 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

116    Το προσφεύγον, ερωτηθέν επί του ζητήματος αυτού, στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 17ης Δεκεμβρίου 2020, πρώτον, επισημαίνει ότι δεν είναι «νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου» κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι, από το 2012, άσκησε κάθε προσφυγή βάσει εντολών υπογεγραμμένων από τον «πολιτικό γραμματέα» του, χωρίς το κύρος των εν λόγω εντολών να τεθεί ποτέ υπό αμφισβήτηση. Τρίτον, η «γραμματεία της πολιτικής οργάνωσης», επικεφαλής της οποίας είναι ο υπογράφων την εντολή, συγκαταλέγεται στις «βασικές δομές του Front» και προβλέπεται στα άρθρα 119 έως 130 του καταστατικού του. Τέταρτον, ο εν λόγω υπογράφων και τα καθήκοντά του προσδιορίζονται σαφώς σε έγγραφα τα οποία είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο. Από όλα τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι, κατά τη νομολογία, ουδεμία χωρεί αμφιβολία όσον αφορά την πρόθεση του προσφεύγοντος να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή. Προς στήριξη των ως άνω επιχειρημάτων, το προσφεύγον προσκομίζει το πλήρες κείμενο του καταστατικού του, το οποίο εγκρίθηκε κατά το δέκατο τέταρτο συνέδριό του, που διεξήχθη από τις 16 έως τις 23 Δεκεμβρίου 2015, καθώς και τα διαθέσιμα στο διαδίκτυο έγγραφα, στα οποία παραπέμπει.

117    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, τους λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, ακόμη και αν προβάλλονται, το πρώτον, από παρεμβαίνοντα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Sniace κατά Επιτροπής, T‑88/01, EU:T:2005:128, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

118    Επ’ αυτού, αφενός, υπενθυμίζεται ότι το προσφεύγον δεν είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου συσταθέν δυνάμει του δικαίου κράτους μέλους ή τρίτου κράτους (βλ. σκέψη 88 ανωτέρω).

119    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 91 έως 114 ανωτέρω, το προσφεύγον έχει ικανότητα διαδίκου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ως νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

120    Υπενθυμίζεται, όμως, ότι κατά τη θέσπιση των διατάξεων του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Κανονισμού Διαδικασίας, και ειδικότερα εκείνων που αφορούν τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, όπως το άρθρο 51, παράγραφος 3, και το άρθρο 78, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεν προβλέφθηκε η περίπτωση άσκησης προσφυγής από οργανώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα αποκτηθείσα βάσει του εσωτερικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως πρέπει να εφαρμόζονται κατόπιν της αναγκαίας προσαρμογής τους προς τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 114).

121    Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, οσάκις οι δικηγόροι εκπροσωπούν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, οφείλουν να καταθέσουν στη Γραμματεία εντολή του εν λόγω νομικού προσώπου. Αντιθέτως, ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπει την υποχρέωση των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου να προσκομίσουν την απόδειξη ότι η εντολή που δόθηκε στον δικηγόρο συντάχθηκε νομότυπα από δεόντως εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο.

122    Τούτου λεχθέντος, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή της, κάθε οντότητα πρέπει να αποδεικνύει όχι μόνον ότι έχει ικανότητα διαδίκου, αλλά επίσης ότι έλαβε πράγματι την απόφαση να ασκήσει την προσφυγή και ότι οι δικηγόροι που ισχυρίζονται ότι την εκπροσωπούν είναι όντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο (πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 57).

123    Εν προκειμένω, η εντολή που έδωσε το προσφεύγον στον δικηγόρο, η οποία προσκομίστηκε προς συμμόρφωση με το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, χορηγήθηκε εξ ονόματος του προσφεύγοντος και υπογράφηκε, στις 12 Απριλίου 2019, από τον A, ο οποίος προσδιορίζεται ως «πολιτικός γραμματέας» της εν λόγω οργάνωσης.

124    Συναφώς, κατ’ αρχάς, τα όργανα του προσφεύγοντος που είναι εξουσιοδοτημένα να λάβουν την απόφαση άσκησης της προσφυγής δεν είναι, εξ ορισμού, δυνατόν να καθοριστούν υπό το πρίσμα οποιουδήποτε εθνικού δικαίου, δεδομένου ότι το προσφεύγον δεν διέπεται από τέτοιο δίκαιο. Επιπλέον, η Ένωση δεν έχει θεσπίσει καμία σχετική ρύθμιση (πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 58). Επομένως, το ζήτημα αυτό πρέπει να κριθεί με γνώμονα μόνον το καταστατικό της εν λόγω οργάνωσης, το οποίο κατατέθηκε στη δικογραφία στο πλαίσιο της απάντησής της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2021.

125    Κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις του προσφεύγοντος και τα έγγραφα που κατέθεσε συναφώς, των οποίων το περιεχόμενο δεν αμφισβητείται, η φράση «πολιτικός γραμματέας» πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά τον επικεφαλής του οργάνου που ονομάζεται, στο καταστατικό του, «γραμματεία της πολιτικής οργάνωσης». Επιπλέον, δεν αμφισβητείται, όπως προκύπτει, εξάλλου, ρητώς από τα εν λόγω έγγραφα, ότι το πρόσωπο που υπέγραψε την εντολή που έδωσε το προσφεύγον στον δικηγόρο ασκούσε όντως τα καθήκοντα «πολιτικού γραμματέα» του προσφεύγοντος κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής.

126    Εν συνεχεία, κατά το άρθρο 92, σημείο 7, του καταστατικού του προσφεύγοντος, καθήκον της εθνικής γραμματείας, η οποία είναι, κατά το άρθρο 76 του ίδιου καταστατικού, το «ανώτατο όργανο» του προσφεύγοντος «κατά το διάστημα μεταξύ των δύο συνεδρίων», είναι, μεταξύ άλλων, να «[ε]κπροσωπεί το Front στις σχέσεις του με τα πολιτικά κόμματα, τις κυβερνήσεις, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και τους άλλους οργανισμούς». Κατά το άρθρο 120 του ίδιου καταστατικού, «η γραμματεία της πολιτικής οργάνωσης διασφαλίζει την εφαρμογή και την παρακολούθηση των αποφάσεων και των προγραμμάτων της εθνικής γραμματείας και του προεδρείου της που σχετίζονται με τη φύση και τα καθήκοντα της πολιτικής οργάνωσης».

127    Επομένως, από τα ως άνω άρθρα του καταστατικού του προσφεύγοντος μπορεί να συναχθεί, όπως επιβεβαίωσε το προσφεύγον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εφαρμογή των αποφάσεων της εθνικής γραμματείας στις σχέσεις της με τις κυβερνήσεις και τους άλλους οργανισμούς, μεταξύ άλλων με την Ένωση, μπορεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα της γραμματείας της πολιτικής οργάνωσης και ότι, ως εκ τούτου, ο A ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράψει την εντολή του δικηγόρου του προσφεύγοντος.

128    Είναι αληθές ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Comader υποστήριξε ότι ο ρόλος εκπροσώπησης του «πολιτικού γραμματέα» σε διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ένωση, και σε δικαστήρια, όπως το Γενικό Δικαστήριο, δεν προκύπτει από την απαρίθμηση των αποστολών της γραμματείας της πολιτικής οργάνωσης, στα άρθρα 122 και 131 του καταστατικού του προσφεύγοντος, και ότι ο εν λόγω ρόλος φαίνεται να προκύπτει μάλλον από τη αρμοδιότητα μόνον της εθνικής γραμματείας.

129    Εντούτοις, αφενός, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ο καθορισμός των οργάνων του προσφεύγοντος που είναι εξουσιοδοτημένα να λάβουν την απόφαση άσκησης της προσφυγής δεν εξαρτάται από κανόνες οποιασδήποτε εσωτερικής έννομης τάξης. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η φύση της εν λόγω οργάνωσης, η οποία δεν έχει συσταθεί σύμφωνα με τους νομικούς κανόνες που έχουν συνήθως εφαρμογή σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου συσταθέν δυνάμει τέτοιας έννομης τάξης (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 121). Αφετέρου, το άρθρο 120 του καταστατικού αναθέτει στη γραμματεία της πολιτικής οργάνωσης την αρμοδιότητα εφαρμογής και παρακολούθησης των αποφάσεων και των προγραμμάτων της εθνικής γραμματείας, από τα δε άρθρα 122 και 131 του εν λόγω καταστατικού δεν προκύπτει ότι η απαρίθμηση των αποστολών της στο ως άνω άρθρο είναι περιοριστική.

130    Επομένως, από τις ως άνω παρατηρήσεις συνάγεται ότι, εν προκειμένω, ο A, «πολιτικός γραμματέας» του προσφεύγοντος, ήταν εξουσιοδοτημένος να εφαρμόσει την απόφαση του «ανώτατου οργάνου» του προσφεύγοντος, ήτοι της εθνικής γραμματείας, περί άσκησης της υπό κρίση προσφυγής.

131    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο δικηγόρος του προσφεύγοντος, μέλος του δικηγορικού συλλόγου κράτους μέλους και υποκείμενος, υπό την ιδιότητα αυτή, σε κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, δήλωσε, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2021, ότι το προσφεύγον είχε «όντως την πρόθεση να ασκήσει την [προσφυγή]» και ότι ήταν «απολύτως αποφασισμένο να εξασφαλίσει τον πραγματικό σεβασμό των αποφάσεων του Δικαστηρίου», κάτι το οποίο επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 119).

132    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι αμφιβολίες της Comader όσον αφορά το κύρος της εντολής που έδωσε το προσφεύγον στον δικηγόρο του δεν ευσταθούν.

3.      Επί του δεύτερου λόγου απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος

133    Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου απαραδέκτου, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και την Comader, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα και ατομικά το προσφεύγον, το οποίο δεν είναι αποδέκτης της.

134    Από την πλευρά του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά, καθόσον η επίμαχη συμφωνία εφαρμόζεται στη Δυτική Σαχάρα και, συνεπώς, αφορά τον λαό του εν λόγω εδάφους.

135    Προκαταρκτικώς, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, πράξη όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορά έγκριση διεθνούς συμφωνίας συναφθείσας από την Ένωση, είναι δεκτική προσφυγής (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Αυγούστου 1994, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑327/91, EU:C:1994:305, σκέψεις 14 έως 17· της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψεις 285 έως 289, και Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 45 έως 51). Συγκεκριμένα, απόφαση σύναψης διεθνούς συμφωνίας συνιστά «πράξη», κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, έννοια η οποία καλύπτει όλες τις διατάξεις που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα, ανεξάρτητα από τον τύπο τους, και οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων (πρβλ. διάταξη της 19ης Μαρτίου 2019, Shindler κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑755/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:221, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

136    Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ του δικαιώματος προσφυγής των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών και εκείνου των φυσικών και νομικών προσώπων. Συγκεκριμένα, καίτοι, κατά το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, τα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να αμφισβητούν, με προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα κάθε «πράξης», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από την απόδειξη εννόμου συμφέροντος ή ενεργητικής νομιμοποίησης, το τέταρτο εδάφιο του ίδιου άρθρου ορίζει ότι τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκούν προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτες ή που τα αφορούν άμεσα και ατομικά καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που τα αφορούν άμεσα και για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα (βλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 53 και 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης διάταξη της 19ης Μαρτίου 2019, Shindler κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑755/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:221, σκέψεις 38 και 39).

137    Εν προκειμένω, το προσφεύγον δεν είναι αποδέκτης ούτε της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε της επίμαχης συμφωνίας.

138    Συναφώς, αφενός, υπογραμμίζεται ότι οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην έννομη τάξη της δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεσμεύονται από τις εν λόγω συμφωνίες οι οποίες, κατά συνέπεια, κατισχύουν των πράξεων της Ένωσης και ειδικότερα των νομοθετικών πράξεων (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2014, Z., C‑363/12, EU:C:2014:159, σκέψεις 71 και 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αφετέρου, επισημαίνεται ότι οι ειδικές λεπτομέρειες έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία βασίζεται στο άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο i, ΣΛΕΕ, απαιτούν την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και, επομένως, αντικατοπτρίζουν, προς τα έξω, την κατανομή των εξουσιών μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου η οποία ισχύει, εσωτερικά, όσον αφορά την έκδοση των νομοθετικών πράξεων (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 55).

139    Ως εκ τούτου, η προσφυγή του προσφεύγοντος κατά της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να υπόκειται σε λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις παραδεκτού από εκείνες που εφαρμόζονται σε προσφυγή κατά των νομοθετικών πράξεων, για τις οποίες δεν ισχύουν οι ηπιότερες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι από την έννοια της κανονιστικής πράξης κατά την εν λόγω περίπτωση εξαιρούνται ακριβώς οι νομοθετικές πράξεις (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 60 και 61, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψεις 23, 24 και 28).

140    Επομένως, η απόδειξη περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά το προσφεύγον απόκειται σε αυτό, κάτι το οποίο, άλλωστε, το προσφεύγον δεν αμφισβητεί. Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί ο άμεσος επηρεασμός του προσφεύγοντος.

α)      Επί του ζητήματος του άμεσου επηρεασμού του προσφεύγοντος

141    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν πληροί τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία προκειμένου να εξακριβώνεται αν η προσβαλλόμενη πράξη αφορά άμεσα το φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Συναφώς, υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλόμενης πράξης και ότι η εν λόγω πράξη δεν παράγει, έναντι αυτού, έννομα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, κατά το Συμβούλιο, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα μόνον έναντι της Ένωσης ή των θεσμικών οργάνων της και όχι έναντι τρίτων. Εξάλλου, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν παράγει τα αποτελέσματά της εκτός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι, βασιζόμενο στα αποτελέσματα της επίμαχης συμφωνίας σε έδαφος εκτός της Ένωσης προκειμένου να εξακριβώσει τον άμεσο επηρεασμό του προσφεύγοντος, το Γενικό Δικαστήριο θα αποφανθεί τελικώς επί της νομιμότητας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του Βασιλείου του Μαρόκου που απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία, στην οποία το Βασίλειο του Μαρόκου συναίνεσε ελευθέρως και κυριαρχικώς, κάτι το οποίο βαίνει πέραν των αρμοδιοτήτων του Γενικού Δικαστηρίου. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο επισημαίνει, επιπλέον, ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει αποτελέσματα εκτός του εδάφους της Ένωσης, η επίμαχη συμφωνία μπορεί να επηρεάζει μόνον τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους σχετικούς οικονομικούς τομείς.

142    Το προσφεύγον, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι πληροί τα δύο κριτήρια των οποίων η συνδρομή απαιτείται για την ύπαρξη άμεσου επηρεασμού. Συγκεκριμένα, αφενός, από την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario το προσφεύγον συνάγει ότι, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά σύναψη συμφωνίας που υπάγει ρητώς στο πεδίο εφαρμογής της το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και τους φυσικούς πόρους της χωρίς τη συναίνεση του λαού του εν λόγω εδάφους, η εν λόγω συμφωνία αφορά άμεσα τον λαό αυτό, ως τρίτο στη συμφωνία. Εκ του γεγονότος αυτού και μόνον, η εν λόγω συμφωνία παράγει αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, ως αποκλειστικού και μόνου εκπροσώπου του ως άνω λαού. Αφετέρου, κατά το προσφεύγον, δεδομένου ότι αντικείμενο της συμφωνίας είναι μόνον η επέκταση της γεωγραφικής ζώνης που καλύπτεται από τις δασμολογικές προτιμήσεις, η εφαρμογή της έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και δεν απαιτεί την έκδοση άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων.

143    Η επιχειρηματολογία της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και της Comader είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπη με εκείνη του Συμβουλίου.

144    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά την οποία η απόφαση που προσβάλλεται με προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, απαιτεί τη συνδρομή δύο σωρευτικών κριτηρίων. Κατά πρώτον, το προσβαλλόμενο μέτρο της Ένωσης πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του ιδιώτη. Κατά δεύτερον, δεν πρέπει να καταλείπει εξουσία εκτίμησης στους αποδέκτες του οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (βλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· διάταξη της 6ης Μαρτίου 2012, Northern Ireland Department of Agriculture and Rural Development κατά Επιτροπής, T‑453/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:106, σκέψη 42).

145    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί χωριστά κατά πόσον το προσφεύγον πληροί καθένα εκ των δύο αυτών κριτηρίων.

1)      Επί της πλήρωσης από το προσφεύγον του πρώτου κριτηρίου του άμεσου επηρεασμού, κατά το οποίο το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασής του

146    Όσον αφορά την πλήρωση του πρώτου εκ των κριτηρίων του άμεσου επηρεασμού, από την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και της Comader συνάγεται ότι η αμφισβήτηση εκ μέρους τους της ύπαρξης άμεσων αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος βασίζεται στα εγγενή έννομα αποτελέσματα απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας εξ ονόματος της Ένωσης. Το δεύτερο σκέλος αφορά τα ειδικά έννομα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένης υπόψη της εδαφικής εφαρμογής της. Το τρίτο σκέλος αφορά τη μη μεταβολή της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμού του ρόλου του στη συμμετοχή στη διαδικασία αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας.

i)      Επί του πρώτου σκέλους της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου που βασίζεται στα εγγενή έννομα αποτελέσματα απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας εξ ονόματος της Ένωσης

147    Αφενός, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι απόφαση σύναψης διεθνούς συμφωνίας εξ ονόματος της Ένωσης δεν παράγει αποτελέσματα έναντι των τρίτων και ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση των ενδεχόμενων αποτελεσμάτων της επίμαχης συμφωνίας επί του προσφεύγοντος προκειμένου να αποδειχθεί ότι η εν λόγω απόφαση επηρεάζει τη νομική κατάστασή του. Αφετέρου, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο, κατ’ ουσίαν, από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και την Comader, υποστηρίζει ότι απόφαση της συγκεκριμένης φύσης μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα μόνον εντός της Ένωσης.

148    Από την πλευρά του, το προσφεύγον υποστηρίζει, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας, συνδέεται άρρηκτα με αυτήν, διότι, άλλως, η εν λόγω πράξη, η οποία είναι δεκτική προσφυγής, δεν θα υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητας του δικαστή, και, αφετέρου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τη σύναψη συμφωνίας που υπάγει ρητώς στο πεδίο εφαρμογής της το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και τους φυσικούς πόρους του. Τέλος, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, ο επηρεασμός του λαού της Δυτικής Σαχάρας απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι η εισαγωγή στο έδαφος της Ένωσης προϊόντων καταγωγής Δυτικής Σαχάρας με μαροκινά πιστοποιητικά καταγωγής δεν λαμβάνει υπόψη το χωριστό και διακριτό καθεστώς του εν λόγω εδάφους.

149    Συναφώς, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι απόφαση σύναψης διεθνούς συμφωνίας, η οποία βασίζεται στο άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, δεν πρέπει να συγχέεται με τις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει των παραγράφων 3 και 4 του ίδιου άρθρου, οι οποίες αφορούν τη διεξαγωγή διεθνών διαπραγματεύσεων και, επομένως, παράγουν, κατ’ αρχήν, έννομα αποτελέσματα μόνον στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της καθώς και μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (βλ. διάταξη της 8ης Φεβρουαρίου 2019, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑376/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:77, σκέψεις 28 και 30 εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

150    Συγκεκριμένα, η απόφαση σύναψης διεθνούς συμφωνίας συγκεκριμενοποιεί τη συναίνεση της Ένωσης να δεσμεύεται από την εν λόγω συμφωνία [πρβλ. γνωμοδότηση 2/00 (Πρωτόκολλο της Καρθαγένης περί προλήψεως των κινδύνων που απορρέουν από τη βιοτεχνολογία) της 6ης Δεκεμβρίου 2001, EU:C:2001:664, σκέψη 5]. Η απόφαση αποτελεί, επομένως, συστατικό στοιχείο της εν λόγω συμφωνίας, όπως και η πράξη με την οποία τα λοιπά μέρη της επίμαχης συμφωνίας προσχώρησαν σε αυτήν [πρβλ., κατ’ αναλογίαν, γνωμοδότηση 1/13 (Προσχώρηση τρίτων κρατών στη Σύμβαση της Χάγης), της 14ης Οκτωβρίου 2014, EU:C:2014:2303, σκέψεις 39 έως 41 και 65]. Συνεπώς, η εν λόγω απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των μερών αυτών, καθόσον επισημοποιεί την αποδοχή από την Ένωση των δεσμεύσεων έναντι αυτών, τις οποίες ανέλαβε στο πλαίσιο της σχετικής συμφωνίας.

151    Εξάλλου, κατά τον εθιμικό κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 29 της Σύμβασης της Βιέννης, μια διεθνής συνθήκη μπορεί, κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο μια τέτοια πράξη δεσμεύει καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ως προς το σύνολο του εδάφους του, να δεσμεύει ένα κράτος σε σχέση με κάποιο άλλο έδαφος εάν μια τέτοια πρόθεση απορρέει από τη συνθήκη αυτή ή εάν προκύπτει άλλως πως. Στο πλαίσιο αυτό, μια τέτοια συμφωνία μπορεί να επηρεάζει τρίτο, κατά την έννοια της αρχής του γενικού διεθνούς δικαίου περί του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, ο οποίος πρέπει να συναινέσει σε αυτήν (πρβλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 94, 98, 103 και 106).

152    Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της άρρηκτης σχέσης μεταξύ της εν λόγω διεθνούς συμφωνίας και της απόφασης σύναψής της, εξ ονόματος της Ένωσης, τα αποτελέσματα της εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας επί της νομικής κατάστασης του τρίτου έχουν σημασία προκειμένου να εκτιμηθεί ο άμεσος επηρεασμός του τρίτου ή του εκπροσώπου του από την εν λόγω απόφαση.

153    Συνεπώς, κακώς το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, λόγω της φύσης της, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει αποτελέσματα μόνον έναντι της Ένωσης και των θεσμικών οργάνων της. Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει, αφ’ εαυτής, έννομα αποτελέσματα έναντι του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι δεν αρκεί για να θέσει σε ισχύ την επίμαχη συμφωνία, διότι η εν λόγω θέση σε ισχύ απαιτεί κύρωση κατά τις ισχύουσες διαδικασίες. Συγκεκριμένα, η ως άνω αντίληψη στηρίζεται, όπως επισημαίνει το προσφεύγον, στην παραδοχή ότι τα έννομα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης και της επίμαχης συμφωνίας μπορούν να διαχωριστούν. Ωστόσο, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 149 έως 152 ανωτέρω, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

154    Κατά δεύτερον, όπως υπενθυμίζει η ίδια η Γαλλική Δημοκρατία, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση διεθνούς συμφωνίας πρέπει να νοηθεί ως στρεφόμενη κατά της απόφασης με την οποία η συμφωνία συνήφθη εξ ονόματος της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑327/91, EU:C:1994:305, σκέψεις 15 έως 17). Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο μέτρο που οι συναπτόμενες από την Ένωση διεθνείς συμφωνίες δεν δεσμεύουν μόνο τα θεσμικά όργανά της, αλλά και τα τρίτα κράτη που είναι συμβαλλόμενα στις συμφωνίες αυτές, θεωρείται ότι αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορώσα το κύρος διεθνούς συμφωνίας συναφθείσας από την Ένωση πρέπει να νοείται ως αφορώσα την πράξη με την οποία η Ένωση συνήψε την εν λόγω διεθνή συμφωνία (βλ. απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 49 και 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

155    Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, τόσο στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως όσο και στο πλαίσιο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, να εκτιμά αν διεθνής συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση συνάδει με τις Συνθήκες και με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι δεσμεύουν την Ένωση, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο έλεγχος, από το ίδιο, του κύρους απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας, στο πλαίσιο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, είναι δυνατόν να αφορά τη νομιμότητα της εν λόγω πράξης λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της επίμαχης διεθνούς συμφωνίας (βλ. απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 48 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

156    Οι ως άνω παρατηρήσεις ισχύουν στην περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται από νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας, όπως η υπό κρίση προσφυγή, επί της οποίας το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί, βάσει του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

157    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι μια τέτοια απόφαση συνιστά πράξη υποκείμενη σε προσφυγή και τα φυσικά και νομικά πρόσωπα μπορούν παραδεκτώς να ζητήσουν την ακύρωσή της, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να ζητήσουν από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της προσφυγής τους, να ελέγξει τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης υπό το πρίσμα του ίδιου του περιεχομένου της συμφωνίας που αυτή ενέκρινε. Όπως επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, το προσφεύγον, κάθε άλλη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, να μην υπόκειται η προσβαλλόμενη απόφαση στον έλεγχο της νομιμότητάς της επί της ουσίας, κάτι το οποίο δεν θα ήταν συμβατό με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

158    Ως εκ τούτου, η εξέταση του κατά πόσον μια τέτοια απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει να λαμβάνει υπόψη, ενδεχομένως, τα αποτελέσματα που παράγει επί της νομικής κατάστασης του προσώπου η διεθνής συμφωνία που συνήφθη δυνάμει της απόφασης αυτής (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 24ης Ιουνίου 2020, Price κατά Συμβουλίου, T‑231/20 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:280, σκέψεις 39 έως 43).

159    Σε αντίθετη περίπτωση, αυτό θα ισοδυναμούσε, στην πράξη, με στέρηση από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία αφορούν άμεσα και ατομικά οι ρήτρες της επίμαχης διεθνούς συμφωνίας, της δυνατότητας να ζητήσουν από τον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει εάν οι εν λόγω ρήτρες συνάδουν με τις Συνθήκες και με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι, σύμφωνα με τις Συνθήκες, δεσμεύουν την Ένωση (πρβλ. απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και, ως εκ τούτου, να ελέγξει αν η Ένωση μπόρεσε να συναινέσει νομίμως ώστε να δεσμεύεται από τις εν λόγω ρήτρες.

160    Εν προκειμένω, διαπιστώθηκε ότι, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του ως εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας, το προσφεύγον διαθέτει ικανότητα διαδίκου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα που ο εν λόγω λαός αντλεί από τους κανόνες διεθνούς δικαίου που δεσμεύουν την Ένωση. Ως εκ τούτου, το προσφεύγον, όπως κατ’ ουσίαν υποστηρίζει, πρέπει να μπορεί να επικαλεστεί, προκειμένου να αποδείξει τον άμεσο και ατομικό επηρεασμό του, τα αποτελέσματα της επίμαχης συμφωνίας επί των εν λόγω δικαιωμάτων, άλλως η αποτελεσματική δικαστική προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων θα απολέσει μεγάλο μέρος της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της.

161    Κατά τρίτον, όσον αφορά το ζήτημα του αν τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης περιορίζονται στο έδαφος της Ένωσης, πρέπει, κατ’ αρχάς, να διαφοροποιηθούν τα αποτελέσματα απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας, βασισμένης στο άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα αποτελέσματα μέτρου που η Ένωση λαμβάνει σε εσωτερικό επίπεδο. Επομένως, όσον αφορά το τελευταίο ως άνω μέτρο, βάσει των σχετικών κανόνων διεθνούς δικαίου, το πεδίο εφαρμογής του πρέπει να περιοριστεί, κατ’ αρχήν, στα εδάφη στα οποία η Ένωση ασκεί πλήρως τη δικαιοδοσία της (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψεις 123 και 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162    Αντιθέτως, απόφαση όπως η προσβαλλόμενη, η οποία αφορά τη σύναψη διμερούς συμφωνίας με το Βασίλειο του Μαρόκου, παράγει κατ’ ανάγκην αποτελέσματα στη διεθνή έννομη τάξη. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 150 ανωτέρω, μια τέτοια απόφαση προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και της εν λόγω τρίτης χώρας, ως συστατικό στοιχείο της έκφρασης σύμπτωσης βουλήσεων των δύο αυτών υποκειμένων διεθνούς δικαίου.

163    Εξάλλου, διεθνής συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα στο έδαφος του άλλου μέρους της συμφωνίας ή, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 151 ανωτέρω, σε άλλο έδαφος, εάν μια τέτοια πρόθεση απορρέει από την εν λόγω συμφωνία ή εάν προκύπτει άλλως πως. Ως εκ τούτου, είναι δυνατή η επίκληση των εν λόγω αποτελεσμάτων προκειμένου να αποδειχθεί ο άμεσος και ατομικός επηρεασμός φυσικού και νομικού προσώπου από την απόφαση σύναψης της εν λόγω συμφωνίας, καθόσον η απόφαση αυτή εκφράζει τη συναίνεση της Ένωσης στην παραγωγή τέτοιων αποτελεσμάτων από την εν λόγω συμφωνία.

164    Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι η ανάλυση των αποτελεσμάτων συμφωνίας, όπως η επίμαχη, σε έδαφος διαφορετικό από το έδαφος της Ένωσης, και ιδίως σε έδαφος διακριτό από εκείνο των συμβαλλομένων στη συμφωνία μερών, λαμβανομένων υπόψη των ρητρών της εν λόγω συμφωνίας και του πλαισίου εντός του οποίου συνήφθη, μπορεί να έχει σημασία προκειμένου να καθοριστεί αν ο προσφεύγων που επικαλείται τα εν λόγω αποτελέσματα επηρεάζεται άμεσα από την απόφαση σύναψης της επίμαχης συμφωνίας.

165    Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 81, 83 και 116 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο έλεγξε το βάσιμο της συλλογιστικής βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, στη σκέψη 103 της απόφασης της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑512/12, EU:T:2015:953), ότι η συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης εφαρμόζεται και επί του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας, προκειμένου να εξακριβώσει αν το συμπέρασμα αυτό μπορούσε να αποτελέσει τη βάση της ανάλυσης της ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος. Στο πέρας της δικής του ανάλυσης της συμφωνίας σύνδεσης και της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης υπό το πρίσμα των κανόνων του διεθνούς δικαίου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω ερμηνεία δεν μπορούσε να στηριχθεί ούτε στο κείμενο της συμφωνίας σύνδεσης ούτε σε αυτό της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης ούτε, τέλος, στις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψη των δύο ως άνω συμφωνιών.

166    Εν προκειμένω, όμως, επικαλούμενο την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, το προσφεύγον στηρίζεται στην εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στην ιδιότητα του λαού του εν λόγω εδάφους ως τρίτου προς τη συμφωνία, κατά την έννοια του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά άμεσα, ως εκπρόσωπο του εν λόγω λαού.

167    Το γεγονός ότι, όπως υπογραμμίζουν το Συμβούλιο και η Γαλλική Δημοκρατία, τα αποτελέσματα της συμφωνίας και η εφαρμογή της στο έδαφος του άλλου μέρους, ήτοι του Βασιλείου του Μαρόκου, υπάγονται, βάσει των σχετικών αρχών του διεθνούς δικαίου, στην κυρίαρχη αρμοδιότητα της χώρας αυτής δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα του προσφεύγοντος να επικαλεστεί τον άμεσο αυτό επηρεασμό.

168    Συγκεκριμένα, αφενός, εν προκειμένω, το προσφεύγον δεν επικαλείται, προς στήριξη του άμεσου επηρεασμού του, τα αποτελέσματα της επίμαχης συμφωνίας ούτε εκείνα της εφαρμογής της στο έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου, κατά την έννοια του άρθρου 94 της συμφωνίας σύνδεσης, αλλά τα αποτελέσματα που, κατ’ αυτό, παράγει η επίμαχη συμφωνία στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας.

169    Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, η ανάλυση του άμεσου επηρεασμού του προσφεύγοντος υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων που παράγει η επίμαχη συμφωνία στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας δεν οδηγεί το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της νομιμότητας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων τρίτου κράτους, ήτοι, εν προκειμένω, του Βασιλείου του Μαρόκου, που απορρέουν από την επίμαχη συμφωνία. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία (βλ. σκέψη 154 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί, εν προκειμένω, να αποφανθεί επί της νομιμότητας της συναίνεσης του εν λόγω τρίτου κράτους στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία, αλλά μόνον επί της νομιμότητας της συναίνεσης της Ένωσης στα εν λόγω δικαιώματα και τις εν λόγω υποχρεώσεις. Εξάλλου, οι σκέψεις 90 και 94 της διάταξης της 3ης Ιουλίου 2007, Commune de Champagne κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑212/02, EU:T:2007:194), τις οποίες μνημόνευσαν συναφώς το Συμβούλιο και η Γαλλική Δημοκρατία, δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 161 έως 165 ανωτέρω, οι οποίες στηρίζονται σε νομολογία του Δικαστηρίου μεταγενέστερη της έκδοσης της εν λόγω διάταξης.

170    Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν το προσφεύγον, στο μέτρο που η επίμαχη συμφωνία ρυθμίζει την εισαγωγή στην Ένωση των προϊόντων καταγωγής Δυτικής Σαχάρας, είναι δυνατή η επίκληση των αποτελεσμάτων της εν λόγω συμφωνίας, και, επομένως, της προσβαλλόμενης απόφασης, στο έδαφος της Ένωσης, προς απόδειξη του άμεσου επηρεασμού του.

171    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη της φύσης της απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας και των εννόμων αποτελεσμάτων της, η ύπαρξη άμεσων αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, λόγω του περιεχομένου της επίμαχης απόφασης, δεν μπορεί να αποκλειστεί εξαρχής. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθεί.

ii)    Επί του δεύτερου σκέλους της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου, το οποίο αφορά τα ειδικά έννομα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένης υπόψη της εδαφικής εφαρμογής της

172    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και την Comader, αμφισβητεί την ύπαρξη εννόμων αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης και της επίμαχης συμφωνίας στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας. Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα των εν λόγω πράξεων είναι, κατ’ αυτό, αμιγώς οικονομικά και όχι έννομα. Ως εκ τούτου, οι πράξεις αυτές δεν δημιουργούν δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις για τον λαό του εν λόγω εδάφους και δεν μπορούν να αντιταχθούν σε αυτόν. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των γραπτών απαντήσεών τους στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 17ης Δεκεμβρίου 2020 και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η Comader υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη συμφωνία εφαρμόζεται στα προϊόντα καταγωγής από το εν λόγω έδαφος και όχι στο ίδιο το εν λόγω έδαφος.

173    Από την πλευρά του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, λόγω της ρητής υπαγωγής του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας και των φυσικών πόρων της στο πεδίο εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας, η εν λόγω συμφωνία και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάζουν τον λαό του εν λόγω εδάφους, υπό το πρίσμα του δικαιώματός του αυτοδιάθεσης. Επιπλέον, λόγω της εισαγωγής στο έδαφος της Ένωσης προϊόντων καταγωγής Δυτικής Σαχάρας με μαροκινά πιστοποιητικά καταγωγής, ο επηρεασμός του λαού της Δυτικής Σαχάρας απορρέει, εν πάση περιπτώσει, κατά το προσφεύγον, από το δίκαιο της Ένωσης.

174    Τα ως άνω επιχειρήματα επιβάλλουν χωριστή ανάλυση, αφενός, του ζητήματος της εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας στη Δυτική Σαχάρα και, αφετέρου, του επηρεασμού του λαού του εν λόγω εδάφους από την εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας.

–       Επί της εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας στη Δυτική Σαχάρα

175    Συναφώς, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 76 ανωτέρω, αντικείμενο της επίμαχης συμφωνίας είναι, μέσω της παρεμβολής της κοινής δήλωσης για τη Δυτική Σαχάρα μετά το πρωτόκολλο αριθ. 4, η επέκταση στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας που εξάγονται υπό τον έλεγχο των μαροκινών τελωνειακών αρχών, βάσει ρητών ρητρών, του πεδίου εφαρμογής των δασμολογικών προτιμήσεων που χορηγήθηκαν αρχικά στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης στα προϊόντα μαροκινής καταγωγής. Το εν λόγω αντικείμενο προκύπτει ρητώς από την παράγραφο 1 της κοινής δήλωσης καθώς και από τις παραγράφους της 2 και 3, οι οποίες προβλέπουν, αφενός, ότι το πρωτόκολλο αριθ. 4 εφαρμόζεται «κατ’ αναλογία» με σκοπό τον καθορισμό του χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων και, αφετέρου, ότι οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών και του Βασιλείου του Μαρόκου είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή των κανόνων των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4 στα εν λόγω προϊόντα (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω).

176    Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, όπως συνάγεται από τη νομολογία, οσάκις, στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας, η Ένωση συναινεί στη χορήγηση δασμολογικών προτιμήσεων που εφαρμόζονται σε προϊόντα που εξάγονται στο έδαφός της ανάλογα με τη γεωγραφική ζώνη καταγωγής των εν λόγω προϊόντων, η ζώνη αυτή καθορίζει το εδαφικό πεδίο εφαρμογής των εν λόγω προτιμήσεων (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 1994, Anastasiou κ.λπ., C‑432/92, EU:C:1994:277, σκέψεις 37 και 66· της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita, C‑386/08, EU:C:2010:91, σκέψη 64, και Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 121 και 122).

177    Εν προκειμένω, παρότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή επισημαίνουν ότι, στην πράξη, τα προϊόντα στα οποία εφαρμόζονται οι ρήτρες της κοινής δήλωσης για τη Δυτική Σαχάρα κατάγονται από το μέρος του εν λόγω εδάφους που ελέγχει το Βασίλειο του Μαρόκου, η διευκρίνιση αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι εν λόγω ρήτρες μπορούν να εφαρμοστούν σε κάθε προϊόν καταγωγής Δυτικής Σαχάρας το οποίο εξάγεται υπό τον έλεγχο των τελωνειακών αρχών του Βασιλείου του Μαρόκου.

178    Εξάλλου, καίτοι, όπως επισημαίνουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, οι δασμολογικές προτιμήσεις εφαρμόζονται στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας κατά την εισαγωγή τους στο έδαφος της Ένωσης, από την κοινή δήλωση για τη Δυτική Σαχάρα προκύπτει ρητώς ότι η χορήγησή τους εξαρτάται από τη συμμόρφωση προς τους κανόνες του πρωτοκόλλου αριθ. 4, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα αποδεικτικά καταγωγής, των οποίων την εφαρμογή διασφαλίζουν οι μαροκινές τελωνειακές αρχές.

179    Ως εκ τούτου, η επίμαχη συμφωνία παράγει αποτελέσματα όχι μόνον στο έδαφος της Ένωσης, αλλά και στα εδάφη στα οποία οι μαροκινές τελωνειακές αρχές ασκούν τις αρμοδιότητές τους, περιλαμβανομένου του μέρους της Δυτικής Σαχάρας που ελέγχει το Βασίλειο του Μαρόκου (πρβλ. και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita, C‑386/08, EU:C:2010:91, σκέψη 51).

180    Επιπλέον, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader, η επίμαχη συμφωνία δεν παράγει μόνον οικονομικά αποτελέσματα στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας. Συγκεκριμένα, αφενός, είναι πρόδηλο ότι οι εγκατεστημένοι στη Δυτική Σαχάρα εξαγωγείς, των οποίων τα προϊόντα μπορούν να τύχουν των προβλεπόμενων στην επίμαχη συμφωνία δασμολογικών προτιμήσεων, υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τους κανόνες του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της συμφωνίας σύνδεσης, βάσει του σημείου 2 της κοινής δήλωσης για τη Δυτική Σαχάρα. Αφετέρου, η πλήρης ή μερική κατάργηση των δασμών επί των προϊόντων που εξάγουν οι εν λόγω επιχειρήσεις, κατά την είσοδό τους στην Ένωση, ρυθμίζεται με εξαντλητικό τρόπο από το πρωτόκολλο αριθ. 1 της συμφωνίας σύνδεσης και, επομένως, τα πλεονεκτήματα τα οποία μπορούν να αντλήσουν συναφώς εξαρτώνται στενά από την εφαρμογή των κανόνων της εν λόγω συμφωνίας. Πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι η επίμαχη συμφωνία παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των εν λόγω επιχειρήσεων.

181    Κατά τρίτον, από τις ρήτρες της επίμαχης συμφωνίας προκύπτει σαφώς ότι η Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου εκδήλωσαν κοινή πρόθεση να εφαρμόσουν την εν λόγω συμφωνία στη Δυτική Σαχάρα.

182    Ειδικότερα, αφενός, οι δηλώσεις των ως άνω μερών στο τρίτο και στο τέταρτο εδάφιο της επίμαχης συμφωνίας έχουν νόημα μόνον βάσει της παραδοχής αυτής. Συγκεκριμένα, κατά το τρίτο εδάφιο, η εν λόγω συμφωνία «συνάπτεται με την επιφύλαξη των αντίστοιχων θέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με την εν λόγω περιοχή». Ομοίως, κατά το τέταρτο εδάφιο της επίμαχης συμφωνίας, «[τ]α δύο μέρη επιβεβαιώνουν τη στήριξή τους στη διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών» στο εν λόγω έδαφος και «υποστηρίζουν τις προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα για την επίτευξη οριστικής πολιτικής λύσης».

183    Αφετέρου, στο όγδοο εδάφιο της επίμαχης συμφωνίας θεσπίζεται, μεταξύ των μερών, μηχανισμός αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, «τα οφέλη για τα άτομα τα οποία αφορά η συμφωνία» και «την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των υπόψη εδαφών». Λαμβανομένου, όμως, υπόψη του ορισμού της ζώνης που αφορά η γεωγραφική επέκταση των δασμολογικών προτιμήσεων που επιφέρει η εν λόγω συμφωνία, η οποία περιορίζεται στη Δυτική Σαχάρα, οι δύο ως άνω φράσεις αφορούν κατ’ ανάγκην, αφενός, τα οφέλη για τους πληθυσμούς της Δυτικής Σαχάρας και, αφετέρου, την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του εδάφους αυτού. Επομένως, ο εν λόγω μηχανισμός παρακολούθησης αντικατοπτρίζει τους σκοπούς των μερών της επίμαχης συμφωνίας περί οικονομικής ανάπτυξης της Δυτικής Σαχάρας και διατήρησης των φυσικών πόρων της.

184    Την κοινή αυτή πρόθεση της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου επιβεβαιώνουν οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες δηλώνεται σαφώς η βούληση του Συμβουλίου, με βάση το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι «η συμφωνία σύνδεσης κάλυπτε μόνο το έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου και όχι τη Δυτική Σαχάρα», να «διασφαλιστεί ότι οι εμπορικές ροές που αναπτύχθηκαν με την πάροδο των ετών» μεταξύ της Δυτικής Σαχάρας και της Ένωσης «δεν θα διαταραχθούν, ενώ θα δοθούν οι κατάλληλες εγγυήσεις για την προστασία του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», στο εν λόγω έδαφος «και τη βιώσιμη ανάπτυξ[ή]» του (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω). Ομοίως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 10 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, προκειμένου να θεσπίσει τις προμνησθείσες εγγυήσεις, η Επιτροπή, αφενός, αξιολόγησε τις επιπτώσεις των δασμολογικών προτιμήσεων που χορηγήθηκαν στα προϊόντα της Δυτικής Σαχάρας για τα άτομα τα οποία αφορά η συμφωνία και για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των σχετικών περιοχών και, αφετέρου, έλαβε μέτρα για τη «συμμετοχή» «των ατόμων τα οποία αφορά η συμφωνία, ώστε να εξασφαλιστεί η συναίνεσή τους».

185    Ως εκ τούτου, βασίμως το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η επίμαχη συμφωνία εφαρμόζεται στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και ότι, κατά συνέπεια, ο άμεσος επηρεασμός του από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκφράζει τη συναίνεση της Ένωσης σε μια τέτοια εφαρμογή, μπορεί να στηρίζεται στην παραδοχή αυτή.

186    Η ως άνω ανάλυση δεν αναιρείται από την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο στη συμφωνία σύνδεσης και στη συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης στις σκέψεις 86 έως 126 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario.

187    Συγκεκριμένα, στην απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ρήτρα συμφωνίας μεταγενέστερης της συμφωνίας σύνδεσης να μπορεί να επεκτείνει ρητώς το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης στη Δυτική Σαχάρα. Απέκλεισε μόνον το ενδεχόμενο, ελλείψει τέτοιας ρητής ρήτρας, να μπορεί το πεδίο εφαρμογής, το οποίο περιορίζεται, κατ’ αρχήν, όσον αφορά το Βασίλειο του Μαρόκου, στο δικό του έδαφος, να ερμηνευθεί, υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων αρχών του διεθνούς δικαίου, ως επεκτεινόμενο σε αυτό το μη αυτόνομο έδαφος (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 86, 87, 92 και 94 έως 98).

188    Επομένως, στην ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο δεν εξέτασε διαφορά η οποία αφορούσε συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, μεταγενέστερη της συμφωνίας σύνδεσης, περιέχουσα ρητή ρήτρα περί επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της στη Δυτική Σαχάρα, αλλά αντιθέτως διαφορά η οποία αφορούσε ανάλογη συμφωνία μη περιέχουσα τέτοια ρητή ρήτρα.

189    Εν προκειμένω, όμως, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 175 έως 184 ανωτέρω, η επίμαχη συμφωνία παρεμβάλλει στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης κοινή δήλωση η οποία προβλέπει ρητώς την επέκταση στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας των δασμολογικών προτιμήσεων που χορήγησε η Ένωση στο Βασίλειο του Μαρόκου βάσει της εν λόγω συμφωνίας και τούτο υποδηλώνει τη σαφή και αναμφισβήτητη πρόθεση των μερών να θεσπίσουν νομική βάση για την εν λόγω επέκταση. Επισημαίνεται, ειδικότερα, ότι, εν αντιθέσει προς τη συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης που εξέτασε το Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 111 έως 114), πρέπει να θεωρηθεί ότι η επίμαχη συμφωνία παρεκκλίνει από το άρθρο 94 της συμφωνίας σύνδεσης, σχετικά με το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας, καθόσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος που εφαρμόζεται στην εισαγωγή στην Ένωση γεωργικών προϊόντων, μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων, ψαριών και αλιευτικών προϊόντων, που αποτελεί αντικείμενο του πρωτοκόλλου αριθ. 1.

190    Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι, καίτοι προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 31, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης της Βιέννης ότι οι ρήτρες συνθήκης πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου οι οποίοι εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ των μερών, η εν λόγω απαίτηση δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για ερμηνεία των εν λόγω ρητρών αντίθετη προς το γράμμα τους, όταν το νόημά τους είναι σαφές και αποδεικνύεται εξάλλου ότι το εν λόγω νόημα αντιστοιχεί σε εκείνο που ήθελαν να τους δώσουν οι συμβαλλόμενοι στη συνθήκη (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Confédération nationale du Crédit mutuel κατά ΕΚΤ, T‑751/16, EU:T:2018:475, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

191    Ειδικότερα, η εφαρμογή της ερμηνευτικής αρχής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης της Βιέννης δεν πρέπει να προσκρούει στην αρχή που κατοχυρώνεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, κατά την οποία η συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται καλή τη πίστει, συμφώνως προς τη συνήθη έννοια που δίδεται στους όρους της συνθήκης, στο σύνολό τους και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της.

192    Επιπλέον, εν προκειμένω, ερμηνεία των διατάξεων της κοινής δήλωσης για τη Δυτική Σαχάρα υπό την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει κενή περιεχομένου την εν λόγω κοινή δήλωση και, κατ’ επέκταση, την επίμαχη συμφωνία (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Stichting Greenpeace Nederland και PAN Europe, C‑673/13 P, EU:C:2016:889, σκέψη 50). Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την ανάλυση που διενεργήθηκε στις σκέψεις 175 έως 184 ανωτέρω, μοναδικός σκοπός της εν λόγω συμφωνίας είναι η επέκταση στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας, μέσω της εν λόγω κοινής δήλωσης, των δασμολογικών προτιμήσεων που χορηγήθηκαν αρχικά στα προϊόντα μαροκινής καταγωγής στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης. Επιπλέον, η ως άνω ερμηνεία θα εμπόδιζε κάθε αποτελεσματική εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας, και τούτο θα παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

193    Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 170 ανωτέρω, ο άμεσος επηρεασμός του προσφεύγοντος μπορεί να προκύπτει από τα αποτελέσματα που παράγουν η επίμαχη συμφωνία και η προσβαλλόμενη απόφαση στο έδαφος της Ένωσης, λόγω της χορήγησης των δασμολογικών προτιμήσεων στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας κατά την εισαγωγή τους στην Ένωση.

–       Επί του επηρεασμού του λαού της Δυτικής Σαχάρας από την επίμαχη συμφωνία ως τρίτου σε σχέση με αυτήν

194    Προκαταρκτικώς, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στη σκέψη 100 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, δυνάμει της αρχής του γενικού διεθνούς δικαίου περί του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, της οποίας το άρθρο 34 της Σύμβασης της Βιέννης αποτελεί ειδικότερη έκφανση, οι συνθήκες δεν πρέπει ούτε να βλάπτουν ούτε να ωφελούν τρίτους άνευ της συναινέσεώς τους. Εν προκειμένω, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 106 της ίδιας απόφασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατ’ εφαρμογήν της ως άνω αρχής, ο λαός της Δυτικής Σαχάρας πρέπει να θεωρηθεί ως «τρίτος» ο οποίος μπορεί να επηρεαστεί από την εφαρμογή της συμφωνίας σύνδεσης στην περίπτωση που το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της. Επιπλέον, στην ίδια σκέψη της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι για την υπαγωγή αυτή έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να ληφθεί η συναίνεσή του, τόσο στην περίπτωση που η εφαρμογή της συμφωνίας θα μπορούσε να τον βλάψει όσο και στην περίπτωση που θα μπορούσε να τον ωφελήσει.

195    Οι παρατηρήσεις αυτές μπορεί να έχουν σημασία για κάθε ρήτρα της συμφωνίας σύνδεσης ή μεταγενέστερης συμφωνίας προβλέπουσας ρητώς την εφαρμογή της στη Δυτική Σαχάρα. Συγκεκριμένα, εφόσον η ενδεχόμενη εφαρμογή μιας τέτοιας συμφωνίας στο εν λόγω έδαφος θα μπορούσε να επηρεάσει τον λαό του, ως τρίτο, το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τη ρητή εφαρμογή της στο ίδιο έδαφος. Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στη σκέψη 189 ανωτέρω, η επίμαχη συμφωνία, η οποία είναι μεταγενέστερη της συμφωνίας σύνδεσης, παρεκκλίνει από το άρθρο 94 αυτής, καθόσον επεκτείνει ρητώς στο εν λόγω έδαφος το καθεστώς εισαγωγής των γεωργικών προϊόντων στην Ένωση, το οποίο προβλέπεται από το πρωτόκολλο αριθ. 1.

196    Εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία συνάγεται ότι η χορήγηση δασμολογικών προτιμήσεων στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας, κατά την εισαγωγή τους στην Ένωση βάσει πιστοποιητικών χορηγηθέντων από τις τελωνειακές αρχές του Βασιλείου του Μαρόκου, απαιτεί τη συναίνεση του λαού του εν λόγω εδάφους (πρβλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita, C‑386/08, EU:C:2010:91, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

197    Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Comader, κατά το οποίο η επίμαχη συμφωνία δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, αντιτάξιμη στον λαό της Δυτικής Σαχάρας και, επομένως, το προσφεύγον δεν δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

198    Συναφώς, αφενός, όπως προκύπτει από τη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, ο επηρεασμός τρίτου από διεθνή σύμβαση, κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, είναι ζήτημα του οποίου η εξέταση προηγείται του αν ο εν λόγω τρίτος εξέφρασε τη συναίνεσή του στην επίμαχη σύμβαση. Ως εκ τούτου, εάν υποτεθεί, όπως ισχυρίζεται η Comader, ότι η επίμαχη έλλειψη συναίνεσης του τρίτου στην εν λόγω σύμβαση την καθιστά μη αντιτάξιμη συναφώς, το μη αντιτάξιμο δεν ασκεί επιρροή στο παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, με σκοπό την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εν λόγω τρίτου που επηρεάζονται από την επίμαχη σύμβαση. Εν πάση περιπτώσει, το παραδεκτό προσφυγής βασισμένης στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθορίζεται μόνον από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία. Δεν μπορεί να ρυθμίζεται από τις προϋποθέσεις για το αντιτάξιμο διεθνούς συμφωνίας σε τρίτο στη διεθνή έννομη τάξη.

199    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι οι παρατηρήσεις της Comader σχετικά με την προβαλλόμενη αδυναμία να αντιταχθεί η επίμαχη συμφωνία στον λαό της Δυτικής Σαχάρας δεν είναι ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη ενδεχόμενου επηρεασμού του εν λόγω λαού, ως τρίτου, κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, σε συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, στην περίπτωση που η εν λόγω συμφωνία εφαρμοστεί στο ως άνω έδαφος. Εξάλλου, όσον αφορά τη γνωμοδότηση του καθηγητή δημοσίου διεθνούς δικαίου στην οποία στηρίζεται η Comader, επισημαίνεται ότι, καίτοι ο δικαστής της Ένωσης έχει την ευχέρεια, ενδεχομένως, να εμπνέεται από θεωρητικά κείμενα για την εξέταση ζητήματος το οποίο δεν έχει κριθεί ακόμη από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 1957, Algera κ.λπ. κατά Κοινής Συνελεύσεως, 7/56 και 3/57 έως 7/57, EU:C:1957:7), το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί, αντιθέτως, να στηριχθεί σε τέτοια κείμενα προκειμένου να θέτει υπό αμφισβήτηση την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου από το Δικαστήριο.

200    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας περιλαμβάνει το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και ότι, ως εκ τούτου, η εν λόγω συμφωνία μπορεί να επηρεάζει τον λαό του εν λόγω εδάφους και, επομένως, να χρήζει της συναίνεσής του. Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό το πρίσμα του ρόλου που διαδραματίζει το προσφεύγον στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιάθεσης του εν λόγω εδάφους, ως εκπρόσωπος του εν λόγω λαού, οι ως άνω περιστάσεις αποδεικνύουν τον άμεσο επηρεασμό του.

iii) Επί του τρίτου σκέλους της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου, το οποίο αφορά τη μη μεταβολή της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμού του ρόλου του στη συμμετοχή στη διαδικασία αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας

201    Κατά το Συμβούλιο, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και την Comader, ο ρόλος που έχει ανατεθεί στο προσφεύγον στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιάθεσης της Δυτικής Σαχάρας δεν συνεπάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και η επίμαχη συμφωνία παράγουν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασής του. Συγκεκριμένα, το προσφεύγον διαθέτει περιορισμένη και μη αποκλειστική εξουσία εκπροσώπησης και δεν είναι οικονομικός φορέας. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση και η επίμαχη συμφωνία δεν προδικάζουν την έκβαση της εν λόγω διαδικασίας. Επομένως, τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης επί του προσφεύγοντος είναι, στην καλύτερη περίπτωση, έμμεσα και πολιτικά.

202    Από την πλευρά του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, για τον λόγο και μόνον ότι επηρεάζει τον λαό της Δυτικής Σαχάρας, κατά την έννοια της σκέψης 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα επί της κατάστασής του ως αποκλειστικού και μόνου εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας. Επιπλέον, αντικρούοντας τα επιχειρήματα του Συμβουλίου, το προσφεύγον αντιτάσσει ότι η πολιτική διαδικασία αυτοδιάθεσης περιλαμβάνει «προφανώς» τα οικονομικά ζητήματα και τα ζητήματα που σχετίζονται με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και ότι, εν πάση περιπτώσει, η επίμαχη συμφωνία εγείρει ένα «εδαφικό» ζήτημα και, επομένως, η διαφορά εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο εντός του οποίου ασκεί την αποστολή του.

203    Συναφώς, κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται η ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας, όπως προκύπτει από την εξέλιξη του διεθνούς πλαισίου που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 2 έως 19 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, παρότι η διαδικασία αυτοδιάθεσης του εν λόγω μη αυτόνομου εδάφους είναι ακόμη σε εξέλιξη, η διοικούσα αρχή του, κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ήτοι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραιτήθηκε, από τις 26 Φεβρουαρίου 1976, από την άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας διεθνούς χαρακτήρα ως προς τη διοίκηση του εν λόγω εδάφους, γεγονός του οποίου έλαβαν γνώση τα όργανα του ΟΗΕ (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, τα μέρη στην εν λόγω διαδικασία, η οποία διεξάγεται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, είναι, αφενός, το Βασίλειο του Μαρόκου, το οποίο διεκδικεί την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο εν λόγω έδαφος, και, αφετέρου, το προσφεύγον, ως εκπρόσωπος του λαού του εν λόγω εδάφους. Επομένως, όπως εκθέτει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή στο υπόμνημα παρεμβάσεως, το Βασίλειο του Μαρόκου και το προσφεύγον ερίζουν όσον αφορά τη «νομιμοποίηση» του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί το εν λόγω έδαφος και τον πληθυσμό του. Ειδικότερα, όπως κατέδειξε η συζήτηση μεταξύ των μερών στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, το Βασίλειο του Μαρόκου και το προσφεύγον δεν συμφωνούν όσον αφορά το ζήτημα της αρμοδιότητας για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας εφαρμοστέας στο εν λόγω έδαφος.

204    Εν συνεχεία, όσον αφορά την έκταση της εξουσίας του προσφεύγοντος να εκπροσωπεί τον λαό της Δυτικής Σαχάρας και την επίπτωσή της στον άμεσο επηρεασμό του από απόφαση σύναψης συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου εφαρμοστέας ρητώς στο εν λόγω έδαφος, επισημαίνεται ότι τα δικαστήρια της Ένωσης δεν αποφάνθηκαν επί των ζητημάτων αυτών ούτε με τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK ούτε με τις διατάξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 43 ανωτέρω.

205    Το Συμβούλιο παραπέμπει, εντούτοις, στα σημεία 183 έως 194 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:677). Συναφώς, ειδικότερα, στα σημεία 185 και 186 των εν λόγω προτάσεων, ο γενικός εισαγγελέας επισήμανε ότι, κατ’ αυτόν, το προσφεύγον αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ ως εκπρόσωπος του λαού της Δυτικής Σαχάρας μόνον στο πλαίσιο της πολιτικής διαδικασίας που αποσκοπεί στην επίλυση του ζητήματος της αυτοδιάθεσης του λαού της οικείας περιοχής. Ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε, όμως, ότι η επίμαχη στις υποθέσεις T‑512/12 και C‑104/16 P διαφορά δεν αποτελεί μέρος της εν λόγω πολιτικής διαδικασίας.

206    Εντούτοις, από το σημείο 7 του ψηφίσματος 34/37 προκύπτει ότι η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θεώρησε μάλλον ότι ήταν αναγκαίο το προσφεύγον να συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις με το Βασίλειο του Μαρόκου σχετικά με το οριστικό καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας καθότι εκπροσωπεί νόμιμα τον λαό του εν λόγω εδάφους (βλ. σκέψεις 16 και 91 ανωτέρω). Επομένως, η αναγνώριση, από τα όργανα του ΟΗΕ, της εξουσίας του προσφεύγοντος να εκπροσωπεί τον εν λόγω λαό προηγείται λογικά της αναγνώρισης του δικαιώματός του να συμμετέχει στη διαδικασία αυτοδιάθεσης του εν λόγω εδάφους. Την ερμηνεία αυτή επιρρωννύει το γράμμα του σημείου 10 του ψηφίσματος 35/19 (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω).

207    Ως εκ τούτου, καίτοι είναι αληθές ότι η διαδικασία που διεξάγεται στη Δυτική Σαχάρα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ δεν περιλαμβάνει εμπορικό ή τελωνειακό σκέλος, η συμμετοχή του προσφεύγοντος στην εν λόγω διαδικασία δεν συνεπάγεται ότι δεν θα μπορούσε να εκπροσωπεί τον λαό της Δυτικής Σαχάρας στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με τέτοιους τομείς, δεδομένου ότι η εν λόγω εκπροσώπηση είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του εν λόγω λαού. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, όπως ορθώς επισημαίνει το προσφεύγον, η επίμαχη συμφωνία δεν εγείρει μόνον εμπορικά ή τελωνειακά ζητήματα, αλλά και ένα συγκεκριμένο εδαφικό ζήτημα το οποίο το αφορά, καθόσον εφαρμόζεται στο έδαφος στο οποίο ο ως άνω λαός διαθέτει δικαίωμα αυτοδιάθεσης.

208    Τέλος, όσον αφορά την αποκλειστικότητα της εξουσίας του προσφεύγοντος να εκπροσωπεί τον λαό της Δυτικής Σαχάρας, αρκεί να επισημανθεί, στο παρόν στάδιο, ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι τα όργανα του ΟΗΕ, όπως κατ’ ουσίαν επισημαίνει το προσφεύγον, έθεσαν υπό αμφισβήτηση τη θέση που διατυπώθηκε στα ψηφίσματα 34/37 και 35/19 και αναγνώρισαν άλλες οργανώσεις, πλην του προσφεύγοντος, ως εξουσιοδοτημένες να εκπροσωπούν τον εν λόγω λαό. Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Comader, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της παρακολούθησης της διαδικασίας αυτοδιάθεσης, τα ως άνω όργανα έχουν, σύμφωνα με την εντολή που τους έχει ανατεθεί, σχέσεις και επαφές με άλλες οργανώσεις πλην του προσφεύγοντος, προερχόμενες μεταξύ άλλων από την κοινωνία των πολιτών, καθώς και με τις μαροκινές αρχές, δεν είναι συναφώς καθοριστικό.

209    Ομοίως, το ζήτημα του αν, ανεξαρτήτως της δήλωσής του της 26ης Φεβρουαρίου 1976, το Βασίλειο της Ισπανίας διατήρησε την ιδιότητα της διοικούσας αρχής, κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο εξετάστηκε στα σημεία 187 έως 192 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:677), δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, αφενός, από τη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario συνάγεται ότι το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας ήταν τρίτο υποκείμενο στη συμφωνία σύνδεσης διακριτό από το Βασίλειο της Ισπανίας, ικανό να εκφράσει το ίδιο τη συναίνεσή του στην εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας ή επακόλουθης συμφωνίας επί του εν λόγω εδάφους. Αφετέρου, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν το προσφεύγον, στο μέτρο που αναγνωρίστηκε από τον ΟΗΕ ως εκπρόσωπος του εν λόγω λαού και που, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 207 ανωτέρω, η συμμετοχή του στη διαδικασία αυτοδιάθεσης δεν αποκλείει να μπορεί να εκδηλώσει τη συναίνεση του ίδιου λαού σε συμφωνία εφαρμοστέα στο εν λόγω έδαφος, δεν είναι δυνατόν να του αντιταχθούν, εν πάση περιπτώσει, οι αρμοδιότητες που ενδεχομένως διατήρησε το Βασίλειο της Ισπανίας.

210    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η σύναψη, από την Ένωση, της επίμαχης συμφωνίας με ένα από τα μέρη της διαδικασίας αυτοδιάθεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη σχετικά με το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, το οποίο διεκδικεί κυριαρχικά δικαιώματα επ’ αυτού και συνήψε την εν λόγω συμφωνία στη βάση αυτή, παράγει κατ’ ανάγκην έννομα αποτελέσματα ως προς το άλλο μέρος της διαδικασίας, δεδομένου ότι τα ως άνω μέρη ερίζουν όσον αφορά τη «νομιμοποίηση» του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί το εν λόγω έδαφος.

211    Εξάλλου, από την αιτιολογική έκθεση της επίμαχης συμφωνίας και τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τα ίδια τα μέρη, και ειδικότερα η Ένωση, έχουν επίγνωση ότι η σύναψη της εν λόγω συμφωνίας συνδέεται με τη διαδικασία αυτοδιάθεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Δυτική Σαχάρα.

212    Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, στο τρίτο εδάφιο της επίμαχης συμφωνίας, τα μέρη μερίμνησαν να διευκρινίσουν ότι η σύναψη της εν λόγω συμφωνίας δεν προδικάζει τις αντίστοιχες θέσεις τους επί του καθεστώτος της Δυτικής Σαχάρας, ήτοι, αφενός, για την Ένωση, ότι πρόκειται για μη αυτόνομο έδαφος και, αφετέρου, για το Βασίλειο του Μαρόκου, ότι πρόκειται για τμήμα του εδάφους του. Το ίδιο συμβαίνει με την επιβεβαίωση, στο τέταρτο εδάφιο της επίμαχης συμφωνίας, της στήριξής τους στη «διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών». Εξ αυτού συνάγεται ότι τα μέρη θεώρησαν ότι υπήρχε κίνδυνος να ερμηνευθεί η σύναψη της επίμαχης συμφωνίας ως έκφραση κοινής θέσης σχετικά με το καθεστώς του εν λόγω εδάφους, η οποία θα έθιγε τη σχετική διαδικασία αυτοδιάθεσης, και ότι ήταν αναγκαίο να δοθούν διευκρινίσεις για την εξάλειψη τέτοιου κινδύνου.

213    Οι ανησυχίες αυτές αντικατοπτρίζονται επίσης στις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 10 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω). Ειδικότερα, με την τελευταία ως άνω αιτιολογική σκέψη, το Συμβούλιο απαντά στους «κοινωνικοοικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες» που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ και που «απέρριψαν την επέκταση [των δασμολογικών προτιμήσεων της συμφωνίας σύνδεσης στη Δυτική Σαχάρα]» διότι «θεώρησαν κατ’ ουσίαν ότι μια τέτοια συμφωνία θα επικύρωνε τη θέση του Μαρόκου επί του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας». Συναφώς, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι «καμία διάταξη της συμφωνίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι αναγνωρίζει την κυριαρχία του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα» και ότι «[η] Ένωση θα εντείνει εξάλλου τις προσπάθειές της για στήριξη της διαδικασίας ειρηνικής επίλυσης της διαφοράς η οποία ξεκίνησε και συνεχίζεται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών».

214    Εξάλλου, ακόμη και αν το προσφεύγον δεν κλήθηκε τυπικώς να συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 213 ανωτέρω, πραγματοποιήθηκαν επαφές μεταξύ αυτού και της ΕΥΕΔ σχετικά με την επίμαχη συμφωνία στις 5 Φεβρουαρίου 2018, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, στη δε έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, η Επιτροπή εξέθεσε τη θέση του προσφεύγοντος επί της σχεδιαζόμενης σύναψης της εν λόγω συμφωνίας παραπέμποντας ρητώς στις εν λόγω επαφές. Η θέση αυτή εντασσόταν σε εκείνες των «κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών παραγόντων» που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, υπό την έννοια ότι το προσφεύγον αντετίθετο στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το προσφεύγον δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω συμφωνίας και δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις εν όψει της σύναψής της, στις οποίες έλαβαν μέρος μόνον οι αρχές της Ένωσης και οι μαροκινές αρχές, τα θεσμικά όργανα το θεώρησαν νόμιμο συνομιλητή ώστε να εκφράσει την άποψή του σχετικά με την εν λόγω συμφωνία (βλ. σκέψη 98 ανωτέρω).

215    Κατά συνέπεια, στο μέτρο που η σύναψη της επίμαχης συμφωνίας επηρεάζει τον λαό της Δυτικής Σαχάρας και πρέπει να ληφθεί συναφώς η συναίνεσή του, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος ως εκπροσώπου του εν λόγω λαού. Επιπλέον, στο μέτρο που η εν λόγω συμφωνία συνήφθη με το Βασίλειο του Μαρόκου, το αφορά άμεσα ως μέρος της διαδικασίας αυτοδιάθεσης του εν λόγω εδάφους. Συγκεκριμένα, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι το προσφεύγον δεν συναίνεσε στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας. Αφετέρου, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, υποστηρίζει ότι η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας δεν λήφθηκε εγκύρως, μεταξύ άλλων, διότι δεν εκφράστηκε από το ίδιο το προσφεύγον.

216    Τα επιχειρήματα του Συμβουλίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και της Comader δεν αναιρούν το ως άνω συμπέρασμα.

217    Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός ότι το προσφεύγον δεν είναι οικονομικός φορέας δεν ασκεί επιρροή, στο μέτρο που το προσφεύγον δεν διεκδικεί την εν λόγω ιδιότητα και δεν επιδιώκει να αντλήσει τον άμεσο επηρεασμό του από την εφαρμογή στο ίδιο των κανόνων που καθορίζουν τους όρους χορήγησης δασμολογικών προτιμήσεων στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας, αλλά από το ίδιο το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας. Επιπλέον, όσον αφορά τη σύγκριση της υπό κρίση υπόθεσης με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου (T‑65/18, EU:T:2019:649, κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση), την οποία επικαλέστηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, αρκεί να επισημανθεί ότι με την απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου (Επηρεασμός τρίτου κράτους) (C‑872/19 P, EU:C:2021:507), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου που επικαλέστηκε το Συμβούλιο, με την αιτιολογία ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δεν παρήγαν άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση της Βολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας και δεχόμενο, επί της βάσεως αυτής, τον δεύτερο λόγο απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο [απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου (Επηρεασμός τρίτου κράτους), C‑872/19 P, EU:C:2021:507, σκέψη 73]. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο δεν μπορεί να στηριχθεί στην προμνησθείσα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να αμφισβητήσει τον άμεσο επηρεασμό του προσφεύγοντος. Επιπλέον, η επίμαχη διαφορά μεταξύ του προμνησθέντος τρίτου κράτους και του Συμβουλίου αφορούσε μονομερείς πράξεις που εφαρμόζονταν μόνον στο έδαφος της Ένωσης και δεν απαιτούνταν η συναίνεση τρίτου στις εν λόγω πράξεις και, επομένως, η σχετική σύγκριση δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, λυσιτελής.

218    Αφετέρου, το γεγονός ότι η επίμαχη συμφωνία και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προδικάζουν την έκβαση της διαδικασίας αυτοδιάθεσης δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω πράξεις δεν είναι ικανές να μεταβάλουν τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος, ως εκπροσώπου τρίτου στην εν λόγω συμφωνία και μέρους στην εν λόγω διαδικασία. Το ίδιο συμβαίνει όσον αφορά την παραγωγή «έμμεσων» «πολιτικών» αποτελεσμάτων ως προς τη διαδικασία αυτοδιάθεσης.

219    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα τρία σκέλη της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου όσον αφορά το πρώτο κριτήριο του άμεσου επηρεασμού πρέπει να απορριφθούν και ότι το προσφεύγον πληροί το εν λόγω κριτήριο.

2)      Επί του δεύτερου κριτηρίου του άμεσου επηρεασμού, το οποίο αφορά τον καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και την απόρροια αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης της εφαρμογής του προσβαλλόμενου μέτρου

220    Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο του άμεσου επηρεασμού, το οποίο αφορά τον καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα της εφαρμογής του προσβαλλόμενου μέτρου, που απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο δεν προέβαλε ειδική επιχειρηματολογία σχετικά με το εν λόγω κριτήριο.

221    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζει το προσφεύγον, η επίμαχη συμφωνία συνιστά απλή γεωγραφική επέκταση των δασμολογικών προτιμήσεων που είχαν ήδη χορηγηθεί στο Βασίλειο του Μαρόκου χωρίς μεταβολή του όγκου ή των προϊόντων που καλύπτουν οι εν λόγω προτιμήσεις. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας στο έδαφος της Ένωσης δεν καταλείπει εξουσία εκτίμησης στις αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή των εν λόγω δασμολογικών προτιμήσεων, δεδομένου ότι, εφόσον τα επίμαχα προϊόντα είναι προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας, πρέπει να εφαρμοστούν σε αυτά οι δασμολογικές προτιμήσεις που προβλέπονται από την επίμαχη συμφωνία.

222    Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 215 ανωτέρω, δεδομένου ότι το προσφεύγον, ως εκπρόσωπος του λαού της Δυτικής Σαχάρας, δεν συναίνεσε στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας, η οποία εφαρμόζεται στο εν λόγω έδαφος, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία εγκρίνεται η εν λόγω συμφωνία, μεταβάλλει αμέσως τη νομική κατάστασή του, χωρίς να απαιτείται η λήψη άλλων μέτρων.

223    Είναι αληθές ότι η Επιτροπή αμφισβητεί το γεγονός ότι ο άμεσος επηρεασμός του προσφεύγοντος μπορεί να προκύπτει από το άμεσο αποτέλεσμα που παράγει η επίμαχη συμφωνία στους ιδιώτες. Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει (βλ. σκέψη 144 ανωτέρω) ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν πληρούται το δεύτερο κριτήριο του άμεσου επηρεασμού, πρέπει να διαπιστωθεί αν η εφαρμογή των ρητρών της επίμαχης συμφωνίας έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων. Η σημασία του ζητήματος αυτού δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, εξάλλου, το άμεσο αποτέλεσμα των εν λόγω ρητρών μπορεί να καθορίσει τη δυνατότητα επίκλησής τους επί της ουσίας από ιδιώτες.

224    Επομένως, συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα το προσφεύγον.

β)      Επί του ζητήματος του ατομικού επηρεασμού του προσφεύγοντος

225    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η συμμετοχή του προσφεύγοντος στις διαπραγματεύσεις σχετικά με το καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας δεν μπορεί να το εξατομικεύσει σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση και ότι η επίμαχη συμφωνία δεν επηρεάζει τη θέση του στο πλαίσιο των εν λόγω διαπραγματεύσεων. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο επισημαίνει επιπλέον ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το προσφεύγον είναι αρμόδιο για τα οικονομικά ζητήματα της Δυτικής Σαχάρας, από τη σκέψη 69 της απόφασης της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen (C‑142/00 P, EU:C:2003:217), προκύπτει ειδικότερα ότι η εν λόγω αρμοδιότητα δεν θα επαρκούσε για να αποδείξει ότι η επίμαχη συμφωνία το αφορά ατομικά.

226    Η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και η Comader αναπτύσσουν, κατ’ ουσίαν, την ίδια επιχειρηματολογία με εκείνη του Συμβουλίου.

227    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η επίμαχη συμφωνία το αφορά ατομικά, καθότι από τις σκέψεις 100 έως 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario προκύπτει, κατ’ αυτό, ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας, του οποίου είναι εκπρόσωπος, θα πρέπει να συναινεί σε κάθε διεθνή συμφωνία που εφαρμόζεται στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του ως προς τον εν λόγω λαό, ιδίως στην έκφραση της συναίνεσής του να δεσμεύεται μέσω συνθήκης, το προσφεύγον εμφανίζει τις ιδιαίτερες ιδιότητες που μπορούν να το χαρακτηρίζουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά ατομικά. Με το υπόμνημα απαντήσεως, το προσφεύγον διευκρινίζει επίσης ότι, διεξάγοντας τις διαβουλεύσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 48 ανωτέρω, το Συμβούλιο το εμπόδισε να ασκήσει την αρμοδιότητά του για να εκφράσει τη συναίνεση του λαού των Σαχράουι και επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε με σκοπό να αποδείξει ότι η εν λόγω απόφαση το αφορά άμεσα.

228    Κατά πάγια νομολογία, τα υποκείμενα δικαίου που δεν είναι αποδέκτες μιας απόφασης μπορούν να επικαλεστούν ότι η εν λόγω απόφαση τα αφορά ατομικά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων τους ή μιας πραγματικής κατάστασης που τα διακρίνει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της απόφασης (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

229    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, ως εκπρόσωπος του λαού μη αυτόνομου εδάφους, το προσφεύγον διαθέτει, δυνάμει του διεθνούς δικαίου, ίδιες αρμοδιότητες διακριτές από εκείνες των μερών της επίμαχης συμφωνίας. Επομένως, μπορεί να ισχυριστεί λυσιτελώς, με σκοπό να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση το αφορά ατομικά, ότι η εν λόγω απόφαση το εμποδίζει να ασκήσει, όπως επιθυμεί, τις ως άνω αρμοδιότητες.

230    Πρώτον, όμως, στο πλαίσιο της εξέτασης του άμεσου επηρεασμού του προσφεύγοντος, διαπιστώθηκε ότι η συμμετοχή του προσφεύγοντος στην πολιτική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Δυτική Σαχάρα δεν συνεπαγόταν ότι δεν θα μπορούσε να εκπροσωπήσει τον λαό του εν λόγω εδάφους στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου στον εμπορικό και τελωνειακό τομέα εφαρμοστέας στο ίδιο έδαφος, εφόσον η εν λόγω εκπροσώπηση θα ήταν αναγκαία για τη διαφύλαξη του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του εν λόγω εδάφους. Δεύτερον, επισημάνθηκε επίσης ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα όργανα του ΟΗΕ έχουν αναγνωρίσει άλλες οργανώσεις, πλην του προσφεύγοντος, ως εξουσιοδοτημένες να εκπροσωπούν τον εν λόγω λαό. Τρίτον, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader, η σύναψη, από την Ένωση, της επίμαχης συμφωνίας με ένα από τα μέρη της διαδικασίας αυτοδιάθεσης στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας εγείρει ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να θεωρηθούν παντελώς ξένα προς την εν λόγω διαδικασία και τα οποία αφορούν, επομένως, το προσφεύγον ως μέρος στην εν λόγω διαδικασία (βλ. σκέψεις 206 έως 215 ανωτέρω).

231    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το προσφεύγον επηρεάζεται από την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω χαρακτηριστικών ιδιοτήτων του οι οποίες το εξατομικεύουν, ως εκπρόσωπο του λαού της Δυτικής Σαχάρας και ως μέρος στη διαδικασία αυτοδιάθεσης, όπως θα επηρεαζόταν ο αποδέκτης της εν λόγω απόφασης. Επομένως, το προσφεύγον πρέπει να μπορεί να υποβάλει την εν λόγω απόφαση στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης προκειμένου αυτός να εξακριβώσει αν η Ένωση συναίνεσε νομίμως στην εφαρμογή της επίμαχης απόφασης στο εν λόγω έδαφος.

232    Οι ως άνω παρατηρήσεις δεν αναιρούνται από τα επιχειρήματα που προβάλλουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader.

233    Πρώτον, όσον αφορά την απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen (C‑142/00 P, EU:C:2003:217), επισημαίνεται ότι, στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο επιλήφθηκε αναιρέσεως ασκηθείσας από την Επιτροπή κατά απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου επί διαφοράς στην οποία οι Ολλανδικές Αντίλλες, υπερπόντιο έδαφος συνδεδεμένο με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέσω συμφωνίας σύνδεσης, αμφισβήτησαν μέτρα διασφάλισης κατά την εισαγωγή ρυζιού καταγωγής υπερπόντιων χωρών και εδαφών (ΥΧΕ). Τα εν λόγω μέτρα ήταν γενικής ισχύος και, παρά το γεγονός ότι επηρέαζαν τον τομέα της βιομηχανίας ρυζιού στις Ολλανδικές Αντίλλες και ότι το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ στην Κοινότητα προερχόταν από τις Ολλανδικές Αντίλλες, δεν αφορούσαν ειδικά τις εισαγωγές από το συγκεκριμένο υπερπόντιο έδαφος, αλλά από όλες τις ΥΧΕ.

234    Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γενικό συμφέρον που μπορούσαν να έχουν οι Ολλανδικές Αντίλλες για την οικονομική ευημερία του εδάφους τους και η επίπτωση των προσβαλλόμενων μέτρων στον τομέα της μεταποίησης του ρυζιού, δραστηριότητα την οποία μπορούσε να ασκήσει οποιοσδήποτε επιχειρηματίας σε οποιαδήποτε ΥΧΕ, δεν συνιστούσαν περιστάσεις ικανές να εξατομικεύσουν τις προσφεύγουσες (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen, C‑142/00 P, EU:C:2003:217, σκέψεις 66 έως 79).

235    Επομένως, οι περιστάσεις της διαφοράς επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen (C‑142/00 P, EU:C:2003:217), δεν είναι συγκρίσιμες με αυτές της υπό κρίση υπόθεσης. Συγκεκριμένα, αφενός, τα προσβαλλόμενα στο πλαίσιο της ως άνω διαφοράς μέτρα δεν αφορούσαν ειδικά το έδαφος των προσφευγουσών. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, η λήψη των εν λόγω μέτρων δεν απαιτούσε να ζητηθεί η συναίνεση του λαού του εν λόγω εδάφους.

236    Δεύτερον, η παραπομπή της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας στη νομολογία σχετικά με τον ατομικό επηρεασμό των ενώσεων (βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 3ης Απριλίου 2014, ADEAS κατά Επιτροπής, T‑7/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:221, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) δεν είναι λυσιτελής εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, ο ατομικός επηρεασμός ένωσης που εκπροσωπεί τα ιδιωτικά συμφέροντα συνόλου ιδιωτών ή επιχειρήσεων δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ατομικό επηρεασμό οργάνωσης, όπως το προσφεύγον, που εκπροσωπεί τον λαό μη αυτόνομου εδάφους.

237    Τρίτον, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του προσφεύγοντος και των περιστάσεων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 230 ανωτέρω, οι οποίες επαρκούν για την εξατομίκευσή του ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι δυνατόν να αντιταχθεί στο προσφεύγον ότι δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε η Ένωση εν όψει της σύναψης της επίμαχης συμφωνίας. Επιπλέον, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, το προσφεύγον αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι δεν έλαβε μέρος στη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας για να εκφράσει τη συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας σε αυτήν.

238    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά το προσφεύγον όχι μόνον άμεσα, αλλά και ατομικά. Ως εκ τούτου, ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο και αφορά έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί και η προσφυγή πρέπει να εξεταστεί επί της ουσίας.

Β.      Επί του βασίμου της προσφυγής

239    Προς στήριξη της προσφυγής του, το προσφεύγον προβάλλει δέκα λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά αναρμοδιότητα του Συμβουλίου προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δεύτερος, παράβαση της υποχρέωσής του να ελέγχει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, ο τρίτος, παράβαση της υποχρέωσης εκτελέσεως των αποφάσεων του Δικαστηρίου, ο τέταρτος, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ως αρχών και αξιών που πρέπει να διέπουν την εξωτερική δράση της Ένωσης, ο πέμπτος, παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο έκτος, εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, ο έβδομος, προσβολή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, ο όγδοος, παραβίαση της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, ο ένατος, παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και, ο δέκατος, παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει η Ένωση από το δίκαιο της διεθνούς ευθύνης.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα του Συμβουλίου προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης

240    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, ως όργανο της Ένωσης, δεν ήταν αρμόδιο να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αυτή αφορούσε τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας εφαρμοστέας σε έδαφος που υπάγεται στην κυριαρχία τρίτου λαού, σε σχέση με το οποίο ούτε η Ένωση ούτε ο αντισυμβαλλόμενός της είχαν οποιαδήποτε εξουσία.

241    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον αμφισβητεί, στην πραγματικότητα, την αρμοδιότητα της Ένωσης λόγω παραβίασης της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών και παραπέμπει στην αντίκρουση του έβδομου και του όγδοου λόγου ακυρώσεως. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι η αρμοδιότητα σύναψης διεθνών συμφωνιών αναγνωρίζεται σε αυτό από το άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ.

242    Η Επιτροπή, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι δεν αντιβαίνει στο διεθνές δίκαιο η σύναψη, από τη διοικούσα αρχή μη αυτόνομου εδάφους, διεθνούς συμφωνίας που εφαρμόζεται στο εν λόγω έδαφος. Εν προκειμένω, το Βασίλειο του Μαρόκου θα έπρεπε να θεωρηθεί, εν τοις πράγμασι, διοικούσα αρχή της Δυτικής Σαχάρας. Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ανάλογη άποψη. Η Comader συμφωνεί κατ’ ουσίαν με την αντίκρουση από το Συμβούλιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

243    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, κατά το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τις οποίες της έχουν αναθέσει τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των σκοπών που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν. Όσον αφορά, ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, στο άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ διευκρινίζεται ότι κάθε θεσμικό όργανο ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί βάσει των Συνθηκών, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς που αυτές προβλέπουν (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής, C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψεις 97 και 98).

244    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική αναφορά της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο εξέδωσε την εν λόγω απόφαση βάσει του άρθρου 207, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, σημείο i, ΣΛΕΕ.

245    Το προσφεύγον δεν αμφισβητεί ότι το Συμβούλιο συμμορφώθηκε με τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις που εφαρμόζονται σε πράξη που εκδίδεται βάσει των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 244 ανωτέρω. Στην πραγματικότητα, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον αμφισβητεί μόνον την αρμοδιότητα της Ένωσης να συνάψει την επίμαχη συμφωνία, για τον λόγο ότι η εν λόγω συμφωνία εφαρμόζεται σε αλλοδαπό έδαφος το οποίο υπάγεται στην κυριαρχία του λαού της Δυτικής Σαχάρας. Συναφώς, το προσφεύγον επικαλείται, ειδικότερα, τη γενική αρχή του δικαίου που αποτυπώνεται στη λατινική ρήση «nemo plus juris ad alium transferre potest quam ipse habet».

246    Επ’ αυτού, επισημαίνεται ότι είναι αληθές ότι ορισμένοι κανόνες διεθνούς δικαίου μπορεί να εμποδίζουν την Ένωση, λόγω του καθεστώτος της ως διεθνούς οργανισμού, να προσχωρήσει η ίδια σε διεθνή σύμβαση ή, τουλάχιστον, μπορεί να θέτουν περιορισμούς σε μια τέτοια προσχώρηση [πρβλ. γνωμοδότηση 2/91 (Σύμβαση υπ’ αριθ. 170 ΔΟΕ), της 19ης Μαρτίου 1993, EU:C:1993:106, σκέψη 5, και απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (ΠΘΖ Ανταρκτικής), C‑626/15 και C‑659/16, EU:C:2018:925, σκέψεις 128 έως 130]. Ομοίως, σε ορισμένες περιπτώσεις, το διεθνές δίκαιο εμπόδισε τη σύναψη, με συγκεκριμένο τρίτο κράτος, συνθηκών εφαρμοστέων σε μη αυτόνομο έδαφος λόγω των παραβάσεων που διέπραξε στο έδαφος αυτό το εν λόγω κράτος [γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 1971, Νομικές συνέπειες για τα κράτη της συνεχιζόμενης παρουσίας της Νότιας Αφρικής στη Ναμίμπια (νοτιοδυτική Αφρική) παρά το ψήφισμα 276 (1970) του Συμβουλίου Ασφαλείας (CIJ, Recueil 1971, σ. 16, σκέψεις 122 έως 126)].

247    Εντούτοις, εν προκειμένω, το προσφεύγον δεν επικαλέστηκε κανέναν κανόνα του διεθνούς δικαίου ικανό να περιορίσει την εξουσία της Ένωσης να συνάψει διμερή συμφωνία όπως η επίμαχη, λόγω του καθεστώτος της ως διεθνούς οργανισμού. Εξάλλου, παρότι το προσφεύγον θεωρεί ότι η σύναψη της εν λόγω συμφωνίας από την Ένωση αντίκειται σε ορισμένες αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου, δεν μνημονεύει κανέναν κανόνα του εν λόγω δικαίου, μεταξύ άλλων προκύπτοντα από ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ή διατυπωμένο σε απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, ο οποίος να απαγορεύει ρητώς τη σύναψη με το Βασίλειο του Μαρόκου κάθε διεθνούς συμφωνίας εφαρμοστέας στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας.

248    Επιπλέον, από τη σκέψη 98 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν απέκλεισε, κατ’ αρχήν, να δικαιούται η Ένωση, υπό το πρίσμα των αρχών του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης, να συνάψει με την τρίτη αυτή χώρα συμφωνία εντασσόμενη στο εν λόγω πλαίσιο και προβλέπουσα ρητώς την εφαρμογή της στη Δυτική Σαχάρα.

249    Για τους λόγους αυτούς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

250    Η εξέταση του βασίμου της προσφυγής πρέπει να συνεχιστεί με την εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

2.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση από το Συμβούλιο της υποχρέωσης που υπέχει να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που συνήγαγε η νομολογία από την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών

251    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, συνάπτοντας με το Βασίλειο του Μαρόκου συμφωνία ρητώς εφαρμοστέα στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας χωρίς τη συναίνεσή του, το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του να εκτελεί τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, η οποία απορρέει από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, κατά το προσφεύγον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έμμεση υπαγωγή του εν λόγω εδάφους στο πεδίο εφαρμογής των συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου είναι νομικώς αδύνατη, δυνάμει της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών. Εξ αυτού το προσφεύγον συνάγει ότι, για τους ίδιους λόγους, αποκλείεται κατά μείζονα λόγο ρητή εφαρμογή των ως άνω συμφωνιών στο εν λόγω έδαφος. Εξάλλου, με το πρώτο μέρος του δικογράφου της προσφυγής καθώς και με τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις του υπομνήματος απαντήσεως και τις παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η σύναψη της επίμαχης συμφωνίας αντιβαίνει στη νομολογία καθόσον δεν σέβεται το χωριστό και διακριτό καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας και την απαίτηση συναίνεσης του λαού του εν λόγω εδάφους.

252    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, συνάπτοντας συμφωνία που καθιστά ρητώς δυνατή την παραγωγή αποτελεσμάτων από τη συμφωνία σύνδεσης στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, μετά την εξασφάλιση της συναίνεσης του λαού του εν λόγω εδάφους, συμμορφώθηκε με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario.

253    Συναφώς, με τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις του υπομνήματος αντικρούσεως, υπό τον τίτλο «Οριζόντια ζητήματα», το Συμβούλιο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης κατάστασης της Δυτικής Σαχάρας, η οποία καθιστά αδύνατη την άμεση διαβούλευση με τον λαό του εν λόγω εδάφους ή τη διαβούλευση μέσω θεσμικού εκπροσώπου, τα θεσμικά όργανα μπόρεσαν να κάνουν χρήση της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν για να προβούν σε διαβουλεύσεις βασισμένες σε αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο αφορά τα οφέλη για τους πληθυσμούς του εν λόγω εδάφους, και συμμορφώθηκαν, επ’ αυτού, με τις εφαρμοστέες αρχές του διεθνούς δικαίου. Εξάλλου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι διατάξεις και οι αρχές του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται στις διοικούσες αρχές ασκούν επιρροή εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της «εν τοις πράγμασι διοίκησης» του εν λόγω εδάφους από το Βασίλειο του Μαρόκου, και ότι το προσφεύγον δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, ούτε την ικανότητα δικαίου ούτε τα διοικητικά μέσα για τη σύναψη εμπορικής συμφωνίας με την Ένωση. Τέλος, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το προσφεύγον δεν πληροί τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η νομολογία για την επίκληση κανόνων διεθνούς δικαίου και ότι ο δικαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης υπό το πρίσμα των αρχών του εθιμικού διεθνούς δικαίου περιορίζεται κατ’ ανάγκην στην πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

254    Στο μέρος του υπομνήματος παρεμβάσεως με τίτλο «Προκαταρκτικές νομικές παρατηρήσεις», η Επιτροπή αναπτύσσει, κατ’ ουσίαν, ανάλογη επιχειρηματολογία με εκείνη του Συμβουλίου όσον αφορά τη δυνατότητα επίκλησης των αρχών του εθιμικού διεθνούς δικαίου από ιδιώτη και τον περιορισμένο χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της Ένωσης υπό το πρίσμα των εν λόγω αρχών. Επιπλέον, στο πλαίσιο του έβδομου και του όγδοου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση της προσβολής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης κατά πράξης του Συμβουλίου και, αφετέρου, ότι η αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών μπορεί μόνον να καταστήσει διεθνή συμφωνία μη αντιτάξιμη σε τρίτον, αλλά όχι να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος της. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το προσφεύγον σφάλλει όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω αποφάσεις περιορίστηκαν, κατ’ αυτήν, να ερμηνεύσουν τις εφαρμοστέες στο έδαφος του Μαρόκου συμφωνίες υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών του διεθνούς δικαίου, πλην όμως δεν αφορούν το κύρος των εν λόγω συμφωνιών.

255    Στο μέρος του υπομνήματος παρεμβάσεως που τιτλοφορείται «Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί των “πραγματικών περιστατικών”», η Επιτροπή εκθέτει, κατ’ ουσίαν, την ίδια ανάλυση με εκείνη του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία που κατέληξε στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας. Διευκρινίζει, επιπλέον, ότι η εν λόγω συμφωνία δεν θεωρεί ότι τα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας είναι μαροκινής καταγωγής, αλλά τα μνημονεύει ρητώς ως καταγόμενα από το εν λόγω έδαφος. Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διαδικασία διαπραγμάτευσης που διεξάγεται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ δεν αναθέτει στο προσφεύγον αποκλειστική μέριμνα να «ομιλεί εξ ονόματος» του λαού της Δυτικής Σαχάρας.

256    Η Γαλλική Δημοκρατία συμμερίζεται, κατ’ ουσίαν, την ανάλυση του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

257    Στο μέρος του υπομνήματος παρεμβάσεως με τίτλο «Παρατηρήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά», η Comader συντάσσεται, εν μέρει, με την ανάλυση της Επιτροπής και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαδικασία διαβούλευσης που προηγήθηκε της σύναψης της επίμαχης συμφωνίας. Επιπλέον, η Comader υποστηρίζει ότι οι τοπικοί αιρετοί αντιπρόσωποι, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην εν λόγω διαβούλευση, είναι οι νομίμως εκπροσωπούντες τον πληθυσμό της Δυτικής Σαχάρας και απολαύουν δημοκρατικής νομιμότητας. Εξάλλου, υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Τέλος, η Comader υποστηρίζει ότι η αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω και ότι, εν πάση περιπτώσει, η επίμαχη συμφωνία δεν είναι αντιτάξιμη στο προσφεύγον.

258    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader θέτουν υπό αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων, τις νομικές βάσεις του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως και ότι με τα επιχειρήματά τους εγείρουν εν τέλει το ζήτημα μήπως ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής. Επομένως, το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί προτού το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί, ενδεχομένως, επί του βασίμου του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

α)      Επί των επιχειρημάτων του Συμβουλίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και της Comader που αφορούν, κατ’ ουσίαν, τον αλυσιτελή χαρακτήρα του τρίτου λόγου ακυρώσεως

259    Με τα επιχειρήματά τους, το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader θέτουν υπό αμφισβήτηση τις νομικές βάσεις του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως από τρεις απόψεις. Πρώτον, κατ’ αυτούς, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή. Δεύτερον, η επίκληση των αποφάσεων στις οποίες παραπέμπει το προσφεύγον δεν είναι λυσιτελώς δυνατή για τον σκοπό της αμφισβήτησης του κύρους των συμφωνιών που συνήφθησαν μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου. Τρίτον, το προσφεύγον δεν μπορεί να επικαλεστεί τις αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου των οποίων την παραβίαση προβάλλει εν προκειμένω.

260    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 266, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός των οποίων η πράξη κηρύχθηκε άκυρη ή των οποίων η παράλειψη κηρύχθηκε αντίθετη προς τις Συνθήκες οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

261    Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση που θεσπίζεται στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ, η οποία εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στις αποφάσεις με τις οποίες πράξη της Ένωσης κηρύσσεται ανίσχυρη, συνεπάγεται ότι τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να συμμορφωθούν όχι μόνο με το διατακτικό της ακυρωτικής ή της διαπιστώνουσας το ανίσχυρο δικαστικής απόφασης, αλλά και με το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο αποτελεί το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. Πράγματι, στο σκεπτικό αυτό, αφενός, επισημαίνεται η διάταξη που κρίνεται παράνομη και, αφετέρου, εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους διαπιστώνεται η έλλειψη νομιμότητας με το διατακτικό και τους οποίους πρέπει να λάβει υπόψη το οικείο θεσμικό όργανο κατά την αντικατάσταση της πράξης η οποία ακυρώθηκε ή κρίθηκε ανίσχυρη (βλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, CM Eurologistik και GLS, C‑283/14 και C‑284/14, EU:C:2016:57, σκέψεις 48 και 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

262    Εντούτοις, ούτε από το γράμμα του άρθρου 266 ΣΛΕΕ ούτε από τη μνημονευθείσα στη σκέψη 261 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση που θεσπίζεται στο εν λόγω άρθρο εκτείνεται στο σκεπτικό απόφασης με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή ακυρώσεως πράξης της Ένωσης.

263    Εν προκειμένω, όμως, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 34 και 40 ανωτέρω, με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο, αφού αναίρεσε την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑512/12, EU:T:2015:953), αποφάνθηκε οριστικώς επί της διαφοράς απορρίπτοντας την προσφυγή του προσφεύγοντος ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης.

264    Όσον αφορά την απόφαση Western Sahara Campaign UK, πέραν του γεγονότος ότι η απόφαση αυτή δεν έθεσε εν αμφιβόλω το κύρος των προσβαλλόμενων πράξεων της Ένωσης, τις οποίες αφορούσαν τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, αρκεί να επισημανθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, αφορούσε απόφαση και διεθνείς αλιευτικές συμφωνίες των οποίων το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής διαφέρει από εκείνο της προσβαλλόμενης απόφασης και της επίμαχης συμφωνίας. Ανάλογες διαπιστώσεις μπορούν να γίνουν, mutatis mutandis, όσον αφορά τις διατάξεις της 19ης Ιουλίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑180/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:496), και της 30ής Νοεμβρίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑275/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:869).

265    Ως εκ τούτου, όπως επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, η Comader, το προσφεύγον δεν μπορεί, εν προκειμένω, να αντλήσει από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να εκτελέσουν τις αποφάσεις των δικαστηρίων της Ένωσης που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 263 και 264 ανωτέρω. Επομένως, καθόσον βασίζεται στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

266    Τούτου λεχθέντος, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν απαιτείται από τον διάδικο να μνημονεύει ρητώς τις διατάξεις στις οποίες στηρίζει τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, εφόσον το αίτημα του διαδίκου καθώς και τα βασικά νομικά και πραγματικά στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται το αίτημα αυτό προκύπτουν με επαρκή σαφήνεια από το δικόγραφο. Η νομολογία αυτή ισχύει, mutatis mutandis, και σε περίπτωση εσφαλμένης αναφοράς των διατάξεων στις οποίες βασίζονται οι λόγοι της προσφυγής [βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, Aurora κατά OCVV – SESVanderhave (M 02205), T‑140/15, EU:T:2017:830, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

267    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 251 ανωτέρω, η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως βασίζεται σε αιτίαση που αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση, εκ μέρους των θεσμικών οργάνων, της υποχρέωσης που υπέχουν να συμμορφώνονται με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία των συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου με γνώμονα τους εφαρμοστέους κανόνες διεθνούς δικαίου. Συναφώς, ερωτηθέν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με τη νομική βάση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι, στο μέτρο που, στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης, διευκρινίζεται ότι αυτή εκδόθηκε προς συμμόρφωση με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς τις εκτιμήσεις της εν λόγω απόφασης προκειμένου να υποστηρίξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω εκτιμήσεις. Εξάλλου, αυτό αντιλήφθηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, όπως προκύπτει από τα επιχειρήματα που προβάλλουν προς αντίκρουση των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.

268    Επ’ αυτού υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η Ένωση συνιστά ένωση δικαίου, της οποίας τα όργανα υπόκεινται σε έλεγχο της συμφωνίας των πράξεών τους, μεταξύ άλλων, με τις Συνθήκες και τις γενικές αρχές του δικαίου και εντός της οποίας τα φυσικά και νομικά πρόσωπα πρέπει να απολαύουν αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

269    Ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτό ερμηνεύεται από απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση, προδικαστική απόφαση ή παγιωμένη σχετική νομολογία (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψεις 31 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

270    Επομένως, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, ο οποίος εξετάζει τέτοιο λόγο ακυρώσεως, να ελέγξει αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι συμβατή με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν αυτή συνήγαγε από το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης ή διεθνές δίκαιο απαιτήσεις κρίσιμες για την εκτίμηση της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης.

271    Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, καθόσον, κατά την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, ειδικότερα, από την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών απορρέουν υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 10 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω), τα θεσμικά όργανα διαπραγματεύθηκαν και συνήψαν την επίμαχη συμφωνία με σκοπό να αντλήσουν τις συνέπειες της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου, προβλέποντας ρητή νομική βάση για την εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος της συμφωνίας σύνδεσης στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας, σε συνδυασμό με εγγυήσεις για τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι «εκτιμήσεις για τη συναίνεση» που εκτίθενται στη σκέψη 106 της εν λόγω απόφασης.

272    Ως εκ τούτου, καθόσον αφορά κατ’ ουσίαν παράβαση, εκ μέρους του Συμβουλίου, της υποχρέωσης που υπέχει να συμμορφωθεί με την ερμηνεία από τη νομολογία, ειδικότερα με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, της συμφωνίας σύνδεσης με γνώμονα τους εφαρμοστέους κανόνες του δημοσίου διεθνούς δικαίου, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν είναι αλυσιτελής, παρά την εσφαλμένη παραπομπή του προσφεύγοντος στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ.

273    Κατά δεύτερον, το γεγονός ότι, με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο ερμήνευσε την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών στο πλαίσιο της ερμηνείας της συμφωνίας σύνδεσης και της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης και όχι του ελέγχου του κύρους των εν λόγω συμφωνιών δεν είναι καθοριστικό.

274    Συγκεκριμένα, αφενός, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 269 ανωτέρω, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να συμμορφώνονται με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία, ανεξαρτήτως του πλαισίου στο οποίο διαμορφώθηκε η εν λόγω νομολογία. Η εν λόγω αρχή εφαρμόζεται στην ερμηνεία από το Δικαστήριο των κανόνων του διεθνούς δικαίου, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, η Ένωση υποχρεούται να ασκεί τις αρμοδιότητές της τηρώντας το διεθνές δίκαιο στο σύνολό του (βλ. απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε, ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να εκτιμήσει αν διεθνής συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση συνάδει με τις Συνθήκες και με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι δεσμεύουν την Ένωση (βλ. σκέψεις 155 και 156 ανωτέρω).

275    Αφετέρου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 195 ανωτέρω, οι κανόνες που συνήγαγε το Δικαστήριο από τις αρχές του διεθνούς δικαίου που ερμήνευσε στην απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario ήταν κρίσιμοι προκειμένου να εξακριβωθεί αν η συμφωνία σύνδεσης μπορούσε νομίμως να εφαρμοστεί, εμμέσως, στη Δυτική Σαχάρα. Επομένως, οι εν λόγω κανόνες είναι κατά μείζονα λόγο κρίσιμοι προκειμένου να εξεταστεί αν επιτρέπεται η παρεμβολή στην εν λόγω συμφωνία ρήτρας προβλέπουσας ρητώς μια τέτοια εδαφική εφαρμογή. Συνεπώς, η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης μπορεί να εξεταστεί με γνώμονα τους εν λόγω κανόνες.

276    Κατά τρίτον, όσον αφορά τη δυνατότητα επίκλησης των αρχών του διεθνούς δικαίου που έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο, και ειδικότερα της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, κατ’ αρχάς, υπομνήσθηκε επανειλημμένως ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να εκτιμά τη συμβατότητα απόφασης σύναψης διεθνούς συμφωνίας, ιδίως, με τους κανόνες διεθνούς δικαίου, δεδομένου ότι η Ένωση πρέπει να ασκεί τις αρμοδιότητές της τηρώντας τους εν λόγω κανόνες, οι οποίοι τη δεσμεύουν δυνάμει των Συνθηκών.

277    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 5, και του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΕΕ, η δράση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή έχει ως γνώμονα τις αξίες και τις αρχές που έχουν εμπνεύσει τη δημιουργία, την ανάπτυξη και τη διεύρυνσή της. Συμβάλλει, ειδικότερα, στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου και, ιδίως, στον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

278    Επισημαίνεται επιπλέον ότι, βάσει του άρθρου 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και όπως προκύπτει, εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλόμενης απόφασης, η κοινή εμπορική πολιτική ασκείται στο πλαίσιο των αρχών και των στόχων της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, περιλαμβανομένων αυτών που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 277 ανωτέρω. Η Ένωση υποχρεούται να συνεκτιμά τις εν λόγω αρχές και τους εν λόγω στόχους κατά την άσκηση της κοινής εμπορικής πολιτικής της [πρβλ. γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σκέψεις 142 έως 147].

279    Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι, στις σκέψεις 88 και 89 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης αποτελεί δικαίωμα αντιτάξιμο erga omnes καθώς και μια από τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δίκαιου και ότι, ως εκ τούτου, η αρχή αυτή εντάσσεται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου και έπρεπε να ληφθούν υπόψη από τον δικαστή της Ένωσης. Επιπλέον, στις σκέψεις 90 έως 93 της ίδιας απόφασης, το Δικαστήριο έκρινε, βάσει των ψηφισμάτων της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και της γνωμοδότησης για τη Δυτική Σαχάρα, ότι το χωριστό και διακριτό καθεστώς της Δυτικής Σαχάρας έπρεπε να γίνει σεβαστό στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου και ότι η απαίτηση αυτή έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία της συμφωνίας σύνδεσης.

280    Ομοίως, αφού υπενθύμισε στις σκέψεις 104 και 105 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, αφενός, τις διαπιστώσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου στη γνωμοδότηση για τη Δυτική Σαχάρα, και ειδικότερα τη διαπίστωση ότι ο πληθυσμός του εν λόγω εδάφους έχει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και, αφετέρου, τη σύσταση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ σχετικά με τη συμμετοχή του προσφεύγοντος στην αναζήτηση λύσης στο οριστικό καθεστώτος του εν λόγω εδάφους, το Δικαστήριο, στη σκέψη 106 της ίδιας απόφασης, συνήγαγε από τα ως άνω στοιχεία ότι ο εν λόγω λαός έπρεπε να θεωρηθεί ως τρίτος, κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, ο οποίος έπρεπε να συναινέσει στην εφαρμογή της συμφωνίας σύνδεσης στο εν λόγω έδαφος.

281    Ως εκ τούτου, με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο συνήγαγε από την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 55) οι οποίες επιβάλλονται σε σχέση με τη Δυτική Σαχάρα στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, ήτοι, αφενός, την υποχρέωση σεβασμού του χωριστού και διακριτού καθεστώτος της και, αφετέρου, την υποχρέωση εξασφάλισης της συναίνεσης του λαού της σε περίπτωση εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης στο εν λόγω έδαφος. Όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 275, εξ αυτού συνάγεται ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις έχουν σημασία, κατά μείζονα λόγο, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τη νομιμότητα των ρητρών που προβλέπουν ρητή εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας ή των πρωτοκόλλων της στο εν λόγω έδαφος.

282    Επομένως, εν προκειμένω, προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματα που αντλεί ο λαός της Δυτικής Σαχάρας από την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, το προσφεύγον πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί την παράβαση αυτών των σαφών, ακριβών και ανεπιφύλακτων υποχρεώσεων σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που η εν λόγω προβαλλόμενη παράβαση μπορεί να επηρεάζει τον εν λόγω λαό, ως τρίτο σε συμφωνία συναφθείσα μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουνίου 1998, Racke, C‑162/96, EU:C:1998:293, σκέψη 51).

283    Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader, η δυνατότητα επίκλησης, από το προσφεύγον, της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών δεν προσκρούει στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα της δυνατότητας επίκλησης των αρχών του εθιμικού διεθνούς δικαίου, η οποία απορρέει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864).

284    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 107 της απόφασης της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), το Δικαστήριο έκρινε ότι ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί τις μνημονευθείσες στη σκέψη 103 της εν λόγω απόφασης αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου προκειμένου το Δικαστήριο να εξετάσει το κύρος πράξης της Ένωσης στο μέτρο που, αφενός, οι εν λόγω αρχές είναι δυνατό να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Ένωσης να εκδώσει την οικεία πράξη και, αφετέρου, η πράξη αυτή ενδέχεται να θίγει δικαιώματα τα οποία αντλεί ο ιδιώτης από το δίκαιο της Ένωσης ή να συνεπάγεται, για τον ιδιώτη, υποχρεώσεις από πλευράς δικαίου της Ένωσης. Επρόκειτο, στην περίπτωση εκείνη, για την αρχή ότι κάθε κράτος έχει πλήρη και αποκλειστική κυριαρχία επί του εναέριου χώρου του, την αρχή ότι ουδέν κράτος μπορεί νομίμως να προβάλλει κυριαρχικά δικαιώματα επί οποιουδήποτε τμήματος της ανοικτής θάλασσας και την αρχή ότι οι πτήσεις πάνω από την ανοικτή θάλασσα είναι ελεύθερες.

285    Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο μέτρο που έγινε επίκληση των εν λόγω αρχών στην υπόθεση της κύριας δίκης προκειμένου το Δικαστήριο να εκτιμήσει αν η Ένωση είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την οδηγία 2008/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ ώστε να ενταχθούν οι αεροπορικές δραστηριότητες στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 8, σ. 3), και που η εν λόγω οδηγία μπορούσε να συνεπάγεται υποχρεώσεις για τις προσφεύγουσες της κύριας δίκης, δεν έπρεπε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μπορούν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης να επικαλεστούν τις ως άνω αρχές, μολονότι το περιεχόμενο των επίμαχων αρχών αφορά, εκ πρώτης όψεως, τη δημιουργία υποχρεώσεων μόνο μεταξύ κρατών (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψεις 108 και 109).

286    Επισημαίνεται, πάντως, ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες το Δικαστήριο διατύπωσε τις εκτιμήσεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 284 και 285 ανωτέρω διαφέρουν από τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης.

287    Κατά πρώτον, δεν προκύπτει από την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), ότι είχαν ήδη συναχθεί, από τις αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου που μνημονεύονται στη σκέψη 103 της εν λόγω απόφασης, πριν από την έκδοση αυτής, σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις οι οποίες επιβάλλονται στην Ένωση σε σχέση με επιχειρήσεις τρίτων χωρών όπως οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης. Επομένως, στο πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση, ζητήθηκε κατ’ ουσίαν από αυτό να ελέγξει το κύρος της προσβαλλομένης πράξης απευθείας υπό το πρίσμα των ως άνω αρχών, οι οποίες διατυπώθηκαν με τρόπο γενικό.

288    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ήταν αεροπορικές εταιρίες και επαγγελματικές ενώσεις τέτοιων εταιριών. Επρόκειτο, επομένως, για ιδιώτες για τους οποίους οι αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου τις οποίες επικαλέστηκαν δεν δημιουργούσαν, κατ’ αρχήν, δικαιώματα, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στη σκέψη 109 της απόφασης της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), οι εν λόγω αρχές αφορούν, εκ πρώτης όψεως, τη δημιουργία υποχρεώσεων μόνο μεταξύ κρατών. Όπως υπογράμμισε κατ’ ουσίαν το προσφεύγον, με τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της Επιτροπής καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η κατάσταση των εν λόγω ιδιωτών δεν είναι συγκρίσιμη με τη δική του στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι το προσφεύγον είναι εκπρόσωπος τρίτου, ο οποίος δεν μετέχει στη συμφωνία που συνήφθη με την προσβαλλόμενη απόφαση και αντλεί από την αρχή της αυτοδιάθεσης και την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών δικαιώματα τα οποία μπορεί να επικαλεστεί κατά της εν λόγω απόφασης.

289    Κατά τρίτον, η οδηγία 2008/101, της οποίας το κύρος αμφισβήτησαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, ήταν πράξη εκδοθείσα στο πλαίσιο της άσκησης των εσωτερικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης και το πεδίο εφαρμογής της έπρεπε, κατ’ αρχήν, να περιορίζεται στο έδαφος της Ένωσης. Οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν, όμως, ακριβώς τις αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου που μνημονεύονται στη σκέψη 103 της απόφασης της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), για να υποστηρίξουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Ένωση παρέβη τις αρμοδιότητές της, καθότι η εν λόγω οδηγία μπορούσε να εφαρμοστεί στα τμήματα διεθνών πτήσεων που πραγματοποιούνταν εκτός του εναέριου χώρου των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψεις 121 έως 130).

290    Αντιθέτως, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο όχι των εσωτερικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης, αλλά της εξωτερικής δράσης της, η οποία βασίζεται, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 21 ΣΕΕ, στον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου. Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στη σκέψη 247 ανωτέρω, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά έλλειψη αρμοδιότητας του Συμβουλίου να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, το γεγονός και μόνο ότι η επίμαχη συμφωνία εφαρμόζεται στη Δυτική Σαχάρα δεν συνιστά, καθεαυτό, παράβαση από το Συμβούλιο κανόνα του διεθνούς δικαίου που περιορίζει τις αρμοδιότητες της Ένωσης όσον αφορά τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας.

291    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η δυνατότητα επίκλησης της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών δεν μπορεί να εκτιμηθεί με γνώμονα τις κρίσεις που περιέχονται στις σκέψεις 107 έως 109 της απόφασης της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), στο μέτρο που οι εν λόγω κρίσεις στηρίζονταν σε εκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης εκείνης, οι οποίες αφορούσαν τη φύση των αρχών του διεθνούς δικαίου των οποίων έγινε επίκληση και της προσβαλλόμενης πράξης καθώς και τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών της κύριας δίκης, περιστάσεις οι οποίες δεν είναι συγκρίσιμες με αυτές της υπό κρίση υπόθεσης. Ειδικότερα, η δυνατότητα επίκλησης των δύο προμνησθεισών αρχών δεν μπορεί να περιοριστεί, εν προκειμένω, στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας της Ένωσης να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι, αφενός, το προσφεύγον επικαλείται σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει η Ένωση στο πλαίσιο της έκδοσης της εν λόγω απόφασης και ότι, αφετέρου, η εν λόγω επίκληση σκοπεί να διασφαλίσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων τρίτου μη μετέχοντος στη συμφωνία τα οποία μπορεί να θιγούν από την παράβαση των εν λόγω υποχρεώσεων.

292    Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 267, 271 και 272 ανωτέρω, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον προβάλλει αιτίαση η οποία αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση, από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, της υποχρέωσης που υπέχουν να συμμορφώνονται με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία των συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου με γνώμονα τους εφαρμοστέους κανόνες διεθνούς δικαίου και, ειδικότερα, της υποχρέωσης που υπέχουν να συμμορφωθούν με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, προς στήριξη προσφυγής βάλλουσας κατά απόφασης εκδοθείσας με σκοπό να αντληθούν οι συνέπειες της εν λόγω απόφασης. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρισθεί στο προσφεύγον το δικαίωμα να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης επικαλούμενο, στο πλαίσιο της εν λόγω αιτίασης, τέτοιους θεμελιώδους φύσης κανόνες, ενώ η Ένωση δεσμεύεται από τους εν λόγω κανόνες και η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε με σκοπό τη συμμόρφωση προς την ερμηνεία τους από το Δικαστήριο (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουνίου 1998, Racke, C‑162/96, EU:C:1998:293, σκέψεις 48 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

293    Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής και της Comader σχετικά με τη συγκεκριμένη δυνατότητα επίκλησης, αφενός, της αρχής της αυτοδιάθεσης και, αφετέρου, της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών είναι απορριπτέα.

294    Αφενός, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης κατοχυρώνει «συλλογικό» δικαίωμα το οποίο οδηγεί σε διαδικασία κυρίως πολιτικού χαρακτήρα, της οποίας η έκβαση δεν είναι προκαθορισμένη, επισημαίνεται ότι από τις σκέψεις 88 έως 106 της απόφασης της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:973), δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω ενδεχόμενες ιδιαιτερότητες του δικαιώματος αυτοδιάθεσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο της τήρησης των σαφών, ακριβών και ανεπιφύλακτων προϋποθέσεων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 281 ανωτέρω.

295    Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης είναι συλλογικό δικαίωμα δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι ο τρίτος τον οποίο εκπροσωπεί το προσφεύγον είναι ακριβώς ο κάτοχος του εν λόγω δικαιώματος. Ομοίως, το επιχείρημα ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης οδηγεί σε πολιτική διαδικασία της οποίας η έκβαση δεν είναι προκαθορισμένη στηρίζεται, τελικώς, στην εσφαλμένη παραδοχή ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας δεν απολαύει ήδη του δικαιώματος αυτοδιάθεσης διότι, στο παρόν στάδιο, η διαδικασία σχετικά με το οριστικό καθεστώς του εν λόγω εδάφους δεν έχει περατωθεί και ότι, επομένως, ο εν λόγω λαός δεν είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως το δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Όπως, όμως, διαπίστωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 105 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, τα όργανα του ΟΗΕ αναγνώρισαν ότι ο εν λόγω λαός απολαύει του δικαιώματος αυτοδιάθεσης και το προσφεύγον έλαβε μέρος στην εν λόγω διαδικασία βάσει της αναγνώρισης αυτής. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η έκβαση της διαδικασίας δεν έχει καθοριστεί ακόμη, στο παρόν στάδιο, δεν συνιστά εμπόδιο στη δυνατότητα επίκλησης της αρχής της αυτοδιάθεσης.

296    Αφετέρου, όσον αφορά τη δυνατότητα επίκλησης της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, αρχής του γενικού διεθνούς δικαίου η οποία επιβάλλεται σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος διεθνούς σύμβασης (πρβλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita, C‑386/08, EU:C:2010:91, σκέψη 44), επισημαίνεται ότι οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 197 έως 199 ανωτέρω εφαρμόζονται mutatis mutandis στο ζήτημα της δυνατότητας επίκλησης της εν λόγω αρχής στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Ειδικότερα, όπως εκθέτει κατ’ ουσίαν το προσφεύγον, πρέπει να διαχωριστούν οι συνέπειες της παραβίασης της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών στη διεθνή έννομη τάξη από τις συνέπειες, στην έννομη τάξη της Ένωσης, παράβασης, από τα θεσμικά όργανα, υποχρέωσης απορρέουσας από την εν λόγω αρχή, λαμβανομένης υπόψη της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης να ελέγχει την εκπλήρωση της εν λόγω υποχρέωσης.

297    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί, προς στήριξη του λόγου αυτού, την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario και την ερμηνεία της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών που δόθηκε με αυτήν. Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως δεν είναι αλυσιτελής.

β)      Επί του βασίμου των επιχειρημάτων που προέβαλε το προσφεύγον προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως

298    Η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τρία σκέλη τα οποία αφορούν, πρώτον, την αδυναμία της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου να συνάψουν συμφωνία εφαρμοστέα στη Δυτική Σαχάρα, δεύτερον, την παράβαση του χωριστού και διακριτού καθεστώτος του εν λόγω εδάφους, κατά παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης, και, τρίτον, την παράβαση της απαίτησης εξασφάλισης της συναίνεσης του λαού του εν λόγω εδάφους, ως τρίτου στην επίμαχη συμφωνία κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών.

1)      Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την αδυναμία της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου να συνάψουν συμφωνία εφαρμοστέα στη Δυτική Σαχάρα

299    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει, κατ’ αυτό, από τις αποφάσεις Συμβούλιο κατά Front Polisario και Western Sahara Campaign UK, η εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου είναι νομικώς αδύνατη λόγω, ειδικότερα, της παραβίασης της αρχής της αυτοδιάθεσης και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών. Στην πραγματικότητα, όμως, η επίμαχη συμφωνία σκοπεί στη «διαιώνιση» της εν τοις πράγμασι εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης στο μέρος του εν λόγω εδάφους που ελέγχουν οι μαροκινές αρχές, η οποία είχε αποκλειστεί από την πρώτη από τις ως άνω αποφάσεις.

300    Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 187 ανωτέρω, με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο απέκλεισε μόνον, ελλείψει ρητής ρήτρας που επεκτείνει στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης, το οποίο περιορίζεται, όσον αφορά το Βασίλειο του Μαρόκου, στο δικό του έδαφος, να μπορεί να δοθεί στη συμφωνία περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης η ερμηνεία ότι προέβη στην εν λόγω επέκταση.

301    Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, δυνάμει της αρχής της αυτοδιάθεσης, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και το Διεθνές Δικαστήριο αναγνώρισαν στη Δυτική Σαχάρα, μη αυτόνομο έδαφος, κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, χωριστό και διακριτό καθεστώς σε σχέση προς το καθεστώς οποιουδήποτε κράτους, περιλαμβανομένου του Βασιλείου του Μαρόκου. Εν συνεχεία, όσον αφορά τον κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 29 της Σύμβασης της Βιέννης, το Δικαστήριο επισήμανε κατ’ ουσίαν ότι, βάσει του εν λόγω κανόνα, μια συνθήκη μπορεί να δεσμεύει ένα κράτος σε σχέση με έδαφος διαφορετικό από το δικό του μόνον εάν μια τέτοια πρόθεση απορρέει από τη συνθήκη αυτή ή εάν προκύπτει άλλως πως. Τέλος, αφού επισήμανε ότι, δυνάμει της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, η εφαρμογή της συμφωνίας σύνδεσης σε περίπτωση υπαγωγής της Δυτικής Σαχάρας στο πεδίο εφαρμογής της έπρεπε να έχει τη συναίνεση του λαού του εν λόγω εδάφους, ως τρίτου στην εν λόγω συμφωνία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑512/12, EU:T:2015:953), δεν προκύπτει ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας εξεδήλωσε τέτοια συναίνεση. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αντιβαίνει στους τρεις ως άνω κανόνες διεθνούς δικαίου να θεωρηθεί ότι το ως άνω μη αυτόνομο έδαφος υπάγεται στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης και της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης δυνάμει σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 92 έως 116).

302    Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταγενέστερη της σύναψης της συμφωνίας σύνδεσης πρακτική δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ερμηνεία της εν λόγω συμφωνίας και της συμφωνίας περί αμοιβαίων μέτρων ελευθέρωσης υπό την έννοια ότι αυτές εφαρμόζονταν, από νομικώς απόψεως, στη Δυτική Σαχάρα, δεδομένου ότι, εν αντιθέσει προς όσα επέτασσε το άρθρο 31, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της Σύμβασης της Βιέννης, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξακρίβωσε αν η εν λόγω πρακτική απηχούσε την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών και ότι ενδεχόμενη βούληση της Ένωσης να εκτελέσει τις εν λόγω συμφωνίες κατά παραβίαση τόσο της αρχής της αυτοδιάθεσης όσο και της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών θα ήταν ασυμβίβαστη προς την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των συνθηκών (απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, σκέψεις 122 έως 125).

303    Οι αποφάσεις και διατάξεις των δικαστηρίων της Ένωσης που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 42 και 44 ανωτέρω, οι οποίες είναι μεταγενέστερες της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario εφάρμοσαν ανάλογη συλλογιστική, παραπέμποντας ρητώς στην εν λόγω απόφαση. Συγκεκριμένα, οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις και διατάξεις αφορούσαν συμφωνίες μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου οι οποίες δεν περιελάμβαναν ρητές ρήτρες που επέκτειναν το εδαφικό πεδίο εφαρμογής τους στη Δυτική Σαχάρα ή στα παρά το έδαφος αυτής ύδατα (πρβλ. απόφαση Western Sahara Campaign UK, σκέψεις 62, 63, 71 έως 73, 79 και 83· διατάξεις της 19ης Ιουλίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑180/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:496, σκέψεις 44 έως 69, και της 30ής Νοεμβρίου 2018, Front Polisario κατά Συμβουλίου, T‑275/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:869, σκέψεις 27 έως 41).

304    Αντιθέτως, στο πλαίσιο της εν λόγω νομολογίας, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν αποφάνθηκαν επί διαφορών σχετικών με συμφωνίες μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου οι οποίες περιελάμβαναν ρητή ρήτρα υπαγωγής της Δυτικής Σαχάρας στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας.

305    Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στη σκέψη 301 ανωτέρω και όπως υπογράμμισαν, εξάλλου, η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν αντιβαίνει στον κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 29 της Σύμβασης της Βιέννης μια συνθήκη να δεσμεύει ένα κράτος σε σχέση με έδαφος διαφορετικό από το δικό του εάν μια τέτοια πρόθεση απορρέει από την εν λόγω συνθήκη. Εν προκειμένω, όμως, τέτοια πρόθεση προκύπτει ρητώς από το γράμμα της κοινής δήλωσης για τη Δυτική Σαχάρα και επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το προσφεύγον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επίμαχη συμφωνία «επικυρώνει» πρακτική την οποία αποκλείει η νομολογία. Συγκεκριμένα, αφενός, η νομολογία δεν απέκλεισε παντελώς τη δυνατότητα νόμιμης εφαρμογής στη Δυτική Σαχάρα συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου. Αφετέρου, η εν λόγω εφαρμογή δεν προκύπτει, εν προκειμένω, από απλή «πρακτική», αλλά από τη ρητή διατύπωση της ίδιας της επίμαχης συμφωνίας, αντικατοπτρίζοντας την κοινή βούληση των μερών, και ιδίως της Ένωσης. Επομένως, το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

306    Σκόπιμο είναι να συνεχιστεί η εξέταση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως με την εξέταση του τρίτου σκέλους.

2)      Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση της απαίτησης κατά την οποία ο λαός της Δυτικής Σαχάρας έπρεπε να συναινέσει στην επίμαχη συμφωνία, ως τρίτος σε αυτήν, κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών

307    Με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον αμφισβητεί, ειδικότερα, το κύρος των διαβουλεύσεων που πραγματοποίησαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ και τη σημασία της έκθεσης της 11ης Ιουνίου 2018 στην οποία εκτίθενται, μεταξύ άλλων, οι εν λόγω διαβουλεύσεις. Συγκεκριμένα, οι διαβουλεύσεις και η έκθεση επικεντρώνονται, κατά το προσφεύγον, στα οφέλη της επίμαχης συμφωνίας, παρότι το μόνο κρίσιμο κριτήριο, το οποίο έθεσε το Δικαστήριο, είναι η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας στην εν λόγω συμφωνία. Επιπλέον, κατά το προσφεύγον, οι εν λόγω διαπραγματεύσεις, τις οποίες τα θεσμικά όργανα και το Βασίλειο του Μαρόκου δεν ήταν, κατά το προσφεύγον, αρμόδια να διεξαγάγουν, δεν είχαν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση της εν λόγω συναίνεσης, καθότι, αφενός, η συναίνεση δεν μπορεί να προκύπτει από άτυπη διαδικασία διαβουλεύσεων και, αφετέρου, η εν λόγω διαδικασία αφορούσε οντότητες που θεσπίστηκαν βάσει του μαροκινού δικαίου και δεν περιελάμβαναν το μέρος του εν λόγω λαού που ζει εκτός της ζώνης που τελεί υπό τον έλεγχο του Βασιλείου του Μαρόκου. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο μετέβαλε τη φύση και το περιεχόμενο των εν λόγω διαβουλεύσεων θεωρώντας ότι αποτέλεσαν εκδήλωση της συναίνεσης των «ατόμων τα οποία αφορά η συμφωνία». Οι εν λόγω εκτιμήσεις του Συμβουλίου δεν συνάδουν, κατά το προσφεύγον, με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, και ιδίως με τη σκέψη της 106.

308    Το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή και η Comader υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι πραγματοποιηθείσες διαβουλεύσεις τηρούν τις εφαρμοστέες αρχές του διεθνούς δικαίου, λαμβανομένων υπόψη της ιδιαίτερης κατάστασης της Δυτικής Σαχάρας, η οποία δεν καθιστούσε δυνατό να ληφθεί η συναίνεση του λαού της απευθείας ή αποκλειστικώς μέσω του προσφεύγοντος, και της σημαντικής εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα (βλ. σκέψεις 252 έως 257 ανωτέρω).

309    Η εξέταση του παρόντος σκέλους συνεπάγεται ότι πρέπει να εξεταστούν, πρώτον, η εφαρμογή της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών στην υπό κρίση υπόθεση, δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο τα θεσμικά όργανα επιδίωξαν, εν προκειμένω, να συμμορφωθούν, κατά τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, με τις «εκτιμήσεις για τη συναίνεση στην απόφαση [Συμβούλιο κατά Front Polisario]» και, τρίτον, το βάσιμο της επιχειρηματολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 307 ανωτέρω.

i)      Επί της εφαρμογής της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών στην υπό κρίση υπόθεση

310    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 100 έως 107 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario και εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Comader, η αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Ειδικότερα, το γεγονός ότι, λαμβανομένης υπόψη της θέσης του επί του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας, το Βασίλειο του Μαρόκου δεν θα είχε ενδεχομένως την πρόθεση να αναγνωρίσει ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις στον λαό του εν λόγω εδάφους ουδεμία ασκεί επιρροή στη δυνατότητα εφαρμογής της ως άνω αρχής στο πλαίσιο της ερμηνείας, από τα δικαστήρια της Ένωσης, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, συμφωνίας, όπως η επίμαχη, μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου εφαρμοστέας στη Δυτική Σαχάρα.

311    Κατά δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, με την απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο δεν διατύπωσε τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να εξακριβωθεί αν ο λαός της Δυτικής Σαχάρας συναίνεσε στην εφαρμογή της συμφωνίας σύνδεσης στο εν λόγω έδαφος ούτε καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να εκδηλωθεί η εν λόγω συναίνεση, δεδομένου ότι διαπίστωσε μόνον ότι από την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Front Polisario κατά Συμβουλίου (T‑512/12, EU:T:2015:953), δεν προκύπτει ότι ο εν λόγω λαός εξέφρασε τέτοια συναίνεση.

312    Εξάλλου, δεν προκύπτει ότι τα όργανα του ΟΗΕ έλαβαν θέση επί του ζητήματος της συναίνεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας σε διεθνή συμφωνία εφαρμοστέα στο εν λόγω έδαφος. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002, στην οποία παραπέμπει το Συμβούλιο, ο νομικός σύμβουλος του ΟΗΕ, αναπληρωτής γενικός γραμματέας αρμόδιος για νομικά ζητήματα (στο εξής: επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ), δεν εξέφερε γνώμη επί του εν λόγω ζητήματος. Συγκεκριμένα, αφενός, η επιστολή αφορά το ζήτημα της νομιμότητας συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου που συνήφθησαν μεταξύ μαροκινών δημόσιων οργανισμών και εταιριών πετρελαιοειδών με σκοπό την αναζήτηση και την αξιολόγηση των κοιτασμάτων πετρελαίου στα ανοικτά των ακτών της Δυτικής Σαχάρας και, αφετέρου, ο νομικός σύμβουλος εκφέρει γνώμη μόνον σχετικά με την αναγκαιότητα να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα και η βούληση του εν λόγω λαού και όχι σχετικά με τον τρόπο συνεκτίμησης των εν λόγω συμφερόντων και της εν λόγω βούλησης.

313    Κατά τρίτον, στη σκέψη 194 ανωτέρω υπομνήσθηκε ότι, δυνάμει της αρχής του γενικού διεθνούς δικαίου περί του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, της οποίας ο κανόνας του άρθρου 34 της Σύμβασης της Βιέννης αποτελεί ειδικότερη έκφανση, οι συνθήκες δεν πρέπει ούτε να βλάπτουν ούτε να ωφελούν τρίτους άνευ της συναινέσεώς τους.

314    Εξάλλου, το άρθρο 35 της Σύμβασης της Βιέννης ορίζει τα εξής:

«Δημιουργείται υποχρέωσις διά τρίτον κράτος εκ διατάξεως συνθήκης εάν αύτη τυγχάνη η πρόθεσις των συμβαλλομένων μερών και το τρίτον κράτος αποδεχθή ταύτην ρητώς και εγγράφως.»

315    Το άρθρο 36, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βιέννης ορίζει τα εξής:

«Δημιουργείται δικαίωμα διά τρίτον κράτος εκ διατάξεως συνθήκης εάν τα συμβαλλόμενα μέρη επιδιώκουν δια ταύτης την εκχώρησιν δικαιώματος εις τρίτον κράτος, ή εις ομάδα κρατών εις την οποίαν τούτο ανήκει ή εις άπαντα τα κράτη και το τρίτον τοιούτον συγκατατίθεται. Η συναίνεσις αύτη τεκμαίρεται εφ’ όσον δεν υπάρχει ένδειξις περί του αντιθέτου, εκτός εάν άλλως ορίζη η συνθήκη.»

316    Από τις διατάξεις των άρθρων 35 και 36 της Σύμβασης της Βιέννης, στις οποίες διατυπώνονται, έναντι των κρατών, κανόνες οι οποίοι απορρέουν από την αρχή του εθιμικού δικαίου περί του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, προκύπτει ότι η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας στην επίμαχη συμφωνία μπορεί να τεκμαίρεται μόνον στην περίπτωση που τα μέρη της εν λόγω συμφωνίας επιδίωκαν να του αναγνωρίσουν δικαίωμα, εφόσον δεν υπάρχει ένδειξη περί του αντιθέτου, και ότι, αντιθέτως, η εν λόγω συναίνεση πρέπει να είναι ρητή όσον αφορά τις υποχρεώσεις που τα ως άνω μέρη επιδιώκουν να του επιβάλουν.

317    Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το επιχείρημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι η απαίτηση συναίνεσης δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο σε κράτος και σε μη αυτόνομο έδαφος. Συγκεκριμένα, αφενός, παρότι οι διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης αφορούν μόνον τις σχέσεις μεταξύ κρατών, οι αρχές που κωδικοποιούνται σε αυτήν μπορούν να εφαρμοστούν και σε άλλα υποκείμενα διεθνούς δικαίου (πρβλ. απόφαση Συμβουλίου κατά Front Polisario, σκέψη 100). Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ως άνω διαφοροποίηση δεν προκύπτει από τη σκέψη 106 της προμνησθείσας απόφασης. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω σκέψη, το Δικαστήριο δεν επισήμανε οποιαδήποτε διαφορά περιεχομένου μεταξύ του χαρακτηρισμού του λαού της Δυτικής Σαχάρας ως «τρίτου», κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, και του χαρακτηρισμού κράτους ως «τρίτου», κατά την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης της Βιέννης.

318    Εν προκειμένω, όμως, επισημαίνεται ότι σκοπός της επίμαχης συμφωνίας δεν είναι η αναγνώριση δικαιωμάτων στον λαό της Δυτικής Σαχάρας, ως τρίτο στην εν λόγω συμφωνία.

319    Αφενός, δικαιούχος των δασμολογικών προτιμήσεων που χορηγεί η Ένωση στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας είναι το Βασίλειο του Μαρόκου, ως συμβαλλόμενο μέρος στην επίμαχη συμφωνία. Η εν λόγω διαπίστωση επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, όπως επισημαίνει το προσφεύγον και όπως διευκρινίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης σχετικά με τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας, οι ρήτρες της κοινής δήλωσης για τη Δυτική Σαχάρα δεν μεταβάλλουν ούτε τον όγκο ούτε τις κατηγορίες προϊόντων που καλύπτει το πρωτόκολλο αριθ. 1. Επομένως, οι δασμολογικές προτιμήσεις που αφορούν τα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας που τίθενται υπό τον έλεγχο των μαροκινών αρχών χορηγούνται εντός των ορίων των συνολικών όγκων που καθορίζονται στο πρωτόκολλο αριθ. 1 για τα προϊόντα καταγωγής Μαρόκου και μόνον για τις κατηγορίες προϊόντων που καλύπτει το εν λόγω πρωτόκολλο.

320    Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Βασίλειο του Μαρόκου ασκεί τα εν λόγω δικαιώματα εξ ονόματος του λαού της Δυτικής Σαχάρας, δεδομένου ότι, λαμβανομένης υπόψη της θέσης του σχετικά με το εν λόγω έδαφος η οποία δηλώνεται στο τρίτο εδάφιο της επίμαχης συμφωνίας, και όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν η Comader, το Βασίλειο του Μαρόκου δεν προτίθεται να του αναγνωρίσει τέτοια δικαιώματα.

321    Αφετέρου, καίτοι η επίμαχη συμφωνία μπορεί να δημιουργήσει δικαιώματα για τους εξαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι στη Δυτική Σαχάρα, τα εν λόγω αποτελέσματα αφορούν μόνον τους ιδιώτες και όχι τρίτο στη συμφωνία, ο οποίος μπορεί να συναινέσει σε αυτήν. Επιπλέον, όσον αφορά τα οφέλη που μπορεί να αντλήσει από την εν λόγω συμφωνία ο πληθυσμός του εδάφους αυτού στο σύνολό του, πρόκειται, εν πάση περιπτώσει, για αμιγώς κοινωνικοοικονομικά και όχι νομικά αποτελέσματα. Επομένως, τα οφέλη αυτά, τα οποία είναι εξάλλου έμμεσα, δεν μπορούν να εξομοιωθούν με δικαιώματα που χορηγούνται σε τρίτο, κατά την έννοια του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών.

322    Αντιθέτως, η επίμαχη συμφωνία έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή υποχρέωσης στον εν λόγω τρίτο, καθόσον παρέχει σε ένα από τα μέρη της συμφωνίας αρμοδιότητα επί του εδάφους του, την οποία ο τρίτος δεν δικαιούται επομένως να ασκήσει ο ίδιος ή, ενδεχομένως, της οποίας την άσκηση δεν δικαιούται να αναθέσει σε άλλον (πρβλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita, C‑386/08, EU:C:2010:91, σκέψη 52). Η περίσταση που προέβαλε το Συμβούλιο ότι ο τρίτος δεν είναι, στο παρόν στάδιο, σε θέση να ασκήσει τις εν λόγω αρμοδιότητες, λαμβανομένων υπόψη του καθεστώτος του εν λόγω μη αυτόνομου εδάφους και της επικρατούσας επί του παρόντος κατάστασης σε αυτό, δεν αναιρεί την ως άνω διαπίστωση ούτε την αναγκαιότητα να συναινέσει ο τρίτος στην εν λόγω υποχρέωση.

323    Ως εκ τούτου, η αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βιέννης, κατά την οποία η συναίνεση τρίτου σε συνθήκη τεκμαίρεται όταν η συνθήκη δημιουργεί για τον τρίτο δικαίωμα, εφόσον δεν υπάρχει ένδειξη περί του αντιθέτου, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Επομένως, η εν λόγω συναίνεση πρέπει να δηλωθεί ρητώς.

324    Κατά τέταρτον, όσον αφορά το περιεχόμενο και την εμβέλεια της έννοιας της συναίνεσης, όπως χρησιμοποιείται στα άρθρα 34 έως 36 της Σύμβασης της Βιέννης και μνημονεύεται στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της εν λόγω Σύμβασης, η αρχή της ελεύθερης συναίνεσης συνιστά, όπως και η αρχή της καλής πίστης και ο κανόνας «pacta sunt servanda», αρχή που «παγκοσμίως αναγνωρίζ[εται]» η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο δίκαιο των συνθηκών.

325    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, όταν κανόνας διεθνούς δικαίου απαιτεί τη συναίνεση συμβαλλόμενου μέρους ή τρίτου, ο εν λόγω κανόνας συνεπάγεται, πρώτον, ότι από την έκφραση της εν λόγω συναίνεσης εξαρτάται το κύρος της πράξης για την οποία αυτή απαιτείται, δεύτερον, ότι το κύρος της ίδιας της συναίνεσης εξαρτάται από τον «ελεύθερο και αυθεντικό» χαρακτήρα της και, τρίτον, ότι η εν λόγω πράξη είναι αντιτάξιμη στο συμβαλλόμενο μέρος ή στον τρίτο που συναίνεσε εγκύρως σε αυτήν (πρβλ. απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 1984, Οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων στην περιοχή του Κόλπου του Maine, CIJ, Recueil 1984, σ. 246, σκέψεις 127 έως 130 και 138 έως 140, και γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 2019, Έννομες συνέπειες της απόσπασης του Αρχιπελάγους Chagos από τον Μαυρίκιο το 1965, CIJ, Recueil 2019, σ. 95, σκέψεις 160, 172 και 174· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, Manzi και Compagnia Naviera Orchestra, C‑537/11, EU:C:2014:19, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

326    Πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι, κατ’ αρχήν, η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ως τρίτου στην επίμαχη συμφωνία, κατά την έννοια της σκέψης 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, πρέπει να πληροί τις ίδιες απαιτήσεις και να παράγει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με τα προεκτεθέντα στη σκέψη 325.

327    Αυτό είναι το πρίσμα υπό το οποίο πρέπει να εξεταστούν οι συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες προέβησαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προκειμένου να συμμορφωθούν με την απαίτηση που διατυπώθηκε στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario.

ii)    Επί των διαβουλεύσεων που διεξήγαγαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προκειμένου να συμμορφωθούν με την ερμηνεία της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών που έδωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario

328    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι «η Επιτροπή, σε συνεργασία με την [ΕΥΕΔ], έλαβε όλα τα εύλογα και δυνατά μέτρα εντός του υφιστάμενου πλαισίου για την επαρκή συμμετοχή των ατόμων τα οποία αφορά η συμφωνία, ώστε να εξασφαλιστεί η συναίνεσή τους στη συμφωνία». Όπως επιβεβαιώνεται από τις επεξηγήσεις του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα προμνησθέντα θεσμικά όργανα επιδίωξαν να λάβουν υπόψη, στο πλαίσιο των εν λόγω διαβουλεύσεων, τις «εκτιμήσεις για τη συναίνεση» που περιέχονται στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario.

329    Συναφώς, πρώτον, από τις επεξηγήσεις του Συμβουλίου καθώς και από την έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018 προκύπτει ότι, με την απόφαση της 29ης Μαΐου 2017, με την οποία εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Βασίλειο του Μαρόκου βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο είχε εξαρτήσει την εξουσιοδότηση από δύο προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη αφορούσε την αξιολόγηση, από την Επιτροπή, των «δυνητικών συνεπειών της επίμαχης συμφωνίας στη βιώσιμη ανάπτυξη της Δυτικής Σαχάρας» και η δεύτερη απαιτούσε «την επαρκή συμμετοχή των ατόμων τα οποία αφορά η [εν λόγω] συμφωνία».

330    Δεύτερον, στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, στην οποία εξέθεσε την αξιολόγηση και τις διαβουλεύσεις στις οποίες προέβη, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου, η Επιτροπή επισημαίνει τα εξής:

«Ελλείψει κάθε ενδεχόμενης εναλλακτικής δυνατότητας, η οποία θα καθιστούσε δυνατή την άμεση διαβούλευση με τον πληθυσμό της Δυτικής Σαχάρας, οι υπηρεσίες της [Επιτροπής] και η ΕΥΕΔ πραγματοποίησαν διαβουλεύσεις με ευρύ φάσμα αντιπροσωπευτικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών του λαού των Σαχράουι, βουλευτές, οικονομικούς φορείς και οργανώσεις περιλαμβανομένου [του προσφεύγοντος] […] Οι εν λόγω διαβουλεύσεις επικεντρώθηκαν στον βασικό σκοπό της ανταλλαγής θέσεων και παρατηρήσεων σχετικά με το ενδεχόμενο ενδιαφέρον που παρουσιάζει, για τους πληθυσμούς της Δυτικής Σαχάρας και την οικονομία του εδάφους, η επέκταση της προτιμησιακής μεταχείρισης που παρέχεται στα μαροκινά προϊόντα στα προϊόντα της Δυτικής Σαχάρας κατά την εισαγωγή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.»

331    Ειδικότερα, στην ίδια έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, η Επιτροπή διευκρινίζει τα εξής:

«[Οι] διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής και την ΕΥΕΔ είχαν τριπλή διάσταση. Ως εταίρος στη διαπραγμάτευση, η Μαροκινή Κυβέρνηση πραγματοποίησε επίσης ευρεία διαβούλευση με τους τοπικούς αιρετούς αντιπροσώπους, βάσει των δικών της θεσμικών κανόνων και τηρώντας τους εν λόγω κανόνες, και κοινοποίησε τα συμπεράσματα της διαβούλευσης στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στην ΕΥΕΔ. Εξάλλου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής και η ΕΥΕΔ θέλησαν επίσης να πραγματοποιήσουν διαβουλεύσεις με το ευρύτερο δυνατό φάσμα πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών οργανώσεων ή οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών ικανών να εκπροσωπήσουν τα τοπικά ή περιφερειακά συμφέροντα της Δυτικής Σαχάρας. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν επίσης συζητήσεις με το [προσφεύγον], ως μέρος στην ειρηνευτική διαδικασία που διεξάγουν τα Ηνωμένα Έθνη.»

332    Τρίτον, στα συμπεράσματα σχετικά με τα αποτελέσματα της «διαβούλευσης» με τους «ενδιαφερόμενους πληθυσμούς» της ίδιας έκθεσης, η Επιτροπή επισημαίνει τα εξής:

«Η διαδικασία διαβούλευσης που διεξήγαγαν οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η ΕΥΕΔ καταδεικνύει ότι η πλειονότητα των πληθυσμών που ζουν επί του παρόντος στη Δυτική Σαχάρα τάσσεται σε μεγάλο βαθμό υπέρ της επέκτασης των δασμολογικών προτιμήσεων στα προϊόντα της Δυτικής Σαχάρας στο πλαίσιο της συμφωνίας [σύνδεσης]. Θετική ήταν επίσης η άποψη των αιρετών αντιπροσώπων της Δυτικής Σαχάρας στα εθνικά, περιφερειακά και τοπικά όργανα, μετά τη διαδικασία ευαισθητοποίησης και διαβούλευσης που διεξήγαγαν οι αρχές στο μαροκινό θεσμικό πλαίσιο. Την άποψη αυτή συμμερίζεται η μεγάλη πλειονότητα των επιτόπιων κοινωνικοοικονομικών οργανώσεων στην κοινωνία των πολιτών.»

333    Αντιθέτως, στα συμπεράσματα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 331 ανωτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι «[το προσφεύγον] απορρίπτει την τροποποίηση με σκοπό την επέκταση των δασμολογικών προτιμήσεων στα προϊόντα της Δυτικής Σαχάρας στο πλαίσιο της συμφωνίας [σύνδεσης] κυρίως διότι θεωρεί ότι η υπαγωγή της Δυτικής Σαχάρας στην [εν λόγω] συμφωνία εδραιώνει την κυριαρχία του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα και όχι διότι η επέκταση των δασμολογικών προτιμήσεων πραγματοποιείται εις βάρος των συμφερόντων ανάπτυξης των πληθυσμών που ζουν στο εν λόγω έδαφος».

334    Συγκεκριμένα, όπως εκθέτει στο υπόμνημα παρεμβάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι, αφενός, λόγω της αδυναμίας άμεσης διαβούλευσης ή διαβούλευσης μέσω ενός και μόνον «νόμιμου» εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας και, αφετέρου, προκειμένου να μην παρέμβει στη «διαφορά μεταξύ του [Βασιλείου του] Μαρόκου και του προσφεύγοντος όσον αφορά τη νομιμοποίηση του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί το εν λόγω έδαφος», «δεδομένου ότι κανένα [από τα εν λόγω] μέρη δεν διαθέτει το προνόμιο της νομιμοποίησης», έπρεπε, σε συνεργασία με την ΕΥΕΔ, να «διεξαγάγει διαβουλεύσεις με όσον το δυνατόν λιγότερους αποκλεισμούς» διευρύνοντας «τη βάση της διαβούλευσης πέραν των συνομιλητών που πρότεινε καθένα από τα μέρη, επεκτείνοντάς την, κατά το δυνατόν, στην κοινωνία των πολιτών». Το Συμβούλιο ενέκρινε την προσέγγιση αυτή στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης επισημαίνοντας ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο και η εν λόγω υπηρεσία «έλαβ[αν] όλα τα εύλογα και δυνατά μέτρα εντός του υφιστάμενου πλαισίου […], ώστε να εξασφαλιστεί η συναίνεσ[η των ενδιαφερόμενων πληθυσμών] στη[ν επίμαχη] συμφωνία».

335    Από τις ως άνω παρατηρήσεις μπορούν να αντληθούν πλείονα συμπεράσματα.

336    Κατ’ αρχάς, συνάγεται ότι τα θεσμικά όργανα δεν θεώρησαν ότι ήταν δυνατό, στην πράξη, να εξασφαλίσουν, απευθείας ή αποκλειστικώς μέσω του προσφεύγοντος, τη συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ως τρίτου στην επίμαχη συμφωνία, λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης του εν λόγω εδάφους, αλλά, θεώρησαν, αντιθέτως, ότι η διαβούλευση με «αντιπροσωπευτικές οργανώσεις» των «ενδιαφερόμενων πληθυσμών» προκειμένου να εξασφαλιστεί η συναίνεσή τους στην εν λόγω συμφωνία καθιστούσε, παρ’ όλα αυτά και λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω κατάστασης, δυνατή τη συμμόρφωση, στο μέτρο του δυνατού, με τις απαιτήσεις που συνάγονταν από τη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario.

337    Εν συνεχεία, συνάγεται ότι η έννοια των «ενδιαφερόμενων πληθυσμών» που μνημονεύουν τα θεσμικά όργανα περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο τους πληθυσμούς που βρίσκονται επί του παρόντος στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, ανεξαρτήτως του αν ανήκουν ή όχι στον λαό του εν λόγω εδάφους, με την επιφύλαξη, εντούτοις, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, της «[εξασφάλισης της] άποψης των προσφύγων του λαού των Σαχράουι», την οποία θα καθιστούσε δυνατή «η συμπερίληψη του προσφεύγοντος στα μέρη με τα οποία πραγματοποιήθηκε διαβούλευση». Επομένως, η έννοια αυτή διαφοροποιείται από εκείνη του «λαού της Δυτικής Σαχάρας», αφενός, καθόσον μπορεί να συμπεριλάβει το σύνολο των τοπικών πληθυσμών που επηρεάζονται, θετικά ή αρνητικά, από την εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας στο εν λόγω έδαφος και, αφετέρου, καθόσον δεν διαθέτει το πολιτικό περιεχόμενο της δεύτερης αυτής έννοιας, το οποίο απορρέει, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα αυτοδιάθεσης που αναγνωρίζεται στον εν λόγω λαό.

338    Τέλος, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το προσφεύγον, οι διαβουλεύσεις που πραγματοποίησαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ στηρίζονται σε προσέγγιση συγκρίσιμη με εκείνη που απαιτείται από το άρθρο 11, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 2) της ΣΛΕΕ σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, κατά τα οποία η Επιτροπή πρέπει να διεξάγει ευρείες διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως προτού υποβάλει πρόταση νομοθετικής πράξης.

339    Υπογραμμίζεται, εντούτοις, ότι η εν λόγω προσέγγιση συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, μόνον τη συγκέντρωση και τη συνεκτίμηση των απόψεων των διαφόρων ενδιαφερόμενων μερών, ειδικότερα για την έκδοση της προτεινόμενης πράξης, προκειμένου να διασφαλίζονται η συνεκτικότητα και η διαφάνεια. Επομένως, παρότι μπορεί να ασκήσει επιρροή στην έκδοση ή μη της εν λόγω πράξης, η συνεκτίμηση των ως άνω απόψεων δεν παράγει έννομα αποτελέσματα συγκρίσιμα με εκείνα της εκδήλωσης της συναίνεσης συμβαλλόμενου μέρους ή τρίτου, η οποία απαιτείται για την έκδοση τέτοιας πράξης.

340    Ως εκ τούτου, όταν το Συμβούλιο κάνει λόγο για τη «συναίνεση» «των ατόμων τα οποία αφορά η συμφωνία» στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, η έννοια αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως έχουσα το νομικό περιεχόμενο που επισημάνθηκε στη σκέψη 325 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τα συμπεράσματα της έκθεσης της 11ης Ιουνίου 2018, τα όργανα και οι οργανώσεις τα οποία η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ θεώρησαν αντιπροσωπευτικά των «ενδιαφερόμενων πληθυσμών» και με τα οποία διαβουλεύτηκαν τόσο η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ όσο και το Βασίλειο του Μαρόκου, εξέφρασαν απλώς και μόνον μια κατά πλειοψηφία θετική άποψη όσον αφορά τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας. Εντούτοις, η άποψη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθεαυτή, ως καθορίζουσα το κύρος της συμφωνίας και της προσβαλλόμενης απόφασης και ως δεσμεύουσα τα εν λόγω όργανα και τις εν λόγω οργανώσεις ή τους ίδιους τους «ενδιαφερόμενους πληθυσμούς» με αποτέλεσμα η εν λόγω συμφωνία να είναι αντιτάξιμη σε αυτούς. Επομένως, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η έννοια της συναίνεσης στην προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ότι παραπέμπει μόνον σε αυτή την κατά πλειοψηφία θετική άποψη. Το αν η ιδιαίτερη έννοια που η προσβαλλόμενη απόφαση αποδίδει στη συναίνεση συνάδει με την ερμηνεία της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών στην οποία προέβη το Δικαστήριο στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario θα πρέπει να εξακριβωθεί στο πλαίσιο της εξέτασης του βασίμου του υπό κρίση σκέλους.

iii) Επί του αν η ιδιαίτερη έννοια που αποδίδεται στη συναίνεση στην προσβαλλόμενη απόφαση συνάδει με την ερμηνεία της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών από το Δικαστήριο στην απόφαση Συμβούλιο κατά Front Polisario

341    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι με τα επιχειρήματα που προέβαλε το προσφεύγον προς στήριξη του παρόντος σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως εγείρεται το ζήτημα του αν, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης κατάστασης της Δυτικής Σαχάρας, το Συμβούλιο μπόρεσε ή όχι να κάνει χρήση της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει για να θεωρήσει ότι η απαίτηση κατά την οποία ο λαός του εν λόγω εδάφους έπρεπε να εκφράσει τη συναίνεσή του στην επίμαχη συμφωνία συνεπάγεται απλώς και μόνον την εξασφάλιση της κατά πλειοψηφία θετικής άποψης των «ενδιαφερόμενων» πληθυσμών στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ.

342    Συναφώς, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων, και ειδικότερα της εμπορικής πολιτικής, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας των αξιολογήσεων, μεταξύ άλλων, πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα, που πρέπει να διενεργήσουν στο εν λόγω πλαίσιο (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale, C‑351/04, EU:C:2007:547, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, στο πλαίσιο συμφωνίας σύνδεσης, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία συνιστά περίπλοκο σύνολο συμβατικών κειμένων, το οποίο περιλαμβάνει πλείονες πτυχές και ανταποκρίνεται στην κοινή βούληση των μερών να καθιερώσουν στενές σχέσεις και, ενδεχομένως, να εντείνουν τις σχέσεις αυτές (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK, C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψεις 59 έως 61), τα θεσμικά όργανα πρέπει να μπορούν να προβαίνουν στην αναγκαία στάθμιση μεταξύ των διαφορετικών συμφερόντων που διακυβεύονται στις σχέσεις με την τρίτη χώρα εταίρο της Ένωσης και να καθορίζουν την προσφορότερη στρατηγική συναφώς (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 25ης Σεπτεμβρίου 2019, Magnan κατά Επιτροπής, T‑99/19, EU:T:2019:693, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

343    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, δεδομένου ότι οι αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου δεν χαρακτηρίζονται από τον ίδιο βαθμό σαφήνειας με τις διατάξεις διεθνούς συμφωνίας, ο σχετικός δικαστικός έλεγχος πρέπει κατ’ ανάγκην να περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, εκδίδοντας την οικεία πράξη, υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω αρχής (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

344    Τούτου λεχθέντος, αφενός, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο δικαστικός έλεγχος της πρόδηλης πλάνης εκτίμησης επιβάλλει όπως τα όργανα της Ένωσης που εξέδωσαν την επίμαχη πράξη είναι σε θέση να αποδείξουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ότι η πράξη εκδόθηκε κατόπιν πραγματικής άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας, η οποία προϋποθέτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και όλες οι σχετικές περιστάσεις της κατάστασης στη ρύθμιση της οποίας σκοπεί η πράξη αυτή (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑310/04, EU:C:2006:521, σκέψη 122).

345    Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, όσον αφορά το αν τηρήθηκε η προϋπόθεση κατά την οποία απόφαση που εγκρίνει ενισχυμένη συνεργασία λήφθηκε ως έσχατη λύση, απόκειται σε αυτό να εξακριβώσει αν το Συμβούλιο, το οποίο μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο αν τα κράτη μέλη είναι σε θέση να επιτύχουν τη θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης για την Ένωση στο σύνολό της, εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης και αν το συμπέρασμα στο οποίο αυτό κατέληξε αιτιολογείται επαρκώς (πρβλ. απόφαση της 16ης Απριλίου 2013, Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου, C‑274/11 και C‑295/11, EU:C:2013:240, σκέψεις 52 έως 54).

346    Οι εκτιμήσεις του Δικαστηρίου οι οποίες υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 344 και 345 ανωτέρω, οι οποίες διατυπώθηκαν στο πλαίσιο προσφυγής, αφενός, κατά νομοθετικής πράξης και, αφετέρου, κατά απόφασης του Συμβουλίου περί έγκρισης ενισχυμένης συνεργασίας, ληφθείσας βάσει του άρθρου 329, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ήτοι πράξεων που συνεπάγονται ιδιαιτέρως ευρεία εξουσία εκτίμησης των οργάνων που τις εξέδωσαν, μπορούν να εφαρμοστούν, mutatis mutandis, σε προσφυγή κατά απόφασης σχετικής με τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Front Polisario, C‑104/16 P, EU:C:2016:677, σημεία 224 έως 227).

347    Επιπλέον, η εξουσία εκτίμησης των θεσμικών οργάνων μπορεί να περιορίζεται, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων, από νομική έννοια η οποία θεσπίζει αντικειμενικά κριτήρια και εγγυάται τον βαθμό προβλεψιμότητας που απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, T‑578/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:678, σκέψη 123).

348    Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 281 ανωτέρω, συνάγοντας, αφενός, από την αρχή της αυτοδιάθεσης, την υποχρέωση, στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, σεβασμού του χωριστού και διακριτού καθεστώτος της Δυτικής Σαχάρας και, αφετέρου, από την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, την απαίτηση ότι ο λαός του εν λόγω εδάφους έπρεπε να συναινέσει σε συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου που θα εφαρμοζόταν στο έδαφος αυτό, το Δικαστήριο καθόρισε σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις για τα θεσμικά όργανα έναντι του τρίτου που εκπροσωπεί το προσφεύγον.

349    Ως εκ τούτου, το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει το Συμβούλιο για τη σύναψη συμφωνίας με το Βασίλειο του Μαρόκου ρητώς εφαρμοστέας στη Δυτική Σαχάρα καθορίζεται, από νομικής απόψεως, από τις προμνησθείσες στη σκέψη 348 υποχρεώσεις. Ειδικότερα, όσον αφορά την απαίτηση ότι ο λαός του εν λόγω εδάφους έπρεπε να συναινέσει σε μια τέτοια συμφωνία, είναι αληθές ότι το Συμβούλιο μπορούσε να εκτιμήσει αν η επικρατούσα κατάσταση στο εν λόγω έδαφος δικαιολογούσε την προσαρμογή του τρόπου εκδήλωσης της εν λόγω συναίνεσης και αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ότι ο λαός εκδήλωσε την εν λόγω συναίνεση. Δεν μπορούσε, εντούτοις, να αποφασίσει ότι η εν λόγω συναίνεση δεν ήταν απαραίτητη χωρίς να παραβεί την ως άνω απαίτηση.

350    Κατά δεύτερον, στη σκέψη 203 ανωτέρω υπομνήσθηκε η ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας, μη αυτόνομου εδάφους, ως προς το οποίο η διοικούσα αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, παραιτήθηκε από την άσκηση κάθε αρμοδιότητας διεθνούς χαρακτήρα, και το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας αυτοδιάθεσης που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, καθότι τα μέρη στην εν λόγω διαδικασία, ήτοι το Βασίλειο του Μαρόκου και το προσφεύγον, ως εκπρόσωπος του λαού του εν λόγω εδάφους, δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με τη ρύθμιση της κατάστασης του εδάφους αυτού, λόγω, ιδίως, της διαφωνίας τους όσον αφορά τη νομιμοποίηση του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί το εν λόγω έδαφος.

351    Εν προκειμένω, παρατηρείται ειδικότερα ότι δεν υφίσταται, έως σήμερα, συμφωνία των ως άνω μερών με την οποία οποιοδήποτε εξ αυτών να συναίνεσε ώστε το άλλο μέρος να ασκεί προς όφελος του εν λόγω εδάφους τελωνειακές και εμπορικές αρμοδιότητες, ιδίως στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας η οποία τυγχάνει εφαρμογής στο έδαφος αυτό, όπως η επίμαχη.

352    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο επισήμανε ότι «[η] συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου αποτελεί το μόνο μέσο που μπορεί να διασφαλίσει ότι η εισαγωγή προϊόντων καταγωγής Δυτικής Σαχάρας τυγχάνει προτιμησιακής καταγωγής, δεδομένου ότι οι μαροκινές αρχές είναι οι μόνες που μπορούν να διασφαλίσουν την τήρηση των κανόνων που απαιτούνται για τη χορήγηση των εν λόγω προτιμήσεων». Συνάγεται, επομένως, ότι το Συμβούλιο αποφάσισε να συνάψει την επίμαχη συμφωνία με το Βασίλειο του Μαρόκου με σκοπό να αντλήσει τις συνέπειες της ιδιαίτερης κατάστασης της Δυτικής Σαχάρας, η οποία εκτέθηκε στις σκέψεις 350 και 351 ανωτέρω, καθότι θεώρησε ότι το Βασίλειο του Μαρόκου ήταν το μόνο εκ των μερών στη διαδικασία αυτοδιάθεσης του εν λόγω εδάφους το οποίο ήταν σε θέση να ασκήσει τις απαιτούμενες από την επίμαχη συμφωνία αρμοδιότητες, όπως επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τα επιχειρήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την αδυναμία του προσφεύγοντος να ασκήσει τέτοιες αρμοδιότητες, τα οποία προέβαλαν στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς.

353    Εντούτοις, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 336 ανωτέρω, τα θεσμικά όργανα θεώρησαν επίσης ότι η ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας δεν καθιστούσε δυνατή, στην πράξη, την εξασφάλιση της συναίνεσης του λαού του εν λόγω εδάφους, ως τρίτου στην επίμαχη συμφωνία, και ότι έπρεπε να διεξαγάγουν διαβούλευση με τους τοπικούς πληθυσμούς του εδάφους, με σκοπό να λάβουν την άποψή τους σχετικά με τη σύναψη της εν λόγω συμφωνία. Ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα θεώρησαν ότι δεν ήταν δυνατόν να διαβουλευθούν με τον λαό αυτό απευθείας ή μέσω ενός και μόνου εκπροσώπου, ήτοι του προσφεύγοντος, και ότι έπρεπε να διεξαγάγουν όσο το δυνατόν ευρύτερες διαβουλεύσεις ώστε να μην παρέμβουν στη διαφωνία του προσφεύγοντος και του Βασιλείου του Μαρόκου όσον αφορά τη νομιμοποίηση του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί το εν λόγω έδαφος.

354    Τούτου λεχθέντος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα διάφορα στοιχεία σχετικά με την ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας τα οποία προέβαλαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή για να δικαιολογήσουν την απόφαση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 353 ανωτέρω δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

355    Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι η απαίτηση συναίνεσης δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο σε κράτος και σε μη αυτόνομο έδαφος, διαπιστώθηκε στη σκέψη 317 ανωτέρω ότι οι αρχές που κωδικοποιήθηκαν στη Σύμβαση της Βιέννης μπορούσαν να εφαρμοστούν σε άλλα υποκείμενα διεθνούς δικαίου πλην των κρατών και ότι, εν πάση περιπτώσει, στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Δικαστήριο δεν επισήμανε οποιαδήποτε διαφορά περιεχομένου μεταξύ του χαρακτηρισμού του λαού της Δυτικής Σαχάρας ως «τρίτου», κατά την έννοια της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, και του χαρακτηρισμού κράτους ως «τρίτου», κατά την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης της Βιέννης.

356    Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή που επικαλέστηκε η Επιτροπή, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της Σύμβασης της Βιέννης, κατά την οποία η συναίνεση τεκμαίρεται όταν η συμφωνία δημιουργεί οφέλη ή δικαιώματα για τον ενδιαφερόμενο τρίτο, υπενθυμίζεται ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 319 έως 322 ανωτέρω, διαπιστώθηκε, στη σκέψη 323, ότι η εν λόγω αρχή δεν έχει εφαρμογή.

357    Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη δυσχέρεια προσδιορισμού των μελών του λαού της Δυτικής Σαχάρας, διαπιστώνεται, όπως επισήμανε το προσφεύγον, ότι τέτοια δυσχέρεια δεν μπορεί, καθεαυτή, να συνιστά εμπόδιο στη δυνατότητα του λαού αυτού να συναινέσει στην επίμαχη συμφωνία. Συγκεκριμένα, αφενός, δεν προκύπτει από την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:973), ούτε από τις διάφορες αρχές του διεθνούς δικαίου που ερμηνεύθηκαν με την εν λόγω απόφαση, ότι η συναίνεση του εν λόγω λαού έπρεπε οπωσδήποτε να εξασφαλιστεί μέσω άμεσης διαβούλευσης με τα μέλη του. Εξάλλου, το ίδιο το προσφεύγον δεν υποστηρίζει τέτοια άποψη και, στο υπόμνημα απαντήσεως, επισημαίνει, αντιθέτως, ότι τα θεσμικά όργανα δεν έχουν οποιαδήποτε αρμοδιότητα να διεξαγάγουν τέτοια διαβούλευση. Αφετέρου, όπως ορθώς επισημαίνει το προσφεύγον, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης είναι συλλογικό δικαίωμα και τα όργανα του ΟΗΕ αναγνώρισαν στον εν λόγω λαό το δικαίωμα αυτό και, επομένως, αναγνώρισαν την ύπαρξη του συγκεκριμένου λαού, ανεξαρτήτως των επιμέρους ατόμων που τον συνθέτουν και του πλήθους τους. Εξάλλου, από τη σκέψη 106 της προμνησθείσας απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο θεώρησε, εμμέσως, τον εν λόγω λαό ως αυτόνομο υποκείμενο δικαίου ικανό να εκφράσει τη συναίνεσή του σε διεθνή συμφωνία ανεξαρτήτως του προσδιορισμού των μελών του.

358    Τέταρτον, όσον αφορά την αναγκαιότητα μη παρέμβασης στη διαφωνία του προσφεύγοντος και του Βασιλείου του Μαρόκου ως προς τη νομιμοποίηση του ενός ή του ετέρου να εκπροσωπεί τη Δυτική Σαχάρα, την οποία επικαλέστηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, αρκεί να επισημανθεί ότι το επιχείρημα αυτό δεν συνάδει με το γεγονός ότι, όπως υπενθυμίζει το ίδιο, το Συμβούλιο διευκρίνισε ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι καμία διάταξη της επίμαχης συμφωνίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι αναγνωρίζει την κυριαρχία του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι, βάσει του διεθνούς δικαίου και της σχετικής ερμηνείας του Δικαστηρίου, η Ένωση δεν μπορεί να αναγνωρίσει τις διεκδικήσεις του Βασιλείου του Μαρόκου στο εν λόγω έδαφος, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να επικαλεστούν τον κίνδυνο παρέμβασης στη διαφορά μεταξύ του προσφεύγοντος και της εν λόγω τρίτης χώρας σχετικά με τις εν λόγω διεκδικήσεις προκειμένου να μην προβούν στις κατάλληλες ενέργειες ώστε να βεβαιωθούν για τη συναίνεση του λαού του εν λόγω εδάφους.

359    Πέμπτον, ανεξαρτήτως του αν η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας μπορεί να εκφραστεί μόνον μέσω του προσφεύγοντος, το γεγονός που επικαλέστηκε, ιδίως, το Συμβούλιο ότι η Δυτική Σαχάρα είναι, στο παρόν στάδιο, μη αυτόνομο έδαφος και, επομένως, δεν διαθέτει την ικανότητα να εκφράσει τη συναίνεσή της όπως ένα ανεξάρτητο κράτος δεν είναι καθοριστικό.

360    Αφενός, η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται, εν τέλει, στην εσφαλμένη παραδοχή που μνημονεύθηκε στη σκέψη 295 ανωτέρω ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας δεν απολαύει ήδη του δικαιώματος αυτοδιάθεσης διότι, στο παρόν στάδιο, η διαδικασία σχετικά με το οριστικό καθεστώς του εν λόγω εδάφους δεν έχει περατωθεί και ότι ο εν λόγω λαός δεν είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως το δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στην ίδια σκέψη, η παραδοχή αυτή δεν συνάδει με τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της αναγνώρισης από τα όργανα του ΟΗΕ του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του εν λόγω λαού.

361    Αφετέρου, το επιχείρημα ότι οι λαοί μη αυτόνομων εδαφών, όπως αυτός της Δυτικής Σαχάρας, δεν είναι κατ’ ανάγκην σε θέση να συνάψουν συνθήκη για τη χορήγηση εμπορικών προτιμήσεων ή να ασκήσουν τις αρμοδιότητες που συνεπάγεται τέτοια συνθήκη δεν σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να εκδηλώσουν, εγκύρως, τη συναίνεσή τους σε μια τέτοια συνθήκη, ως τρίτοι σε σχέση με αυτήν. Ειδικότερα, από την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, δεν συνάγεται ότι η συναίνεση του εν λόγω τρίτου πρέπει κατ’ ανάγκη να ληφθεί η ίδια μέσω συνθήκης.

362    Έκτον, το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα θεωρούν το Βασίλειο του Μαρόκου ως «de facto διοικούσα αρχή» της Δυτικής Σαχάρας δεν φαίνεται να αποτελεί περίσταση ικανή να αποκλείσει την αναγκαιότητα συναίνεσης του λαού του εν λόγω εδάφους στην επίμαχη συμφωνία. Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, στη σκέψη 72 της απόφασης Western Sahara Campaign UK, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Βασίλειο του Μαρόκου είχε αποκλείσει ρητώς ότι είναι, μεταξύ άλλων, διοικούσα αρχή του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας.

363    Δεν φαίνεται, όμως, ότι η θέση του Βασιλείου του Μαρόκου μεταβλήθηκε, στο μέτρο που, όπως υπενθυμίζει η Comader, το εν λόγω τρίτο κράτος εξακολουθεί να θεωρεί ότι «η περιοχή της Σαχάρας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού εδάφους επί του οποίου το εν λόγω Βασίλειο ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά του δικαιώματα όπως και επί της υπόλοιπης εθνικής επικράτειας». Η ως άνω θέση, η οποία υπενθυμίζεται, εξάλλου, στο τρίτο εδάφιο της επίμαχης συμφωνίας, δεν συνάδει με την ιδιότητα διοικούσας αρχής, κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η οποία συνεπάγεται, όπως επισημαίνεται στο ψήφισμα 2625 (XXV) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω) και όπως υπογράμμισε το προσφεύγον, ότι ένα μη αυτόνομο έδαφος διαθέτει χωριστό και διακριτό καθεστώς από αυτό του εδάφους του κράτους που το διοικεί. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το Βασίλειο του Μαρόκου διαδραμάτιζε ρόλο «de facto» διοικούσας αρχής ως προς τη Δυτική Σαχάρα, η περίσταση αυτή δεν θα καθιστούσε μη αναγκαία τη συναίνεση του λαού της στην επίμαχη συμφωνία, λαμβανομένων υπόψη του δικαιώματός του αυτοδιάθεσης και της εφαρμογής της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών.

364    Έβδομον, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης της ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος, η συμμετοχή του στη διαδικασία αυτοδιάθεσης δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να εκπροσωπεί τον εν λόγω λαό στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου και δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ότι τα όργανα του ΟΗΕ αναγνώρισαν άλλες οργανώσεις, πλην του προσφεύγοντος, ως εξουσιοδοτημένες να εκπροσωπούν τον εν λόγω λαό (βλ. σκέψεις 207 και 208 ανωτέρω). Επομένως, η εξασφάλιση της συναίνεσης του εν λόγω λαού μέσω του προσφεύγοντος δεν ήταν αδύνατη. Το επιχείρημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι το ενδεχόμενο αυτό θα παρείχε στην εν λόγω οργάνωση «δικαίωμα αρνησικυρίας» επί της εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας είναι απορριπτέο. Συγκεκριμένα, αρκεί να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 349 ανωτέρω, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να αποφασίσει ότι η συναίνεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας δεν ήταν απαραίτητη για τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα ότι η αρμοδιότητα του προσφεύγοντος να εκφράσει την εν λόγω συναίνεση συγκατάθεση θα του παρείχε «δικαίωμα αρνησικυρίας» δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια απόφαση.

365    Επομένως, τα στοιχεία σχετικά με την ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας, που επικαλέστηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, δεν είναι ικανά να αποκλείσουν τη δυνατότητα του λαού της Δυτικής Σαχάρας να εκφράσει τη συναίνεσή του στη συμφωνία, ως τρίτος σε αυτήν.

366    Κατά τρίτον, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 339 ανωτέρω, οι διαβουλεύσεις που πραγματοποίησαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ είχαν ως αντικείμενο μόνον την εξασφάλιση της άποψης των «ενδιαφερόμενων πληθυσμών» ως προς την επίμαχη συμφωνία και όχι της συναίνεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας σε αυτήν. Ως εκ τούτου, όπως ορθώς υποστηρίζει το προσφεύγον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω διαβουλεύσεις συνάδουν με τις απαιτήσεις που συνήγαγε το Δικαστήριο από την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, η οποία εφαρμόζεται στον εν λόγω λαό δυνάμει του δικαιώματός του αυτοδιάθεσης.

367    Η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Επιτροπής και της Comader, κατά την οποία οι εν λόγω διαβουλεύσεις τηρούν τις σχετικές αρχές του διεθνούς δικαίου, δεν αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα.

368    Συναφώς, αφενός, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι διαβουλεύσεις που διεξήγαγε η Ένωση συνάδουν με τις σχετικές αρχές του διεθνούς δικαίου, δεδομένου ότι πραγματοποιήθηκαν με αντιπροσωπευτικά όργανα και με σκοπό την εξασφάλιση συναίνεσης. Το Συμβούλιο συνάγει, ειδικότερα, τα εν λόγω κριτήρια από τη Σύμβαση αριθ. 169 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) για τους αυτόχθονες και νομαδικούς πληθυσμούς, η οποία εγκρίθηκε στη Γενεύη στις 27 Ιουνίου 1989, και από τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων πληθυσμών, που ενέκρινε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 13 Σεπτεμβρίου 2007. Επομένως, σκοπός της εν λόγω διαβούλευσης ήταν, κατά το Συμβούλιο, να διασφαλίσει την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή των αντιπροσωπευτικών οργάνων και οργανώσεων των ενδιαφερόμενων πληθυσμών. Στο πλαίσιο αυτό, το Βασίλειο του Μαρόκου πραγματοποίησε, ειδικότερα, διαβουλεύσεις με τους τοπικούς αιρετούς αντιπροσώπους, οι οποίοι αναδείχθηκαν με άμεση καθολική ψηφοφορία το 2015 και σημαντικός αριθμός των οποίων προέρχεται από τοπικές φυλές. Η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ πραγματοποίησαν διαβουλεύσεις με ευρύ φάσμα τοπικών πολιτικών και κοινωνικοπολιτικών οργανώσεων και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών καθώς και με το προσφεύγον.

369    Αφετέρου, κατά το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή, τα θεσμικά όργανα στηρίχθηκαν σε ένα αντικειμενικό κριτήριο, ήτοι τον επωφελή ή μη χαρακτήρα των δασμολογικών προτιμήσεων που προκύπτουν από τη συμφωνία σύνδεσης για τους πληθυσμούς της Δυτικής Σαχάρας, το οποίο συνάδει με τις αρχές που προκύπτουν από την επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ.

370    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου που εκτέθηκε στη σκέψη 368 ανωτέρω, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν το προσφεύγον, τα κριτήρια που συνάγει το Συμβούλιο από την ως άνω Σύμβαση και την ως άνω Διακήρυξη, ήτοι ότι κάθε διαβούλευση πρέπει να διεξάγεται με τα αντιπροσωπευτικά όργανα των ενδιαφερόμενων πληθυσμών και πρέπει να σκοπεί στην εξασφάλιση της συναίνεσής τους, δεν αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που συνήγαγε το Δικαστήριο από την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών σε συνδυασμό με την αρχή της αυτοδιάθεσης.

371    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται εξαρχής και εκ νέου ότι, αφενός, το Συμβούλιο δεν αποδίδει στην έννοια της συναίνεσης τα έννομα αποτελέσματα που συνδέονται, κατ’ αρχήν, στο διεθνές δίκαιο, με την εν λόγω έννοια, δεδομένου ότι εν προκειμένω το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν απέβλεπε στη συναίνεση τρίτου στην επίμαχη συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, αλλά στην κατά πλειοψηφία θετική άποψη των τοπικών πληθυσμών (βλ. σκέψεις 336 έως 340 ανωτέρω).

372    Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει το προσφεύγον, στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, η Επιτροπή δεν παραπέμπει στην έννοια της συναίνεσης, αλλά επισημαίνει μόνον, στα συμπεράσματά της, ότι «η πλειονότητα των πληθυσμών που ζουν επί του παρόντος στη Δυτική Σαχάρα τάσσεται σε μεγάλο βαθμό υπέρ της επέκτασης των δασμολογικών προτιμήσεων στα προϊόντα της Δυτικής Σαχάρας στο πλαίσιο της συμφωνίας [σύνδεσης]». Ομοίως, η Επιτροπή κάνει λόγο για τη «θετική άποψη» «που εξέφρασαν οι αιρετοί αντιπρόσωποι της Δυτικής Σαχάρας στα εθνικά, περιφερειακά και τοπικά όργανα, μετά τη διαδικασία ευαισθητοποίησης και διαβούλευσης που διεξήγαγαν οι αρχές στο μαροκινό θεσμικό πλαίσιο», την οποία «συμμερίζεται η μεγάλη πλειονότητα των επιτόπιων κοινωνικοοικονομικών οργανώσεων στην κοινωνία των πολιτών».

373    Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 337 και όπως υποστήριξε επανειλημμένως το προσφεύγον προς στήριξη της προσφυγής του, ιδίως στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η έννοια των «ενδιαφερόμενων πληθυσμών», στην οποία παραπέμπουν τα θεσμικά όργανα, δεν συμπίπτει με εκείνη του «λαού της Δυτικής Σαχάρας», της οποίας το περιεχόμενο συνεπάγεται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να υποστηρίξουν ότι οι δύο ως άνω έννοιες είναι ισοδύναμες προκειμένου να αποδείξουν ότι συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον σεβασμό του εν λόγω δικαιώματος.

374    Ειδικότερα, πλην του προσφεύγοντος, δεν φαίνεται ότι τα μέρη με τα οποία διαβουλεύθηκε η Επιτροπή μπορούν να θεωρηθούν «αντιπροσωπευτικά όργανα» του λαού της Δυτικής Σαχάρας.

375    Πρώτον, όσον αφορά τη διαβούλευση με τους αιρετούς αντιπροσώπους που διεξήγαγε το Βασίλειο του Μαρόκου, επισημαίνεται ότι, όπως διευκρινίζει η Επιτροπή, οι εν λόγω τοπικές και περιφερειακές αρχές ορίστηκαν δυνάμει της μαροκινής συνταγματικής τάξης και ότι, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο, η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στις κυριαρχικές διεκδικήσεις του Βασιλείου του Μαρόκου επί της Δυτικής Σαχάρας. Ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να θεωρήσουν ότι οι διαβουλεύσεις που διεξήγαγε με τις εν λόγω αρχές το ως άνω κράτος, συμβαλλόμενο μέρος της επίμαχης συμφωνίας, σκοπούσαν στην εξασφάλιση της συναίνεσης τρίτου στην εν λόγω συμφωνία, αλλά μόνον, στην καλύτερη περίπτωση, στην εξασφάλιση της συμμετοχής, στη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, των ενδιαφερόμενων τοπικών φορέων και δημόσιων οργανισμών που υπάγονται στο εν λόγω κράτος.

376    Το γεγονός που επικαλείται το Συμβούλιο, ότι οι εν λόγω αιρετοί αντιπρόσωποι είναι «καταγωγής Σαχράουι» στερείται, συναφώς, περιεχομένου, κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018 και όπως επισημαίνει το προσφεύγον, το Βασίλειο του Μαρόκου δεν διαφοροποιεί βάσει εθνοτικής ή κοινοτικής καταγωγής τους πληθυσμούς που βρίσκονται στο τμήμα της Δυτικής Σαχάρας που ελέγχει.

377    Δεύτερον, όσον αφορά τις διαβουλεύσεις που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ με τις διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις και με τους οικονομικούς φορείς στους οποίους γίνεται μνεία στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, ερωτηθείσα συναφώς από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή επισήμανε ότι, για να επιλέξουν τις εν λόγω οντότητες, η ΕΥΕΔ και η ίδια στηρίχθηκαν κατ’ ουσίαν σε τρία κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά είναι, πρώτον, η πραγματική ύπαρξη της οντότητας ή η τακτική επιδίωξη δραστηριοτήτων στη Δυτική Σαχάρα, δεύτερον, το είδος της ασκούμενης δραστηριότητας (κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες και δραστηριότητες σχετικές με τα ανθρώπινα δικαιώματα) και, τρίτον, η σημασία ή ο πρόσφορος χαρακτήρας της ασκηθείσας δραστηριότητας προς όφελος του πληθυσμού της Δυτικής Σαχάρας και η αναγνώρισή της στον τομέα δραστηριότητάς της στη Δυτική Σαχάρα ή σε διεθνές επίπεδο. Στη γραπτή απάντησή της, η Επιτροπή διευκρίνισε επιπλέον ότι οι πλειονότητα των συνομιλητών με τους οποίους διαβουλεύθηκε δήλωσαν ότι ήταν καταγωγής Σαχράουι.

378    Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ως άνω κριτήρια επιλογής στοχεύουν στην επιλογή «αντιπροσωπευτικών οργάνων» του λαού της Δυτικής Σαχάρας, αλλά μόνον, στην καλύτερη περίπτωση, δείγματος οντοτήτων που ασκούν δραστηριότητες στο έδαφος αυτό, στον κοινωνικοοικονομικό τομέα ή στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι οποίες μπορεί να είναι επωφελείς για τον τοπικό πληθυσμό. Η επισήμανση της Επιτροπής ότι η πλειονότητα των συνομιλητών με τους οποίους διαβουλεύθηκε δήλωσαν ότι είναι «καταγωγής Σαχράουι» είναι, συναφώς, αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, από τις επεξηγήσεις του εν λόγω θεσμικού οργάνου προκύπτει ότι η καταγωγή αυτή δεν αποτέλεσε κριτήριο επιλογής των ως άνω οντοτήτων και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω συνομιλητές δεν εκφράστηκαν ως μέλη του εν λόγω λαού, αλλά ως εκπρόσωποι των οντοτήτων με τις οποίες πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις.

379    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω οντότητες και οργανισμοί είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αντιπροσωπευτικοί διαφόρων κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων και ανήκουν στην κοινωνία των πολιτών, πλην όμως δεν προκύπτει ούτε από την έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, ούτε από τα υπομνήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι οι εν λόγω οντότητες ή οργανισμοί θεωρούν ότι είναι αντιπροσωπευτικά όργανα του λαού της Δυτικής Σαχάρας εξουσιοδοτημένα να εκφράσουν τη συναίνεσή του ούτε ότι θα έπρεπε να θεωρηθούν ως τέτοια. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα προμνησθέντα στη σκέψη 368 κριτήρια έχουν εφαρμογή, δεν προκύπτει επίσης από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι οι εν λόγω οντότητες ή οργανισμοί θεωρούν ότι είναι «αντιπροσωπευτικά όργανα» των «ενδιαφερόμενων πληθυσμών» ή ότι θα έπρεπε να θεωρηθούν ως τέτοια.

380    Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι το προσφεύγον αμφισβητεί την εξουσία εκπροσώπησης των οντοτήτων και των οργανώσεων με τις οποίες διαβουλεύτηκαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι η μεγάλη πλειονότητα των οργανώσεων με τις οποίες η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι διαβουλεύθηκε, στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, δεν έλαβαν στην πραγματικότητα μέρος στην εν λόγω διαβούλευση (94 από τις 112 οργανώσεις που μνημονεύονται στο παράρτημα της έκθεσης) και προσκομίζοντας συναφώς ακριβή και συγκεκριμένα στοιχεία. Αφετέρου, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι οι μόνες οντότητες με τις οποίες διαβουλεύθηκε η Επιτροπή είναι, στη μεγάλη πλειονότητά τους, είτε μαροκινοί φορείς είτε οργανώσεις που τάσσονται υπέρ των συμφερόντων του Βασιλείου του Μαρόκου. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν αμφισβητούν τον πρώτο από τους ως άνω ισχυρισμούς, οι δε διευκρινίσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις οντότητες με τις οποίες πραγματοποιήθηκαν όντως διαβουλεύσεις τείνουν να επιβεβαιώσουν τον δεύτερο από τους άνω ισχυρισμούς.

381    Τρίτον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2018, στις Βρυξέλλες, μεταξύ του εκπροσώπου του και εκείνου της ΕΥΕΔ δεν εντασσόταν, καθεαυτήν, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 377 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, το προσφεύγον αμφισβητεί τις εν λόγω διαβουλεύσεις επί της αρχής, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ δεν είχαν αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή τους, και διευκρινίζει ότι η ως άνω συνάντηση οργανώθηκε κατόπιν αιτήματός του και με αποκλειστικό σκοπό την επανεκκίνηση του διαλόγου με την Επιτροπή. Η Επιτροπή, από την πλευρά της, επισημαίνει, στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, ότι πραγματοποιήθηκαν «τεχνικές συζητήσεις» με το προσφεύγον «υπό την ιδιότητά του ως συνομιλητή των Ηνωμένων Εθνών και μέρους στην ειρηνευτική διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών».

382    Τούτου λεχθέντος, στο μέτρο που η άποψη του προσφεύγοντος όσον αφορά την επίμαχη συμφωνία λήφθηκε, εντούτοις, υπόψη στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018, όπως και εκείνη των άλλων οντοτήτων που μνημονεύονται στην εν λόγω έκθεση, επισημαίνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι το προσφεύγον ήταν αντιπροσωπευτικό όργανο του λαού της Δυτικής Σαχάρας εξουσιοδοτημένο να εκφράσει τη συναίνεσή του, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, ένα από τα πλείονα «ενδιαφερόμενα μέρη» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, ΣΕΕ, με τα οποία έπρεπε να διεξαγάγει διαβουλεύσεις, κατά τις εν λόγω διατάξεις.

383    Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διαβουλεύσεις που εκτίθενται στην έκθεση της 11ης Ιουνίου 2018 διεξήχθησαν με «αντιπροσωπευτικά όργανα» του λαού της Δυτικής Σαχάρας, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν το προσφεύγον, με «ενδιαφερόμενα μέρη» των οποίων τη συμμετοχή στη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να επιδιώξουν τα θεσμικά όργανα, βάσει των Συνθηκών, ανεξαρτήτως των «εκτιμήσεων [του Δικαστηρίου] για τη συναίνεση» που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης.

384    Επομένως, από τις σκέψεις 371 έως 383 ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διαβουλεύσεις που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου κατέστησαν δυνατή την εξασφάλιση της συναίνεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας στην επίμαχη συμφωνία, σύμφωνα με την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

385    Όσον αφορά, εν προκειμένω, την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου που προέβαλε το Συμβούλιο, βασιζόμενο στην επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ, υποστηριζόμενο, συναφώς, από την Επιτροπή και τη Γαλλική Δημοκρατία (βλ. σκέψη 369 ανωτέρω), πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 111 ανωτέρω, η Ένωση αποτελεί αυτόνομο νομικό σύστημα. Επομένως, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση που υπέχουν να συμμορφώνονται με την ερμηνεία, από το Δικαστήριο, των κανόνων διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται σε συμφωνία σχετική με μη αυτόνομο έδαφος, υποκαθιστώντας την εν λόγω ερμηνεία με διαφορετικά κριτήρια αντλούμενα από επιστολή του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ στο Συμβούλιο Ασφαλείας, τα οποία δεν έχουν, επιπλέον, δεσμευτικό χαρακτήρα.

386    Εξάλλου, οι γνωμοδοτήσεις του νομικού συμβούλιο του ΟΗΕ παρέχονται στα όργανά του στο πλαίσιο των καθηκόντων της γραμματείας του εν λόγω διεθνούς οργανισμού βάσει του άρθρου 98 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Επομένως, η εμβέλειά τους δεν είναι ισοδύναμη με εκείνη των γνωμοδοτήσεων που εκδίδει, βάσει του άρθρου 96 του εν λόγω Χάρτη, το Διεθνές Δικαστήριο, κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών, κατά το άρθρο 92 του ίδιου Χάρτη, οι οποίες καθορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο υποβληθέν στην κρίση του ζήτημα (πρβλ. γνωμοδότηση της 25ης Φεβρουαρίου 2019, Έννομες συνέπειες της απόσπασης του Αρχιπελάγους Chagos από τον Μαυρίκιο το 1965, CIJ, Recueil 2019, σ. 95, σκέψη 137).

387    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 312 ανωτέρω, η επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ δεν αφορούσε το ζήτημα της συναίνεσης του λαού της Δυτικής Σαχάρας σε διεθνή συμφωνία εφαρμοστέα στο εν λόγω έδαφος, αλλά το ζήτημα της νομιμότητας των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου που συνήφθησαν μεταξύ μαροκινών δημόσιων οργανισμών και εταιριών πετρελαιοειδών με σκοπό την αναζήτηση και την αξιολόγηση των κοιτασμάτων πετρελαίου στα ανοικτά των ακτών της Δυτικής Σαχάρας.

388    Τρίτον, επισημαίνεται ότι, με την επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002, ο νομικός σύμβουλος του ΟΗΕ εξέτασε το ερώτημα του Συμβουλίου Ασφαλείας βάσει αναλογιών με το ζήτημα του αν, γενικότερα, οι δραστηριότητες διοικούσας αρχής, κατά την έννοια του άρθρου 73 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που αφορούν τους ορυκτούς πόρους μη αυτόνομου εδάφους είναι παράνομες καθεαυτές ή μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Όπως, όμως, προεκτέθηκε στις σκέψεις 362 και 363, το Βασίλειο του Μαρόκου δεν επιδιώκει να θεωρείται διοικούσα αρχή της Δυτικής Σαχάρας και δεν μπορεί να θεωρηθεί τέτοια, λαμβανομένης υπόψη της θέσης του όσον αφορά το καθεστώς του εν λόγω εδάφους, η οποία αντικατοπτρίζεται, εξάλλου, στο προοίμιο της επίμαχης συμφωνίας.

389    Τέταρτον, από το μέρος της επιστολής της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ το οποίο τιτλοφορείται «Συμπεράσματα» προκύπτει ότι αυτός θεωρεί ότι η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των μη αυτόνομων εδαφών παραβιάζει τις αρχές του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται στα εν λόγω εδάφη, εάν η εν λόγω εκμετάλλευση πραγματοποιείται εις βάρος των συμφερόντων και της βούλησης των λαών των εν λόγω μη αυτόνομων εδαφών. Επομένως, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τα ως άνω συμπεράσματα μπορούν να εφαρμοστούν, κατ’ αναλογίαν, στην επέκταση των εμπορικών προτιμήσεων που χορήγησε η Ένωση στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν επιρρωννύουν την άποψη του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι τα θεσμικά όργανα συμμορφώθηκαν με τις εφαρμοστέες αρχές διεθνούς δικαίου. Συγκεκριμένα, από αυτά συνάγεται ρητώς ότι δραστηριότητες αναζήτησης και εκμετάλλευσης που ασκούνται στη Δυτική Σαχάρα πρέπει να συνάδουν όχι μόνον με τα συμφέροντα του λαού του εν λόγω εδάφους, αλλά και με τη βούλησή του και ότι, σε διαφορετική περίπτωση, παραβιάζουν τις εν λόγω αρχές.

390    Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να στηριχθούν στην επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ για να θεωρήσουν ότι η επίμαχη συμφωνία ήταν σύμφωνη προς τις αρχές του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται στα μη αυτόνομα εδάφη, καθότι μπορούσε να θεωρηθεί επωφελής για την οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Σαχάρας, ανεξαρτήτως του αν ο λαός της Δυτικής Σαχάρας είχε εκφράσει τη συναίνεσή του. Επομένως, ορθώς το προσφεύγον υποστηρίζει ότι τα θεσμικά όργανα δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν την απαίτηση εκδήλωσης της εν λόγω συναίνεσης, την οποία διατύπωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, με το κριτήριο των οφελών της επίμαχης συμφωνίας για τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς.

391    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση στη Δυτική Σαχάρα και ότι κακώς θεώρησε ότι διέθετε εξουσία εκτίμησης για να αποφασίσει αν έπρεπε να συμμορφωθεί με την απαίτηση κατά την οποία ο λαός του εν λόγω εδάφους έπρεπε να εκφράσει τη συναίνεσή του στην εφαρμογή της επίμαχης συμφωνίας σε αυτό, ως τρίτος σε σχέση με τη συμφωνία, βάσει της ερμηνείας από το Δικαστήριο της αρχής του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών σε συνδυασμό με την αρχή της αυτοδιάθεσης. Ειδικότερα, πρώτον, κακώς το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεώρησαν ότι η επικρατούσα κατάσταση στο εν λόγω έδαφος δεν καθιστούσε δυνατή τη διασφάλιση της ύπαρξης της εν λόγω συναίνεσης, ιδίως, μέσω του προσφεύγοντος. Δεύτερον, θεωρώντας ότι οι διαβουλεύσεις που διεξήγαγαν η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ, οι οποίες δεν είχαν ως αντικείμενο την εξασφάλιση της εν λόγω συναίνεσης και δεν απευθύνονταν σε «αντιπροσωπευτικά όργανα» του εν λόγω λαού, είχαν καταστήσει δυνατή τη συμμόρφωση με την αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στη σκέψη 106 της απόφασης Συμβούλιο κατά Front Polisario, το Συμβούλιο έσφαλε όσον αφορά το περιεχόμενο τόσο των εν λόγω διαβουλεύσεων όσο και της απαίτησης που διατυπώνεται στην προμνησθείσα σκέψη. Τρίτον, κακώς το Συμβούλιο θεώρησε ότι μπορούσε να στηριχθεί στην επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002 του νομικού συμβούλου του ΟΗΕ ώστε να υποκαταστήσει την εν λόγω απαίτηση με τα κριτήρια που ενδεχομένως διατυπώνονται στην εν λόγω επιστολή. Ως εκ τούτου, το παρόν σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι βάσιμο και μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

392    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται με την προσφυγή, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

Γ.      Επί της διατήρησης των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης

393    Δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξης που θεωρούνται οριστικά.

394    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για λόγους που άπτονται της ασφάλειας δικαίου, τα αποτελέσματα προσβαλλόμενης πράξης, και συγκεκριμένα της απόφασης περί σύναψης διεθνούς συμφωνίας, είναι δυνατόν να διατηρηθούν, σε περίπτωση που η ακύρωση θα συνεπαγόταν κατά τρόπο άμεσο σοβαρές αρνητικές συνέπειες [πρβλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑28/12, EU:C:2015:282, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία με το Καζαχστάν), C‑244/17, EU:C:2018:662, σκέψη 51].

395    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης με άμεση ισχύ μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στην εξωτερική δράση της Ένωσης και να διακυβεύσει την ασφάλεια δικαίου σε σχέση με τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, οι οποίες δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη.

396    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εφαρμοστεί, αυτεπαγγέλτως, το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί την προθεσμία του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, εάν ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

397    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

398    Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

399    Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

400    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

401    Εν προκειμένω, η Comader πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (ΕΕ) 2019/217 του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2019, σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας, υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, για την τροποποίηση των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και αριθ. 4 της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου.

2)      Διατηρεί σε ισχύ τα αποτελέσματα της απόφασης 2019/217 για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί την προθεσμία του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, εάν ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως.

3)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Front populaire pour la libération de la Saguia el-Hamra et du Rio de oro (Front Polisario).

4)      Η Γαλλική Δημοκρατία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Confédération marocaine de l’agriculture et du développement rural (Comader) φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Costeira

Γρατσίας

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.