Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Oradea (Ρουμανία) στις 11 Μαΐου 2021 – Curtea de Apel Alba Iulia, Curtea de Apel Cluj, Tribunalul Bihor, Tribunalul Satu Mare, Tribunalul Sălaj κατά YF, KP, OJ, YS, SL, DB, SH

(Υπόθεση C-301/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Oradea

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούντες-εναγόμενοι: Curtea de Apel Alba Iulia, Curtea de Apel Cluj, Tribunalul Bihor, Tribunalul Satu Mare, Tribunalul Sălaj

Εφεσίβλητοι-ενάγοντες: YF, KP, OJ, YS, SL, DB, SH

Λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία: Tribunalul Cluj, Consiliul Național pentru Combaterea Discriminării

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία1 , οι οποίες εγγυώνται δικαστική διαδικασία «σε κάθε πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν [...] από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης», καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εγγυώνται σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα «πραγματικής προσφυγής [και] να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια», την έννοια ότι αποκλείουν εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η διάταξη του άρθρου 211, στοιχείο c, του Legea dialogului social nr. 62/2011 (νόμου 62/2011 περί ρυθμίσεως του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων), η οποία προβλέπει ότι η τριετής προθεσμία για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης αρχίζει «από την ημερομηνία επελεύσεως της ζημίας», ανεξαρτήτως του εάν οι ενάγοντες έλαβαν ή όχι γνώση της επελεύσεως της ζημίας (και της εκτάσεώς της);

Έχει η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και η διάταξη του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2000/78 την έννοια ότι αποκλείουν εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή που περιέχεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του Legea-cadru nr. 330, din 5 noiembrie 2009, privind salarizarea unitară a personalului plătit din fonduri publice (νόμου-πλαισίου 330, της 5ης Νοεμβρίου 2009, περί ενιαίων αποδοχών του προσωπικού που αμείβεται από το Δημόσιο), όπως ερμηνεύθηκε με την απόφαση 7/2019 (δημοσιευθείσα στο Monitorul Oficial al României – Εφημερίδα της Κυβέρνησης της Ρουμανίας – αριθ. 343/06.05.2019), την οποία εξέδωσε το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) επί αναιρέσεως υπέρ του νόμου, σε περιπτώσεις στις οποίες οι ενάγοντες δεν είχαν το εκ του νόμου δικαίωμα να ζητήσουν αύξηση της αποζημίωσης κατάταξης κατά την είσοδό τους στο δικαστικό σώμα σε ημερομηνία μεταγενέστερη της έναρξης ισχύος του νόμου 330/2009, νομοθετήματος που όριζε ρητώς ότι τα μισθολογικά δικαιώματα είναι και παραμένουν αποκλειστικώς εκείνα που προβλέπονται στον εν λόγω νόμο, με επακόλουθη εισαγωγή διακρίσεων ως προς τις αμοιβές έναντι των συναδέλφων τους, βάσει και του κριτηρίου ηλικίας, γεγονός που σημαίνει, στην πραγματικότητα, ότι μόνο στους αρχαιότερους δικαστές, που ανέλαβαν καθήκοντα πριν από τον Ιανουάριο του 2010 [οι οποίοι επωφελήθηκαν από αποφάσεις κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 2006 και 2009, το διατακτικό των οποίων αποτέλεσε αντικείμενο ερμηνείας το 2019 δυνάμει της απόφασης [του Înalta Curte de Casație și Justiție [Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου)] 7/2019], αναγνωρίσθηκαν αναδρομικώς τα μισθολογικά δικαιώματα (ανάλογα με αυτά των οποίων η αναγνώριση ζητείται μέσω της αγωγής που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας), κατά τους μήνες Δεκέμβριο 2019 έως Ιανουάριο 2020, για το χρονικό διάστημα από το 2010 έως το 2015, μολονότι εκείνο το χρονικό διάστημα οι ενάγοντες άσκησαν επίσης καθήκοντα δικαστών, παρείχαν την ίδια εργασία, υπό τις ίδιες συνθήκες και στο ίδιο όργανο;

Έχουν οι διατάξεις της οδηγίας 2000/78 την έννοια ότι απαγορεύουν δυσμενή διάκριση μόνον όταν αυτή βασίζεται σε ένα από τα κριτήρια του άρθρου 1 της οδηγίας αυτής ή, αντιθέτως, οι διατάξεις αυτές, συμπληρούμενες ενδεχομένως με άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, απαγορεύουν γενικώς τη διαφορετική μεταχείριση εργαζομένου σε σχέση με άλλον εργαζόμενο, όσον αφορά τις αποδοχές, όταν παρέχει την ίδια εργασία, στον ίδιο εργοδότη, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και υπό τις ίδιες συνθήκες;

____________

1 ΕΕ 2000, L 303, σ. 16.