Language of document : ECLI:EU:T:2002:200

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 8ης Αυγούστου 2002 (1)

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Κανονισμός (ΕΚ) 560/2002 - Παραδεκτό της προσφυγής στην κύρια δίκη»

Στην υπόθεση T-155/02 R,

VVG International Handelsgesellschaft mbH, με έδρα τo Salzbourg (Αυστρία),

VVG (International) Ltd, με έδρα τo Europort Gibraltar (Γιβραλτάρ),

Metalsivas Metallwarenhandelsgesellschaft mbH, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία),

εκπροσωπούμενες από τον W. Schuler, δικηγόρο,

αιτούσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον G. zur Hausen και την B. Eggers, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως του κανονισμού (ΕΚ) 560/2002 της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2002, για την επιβολή προσωρινών μέτρων διασφάλισης κατά των εισαγωγών ορισμένων προϊόντων χάλυβα (ΕE L 85, σ. 1), ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου προσωρινού μέτρου που θα παράσχει τη δυνατότητα στις αιτούσες να εισαγάγουν στην Κοινότητα, πέραν της δασμολογικής ποσοστώσεως και άνευ καταβολής συμπληρωματικών δασμών, 95 129 τόνους πλατέων προϊόντων θερμής ελάσεως από κράμα χάλυβα τα οποία εμπίπτουν στη θέση 4 του εν λόγω κανονισμού,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ.ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Νομικό πλαίσιο

1.
    Στις 27 Μαρτίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 560/2002 για την επιβολή προσωρινών μέτρων διασφάλισης κατά των εισαγωγών ορισμένων προϊόντων χάλυβα (ΕE L 85, σ. 1, στο εξής: επίδικος κανονισμός). Ο επίδικος κανονισμός προβλέπει την εφαρμογή δασμολογικών πιστώσεων για έξι μήνες, για δεκαπέντε κατηγορίες προϊόντων χάλυβα, οι οποίες βασίζονται στον μέσον όρο του ετησίου επιπέδου των εισαγωγών στην Κοινότητα που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1999, 2000 και 2001, προσαυξημένων κατά 10 %. Μετά την εξάντληση των εν λόγω ποσοστώσεων, οι εισαγόμενες ποσότητες υπόκεινται στην καταβολή συμπληρωματικών δασμών που καθορίζονται χωριστά για κάθε κατηγορία προϊόντων. Ο επίδικος κανονισμός άρχισε να ισχύει στις 29 Μαρτίου 2002.

2.
    Ο επίδικος κανονισμός στηρίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) 3285/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 518/94 (ΕΕ L 349, σ. 53), το άρθρο 8 του οποίου προβλέπει τα εξής:

«1.    Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου [κοινοτική διαδικασία έρευνας] δεν εμποδίζουν τη λήψη, ανά πάσα στιγμή, μέτρων επιτήρησης σύμφωνα με τα άρθα 11 έως 15 ή προσωρινών μέτρων διασφάλισης σύμφωνα με τα άρθρα 16, 17 και 18.

Τα προσωρινά μέτρα διασφάλισης λαμβάνονται:

-    όταν κρίσιμες συνθήκες, υπό τις οποίες κάθε καθυστέρηση θα δημιουργούσε δυσχερώς επανορθώσιμη ζημία, καθιστούν αναγκαία την άμεση λήψη μέτρου και

-    όταν καταρχάς διαπιστώνεται ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία αύξηση των εισαγωγών έχει προκαλέσει ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει σοβαρή ζημία.

2.    Η διάρκεια ισχύος τέτοιων μέτρων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 200 ημέρες.

[...]

4.    Η Επιτροπή προβαίνει αμέσως στη δέουσα έρευνα.

5.    Αν αποδειχθεί ότι τα προσωρινά μέτρα διασφάλισης καταργούνται λόγω μη ύπαρξης σοβαρής ζημίας ή κινδύνου σοβαρής ζημίας, οι δασμοί που έχουν εισπραχθεί κατ' εφαρμογή των εν λόγω μέτρων επιστρέφονται αυτεπαγγέλτως το ταχύτερο. Εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 235 και επόμενα του κανονισμού (EOK) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα [ΕΕ L 302, σ. 1].»

3.
    Κατά το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού:

«1.    Ανοίγει δασμολογική ποσόστωση για τις εισαγωγές στην Κοινότητα καθενός εκ των δεκαπέντε υπό εξέταση προϊόντων που αναφέρονται στο παράρτημα 3 (οριζόμενα σε σχέση με τον αντίστοιχο κωδικό ΣΟ) από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού μέχρι την ημέρα που προηγείται της αντίστοιχης ημερομηνίας του έκτου μήνα που έπεται.

2.    Εξακολουθούν να ισχύουν ο συμβατικός συντελεστής δασμού που προβλέπεται για τα προϊόντα αυτά στον κανονισμό (ΕΚ) 2658/97, ή οποιοσδήποτε άλλος προτιμησιακός συντελεστής δασμού.

3.    Οι εισαγωγές των προϊόντων αυτών, καθ' υπέρβαση των όγκων της αντίστοιχης δασμολογικής ποσόστωσης που αναγράφεται στο παράρτημα 3, ή χωρίς να έχει ζητηθεί η υπαγωγή σε προτιμησιακό καθεστώς, υπόκεινται σε συμπληρωματικό δασμό με συντελεστή που καθορίζεται στο παράρτημα 3 για το εκάστοτε προϊόν. Ο εν λόγω συμπληρωματικός δασμός εφαρμόζεται επί της δασμολογητέας αξίας του εισαγόμενου προϊόντος.

[...]»

4.
    Ο πίνακας του παραρτήματος 2 του επίδικου κανονισμού απεικονίζει τον ρυθμό αυξήσεως των εισαγωγών όσον αφορά τα πλατέα προϊόντα θερμής ελάσεως από κράμα χάλυβα (θέση 4) κατά τα έτη 1999, 2000 και 2001. Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτει ότι οι εν λόγω εισαγωγές κατά τα τρία αυτά έτη ανήλθαν σε 25 719 τόνους, σε 154 916 τόνους και σε 468 000 τόνους αντιστοίχως.

5.
    Στη θέση 4 του παραρτήματος 3 του επίδικου κανονισμού διευκρινίζεται ότι ο όγκος δασμολογικής ποσοστώσεως σε καθαρούς τόνους είναι 23 778 και ότι ο συμπληρωματικός δασμός για τα προϊόντα αυτά καθορίζεται σε 26 %.

6.
    Κατά το άρθρο 3    του επίδικου κανονισμού:

«Η διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων γίνεται από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη σύμφωνα με το σύστημα διαχείρισης των δασμολογικών ποσοστώσεων που προβλέπεται στα άρθρα 308α, 308β και 308γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) 993/2001 [...]».

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

7.
    Οι αιτούσες είναι εταιρίες των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα στην εισαγωγή εντός της Κοινότητας προϊόντων χάλυβα τα οποία μνημονεύει ο επίδικος κανονισμός, ιδίως πλατέων προϊόντων θερμής ελάσεως από κράμα χάλυβα σε λαμαρίνες ή σε ρόλους που εμπίπτουν στη θέση 4 του παραρτήματος 3 του επίδικου κανονισμού. Οι εταιρίες αυτές αγοράζουν τα προϊόντα αυτά σε μεγάλες ποσότητες από διάφορες χαλυβουργίες που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες και τα μεταπωλούν σε χονδρεμπόρους, σε εμπόρους λιανικής, σε εργοστάσια και σε εκμεταλλευομένους αποθήκες που είναι εγκατεστημένοι στην Ευρωπαϊκή .νωση.

8.
    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Μα.ου 2002, οι αιτούσες άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή ζητώντας την ακύρωση του επίδικου κανονισμού.

9.
    Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Ιουνίου 2002, οι αιτούσες υπέβαλαν επίσης αίτηση ζητώντας την αναστολή εκτέλεσεως του επίδικου κανονισμού ή τη λήψη οποιουδήποτε προσωρινού μέτρου που θα τους παρείχε τη δυνατότητα να εισάγουν στην Κοινότητα, πέραν της δασμολογικής ποσοστώσεως και άνευ συμπληρωματικών δασμών, 95 129 τόνους πλατέων προϊόντων θερμής ελάσεως από κράμα χάλυβα τα οποία εμπίπτουν στη θέση 4 σύμφωνα με τον επίδικο κανονισμό.

10.
    Στις 3 Ιουλίου 2002 η Επιτροπή υπέβαλε τις γραπτές της παρατηρήσεις επί της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

11.
    Κληθείσες από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να απαντήσουν στις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, οι αιτούσες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου τις δικές τους παρατηρήσεις στις 11 Ιουλίου 2002.

12.
    Στις 12 Ιουλίου 2002 η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής ακυρώσεως της κύριας δίκης σύμφωνα με το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας.

13.
    Λόγω της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή στην παρούσα υπόθεση, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Paqueρos Agricultores κατά Συμβουλίου (που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή), στις 31 Ιουλίου 2002.

14.
    Οι αιτούσες και η Επιτροπή απάντησαν στις 30 και 31 Ιουλίου 2002 αντιστοίχως.

15.
    Βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής κρίνει ότι διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να αποφασίσει επί της υπό κρίση αιτήσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

Σκεπτικό

16.
    Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και του άρθρου 4 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 144, σ. 21), το Πρωτοδικείο μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

17.
    Το άρθρο 104, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι η αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως μιας πράξεως είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε τη συγκεκριμένη πράξη με προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου. Η διάταξη αυτή δεν αποτελεί απλό τύπο, αλλά προϋποθέτει ότι η επί της ουσίας προσφυγή, προς την οποία συναρτάται η αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί πράγματι να εξεταστεί από το Πρωτοδικείο.

18.
    Κατά πάγια νομολογία, το πρόβλημα του παραδεκτού της κύριας προσφυγής δεν μπορεί, κατ' αρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, διότι άλλως προδικάζεται η ουσία της υποθέσεως. Μπορεί εντούτοις, αν, όπως εν προκειμένω, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η κύρια προσφυγή, προς την οποία συναρτάται η αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, είναι προδήλως απαράδεκτη, να αποδειχθεί αναγκαία η διαπίστωση της υπάρξεως ορισμένων στοιχείων που καθιστούν δυνατό να συναχθεί εκ πρώτης όψεως το παραδεκτό μιας τέτοιας προσφυγής [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-300/00 P(R), Federación de Cofradías de Pescadores de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8798, σκέψη 34· διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2001, T-139/01 R, Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-2415, σκέψη 49].

19.
    Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν η προσφυγή ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη.

20.
    Κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ' αυτό, καθώς και κατά των αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά».

21.
    Οι αιτούσες ζητούν την ακύρωση του επίδικου κανονισμού, ο οποίος προβλέπει ότι ανοίγει δασμολογική ποσόστωση για τις εισαγωγές στην Κοινότητα καθενός εκ των δεκαπέντε προϊόντων που αναφέρει και ότι οι εισαγωγές των προϊόντων αυτών, εφόσον υπερβαίνουν τον όγκο της συγκεκριμένης δασμολογικής ποσοστώσεως, ή σε περίπτωση που δεν ζητηθεί η υπαγωγή σε προτιμησιακό καθεστώς, υπόκεινται σε συμπληρωματικό δασμό. Ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαπιστώνει ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού απευθύνονται με αφηρημένους όρους σε απροσδιόριστες κατηγορίες προσώπων και εφαρμόζονται σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1993, C-213/91, Abertal κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-3177, σκέψη 19).

22.
    Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του επίδικου κανονισμού έχουν εκ της φύσεώς τους, γενική ισχύ. Στο πλαίσιο δε του άρθρου 230 ΕΚ, ένας κανονισμός, ως πράξη γενικής ισχύος, δεν μπορεί να προσβληθεί από άλλα υποκείμενα δικαίου πέραν των κοινοτικών οργάνων, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των κρατών μελών (προπαρατεθείσα απόφαση Unión de Paqueρos Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 35).

23.
    Εντούτοις, μια πράξη γενικής ισχύος, όπως είναι ο κανονισμός, είναι δυνατόν, υπό ορισμένες συνθήκες, να αφορά ατομικά ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και, ως εκ τούτου, «να έχει έναντι αυτών τον χαρακτήρα αποφάσεως» (προπαρατεθείσα απόφαση Unión de Paqueρos Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 36). Αυτό συμβαίνει όταν η εν λόγω πράξη θίγει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω ορισμένων χωριστών ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (προπαρατεθείσα απόφαση Unión de Paqueρos Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 36).

24.
    Αν δεν πληρούται η ανωτέρω προϋπόθεση, σε καμία περίπτωση δεν είναι παραδεκτή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά κανονισμού από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (προπαρατεθείσα απόφαση Unión de Paqueρos Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 37).

25.
    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, προκύπτει από τα στοιχεία ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά τις αιτούσες λόγω ορισμένων χωριστών ιδιοτήτων τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τις προσδιορίζει ειδικότερα, υπό το πρίσμα του εν λόγω κανονισμού, σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο.

26.
    Προκειμένου να αποδείξουν ότι ο επίδικος κανονισμός τις αφορά ατομικώς, οι αιτούσες προβάλλουν, κατ' ουσίαν, επτά επιχειρήματα με την αίτησή τους ασφαλιστικών μέτρων.

27.
    Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους της 11ης Ιουλίου 2002, οι αιτούσες αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων της Επιτροπής ως προς το παραδεκτό της προσφυγής στην κύρια δίκη στηριζόμενες στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs επί της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Unión de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή) καθώς και στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μα.ου 2002, T-177/01, Jégo-Quéré κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή). Οι αιτούσες τονίζουν ότι, έστω και αν ο επίδικος κανονισμός εφαρμόζεται εφ' όλων των εισαγωγέων της Κοινότητας, ο κανονισμός αυτός πλήττει ειδικά αυτές. Συγκεκριμένα, μεταξύ των ελάχιστων εμπόρων χάλυβα που είναι τελείως ανεξάρτητοι, οι αιτούσες δεν εισάγουν πολλά είδη προϊόντων χάλυβα, αλλά σχεδόν αποκλειστικά τα προϊόντα της θέσεως 4 του παραρτήματος 3 του επίδικου κανονισμού και τούτο από μακρού χρόνου.

28.
    Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν στις 30 Ιουλίου 2002, οι αιτούσες υποστήριξαν ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Unión de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου διαφέρουν σημαντικά από αυτά της παρούσας υποθέσεως. Ειδικότερα, οι αιτούσες φρονούν ότι ο επίδικος κανονισμός πρέπει να εξεταστεί ως μία δέσμη ατομικών αποφάσεων που αφορούν χωριστά κάθε κατηγορία των εν λόγω προϊόντων. Επιπλέον, θεωρούν ότι οσάκις ένας κανονισμός, όπως είναι ο επίδικος, έχει περιορισμένη χρονική ισχύ, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η προσφυγή ακυρώσεως που προβλέπει το άρθρο 230 ΕΚ είναι το μόνο ένδικο βοήθημα που εξασφαλίζει την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Κατά συνέπεια, η εξατομίκευση των αιτουσών θα πρέπει να απορρέει, μεταξύ άλλων, από την αδυναμία στην οποία έχουν περιέλθει να ζητήσουν και να λάβουν εγκαίρως την παροχή δικαστικής προστασίας χρησιμοποιώντας κάποιο άλλο ένδικο βοήθημα.

29.
    Με το πρώτο επιχείρημά τους, το οποίο επαναλαμβάνουν στις παρατηρήσεις που κατέθεσαν στις 11 και 30 Ιουλίου 2002, οι αιτούσες επικαλούνται τις επιπτώσεις που έχει ο επίδικος κανονισμός επί της οικονομικής τους καταστάσεως. Συνεπεία της επιβολής συμπληρωματικού δασμού 26 % επί της τιμής πωλήσεως των εν λόγω προϊόντων, οι πελάτες τους θα καταγγείλουν τις συμβάσεις παραδόσεως και αγοράς που έχουν συνάψει μαζί τους. Στην πράξη, ο επίδικος κανονισμός θα καταστήσει απαγορευτική την εισαγωγή των προϊόντων αυτών και, ως εκ τούτου, θα οδηγήσει τις αιτούσες στην οικονομική καταστροφή. Κατά τα προηγούμενα έτη, οι αιτούσες εισήγαγαν μηνιαίως στην Κοινότητα έως και 8 000 τόνους από τα εν λόγω προϊόντα, ήτοι όγκο ο οποίος αθροιζόμενος επί ένα εξάμηνο ισούται με το διπλάσιο του όγκου της δασμολογικής ποσοστώσεως που προβλέπει ο επίδικος κανονισμός (23 778 τόνοι).

30.
    Συναφώς, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαπιστώνει ότι, καίτοι ο επίδικος κανονισμός μπορεί να επηρεάσει την οικονομική κατάσταση των αιτουσών λόγω των συνεπειών του, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να τις προσδιορίσει ειδικότερα τρόπο σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Πράγματι, ο επίδικος κανονισμός δεν τις αφορά παρά μόνο λόγω της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως επιχειρηματιών που εμπορεύονται χάλυβα μεταξύ τρίτων χωρών και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως ακριβώς και κάθε άλλον επιχειρηματία που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-451/98, Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8949, σκέψη 51· διάταξη του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, T-14/97 και T-15/97, Sofivo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-2601, σκέψη 37). Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι το γεγονός αυτό επαληθεύεται ρητώς από τους ισχυρισμούς των αιτουσών οι οποίες στην αίτησή τους ασφαλιστικών μέτρων τονίζουν ότι, πέραν των παραγωγών της Κοινότητας, «ο [επίδικος] κανονισμός αφορά ατομικώς τους λοιπούς επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην αγορά, μεταξύ των οποίων [και οι ίδιες]». Η ανάλυση του επίδικου κανονισμού κατά τρόπο ώστε να διακρίνονται οι επιπτώσεις του σε κάθε κατηγορία των εν λόγω προϊόντων, από την οποία δεν προκύπτει η ύπαρξη δέσμης ατομικών αποφάσεων, δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό.

31.
    Επιπλέον, ως προς τις ιδιαίτερα σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις που ο επίδικος κανονισμός θα έχει επί των δραστηριοτήτων των αιτουσών, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι μια κανονιστική πράξη ενδέχεται να έχει διαφορετικά αποτελέσματα στην πράξη για τα διάφορα υποκείμενα δικαίου, στα οποία έχει εφαρμογή, δεν αρκεί για να τα προσδιορίσει ειδικότερα σε σχέση με όλους τους άλλους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, εφόσον η εφαρμογή της πράξεως αυτής συναρτάται προς μια αντικειμενικά προσδιοριζόμενη κατάσταση (διατάξεις του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-409/96 P, Sveriges Betodlares και Henrikson κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-7531, σκέψη 37, και της 25ης Απριλίου 2002, C-96/01 P, Galileo Company και Galileo International κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. Ι-4025, σκέψη 41· διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 1998, T-39/98, Sadam Zuccherifici κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-4207, σκέψη 22).

32.
    Με το δεύτερο επιχείρημά τους, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι ο επίδικος κανονισμός αποτελεί σοβαρή προσβολή των «ατομικών και κοινοτικών θεμελιωδών δικαιωμάτων (αρχή της ισότητας, απαγόρευση των διακρίσεων, ελευθερία των οικονομικών δραστηριοτήτων και του εμπορίου, ελεύθερος ανταγωνισμός κ.λπ.)».

33.
    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτούσες δεν αναφέρουν με ποιο τρόπο αυτή η φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων τους μπορεί να τις εξατομικεύσει. Το επιχείρημα, έτσι διατυπωμένο, είναι αλυσιτελές.

34.
    Για τον ίδιο λόγο πρέπει να απορριφθεί το τέταρτο επιχείρημά τους ότι η καθιέρωση συμπληρωματικού δασμού 26 % άνευ επαρκούς μεταβατικής περιόδου δεν επέτρεψε στις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στη νέα δασμολογική κατάσταση. Συγκεκριμένα, οι αιτούσες δεν εξήγησαν με ποιο τρόπο η έλλειψη επαρκούς μεταβατικής περιόδου θα μπορούσε να τις εξατομικεύσει.

35.
    Με το τρίτο επιχείρημά τους, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι ο επίδικος κανονισμός παραβιάζει σε μεγάλη έκταση τη νόμιμη υποχρέωση συνεκτιμήσεως των συγκεκριμένων συμφερόντων τους.

36.
    Συναφώς, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να λάβει υπόψη της την ιδιαίτερη κατάσταση των αιτουσών κατά την έκδοση του επίδικου κανονισμού. Πράγματι, δεν υπήρχε υπέρτερος κανόνας δικαίου που να υποχρεώνει την Επιτροπή να λάβει υπόψη ειδικώς την κατάστασή τους σε σχέση με εκείνη οποιουδήποτε άλλου προσώπου που η πράξη αυτή αφορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψεις 16 έως 32, και της 26ης Ιουνίου 1990, C-152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-2477, σκέψεις 11 έως 13· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T-480/93 και T-483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2305, σκέψεις 67 έως 78, και της 17ης Ιουνίου 1998, T-135/96, UEAPME κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-2335, σκέψη 90). Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι οι αιτούσες αναγνωρίζουν με τα υπομνήματά τους ότι δεν υπήρχε υποχρέωση να ληφθεί ειδικώς υπόψη η κατάστασή τους. Συγκεκριμένα, από το δικόγραφο της αιτήσεώς τους ασφαλιστικών μέτρων (σημείο 3.6) προκύπτει ότι ο επίδικος κανονισμός «παραβιάζει τη νόμιμη υποχρέωση συνεκτιμήσεως των συμφερόντων όλων των επιχειρηματιών και ειδικώς των συγκεκριμένων συμφερόντων των αιτουσών», όπως δε διευκρινίζεται από τις αιτούσες οι «επιχειρηματίες δεν είναι στην πραγματικότητα μόνον οι παραγωγοί της Κοινότητας, αλλά επίσης οι εισαγωγείς, οι διατηρούντες αποθήκες, οι χονδρέμποροι, οι λιανοπωλητές, οι εκτελούντες αποστολές εμπορευμάτων, οι μεταφορικές επιχειρήσεις και οι τελικοί καταναλωτές».

37.
    Εξάλλου, ακόμα και αν υποτεθεί ότι κατά την έκδοση του επίδικου κανονισμού η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της, δυνάμει διατάξεως ή ιεραρχικά ανώτερου κανόνα δικαίου, τις συνέπειες της εν λόγω πράξεως επί ορισμένων ιδιωτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αιτούσες, η υποχρέωση αυτή ουδόλως θα απήλλασσε τις αιτούσες από την υποχρέωσή τους να αποδείξουν ότι ο επίδικος κανονισμός τις θίγει λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τις προσδιορίζει ειδικότερα σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο (βλ., στο πνεύμα αυτό, την προαναφερθείσα απόφαση Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, σκέψεις 59 έως 62, και τη διάταξη του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 2002, C-151/01 P, La Conqueste κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-1179, σκέψη 36).

38.
    Σύμφωνα με το πέμπτο επιχείρημα των αιτουσών, η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων είναι στην πράξη αδύνατη, άπαξ η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, την οποία προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ, δεν διασφαλίζει την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, μεταξύ άλλων λόγω της αβεβαιότητας που υπάρχει ως προς το αν ο εθνικός δικαστής θα προβεί στην υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο και λόγω του χρόνου που απαιτείται προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ισχύος ενός κανονισμού, όπως είναι ο επίδικος, η ισχύς του οποίου είναι χρονικά περιορισμένη.

39.
    Ωστόσο, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής υπενθυμίζει ότι στην προαναφερθείσα απόφαση Unión de Pequeρos Agricultores κατά Συμβουλίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια ερμηνεία των κανόνων του άρθρου 230 ΕΚ που διέπουν τις προϋποθέσεις του παραδεκτού σύμφωνα με την οποία

είναι παραδεκτή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως εφόσον αποδεικνύεται, κατόπιν ad hoc ελέγχου από τον κοινοτικό δικαστή των εθνικών δικονομικών κανόνων, ότι οι κανόνες αυτοί δεν επιτρέπουν στον ιδιώτη την άσκηση ένδικου βοηθήματος με το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος της προσβαλλόμενης κοινοτικής πράξεως. Πράγματι, «ένα τέτοιου είδους σύστημα θα απαιτούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τον κοινοτικό δικαστή να εξετάζει και να ερμηνεύει το εθνικό δικονομικό δίκαιο, πράγμα το οποίο θα υπερέβαινε την αρμοδιότητά του που έγκειται στον έλεγχο της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων» (σκέψη 43). Η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή κατά μείζονα λόγο όταν δεν αμφισβητείται, όπως εν προκειμένω, ότι είναι δυνατή η άσκηση ένδικου βοηθήματος ενώπιον του εθνικού δικαστή με το οποίο είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί το κύρος του επίδικου κανονισμού.

40.
    Εξάλλου, το γεγονός ότι η εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει ο επίδικος κανονισμός είναι χρονικά περιορισμένη, πράγμα το οποίο τονίζουν με ιδιαίτερη έμφαση οι αιτούσες στις από 30 Ιουλίου 2002 παρατηρήσεις τους, με συνέπεια το ένδικο βοήθημα που προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ να μην εγγυάται, κατά την άποψή τους, την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν αποδεικνύει ότι ο κανονισμός αυτός τις αφορά ατομικώς, δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα εφαρμόζονται σε όλους τους επιχειρηματίες στους οποίους ο κανονισμός αυτός αναφέρεται. Επιπλέον, η αποδοχή της επιχειρηματολογίας αυτής θα ισοδυναμούσε με τη γενική παραδοχή ότι κάθε κοινοτικός κανονισμός που τροποποιεί, για ορισμένη χρονική περίοδο, τις λεπτομέρειες ασκήσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας αφορά ατομικώς κάθε επιχειρηματία που ασκεί τη δραστηριότητα αυτή. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση αυτή δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας κανονισμός αφορά ατομικώς ένα πρόσωπο (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω).

41.
    Τέλος, στον βαθμό που το έκτο και το έβδομο επιχείρημα, σύμφωνα με τα οποία οι αιτούσες φρονούν ότι, αφενός, η επιλογή της ποσοστώσεως συνιστά εσφαλμένο, υπέρμετρα επαχθές και μονομερές προσωρινό μέτρο διασφαλίσεως και, αφετέρου, ότι το επίπεδο των δασμολογικών ποσοστώσεων είναι ανεπαρκές, βάλλουν κατά της νομιμότητας του επίδικου κανονισμού, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο του ελέγχου του παραδεκτού βάσει του άρθρου 230 ΕΚ.

42.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν, εν προκειμένω, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής να κρίνει, εκ πρώτης όψεως, ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά τις αιτούσες ατομικώς και ότι αυτές μπορούν παραδεκτώς να ζητήσουν την ακύρωσή του δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Στο μέτρο που δεν φαίνεται να πληρούν μία από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού που θέτει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, δεν χρειάζεται να εξεταστεί αν ο επίδικος κανονισμός τις αφορά άμεσα. Το όγδοο επιχείρημα των αιτουσών, στον βαθμό που προβάλλεται προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τις αιτούσες, πρέπει να απορριφθεί.

43.
    Ενόψει του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή στην κύρια δίκη, με την οποία ζητείται η ακύρωση του επίδικου κανονισμού, είναι, εκ πρώτης όψεως, προδήλως απαράδεκτη.

44.
    Επομένως, η παρούσα αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1)    Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 8 Αυγούστου 2002.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

B. Vesterdorf


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.