Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 28 Απριλίου 2011 ο Oscar Orlando Arango Jaramillo κ.λπ. κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 4 Φεβρουαρίου 2011 στην υπόθεση F-34/10, Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕ

(Υπόθεση T-234/11 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείοντες: Oscar Orlando Arango Jaramillo (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο), Maria Esther Badiola (Λουξεμβούργο), Marcella Bellucci (Λουξεμβούργο), Stefan Bidiuc (Grevenmacher, Λουξεμβούργο), Raffaella Calvi (Schuttrange, Λουξεμβούργο), Maria José Cerrato (Λουξεμβούργο), Sara Confortola (Vérone, Italie), Carlos D'Anglade (Λουξεμβούργο), Nuno Da Fonseca Pestana Ascenso Pires (Λουξεμβούργο), Andrew Davie (Medernach, Λουξεμβούργο), Marta De Sousa e Costa Correia (Itzig, Λουξεμβούργο), Nausica Di Rienzo (Λουξεμβούργο), José Manuel Fernandez Riveiro (Sandweiler, Λουξεμβούργο), Eric Gällstad (Rameldange, Λουξεμβούργο), Andres Gavira Etzel (Λουξεμβούργο), Igor Greindl (Canach, Λουξεμβούργο), José Doramas Jorge Calderon (Λουξεμβούργο), Monica Lledo Moreno (Sandweiler), Antonio Lorenzo Ucha (Λουξεμβούργο), Juan Antonio Magaña-Campos (Λουξεμβούργο), Petia Manolova (Bereldange, Λουξεμβούργο), Ferran Minguella Minguella (Gonderange, Λουξεμβούργο), Barbara Mulder-Bahovec (Λουξεμβούργο), István Papp (Λουξεμβούργο), Stephen Richards (Blaschette, Λουξεμβούργο), Lourdes Rodriguez Castellanos (Sandweiler), Daniela Sacchi (Mondorf-les-Bains, Λουξεμβούργο), Maria Teresa Sousa Coutinho da Silveira Ramos (Almargem do Bispo, Πορτογαλία), Isabelle Stoffel (Mondorf-les-Bains), Fernando Torija (Λουξεμβούργο), Maria del Pilar Vargas Casasola (Λουξεμβούργο), Carolina Vento Sánchez (Λουξεμβούργο), Pé Verhoeven (Βρυξέλλες, Βέλγιο), Sabina Zajc (Contern, Λουξεμβούργο) και Peter Zajc (Contern) (εκπρόσωποι: B. Cortese και C. Cortese, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων

Αιτήματα των αναιρεσειόντων

Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου που πρότεινε η ΕΤΕ στην υπόθεση F-34/10 και να αναπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο ΔΔ προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας και επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με τα αιτήματα των προσφευγόντων πρωτοδίκως·

επικουρικώς, λόγω των νέων νομικών ζητημάτων που εγείρει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, όπως επιτάσσουν οι κανόνες της επιείκειας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τρεις λόγους.

Ο πρώτος λόγος διαιρείται σε τρία σκέλη και αφορά πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον καθορισμό της εύλογης προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής στις διαφορές μεταξύ της ΕΤΕ και των υπαλλήλων της.

Με το πρώτο σκέλος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο ΔΔ εφάρμοσε τη νομολογία τη σχετική με τις προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων από τους υπαλλήλους της ΕΤΕ κατά τρόπο μη σύμφωνο προς το περιεχόμενό της, καθόσον άφησε de facto ανεφάρμοστο τον κανόνα της εύλογης προθεσμίας, ο οποίος εκ φύσεως δεν είναι αυστηρός και επιτρέπει τη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, και τον αντικατέστησε με τρίμηνη αποκλειστική προθεσμία γενικής εφαρμογής.

Με το δεύτερο σκέλος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, όσον αφορά τις ένδικες διαφορές μεταξύ της ΕΤΕ και των υπαλλήλων της, μολονότι οι σχετικές διατάξεις δεν τάσσουν ορισμένη προθεσμία, εντούτοις, το Δικαστήριο ΔΔ εφάρμοσε κατ' αναλογία την προθεσμία των τριών μηνών και δέκα ημερών που προβλέπουν το άρθρο 91 του ΚΥΚ καθώς και το άρθρο 100, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Με το τρίτο σκέλος, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθώς και την προσβολή του δικαιώματός τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, καθόσον το Δικαστήριο ΔΔ χαρακτήρισε ως μη εύλογη την προθεσμία την οποία τήρησαν οι αναιρεσείοντες και η οποία διέφερε κατά μερικά δευτερόλεπτα από τη συνήθη προθεσμία που ισχύει στις υπαλληλικές υποθέσεις.

Ο επικουρικώς προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων, υπό το πρίσμα της έννοιας του τυχαίου γεγονότος.

Ο επίσης επικουρικώς προβαλλόμενος τρίτος λόγος αφορά την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων με σκοπό να αποδειχθεί η συνδρομή τυχαίου γεγονότος και η παράβαση των κανόνων περί αποδείξεως και οργανώσεως της διαδικασίας.

____________