Language of document : ECLI:EU:T:2013:348

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 9ης Ιουλίου 2013 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Επανεξέταση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Απόρριψη της πρωτόδικης προσφυγής ως απαράδεκτης – Συντάξεις – Αύξηση των εισφορών στο συνταξιοδοτικό σύστημα – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Εύλογη προθεσμία»

Στην υπόθεση T‑234/11 P‑RENV‑RX,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 4ης Φεβρουαρίου 2011, F‑34/10, Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ ,

Oscar Orlando Arango Jaramillo, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, κάτοικος Λουξεμβούργου (Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), και 34 άλλοι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται σε παράρτημα, εκπροσωπούμενοι από τους B. Cortese και C. Cortese, δικηγόρους,

αναιρεσείοντες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι

η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), εκπροσωπούμενη από τους C. Gómez de la Cruz και T. Gilliams, επικουρούμενoυς από τον P. E. Partsch, δικηγόρο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η παρούσα διαδικασία διεξάγεται κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 2013, C‑334/12 RX-II, Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ , με την οποία το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (αναιρετικό τμήμα) της 19ης Ιουνίου 2012, T‑234/11 P, Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ στο εξής: επανεξεταζόμενη απόφαση), με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 4ης Φεβρουαρίου 2011, F-34/10 (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), έθιγε την ενότητα και τη συνοχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαφάνισε την επανεξετασθείσα απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Από τις σκέψεις 2 έως 4 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, σκέψη 1 ανωτέρω, προκύπτει ότι ο Oscar Orlando Arango Jaramillo και οι λοιποί 34 αναιρεσείοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται σε παράρτημα είναι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΕΤΕπ). Από 1ης Ιανουαρίου 2007 τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών των υπαλλήλων της ΕΤΕπ έπαυσαν να εκτυπώνονται σε χαρτί υπό την παραδοσιακή τους μορφή και εκδίδονται πλέον ηλεκτρονικά. Τα εκκαθαριστικά αυτά καταχωρίζονται έκτοτε κάθε μήνα στο μηχανογραφικό σύστημα Peoplesoft της ΕΤΕπ και, με τον τρόπο αυτόν, κάθε υπάλληλος μπορεί να τα μελετήσει από τον υπηρεσιακό ηλεκτρονικό υπολογιστή του.

3        Το Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010 εισήχθησαν στο μηχανογραφικό σύστημα Peoplesoft τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών του Φεβρουαρίου 2010. Από τα εν λόγω σημειώματα προέκυπτε, σε σχέση με τα αντίστοιχα σημειώματα του Ιανουαρίου 2010, αύξηση των εισφορών στο συνταξιοδοτικό σύστημα, κατόπιν σχετικών αποφάσεων που έλαβε η ΕΤΕπ στο πλαίσιο μεταρρυθμίσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος των υπαλλήλων της.

 Η πρωτόδικη διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

4        Στις 26 Μαΐου 2010 οι νυν αναιρεσείοντες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό F‑34/10, με αίτημα, αφενός, να ακυρωθούν τα εκκαθαριστικά σημειώματά τους του Φεβρουαρίου 2010, καθόσον από αυτά προέκυπταν οι αποφάσεις της ΕΤΕπ να αυξήσει τις εισφορές τους στο συνταξιοδοτικό σύστημα, και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η ΕΤΕπ να καταβάλει το συμβολικό ποσό του ενός ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

5        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η ΕΤΕπ προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και ζήτησε από αυτό να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής χωρίς να υπεισέλθει στην εξέταση επί της ουσίας.

6        Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, ειδικότερα της ανυπαρξίας ρητής διατάξεως περί των προθεσμιών προς άσκηση προσφυγής εκ μέρους των υπαλλήλων της ΕΤΕπ, η αυστηρή εφαρμογή τής κατά το κοινό δίκαιο προθεσμίας τριών μηνών και δέκα ημερών είχε ως αποτέλεσμα να θίξει το δικαίωμά τους προς άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος (αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 18).

7        Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το Δικαστήριο ΔΔ, χωρίς να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και χωρίς να εκδικάσει την ένσταση απαραδέκτου παράλληλα με την εξέταση επί της ουσίας, απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη επειδή είχε ασκηθεί εκπροθέσμως.

 Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

8        Με υπόμνημα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2011, οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν αίτηση αναιρέσεως, βάσει του άρθρου 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, σκέψη 1 ανωτέρω, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑234/11 P.

9        Στο πλαίσιο της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να αναιρέσει τη διάταξη αυτή, να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η ΕΤΕπ στην υπόθεση F‑34/10 και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, για να αποφανθεί επί της ουσίας.

10      Αφού διαπίστωσε ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη επί της διαφοράς χωρίς προφορική διαδικασία.

11      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες προέβαλαν τρεις λόγους, οι δύο τελευταίοι εκ των οποίων προβλήθηκαν επικουρικώς. Ο πρώτος λόγος στηριζόταν σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της «εύλογης προθεσμίας» προς άσκηση της προσφυγής σε πρώτο βαθμό, ιδίως σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και σε προσβολή του δικαιώματος για αποτελεσματική δικαστική προστασία. Ο δεύτερος λόγος στηριζόταν σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία των εφαρμοστέων διαδικαστικών κανόνων, ιδίως εκείνων που αφορούν την ύπαρξη τυχαίου γεγονότος. Ο τρίτος λόγος στηριζόταν σε παραμόρφωση των στοιχείων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προς απόδειξη της συνδρομής τυχαίου γεγονότος, καθώς και σε παράβαση των κανόνων που αφορούν τα αποδεικτικά μέσα και την οργάνωση της πρωτόδικης διαδικασίας.

12      Με την επανεξεταζόμενη απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως κρίνοντας ότι οι λόγοι που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες ήταν, εν μέρει, απαράδεκτοι και, κατά τα λοιπά, αβάσιμοι.

13      Απορρίπτοντας τον πρώτο λόγο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς εφάρμοσε στην περίπτωση των αναιρεσειόντων, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω, τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο, κατ’ αναλογία προς την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής την οποία προβλέπει το άρθρο 91, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), μια προθεσμία τριών μηνών έπρεπε να λογίζεται ως εύλογη, καταρχήν, για την άσκηση, από υπάλληλο της ΕΤΕπ, προσφυγής ακυρώσεως κατά βλαπτικής σε βάρος του πράξεως της τελευταίας (επανεξεταζόμενη απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 27). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ακόμη ότι η υποχρέωση που βαρύνει με τον τρόπο αυτόν τους υπαλλήλους της ΕΤΕπ να ασκούν την προσφυγή τους εντός συγκεκριμένης προθεσμίας δεν μπορούσε να λογίζεται ως θίγουσα το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος ή ως αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας (επανεξεταζόμενη απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 41).

 Επανεξέταση από το Δικαστήριο

14      Κατόπιν προτάσεως επανεξετάσεως την οποία υπέβαλε ο πρώτος γενικός εισαγγελέας, το Δικαστήριο (ειδικό τμήμα προβλεπόμενο από το άρθρο 123β του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο υποβολής της εν λόγω προτάσεως), έκρινε, με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, C‑334/12 RX, Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ , ότι η απόφαση αυτή έπρεπε να επανεξεταστεί. Κατά την τελευταία αυτή απόφαση, η επανεξέταση έπρεπε να αφορά, αφενός, το αν η επανεξεταζόμενη απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, έθιγε την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο, ως αναιρετικό δικαστήριο, είχε ερμηνεύσει την έννοια της «εύλογης προθεσμίας», στο πλαίσιο της ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως από υπαλλήλους της ΕΤΕπ κατά βλαπτικής σε βάρος τους πράξεως της τελευταίας, ως μια προθεσμία της οποίας η υπέρβαση καθιστά την προσφυγή εκπρόθεσμη και, επομένως, απαράδεκτη, χωρίς ο δικαστής της Ένωσης να υποχρεούται να λάβει υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της οικείας υποθέσεως, και, αφετέρου, το αν η ερμηνεία αυτή της εννοίας της «εύλογης προθεσμίας» είναι ικανή να θίξει το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος («δικαίωμα πραγματικής προσφυγής»), που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389).

15      Με την απόφαση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 1 ανωτέρω, το Δικαστήριο εξαφάνισε την επανεξεταζόμενη απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, κρίνοντας ότι αυτή όντως έθιγε τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο, ως αναιρετικό δικαστήριο, ερμηνεύοντας την έννοια της «εύλογης προθεσμίας» στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως από υπαλλήλους της ΕΤΕπ κατά βλαπτικής σε βάρος τους πράξεως της τελευταίας, δέχθηκε ως εύλογη μια προθεσμία τριών μηνών της οποίας η υπέρβαση συνεπάγεται αυτομάτως το εκπρόθεσμο και, επομένως, το απαράδεκτο της προσφυγής, χωρίς ο δικαστής της Ένωσης να υποχρεούται να λάβει υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις της οικείας υποθέσεως.

16      Εντούτοις, εκτιμώντας ότι η οριστική επίλυση του ζητήματος του παραδεκτού της προσφυγής των αναιρεσειόντων, ειδικότερα του αν η εν λόγω προσφυγή ασκήθηκε εντός εύλογης προθεσμίας, υπό την έννοια της σύμφωνης με το δικαίωμα προς άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος νομολογίας, δεν απέρρεε από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες στηρίχθηκε η επανεξεταζόμενη απόφαση, σκέψη 1 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί το ίδιο οριστικώς επί της διαφοράς, δυνάμει του άρθρου 62β του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αποφάνθηκε μεν επί των δικαστικών εξόδων της διαδικασίας επανεξετάσεως, ανέπεμψε δε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προς εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, του εύλογου χαρακτήρα της προθεσμίας εντός της οποίας οι αναιρεσείοντες είχαν ασκήσει την προσφυγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

 Επί της αναπεμπόμενης υποθέσεως μετά την επανεξέταση

 Διαδικασία

17      Σύμφωνα με το άρθρο 121α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η απόφαση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 1 ανωτέρω, είχε ως αποτέλεσμα να επιληφθεί εκ νέου το Γενικό Δικαστήριο της υπό κρίση υποθέσεως.

18      Με έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2013 ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου κάλεσε τους διαδίκους, σύμφωνα με το άρθρο 121γ, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να υποβάλουν, εντός προθεσμίας ενός μηνός από της επιδόσεως της αποφάσεως Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 1 ανωτέρω, τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών της αποφάσεως αυτής για την επίλυση της διαφοράς.

19      Στις 22 Μαρτίου και στις 16 Απριλίου 2013, αντιστοίχως, η ΕΤΕπ και οι αναιρεσείοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

20      Με τις παρατηρήσεις της η ΕΤΕπ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, αφού επιβεβαιώσει το απαράδεκτο της προσφυγής που είχαν ασκήσει οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης λόγω του εκπροθέσμου χαρακτήρα της, δεχόμενο ότι η προσφυγή αυτή ασκήθηκε εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να λογίζεται ως εύλογη σε συνάρτηση με το σύνολο των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, και να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

21      Με τις παρατηρήσεις τους οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να δεχθεί τον πρώτο λόγο αναιρέσεως και να αναιρέσει, βάσει αυτού, την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω, με την αιτιολογία ότι οι προσφυγές τους ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ασκήθηκαν εντός εύλογης προθεσμίας σε συνάρτηση με το σύνολο των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως·

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης για να αποφανθεί αυτό επί της ουσίας της προσφυγής καθώς και επί των δικαστικών εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας·

–        να καταδικάσει την ΕΤΕπ στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

 Σκεπτικό

22      Κατόπιν της αποφάσεως Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 1 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται εκ νέου της αιτήσεως αναιρέσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 8 ανωτέρω και πρέπει να επανεξετάσει τους τρεις λόγους που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες προς στήριξη της αιτήσεώς τους, όπως υπενθυμίζονται στη σκέψη 11 ανωτέρω, συνάγοντας τα κατάλληλα συμπεράσματα από την εν λόγω απόφαση για την επίλυση της διαφοράς.

 Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της «εύλογης προθεσμίας» για την άσκηση της προσφυγής σε πρώτο βαθμό, ιδίως σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και σε προσβολή του δικαιώματος για αποτελεσματική δικαστική προστασία

23      Ο πρώτος λόγος διαρθρώνεται, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της «εύλογης προθεσμίας» για την άσκηση της προσφυγής σε πρώτο βαθμό. Το δεύτερο σκέλος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθώς και σε προσβολή του δικαιώματος για αποτελεσματική δικαστική προστασία.

24      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκδίδοντας την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω, καθόσον απέρριψε την προσφυγή τους ως απαράδεκτη, δεχόμενο ότι, κατ’ ουσίαν, η προθεσμία τριών μηνών, δέκα ημερών και μερικών δευτερολέπτων για την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής σε πρώτο βαθμό στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν ήταν εύλογη. Με τον τρόπο αυτόν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέδωσε στη νομολογία περί των προθεσμιών προς άσκηση προσφυγής εκ μέρους των υπαλλήλων της ΕΤΕπ (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑49 και II‑185, σκέψη 99, και της 6ης Μαρτίου 2001, T‑192/99, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2001, σ. II‑813, σκέψεις 53 και 58) περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό που πράγματι έχει, αποκλίνοντας de facto από την αρχή της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, η οποία εκ φύσεως είναι ευέλικτη και επιδέχεται στάθμιση των συγκεκριμένων διακυβευόμενων συμφερόντων, λαμβάνοντας υπόψη αντ’ αυτής μια συγκεκριμένη τρίμηνη προθεσμία, η οποία πρέπει να τυγχάνει αυστηρής και γενικευμένης εφαρμογής. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν έλαβε υπόψη τα προσκομισθέντα ενώπιόν του έγγραφα ή σχετικές μαρτυρίες, που αποδεικνύουν ότι, αφενός, εντός της προθεσμίας τριών μηνών και δέκα ημερών, επικυρωμένα αντίγραφα του δικογράφου της προσφυγής σε πρώτο βαθμό είχαν παραληφθεί, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, από άλλους αποδέκτες που ήταν συνδεδεμένοι με διαφορετικούς διακομιστές έναντι του χρησιμοποιηθέντος για τη σχετική αποστολή, και ότι, αφετέρου, σημειώθηκε βλάβη του ηλεκτρικού συστήματος στην επαγγελματική εγκατάσταση των δικηγόρων τους κατά την εσπέρα της αποστολής του δικογράφου της πρωτόδικης προσφυγής, η οποία αποκαταστάθηκε δέκα περίπου λεπτά προ του μεσονυκτίου, καθυστερώντας την ως άνω αποστολή. Επιπλέον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέλειψε να λάβει υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως, το γεγονός ότι η ΕΤΕπ είχε παραλείψει υπαιτίως να ασκήσει την κανονιστική της αρμοδιότητα προκειμένου να καθορίσει μια συγκεκριμένη και αξιόπιστη προθεσμία προς άσκηση προσφυγής και ότι είχε λάβει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, που είχαν τη μορφή εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών του Φεβρουαρίου του 2010, δυνάμει κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί και η οποία εξακολουθούσε να μην έχει ενημερωθεί την ημέρα της ασκήσεως της προσφυγής.

25      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, εκδίδοντας την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προσέβαλε το δικαίωμά τους για αποτελεσματική δικαστική προστασία και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας η οποία πρέπει να διέπει την εφαρμογή των διατάξεων ή των αρχών του δικαίου που εισάγουν περιορισμούς στο δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο. Αποκλίνοντας από την προγενέστερη νομολογία του, που στηριζόταν σε μια ελαστική και ευνοϊκή για τους αναιρεσείοντες εφαρμογή της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας προς άσκηση προσφυγής, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παραβίασε τη θεμελιώδη επιταγή της δέουσας σταθμίσεως μεταξύ του δικαιώματος του διοικούμενου για αποτελεσματική δικαστική προστασία και της ασφαλείας δικαίου. Τούτο προκύπτει προδήλως από τις ειδικές συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, όπως περιγράφονται στη σκέψη 24 ανωτέρω. Λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αυτών περιστάσεων, η αυστηρή και γενικευμένη εφαρμογή μιας συγκεκριμένης προθεσμίας τριών μηνών, η οποία δεν καθορίζεται από κάποια διάταξη ούτε προκύπτει από σαφή και πάγια νομολογία, συνιστούν υπερβολικό περιορισμό του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο, όπως αυτό διασφαλίζεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ακόμη, είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκεται με την αρχή της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, ο οποίος είναι η εξασφάλιση της σταθερότητας των πράξεων της ΕΤΕπ.

26      Η ΕΤΕπ αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες και ζητεί, κατ’ ουσίαν, να απορριφθούν και τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου ως απαράδεκτα και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμα. Προβάλλοντας τον πρώτο λόγο, οι αναιρεσείοντες αποσκοπούν στο να θέσουν υπό τον έλεγχο του αναιρετικού δικαστηρίου πραγματικές εκτιμήσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης που περιλαμβάνονται στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω, πράγμα το οποίο υπερβαίνει τα όρια της αρμοδιότητάς του. Εν πάση περιπτώσει, ο πρώτος λόγος είναι αβάσιμος. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι η εύλογη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής από υπάλληλο της ΕΤΕπ είναι τρίμηνη, προσαυξανόμενη κατά δέκα ημέρες όταν χωρεί παρέκταση λόγω αποστάσεως κατ’ αποκοπήν, όπως απορρέει, κατ’ αναλογίαν, από τις διατάξεις του ΚΥΚ περί μέσων παροχής ενδίκου προστασίας. Επιπλέον, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από εκείνη του δικαστή της Ένωσης προκύπτει ότι οι κανόνες περί προθεσμιών προς άσκηση προσφυγής συμβιβάζονται τόσο με την αρχή της αναλογικότητας όσο και με το δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική προστασία.

27      Καθόσον η ΕΤΕπ αμφισβητεί το παραδεκτό και των δύο σκελών του πρώτου λόγου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τη δικογραφία που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση των πραγματικών αυτών περιστατικών. Όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή έχει εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το κατ’ αναίρεση δικάζον δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει συναφώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 2010, T‑266/08 P, Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 37· βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 51, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 106).

28      Με τον πρώτο λόγο οι αναιρεσείοντες δεν αμφισβητούν τις πραγματικές διαπιστώσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω, σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή σε πρώτο βαθμό, αλλά τα συμπεράσματα που συνήγαγε το εν λόγω δικαστήριο από τις διαπιστώσεις αυτές, δηλαδή ότι η προθεσμία εντός της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «εύλογη». Το ζήτημα όμως αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς συνήγαγε, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, ότι οι αναιρεσείοντες δεν είχαν ασκήσει την προσφυγή τους εντός εύλογης προθεσμίας αποτελεί νομικό ζήτημα που υπόκειται στον έλεγχο του αναιρετικού δικαστηρίου.

29      Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η ΕΤΕπ κατά του πρώτου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

30      Για την εξέταση επί της ουσίας του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της «εύλογης προθεσμίας» για την άσκηση της προσφυγής σε πρώτο βαθμό, πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε η Συνθήκη ΛΕΕ ούτε ο κανονισμός του προσωπικού της ΕΤΕπ, που εκδόθηκε από το διοικητικό της συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 29 του εσωτερικού κανονισμού της ΕΤΕπ, περιλαμβάνουν κάποια ένδειξη σχετική με την προθεσμία προς άσκηση προσφυγής που έχει εφαρμογή στις διαφορές μεταξύ ΕΤΕπ και των υπαλλήλων της. Εντούτοις, η στάθμιση μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος για αποτελεσματική δικαστική προστασία που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και απαιτεί να έχει ο διοικούμενος αρκετό χρόνο για να εκτιμήσει τη νομιμότητα βλαπτικής σε βάρος του πράξεως και να προετοιμάσει, ενδεχομένως, το δικόγραφο της προσφυγής και, αφετέρου, της ασφαλείας δικαίου που επιτάσσει ότι, μετά την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος, οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης καθίστανται οριστικές, επιβάλλει οι διαφορές αυτές να άγονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης εντός εύλογης προθεσμίας (βλ. αποφάσεις De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 24 ανωτέρω, σκέψεις 97 έως 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 24 ανωτέρω, σκέψεις 51 έως 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2002, T‑275/02 R, D κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑259 και II‑1295, σκέψεις 31 και 32).

31      Κατά τη νομολογία, ο «εύλογος» χαρακτήρας μιας προθεσμίας, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τη διάρκεια μιας διοικητικής ή μιας δικαστικής διαδικασίας ή για ζήτημα καθαυτό προθεσμίας η οποία, όπως εν προκειμένω, επηρεάζει άμεσα το παραδεκτό της προσφυγής, πρέπει πάντοτε να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων (βλ. απόφαση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 28 έως 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, γενικά, η έννοια της εύλογης προθεσμίας δεν μπορεί να νοείται ως ειδική αποκλειστική προθεσμία και, ειδικότερα, η τρίμηνη προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία ως αποκλειστική προθεσμία στους υπαλλήλους της ΕΤΕπ όταν ασκούν προσφυγή ακυρώσεως κατά βλαπτικής πράξεως της τελευταίας (βλ. απόφαση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Κατά συνέπεια, απλώς και μόνον το γεγονός ότι υπάλληλος της ΕΤΕπ άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά βλαπτικής σε βάρος του πράξεως της τελευταίας εντός προθεσμίας υπερβαίνουσας τους τρεις μήνες και δέκα ημέρες δεν αρκεί για να συναχθεί το εκπρόθεσμο της προσφυγής αυτής, καθόσον ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξακριβώσει, εν πάση περιπτώσει, τον εύλογο χαρακτήρα της προθεσμίας σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως.

33      Απλώς και μόνον το γεγονός ότι, με τις αποφάσεις De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 24 ανωτέρω (σκέψεις 118 έως 120), και Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 24 ανωτέρω (σκέψεις 57 και 58), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι εύλογη είναι προθεσμία που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες και δέκα ημέρες δεν συνεπάγεται ότι μια μεγαλύτερη προθεσμία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εύλογη», λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων κάθε υποθέσεως, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης περιορίστηκε στο να αποφανθεί επί των συγκεκριμένων περιπτώσεων των οποίων είχε επιληφθεί, χωρίς να εξετάσει αν μεγαλύτερες προθεσμίες θα μπορούσαν επίσης να λογίζονται ως εύλογες. Αντιστρόφως, το γεγονός ότι, με τη διάταξη D κατά ΕΤΕπ, σκέψη 30 ανωτέρω (σκέψεις 38 έως 40), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε ότι προθεσμία πέντε μηνών δεν ήταν εύλογη λαμβανομένων υπόψη των σχετικών περιστάσεων δεν παρέχει τη δυνατότητα να συναχθεί ότι βραχύτερη προθεσμία, υπερβαίνουσα όμως τους τρεις μήνες και δέκα ημέρες, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «εύλογη» ή, κατά μείζονα λόγο, ότι, στο πλαίσιο άλλων περιστάσεων, μια τέτοια προθεσμία δεν θα μπορούσε να λογίζεται ως εύλογη.

34      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η προσφυγή σε πρώτο βαθμό δεν είχε ασκηθεί εντός εύλογης προθεσμίας και έπρεπε, κατά συνέπεια, να απορριφθεί ως απαράδεκτη επειδή ήταν εκπρόθεσμη, για τον λόγο και μόνον ότι είχε ασκηθεί μερικά δευτερόλεπτα ή κλάσματα του δευτερολέπτου μετά την εκπνοή προθεσμίας τριών μηνών, με προσαύξηση κατ’ αποκοπήν δέκα ημερών επειδή χωρούσε παρέκταση λόγω αποστάσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 100, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, που ήταν αντίστοιχη, κατ’ αναλογία, προς την προθεσμία την οποία προβλέπει το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Ερμηνεύοντας με τον τρόπο αυτόν την έννοια της «εύλογης προθεσμίας», στο πλαίσιο της ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως από υπαλλήλους της ΕΤΕπ κατά της βλαπτικής πράξεως της τελευταίας, ως προθεσμία τριών μηνών και δέκα ημερών της οποίας η υπέρβαση συνεπάγεται αυτομάτως το εκπρόθεσμο της προσφυγής και, επομένως, το απαράδεκτό της, χωρίς να λάβει υπόψη, όπως εκ του νόμου όφειλε, τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και, ιδίως, τα διακυβευόμενα στη διαφορά συμφέροντα των αναιρεσειόντων, την περιπλοκότητα της υποθέσεως και τη συμπεριφορά της ΕΤΕπ και των αναιρεσειόντων, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, σκέψη 1 ανωτέρω, πάσχει πλάνη περί το δίκαιο (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 22, 27, 28, 46 και 54).

35      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, εκδίδοντας την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω, κατά την ερμηνεία της έννοιας της «εύλογης προθεσμίας» για την άσκηση της προσφυγής σε πρώτο βαθμό.

36      Κατά συνέπεια, και χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου και επί του δευτέρου και του τρίτου λόγου, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της αιτήσεως αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω.

 Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

37      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εάν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και αποφαίνεται το ίδιο επί της διαφοράς. Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης όταν η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση.

38      Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν προέβη στο σύνολο των εκ του νόμου απαιτούμενων εκτιμήσεων για να αποφανθεί επί του ευλόγου χαρακτήρα της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής και, επομένως, επί του παραδεκτού της εν λόγω προσφυγής. Για τον λόγο αυτόν, η οριστική επίλυση του ζητήματος του παραδεκτού της προσφυγής των αναιρεσειόντων δεν απορρέει από τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σκέψη 1 ανωτέρω. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παρούσα διαφορά δεν είναι ώριμη προς έκδοση αποφάσεως. Επομένως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Αναιρεί τη διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 4ης Φεβρουαρίου 2011, F‑34/10, Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ.

2)      Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Jaeger

Pelikánová

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Ιουλίου 2013.

(υπογραφές)

Παράρτημα

María Esther Badiola, κάτοικος Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο),

Marcella Bellucci, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Stefan Bidiuc, κάτοικος Grevenmacher (Λουξεμβούργο),

Raffaella Calvi, κάτοικος Schuttrange (Λουξεμβούργο),

Maria José Cerrato, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Sara Confortola, κάτοικος Vérone (Ιταλία),

Carlos D’Anglade, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Nuno Da Fonseca Pestana Ascenso Pires, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Andrew Davie, κάτοικος Medernach (Λουξεμβούργο),

Marta De Sousa e Costa Correia, κάτοικος Itzig (Λουξεμβούργο),

Nausica Di Rienzo, κάτοικος Λουξεμβούργου,

José Manuel Fernandez Riveiro, κάτοικος Sandweiler (Λουξεμβούργο),

Eric Gällstad, κάτοικος Rameldange (Λουξεμβούργο),

Andres Gavira Etzel, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Igor Greindl, κάτοικος Canach (Λουξεμβούργο),

José Doramas Jorge Calderón, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Monica Lledó Moreno, κάτοικος Sandweiler,

Antonio Lorenzo Ucha, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Juan Antonio Magaña-Campos, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Petia Manolova, κάτοικος Bereldange (Λουξεμβούργο),

Ferran Minguella Minguella, κάτοικος Gonderange (Λουξεμβούργο),

Barbara Mulder-Bahovec, κάτοικος Λουξεμβούργου,

István Papp, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Stephen Richards, κάτοικος Blaschette (Λουξεμβούργο),

Lourdes Rodriguez Castellanos, κάτοικος Sandweiler,

Daniela Sacchi, κάτοικος Mondorf-les-Bains (Λουξεμβούργο),

Maria Teresa Sousa Coutinho da Silveira Ramos, κάτοικος Almargem do Bispo (Πορτογαλία), 

Isabelle Stoffel, κάτοικος Mondorf-les-Bains,

Fernando Torija, κάτοικος Λουξεμβούργου,

María del Pilar Vargas Casasola, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Carolina Vento Sánchez, κάτοικος Λουξεμβούργου,

Pé Verhoeven, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο),

Sabina Zajc, κάτοικος Contern (Λουξεμβούργο),

Peter Zajc, κάτοικος Contern.


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.