Language of document : ECLI:EU:T:2013:348

Υπόθεση T‑234/11 P-RENV-RX

Oscar Orlando Arango Jaramillo κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΤΕπ — Επανεξέταση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου — Απόρριψη της προσφυγής σε πρώτο βαθμό ως απαράδεκτης — Συντάξεις — Αύξηση των εισφορών στο συνταξιοδοτικό σύστημα — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Εύλογη προθεσμία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (αναιρετικό τμήμα)
της 9ης Ιουλίου 2013

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Απόρριψη — Νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών — Παραδεκτό

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Προθεσμίες — Υποχρέωση ενέργειας εντός εύλογου χρόνου — Εφαρμογή κατ’ αναλογία του άρθρου 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ — Δεν επιτρέπεται — Εκτίμηση σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της οικείας υποθέσεως

(Άρθρο 270 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

3.      Αναίρεση — Αίτηση αναιρέσεως που κρίνεται βάσιμη — Επίλυση της διαφοράς επί της ουσίας από το αναιρετικό δικαστήριο — Προϋπόθεση — Διαφορά ώριμη προς εκδίκαση

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 13 § 1)

1.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το αναιρετικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Συναφώς, το ζήτημα αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς συνήγαγε, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, ότι οι αναιρεσείοντες δεν είχαν ασκήσει την προσφυγή τους εντός εύλογου χρόνου αποτελεί νομικό ζήτημα που υπόκειται στον έλεγχο του αναιρετικού δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 27, 28)

2.      Ούτε η Συνθήκη ΛΕΕ ούτε ο κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, τον οποίο εξέδωσε το διοικητικό της συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 29 του εσωτερικού κανονισμού της Τράπεζας, περιλαμβάνουν ενδείξεις περί της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής στις διαφορές μεταξύ της Τράπεζας και των υπαλλήλων της. Προκειμένου, αφενός, να προστατευθεί το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και απαιτεί να διαθέτει ο πολίτης που επιζητεί τη δικαστική προστασία επαρκή χρόνο για την εκτίμηση της νομιμότητας της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και την προετοιμασία, εφόσον είναι αναγκαίο, της προσφυγής του, και, αφετέρου, να τηρηθεί η απαίτηση ασφάλειας δικαίου, βάσει της οποίας, μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου, οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης καθίστανται απρόσβλητες, οι διαφορές αυτές πρέπει να άγονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης εντός εύλογου χρόνου.

Ο εύλογος χαρακτήρας μιας προθεσμίας, είτε πρόκειται για τη διάρκεια μιας διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας είτε για μια κυρίως ειπείν προθεσμία, που επηρεάζει απευθείας το παραδεκτό της προσφυγής, πρέπει να εκτιμάται πάντοτε σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων της κάθε υποθέσεως και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως και τη συμπεριφορά των διαδίκων. Επομένως, γενικά, η έννοια της εύλογης προθεσμίας δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως αφορώσα μια ειδική αποκλειστική προθεσμία ενώ, ειδικότερα, η τρίμηνη προθεσμία την οποία προβλέπει το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κατ’ αναλογία έναντι των υπαλλήλων της Τράπεζας ως αποκλειστική προθεσμία για την περίπτωση ασκήσεως εκ μέρους τους προσφυγής ακυρώσεως κατά βλαπτικής πράξεως προερχόμενης από την τελευταία.

Κατά συνέπεια, απλώς και μόνον το γεγονός ότι υπάλληλος της ΕΤΕπ άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά βλαπτικής σε βάρος του πράξεως της τελευταίας μετά από χρονικό διάστημα υπερβαίνον τους τρεις μήνες και δέκα ημέρες δεν αρκεί για να συναχθεί το εκπρόθεσμο της προσφυγής αυτής, καθόσον ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξακριβώσει, εν πάση περιπτώσει, τον εύλογο χαρακτήρα του χρονικού αυτού διαστήματος σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 30-32)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 37)