Language of document : ECLI:EU:T:2012:311

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2012

Υπόθεση T‑234/11 P

Oscar Orlando Arango Jaramillo κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Συντάξεις – Εισφορές στο συνταξιοδοτικό σύστημα – Απόρριψη της προσφυγής σε πρώτο βαθμό ως προδήλως απαράδεκτης – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Εκπρόθεσμο – Εύλογη προθεσμία»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 4ης Φεβρουαρίου 2011, F‑34/10, Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Oscar Orlando Arango Jaramillo και οι λοιποί 34 υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται σε παράρτημα φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα και εκείνα της ΕΤΕπ στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή – Προθεσμίες – Απαίτηση ενέργειας εντός εύλογου χρόνου

(Άρθρο 270 ΣΛΕΕ)

2.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Προσφυγή – Προθεσμίες – Απαίτηση ενέργειας εντός εύλογου χρόνου – Εφαρμογή κατ’ αναλογία του άρθρου 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ – Άσκηση μετά τη λήξη της προθεσμίας τριών μηνών – Δεν ικανοποιείται η απαίτηση

(Άρθρο 270 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

3.      Ένδικη διαδικασία – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Αποκλειστική προθεσμία – Τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία – Έννοια

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 45, εδ. 2)

1.      Ούτε η Συνθήκη ΛΕΕ ούτε ο κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, τον οποίο εξέδωσε το διοικητικό της συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 29 του εσωτερικού κανονισμού της Τράπεζας, περιλαμβάνουν ενδείξεις περί της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής στις διαφορές μεταξύ της Τράπεζας και των υπαλλήλων της. Προκειμένου, αφενός, να προστατευθεί το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και απαιτεί να διαθέτει ο πολίτης που επιζητεί τη δικαστική προστασία επαρκή χρόνο για την εκτίμηση της νομιμότητας της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και την προετοιμασία, εφόσον είναι αναγκαίο, της προσφυγής του, και, αφετέρου, να τηρηθεί η απαίτηση ασφάλειας δικαίου, βάσει της οποίας, μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου, οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης καθίστανται απρόσβλητες, οι διαφορές αυτές πρέπει να άγονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης εντός εύλογου χρόνου.

(βλ. σκέψη 22)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 23 Φεβρουαρίου 2001, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A-49 και II‑185, σκέψεις 97 έως 99· 6 Μαρτίου 2001, T‑192/99, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2001, σ. II‑813, σκέψεις 51 έως 53· 6 Δεκεμβρίου 2002, T‑275/02 R, D κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑259 και II‑1295, σκέψεις 31 και 32

2.      Η ερμηνεία a contrario της νομολογίας είναι αποδεκτή εφόσον οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία αυτής δεν θα ήταν ούτε πρόσφορη ούτε σύμφωνη προς τις εφαρμοστέες γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Μόνον η αυστηρή εφαρμογή των δικονομικών κανόνων περί αποσβεστικών προθεσμιών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Έχει κριθεί, κατ’ αναλογία προς την προθεσμία την οποία προβλέπει το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, ότι ένα τρίμηνο χρονικό διάστημα έπρεπε, καταρχήν, να λογίζεται ως εύλογο για την άσκηση εκ μέρους υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων προσφυγής ακυρώσεως κατά βλαπτικής πράξεως της Τράπεζας. Από την τελευταία αυτή νομολογία απορρέει a contrario ότι προσφυγή ασκούμενη από υπάλληλο της Τράπεζας μετά τη λήξη της προθεσμίας τριών μηνών, προσαυξημένης κατ’ αποκοπήν κατά δέκα ημέρες όταν χωρεί παρέκταση λόγω αποστάσεως, πρέπει να λογίζεται ότι ασκείται εντός μη εύλογου χρόνου.

(βλ. σκέψη 27)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Ιουνίου 1958, 9/56, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 174, σκέψη 27· 22 Σεπτεμβρίου 2011, C‑426/10 P, Bell & Ross κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2011, σ. I‑8849, σκέψεις 43, 54 και 55

ΓΔΕΕ: 30 Μαρτίου 2000, T‑33/99, Méndez Pinedo κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑63 και II‑273, σκέψεις 33 και 34· De Nicola κατά ΕΤΕπ, προαναφερθείσα, σκέψη 107· D κατά ΕΤΕπ, προαναφερθείσα, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 51)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 12 Ιουλίου 1984, 209/83, Ferriera Valsabbia κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3089, σκέψη 22· 15 Δεκεμβρίου 1994, C‑195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑5619, σκέψη 31· 18 Ιανουαρίου 2005, C‑325/03 P, Zuazaga Meabe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2005, σ. I‑ 403, σκέψη 25· 8 Νοεμβρίου 2007, C‑242/07 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑9757, σκέψη 17