Language of document : ECLI:EU:C:2024:292

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 11ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Οικογενειακές παροχές – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 3 – Παροχές ασθενείας – Πεδίο εφαρμογής – Επίδομα αδείας φροντιστή – Υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος κατοικεί και εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος και φροντίζει μέλος της οικογένειάς του στο πρώτο κράτος μέλος – Παρακολουθηματικός χαρακτήρας του επιδόματος λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως – Άρθρο 4 – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση C‑116/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Φεβρουαρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

ΧΧΧΧ,

παρισταμένης της:

Sozialministeriumservice,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο τμήματος, N. Wahl και M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour,

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο XXXX, εκπροσωπούμενος από τους K. Mayr και D. Menkovic,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Schmoll και C. Leeb,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την F. Clotuche-Duvieusart και τον B.‑R. Killmann,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), των άρθρων 3, 4, 7 και 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), καθώς και της αρχής της αποτελεσματικότητας.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του XXXX και της Sozialministeriumservice (υπουργικής υπηρεσίας κοινωνικών υποθέσεων, Αυστρία) (στο εξής: υπουργική υπηρεσία) λόγω της αρνήσεως της εν λόγω υπηρεσίας να χορηγήσει στον XXXX επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 883/2004

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 9, 12 και 16 του κανονισμού 883/2004 έχουν ως εξής:

«(8)      Η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης έχει ιδιαίτερη σημασία για εργαζομένους, οι οποίοι δεν κατοικούν στο κράτος μέλος όπου απασχολούνται, συμπεριλαμβανομένων των μεθοριακών εργαζομένων.

(9)      Το Δικαστήριο εξέφρασε κατ’ επανάληψη τη γνώμη του για τη δυνατότητα ίσης μεταχείρισης των παροχών, των εισοδημάτων και των γεγονότων· αυτή η γενική αρχή θα πρέπει να υιοθετηθεί ρητώς και να αναπτυχθεί περαιτέρω, τηρουμένης της ουσίας και του πνεύματος των δικαστικών αποφάσεων.

[…]

(12)      Υπό το πρίσμα της αναλογικότητας, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε η αρχή της εξομοίωσης γεγονότων ή καταστάσεων να μην οδηγήσει σε αντικειμενικώς αδικαιολόγητα αποτελέσματα ή στη συρροή παροχών του ιδίου είδους για την ίδια περίοδο.

[…]

(16)      Στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν αιτιολογείται, κατ’ αρχήν, να εξαρτώνται τα δικαιώματα κοινωνικής ασφάλειας από τον τόπο κατοικίας του ενδιαφερομένου. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όσον αφορά τις ειδικές παροχές που συνδέονται με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον του ενδιαφερομένου, ο τόπος κατοικίας θα μπορούσε να λαμβάνεται υπόψη.»

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:

α)      παροχές ασθένειας,

[…]

h)      παροχές ανεργίας,

[…]».

5        Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.»

6        Το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός και υπό το πρίσμα των ειδικών διατάξεων εφαρμογής που θεσπίζονται, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)      εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους, η λήψη παροχών κοινωνικής ασφάλειας και άλλων εισοδημάτων παράγει ορισμένα έννομα αποτελέσματα, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας και στη λήψη ισοδύναμων παροχών οι οποίες αποκτήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ή σε εισοδήματα τα οποία έχουν αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος,

β)      εάν, δυνάμει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους, αναγνωρίζονται έννομα αποτελέσματα σε συγκεκριμένα γεγονότα ή καταστάσεις, αυτό το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη παρόμοια γεγονότα ή καταστάσεις που έχουν λάβει χώρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, ως εάν είχαν λάβει χώρα στο έδαφός του.»

7        Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 883/2004:

«Εκτός εάν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, οι παροχές σε χρήμα οι οποίες οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ή δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν υπόκεινται σε μείωση, τροποποίηση, αναστολή, κατάργηση ή κατάσχεση λόγω του γεγονότος ότι ο δικαιούχος ή τα μέλη της οικογένειάς του κατοικούν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο ευρίσκεται ο φορέας που είναι υπεύθυνος για την καταβολή παροχών.»

8        Το άρθρο 11 του ως άνω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

[…]

3.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

[…]».

9        Το άρθρο 21 του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο ασφαλισμένος και τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν ή διαμένουν στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το αρμόδιο κράτος μέλος, δικαιούνται παροχές σε χρήμα από τον αρμόδιο φορέα σύμφωνα με τη νομοθεσία που αυτός εφαρμόζει. Με συμφωνία μεταξύ του αρμόδιου φορέα και του φορέα του τόπου κατοικίας ή διαμονής, οι παροχές αυτές μπορούν, ωστόσο, να καταβάλλονται από τον φορέα του τόπου κατοικίας ή διαμονής σε βάρος του αρμόδιου φορέα σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους.

[…]»

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 492/2011

10      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1) προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.      Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»

 Το αυστριακό δίκαιο

 Ο AVRAG

11      Το άρθρο 14a, παράγραφος 1, του Arbeitsvertragsrechts-Anpassungsgesetz (νόμου για την προσαρμογή του δικαίου των συμβάσεων εργασίας, BGBl. 459/1993), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: AVRAG), προβλέπει τα εξής:

«Ο μισθωτός μπορεί να απαιτήσει εγγράφως μείωση του κανονικού ωραρίου εργασίας, αλλαγή ωραρίου εργασίας ή άδεια άνευ αποδοχών προκειμένου να συνοδεύσει στενό συγγενή του […] στο τέλος του βίου του για χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, προσδιορίζοντας την έναρξη και τη διάρκειά του, ακόμη και αν ο μισθωτός και ο στενός συγγενής δεν ζουν υπό την ίδια στέγη. […]»

12      Το άρθρο 14c, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

«Υπό την προϋπόθεση ότι η σχέση εργασίας έχει διαρκέσει άνευ διακοπής τρεις μήνες, ο μισθωτός και ο εργοδότης μπορούν να συμφωνήσουν εγγράφως σχετικά με άδεια άνευ αποδοχών για τη φροντίδα στενού συγγενούς, διαρκείας ενός έως τριών μηνών, προκειμένου ο μισθωτός να μπορεί να φροντίσει ή να περιθάλψει στενό συγγενή του, κατά την έννοια του άρθρου 14a, ο οποίος, κατά την ημερομηνία ενάρξεως της αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς, λαμβάνει επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως επιπέδου 3 ή ανώτερου επιπέδου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 του Bundespflegegeldgesetz [(ομοσπονδιακού νόμου για το επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως, BGBl. 110/1993), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: BPGG)]. […]»

 Ο BPGG

13      Το άρθρο 3a του BPGG έχει ως εξής:

«1.      Δικαιούνται το επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως κατ’ εφαρμογήν του παρόντος νόμου, έστω και αν δεν υφίσταται βασική παροχή κατά τα οριζόμενα στο άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, οι Αυστριακοί υπήκοοι των οποίων η συνήθης διαμονή ευρίσκεται στην ημεδαπή, εκτός και αν άλλο κράτος μέλος είναι αρμόδιο για τις παροχές περιθάλψεως κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού [883/2004] […].

2.      Εξομοιώνονται με Αυστριακούς υπηκόους:

1)      οι αλλοδαποί οι οποίοι δεν εμπίπτουν σε καμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις, εφόσον η ίση μεταχείριση απορρέει από διεθνείς συμβάσεις ή από το δίκαιο της Ένωσης, ή

[…]

3)      τα πρόσωπα τα οποία έχουν δικαίωμα διαμονής σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης […]

[…]».

14      Κατά το άρθρο 21c του BPGG:

«1.      Τα πρόσωπα τα οποία έχουν συμφωνήσει για τη χορήγηση αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14c του AVRAG […] λαμβάνουν κατά τη διάρκεια της αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς, αλλά για μέγιστη διάρκεια τριών μηνών, επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τμήματος. […] Το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς παρέχεται αυτοδικαίως.

2.      Πριν αποκτήσει δικαίωμα για επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς, ο αδειούχος πρέπει να είναι ασφαλισμένος, στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας η οποία έχει πλέον ανασταλεί, επί τρεις μήνες αδιαλείπτως […] έχοντας πλήρη κάλυψη […]. Εφόσον δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα νόμο ή σε κανονιστική απόφαση εκδοθείσα βάσει της παραγράφου 5, το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς ανέρχεται στο βασικό ποσό των επιδομάτων ανεργίας […]

3.      Τα πρόσωπα τα οποία, προκειμένου να συνοδεύσουν στενό συγγενή τους στο τέλος του βίου του ή τέκνο με πολύ σοβαρή ασθένεια, λαμβάνουν άδεια οικογενειακής αλληλεγγύης

1.      κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14a ή του άρθρου 14b του AVRAG […]

[…]

λαμβάνουν κατά τη διάρκεια της αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς κατ’ εφαρμογήν του παρόντος τμήματος. […]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Ο προσφεύγων της κύριας δίκης, Ιταλός υπήκοος ο οποίος κατοικεί και εργάζεται στην Αυστρία από το 2013, συμφώνησε με τον εργοδότη του, σύμφωνα με το άρθρο 14c, παράγραφος 1, του AVRAG, να λάβει άδεια για τη φροντίδα στενού συγγενούς για την περίοδο από 1ης Μαΐου 2022 έως 13 Ιουνίου 2022, προκειμένου να φροντίσει τον πατέρα του ο οποίος κατοικούσε στην Ιταλία.

16      Στις 10 Μαΐου 2022 ο προσφεύγων υπέβαλε στην υπουργική υπηρεσία αίτηση για τη χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς βάσει του άρθρου 21c, παράγραφος 1, του BPGG, για την περίοδο από τις 10 Μαΐου 2022 έως τις 13 Ιουνίου 2022, λόγω της διαρκούς φροντίδας την οποία απαιτούσε η κατάσταση της υγείας του πατέρα του. Ο τελευταίος, ο οποίος φέρεται να ελάμβανε επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως δυνάμει της ιταλικής νομοθεσίας, θα δικαιούταν λόγω της κατάστασης της υγείας του, αν είχε τη συνήθη διαμονή του στην Αυστρία, επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως επιπέδου 3, βάσει του άρθρου 3a του BPGG.

17      Ο πατέρας του προσφεύγοντος της κύριας δίκης απεβίωσε στις 29 Μαΐου 2022.

18      Με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2022, η υπουργική υπηρεσία απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, με την αιτιολογία ότι ο πατέρας του δεν ελάμβανε επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως δυνάμει του αυστριακού δικαίου, ενώ η καταβολή του επιδόματος αυτού στο χρήζον φροντίδας πρόσωπο αποτελεί, κατ’ αυτήν, αναγκαία προϋπόθεση για να λάβει ο φροντιστής το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς δυνάμει της εφαρμοστέας αυστριακής νομοθεσίας.

19      Στις 7 Ιουλίου 2022 ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς δεν έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με το επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως, στο μέτρο που το τελευταίο αυτό επίδομα χορηγείται και καταβάλλεται στο χρήζον φροντίδας πρόσωπο, ενώ το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς χορηγείται και καταβάλλεται στον φροντιστή. Επομένως, το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς συνιστά κοινωνικό βοήθημα υπέρ του φροντιστή, οπότε η χορήγησή του καθορίζεται από τον τόπο εργασίας του φροντιστή. Συγκεκριμένα, το επίδομα αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως «παροχή ασθένειας», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι εργάζεται στην Αυστρία, ο προσφεύγων της κύριας δίκης εκτιμά ότι η αυστριακή νομοθεσία η οποία προβλέπει το εν λόγω επίδομα έχει εν προκειμένω εφαρμογή επί του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του ανωτέρω κανονισμού, και ότι πρέπει να λάβει το εν λόγω επίδομα, το οποίο έχει τη φύση παροχής σε χρήμα, ακόμη και αν διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

20      Εξάλλου, ο προσφεύγων της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η ερμηνεία που περιέχεται στην απόφαση της υπουργικής υπηρεσίας της 7ης Ιουνίου 2022 αποκλείει, κατ’ ουσίαν, τη χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς σε υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι δεν έχουν την αυστριακή ιθαγένεια, δεδομένου ότι εν γένει μόνον αυτοί είναι πιθανόν να έχουν γονείς διαμένοντες εκτός του αυστριακού εδάφους. Επομένως, η συγκεκριμένη ερμηνεία συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση εις βάρος των διακινούμενων εργαζομένων ή, τουλάχιστον, περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, αντιβαίνουσα προς το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

21      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, πρώτον, ότι, μολονότι οι διάδικοι της κύριας δίκης συμφωνούν ως προς τον χαρακτηρισμό του επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς ως «παροχής ασθένειας», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, εντούτοις θα μπορούσε επίσης να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω επίδομα έχει τον χαρακτήρα επιδόματος λόγω προσωρινής διακοπής της εργασίας, όπερ δικαιολογείται να χαρακτηρισθεί ως επίδομα ανεργίας.

22      Δεύτερον, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς ως «παροχής σε χρήμα», το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία οι παροχές οι οποίες καταβάλλονται στον φροντιστή θεωρούνται «παροχές ασθένειας» δυνάμει του κανονισμού 883/2004. Δεδομένου ότι το επίμαχο επίδομα χορηγείται στον φροντιστή, αλλά αποβαίνει, σε τελική ανάλυση, επ’ ωφελεία του χρήζοντος φροντίδας προσώπου, πρέπει, κατά συνέπεια, να χαρακτηρισθεί όχι ως «παροχή σε χρήμα», αλλά ως «παροχή σε είδος», η οποία οφείλεται αποκλειστικώς για τη φροντίδα προσώπων τα οποία κατοικούν στην Αυστρία. Εντούτοις, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι το επίδομα αυτό δεν διέπεται από τον κανονισμό 883/2004, αλλά από το καθεστώς του φροντιστή, όπως αυτό καθορίζεται από το εργατικό δίκαιο, όπερ θα είχε ως συνέπεια να είναι καταβλητέο στον φροντιστή εφόσον αυτός πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 21c, παράγραφος 1, του BPGG, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του χρήζοντος φροντίδας προσώπου.

23      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το γεγονός ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας πριν από δέκα έτη, εγκαθιστάμενος στην Αυστρία, ασκεί επιρροή στην εφαρμογή του κανονισμού 883/2004 και αν, κατά συνέπεια, η άρνηση χορηγήσεως σε αυτόν του επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς αποτελεί εμπόδιο για την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.

24      Τέταρτον, όσον αφορά την απαίτηση του άρθρου 3a του BPGG, κατά το οποίο το αυστριακό επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως χορηγείται μόνο στα χρήζοντα φροντίδας πρόσωπα τα οποία έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο αυστριακό έδαφος, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι είναι βεβαίως ευχερέστερο για τους Αυστριακούς υπηκόους να πληρούν το κριτήριο αυτό απ’ ό,τι οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών, όπως, εν προκειμένω, ο πατέρας του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, ο οποίος κατοικούσε στην Ιταλία και φέρεται να λαμβάνει ιταλικό επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ύπαρξη έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 883/2004, λόγω ιθαγενείας, αλλά και λόγω τόπου διαμονής, δεδομένου ότι η απαίτηση να λαμβάνει το χρήζον φροντίδας πρόσωπο αυστριακό επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως επιπέδου 3, προκειμένου να θεμελιωθεί αξίωση επί του επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς, θίγει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους, όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, απ’ ό,τι τους Αυστριακούς υπηκόους, των οποίων οι γονείς έχουν, κατά κανόνα, τη συνήθη διαμονή τους στην Αυστρία.

25      Πέμπτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία), από την οποία προκύπτει ότι κάθε φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως καλείται να εξετάζει τις αιτήσεις με γνώμονα την εφαρμογή του ευνοϊκότερου για τον ασφαλισμένο κοινωνικού δικαιώματος, σε ποιον βαθμό πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης πληρούσε τις προϋποθέσεις καταβολής άλλου ευνοϊκότερου εθνικού επιδόματος, ήτοι του επιδόματος αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης που προβλέπεται στο άρθρο 21c, παράγραφος 3, του BPGG, το οποίο δεν εξαρτάται από την καταβολή, στο χρήζον φροντίδας πρόσωπο, αυστριακού επιδόματος λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως. Διερωτάται αν, παρά το γεγονός ότι η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή στην υπουργική υπηρεσία, η οποία δεν έχει τον χαρακτήρα οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως, και ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης δεν ζήτησε τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης, δεν συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση περίπτωση έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως, αντιβαίνουσας, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 και στο άρθρο 7 του Χάρτη.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Αποτελεί το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς παροχή ασθενείας κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 ή, εν πάση περιπτώσει, άλλη παροχή του εν λόγω άρθρου 3;

2.      Στην περίπτωση που πρόκειται για παροχή ασθενείας, αποτελεί το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς παροχή σε χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004;

3.      Αποτελεί το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς παροχή χορηγούμενη στον φροντιστή ή στο πρόσωπο το οποίο χρήζει φροντίδας;

4.      Εμπίπτει, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 περίπτωση κατά την οποία ο αιτούμενος να του χορηγηθεί επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς, ο οποίος είναι Ιταλός υπήκοος και μόνιμος κάτοικος Αυστρίας (στο ομόσπονδο κράτος της Άνω Αυστρίας) από τις 28 Ιουνίου 2013, εργάζεται, δε, συνεχώς στην Αυστρία από την 1η Ιουλίου 2013 στο αυτό ομόσπονδο κράτος και στον ίδιο εργοδότη –οπότε δεν υπάρχει ένδειξη ότι στο πρόσωπό του συντρέχει η ιδιότητα του μεθοριακού εργαζομένου– και, για τη φροντίδα του πατέρα του που είναι Ιταλός υπήκοος και κατοικεί μόνιμα στην Ιταλία (Sassuolo), συμφωνεί με τον εργοδότη του να λάβει άδεια για τη φροντίδα στενού συγγενούς και ζητεί από την [υπουργική υπηρεσία] να του χορηγήσει επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς για το κρίσιμο στην υπό κρίση υπόθεση χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου 2022 έως τις 13 Ιουνίου 2022;

5.      Αποκλείουν το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 ή η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που προβλέπεται σε διάφορες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (επί παραδείγματι, άρθρο 18 ΣΛΕΕ, άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 και παρεμφερείς διατάξεις) την εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου η οποία εξαρτά τη χορήγηση του επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς από την ύπαρξη δικαιώματος του χρήζοντος φροντίδας προσώπου να λαμβάνει αυστριακό επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως επιπέδου 3 ή ανώτερου επιπέδου;

6.      Αποκλείουν η απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης αρχή της αποτελεσματικότητας και η απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπεται σε διάφορες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (επί παραδείγματι, άρθρο 18 ΣΛΕΕ, άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 και παρεμφερείς διατάξεις) την εφαρμογή επί πραγματικών περιστατικών, όπως τα υπό κρίση, κανόνα εθνικού δικαίου ή παγίας εθνικής νομολογίας η οποία δεν προβλέπει κανένα περιθώριο για τον επαναχαρακτηρισμό “αιτήσεως για τη χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς” ως “αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης”, δεδομένου ότι, πέραν πάσης αμφιβολίας, είχε χρησιμοποιηθεί τυποποιημένο έντυπο “αιτήσεως για τη χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς” και όχι “αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης” και, ομοίως χωρίς αμφιβολία, είχε συμφωνηθεί με τον εργοδότη η χορήγηση αδείας για “φροντίδα στενού συγγενικού προσώπου” αντί για “φροντίδα ασθενούς τελικού σταδίου” – μολονότι, λόγω του επελθόντος εν τω μεταξύ θανάτου του χρήζοντος φροντίδας πατρός, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως θα πληρούσαν και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς στο πλαίσιο αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης, αρκεί να είχε προηγηθεί διαφορετική συμφωνία με τον εργοδότη και να είχε υποβληθεί διαφορετική αίτηση στη διοικητική αρχή;

7.      Αποκλείει το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 ή άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης (όπως το άρθρο 7 του [Χάρτη]) την εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου (άρθρο 21c, παράγραφος 1, του [BPGG]) η οποία εξαρτά τη χορήγηση του επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς από την ύπαρξη δικαιώματος του χρήζοντος φροντίδας προσώπου να λαμβάνει αυστριακό επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως επιπέδου 3 ή ανώτερου επιπέδου, ενώ άλλος κανόνας του εθνικού δικαίου (άρθρο 21c, παράγραφος 3, του [BPGG]), εφαρμοζόμενος επί των αυτών πραγματικών περιστατικών, δεν εξαρτά τη χορήγηση της παροχής από μια τέτοια προϋπόθεση;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

27      Με το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν ο όρος «παροχές ασθένειας», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, έχει την έννοια ότι καλύπτει το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς που καταβάλλεται σε εργαζόμενο ο οποίος περιθάλπει ή φροντίζει στενό συγγενή, δικαιούχο επιδόματος λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως σε άλλο κράτος μέλος, και ο οποίος λαμβάνει, για τον λόγο αυτόν, άδεια άνευ αποδοχών. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν ένα τέτοιο επίδομα εμπίπτει στην έννοια των «παροχών σε χρήμα» του ως άνω κανονισμού.

 Επί του παραδεκτού

28      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει, χωρίς να προβάλλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου των προδικαστικών ερωτημάτων, ότι τα ερωτήματα δεν είναι λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης για τον λόγο ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 έχουν εφαρμογή ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το επίμαχο στην κύρια δίκη επίδομα για τη φροντίδα στενού συγγενούς εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004.

29      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023, Obshtina Razgrad, C‑441/22 και C‑443/22, EU:C:2023:970, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο θεωρεί κρίσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στα εν λόγω ερωτήματα, ιδίως για τον χαρακτηρισμό, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, του επίμαχου επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο προδήλως δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

31      Κατά συνέπεια, το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτά.

 Επί της ουσίας

32      Προκαταρκτικώς, υπογραμμίζεται ότι η διάκριση μεταξύ των παροχών οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 και των παροχών οι οποίες εξαιρούνται από αυτό στηρίζεται κατ’ ουσίαν στα συστατικά στοιχεία κάθε παροχής, ιδίως στον σκοπό και στις προϋποθέσεις χορηγήσεώς της, και όχι στο αν μια παροχή χαρακτηρίζεται από την εθνική νομοθεσία ως παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Thermalhotel Fontana, C‑411/22, EU:C:2023:490, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Επομένως, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια παροχή μπορεί να θεωρηθεί παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως μόνον εάν, αφενός, χορηγείται στους δικαιούχους ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εξατομικευμένη και κατά διακριτική ευχέρεια στάθμιση των ατομικών αναγκών, με βάση κατάσταση καθοριζόμενη από τον νόμο, και, αφετέρου, αναφέρεται σε έναν από τους κινδύνους οι οποίοι απαριθμούνται ρητώς στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Thermalhotel Fontana, C‑411/22, EU:C:2023:490, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Υπενθυμίζεται ότι η πρώτη προϋπόθεση που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως πληρούται εφόσον η παροχή χορηγείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων των οποίων η συνδρομή παρέχει το δικαίωμα λήψεώς της, χωρίς η αρμόδια αρχή να δύναται να λάβει υπόψη άλλες υποκειμενικές περιστάσεις (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Thermalhotel Fontana, C‑411/22, EU:C:2023:490, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Εν προκειμένω, είναι προφανές ότι η πρώτη αυτή προϋπόθεση πληρούται, δεδομένου ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη επίδομα χορηγείται αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 21c, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του BPGG, όταν ο αιτούμενος δικαιούται αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς, χωρίς η υπουργική υπηρεσία να λαμβάνει υπόψη άλλες περιστάσεις συνδεόμενες με το πρόσωπό του.

36      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση η οποία αναφέρεται στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 αναφέρει ρητώς τις «παροχές ασθένειας», οι οποίες είναι οι παροχές που έχουν ως ουσιαστικό σκοπό τη θεραπεία του ασθενούς, με την παροχή σε αυτόν της αναγκαίας λόγω της καταστάσεώς του περιθάλψεως, και καλύπτουν, επομένως, τον κίνδυνο που συνδέεται με παθολογική κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Thermalhotel Fontana, C‑411/22, EU:C:2023:490, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εξομοιώνονται με «παροχές ασθένειας», κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, οι δαπάνες που συνεπάγεται η αδυναμία αυτοεξυπηρετήσεως του χρήζοντος φροντίδας προσώπου και αφορούν, ταυτοχρόνως ή μη, την περίθαλψη που παρέχεται στο πρόσωπο αυτό και τη βελτίωση της καθημερινής ζωής του, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι δαπάνες που του εξασφαλίζουν την βοήθεια τρίτων, εφόσον οι δαπάνες αυτές αποσκοπούν στη βελτίωση της καταστάσεως της υγείας και της ζωής των μη αυτοεξυπηρετούμενων ατόμων [πρβλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1998, Molenaar, C‑160/96, EU:C:1998:84, σκέψεις 23 και 24, και της 25ης Ιουλίου 2018, A (Βοήθεια για άτομο με αναπηρία), C‑679/16, EU:C:2018:601, σκέψεις 43 και 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38      Εν προκειμένω, η χορήγηση του επίμαχου στην κύρια δίκη επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς απορρέει ομολογουμένως από το γεγονός ότι ο φροντιστής έχει την ιδιότητα του μισθωτού. Εντούτοις, αφενός, η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο το οποίο χρήζει φροντίδας λαμβάνει επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως ορισμένου επιπέδου δυνάμει του αυστριακού δικαίου.

39      Αφετέρου, προκύπτει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς, έστω και αν χορηγείται και καταβάλλεται στον φροντιστή ως αντιστάθμισμα για την απώλεια μισθών την οποία υφίσταται κατά τη διάρκεια της αδείας του άνευ αποδοχών, εντούτοις έχει επίσης ως κύριο σκοπό, εν τελική αναλύσει, να παράσχει στον φροντιστή τη δυνατότητα να προσφέρει τη φροντίδα την οποία απαιτεί η κατάσταση της υγείας του χρήζοντος φροντίδας προσώπου, οπότε ωφελεί, πρωτίστως, τον τελευταίο.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς εμπίπτει στην έννοια των «παροχών ασθένειας» του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004.

41      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το ζήτημα αν το επίδομα αυτό πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «παροχή σε χρήμα», κατά την έννοια του ως άνω κανονισμού, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το εν λόγω επίδομα συνίσταται σε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό το οποίο καταβάλλεται περιοδικώς στον φροντιστή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό βάρος της φροντίδας, προς αντιστάθμιση της απώλειας του μισθού λόγω της αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς καθώς και προς ελάφρυνση των βαρών τα οποία συνεπάγεται η συγκεκριμένη άδεια.

42      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ανάληψη των εισφορών ασφαλίσεως τρίτου προσώπου στο οποίο προσφεύγει ένα μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο προκειμένου να λάβει περίθαλψη κατ’ οίκον πρέπει, αυτή καθεαυτήν, να χαρακτηρισθεί επίσης ως παροχή εις χρήμα, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της σε σχέση με το επίδομα περιθάλψεως αυτό καθεαυτό, υπό την έννοια ότι αποσκοπεί να καταστήσει ευχερέστερη την προσφυγή στην παροχή περιθάλψεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, Gaumain-Cerri και Barth, C‑502/01 και C‑31/02, EU:C:2004:413, σκέψη 27).

43      Κατά συνέπεια, το επίμαχο στην κύρια δίκη επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς, το οποίο έχει, μεταξύ άλλων, παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με αυτή καθεαυτήν την παροχή περιθάλψεως, πρέπει επίσης να χαρακτηρισθεί ως «παροχή σε χρήμα», κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004.

44      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο, στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι ο όρος «παροχές ασθένειας», κατά την ανωτέρω διάταξη, καλύπτει το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς που καταβάλλεται σε μισθωτό ο οποίος περιθάλπει ή φροντίζει στενό συγγενή, δικαιούχο επιδόματος λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως σε άλλο κράτος μέλος και ο οποίος δικαιούται, για τον λόγο αυτόν, άδεια άνευ αποδοχών. Κατά συνέπεια, το επίδομα αυτό εμπίπτει και στην έννοια των «παροχών σε χρήμα» του ως άνω κανονισμού.

 Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

45      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ.

46      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Επιπλέον, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειασθεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο εθνικός δικαστής με το ερώτημά του (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Groenland Poultry, C‑169/22, EU:C:2023:638, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Ειδικότερα, όσον αφορά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως επισημάνει ότι η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί αυτοτελώς μόνο σε καταστάσεις διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης για τις οποίες η Συνθήκη ΛΕΕ δεν προβλέπει ειδική απαγόρευση των διακρίσεων (πρβλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Caisse nationale d’assurance pension, C‑731/21, EU:C:2022:969, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Ωστόσο, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων τέθηκε σε εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, καθώς και με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών), C‑328/20, EU:C:2022:468, σκέψη 98].

49      Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων που επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας η χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο το οποίο χρήζει φροντίδας λαμβάνει επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως ορισμένου επιπέδου δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους.

50      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 έχει ως σκοπό να διασφαλίσει, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, την ισότητα στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, καταργώντας συναφώς κάθε διάκριση απορρέουσα από τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών. Αφετέρου, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 ορίζει ότι ο εργαζόμενος που είναι υπήκοος κράτους μέλους απολαύει, εντός των άλλων κρατών μελών, των ίδιων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών), C‑328/20, EU:C:2022:468, σκέψεις 93 και 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

51      Η έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος», την οποία το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 επεκτείνει στους εργαζομένους οι οποίοι είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών, περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας, τα οποία αναγνωρίζονται εν γένει στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω κυρίως της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στο εθνικό έδαφος, και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους υπηκόους άλλων κρατών μελών παρίσταται επομένως ικανή να διευκολύνει την κινητικότητά τους στο εσωτερικό της Ένωσης και, ως εκ τούτου, την ενσωμάτωσή τους στο κράτος μέλος υποδοχής. Η αναφορά της διατάξεως αυτής στα κοινωνικά πλεονεκτήματα δεν μπορεί να ερμηνεύεται περιοριστικά [απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών), C‑328/20, EU:C:2022:468, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52      Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορισμένες παροχές μπορούν να συνιστούν τόσο παροχές ασθενείας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, όσο και κοινωνικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών), C‑328/20, EU:C:2022:468, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

53      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, προορίζεται να ωφελήσει πρωτίστως το χρήζον φροντίδας πρόσωπο, δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό του και ως «κοινωνικού πλεονεκτήματος» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, στο μέτρο που το επίδομα αυτό προορίζεται να διασφαλίσει τη διαβίωση εργαζομένου ο οποίος ουδεμία επαγγελματική δραστηριότητα ασκεί κατά τη διάρκεια της αδείας του και, επομένως, δεν αμείβεται.

54      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, τόσο το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 όσο και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 εξειδικεύουν αμφότερα τον κανόνα της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ. Επομένως, αμφότερες οι διατάξεις αυτές πρέπει, κατ’ αρχήν, να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο και σύμφωνα με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ [απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών), C‑328/20, EU:C:2022:468, σκέψη 98].

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τυχόν διαφοροποίηση λόγω κατοικίας η οποία μπορεί να αποβεί περισσότερο εις βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών, καθόσον οι μη διαμένοντες στην ημεδαπή είναι συνήθως άτομα τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους υποδοχής, συνιστά έμμεση διάκριση λόγω ιθαγενείας, επιτρεπόμενη μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογείται αντικειμενικώς [απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών), C‑328/20, EU:C:2022:468, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

56      Εν προκειμένω, η χορήγηση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς εξαρτάται, σύμφωνα με το άρθρο 21c, παράγραφος 1, του BPGG, σε συνδυασμό με το άρθρο 14c, παράγραφος 1, του AVRAG και το άρθρο 3a του BPGG, από την προϋπόθεση ότι το χρήζον φροντίδας πρόσωπο λαμβάνει επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως επιπέδου 3 ή ανώτερου επιπέδου δυνάμει του αυστριακού δικαίου. Επομένως, το εν λόγω επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς χορηγείται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι αυστριακές αρχές είναι αρμόδιες για τη χορήγηση επιδόματος λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως στο χρήζον φροντίδας πρόσωπο. Κατά συνέπεια, ο άμεσος δεσμός με το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής των προσώπων τα οποία χρήζουν φροντίδας πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένος.

57      Επομένως, το γεγονός ότι το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με το επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως, το οποίο χορηγείται δυνάμει της εφαρμοστέας αυστριακής νομοθεσίας, μπορεί να θίγει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους, όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, του οποίου ο πατέρας κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, απ’ ό,τι Αυστριακούς υπηκόους, των οποίων η οικογένεια, και ιδίως οι γονείς, έχουν κατά κανόνα τη συνήθη διαμονή τους στην Αυστρία.

58      Επομένως, ο παρακολουθηματικός χαρακτήρας του επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς συνεπάγεται έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας, η οποία μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εφόσον είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

59      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει συναφώς ότι για να είναι μια τέτοια έμμεση διάκριση δικαιολογημένη, πρέπει να είναι πρόσφορη για την επίτευξη θεμιτού σκοπού και να μην υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια [απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών), C‑328/20, EU:C:2022:468, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]

60      Μολονότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα στοιχείο σχετικά με την ενδεχόμενη δικαιολόγηση του παρακολουθηματικού χαρακτήρα του επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς σε σχέση με το επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως επιπέδου 3 ή ανώτερου επιπέδου το οποίο χορηγείται δυνάμει της εφαρμοστέας αυστριακής νομοθεσίας, εντούτοις η Επιτροπή επικαλείται, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, τον σκοπό της διατηρήσεως της δημοσιονομικής ισορροπίας του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

61      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο κανονισμός 883/2004 δεν θεσπίζει κοινό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά διατηρεί σε ισχύ διαφορετικά εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλειας. Τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργανώσεως των οικείων συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και, ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει στη νομοθεσία του, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση κοινωνικών παροχών (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Rechtsanwaltskammer Wien, C‑58/21, EU:C:2022:691, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Στο μέτρο που, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το επίπεδο της αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως δύναται να αποτελεί ένδειξη περί του βαθμού περιθάλψεως της οποίας χρήζει ο ενδιαφερόμενος, με ενδεχομένη συνέπεια ο φροντιστής να περιέρχεται σε αδυναμία συνεχίσεως της επαγγελματικής του δραστηριότητας, φαίνεται θεμιτός ο σκοπός της περιστολής του ευεργετήματος των χρηματοδοτούμενων από δημόσιους πόρους παροχών μόνον στις περιπτώσεις αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως επιπέδου 3 ή ανώτερου επιπέδου.

63      Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι μια τέτοια προϋπόθεση σχετικά με τον βαθμό επιπέδου 3 ή ανώτερου επιπέδου της αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως μπορεί επίσης να πληρούται όταν το επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως χορηγείται σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 5 του κανονισμού 883/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 9 του κανονισμού αυτού, καθιερώνει τη νομολογιακώς διαπλασθείσα αρχή περί εξομοιώσεως των παροχών, των εισοδημάτων και των γεγονότων, την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εισαγάγει στο κείμενο του εν λόγω κανονισμού προκειμένου η αρχή αυτή να αναπτυχθεί περαιτέρω, τηρουμένης της ουσίας και του πνεύματος των αποφάσεων του Δικαστηρίου (απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, Caisse d’assurance retraite et de la santé au travail d’Alsace-Moselle, C‑769/18, EU:C:2020:203, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Τούτου δοθέντος, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, εν τέλει, να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα ιδίως των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 61 έως 63 της παρούσας αποφάσεως και βάσει όλων των διαθέσιμων κρίσιμων στοιχείων, αν, υπό το πρίσμα των δικαιολογητικών λόγων που γίνονται δεκτοί στο δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτοί υπομνήσθηκαν στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη ενδεχόμενου κινδύνου σοβαρής διαταράξεως της δημοσιονομικής ισορροπίας του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1998, Kohll, C‑158/96, EU:C:1998:171, σκέψη 41, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Rechtsanwaltskammer Wien, C‑58/21, EU:C:2022:691, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ο παρακολουθηματικός χαρακτήρας του επίμαχου επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς σε σχέση με το επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως επιπέδου 3 ή ανώτερου επιπέδου, το οποίο χορηγείται δυνάμει της αυστριακής νομοθεσίας. Ωστόσο, η επίμαχη στην κύρια δίκη έμμεση δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγενείας, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον αν αποσκοπεί στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (πρβλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Caisse nationale d’assurance pension, C‑731/21, EU:C:2022:969, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), στοιχείο του οποίου η διακρίβωση απόκειται επίσης στο αιτούν δικαστήριο.

65      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας η χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το χρήζον φροντίδας πρόσωπο λαμβάνει επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως ορισμένου επιπέδου δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, εκτός αν η προϋπόθεση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς από θεμιτό σκοπό, που συνίσταται, ιδίως, στη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και αποτελεί αναλογικό μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

 Επί του έκτου και του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος

66      Με το έκτο και το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή νομολογία η οποία, αφενός, εξαρτά τη χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς και επιδόματος αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης από τη χορήγηση επιδόματος οικογενειακής αλληλεγγύης από διαφορετικές προϋποθέσεις και, αφετέρου, δεν επιτρέπει τον επαναχαρακτηρισμό της αιτήσεως αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς ως αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης.

67      Συναφώς, από το άρθρο 48 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει σύστημα συντονισμού των νομοθεσιών των κρατών μελών και όχι την εναρμόνισή τους, βάσει του οποίου εκδόθηκε ο κανονισμός 883/2004, προκύπτει ότι οι ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, μεταξύ των δικαιωμάτων των προσώπων που είναι ασφαλισμένα δεν επηρεάζονται από τη διάταξη αυτή, δεδομένου ότι κάθε κράτος μέλος παραμένει αρμόδιο να καθορίζει με τη νομοθεσία του, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως [απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, Finanzamt Österreich (Οικογενειακά επιδόματα για εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα), C‑372/20, EU:C:2021:962, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

68      Επομένως, ο κανονισμός 883/2004 δεν οργανώνει ένα κοινό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά διατηρεί ως έχουν τα διάφορα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και αποσκοπεί αποκλειστικώς στον συντονισμό τους, προς διασφάλιση της ουσιαστικής ασκήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Επομένως, τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργανώσεως των αντίστοιχων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως [απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, Finanzamt Österreich (Οικογενειακά επιδόματα για εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα), C‑372/20, EU:C:2021:962, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

69      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, αφενός, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση επιδόματος αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης, βάσει του άρθρου 21c, παράγραφος 3, του BPGG, διαφέρουν από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου όσον αφορά τη χορήγηση του επίμαχου στην κύρια δίκη επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς, δεδομένου ότι το άρθρο 21c, παράγραφος 3, του BPGG δεν απαιτεί να λαμβάνει το χρήζον φροντίδας πρόσωπο αυστριακό επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως επιπέδου 3 ή ανώτερου επιπέδου, όπως προβλέπει το άρθρο 21c, παράγραφος 1, του BPGG.

70      Αφετέρου, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η υπουργική υπηρεσία δεν φαίνεται να καλείται να προβεί, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου), στην εξέταση της αιτήσεως για τη χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς με γνώμονα την εφαρμογή του ευνοϊκότερου για τον ασφαλισμένο κοινωνικού δικαιώματος, ακόμη και αν ο αιτούμενος πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ευνοϊκότερου εθνικού επιδόματος, ήτοι του επιδόματος αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης βάσει του άρθρου 21c, παράγραφος 3, του BPGG.

71      Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η πρόβλεψη δύο διαφορετικών δικαιωμάτων σχετικών με παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, τα οποία επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς, καθώς και ο τρόπος επικλήσεως των δικαιωμάτων αυτών ενώπιον των αρμόδιων εθνικών αρχών εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαίου.

72      Επομένως, προκύπτει ότι η πρόβλεψη διαφορετικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς από αυτές οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για τη χορήγηση επιδόματος αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης δεν συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των προσώπων τα οποία έκαναν χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας.

73      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο έκτο και στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή νομολογία η οποία, αφενός, εξαρτά τη χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς και τη χορήγηση επιδόματος αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης από διαφορετικές προϋποθέσεις και, αφετέρου, δεν επιτρέπει τον επαναχαρακτηρισμό της αιτήσεως αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς ως αιτήσεως αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας,

έχει την έννοια ότι:

ο όρος «παροχές ασθένειας», κατά την ανωτέρω διάταξη, καλύπτει το επίδομα αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς που καταβάλλεται σε μισθωτό ο οποίος περιθάλπει ή φροντίζει στενό συγγενή δικαιούχο επιδόματος λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως σε άλλο κράτος μέλος και ο οποίοςδικαιούται, για τον λόγο αυτόν, άδεια άνευ αποδοχών. Κατά συνέπεια, το επίδομα αυτό εμπίπτει και στην έννοια των «παροχών σε χρήμα» του ως άνω κανονισμού.

2)      Το άρθρο 45,παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης,

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας η χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το χρήζον φροντίδας πρόσωπο λαμβάνει επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως ορισμένου επιπέδου δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, εκτός αν η προϋπόθεση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς από θεμιτό σκοπό, που συνίσταται, ιδίως, στη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, και αποτελεί αναλογικό μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

3)      Το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 ορίζει τα εξής:

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή νομολογία η οποία, αφενός, εξαρτά τη χορήγηση επιδόματος αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς και τη χορήγηση επιδόματος άδειας οικογενειακής αλληλεγγύης από διαφορετικές προϋποθέσεις και, αφετέρου, δεν επιτρέπει τον επαναχαρακτηρισμό της αιτήσεως αδείας για τη φροντίδα στενού συγγενούς ως αιτήσεως αδείας οικογενειακής αλληλεγγύης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.