Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Duisburg (Γερμανία) στις 7 Δεκεμβρίου 2023 - FD κατά Mercedes-Benz Group AG

(Υπόθεση C-751/23, Mercedes-Benz Group)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landgericht Duisburg

Διάδικοι της κύριας δίκης

Ενάγων: FD

Εναγομένη: Mercedes-Benz Group AG

Προδικαστικά ερωτήματα

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τύπος μηχανοκίνητου οχήματος έχει λάβει έγκριση τύπου ΕΕ, είναι δυνατό να αποκλειστεί ή έστω να περιοριστεί η εξουσία πολιτικού δικαστηρίου κράτους μέλους της Ένωσης να επιδικάσει στον αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος, το οποίο με βάση τα στοιχεία του κατασκευαστή έχει κατασκευαστεί και έχει διατεθεί στην αγορά σύμφωνα με την εν λόγω έγκριση τύπου ΕΕ, αποζημίωση ιδίως σε βάρος του πωλητή ή/και του κατασκευαστή του οχήματος με την αιτιολογία ότι αυτό, λόγω συγκεκριμένων περιστάσεων αναγόμενων στη μη συμμόρφωση προς τον εγκεκριμένο τύπο ή/και στο μη νόμιμο της έγκρισης τύπου ΕΕ, δεν πληροί τις προδιαγραφές που θέτει το δίκαιο της Ένωσης, στην περίπτωση που, μετά τη χορήγηση της έγκρισης τύπου ΕΕ σύμφωνα με την οποία κατασκευάστηκε και διατέθηκε στην αγορά το εν λόγω όχημα, δεν έχει εκδοθεί νομικά δεσμευτική ανακοίνωση μίας από τις αρχές του άρθρου 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/858  κατά την οποία το εν λόγω όχημα, ακριβώς εξαιτίας των ανωτέρω περιστάσεων και ακριβώς για τους ανωτέρω λόγους, ήτοι τη μη συμμόρφωση προς τον εγκεκριμένο τύπο ή/και το μη νόμιμο της ίδιας της έγκρισης τύπου ΕΕ, δεν πληροί τις προβλεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης προδιαγραφές; 1

Στην περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική:

Σε ποιες τέτοιες περιπτώσεις και σε ποιον ακριβώς βαθμό εμποδίζονται τα πολιτικά δικαστήρια κράτους μέλους να επιδικάσουν στον αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος, το οποίο με βάση τα στοιχεία του κατασκευαστή έχει κατασκευαστεί και έχει διατεθεί στην αγορά σύμφωνα με την εν λόγω έγκριση τύπου ΕΕ, αποζημίωση ιδίως σε βάρος του πωλητή ή/και κατασκευαστή του οχήματος με την αιτιολογία ότι αυτό, λόγω συγκεκριμένων περιστάσεων οι οποίες ανάγονται στη μη συμμόρφωση προς τον εγκεκριμένο τύπο ή/και στο μη νόμιμο της έγκρισης τύπου ΕΕ, δεν πληροί τις προβλεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης προδιαγραφές;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική:

Προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης κανόνες για την κατανομή του βάρους επικλήσεως και του βάρους αποδείξεως, για την ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως, καθώς και για τα δικονομικά βάρη των διαδίκων, αναφορικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων σχετικά με τη συνδρομή εκείνων των προϋποθέσεων υπό τις οποίες, στο πλαίσιο πολιτικής δίκης μεταξύ του αγοραστή και του κατασκευαστή του μηχανοκίνητου οχήματος ο οποίος το πώλησε στον αγοραστή, με αντικείμενο την υποχρέωση του κατασκευαστή να αποζημιώσει τον αγοραστή, τα πολιτικά δικαστήρια κράτους μέλους έχουν την εξουσία να επιδικάσουν στον αγοραστή του οχήματος αποζημίωση με την αιτιολογία ότι το όχημα αυτό, λόγω συγκεκριμένων περιστάσεων οι οποίες ανάγονται στη μη συμμόρφωση προς τον εγκεκριμένο τύπο ή/και στο μη νόμιμο της έγκρισης τύπου ΕΕ, δεν πληροί τις προβλεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης προδιαγραφές;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο τρίτο ερώτημα είναι καταφατική και εφόσον υπάρχουν κανόνες σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

Πώς διαμορφώνεται η κατανομή του βάρους της επικλήσεως σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Πώς διαμορφώνεται η κατανομή του βάρους της αποδείξεως σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Πρέπει να προβλέπεται ιδιαίτερη ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς; Εάν ναι, ποια;

Πρέπει η μία ή η άλλη πλευρά να φέρει δικονομικά βάρη σχετικά με τις εν λόγω προϋποθέσεις κατά το στάδιο της διεξαγωγής αποδείξεων; Εάν ναι, ποια;

Εάν πρέπει να υπάρχουν δικονομικά βάρη, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίπτωση που η μία ή η άλλη πλευρά δεν ανταποκρίνεται στα εν λόγω βάρη;

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει νομικά δεσμευτική ανακοίνωση μίας από τις αρχές του άρθρου 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/858 κατά την οποία μηχανοκίνητο όχημα, λόγω συγκεκριμένων περιστάσεων οι οποίες ανάγονται στη μη συμμόρφωση προς τον εγκεκριμένο τύπο ή/και στο μη νόμιμο της έγκρισης τύπου ΕΕ, δεν πληροί τις προδιαγραφές που θέτει το δίκαιο της Ένωσης, είναι δυνατό να αποκλειστεί ή έστω να περιοριστεί η εξουσία πολιτικού δικαστηρίου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απορρίψει την αξίωση αποζημίωσης του αγοραστή του εν λόγω μηχανοκίνητου οχήματος έναντι του πωλητή ή/και κατασκευαστή αυτού με την αιτιολογία ότι, παρά την ανωτέρω νομικά δεσμευτική ανακοίνωση, το εν λόγω όχημα, για ουσιαστικούς ή/και νομικούς λόγους, πληροί απολύτως τις προβλεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης προδιαγραφές;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο πέμπτο ερώτημα είναι καταφατική:

Σε ποιες τέτοιες περιπτώσεις και σε ποιον ακριβώς βαθμό εμποδίζονται τα πολιτικά δικαστήρια κράτους μέλους να απορρίψουν την αξίωση αποζημίωσης του αγοραστή του ως άνω μηχανοκίνητου οχήματος έναντι του πωλητή ή/και κατασκευαστή αυτού με την αιτιολογία ότι, παρά την ανωτέρω νομικά δεσμευτική ανακοίνωση, το εν λόγω όχημα, για ουσιαστικούς ή/και νομικούς λόγους, πληροί απολύτως τις προβλεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης προδιαγραφές;

Ειδικότερα: Καταλαμβάνει στις περιπτώσεις αυτές ο περιορισμός της εξουσίας του πολιτικού δικαστηρίου κράτους μέλους μόνο την απόρριψη της αξίωσης αποζημίωσης για ουσιαστικούς λόγους ή μόνο την απόρριψη αυτής για νομικούς λόγους ή καταλαμβάνει τόσο την απόρριψη της αξίωσης αποζημίωσης για ουσιαστικούς λόγους όσο και την απόρριψή της για νομικούς λόγους;

Υπό ποιες συνθήκες ισχύουν τα όρια εκπομπών καυσαερίων που καθορίζονται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007  για μηχανοκίνητα οχήματα τα οποία εμπίπτουν στο πρότυπο εκπομπών καυσαερίων Euro 5;1

Εφόσον από το περιεχόμενο των απαντήσεων στα ερωτήματα 1 έως 6 προκύπτουν περιπτώσεις στις οποίες πολιτικό δικαστήριο κράτους μέλους έχει την εξουσία, στο πλαίσιο δίκης μεταξύ του αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος και του κατασκευαστή ή/και πωλητή αυτού με αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης του πρώτου έναντι του δευτέρου λόγω χαρακτηριστικού του οχήματος το οποίο φέρεται ως μη σύμφωνο προς τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης, να διαπιστώσει κατ’ ελεύθερη εκτίμηση αν το εν λόγω όχημα πληροί τις προβλεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης προδιαγραφές για την τήρηση των ορίων εκπομπών καυσαερίων:

Προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης κανόνες για την κατανομή του βάρους αποδείξεως, για την ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως, καθώς και για τα δικονομικά βάρη των διαδίκων, αναφορικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων σχετικά με το ζήτημα εάν οι εκπομπές καυσαερίων μηχανοκίνητων οχημάτων ανταποκρίνονται στα καθορισθέντα για αυτά όρια υπό συνθήκες κατά τις οποίες τα εν λόγω όρια θα έπρεπε να τηρούνται, στο πλαίσιο πολιτικής δίκης μεταξύ του αγοραστή και του κατασκευαστή του μηχανοκίνητου οχήματος με αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης του πρώτου έναντι του δευτέρου λόγω του ότι το όχημα φέρεται να υπερβαίνει τα νομοθετικώς προβλεπόμενα όρια για τις εκπομπές καυσαερίων υπό συνθήκες κατά τις οποίες τα εν λόγω όρια θα έπρεπε να τηρούνται;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο όγδοο ερώτημα είναι καταφατική και εφόσον υπάρχουν κανόνες σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

Πώς διαμορφώνεται η κατανομή του βάρους της αποδείξεως σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Πρέπει να προβλέπεται ιδιαίτερη ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς; Εάν ναι, ποια;

Πρέπει η μία ή η άλλη πλευρά να φέρει δικονομικά βάρη κατά το στάδιο της διεξαγωγής αποδείξεων; Εάν ναι, ποια;

Εάν πρέπει να υπάρχουν δικονομικά βάρη, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίπτωση που η μία ή η άλλη πλευρά δεν ανταποκρίνεται στα εν λόγω βάρη;

Διαφοροποιείται η απάντηση επί των ανωτέρω αναλόγως του εάν η προβαλλόμενη αξίωση αποζημίωσης απορρέει από παράβαση συμβατικών όρων ή από αδικοπραξία και, αν ναι, ποιες είναι οι διαφοροποιήσεις αυτές;

Μπορεί στοιχείο σχεδιασμού σε μηχανοκίνητο όχημα το οποίο ανιχνεύει τη θερμοκρασία, την ταχύτητα του οχήματος, τις στροφές του κινητήρα (RPM), τη σχέση μετάδοσης του κιβωτίου ταχυτήτων, την υποπίεση της πολλαπλής εισαγωγής ή οποιαδήποτε άλλη παράμετρο με στόχο, ανάλογα με τα δεδομένα που λαμβάνει, την αυξομείωση των παραμέτρων κατά τη διαδικασία καύσης του κινητήρα, να μειώνει, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007, επίσης και την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου των εκπομπών υπό συνθήκες που είναι εύλογα αναμενόμενες κατά την κανονική χρήση και λειτουργία του οχήματος και, ως εκ τούτου, να αποτελεί σύστημα αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του ως άνω κανονισμού, όταν η στηριζόμενη στα δεδομένα που λαμβάνει το στοιχείο σχεδιασμού αυξομείωση των παραμέτρων της διαδικασίας καύσης συνίσταται, αφενός μεν, σε αύξηση των εκπομπών μίας ή περισσότερων επιβλαβών ουσιών, όπως οξειδίων του αζώτου, αφετέρου δε και ταυτόχρονα, σε μείωση των εκπομπών μίας ή περισσότερων άλλων επιβλαβών ουσιών, όπως σωματιδίων, υδρογονανθράκων, μονοξειδίου ή/και διοξειδίου του άνθρακα;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο δέκατο ερώτημα είναι καταφατική:

Στην περίπτωση αυτή, υπό ποιες προϋποθέσεις στοιχείο σχεδιασμού συνιστά σύστημα αναστολής;

Μπορεί η χρήση οργάνου σύνδεσης ή ελέγχου σε μηχανοκίνητο όχημα το οποίο, μέσω της αυξομείωσης που το ίδιο επιφέρει στις παραμέτρους της διαδικασίας καύσης, αφενός μεν, αυξάνει τις εκπομπές μίας ή περισσότερων επιβλαβών ουσιών, όπως οξειδίων του αζώτου, αφετέρου δε και ταυτόχρονα, μειώνει τις εκπομπές μίας ή περισσότερων επιβλαβών ουσιών, όπως σωματιδίων, υδρογονανθράκων, μονοξειδίου ή/και διοξειδίου του άνθρακα, να απαγορεύεται δυνάμει του δικαίου της Ένωσης με βάση κριτήρια διαφορετικά από εκείνα της ύπαρξης συστήματος αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο δωδέκατο ερώτημα είναι καταφατική:

Υπό ποιες προϋποθέσεις συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο δέκατο ερώτημα είναι καταφατική:

Επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, στοιχείο α΄, του κανονισμού 715/2007, η χρήση συστήματος αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του ως άνω κανονισμού όταν αυτή δεν είναι απαραίτητη μεν για την προστασία του κινητήρα από ζημία ή ατύχημα, αλλά είναι απαραίτητη για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος;

Εφόσον από το περιεχόμενο των απαντήσεων στα ερωτήματα 1 έως 6 προκύπτουν περιπτώσεις στις οποίες πολιτικό δικαστήριο κράτους μέλους έχει την εξουσία, στο πλαίσιο δίκης μεταξύ του αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος και του κατασκευαστή ή/και πωλητή αυτού με αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης του πρώτου έναντι του δευτέρου λόγω χαρακτηριστικού του οχήματος το οποίο φέρεται ως μη σύμφωνο προς τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης, να διαπιστώσει κατ’ ελεύθερη εκτίμηση αν το εν λόγω όχημα πληροί τις προβλεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης προδιαγραφές όσον αφορά τα εγκατεστημένα σε αυτό όργανα σύνδεσης και ελέγχου

και εφόσον ταυτόχρονα

συν τοις άλλοις η απάντηση στο δέκατο ερώτημα είναι καταφατική:

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κατασκευαστής είναι ταυτόχρονα και το πρόσωπο που πώλησε το όχημα στον αγοραστή, προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης κανόνες για την κατανομή του βάρους αποδείξεως, για την ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως, καθώς και για τα δικονομικά βάρη των διαδίκων, αναφορικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων στο πλαίσιο πολιτικής δίκης μεταξύ του αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος και του κατασκευαστή αυτού με αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης του πρώτου έναντι του δευτέρου, λόγω φερόμενου ως εγκατεστημένου στο όχημα απαγορευμένου συστήματος αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007, όταν οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει τόσο η εγκατάσταση του συστήματος αναστολής όσο και η απαγόρευση αυτής;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο δέκατο πέμπτο ερώτημα είναι καταφατική και εφόσον υπάρχουν κανόνες σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης:

Πώς διαμορφώνεται συναφώς η κατανομή του βάρους της αποδείξεως σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Πρέπει να προβλέπεται ιδιαίτερη ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς; Εάν ναι, ποια;

Πρέπει η μία ή η άλλη πλευρά να φέρει δικονομικά βάρη κατά το στάδιο της διεξαγωγής αποδείξεων; Εάν ναι, ποια;

Εάν πρέπει να υπάρχουν δικονομικά βάρη, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης στην περίπτωση που η μία ή η άλλη πλευρά δεν ανταποκρίνεται στα εν λόγω βάρη;

Διαφοροποιείται η απάντηση επί των ανωτέρω αναλόγως του εάν η προβαλλόμενη αξίωση αποζημίωσης απορρέει από παράβαση συμβατικών όρων ή από αδικοπραξία και, αν ναι, ποιες είναι οι διαφοροποιήσεις αυτές;

Εφόσον από το περιεχόμενο των απαντήσεων στα ερωτήματα 1 έως 6 προκύπτουν περιπτώσεις στις οποίες πολιτικό δικαστήριο κράτους μέλους έχει την εξουσία, στο πλαίσιο δίκης μεταξύ του αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος και του κατασκευαστή ή/και πωλητή αυτού με αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης του πρώτου έναντι του δευτέρου λόγω χαρακτηριστικού του οχήματος το οποίο φέρεται ως μη σύμφωνο προς τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης, να διαπιστώσει κατ’ ελεύθερη εκτίμηση αν το εν λόγω όχημα πληροί τις προβλεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης προδιαγραφές όσον αφορά τα εγκατεστημένα σε αυτό όργανα σύνδεσης και ελέγχου

και εφόσον ταυτόχρονα

η απάντηση στο δωδέκατο ερώτημα είναι καταφατική:

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κατασκευαστής είναι ταυτόχρονα και το πρόσωπο που πώλησε το όχημα στον αγοραστή, προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης κανόνες για την κατανομή του βάρους αποδείξεως, για την ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως, καθώς και για τα δικονομικά βάρη των διαδίκων, αναφορικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων στο πλαίσιο πολιτικής δίκης μεταξύ του αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος και του κατασκευαστή αυτού με αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης του πρώτου έναντι του δευτέρου, λόγω φερόμενου ως εγκατεστημένου στο όχημα οργάνου σύνδεσης ή ελέγχου το οποίο δεν χαρακτηρίζεται μεν ως σύστημα αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007, αλλά του οποίου η χρήση θα πρέπει να απαγορεύεται για άλλους λόγους, όταν οι διάδικοι διαφωνούν ως προς εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει τόσο η εγκατάσταση του οργάνου σύνδεσης ή ελέγχου όσο και η απαγόρευση αυτής;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο δέκατο έβδομο ερώτημα είναι καταφατική και εφόσον υπάρχουν κανόνες σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης:

Πώς διαμορφώνεται συναφώς η κατανομή του βάρους της αποδείξεως σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης;

Πρέπει να προβλέπεται ιδιαίτερη ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς; Εάν ναι, ποια;

Πρέπει η μία ή η άλλη πλευρά να φέρει δικονομικά βάρη κατά το στάδιο της διεξαγωγής αποδείξεων; Εάν ναι, ποια;

Εάν πρέπει να υπάρχουν δικονομικά βάρη, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίπτωση που η μία ή η άλλη πλευρά δεν ανταποκρίνεται στα εν λόγω βάρη;

Διαφοροποιείται η απάντηση επί των ανωτέρω αναλόγως του εάν η προβαλλόμενη αξίωση αποζημίωσης απορρέει από παράβαση συμβατικών όρων ή από αδικοπραξία και, αν ναι, ποιες είναι οι διαφοροποιήσεις αυτές;

Έχουν οι ρυθμίσεις της οδηγίας 2007/46/ΕΚ , ιδίως εκείνες του άρθρου 18, παράγραφος 1, του άρθρου 26, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και του άρθρου 3, σημείο 36, καθώς και οι βάσει αυτών διατάξεις που πρέπει να θεσπιστούν από τα κράτη μέλη, ως επιπλέον σκοπό την προστασία του μεμονωμένου αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος, ανεξαρτήτως από ποιον έχει αγοράσει το όχημα, πάντοτε ή έστω σε ορισμένες περιπτώσεις και έναντι του κατασκευαστή του οχήματος αυτού, από οικονομικά επιζήμια για τον αγοραστή αγορά μηχανοκίνητου οχήματος που δεν ανταποκρίνεται τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης την οποία δεν θα είχε πραγματοποιήσει εάν γνώριζε ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, διότι ο ίδιος δεν θα την επιθυμούσε, καθώς και την προστασία του τόσο από την έστω και μόνο εν μέρει δέσμευσή του από αυτήν, όσο και από την υποχρέωση να υποστεί έστω και μερικές μόνο συνέπειές της, αλλά και, επιπλέον, την προστασία του από επιβάρυνση με έξοδα τα οποία ευλόγως προκύπτουν από την άσκηση του δικαιώματός του να ζητήσει πλήρη αποδέσμευση από μια τέτοια ανεπιθύμητη αγορά; Εάν τούτο ισχύει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ή/και μόνο σε περιορισμένο βαθμό: Σε ποιες περιπτώσεις ή/και σε ποιον βαθμό ισχύει;1

Ανεξαρτήτως της απαντήσεως στο ανωτέρω δέκατο ένατο ερώτημα, σε περίπτωση παράβασης από τον κατασκευαστή μηχανοκίνητου οχήματος των διατάξεων που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη, βάσει των άρθρων 18, παράγραφος 1, 26, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και 3, σημείο 36, της οδηγίας 2007/46, η οποία συνίσταται στο ότι ο κατασκευαστής του μηχανοκίνητου οχήματος παρέβη την απαγόρευση παράδοσης ανακριβούς πιστοποιητικού συμμόρφωσης, πρέπει για άλλους λόγους, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, ο κατασκευαστής να υποχρεούται πάντοτε ή έστω σε ορισμένες περιπτώσεις να απαλλάσσει πλήρως τον αγοραστή, ανεξαρτήτως από ποιον έχει αγοράσει αυτός το όχημα, από τις συνέπειες της οφειλόμενης στην εν λόγω παράβαση οικονομικά επιζήμιας για τον τελευταίο αγοράς μηχανοκίνητου οχήματος που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, την οποία δεν θα είχε πραγματοποιήσει εάν γνώριζε ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης διότι ο ίδιος δεν θα την επιθυμούσε, και, κατά συνέπεια, όταν τούτο ζητείται από τον αγοραστή, να του επιστρέφει τα έξοδα της αγοράς του οχήματος –ενδεχομένως σταδιακά κατόπιν παράδοσης της κατοχής και μεταβίβασης της κυριότητας του οχήματος και συνυπολογιζομένης της αξίας τυχόν άλλης ωφέλειας που αποκόμισε ο αγοραστής λόγω της αγοράς του αυτοκινήτου– επιπλέον, δε, να του αποδίδει και εκείνες τις εύλογες δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για να ασκήσει την αξίωση επιστροφής των εξόδων για την αγορά του οχήματος; Εάν τούτο ισχύει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ή/και μόνο σε περιορισμένο βαθμό: Σε ποιες περιπτώσεις ή/και σε ποιον βαθμό ισχύει;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο σκέλος του δέκατου ένατου ερωτήματος είναι καταφατική μόνο για ορισμένες περιπτώσεις:

Στο πλαίσιο πολιτικής δίκης μεταξύ του αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος και του κατασκευαστή αυτού, ο οποίος ενάγεται υπό αυτή την ιδιότητα, με αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης του πρώτου έναντι του δευτέρου λόγω φερόμενου ως παράνομου χαρακτηριστικού του οχήματος, προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης κανόνες για την κατανομή του βάρους αποδείξεως, για την ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως, καθώς και για τα δικονομικά βάρη των διαδίκων, αναφορικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων σχετικά με το αν συντρέχει περίπτωση κατά την οποία οι ρυθμίσεις στην οδηγία 2007/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, ιδίως εκείνες των άρθρων 18, παράγραφος 1, και 3, σημείο 36, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και οι διατάξεις που πρέπει να θεσπιστούν βάσει αυτών από τα κράτη μέλη, έχουν επίσης ως σκοπό την προστασία του μεμονωμένου αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος, ανεξαρτήτως από ποιον έχει αγοράσει το όχημα, πάντοτε ή έστω σε ορισμένες περιπτώσεις και έναντι του κατασκευαστή αυτού, από οικονομικά επιζήμια για τον αγοραστή αγορά μηχανοκίνητου οχήματος που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης την οποία δεν θα είχε πραγματοποιήσει εάν γνώριζε ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, διότι ο ίδιος δεν θα την επιθυμούσε, καθώς και την προστασία του τόσο από την έστω και μόνο εν μέρει δέσμευσή του από αυτήν, όσο και από την υποχρέωση να υποστεί έστω και μερικές μόνο συνέπειές της, αλλά και, επιπλέον, την προστασία του από επιβάρυνση με έξοδα τα οποία ευλόγως προκύπτουν από την άσκηση του δικαιώματός του να ζητήσει πλήρη αποδέσμευση από μια τέτοια ανεπιθύμητη αγορά;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο εικοστό πρώτο ερώτημα είναι καταφατική και εφόσον υπάρχουν κανόνες σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης:

Πώς διαμορφώνεται συναφώς η κατανομή του βάρους της αποδείξεως σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης;

Πρέπει να προβλέπονται προβλέπεται ιδιαίτερη ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς; Εάν ναι, ποια;

Πρέπει η μία ή η άλλη πλευρά να φέρει δικονομικά βάρη κατά το στάδιο της διεξαγωγής αποδείξεων; Εάν ναι, ποια;

Εάν πρέπει να υπάρχουν δικονομικά βάση, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίπτωση που η μία ή η άλλη πλευρά δεν ανταποκρίνεται στα εν λόγω βάρη;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο σκέλος του εικοστού ερωτήματος είναι καταφατική μόνο για ορισμένες περιπτώσεις:

Στο πλαίσιο πολιτικής δίκης μεταξύ του αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος και του κατασκευαστή αυτού, ο οποίος ενάγεται υπό αυτή την ιδιότητα, με αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης του πρώτου έναντι του δευτέρου λόγω φερόμενου ως παράνομου χαρακτηριστικού του οχήματος, προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης κανόνες για την κατανομή του βάρους αποδείξεως, για την ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως, καθώς και για τα δικονομικά βάρη των διαδίκων, αναφορικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων σχετικά με το αν συντρέχει περίπτωση κατά την οποία, για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που παρατίθενται στο ερώτημα 19, σε περίπτωση παράβασης από τον κατασκευαστή μηχανοκίνητου οχήματος των διατάξεων που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη, βάσει των άρθρων 18, παράγραφος 1, 26, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και 3, σημείο 36, της οδηγίας 2007/46, η οποία συνίσταται στο ότι ο κατασκευαστής του μηχανοκίνητου οχήματος παρέβη την απαγόρευση παράδοσης ανακριβούς πιστοποιητικού συμμόρφωσης, πρέπει, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, ο κατασκευαστής να υποχρεούται να απαλλάσσει πλήρως τον αγοραστή από τις συνέπειες της οφειλόμενης στην εν λόγω παράβαση αγοράς μηχανοκίνητου οχήματος που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, την οποία δεν θα είχε πραγματοποιήσει εάν γνώριζε ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης διότι ο ίδιος δεν θα την επιθυμούσε, και, κατά συνέπεια, όταν τούτο ζητείται από τον αγοραστή, να του επιστρέφει τα έξοδα της αγοράς του οχήματος –ενδεχομένως σταδιακά κατόπιν παράδοσης της κατοχής και μεταβίβασης της κυριότητας του οχήματος και συνυπολογιζομένης της αξίας τυχόν άλλης ωφέλειας που αποκόμισε ο αγοραστής λόγω της αγοράς του αυτοκινήτου– επιπλέον, δε, να του αποδίδει και εκείνες τις δαπάνες στις οποίες ευλόγως υποβλήθηκε για να ασκήσει την αξίωση επιστροφής των εξόδων για την αγορά του οχήματος;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο εικοστό τρίτο ερώτημα είναι καταφατική και εφόσον υπάρχουν κανόνες σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης:

Πώς διαμορφώνεται συναφώς η κατανομή του βάρους της αποδείξεως σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Πρέπει να προβλέπεται ιδιαίτερη ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς; Εάν ναι, ποια;

Πρέπει η μία ή η άλλη πλευρά να φέρει δικονομικά βάρη κατά το στάδιο της διεξαγωγής αποδείξεων; Εάν ναι, ποια;

Εάν πρέπει να υπάρχουν δικονομικά βάρη, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίπτωση που η μία ή η άλλη πλευρά δεν ανταποκρίνεται στα εν λόγω βάρη;

Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κατασκευαστής είναι υπόχρεος αποζημίωσης έναντι του αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος λόγω παράδοσης πιστοποιητικού συμμόρφωσης στο οποίο ανακριβώς αναφέρεται ότι αυτό πληροί όλες τις προδιαγραφές της κείμενης νομοθεσίας κατά τον χρόνο της παραγωγής του, επιτάσσει το δίκαιο της Ένωσης την επιδίκαση υπέρ του αγοραστή του μηχανοκίνητου οχήματος ελάχιστης αποζημίωσης σε βάρος του κατασκευαστή αυτού, κατόπιν συνυπολογισμού της ωφέλειας που αποκόμισε ο αγοραστής λόγω της αγοράς του αυτοκινήτου, ακόμη και όταν στην πραγματικότητα η ζημία που έχει υποστεί ο αγοραστής, ήδη χωρίς συνυπολογισμό της ωφέλειάς του, είναι εντελώς ανύπαρκτη ή απλώς ασήμαντη; Εάν τούτο συμβαίνει μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, σε ποιες περιπτώσεις επιτάσσεται αυτό από το δίκαιο της Ένωσης;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο εικοστό πέμπτο ερώτημα είναι καταφατική τουλάχιστον για ορισμένες περιπτώσεις:

Ποιο είναι το ύψος της ελάχιστης αποζημίωσης που πρέπει να επιδικάζεται κατόπιν συνυπολογισμού της ωφέλειας που αποκόμισε ο αγοραστής λόγω της αγοράς του οχήματος;

____________

1 Κανονισμός (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και για την κατάργηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 151, σ. 1).

1 Κανονισμός (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ 2007, L 171, σ. 1).

1 Οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ 2007, L 263, σ. 1).