Language of document : ECLI:EU:C:2019:898

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 24ης Οκτωβρίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2008/98/ΕΚ – Απόβλητα – Χρησιμοποιημένα φυτικά έλαια που έχουν υποστεί χημική επεξεργασία – Άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 4 – Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων – Οδηγία 2009/28/ΕΚ – Προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές – Άρθρο 13 – Εθνικές διαδικασίες έγκρισης, πιστοποίησης και χορήγησης άδειας που εφαρμόζονται στους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης ή ψύξης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – Χρήση βιορευστού ως πηγής τροφοδοσίας σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας»

Στην υπόθεση C‑212/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Piemonte (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο Πεδεμοντίου, Ιταλία) με απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαρτίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Prato Nevoso Termo Energy Srl

κατά

Provincia di Cuneo,

ARPA Piemonte,

παρισταμένης της:

Comune di Frabosa Sottana,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούσα καθήκοντα δικαστή του δευτέρου τμήματος, και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Φεβρουαρίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Prato Nevoso Termo Energy Srl, εκπροσωπούμενη από τους A. Blasi και F. Munari, avvocati,

–        η Provincia di Cuneo, εκπροσωπούμενη από τον A. Sciolla και την A. Gammaidoni, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Palatiello, avvocato dello Stato,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και M. A. M. de Ree,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara και F. Thiran, καθώς και από την K. Talabér-Ritz,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Ιουνίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ 2008, L 312, σ. 3), του άρθρου 13 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου , της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 140, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2015/1513 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 239, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2009/28), καθώς και των αρχών της αναλογικότητας, της διαφάνειας και της απλουστεύσεως.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Prato Nevoso Termo Energy Srl (στο εξής: Prato Nevoso) και, αφετέρου, της Provincia di Cuneo (επαρχίας Κούνεο, Ιταλία) και της ARPA Piemonte, σχετικά με την απόρριψη αιτήματος της εταιρίας αυτής να αντικαταστήσει, ως πηγή τροφοδοσίας του σταθμού της παραγωγής θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας, το μεθάνιο με βιορευστό που λαμβάνεται από τη χημική επεξεργασία χρησιμοποιημένων φυτικών ελαίων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2008/98

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 29 της οδηγίας 2008/98 έχουν ως εξής:

«(8)      […] είναι ανάγκη […] να ενισχυθούν τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων, να καθιερωθεί μια προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη ολόκληρο τον κύκλο ζωής των προϊόντων και των υλικών και όχι μόνον τη φάση των αποβλήτων, και να εστιασθεί η προσοχή στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της παραγωγής και της διαχείρισης των αποβλήτων, προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική αξία των αποβλήτων. Θα πρέπει, εξάλλου, να ευνοηθεί η ανάκτηση των αποβλήτων και η χρησιμοποίηση των ανακτηθέντων υλικών προκειμένου να διαφυλάσσονται οι φυσικοί πόροι. […]

[…]

(29)      Τα κράτη μέλη θα πρέπει να στηρίζουν τη χρήση προϊόντων που μπορούν να υποστούν ανακύκλωση […] σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων και το στόχο της επίτευξης μιας κοινωνίας της ανακύκλωσης, και δεν θα πρέπει να στηρίζουν την υγειονομική ταφή ή την αποτέφρωση των ανωτέρω προϊόντων, όποτε είναι δυνατόν.»

4        Κατά το άρθρο της 1, που φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», η εν λόγω οδηγία θεσπίζει μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, προλαμβάνοντας ή μειώνοντας τις αρνητικές συνέπειες της παραγωγής και της διαχείρισης αποβλήτων, περιορίζοντας τον συνολικό αντίκτυπο της χρήσης των πόρων και βελτιώνοντας την αποδοτικότητά της.

5        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/98, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “απόβλητα”: κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει·

[…]».

6        Το άρθρο 4 της ως άνω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Ιεράρχηση των αποβλήτων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Στη νομοθεσία και την πολιτική για την πρόληψη και τη διαχείριση των αποβλήτων ισχύει ως τάξη προτεραιότητας η ακόλουθη ιεράρχηση όσον αφορά τα απόβλητα:

α) πρόληψη,

β) προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση,

γ) ανακύκλωση,

δ) άλλου είδους ανάκτηση, π.χ. ανάκτηση ενέργειας, και

ε) διάθεση.»

7        Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων», έχει ως εξής:

«1.      Ορισμένα προσδιορισμένα απόβλητα παύουν να αποτελούν απόβλητα κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1), εάν έχουν υποστεί εργασία ανάκτησης, περιλαμβανομένης της ανακύκλωσης, και πληρούν ειδικά κριτήρια που θα καθοριστούν σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:

α)      η ουσία ή το αντικείμενο χρησιμοποιείται συνήθως για συγκεκριμένους σκοπούς,

β)      υπάρχει αγορά ή ζήτηση για τη συγκεκριμένη ουσία ή αντικείμενο,

γ)      η ουσία ή το αντικείμενο πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις για τους συγκεκριμένους σκοπούς και συμμορφούται προς την κειμένη νομοθεσία και τα πρότυπα που ισχύουν για τα προϊόντα, και

δ)      η χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου δεν πρόκειται να έχει δυσμενή αντίκτυπο στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία.

Εφόσον απαιτείται, τα κριτήρια περιλαμβάνουν οριακές τιμές για τους ρύπους και συνεκτιμούν ενδεχόμενες δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ουσίας ή του αντικειμένου.

2.      Τα μέτρα, σκοπός των οποίων είναι η τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της και τα οποία αφορούν τον καθορισμό των κριτηρίων της παραγράφου 1 και ορίζουν τον τύπο αποβλήτων επί των οποίων ισχύουν τα κριτήρια αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 39, παράγραφος 2. Τα ειδικά κριτήρια αποχαρακτηρισμού θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, τουλάχιστον για τα αδρανή υλικά, το χαρτί, το γυαλί, το μέταλλο, τα ελαστικά επίσωτρα και τα προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας.

[…]

4.      Εάν δεν έχουν καθορισθεί κριτήρια σε κοινοτικό επίπεδο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στις παραγράφους 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν, κατά περίπτωση, εάν ένα συγκεκριμένο απόβλητο έχει αποχαρακτηρισθεί βάσει της εφαρμοστέας νομολογίας. […]»

 Η οδηγία 2009/28

8        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2009/28, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«[…]

Ισχύουν […] οι ακόλουθοι ορισμοί και νοούνται ως:

[…]

η)      “βιορευστά”: υγρά καύσιμα για ενεργειακούς σκοπούς, εκτός από κίνηση, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης και της ψύξης, τα οποία παράγονται από βιομάζα·

[…]

ιστ)      [“απόβλητα”:] ο όρος “απόβλητα” ορίζεται όπως στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας [2008/98]· ουσίες που έχουν σκοπίμως τροποποιηθεί ή μολυνθεί για να εμπίπτουν στον εν λόγω ορισμό δεν εντάσσονται στον παρόντα ορισμό· […]».

9        Το άρθρο 13 της οδηγίας 2009/28, που φέρει τον τίτλο «Διοικητικές διαδικασίες, κανονισμοί και κώδικες», ορίζει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εθνικοί κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες έγκρισης, πιστοποίησης και χορήγησης άδειας που εφαρμόζονται στους σταθμούς και τις συνδεδεμένες υποδομές δικτύων μεταφοράς και διανομής για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης ή ψύξης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στη διαδικασία μεταποίησης της βιομάζας σε βιοκαύσιμα ή άλλα ενεργειακά προϊόντα να είναι αναλογικοί και αναγκαίοι.

Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι:

α)      με την επιφύλαξη των διαφορών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά τη διοικητική δομή και οργάνωση, οι αντίστοιχες αρμοδιότητες των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών διοικητικών φορέων για τις διαδικασίες έγκρισης, πιστοποίησης και χορήγησης άδειας συντονίζονται και καθορίζονται σαφώς, συμπεριλαμβανομένου του χωροταξικού σχεδιασμού, με διαφανή χρονοδιαγράμματα για τον καθορισμό των αιτήσεων πολεοδομικών ή οικοδομικών αδειών·

[…]

γ)      οι διοικητικές διαδικασίες απλουστεύονται και διεκπεραιώνονται με ταχείες διαδικασίες στο κατάλληλο διοικητικό επίπεδο·

δ)      οι κανόνες που διέπουν την έγκριση, την πιστοποίηση και τη χορήγηση άδειας είναι αντικειμενικοί, διαφανείς, αναλογικοί, δεν δημιουργούν διακρίσεις μεταξύ των αιτούντων, και λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις ιδιαιτερότητες των επιμέρους τεχνολογιών ανανεώσιμης ενέργειας·

[…]».

 Το ιταλικό δίκαιο

10      Το άρθρο 184-ter του decreto legislativo n. 152 – Norme in materia ambientale (νομοθετικού διατάγματος 152, περί κανόνων στον τομέα του περιβάλλοντος), της 3ης Απριλίου 2006 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 88, της 14ης Απριλίου 2006), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 152/2006), που φέρει τον τίτλο «Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Ένα απόβλητο παύει να είναι απόβλητο εάν έχει υποστεί εργασία ανάκτησης, περιλαμβανομένης της ανακύκλωσης και της προετοιμασίας για την επαναχρησιμοποίησή του, και πληροί ειδικά κριτήρια που θα θεσπιστούν σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:

a)      η ουσία ή το αντικείμενο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένους σκοπούς·

b)      υπάρχει αγορά ή ζήτηση για τη συγκεκριμένη ουσία ή αντικείμενο·

c)      η ουσία ή το αντικείμενο πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις για τους συγκεκριμένους σκοπούς και συμμορφούται προς την κειμένη νομοθεσία και τα πρότυπα που ισχύουν για τα προϊόντα·

d)      η χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου δεν πρόκειται να έχει δυσμενή αντίκτυπο στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία […]».

11      Το άρθρο 268 του διατάγματος αυτού, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

eee-bis) καύσιμο: οποιοδήποτε στερεό, υγρό ή αέριο υλικό του οποίου το παράρτημα Χ του μέρους V προβλέπει τη χρήση για την παραγωγή ενέργειας διά της καύσεως, πλην των αποβλήτων·

[…]».

12      Το άρθρο 293 του εν λόγω διατάγματος, που φέρει τον τίτλο «Επιτρεπόμενα καύσιμα», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Στις εγκαταστάσεις που διέπονται από τον τίτλο I και από τον τίτλο II του μέρους V, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών θερμικών εγκαταστάσεων των οποίων η ισχύς είναι χαμηλότερη από το κατώτατο όριο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον τα καύσιμα που προβλέπονται για τις κατηγορίες αυτές εγκαταστάσεων από το παράρτημα Χ του μέρους V, υπό τις προβλεπόμενες στο παράρτημα αυτό προϋποθέσεις. Τα υλικά και οι ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Χ του μέρους V του παρόντος διατάγματος δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα κατά την έννοια του παρόντος τίτλου εφόσον αποτελούν απόβλητα κατά την έννοια του μέρους IV του παρόντος διατάγματος. Η καύση υλικών και ουσιών που δεν ανταποκρίνονται στις διατάξεις του παραρτήματος Χ του μέρους V του παρόντος διατάγματος ή που εν πάση περιπτώσει συνιστούν απόβλητα κατά την έννοια του μέρους IV του παρόντος διατάγματος υπόκειται στη νομοθεσία που ισχύει για τα απόβλητα».

13      Το παράρτημα X του μέρους V του νομοθετικού διατάγματος 152/2006, που φέρει τον τίτλο «Ρύθμιση των καυσίμων», περιλαμβάνει δύο μέρη. Το μέρος II, που φέρει τον τίτλο «Εμπορικά χαρακτηριστικά των καυσίμων και μέθοδοι μέτρησης», υποδιαιρείται σε τέσσερα τμήματα, εκ των οποίων το τέταρτο, που αφορά τα χαρακτηριστικά των καυσίμων από βιομάζα και τους σχετικούς όρους χρήσεως, προβαίνει στις ακόλουθες διευκρινίσεις:

«1.      Είδος και προέλευση

a)      φυτικά υλικά παραχθέντα από καλλιέργειες που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας·

b)      φυτικά υλικά παραχθέντα από αποκλειστικά μηχανική επεξεργασία, έκπλυση με νερό ή αποξήρανση γεωργικών καλλιεργειών που δεν προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας·

[…]

e)      φυτικά υλικά παραχθέντα από αποκλειστικά μηχανική επεξεργασία, έκπλυση με νερό ή αποξήρανση γεωργικών προϊόντων·

[…]».

14      Κατά το άρθρο 281, παράγραφος 5, του διατάγματος αυτού, οι τροποποιήσεις και οι επικαιροποιήσεις των παραρτημάτων του μέρους V του εν λόγω διατάγματος «επέρχονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Προστασίας του Εδάφους και της Θάλασσας κατόπιν συμφωνίας με τον Υπουργό Υγείας, με τον Υπουργό Οικονομικής Ανάπτυξης και, αν πρόκειται για αρμοδιότητά του, με τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών και κατόπιν ακροάσεως του Ενιαίου Οργάνου Διασκέψεως […]».

15      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο h, του decreto legislativo n. 28 – Attuazione della direttiva 2009/28/CE sulla promozione dell’uso dell’energia da fonti rinnovabili, recante modifica e successiva abrogazione delle direttive 2001/77/CE e 2003/30/CE (νομοθετικού διατάγματος 28, περί μεταφοράς της οδηγίας 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ), της 3ης Μαρτίου 2011 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 71, της 28ης Μαρτίου 2011, στο εξής: διάταγμα 28/2011), ορίζει τα «βιορευστά» ως «υγρά καύσιμα για ενεργειακούς σκοπούς εκτός από κίνηση, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης και της ψύξης, τα οποία παράγονται από βιομάζα».

16      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του διατάγματος 28/2011 ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 6 και 7, η κατασκευή και η λειτουργία των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που τροφοδοτούνται από ανανεώσιμες πηγές, τα συναφή έργα και οι απαραίτητες για την κατασκευή και τη λειτουργία των σταθμών υποδομές, καθώς και οι ουσιώδεις τροποποιήσεις των ίδιων των σταθμών, υπόκεινται στην ενιαία άδεια του άρθρου 12 του νομοθετικού διατάγματος 387, της 29ης Δεκεμβρίου 2003, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν άρθρο, σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το νομοθετικό διάταγμα 387 του 2003 και οι κατευθυντήριες γραμμές που θεσπίζονται δυνάμει του εδαφίου 10 του ως άνω άρθρου 12, καθώς και οι σχετικές διατάξεις των περιφερειών και των αυτόνομων επαρχιών. […]»

17      Το άρθρο 1, τμήμα 2, μέρος A, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του decreto n. 264 – Regolamento recante criteri indicativi per agevolare la dimostrazione della sussistenza dei requisiti per la qualifica dei residui di produzione come sottoprodotti e non come rifiuti (διατάγματος 264, περί κανόνων που θέτουν ενδεικτικά κριτήρια προκειμένου να διευκολυνθεί η απόδειξη της συνδρομής των όρων για τον χαρακτηρισμό των καταλοίπων παραγωγής ως υποπροϊόντων και όχι ως αποβλήτων), της 13ης Οκτωβρίου 2016 (GURI αριθ. 38, της 15ης Φεβρουαρίου 2017), έχει ως εξής:

«Βάσει της νομοθεσίας που ίσχυε κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος διατάγματος, για την παραγωγή ενέργειας διά της καύσεως μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον τα κατάλοιπα βιομάζας του παραρτήματος Χ του μέρους V του [νομοθετικού διατάγματος 152/2006] και του άρθρου 2-bis της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 171 της 3ης Νοεμβρίου 2008, υπό την επιφύλαξη των μελλοντικών διατάξεων που θα ρυθμίζουν ρητώς τη χρήση των καταλοίπων βιομάζας ως καυσίμων. Σε περίπτωση που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας διά της καύσεως, τα υλικά του άρθρου 185 του [νομοθετικού διατάγματος 152/2006] υπάγονται, εν πάση περιπτώσει, στο καθεστώς των αποβλήτων εφόσον δεν αναγράφονται στις διαλαμβανόμενες στην παρούσα παράγραφο διατάξεις.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18      Η Prato Nevoso διαχειρίζεται σταθμό παραγωγής θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας.

19      Στις 8 Νοεμβρίου 2016, η Prato Nevoso ζήτησε από την επαρχία Κούνεο, επί τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, του διατάγματος 28/2011, να της χορηγήσει την άδεια να αντικαταστήσει το μεθάνιο, ως πηγή τροφοδοσίας του σταθμού της, με βιορευστό, εν προκειμένω φυτικό έλαιο το οποίο παρήγε η ALSO Srl και το οποίο προερχόταν από τη συλλογή και τη χημική επεξεργασία χρησιμοποιημένων τηγανελαίων, υπολειμμάτων διυλίσεως φυτικών ελαίων και υπολειμμάτων από την έκπλυση των δεξαμενών αποθηκεύσεως των εν λόγω ελαίων.

20      Η ALSO διαθέτει άδεια εμπορίας του ελαίου αυτού βάσει «αποχαρακτηρισμού αποβλήτου», κατά την έννοια του άρθρου 184-ter του νομοθετικού διατάγματος 152/2006, για χρήση που συνδέεται με την παραγωγή βιοντίζελ, υπό την προϋπόθεση ότι το έλαιο αυτό έχει τα απαριθμούμενα στην ως άνω άδεια φυσικοχημικά χαρακτηριστικά και ότι στα εμπορικά έγγραφα υπάρχει η ένδειξη «προϊόν που προέρχεται από την ανάκτηση αποβλήτων και προορίζεται για χρήση σχετική με την παραγωγή βιοντίζελ».

21      Με απόφαση της 25ης Μαΐου 2017, η αίτηση της Prato Nevoso για χορήγηση άδειας απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το εν λόγω φυτικό έλαιο δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο του μέρους II, τμήμα 4, του παραρτήματος X του μέρους V του νομοθετικού διατάγματος 152/2006, που απαριθμεί τις κατηγορίες καυσίμων από βιομάζα τα οποία δύνανται να χρησιμοποιηθούν σε σταθμό που παράγει ατμοσφαιρικές εκπομπές χωρίς να απαιτείται τήρηση των κανόνων σχετικά με την ανάκτηση ενέργειας από απόβλητα (στο εξής: κατάλογος των επιτρεπόμενων καυσίμων). Ειδικότερα, τα μόνα φυτικά έλαια που εμπίπτουν στις κατηγορίες αυτές είναι τα φυτικά έλαια που προέρχονται από καλλιέργειες που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας ή που παράγονται με αποκλειστικά μηχανική διαδικασία. Η επαρχία Κούνεο συνήγαγε εξ αυτού ότι, κατά το άρθρο 293, παράγραφος 1, του ως άνω νομοθετικού διατάγματος, το εν λόγω φυτικό έλαιο έπρεπε να θεωρηθεί ως απόβλητο.

22      Η Prato Nevoso άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι προπαρατεθείσες εθνικές διατάξεις ήταν αντίθετες προς το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/98 και το άρθρο 13 της οδηγίας 2009/28.

23      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο κατάλογος των επιτρεπόμενων καυσίμων μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με υπουργική απόφαση της οποίας η διαδικασία έκδοσης δεν είναι συντονισμένη με τη διοικητική διαδικασία χορήγησης άδειας για τη χρήση ως καυσίμου ουσίας παραγόμενης από βιομάζα και, ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της δεύτερης διαδικασίας δεν μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις κατά του καταλόγου αυτού.

24      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι το αίτημα της Prato Nevoso απορρίφθηκε παρά το γεγονός ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη φυτικό έλαιο ανταποκρίνεται στο τεχνικό πρότυπο UNI που ισχύει για τα υγρά βιοκαύσιμα, έχει τη δική του αγορά ως καύσιμο, στο πλαίσιο δε της διαδικασίας χορήγησης άδειας η Prato Nevoso υπέβαλε τεχνική έκθεση κατά την οποία το περιβαλλοντικό ισοζύγιο της υποκατάστασης του μεθανίου από το επίμαχο στην κύρια δίκη φυτικό έλαιο είναι συνολικά θετικό.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Piemonte (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο Πεδεμοντίου, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθενται το άρθρο 6 της οδηγίας [2008/98] και εν πάση περιπτώσει η αρχή της αναλογικότητας σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή που περιέχεται στο άρθρο 293 του νομοθετικού διατάγματος 152/2006 και στο άρθρο 268, στοιχείο eee-bis, του νομοθετικού διατάγματος 152/2006, που επιβάλλει να θεωρηθεί ως απόβλητο, επίσης στο πλαίσιο διαδικασίας έγκρισης σταθμού που τροφοδοτείται με βιομάζα, ένα βιορευστό που πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις προς τούτο και που ζητείται για παραγωγικούς σκοπούς ως καύσιμο, αν και για όσο χρονικό διάστημα το εν λόγω βιορευστό δεν είναι καταχωρισμένο στο παράρτημα Χ, μέρος ΙΙ, τμήμα 4, παράγραφος 1, του μέρους V του νομοθετικού διατάγματος [152/2006], και τούτο ανεξαρτήτως των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή οποιασδήποτε αμφισβητήσεως σχετικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά του προϊόντος η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας;

2)      Αντιτίθενται το άρθρο 13 της οδηγίας [2009/28] και εν πάση περιπτώσει οι αρχές της αναλογικότητας, της διαφάνειας και της απλουστεύσεως σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 5 του νομοθετικού διατάγματος 28/2011 καθόσον, όταν ο αιτών ζητεί να λάβει άδεια για τη χρήση βιομάζας ως καυσίμου σε σταθμό που παράγει ατμοσφαιρικές εκπομπές, δεν προβλέπει συντονισμό με τη διαδικασία για την αδειοδότηση της χρήσης αυτής ως καυσίμου η οποία προβλέπεται από το νομοθετικό διάταγμα 152/2006, παράρτημα Χ του μέρους V, ούτε προβλέπει δυνατότητα αξιολογήσεως in concreto της λύσεως που προτείνεται στο πλαίσιο ενιαίας διαδικασίας εγκρίσεως και υπό το πρίσμα προκαθορισμένων τεχνικών προδιαγραφών;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

26      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι από το γράμμα των προδικαστικών ερωτημάτων προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/98, το άρθρο 13 της οδηγίας 2009/28 καθώς και, «εν πάση περιπτώσει», τις αρχές της αναλογικότητας, της διαφάνειας και της απλουστεύσεως.

27      Πλην όμως, από το σκεπτικό που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο συνάγεται ότι στην πραγματικότητα το Δικαστήριο ερωτάται κατά πόσον εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συμβιβάζεται, αφενός, με το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2008/98 και, αφετέρου, με το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/28.

28      Επιπλέον, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτουν στοιχεία βάσει των οποίων το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να εξεταστεί ανεξάρτητα από τις ως άνω διατάξεις, υπό το πρίσμα μόνον των αρχών που μνημονεύονται στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως.

29      Επομένως, με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2008/98, σε συνδυασμό με το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/28 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας αίτημα χορήγησης άδειας για αντικατάσταση του μεθανίου, ως πηγής τροφοδοσίας ενός σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ο οποίος εκλύει ατμοσφαιρικές εκπομπές, με ουσία παραγόμενη από τη χημική επεξεργασία χρησιμοποιημένων φυτικών ελαίων, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο ότι, αφενός, η ουσία αυτή δεν έχει περιληφθεί στον κατάλογο των κατηγοριών καυσίμων από βιομάζα που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για τέτοιο σκοπό και, αφετέρου, ο κατάλογος αυτός δεν μπορεί να τροποποιηθεί παρά μόνο με εσωτερική πράξη γενικής ισχύος της οποίας η διαδικασία έκδοσης δεν είναι συντονισμένη με τη διοικητική διαδικασία χορήγησης άδειας για τη χρήση ουσίας παραγόμενης από βιομάζα ως καυσίμου.

30      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3, σημείο 1, της οδηγίας 2008/98 ορίζει τα «απόβλητα» ως κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.

31      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/98 προβλέπει τους όρους που πρέπει να πληρούν τα ειδικά κριτήρια για τον αποχαρακτηρισμό των κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της ως άνω οδηγίας αποβλήτων, στην περίπτωση που αυτά έχουν υποστεί εργασία ανάκτησης ή ανακύκλωσης (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Tallinna Vesi, C-60/18, EU:C:2019:264, σκέψη 19).

32      Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/98, η θέσπιση των κανόνων εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ανατίθεται στην Επιτροπή, με σκοπό τη θέσπιση των ειδικών κριτηρίων αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Tallinna Vesi, C-60/18, EU:C:2019:264, σκέψη 20). Δεν αμφισβητείται ότι τέτοιοι κανόνες δεν έχουν θεσπιστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης χρησιμοποιημένα φυτικά έλαια.

33      Υπό τέτοιες περιστάσεις, τα κράτη μέλη μπορούν, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98, να αποφασίζουν κατά περίπτωση εάν συγκεκριμένο απόβλητο αποχαρακτηρίζεται, ενώ οφείλουν παράλληλα, όταν αυτό επιβάλλεται από την οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18), να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα τεχνικά πρότυπα και τους τεχνικούς κανόνες που έχουν θεσπίσει συναφώς (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Tallinna Vesi, C-60/18, EU:C:2019:264, σκέψη 21).

34      Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, δεδομένου ότι τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98, όπως και οι κανονιστικές ρυθμίσεις της Ένωσης που θεσπίζονται βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, συνεπάγονται τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων και, συνεπώς, την παύση της προστασίας που εγγυάται η νομοθεσία περί αποβλήτων για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, τα μέτρα αυτά πρέπει να διασφαλίζουν την τήρηση των όρων της παραγράφου 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, του εν λόγω άρθρου και, ιδίως, να συνεκτιμούν ενδεχόμενες επιπτώσεις της συγκεκριμένης ουσίας ή του συγκεκριμένου αντικειμένου στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Tallinna Vesi, C-60/18, EU:C:2019:264, σκέψη 23).

35      Όπως έκρινε το Δικαστήριο στις σκέψεις 24 έως 27 της αποφάσεως της 28ης Μαρτίου 2019, Tallinna Vesi (C-60/18, EU:C:2019:264), ένα κράτος μέλος μπορεί, ελλείψει εναρμονισμένων κριτηρίων σε επίπεδο Ένωσης για τον αποχαρακτηρισμό ορισμένου είδους αποβλήτων, να εκτιμήσει ότι, χωρίς μεν να αποκλείεται ευθύς εξαρχής η συνδρομή των προβλεπόμενων όρων αποχαρακτηρισμού αποβλήτων, η τήρηση των όρων αυτών μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με τον καθορισμό κριτηρίων σε εσωτερική πράξη γενικής ισχύος. Εξάλλου, το κράτος μέλος δύναται, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, να αποφασίσει, ως προς ορισμένα είδη αποβλήτων, να μην προβλέψει ούτε κριτήρια ούτε δυνατότητα λήψεως ατομικής αποφάσεως περί αποχαρακτηρισμού αποβλήτων.

36      Ειδικότερα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 46 έως 55 των προτάσεών του, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά, αφενός, τον καθορισμό της κατάλληλης διαδικασίας και, αφετέρου, την ουσιαστική αξιολόγηση της τήρησης των όρων για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων, που προϋποθέτουν την εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών πραγματοποίηση πολύπλοκων τεχνικών και επιστημονικών αξιολογήσεων.

37      Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι αυτοί καθεαυτούς οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 όροι στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται ποια απόβλητα παύουν να αποτελούν απόβλητα κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της ως άνω οδηγίας, εάν έχουν υποστεί εργασία ανάκτησης ή ανακύκλωσης, δεν παρέχουν τη δυνατότητα να κριθεί απευθείας ότι ορισμένα απόβλητα ή ορισμένες κατηγορίες αποβλήτων δεν πρέπει πλέον να θεωρούνται ως απόβλητα (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Tallinna Vesi, C-60/18, EU:C:2019:264, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Συνεπώς, πρέπει να κριθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 καταρχήν δεν παρέχει σε κάτοχο αποβλήτων τη δυνατότητα να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ή από δικαστήριο του κράτους μέλους αυτού να διαπιστώσει τον αποχαρακτηρισμό του αποβλήτου (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Tallinna Vesi, C-60/18, EU:C:2019:264, σκέψη 30).

39      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, να υπόκειται στην εθνική νομοθεσία σχετικά με την ανάκτηση ενέργειας από απόβλητα η χρήση, ως καυσίμου σε σταθμό ο οποίος παράγει ατμοσφαιρικές εκπομπές, ουσίας παραγόμενης από απόβλητα, για τον λόγο ότι αυτή δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των επιτρεπόμενων καυσίμων, ενώ προβλέπεται ότι ο κατάλογος αυτός μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με εσωτερική πράξη γενικής ισχύος, όπως μια υπουργική απόφαση.

40      Τη διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/28, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι οι εθνικοί κανόνες σχετικά με τις διοικητικές διαδικασίες έγκρισης, πιστοποίησης και χορήγησης άδειας που εφαρμόζονται σε σταθμούς όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη είναι αναλογικοί, αναγκαίοι, συντονισμένοι και καθορισμένοι, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 93 των προτάσεών του, η διάταξη αυτή δεν αφορά τις κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 κανονιστικές διαδικασίες για τη θέσπιση κριτηρίων αποχαρακτηρισμού αποβλήτων.

41      Εν προκειμένω, η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία, δεδομένης της μη εγγραφής του επίμαχου στην κύρια δίκη φυτικού ελαίου στον κατάλογο των επιτρεπόμενων καυσίμων, έχει ως αποτέλεσμα η ουσία αυτή να πρέπει να θεωρηθεί ως απόβλητο και όχι ως καύσιμο.

42      Πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία να μην αποτελέσει εμπόδιο για την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2008/98, όπως η τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 4 της ως άνω οδηγίας ιεράρχησης των αποβλήτων ή, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 29 της οδηγίας αυτής, η ανάκτηση των αποβλήτων και η χρησιμοποίηση των ανακτηθέντων υλικών προκειμένου να διαφυλάσσονται οι φυσικοί πόροι και να καθίσταται δυνατή η ανάπτυξη μιας κυκλικής οικονομίας (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Tallinna Vesi, C-60/18, EU:C:2019:264, σκέψη 27).

43      Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 57 και 61 των προτάσεών του, πρέπει να επαληθευθεί ότι η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης κατάσταση δεν είναι προϊόν πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τη μη τήρηση των όρων του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98. Πρέπει εν προκειμένω να εξεταστεί μήπως το κράτος μέλος υπέπεσε σε τέτοια πλάνη καθόσον έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η χρήση του επίμαχου στην κύρια δίκη φυτικού ελαίου, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, μπορεί να πληροί τους όρους της διατάξεως αυτής και, ιδίως, ότι η χρήση αυτή δεν έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία.

44      Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν τούτο συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης και, ειδικότερα, να επαληθεύσει ότι η μη εγγραφή των εν λόγω φυτικών ελαίων στον κατάλογο των επιτρεπόμενων καυσίμων οφείλεται σε δικαιολογημένη εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης.

45      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί εντούτοις να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο κάθε χρήσιμο στοιχείο για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, BB construct, C-534/16, EU:C:2017:820, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Κατά συνέπεια, πρέπει, δεδομένων των όσων υπομνήσθηκαν στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, να λαμβάνεται μέριμνα ώστε η ενημέρωση του καταλόγου των επιτρεπόμενων καυσίμων να πραγματοποιείται κατά τρόπον που να μη θέτει σε κίνδυνο τον σκοπό της οδηγίας 2008/98, που συνίσταται, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, στο να προστατεύσει το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία προλαμβάνοντας ή μειώνοντας τις επιπτώσεις της παραγωγής και της διαχείρισης αποβλήτων και βελτιώνοντας την αποδοτικότητα της διαχείρισης των αποβλήτων και των πόρων.

47      Πρώτον, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι η χορηγηθείσα στην ALSO άδεια προβλέπει τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουν, από τεχνικής και φυσικοχημικής απόψεως και από απόψεως ενεργειακής απόδοσης, οι ουσίες που προέρχονται από τις δραστηριότητές της προκειμένου να αποχαρακτηριστούν ως απόβλητα, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι τα χαρακτηριστικά αυτά συνδέονται άρρηκτα με την παραγωγή βιοντίζελ για την οποία οι ουσίες αυτές προορίζονται βάσει της ως άνω άδειας.

48      Επιπλέον, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι, στην εθνική έννομη τάξη, το επίμαχο στην κύρια δίκη βιορευστό, που λαμβάνεται από τη χημική επεξεργασία χρησιμοποιημένων φυτικών ελαίων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για την παραγωγή βιοντίζελ και όχι ως καύσιμο στους σταθμούς που λειτουργούν με βιομάζα δικαιολογείται από το ότι, στην πρώτη περίπτωση, δεν υφίσταται άμεση χρήση του βιορευστού ως καυσίμου, πράγμα που αντιθέτως συμβαίνει όταν το βιορευστό χρησιμοποιείται σε σταθμούς που παράγουν ατμοσφαιρικές εκπομπές.

49      Η επαρχία Κούνεο και η Ιταλική Κυβέρνηση επικαλούνται συναφώς την τήρηση της αρχής της προφύλαξης. Κατ’ αυτές, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί, με εύλογο βαθμό επιστημονικής βεβαιότητας, ο συνολικά δυσμενής αντίκτυπος στο περιβάλλον ή στην ανθρώπινη υγεία της χρήσης του φυτικού ελαίου ως καυσίμου σε σταθμό συνδυασμένης παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας.

50      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, το γεγονός ότι η αρμόδια εθνική αρχή διαπιστώνει ότι, εφόσον πληρούνται ορισμένα κριτήρια, ένα συγκεκριμένο απόβλητο χάνει την ιδιότητα αυτή για ορισμένη χρήση δεν σημαίνει ότι αυτό παύει να είναι απόβλητο όταν χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς. Ειδικότερα, δεν αποκλείεται η τήρηση των όρων του άρθρου 1, του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 13 της οδηγίας 2008/98 να εξαρτάται από τη συγκεκριμένη επεξεργασία και τις προβλεπόμενες συγκεκριμένες χρήσεις και, κατά συνέπεια, η τήρηση των ως άνω όρων να πρέπει να εξετάζεται αυτοτελώς για καθεμία από τις χρήσεις αυτές.

51      Δεύτερον, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές δέχθηκαν ότι το περιβαλλοντικό ισοζύγιο της μεταβολής καυσίμου ήταν θετικό καθόσον η μεταβολή αυτή ήταν ικανή να επιφέρει μείωση των εκπομπών που οφείλονται στην καύση μεθανίου.

52      Πλην όμως το γεγονός ότι η χρήση του φυτικού ελαίου συνεπάγεται μείωση των εκπομπών που οφείλονται στην καύση μεθανίου δεν αποδεικνύει ότι το έλαιο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία και χωρίς να βλάψει το περιβάλλον.

53      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το γεγονός ότι το φυτικό έλαιο τηρεί το τεχνικό πρότυπο UNI που ισχύει για τα υγρά βιοκαύσιμα.

54      Ειδικότερα, τα γεγονότα αυτά δεν επηρεάζουν τις πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της καύσης φυτικών ελαίων όπως τα επίμαχα εν προκειμένω, όσον αφορά πιθανές εκπομπές άλλων ρυπογόνων ουσιών που προκαλούνται από την καύση αποβλήτων.

55      Πρέπει κατά συνέπεια να αποδειχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2008/98, ότι η χρήση της ουσίας εκτός του καθεστώτος που εφαρμόζεται στα απόβλητα δεν έχει μεγαλύτερο αρνητικό περιβαλλοντικό και υγειονομικό αντίκτυπο από ό,τι η χρήση της υπό το ως άνω καθεστώς.

56      Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι, όταν τέτοια έλαια καίγονται σε σταθμό του είδους αυτού, τα χημικά αντιδραστήρια τα οποία περιέχουν απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα σε πολύ μεγαλύτερες αναλογίες από ό,τι στην περίπτωση που καίγονται ως συστατικά του βιοντίζελ. Οι διαθέσιμες επιστημονικές εργασίες δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η καύση χρησιμοποιημένων φυτικών ελαίων που έχουν υποστεί χημική επεξεργασία και χρησιμοποιούνται ως καύσιμα σε σταθμό που παράγει ατμοσφαιρικές εκπομπές να συνεπάγεται κινδύνους για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι δυνητικώς μεγαλύτεροι από εκείνους τους οποίους ενέχει η χρήση τέτοιου είδους ελαίων για την παραγωγή βιοντίζελ.

57      Διαπιστώνεται ότι η ύπαρξη ορισμένου βαθμού επιστημονικής αβεβαιότητας όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς κινδύνους τους οποίους συνεπάγεται ο αποχαρακτηρισμός ως αποβλήτου μιας ουσίας όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη έλαια μπορεί να οδηγήσει ένα κράτος μέλος, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της προφύλαξης, στο να αποφασίσει να μη συμπεριλάβει την ουσία αυτή στον κατάλογο των επιτρεπόμενων καυσίμων.

58      Ειδικότερα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης που καθιερώνεται στο άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αν από την εξέταση των καλύτερων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι η χρήση, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ουσίας παραγόμενης από την ανάκτηση αποβλήτων δεν έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία, το κράτος μέλος οφείλει να μην προβλέψει κριτήρια αποχαρακτηρισμού της ουσίας αυτής ως αποβλήτου ή δυνατότητα λήψεως ατομικής αποφάσεως αποχαρακτηρισμού.

59      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2008/98 σε συνδυασμό με το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/28 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας αίτημα χορήγησης άδειας για αντικατάσταση του μεθανίου, ως πηγής τροφοδοσίας ενός σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ο οποίος εκλύει ατμοσφαιρικές εκπομπές, με ουσία παραγόμενη από τη χημική επεξεργασία χρησιμοποιημένων φυτικών ελαίων πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο ότι, αφενός, η ουσία αυτή δεν έχει περιληφθεί στον κατάλογο των κατηγοριών καυσίμων από βιομάζα που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για τέτοιο σκοπό και ότι, αφετέρου, ο κατάλογος αυτός δεν μπορεί να τροποποιηθεί παρά μόνο με υπουργική απόφαση της οποίας η διαδικασία έκδοσης δεν είναι συντονισμένη με τη διοικητική διαδικασία χορήγησης άδειας για τη χρήση μιας τέτοιας ουσίας ως καυσίμου, εφόσον το κράτος μέλος δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η χρήση του εν λόγω φυτικού ελαίου, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, πληροί τους όρους του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 και, ιδίως, ότι δεν έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν τούτο συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2015/1513 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας αίτημα χορήγησης άδειας για αντικατάσταση του μεθανίου, ως πηγής τροφοδοσίας ενός σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ο οποίος εκλύει ατμοσφαιρικές εκπομπές, με ουσία παραγόμενη από τη χημική επεξεργασία χρησιμοποιημένων φυτικών ελαίων πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο ότι, αφενός, η ουσία αυτή δεν έχει περιληφθεί στον κατάλογο των κατηγοριών καυσίμων από βιομάζα που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για τέτοιο σκοπό και ότι, αφετέρου, ο κατάλογος αυτός δεν μπορεί να τροποποιηθεί παρά μόνο με υπουργική απόφαση της οποίας η διαδικασία έκδοσης δεν είναι συντονισμένη με τη διοικητική διαδικασία χορήγησης άδειας για τη χρήση μιας τέτοιας ουσίας ως καυσίμου, εφόσον το κράτος μέλος δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η χρήση του εν λόγω φυτικού ελαίου, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, πληροί τους όρους του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 και, ιδίως, ότι δεν έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν τούτο συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.