Language of document : ECLI:EU:C:2020:18

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 21ης Ιανουαρίου 2020 (1)

Υπόθεση C746/18

H. K.

κατά

Prokuratuur

[αίτηση του Riigikohus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Εσθονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Απόρρητο των επικοινωνιών – Πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης – Ποινικές έρευνες – Πρόσβαση της ανακριτικής αρχής στα δεδομένα που διατηρούνται για χρονικά διαστήματα από μία ημέρα έως ένα έτος – Άδεια χορηγηθείσα από την εισαγγελική αρχή – Χρήση των δεδομένων ως αποδείξεων στο πλαίσιο της ποινικής δίκης – Οδηγία 2002/58/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 3, άρθρο 3 και άρθρο 15, παράγραφος 1 – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 7, 8 και 11 καθώς και άρθρο 52, παράγραφος 1»






I.      Εισαγωγή

1.        Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (2), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (3), ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4).

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά της H. K., κατηγορουμένης για την τέλεση πλειόνων κλοπών, τη χρήση τραπεζικής κάρτας τρίτου και τη χρήση βίας κατά μετέχοντος σε ένδικη διαδικασία.

3.        Οι εκθέσεις στις οποίες στηρίζεται η διαπίστωση των αδικημάτων αυτών συντάχθηκαν ιδίως βάσει δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία παρήχθησαν στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Το Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο, Εσθονία) έχει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης των συνθηκών υπό τις οποίες οι ανακριτικές υπηρεσίες απέκτησαν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά.

4.        Οι αμφιβολίες αυτές αφορούν, πρώτον, το ζήτημα αν η διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο οι ανακριτικές αρχές είχαν πρόσβαση στα δεδομένα συνιστά κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της επέμβασης που η πρόσβαση αυτή συνιστά στα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερομένων.

5.        Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η Prokuratuur (εισαγγελική αρχή, Εσθονία), λαμβανομένων υπόψη των διάφορων καθηκόντων που αναθέτει σε αυτήν η εσθονική νομοθεσία, συνιστά «ανεξάρτητη» διοικητική αρχή κατά την έννοια της απόφασης της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (5).

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Η οδηγία 2002/58

6.        Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/58, αυτή «δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως οι δραστηριότητες που καλύπτονται από τους τίτλους V και VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και σε κάθε περίπτωση στις δραστηριότητες που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους (συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και στις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου».

7.        Επιπλέον, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 4 και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ [(6)]. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα που θα προβλέπουν τη φύλαξη δεδομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του [ενωσιακού] δικαίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

2.      Το εσθονικό δίκαιο

1.      Ο νόμος περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών

8.        Ο elektroonilise side seadus (νόμος περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών) (7), της 8ης Δεκεμβρίου 2004, όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρονικό διάστημα, ορίζει στο άρθρο του 1111, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων», τα εξής:

«[…]

(2)      Οι πάροχοι υπηρεσιών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας καθώς και υπηρεσιών δικτύου σταθερής και κινητής τηλεφωνίας υποχρεούνται να διατηρούν τα ακόλουθα δεδομένα:

1)      τον τηλεφωνικό αριθμό του καλούντος καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του συνδρομητή·

2)      τον τηλεφωνικό αριθμό του καλουμένου καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του συνδρομητή·

3)      σε περίπτωση χρησιμοποιήσεως συμπληρωματικής υπηρεσίας, όπως προωθήσεως ή εκτροπής κλήσεως, τον καλούμενο τηλεφωνικό αριθμό καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του συνδρομητή·

4)      την ημερομηνία και την ώρα ενάρξεως και λήξεως της κλήσεως·

5)      τη χρησιμοποιηθείσα υπηρεσία σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας·

6)      τη διεθνή ταυτότητα συνδρομητή κινητής τηλεφωνίας (International Mobile Subscriber Identity – IMSI) του τηλεφωνικού αριθμού του καλούντος και του καλουμένου·

7)      τη διεθνή ταυτότητα εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας (International Mobile Equipment Identity – IMEI) του τηλεφωνικού αριθμού του καλούντος και του καλουμένου·

8)      τον κωδικό ταυτότητας κυψέλης κατά την έναρξη της κλήσεως·

9)      τα δεδομένα για τον προσδιορισμό της γεωγραφικής θέσεως της κυψέλης βάσει του κωδικού ταυτότητας κυψέλης κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρούνται τα δεδομένα·

10)      στην περίπτωση προπληρωμένης ανώνυμης υπηρεσίας, την ημερομηνία και την ώρα της αρχικής ενεργοποιήσεως της υπηρεσίας και τον κωδικό θέσεως από την οποία πραγματοποιήθηκε η ενεργοποίηση·

[…]

(4)      Τα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεδομένα διατηρούνται για χρονικό διάστημα ενός έτους από την ημερομηνία της επικοινωνίας, αν τα δεδομένα αυτά παρήχθησαν ή υποβλήθηκαν σε επεξεργασία κατά την παροχή υπηρεσίας επικοινωνίας […]

[…]

(11)      Τα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεδομένα διαβιβάζονται:

1)      σύμφωνα με τον kriminaalmenetluse seadustik [κώδικα ποινικής δικονομίας (8)], σε ανακριτική αρχή, σε αρχή έχουσα την εξουσία να λάβει μέτρα παρακολούθησης, στην εισαγγελική αρχή και στο δικαστήριο·

[…]».

2.      Ο κώδικας ποινικής δικονομίας

9.        Το άρθρο 17 του κώδικα ποινικής δικονομίας, όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρονικό διάστημα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μετέχοντες στη δίκη», ορίζει, στην παράγραφό του 1, τα εξής:

«Στη δίκη μετέχει η εισαγγελική αρχή […]».

10.      Κατά το άρθρο 30 του κώδικα ποινικής δικονομίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η εισαγγελική αρχή στην ποινική διαδικασία»:

«(1)      Η εισαγγελική αρχή διευθύνει την ανακριτική διαδικασία, της οποίας τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα διασφαλίζει, αποτελεί δε την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης.

(2)      Οι εξουσίες της εισαγγελικής αρχής στην ποινική διαδικασία ασκούνται επ’ ονόματι της εισαγγελίας από εισαγγελέα, ο οποίος ενεργεί ανεξάρτητα και υπόκειται μόνο στον νόμο.»

11.      Το άρθρο 901 του κώδικα ποινικής δικονομίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αίτηση προς εταιρία επικοινωνιών για την παροχή δεδομένων», προβλέπει, στις παραγράφους του 2 και 3, τα εξής:

«(2)      Η ανακριτική αρχή μπορεί να ζητήσει, με άδεια της εισαγγελικής αρχής στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας ή με άδεια του δικαστηρίου στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, από πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών τα δεδομένα που απαριθμούνται στο άρθρο 1111, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών τα οποία δεν παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στην άδεια αυτή αναγράφεται με ακριβή προσδιορισμό των σχετικών ημερομηνιών το χρονικό διάστημα για το οποίο επιτρέπεται να ζητηθούν τα δεδομένα.

(3)      Βάσει του παρόντος άρθρου μπορούν να ζητηθούν δεδομένα μόνον αν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για την επίτευξη του σκοπού της ποινικής δίκης.»

12.      Το άρθρο 211 του κώδικα ποινικής δικονομίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός της ανακριτικής διαδικασίας», έχει ως εξής:

«(1)      Σκοπός της ανακριτικής διαδικασίας είναι η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και η τήρηση των λοιπών προϋποθέσεων για τη διεξαγωγή διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου.

(2)      Κατά την ανακριτική διαδικασία η ανακριτική αρχή και η εισαγγελική αρχή διερευνούν τις επιβαρυντικές και τις ελαφρυντικές περιστάσεις για τον ύποπτο ή τον διωκόμενο.»

3.      Ο νόμος περί της εισαγγελικής αρχής

13.      Ο prokuratuuriseadus (νόμος περί της εισαγγελικής αρχής) (9), της 22ας Απριλίου 1998, όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρονικό διάστημα, ορίζει στο άρθρο του 1, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η εισαγγελική αρχή», τα εξής:

«(1)      Η εισαγγελική αρχή είναι αρχή που υπάγεται στο Justiitsministeeriumi [Υπουργείο Δικαιοσύνης, Εσθονία], μετέχει στον σχεδιασμό των αναγκαίων μέτρων παρακολουθήσεως με σκοπό την καταπολέμηση και τη διερεύνηση των ποινικών αδικημάτων, διευθύνει την ανακριτική διαδικασία, της οποίας τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα διασφαλίζει, αποτελεί την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης και ασκεί τα λοιπά καθήκοντα που της ανατίθενται από τον νόμο.

(11)      Η εισαγγελική αρχή είναι ανεξάρτητη κατά την άσκηση των νομίμων καθηκόντων της και ενεργεί σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τους άλλους νόμους και τις πράξεις που εκδίδονται βάσει των νόμων αυτών.

[…]»

14.      Το άρθρο 2 του νόμου περί της εισαγγελικής αρχής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εισαγγελέας», προβλέπει, στην παράγραφό του 2, τα εξής:

«Ο εισαγγελέας είναι ανεξάρτητος κατά την άσκηση των καθηκόντων του και ενεργεί αποκλειστικά σύμφωνα με τον νόμο και τη συνείδησή του.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15.      Με απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, το Viru Maakohus (πλημμελειοδικείο του Viru, Εσθονία) καταδίκασε την H. K. σε στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας δύο ετών για την τέλεση, στο διάστημα από τις 4 Αυγούστου 2015 έως την 1η Φεβρουαρίου 2016, οκτώ πράξεων κλοπής ειδών διατροφής και άλλων υλικών αγαθών αξίας από 3 έως 40 ευρώ καθώς και χρηματικών ποσών από 5,20 έως 2 100 ευρώ, για τη χρήση της τραπεζικής κάρτας τρίτου με την οποία προέβη σε ανάληψη χρημάτων από μηχάνημα αυτόματης ανάληψης, προκαλώντας στο πρόσωπο αυτό ζημία ύψους 3 941,82 ευρώ, και για τη χρήση βίας κατά μετέχοντος σε ένδικη διαδικασία (10).

16.      Το Viru Maakohus (πλημμελειοδικείο Viru) στήριξε την καταδίκη της H. K. για τα αδικήματα αυτά, μεταξύ άλλων, σε διάφορες εκθέσεις συνταχθείσες βάσει δεδομένων σχετικών με ηλεκτρονικές επικοινωνίες, μνημονευόμενων στο άρθρο 1111, παράγραφος 2, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα οποία η ανακριτική αρχή είχε συλλέξει από πάροχο υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών κατά την ανακριτική διαδικασία, αφότου είχε εξασφαλίσει, δυνάμει του άρθρου 901, παράγραφος 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας, άδειες χορηγηθείσες από εισαγγελέα της Viru Ringkonnaprokuratuur (εισαγγελίας πρωτοδικών του Viru, Εσθονία).

17.      Συναφώς, στις 2 Νοεμβρίου 2015, εισαγγελέας της εισαγγελίας πρωτοδικών του Viru χορήγησε στην ανακριτική αρχή την άδεια να συλλέξει από τον πάροχο υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών τα δεδομένα που μνημονεύονται στο άρθρο 1111, παράγραφος 2, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και να εξακριβώσει, μέσω δύο αριθμών κινητών τηλεφώνων της H. K., τη μετάδοση κλήσεων και μηνυμάτων, τη διάρκειά τους, τον τρόπο μετάδοσής τους, καθώς και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και την τοποθεσία του καλούντος ή αποστολέα και του καλουμένου ή παραλήπτη στις 21 Σεπτεμβρίου 2015.

18.      Στις 4 Νοεμβρίου 2015 η ανακριτική αρχή συνέταξε έκθεση με βάση τα δεδομένα που συνέλεξε από την εταιρία επικοινωνιών δυνάμει της άδειας αυτής, στην οποία έκθεση κατέγραψε τις κεραίες τηλεφωνίας εντός της εμβέλειας των οποίων χρησιμοποιήθηκε ο αριθμός συνδρομητή της H. K. στις 21 Σεπτεμβρίου 2015 μετά τις 19:00. Η εισαγγελική αρχή επιδίωκε με την έκθεση αυτή σε συνδυασμό με άλλα αποδεικτικά στοιχεία να αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου ότι η H. K. είχε διαπράξει την τελεσθείσα στις 21 Σεπτεμβρίου 2015 κλοπή.

19.      Στις 25 Φεβρουαρίου 2016, εισαγγελέας της εισαγγελίας πρωτοδικών του Viru χορήγησε στην ανακριτική αρχή την άδεια να συλλέξει από τον πάροχο υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών και με σκοπό τη διερεύνηση του αδικήματος του άρθρου 303, παράγραφος 1, του Karistusseadustik (ποινικού κώδικα) (11) τα δεδομένα του άρθρου 1111, παράγραφος 2, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σχετικά με τους επτά αριθμούς συνδρομητή που είχαν χρησιμοποιηθεί από την H. K. όσον αφορά το χρονικό διάστημα από την 1η Μαρτίου 2015 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2016.

20.      Στις 15 Μαρτίου 2016, η ανακριτική αρχή συνέταξε έκθεση με βάση τα δεδομένα που συνέλεξε από την εταιρία επικοινωνιών δυνάμει της άδειας αυτής, στην οποία έκθεση κατέγραψε τις ημέρες κατά τις οποίες η H. K. κάλεσε τους συγκατηγορουμένους της και έλαβε κλήσεις από αυτούς, καθώς και τις ημέρες κατά τις οποίες απέστειλε και έλαβε μηνύματα από αυτούς. Η εισαγγελική αρχή επιδίωκε με την έκθεση αυτή σε συνδυασμό με άλλα αποδεικτικά στοιχεία να αποδείξει ότι η H. K. επανειλημμένως απείλησε τηλεφωνικώς, από την άνοιξη του 2015, τους συγκατηγορουμένους της.

21.      Με βάση τα δεδομένα που επίσης συνέλεξε από την εταιρία επικοινωνιών δυνάμει της άδειας αυτής, η ανακριτική αρχή συνέταξε εκθέσεις στις 20 Απριλίου και 6 Μαΐου 2016. Στις εκθέσεις αυτές αναγράφονται οι σταθμοί βάσης εντός της εμβέλειας των οποίων πραγματοποιήθηκαν από τους έξι αριθμούς συνδρομητή που χρησιμοποιήθηκαν από την H. K. εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις στις 4, 27 και 31 Αυγούστου 2015 καθώς και στο διάστημα από την 1η έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2015. Η εισαγγελική αρχή επιδίωκε με τις εκθέσεις αυτές σε συνδυασμό με άλλα αποδεικτικά στοιχεία να αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου ότι η H. K. διέπραξε τις τελεσθείσες κατά τις ημέρες αυτές έξι κλοπές.

22.      Στις 20 Απριλίου 2016, η ανακριτική αρχή συνέταξε έκθεση στην οποία αναγράφονται τα δεδομένα δύο αριθμών συνδρομητή που χρησιμοποίησε η H. K. Συγκεκριμένα, η έκθεση αυτή αναφέρει τους σταθμούς βάσης εντός της εμβέλειας των οποίων πραγματοποιήθηκαν από τους αριθμούς αυτούς εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις κατά το διάστημα από τις 16 έως τις 19 Ιανουαρίου 2015. Η εισαγγελική αρχή επιδίωκε με την έκθεση αυτή σε συνδυασμό με άλλα αποδεικτικά στοιχεία να αποδείξει ότι η H. K. είναι το πρόσωπο το οποίο από τις 17 έως τις 19 Ιανουαρίου 2015 είχε προβεί σε ανάληψη μετρητών, με την τραπεζική κάρτα του ζημιωθέντος, από μηχάνημα αυτόματης ανάληψης.

23.      Τα δεδομένα στα οποία βασίζεται η εν λόγω έκθεση διαβιβάστηκαν από την εταιρία επικοινωνιών δυνάμει αδειών που είχαν χορηγηθεί στις 28 Ιανουαρίου και 2 Φεβρουαρίου 2015, στο πλαίσιο άλλης ποινικής διαδικασίας, από εισαγγελέα της εισαγγελίας πρωτοδικών του Viru. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε αδικήματα του άρθρου 200, παράγραφος 2, σημεία 7, 8 και 9, του ποινικού κώδικα, ήτοι δύο ληστείες οι οποίες τελέστηκαν στις 23 και 27 Ιανουαρίου 2015 από ομάδα με χρήση όπλου και με διάρρηξη. Με τις άδειες αυτές, η ανακριτική αρχή μπόρεσε να ζητήσει από την εταιρία επικοινωνιών τα δεδομένα του άρθρου 1111, παράγραφος 2, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών σχετικά με δύο αριθμούς συνδρομητή και διάφορες διεθνείς ταυτότητες εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας της H. K. για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου έως τις 2 Φεβρουαρίου 2015.

24.      Από την ως άνω περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης προκύπτει ότι η εισαγγελική αρχή χορήγησε, βάσει του άρθρου 901, παράγραφος 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας, στην ανακριτική αρχή άδειες να ζητήσει από εταιρία επικοινωνιών δεδομένα στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας. Οι άδειες σχετικά με τα δεδομένα των αριθμών συνδρομητή της κατηγορουμένης χορηγήθηκαν με σκοπό τη διερεύνηση διαφόρων ποινικών αδικημάτων, αντιστοίχως, για μία ημέρα, περίπου ένα μήνα και περίπου ένα έτος.

25.      Η H. K. άσκησε κατά της απόφασης του Viru Maakohus (πλημμελειοδικείου Viru) έφεση ενώπιον του Tartu Ringkonnakohus (εφετείου Tartu, Εσθονία), το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2017. Η H. K. κατέθεσε τότε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Riigikohus (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ζητώντας την αναίρεση των αποφάσεων του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, την παύση των κατ’ αυτής ποινικών διώξεων καθώς και την αθώωσή της.

26.      Η H. K. υποστηρίζει ότι οι εκθέσεις στις οποίες περιέχονται δεδομένα που διαβιβάστηκαν από την εταιρία επικοινωνιών δεν είναι παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία και ότι η καταδίκη της επί τη βάσει των εκθέσεων αυτών δεν είναι νόμιμη. Με βάση την απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., οι διατάξεις του άρθρου 1111 του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών οι οποίες προβλέπουν την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διατηρούν δεδομένα σχετικά με τις επικοινωνίες καθώς και η χρήση των δεδομένων αυτών για την καταδίκη της αντιβαίνουν στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

27.      Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται το ζήτημα αν οι επίμαχες εκθέσεις, τις οποίες η ανακριτική αρχή συνέταξε με βάση δεδομένα, μνημονευόμενα στο άρθρο 1111, παράγραφος 2, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα οποία ελήφθησαν από την εταιρία επικοινωνιών με άδεια της εισαγγελικής αρχής, μπορούν να θεωρηθούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία.

28.      Στα δεδομένα τα οποία οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρεούνταν να διατηρούν για χρονικό διάστημα ενός έτους καταλέγονταν, μεταξύ άλλων, ο τηλεφωνικός αριθμός του καλούντος και του καλουμένου, το όνομα και η διεύθυνση του συνδρομητή, η ημερομηνία και η ώρα έναρξης και λήξης της κλήσης, η χρησιμοποιηθείσα υπηρεσία σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, η διεθνής ταυτότητα συνδρομητή κινητής τηλεφωνίας και η διεθνής ταυτότητα εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας του τηλεφωνικού αριθμού του καλούντος και του καλουμένου, καθώς και ο κωδικός ταυτότητας κυψέλης κατά την έναρξη της κλήσης και τα δεδομένα για τον προσδιορισμό της γεωγραφικής θέσης της κυψέλης. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι πρόκειται, επομένως, για δεδομένα σχετικά με το γεγονός της μετάδοσης κλήσεων και μηνυμάτων μέσω σταθερού ή κινητού τηλεφώνου, καθώς και σχετικά με τη θέση του τερματικού εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας, τα οποία όμως δεν παρέχουν καμία πληροφορία ως προς το περιεχόμενο των μηνυμάτων.

29.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. καθώς και την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2018, Ministerio Fiscal (12), προκύπτει ότι εθνική νομοθεσία η οποία ρυθμίζει τη διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης καθώς και την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, όπως οι διατάξεις του άρθρου 1111, παράγραφοι 2 και 4, του νόμου των περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του άρθρου 901, παράγραφος 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58.

30.      Το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων εξαρτάται, κατά το αιτούν δικαστήριο, από την τήρηση των δικονομικών κανόνων που διέπουν τη συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, κατά την εκτίμηση του παραδεκτού των επίμαχων στην κύρια δίκη εκθέσεων ως αποδεικτικών στοιχείων, θα πρέπει επίσης να εξεταστεί σε ποιο μέτρο η συλλογή από την εταιρία τηλεπικοινωνιών των δεδομένων επί των οποίων βασίζονται οι εκθέσεις συνάδει με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

31.      Λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (13) καθώς και Ministerio Fiscal (14), το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η πρόσβαση των εθνικών αρχών σε δεδομένα τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθούν ο τόπος αφετηρίας και ο τόπος προορισμού μιας τηλεφωνικής επικοινωνίας μέσω του σταθερού ή κινητού τηλεφώνου του υπόπτου, η ημερομηνία, η ώρα και η διάρκειά της, το είδος της υπηρεσίας επικοινωνιών, ο τερματικός εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε και η θέση στην οποία χρησιμοποιήθηκε τερματικός εξοπλισμός κινητής τηλεφωνίας, αποτελεί τόσο σοβαρή επέμβαση στα διασφαλιζόμενα σε αυτά τα άρθρα του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα ώστε η πρόσβαση αυτή να πρέπει να περιοριστεί στην καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος για το οποίο οι εθνικές αυτές αρχές ζήτησαν την πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα.

32.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητήθηκαν τα επίμαχα δεδομένα συνιστά κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση της σοβαρότητας της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα την οποία συνιστά η πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα. Ενδέχεται, επομένως, η επέμβαση αυτή να μην πρέπει να θεωρηθεί σοβαρή, καθόσον τα ζητηθέντα δεδομένα αφορούν μόνον πολύ βραχύ χρονικό διάστημα, π.χ. μία ημέρα. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα είναι, εν γένει, δυνατόν να συναχθούν, από τα δεδομένα αυτά, ακριβή συμπεράσματα όσον αφορά την ιδιωτική ζωή του ενδιαφερομένου, με αποτέλεσμα η πρόσβαση των εθνικών αρχών στα εν λόγω δεδομένα να μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό διερεύνησης και δίωξης των ποινικών αδικημάτων εν γένει.

33.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η πρόσβαση σε δεδομένα όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων που απορρέουν από την απόφαση Ministerio Fiscal (15), να δικαιολογηθεί από τον ίδιο σκοπό, όταν ο όγκος των δεδομένων στα οποία οι αρχές έχουν πρόσβαση είναι μικρός και η επίμαχη επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι, επομένως, σοβαρή. Όσον αφορά τον όγκο των δεδομένων, σημασία θα έχει τόσο το είδος των δεδομένων (όπως τα σχετικά με τον αποδέκτη της επικοινωνίας ή τη θέση του τερματικού εξοπλισμού) όσο και η διάρκεια του σχετικού χρονικού διαστήματος (π.χ. μία ημέρα, ένας μήνας ή ένα έτος). Κατά το αιτούν δικαστήριο, όσο σοβαρότερο είναι το αδίκημα τόσο σοβαρότερες είναι οι επεμβάσεις που επιτρέπονται στα θεμελιώδη δικαιώματα στο πλαίσιο της διαδικασίας, πράγμα που σημαίνει ότι τόσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των δεδομένων στα οποία δικαιολογείται η πρόσβαση των εθνικών αρχών.

34.      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εισαγγελική αρχή μπορεί να θεωρηθεί «ανεξάρτητη» διοικητική αρχή κατά την έννοια της απόφασης Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (16). Επισημαίνει ότι, στην Εσθονία, η εισαγγελική αρχή είναι εκείνη που διευθύνει την ανακριτική διαδικασία, σκοπός της οποίας είναι, μεταξύ άλλων, η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Υπογραμμίζει επίσης ότι η ανακριτική αρχή και η εισαγγελική αρχή διερευνούν τις επιβαρυντικές και τα ελαφρυντικές περιστάσεις που αφορούν τον ύποπτο. Σημειώνει, τέλος, ότι οι εξουσίες της εισαγγελικής αρχής ασκούνται επ’ ονόματί της από εισαγγελέα, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του κατά τρόπο ανεξάρτητο, όπως προκύπτει από το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας και το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 11, καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου περί της εισαγγελικής αρχής.

35.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι αμφιβολίες του όσον αφορά την απαιτούμενη από το δίκαιο της Ένωσης ανεξαρτησία οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι, μετά την ανακριτική διαδικασία, η εισαγγελική αρχή, αν είναι πεπεισμένη ότι έχουν συγκεντρωθεί όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και συντρέχει τέτοιος λόγος, διατυπώνει το κατηγορητήριό της κατά του συγκεκριμένου προσώπου. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην περίπτωση αυτή, η εισαγγελική αρχή αποτελεί την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης και ότι, επομένως, μετέχει στη δίκη. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ήδη δεχθεί ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να επιτραπεί η λήψη μέτρων παρακολούθησης χωρίς προηγούμενο δικαστικό έλεγχο, υπό τον όρο ότι θα διενεργηθεί εκ των υστέρων δικαστικός έλεγχος (17).

36.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας [2002/58], σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8 και 11 καθώς και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του [Χάρτη], την έννοια ότι στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας η πρόσβαση εθνικών αρχών σε δεδομένα τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθούν ο τόπος αφετηρίας και προορισμού μιας τηλεφωνικής επικοινωνίας μέσω του σταθερού ή κινητού τηλεφώνου του υπόπτου, η ημερομηνία, η ώρα και η διάρκειά της, το είδος της υπηρεσίας επικοινωνιών, ο τερματικός εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε και η θέση στην οποία χρησιμοποιήθηκε τερματικός εξοπλισμός κινητής τηλεφωνίας, αποτελεί τόσο σοβαρή επέμβαση στα διασφαλιζόμενα από τα ως άνω άρθρα του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα ώστε η πρόσβαση αυτή να πρέπει να περιορίζεται, όσον αφορά την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, στην καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούν τα διατηρούμενα δεδομένα στα οποία έχουν πρόσβαση οι εθνικές αρχές;

2)      Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας [2002/58], βάσει της αρχής της αναλογικότητας όπως εκφράζεται στην απόφαση [Ministerio Fiscal], σκέψεις 55 έως 57, την έννοια ότι, αν ο όγκος των κατά το πρώτο ερώτημα δεδομένων στα οποία έχουν πρόσβαση οι εθνικές αρχές (τόσο όσον αφορά το είδος των δεδομένων όσο και τη χρονική τους έκταση) δεν είναι μεγάλος, η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα την οποία η πρόσβαση αυτή συνεπάγεται μπορεί να δικαιολογείται από τον σκοπό πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων εν γένει και ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των δεδομένων στα οποία έχουν πρόσβαση οι εθνικές αρχές τόσο πιο σοβαρά πρέπει να είναι τα ποινικά αδικήματα στην καταπολέμηση των οποίων στοχεύει η επέμβαση;

3)      Σημαίνει η διαλαμβανόμενη στην απόφαση [Tele2 Sverige και Watson κ.λπ.], σημείο 2 του διατακτικού, απαίτηση, κατά την οποία η πρόσβαση των αρμοδίων εθνικών αρχών στα δεδομένα υπόκειται στον προηγούμενο έλεγχο δικαστηρίου ή ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας [2002/58] πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εισαγγελική αρχή, η οποία διευθύνει την ανακριτική διαδικασία και στο πλαίσιο αυτό υποχρεούται κατά νόμο να ενεργεί ανεξάρτητα και υπόκειται μόνο στον νόμο, διερευνά δε κατά την ανακριτική διαδικασία τόσο τις επιβαρυντικές όσο και τις ελαφρυντικές για τον κατηγορούμενο περιστάσεις αλλά εν συνεχεία κατά την ένδικη διαδικασία αποτελεί την κατηγορούσα αρχή, μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή;»

IV.    Ανάλυση

37.      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι στα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα που συνιστά η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρεούνται να διατηρούν δυνάμει εθνικής ρύθμισης περιλαμβάνονται οι κατηγορίες των σχετικών δεδομένων καθώς και η διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητείται η πρόσβαση.

38.      Πριν απαντήσω στα ερωτήματα αυτά, θα διατυπώσω δύο σειρές προκαταρκτικών παρατηρήσεων ώστε να απαντήσω, αφενός, στα επιχειρήματα που προέβαλαν ορισμένα κράτη μέλη όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58 και, αφετέρου, στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εξεταστεί, στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της εσθονικής νομοθεσίας, κατά το μέρος που επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διατηρούν διάφορες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία παράγονται στο πλαίσιο των υπηρεσιών αυτών.

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.      Επί του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2002/58

39.      Η Ιρλανδική, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση εγείρουν ζητήματα όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58.

40.      Η Ιρλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι εθνική ρύθμιση σχετική με την πρόσβαση των αρμόδιων αρχών στον τομέα του ποινικού δικαίου σε διατηρούμενα δεδομένα αποκλείεται, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/58, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

41.      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας του Δικαστηρίου που απορρέει από τις αποφάσεις Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., καθώς και Ministerio Fiscal.

42.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι τα νομοθετικά μέτρα που μνημονεύονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 «εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας, έστω και αν είναι σχετικά με δραστηριότητες που ασκούνται από τα κράτη ή από τις κρατικές αρχές και οι οποίες δεν αφορούν τους τομείς δραστηριότητας των ιδιωτών και έστω και αν οι σκοποί τους οποίους πρέπει να επιδιώκουν τα μέτρα αυτά αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουν οι δραστηριότητες που παρατίθενται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/58» (18). Ειδικότερα, κατά το Δικαστήριο, «το άρθρο 15, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι τα εθνικά μέτρα στα οποία αυτό αναφέρεται εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, δεδομένου ότι η οδηγία αυτή εξουσιοδοτεί ρητώς τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τέτοια μέτρα μόνον υπό τους όρους που αυτή θεσπίζει. Εξάλλου, τα νομοθετικά μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 ρυθμίζουν, για τους σκοπούς που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, τη δραστηριότητα των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών» (19).

43.      Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτών ότι «το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της οδηγίας 2002/58, έχει την έννοια ότι στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας εμπίπτουν όχι μόνο νομοθετικά μέτρα τα οποία υποχρεώνουν τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διατηρήσουν τα δεδομένα κίνησης και τα δεδομένα θέσης αλλά και νομοθετικά μέτρα τα οποία αφορούν την πρόσβαση των εθνικών αρχών στα δεδομένα που διατηρούν οι πάροχοι αυτοί» (20).

44.      Ειδικότερα, κατά το Δικαστήριο, «η προστασία του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, έχει εφαρμογή στα μέτρα που λαμβάνονται από άλλα πρόσωπα πλην των χρηστών, είτε πρόκειται για ιδιώτες ή οντότητες ιδιωτικού δικαίου είτε πρόκειται για κρατικούς φορείς. Όπως επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 21 της ως άνω οδηγίας, αυτή σκοπεί στην παρεμπόδιση της άνευ αδείας “πρόσβασης” στις επικοινωνίες, συμπεριλαμβανομένου “κάθε δεδομένου που αναφέρεται στις επικοινωνίες αυτές”, προκειμένου να προστατεύεται το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών» (21).

45.      Στα επιχειρήματα αυτά το Δικαστήριο προσέθεσε ότι «νομοθετικά μέτρα που υποχρεώνουν τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διατηρούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή να επιτρέπουν την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα δεδομένα αυτά συνεπάγονται κατ’ ανάγκην επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων από τους παρόχους αυτούς […]. Συνεπώς, τέτοια μέτρα, καθόσον ρυθμίζουν τις δραστηριότητες των εν λόγω παρόχων, δεν μπορούν να εξομοιωθούν με δραστηριότητες που ασκούνται από τα κράτη, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/58» (22).

46.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Ministerio Fiscal (23), από το σύνολο των επιχειρημάτων αυτών πρέπει να συναχθεί ότι αίτηση πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία διατηρούν πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η οποία διατυπώνεται στο πλαίσιο ανακριτικής διαδικασίας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58.

47.      Επιπλέον, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση προβάλλουν το επιχείρημα ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν ρυθμίζει το ζήτημα του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων στις ποινικές διαδικασίες.

48.      Μολονότι είναι αληθές ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν ρυθμίζει, στο παρόν στάδιο εξέλιξής του, τους κανόνες που αφορούν το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων σε ποινική διαδικασία, εντούτοις το αιτούν δικαστήριο υπογράμμισε σαφώς τον λόγο για τον οποίο η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι απαραίτητη για να μπορέσει να αποφανθεί επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, το παραδεκτό εξαρτάται από την τήρηση των προϋποθέσεων και των δικονομικών κανόνων που διέπουν τη συλλογή των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, κατά την εκτίμηση του παραδεκτού των επίμαχων στην κύρια δίκη εκθέσεων ως αποδεικτικών στοιχείων, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει προηγουμένως σε ποιο μέτρο η εκ μέρους της ανακριτικής αρχής συλλογή, από την εταιρία τηλεπικοινωνιών, των δεδομένων επί των οποίων βασίζονται οι εκθέσεις συνάδει με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Πάντως, αυτό το προκαταρκτικό ζήτημα αφορά πτυχή η οποία, όπως προεκτέθηκε, διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, οι εφαρμοστέοι εθνικοί κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει, επομένως, να στοιχούν με τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης (24). Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι το επιχείρημα που προέβαλαν η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση είναι αλυσιτελές.

2.      Επί της διατήρησης των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης

49.      Μολονότι τα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο αφορούν τις προϋποθέσεις πρόσβασης στα δεδομένα, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί, στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, επίσης επί του ζητήματος της διατήρησης των δεδομένων. Συναφώς, παρατηρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η νόμιμη πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα απαιτεί να πληροί η εθνική νομοθεσία, που επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών τη διατήρηση των δεδομένων που παράγονται στο πλαίσιο των υπηρεσιών αυτών, τις απαιτήσεις του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του Χάρτη, ή να διατηρούν οι πάροχοι αυτοί τα επίμαχα δεδομένα με δική τους πρωτοβουλία, ιδίως για εμπορικούς σκοπούς, σύμφωνα με την ίδια οδηγία.

50.      Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών διατήρησαν τα δεδομένα, στα οποία απέκτησε πρόσβαση η ανακριτική αρχή, όχι με δική τους πρωτοβουλία για εμπορικούς σκοπούς, αλλά βάσει της υποχρέωσης διατήρησης που τους επιβάλλει το άρθρο 1111 του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Επισημαίνει επίσης ότι η H. K. αμφισβητεί τη νομιμότητα των εθνικών κανόνων που αφορούν τόσο την πρόσβαση στα δεδομένα όσο και τη διατήρησή τους (25).

51.      Τούτου λεχθέντος, επισημαίνεται ότι, όπως στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ministerio Fiscal (26), τα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης δεν έχουν σκοπό να καθοριστεί αν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών διατήρησαν τα επίμαχα στην κύρια δίκη δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τηρώντας τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν μόνον τη συμβατότητα με τις διατάξεις αυτές των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται δυνάμει της εσθονικής νομοθεσίας η πρόσβαση των εθνικών ανακριτικών αρχών σε τέτοια δεδομένα. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, η συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε αυτές τις προϋποθέσεις πρόσβασης.

52.      Εν πάση περιπτώσει, το αιτούν δικαστήριο δύναται να στηριχθεί στη νομολογία που απορρέει από την απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. αν θεωρήσει αναγκαίο, προκειμένου να λύσει τη διαφορά της κύριας δίκης, να αποφανθεί επί της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης του άρθρου 1111 του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

53.      Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά το Δικαστήριο, «το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτό εθνική ρύθμιση η οποία, προς τον σκοπό καταπολεμήσεως του εγκλήματος, προβλέπει γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση του συνόλου των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως όλων των συνδρομητών και των εγγεγραμμένων χρηστών αφορώσα όλα τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας» (27).

54.      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει, εφόσον χρειαστεί, αν η εσθονική νομοθεσία επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων έχουσα έναν τέτοιο γενικό και χωρίς διαφοροποιήσεις χαρακτήρα και να συναγάγει τις εντεύθεν συνέπειες για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης. Αν το καθεστώς διατήρησης των δεδομένων το οποίο έχει θεσπίσει η Δημοκρατία της Εσθονίας κριθεί ασύμβατο με το δίκαιο της Ένωσης, καθότι δυσανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ούτε η πρόσβαση στα δεδομένα που διατηρούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορεί να δικαιολογηθεί από τον ίδιο σκοπό.

55.      Αυτή η υποχρέωση διατήρησης θα πληροί το κριτήριο της αναλογικότητας μόνον αν συνοδεύεται από κατάλληλους περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις κατηγορίες των σχετικών δεδομένων και τη διάρκεια διατήρησης, βάσει καθεστώτος το οποίο θα διαφέρει ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό και θα είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

56.      Δεν θα εξετάσω περαιτέρω στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων την έννοια της «περιορισμένης διατήρησης των δεδομένων», την οποία εξέτασε λεπτομερώς ο γενικός εισαγγελέας M. Campos Sánchez-Bordona στις προτάσεις που ανέπτυξε στις 15 Ιανουαρίου 2020 στο πλαίσιο της υπόθεσης Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (28).

2.      Επί της πρόσβασης των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα

1.      Τα διδάγματα που αντλούνται από την απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ.

57.      Το Δικαστήριο αξιολογεί το ζήτημα σχετικά με την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα «ανεξαρτήτως της εκτάσεως της υποχρεώσεως διατηρήσεως δεδομένων που επιβάλλεται στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών» και, ειδικότερα, ανεξαρτήτως του γενικού ή στοχευμένου χαρακτήρα της διατήρησης των δεδομένων (29). Η διαπίστωση αυτή συνδέεται με το γεγονός ότι το Δικαστήριο θεωρεί τη διατήρηση των δεδομένων και την πρόσβαση σε αυτά ως δύο διακριτές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

58.      Η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα «πρέπει να ανταποκρίνεται πραγματικά σε κάποιον από τους […] σκοπούς και μόνον» που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2002/58. Πρέπει επίσης να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της σοβαρότητας της επέμβασης και του επιδιωκόμενου σκοπού. Αν χαρακτηρίζεται ως «σοβαρή», η επέμβαση μπορεί να δικαιολογείται μόνο για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος (30).

59.      Ομοίως προς ό,τι ισχύει για τη διατήρηση των δεδομένων, η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών σε αυτά μπορεί να επιτραπεί μόνον εντός των ορίων του απολύτως αναγκαίου (31). Επιπλέον, τα νομοθετικά μέτρα πρέπει «να προβλέπ[ουν] σαφείς και ακριβείς κανόνες οι οποίοι να ορίζουν σε ποιες περιπτώσεις και υπό ποιες προϋποθέσεις οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να χορηγούν στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στα δεδομένα. Επίσης, ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να είναι νομικά δεσμευτικό κατά το εσωτερικό δίκαιο» (32). Ειδικότερα, οι εθνικές ρυθμίσεις πρέπει «να προβλέπ[ουν] επίσης τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις που διέπουν την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα» (33).

60.      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γενική πρόσβαση σε όλα τα διατηρούμενα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν αυτά συνδέονται, τουλάχιστον έμμεσα, με τον επιδιωκόμενο σκοπό, περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό» (34).

61.      Κατά το Δικαστήριο, «η επίμαχη εθνική ρύθμιση πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των περιπτώσεων και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες πρέπει να παρέχεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στα δεδομένα των συνδρομητών ή των εγγεγραμμένων χρηστών. Συναφώς, πρόσβαση μπορεί, καταρχήν, να παρασχεθεί, προς τον σκοπό της καταπολεμήσεως του εγκλήματος, μόνο στα δεδομένα προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι σχεδιάζουν, προτίθενται να διαπράξουν ή έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση ή ακόμη ότι εμπλέκονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε μια τέτοια παράβαση» (35).

62.      Με άλλα λόγια, η εθνική ρύθμιση που παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα πρέπει να έχει αρκούντως περιορισμένο πεδίο εφαρμογής προκειμένου η πρόσβαση αυτή να μην αφορά σημαντικό αριθμό ατόμων, και μάλιστα κάθε πρόσωπο και κάθε μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, καθώς και το σύνολο των διατηρούμενων δεδομένων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διατύπωσε το κριτήριο του συνδέσμου μεταξύ των ενδιαφερόμενων προσώπων και του επιδιωκόμενου σκοπού.

63.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έθεσε τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί κάθε πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα.

64.      Καταρχάς, η πρόσβαση αυτή πρέπει «να εξαρτάται, καταρχήν, εκτός αν πρόκειται για επείγουσες περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, από προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή» (36). Η απόφαση του δικαστηρίου αυτού ή της αρχής αυτής πρέπει να εκδίδεται «κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρμόδιων εθνικών αρχών υποβληθείσας στο πλαίσιο διαδικασιών για την πρόληψη, τη διαπίστωση ή την ποινική δίωξη» (37).

65.      Εν συνεχεία, είναι σημαντικό, κατά το Δικαστήριο, «οι αρμόδιες εθνικές αρχές στις οποίες παρασχέθηκε πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα να ενημερώνουν συναφώς τα οικεία πρόσωπα, στο πλαίσιο των ισχυουσών εθνικών διαδικασιών, αφ’ ης στιγμής η ενημέρωση δεν θα έθετε σε κίνδυνο τις έρευνες που διεξάγουν οι εν λόγω αρχές» (38).

66.      Τέλος, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίζουν κανόνες ασφάλειας και προστασίας των διατηρούμενων δεδομένων από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προκειμένου να αποφεύγονται οι καταχρήσεις καθώς και κάθε αθέμιτη πρόσβαση στα δεδομένα (39).

2.      Τα διδάγματα που αντλούνται από την απόφαση Ministerio Fiscal

67.      Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της συμβατότητας με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, εθνικής ρύθμισης η οποία προέβλεπε την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών, όπως η δικαστική αστυνομία, σε δεδομένα που αφορούν την ταυτότητα των κατόχων ορισμένων καρτών SIM.

68.      Στην απόφασή του, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, όσον αφορά τον σκοπό πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων, το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2002/58 δεν περιορίζει τον σκοπό αυτόν στην καταπολέμηση μόνον των σοβαρών ποινικών αδικημάτων, αλλά αναφέρεται γενικώς στα «ποινικά αδικήματα» (40).

69.      Στη συλλογιστική του Δικαστηρίου διευκρινίζεται ότι, όσον αφορά την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα δεδομένα, πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της σοβαρότητας της επέμβασης και της σοβαρότητας των επίμαχων αδικημάτων.

70.      Επομένως, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, παραπέμποντας στη σκέψη 99 της απόφασης Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., ότι έκρινε, βεβαίως, ότι, «όσον αφορά την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων, μόνον η καταπολέμηση της βαριάς εγκληματικότητας είναι ικανή να δικαιολογήσει πρόσβαση των δημοσίων αρχών σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διατηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνιών και τα οποία, συνολικώς θεωρούμενα, παρέχουν τη δυνατότητα να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των προσώπων τα οποία αφορούν τα εν λόγω δεδομένα» (41).

71.      Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι «αιτιολόγησε πάντως την ερμηνεία αυτή με βάση το ότι ο σκοπός που επιδιώκεται από ρυθμίζουσα την πρόσβαση αυτή νομοθεσία πρέπει να τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της επεμβάσεως στα επίμαχα θεμελιώδη δικαιώματα την οποία συνεπάγεται η πράξη αυτή» (42).

72.      Ειδικότερα, «βάσει της αρχής της αναλογικότητας, όσον αφορά την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων, μια σοβαρή επέμβαση μπορεί να δικαιολογείται μόνον από σκοπό καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας η οποία πρέπει επίσης να χαρακτηρίζεται ως “σοβαρή”» (43).

73.      Αντιθέτως, «όταν η επέμβαση την οποία συνεπάγεται μια τέτοια πρόσβαση δεν έχει σοβαρό χαρακτήρα, η εν λόγω πρόσβαση μπορεί να δικαιολογείται από σκοπό που ανάγεται στην πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη “ποινικών αδικημάτων” γενικώς» (44).

74.      Οι εκτιμήσεις αυτές επέβαλαν επομένως να αξιολογηθεί το ζήτημα αν, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, η επέμβαση στα διασφαλιζόμενα από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα την οποία θα συνεπαγόταν η πρόσβαση της δικαστικής αστυνομίας στα επίμαχα στην τότε κύρια δίκη δεδομένα έπρεπε να θεωρηθεί «σοβαρή».

75.      Πάντως, εν αντιθέσει προς την κατάσταση στην απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., το Δικαστήριο δεν χαρακτήρισε «σοβαρή» την επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, η οποία συνίστατο στην πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα (45). Συγκεκριμένα, η αίτηση πρόσβασης είχε «ως αποκλειστικό αντικείμενο την ταυτοποίηση των κατόχων των καρτών SIM που ενεργοποιήθηκαν, κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος δώδεκα ημερών, με τον κωδικό [διεθνούς ταυτότητας εξοπλισμού κινητής τηλεφωνίας] του κλαπέντος κινητού τηλεφώνου» (46). Επρόκειτο για πρόσβαση «μόνο στους τηλεφωνικούς αριθμούς που αντιστοιχούν στις ως άνω κάρτες SIM καθώς και στα δεδομένα σχετικά με την ταυτότητα των κατόχων των εν λόγω καρτών, όπως είναι το όνομα, το επώνυμο και, ενδεχομένως, η διεύθυνσή τους. Αντιθέτως, τα δεδομένα αυτά δεν [αφορούσαν] […] τις επικοινωνίες που πραγματοποιήθηκαν με το κλαπέν κινητό τηλέφωνο ούτε τον εντοπισμό της θέσεώς του» (47).

76.      Το Δικαστήριο συνήγαγε εντεύθεν ότι «τα δεδομένα τα οποία αφορά το επίμαχο στην κύρια δίκη αίτημα προσβάσεως παρέχουν απλώς και μόνο τη δυνατότητα συσχετισμού, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος, της κάρτας ή των καρτών SIM που ενεργοποιήθηκαν με το κλαπέν κινητό τηλέφωνο με την ταυτότητα των κατόχων των ως άνω καρτών SIM. Χωρίς διασταύρωση με τα δεδομένα που αφορούν τις επικοινωνίες που πραγματοποιήθηκαν με τις εν λόγω κάρτες SIM και τα δεδομένα θέσης, τα δεδομένα αυτά δεν επιτρέπουν να διαπιστωθεί ούτε η ημερομηνία, η ώρα, η διάρκεια και οι αποδέκτες των επικοινωνιών που πραγματοποιήθηκαν με την επίμαχη κάρτα ή τις επίμαχες κάρτες SIM ούτε οι χώροι στους οποίους έλαβαν χώρα οι επικοινωνίες αυτές ή η συχνότητα πραγματοποιήσεως των επικοινωνιών αυτών με συγκεκριμένα πρόσωπα κατά τη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος. Τα εν λόγω δεδομένα δεν παρέχουν συνεπώς τη δυνατότητα να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των προσώπων τα οποία αφορούν» (48).

77.      Άπαξ απέκλεισε τον χαρακτηρισμό της επίμαχης επέμβασης ως «σοβαρής επέμβασης», το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σκοπός πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων εν γένει, ακόμη και μη σοβαρών, μπορούσε να τύχει επικλήσεως για να δικαιολογηθεί η επίμαχη επέμβαση (49).

78.      Έχοντας υπόψη ακριβώς τη νομολογία αυτή το αιτούν δικαστήριο έθεσε το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, με σκοπό να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της επέμβασης που συνίσταται στην πρόσβαση στα δεδομένα στο πλαίσιο της επίμαχης στην κύρια δίκη ποινικής διαδικασίας. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι κατηγορίες των σχετικών δεδομένων καθώς και η διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητήθηκε πρόσβαση στα δεδομένα αυτά συνιστούν, από την άποψη αυτή, κατάλληλα κριτήρια.

3.      Επί των κριτηρίων βάσει των οποίων δύναται να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της επέμβασης

79.      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όσο περισσότερες είναι οι κατηγορίες δεδομένων στις οποίες ζητείται πρόσβαση τόσο πιθανότερο είναι η επέμβαση να χαρακτηριστεί ως «σοβαρή».

80.      Τούτου λεχθέντος, το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο θα οδηγήσουν το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, επιπλέον των επίμαχων κατηγοριών δεδομένων, επίσης η διάρκεια του χρονικού διαστήματος που αφορά η πρόσβαση αυτή διαδραματίζει ρόλο για τον καθορισμό της σοβαρότητας της επέμβασης.

81.      Κατά την άποψή μου, η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφατική. Επισημαίνω, εξάλλου, ότι στην απόφαση Ministerio Fiscal, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της εκτίμησής του, επίσης τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που αφορούσε η πρόσβαση, ήτοι δώδεκα ημέρες στην υπόθεση εκείνη (50).

82.      Ο συνδυασμός της φύσης των σχετικών δεδομένων και της διάρκειας του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορά η πρόσβαση είναι εκείνος που καθιστά δυνατόν να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της επέμβασης. Συγκεκριμένα, οι δύο αυτές πτυχές καθιστούν δυνατόν να εξακριβωθεί αν πληρούται το κριτήριο που καθορίζει τη σοβαρότητα της επέμβασης, ήτοι αν η πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα είναι ικανή να παράσχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές τη δυνατότητα να συναγάγουν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων τα δεδομένα αφορά η πρόσβαση αυτή. Πάντως, για τον σχηματισμό της ακριβούς εικόνας ενός προσώπου, είναι αναγκαίο η πρόσβαση να αφορά όχι μόνο περισσότερες κατηγορίες δεδομένων, όπως δεδομένα ταυτοποίησης, κίνησης και θέσης, αλλά και αρκούντως μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να μπορούν να αναδειχθούν με επαρκή ακρίβεια τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωής ενός προσώπου.

83.      Όπως ο αριθμός των σχετικών κατηγοριών δεδομένων, η διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται δεδομένα βάσει άδειας πρόσβασης συνιστά, επομένως, ουσιώδες στοιχείο για την εκτίμηση της σοβαρότητας της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερομένων. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, επίσης η σώρευση πλειόνων αιτήσεων πρόσβασης που αφορούν ένα και το αυτό πρόσωπο πρέπει να ληφθεί υπόψη, έστω και αν οι αιτήσεις αφορούν βραχέα χρονικά διαστήματα.

84.      Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, τα δεδομένα στα οποία απέκτησε πρόσβαση η ανακριτική αρχή είναι τα μνημονευόμενα στο άρθρο 1111, παράγραφος 2, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τα δεδομένα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθούν ο τόπος αφετηρίας και ο τόπος προορισμού μιας τηλεφωνικής επικοινωνίας μέσω σταθερού ή κινητού τηλεφώνου, η ημερομηνία, η ώρα και η διάρκειά της, το είδος της υπηρεσίας επικοινωνιών, ο τερματικός εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε και η θέση στην οποία χρησιμοποιήθηκε τερματικός εξοπλισμός κινητής τηλεφωνίας. Τα δεδομένα αυτά διαβιβάστηκαν στην ανακριτική αρχή για χρονικά διαστήματα μίας ημέρας, ενός μήνα και σχεδόν ενός έτους.

85.      Η εκτίμηση του βαθμού επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα την οποία συνεπάγεται η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προκύπτει από τη συγκεκριμένη εξέταση των ειδικών περιστάσεων κάθε υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν τα δεδομένα στα οποία επετράπη πρόσβαση μπορούσαν να παράσχουν τη δυνατότητα, ανάλογα με τη φύση τους και τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος της πρόσβασης αυτής, να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των ενδιαφερομένων.

86.      Στην περίπτωση αυτή, η επέμβαση θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως «σοβαρή» κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου και, επομένως, θα μπορεί να δικαιολογηθεί, στον τομέα της πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων, μόνον από τον σκοπό καταπολέμησης του εγκλήματος το οποίο πρέπει επίσης να χαρακτηρίζεται ως «σοβαρό» (51).

4.      Επί της αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας της παρέμβασης και του επιδιωκόμενου σκοπού

87.      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα η οποία χαρακτηρίζεται ως «σοβαρή» συνεπάγεται ενισχυμένη απαίτηση δικαιολόγησης.

88.      Όσον αφορά τη σοβαρότητα των κατά τεκμήριο ποινικών αδικημάτων σε σχέση με τα οποία επετράπη η πρόσβαση στα δεδομένα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία επιτρέπει, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση για την καταπολέμηση των ποινικών αδικημάτων εν γένει (52).

89.      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, αν η πρόσβαση σε δεδομένα όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη όντως ανταποκρίνεται αυστηρώς σε κάποιον από τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή δεν περιορίζει τον σκοπό πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων μόνο στην καταπολέμηση των σοβαρών ποινικών αδικημάτων, αλλά αφορά εν γένει τα «ποινικά αδικήματα» (53).

90.      Αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επέμβαση πρέπει να χαρακτηριστεί ως «σοβαρή», σε αυτό θα εναπόκειται να εκτιμήσει αν επίσης το επίμαχο αδίκημα δύναται να χαρακτηριστεί ως «σοβαρό» βάσει του εθνικού ποινικού δικαίου.

91.      Συναφώς, εκτιμώ ότι ο ορισμός της πράξης που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σοβαρό ποινικό αδίκημα» πρέπει να αφήνεται στην κρίση των κρατών μελών.

92.      Συγκεκριμένα, βάσει των εθνικών νομικών συστημάτων, το ίδιο ποινικό αδίκημα μπορεί να επισύρει λιγότερο ή περισσότερο αυστηρή ποινή. Ο ορισμός των επιβαρυντικών περιστάσεων ενδέχεται επίσης να διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών.

93.      Όπως ορθώς επισημαίνει η Εσθονική Κυβέρνηση, η εφαρμοστέα ποινή δεν είναι το μόνο κριτήριο που καθορίζει τη σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη επίσης η φύση των αδικημάτων, η βλάβη που προκαλούν στην κοινωνία, ο τρόπος με τον οποίο θίγουν τα έννομα συμφέροντα και οι συνολικές συνέπειες που έχουν στην εθνική έννομη τάξη καθώς και στις αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Επίσης το ιδιαίτερο σε κάθε κράτος μέλος ιστορικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο διαδραματίζει ρόλο συναφώς. Εξάλλου, όσον αφορά τις επιβαρυντικές περιστάσεις, πρέπει να εξετάζεται αν τα ποινικά αδικήματα τελέστηκαν, για παράδειγμα, κατ’ εξακολούθηση ή εις βάρος ομάδας ευάλωτων προσώπων.

94.      Προκειμένου να αξιολογηθεί η αναλογικότητα της πρόσβασης, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι, κατά το άρθρο 901, παράγραφος 3, του κώδικα ποινικής δικονομίας, «μπορούν να ζητηθούν δεδομένα μόνον αν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για την επίτευξη του σκοπού της ποινικής δίκης». Όπως επισημαίνει η Εσθονική Κυβέρνηση, το κριτήριο της απόλυτης αναγκαιότητας (54) υποχρεώνει τόσο τους ανακριτές όσο και τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη χορήγηση της άδειας να εξετάζουν και να εκτιμούν ποια δεδομένα είναι αναγκαία για την ορθή διεξαγωγή της ποινικής δίκης και χωρίς τα οποία δεν θα είναι δυνατόν, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, να φανερωθεί η αλήθεια ή να συλληφθεί ένας κατά τεκμήριο παραβάτης ή εγκληματίας.

95.      Προσθέτω ότι, όπως ορθώς επισήμανε η Γαλλική Κυβέρνηση, ο βαθμός σοβαρότητας ενός αδικήματος, και μάλιστα ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός του, δεν μπορούν πάντοτε να καθοριστούν επακριβώς όταν η άδεια πρόσβασης σε διατηρούμενα δεδομένα χορηγείται σε πρώιμο στάδιο της έρευνας, με αποτέλεσμα να είναι ενδεχομένως πρόωρη η υπαγωγή, στο στάδιο αυτό, του αδικήματος αυτού στην κατηγορία των σοβαρών ποινικών αδικημάτων ή στην κατηγορία των ποινικών αδικημάτων εν γένει. Η αβεβαιότητα αυτή, η οποία είναι σύμφυτη με τις ποινικές έρευνες των οποίων το αντικείμενο είναι ακριβώς να συμβάλουν στη φανέρωση της αλήθειας, πρέπει να ληφθεί υπόψη από το αιτούν δικαστήριο κατά την εκτίμησή του σχετικά με την αναλογικότητα της πρόσβασης.

96.      Τούτου λεχθέντος, η αβεβαιότητα που όσον αφορά τις πτυχές αυτές ενδέχεται κατά τα ανωτέρω να υφίσταται στην αρχή της ποινικής έρευνας δεν δύναται να αναιρέσει την απαίτηση ότι κάθε αίτηση πρόσβασης πρέπει να αιτιολογείται από την ανάγκη αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με συγκεκριμένη παραβατική ή εγκληματική συμπεριφορά, βάσει υπόνοιας η οποία στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία. Επομένως, αίτηση πρόσβασης δεν μπορεί να έχει ως σκοπό να εξεταστούν, για δεδομένο χρονικό διάστημα, όλες οι πράξεις και ενέργειες ενός προσώπου, προκειμένου να διερευνηθούν ενδεχόμενα αδικήματα. Εξάλλου, αν η έρευνα αναδείξει νέες πράξεις, η πρόσβαση στα δεδομένα προς απόδειξη των πράξεων αυτών θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο νέας αίτησης πρόσβασης.

97.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι στα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα την οποία συνιστά η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρεούνται να διατηρούν βάσει εθνικής ρύθμισης, περιλαμβάνονται οι κατηγορίες των σχετικών δεδομένων καθώς και η διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητείται η πρόσβαση αυτή. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, ανάλογα με τη σοβαρότητα της επέμβασης, αν η εν λόγω πρόσβαση ήταν απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού διασφάλισης της πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων.

3.      Προηγούμενος έλεγχος από δικαστήριο ή από ανεξάρτητη διοικητική αρχή

98.      Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι σημαντικό η πρόσβαση αυτή «να εξαρτάται, καταρχήν, εκτός αν πρόκειται για επείγουσες περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, από προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή και η απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου ή της εν λόγω αρχής να εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρμόδιων εθνικών αρχών υποβληθείσας στο πλαίσιο διαδικασιών για την πρόληψη, τη διαπίστωση ή την ποινική δίωξη» (55).

99.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τα κριτήρια που πρέπει να πληροί μια διοικητική αρχή ώστε να μπορεί να θεωρηθεί «ανεξάρτητη», κατά την έννοια της απόφασης Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ειδικότερα, να διευκρινιστεί αν η εισαγγελική αρχή μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή, λαμβανομένου υπόψη ότι διευθύνει την ανακριτική διαδικασία και αποτελεί την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης.

100. Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, είναι σκόπιμο να ληφθούν υπόψη δύο πτυχές της νομολογίας του Δικαστηρίου, ήτοι, αφενός, η νομολογία που αφορά την ανεξαρτησία των εθνικών αρχών ελέγχου της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, αφετέρου, η νομολογία σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

101. Κατά το Δικαστήριο, η ανεξαρτησία συνιστά βασικό χαρακτηριστικό, το οποίο προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο της τήρησης των κανόνων της Ένωσης που αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της αξιοπιστίας του ελέγχου αυτού και την ενίσχυση της προστασίας των προσώπων τα οποία αφορούν οι αποφάσεις των αρχών αυτών (56).

102. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, σχετικά με το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46, ότι «οι αρχές ελέγχου που είναι αρμόδιες για την επίβλεψη της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να απολαύουν ανεξαρτησίας η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να ασκούν τα καθήκοντά τους χωρίς εξωτερική επιρροή. Η ανεξαρτησία αυτή αποκλείει ιδίως κάθε εντολή και κάθε άλλης μορφής εξωτερική επιρροή, άμεση ή έμμεση, οι οποίες θα μπορούσαν να κατευθύνουν τις αποφάσεις τους, διακυβεύοντας, συνεπώς, την εκ μέρους των εν λόγω αρχών εκπλήρωση των καθηκόντων τους, συνιστάμενη στην επίτευξη της προσήκουσας ισορροπίας μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (57).

103. Το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης την απαίτηση ότι, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου τους ως θεματοφυλάκων του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, οι ελεγκτικές αυτές αρχές πρέπει να είναι «υπεράνω κάθε υποψίας μεροληψίας» (58).

104. Στο μέτρο που το τρίτο προδικαστικό ερώτημα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο αφορά την εισαγγελική αρχή, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο στη νομολογία του σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, ο έλεγχος που πραγματοποιείται κατά την έκδοση εντάλματος σύλληψης «πρέπει να ασκείται με αντικειμενικότητα, λαμβανομένων υπόψη όλων των ενοχοποιητικών και απαλλακτικών στοιχείων, καθώς και με ανεξαρτησία, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη καταστατικών και θεσμικών κανόνων που να διασφαλίζουν ότι η λήψη αποφάσεως περί εκδόσεως ενός τέτοιου εντάλματος συλλήψεως δεν είναι εκτεθειμένη σε οιονδήποτε κίνδυνο να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε εξωτερικές οδηγίες, ιδίως εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας» (59). Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση του Δικαστηρίου, σε κάθε περίπτωση, του ζητήματος αν η εισαγγελική αρχή τήρησε τα κριτήρια αυτά (60) πραγματοποιείται στο ειδικό πλαίσιο της έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και, επομένως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτομάτως σε άλλους τομείς, όπως αυτός της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

105. Τούτου λεχθέντος, οι δύο πτυχές της νομολογίας του Δικαστηρίου συμπίπτουν όταν υπογραμμίζουν, σε κάθε έναν από τους σχετικούς τομείς, ότι η αρμόδια εθνική αρχή για τον έλεγχο της τήρησης των κανόνων της Ένωσης πρέπει να είναι ανεξάρτητη, ιδιότητα η οποία περιλαμβάνει δύο απαιτήσεις (61). Αφενός, η αρχή αυτή δεν πρέπει να δέχεται εξωτερικές εντολές ή να υφίσταται εξωτερικές πιέσεις ικανές να επηρεάσουν τις αποφάσεις της. Αφετέρου, η εν λόγω αρχή πρέπει, δυνάμει του καθεστώτος της και των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί, να επιδεικνύει αντικειμενικότητα στον έλεγχο που ασκεί, ήτοι να παρέχει εγγυήσεις αμεροληψίας. Ειδικότερα, η εκτίμηση από διοικητική αρχή της αναλογικότητας της πρόσβασης στα διατηρούμενα δεδομένα επιβάλλει να είναι η αρχή αυτή σε θέση να σταθμίσει ορθώς τα συμφέροντα που συνδέονται με την αποτελεσματικότητα της έρευνας στο πλαίσιο της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και εκείνα που αφορούν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων που αφορά η πρόσβαση. Από την τελευταία αυτή σκοπιά, η απαίτηση αμεροληψίας είναι, επομένως, σύμφυτη με την έννοια της «ανεξάρτητης διοικητικής αρχής» την οποία ανέδειξε το Δικαστήριο στην απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ.

106. Πρέπει να εξακριβωθεί αν η εισαγγελική αρχή, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων καθηκόντων που της έχει αναθέσει η εσθονική νομοθεσία, πληροί αυτό το κριτήριο ανεξαρτησίας, στις δύο διαστάσεις του, όταν καλείται να ελέγξει τον απολύτως αναγκαίο χαρακτήρα της πρόσβασης στα δεδομένα. Συγκεκριμένα, η έννοια της «ανεξαρτησίας» που πρέπει να χαρακτηρίζει την επιφορτισμένη με αυτόν τον έλεγχο διοικητική αρχή έχει μια λειτουργική διάσταση, υπό την έννοια ότι ακριβώς με γνώμονα τον ειδικό σκοπό του ελέγχου αυτού πρέπει να εκτιμάται αν η αρχή αυτή είναι σε θέση να ενεργεί χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις ικανές να επηρεάσουν τις αποφάσεις της, καθώς και με σεβασμό της αντικειμενικότητας και της αυστηρής εφαρμογής του κανόνα δικαίου. Εν ολίγοις, η έννοια της «ανεξάρτητης διοικητικής αρχής» κατά την απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. προορίζεται να διασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα του ελέγχου αυτού.

107. Αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να εξεταστεί αν η εσθονική νομοθεσία που διευκρινίζει το καθεστώς και τα καθήκοντα της εισαγγελικής αρχής μπορεί να δημιουργήσει θεμιτές αμφιβολίες, στους ενδιαφερομένους, όσον αφορά τον μη επηρεασμό των εισαγγελέων από εξωτερικά στοιχεία και την ουδετερότητά τους σε σχέση με τα αντικρουόμενα συμφέροντα, όταν καλούνται να ασκήσουν τον προηγούμενο έλεγχο της αναλογικότητας της πρόσβασης στα δεδομένα.

108. Η εισαγγελική αρχή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας, δεδομένου ότι διευθύνει την ανακριτική διαδικασία και έχει αρμοδιότητα να ασκήσει δίωξη κατά προσώπου για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει τελέσει ποινικό αδίκημα, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου. Στο μέτρο αυτό, πρέπει να θεωρηθεί αρχή η οποία μετέχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (62).

109. Όπως έκρινε το Δικαστήριο σχετικά με την Procura della Repubblica (εισαγγελική αρχή, Ιταλία), με διατύπωση η οποία εκτιμώ ότι μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, η εισαγγελική αρχή έχει «ως αποστολή όχι να επιλύσει μια διαφορά με πλήρη ανεξαρτησία γνώμης αλλά να την εισαγάγει, ενδεχομένως, στο αρμόδιο δικαστήριο, μετέχουσα στην ποινική δίκη ως κατηγορούσα αρχή» (63).

110. Επομένως, μολονότι η εισαγγελική αρχή έχει, όσον αφορά το καθεστώς, την οργάνωση και τα καθήκοντά της, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν από δικαστήριο και που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως «αρχής μετέχουσας στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στα κράτη μέλη», εντούτοις, από λειτουργική άποψη, όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι η αρχή που ασκεί τον προηγούμενο έλεγχο της αναλογικότητας της πρόσβασης τον οποίο επιτάσσει η απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. είναι η εισαγγελική αρχή, αυτή πρέπει να έχει συναφώς βαθμό ανεξαρτησίας ανάλογο με αυτόν ενός δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η άσκηση του καθήκοντος αυτού από διοικητική αρχή, και όχι από δικαστήριο, δεν πρέπει να θίγει την αντικειμενικότητα, την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα του ελέγχου αυτού.

111. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 901, παράγραφος 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας, η ανακριτική αρχή μπορεί να ζητήσει, με άδεια της εισαγγελικής αρχής στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας ή με άδεια του δικαστηρίου στο πλαίσιο της δίκης ενώπιόν του, από πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών τα δεδομένα που απαριθμούνται στο άρθρο 1111, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

112. Εξάλλου, από την εσθονική νομοθεσία προκύπτει ότι η εισαγγελική αρχή διευθύνει, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, την ανακριτική διαδικασία, με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και τη δημιουργία των λοιπών συνθηκών που είναι αναγκαίες για τη διεξαγωγή δίκης. Επιπλέον, η ανακριτική αρχή και η εισαγγελική αρχή εξακριβώνουν, κατά την ανακριτική διαδικασία, τις επιβαρυντικές και τις ελαφρυντικές περιστάσεις για τον ύποπτο ή τον διωκόμενο. Αν η εισαγγελική αρχή είναι πεπεισμένη ότι έχουν συγκεντρωθεί όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και ότι συντρέχει τέτοια ανάγκη, διατυπώνει το κατηγορητήριό της κατά του συγκεκριμένου προσώπου και, στην περίπτωση αυτή, είναι εκείνη που αποτελεί την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης.

113. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι, μολονότι, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, η εισαγγελική αρχή πρέπει, για τα μέτρα που συνιστούν τις πιο σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα, να ζητήσει άδεια από ανακριτή (π.χ. για τα περισσότερα μέτρα παρακολούθησης και την κράτηση), εντούτοις οι εξουσίες της εισαγγελικής αρχής περιλαμβάνουν επίσης τη λήψη απόφασης σχετικά με ορισμένες διαδικαστικές πράξεις οι οποίες συνιστούν σοβαρή επέμβαση σε διάφορα θεμελιώδη δικαιώματα (64).

114. Οι αμφιβολίες που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της εισαγγελικής αρχής ως «ανεξάρτητης διοικητικής αρχής» κατά την έννοια της απόφασης Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι, μετά την ανακριτική διαδικασία, στην εισαγγελική αρχή, αν είναι πεπεισμένη ότι, στην ποινική υπόθεση, έχουν συγκεντρωθεί όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και συντρέχει σχετικός λόγος, εναπόκειται να διατυπώσει το κατηγορητήριό της κατά του συγκεκριμένου προσώπου. Στην περίπτωση αυτή, ακριβώς η εισαγγελική αρχή είναι η κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης και, επομένως, μετέχει στη δίκη. Συναφώς, κυρίως λόγω της ιδιότητάς της ως διώκουσας αρχής το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει για τον χαρακτηρισμό της εισαγγελικής αρχής ως «ανεξάρτητης διοικητικής αρχής» κατά την έννοια της απόφασης Tele2 Sverige και Watson κ.λπ.

115. Επομένως, διατυπωμένες κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν ειδικότερα την αμεροληψία της εισαγγελικής αρχής κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας της πρόσβασης στα δεδομένα από τις ανακριτικές υπηρεσίες, τον οποίο πρέπει να διενεργήσει πριν επιτρέψει την πρόσβαση αυτή.

116. Πριν εξετάσω αυτήν την πτυχή σχετικά με την αμεροληψία, επισημαίνω ότι το άρθρο 1, παράγραφος 11, του νόμου περί της εισαγγελικής αρχής ορίζει ότι αυτή «είναι ανεξάρτητη κατά την άσκηση των νομίμων καθηκόντων της». Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, «[ο] εισαγγελέας είναι ανεξάρτητος κατά την άσκηση των καθηκόντων του και ενεργεί αποκλειστικά σύμφωνα με τον νόμο και τη συνείδησή του» (65).

117. Συναφώς, η Εσθονική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, μολονότι η εισαγγελική αρχή υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, η εσθονική νομοθεσία αποκλείει κάθε δυνατότητα του υπουργείου αυτού να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση σχετικά με συγκεκριμένη διαδικασία ή να παρέμβει σε εκκρεμή ποινική διαδικασία. Η Εσθονική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι παρέμβαση στην ανεξαρτησία της εισαγγελικής αρχής συνιστά αξιόποινη πράξη.

118. Επομένως, μολονότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ανεξαρτησία της εισαγγελικής αρχής στο πλαίσιο των καθηκόντων που έχει δυνάμει της εσθονικής νομοθεσίας, εντούτοις εκτιμώ ότι η νομοθεσία αυτή μπορεί να δημιουργήσει θεμιτές αμφιβολίες όσον αφορά την ικανότητα της εισαγγελικής αρχής να ασκήσει ουδέτερο και αντικειμενικό προηγούμενο έλεγχο της αναλογικότητας της πρόσβασης στα δεδομένα, όταν ενδέχεται να κληθεί, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, να ασκήσει ταυτοχρόνως τα καθήκοντα που συνίστανται στη διεύθυνση της ποινικής έρευνας, στη λήψη απόφασης για την ποινική δίωξη και στη λειτουργία της ως κατηγορούσας αρχής κατά τη διάρκεια της δίκης.

119. Είναι αληθές ότι διάφορα στοιχεία στην εσθονική νομοθεσία συνιστούν εγγυήσεις ότι η εισαγγελική αρχή ενεργεί, στο πλαίσιο των καθηκόντων της, σεβόμενη την απαίτηση αμεροληψίας.

120. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 211, παράγραφος 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας, η εισαγγελική αρχή οφείλει να διερευνά τις επιβαρυντικές και τις ελαφρυντικές περιστάσεις για τον ύποπτο ή τον διωκόμενο.

121. Εξάλλου, όπως απορρέει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου περί της εισαγγελικής αρχής, αυτή οφείλει να διασφαλίζει τη νομιμότητα της ανακριτικής διαδικασίας που έχει καθήκον να διευθύνει. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 11, και του άρθρου 2, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου, η εισαγγελική αρχή πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά της τηρουμένων των νόμων. Αυτό συνεπάγεται ότι, όταν διευθύνει την ανακριτική διαδικασία, η εισαγγελική αρχή πρέπει να έχει ως σκοπό όχι μόνο να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας, αλλά και να διασφαλίσει ότι η διαδικασία αυτή δεν διεξάγεται προσβάλλοντας υπέρμετρα το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των ενδιαφερομένων. Συγκεκριμένα, μπορεί να θεωρηθεί ότι η άδεια πρόσβασης στα διατηρούμενα δεδομένα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του γενικότερου καθήκοντος της εισαγγελικής αρχής, το οποίο συνίσταται στον έλεγχο της νομιμότητας των μέσων που εφαρμόζουν οι ανακριτικές υπηρεσίες, και ειδικότερα της αναλογικότητας των ερευνητικών ενεργειών σε σχέση με τη φύση και τη σοβαρότητα των πράξεων.

122. Επομένως, θα μπορούσε να προβληθεί ότι, ακριβώς επειδή διευθύνει την ανακριτική διαδικασία, η εισαγγελική αρχή είναι σε θέση να αξιολογήσει αν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων κάθε υπόθεσης, η πρόσβαση σε δεδομένα που διατήρησαν φορείς εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιών είναι απολύτως αναγκαία, ελλείψει εναλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων, για την πρόοδο της έρευνας σχετικά με ένα κατά τεκμήριο αδίκημα.

123. Εντούτοις, από την άποψη των προσώπων τα οποία αφορά η αίτηση πρόσβασης στα δεδομένα, η περίσταση ότι η διοικητική αρχή που καλείται να εξακριβώσει αν η πρόσβαση αυτή είναι απολύτως αναγκαία στο πλαίσιο της έρευνας είναι ταυτοχρόνως εκείνη που μπορεί να τα διώξει και να αποτελέσει την κατηγορούσα αρχή σε ενδεχόμενη επακόλουθη δίκη δύναται, κατά την άποψή μου, να αποδυναμώνει τις εγγυήσεις αμεροληψίας που προβλέπονται στην εσθονική νομοθεσία. Από την άποψη αυτή, ενδέχεται να υπάρχει δυνητική σύγκρουση μεταξύ, αφενός, αυτών των καθηκόντων της εισαγγελικής αρχής και, αφετέρου, της απαίτησης ουδετερότητας και αντικειμενικότητας του προηγούμενου ελέγχου της αναλογικότητας της πρόσβασης στα δεδομένα.

124. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των καθηκόντων της, η εισαγγελική αρχή οφείλει να συλλέγει τα αποδεικτικά στοιχεία, να εκτιμά τη λυσιτέλειά τους και να συνάγει συμπεράσματα όσον αφορά την ενοχή του συγκεκριμένου προσώπου. Στην κρατική αυτή αρχή εναπόκειται να παρουσιάσει και να στηρίξει τον φάκελο κατηγορίας ως κατηγορούσα αρχή στη δίκη, μετέχοντας, επομένως, σε αυτήν. Λόγω των καθηκόντων αυτών, η εισαγγελική αρχή υπόκειται σε απαίτηση απόδειξης, η οποία μπορεί να φαίνεται στους υπόπτους τέλεσης αδικήματος ασύμβατη προς την ικανότητα της ίδιας αρχής να διενεργεί, με ουδετερότητα και αντικειμενικότητα, προηγούμενο έλεγχο της αναλογικότητας της πρόσβασης στα δεδομένα.

125. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, λόγω της σώρευσης των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί, υπάρχει κίνδυνος να θεωρήσουν οι ενδιαφερόμενοι ότι η εισαγγελική αρχή έχει συμφέρον να παρέχει ευρεία πρόσβαση στα δεδομένα τους, ανεξαρτήτως του αν αυτά συνιστούν ενοχοποιητικά ή απαλλακτικά στοιχεία. Επιπλέον, οι ύποπτοι τέλεσης αδικήματος μπορούν να έχουν θεμιτές αμφιβολίες όσον αφορά την αμεροληψία της εισαγγελικής αρχής όταν επιτρέπει την πρόσβαση στα δεδομένα τους, δεδομένου ότι μπορεί να κινηθεί εναντίον τους στην επακόλουθη διαδικασία ως διώκουσα αρχή. Πάντως, εκτιμώ ότι η κατά την απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. απαίτηση αμεροληψίας της διοικητικής αρχής που είναι επιφορτισμένη με τον προηγούμενο έλεγχο προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας απόστασης και ουδετερότητας ως προς τα συμφέροντα που ενδέχεται να συγκρούονται στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας, ήτοι, αφενός, της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας αυτής και, αφετέρου, της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφερομένων. Κατά την Επιτροπή, η κατάσταση θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν η εσωτερική διοικητική οργάνωση της εισαγγελικής αρχής είναι τέτοια ώστε ο εισαγγελέας ο οποίος πρέπει να αποφασίσει επί της αίτησης πρόσβασης δεν διαδραματίζει κανέναν ρόλο στη διερευνητική διαδικασία και στα επακόλουθα στάδια της διαδικασίας, περιλαμβανομένης της ποινικής δίωξης.

126. Στο μέτρο που, όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οργάνωση της εισαγγελικής αρχής στη Δημοκρατία της Εσθονίας είναι ιεραρχική, δεν είμαι βέβαιος ότι αυτή η πρόταση της Επιτροπής θα μπορούσε να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα της σώρευσης των καθηκόντων που η εσθονική νομοθεσία έχει αναθέσει στην εισαγγελική αρχή. Εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν αναιρεί τη σημασία της αντίληψης στην οποία στηρίζεται η πρόταση αυτή, ήτοι ότι ο προηγούμενος έλεγχος της αναλογικότητας της πρόσβασης στα δεδομένα θα πρέπει να διενεργείται από διοικητική αρχή η οποία, αφενός, δεν εμπλέκεται άμεσα στη διεξαγωγή της επίμαχης ποινικής έρευνας και, αφετέρου, είναι ουδέτερη έναντι των μετεχόντων στην ποινική διαδικασία. Σε μια τέτοια αρχή, η οποία δεν θα είχε σχέση με τα συμφέροντα που σχετίζονται με την έρευνα και την ποινική δίωξη στην επίμαχη διαδικασία, δεν θα μπορούσε να προσαφθεί ότι ευνοεί τα συμφέροντα της έρευνας εις βάρος των συμφερόντων που αφορούν την προστασία των δεδομένων των ενδιαφερομένων. Επομένως, η αρχή αυτή θα ήταν σε θέση να λάβει, με πλήρη αμεροληψία, απόφαση η οποία θα περιόριζε την πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα στο απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, όπως απαιτεί το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (66) και Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. Ταυτόχρονα, έχω πλήρη επίγνωση του ότι το τίμημα της θεσμοθέτησης μιας θεώρησης ξένης προς τα συμφέροντα που σχετίζονται με την επίμαχη διαδικασία δεν πρέπει να είναι η μείωση της αποτελεσματικότητας της διερεύνησης, δίωξης και καταστολής των ποινικών αδικημάτων.

127. Προκειμένου να σεβαστεί τη δικονομική αυτοτέλεια των κρατών μελών, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να παρέμβει περαιτέρω στη γενική οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη ούτε στην εσωτερική οργάνωση των εισαγγελιών. Στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέψουν τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να διασφαλίσουν ότι ο προηγούμενος έλεγχος της πρόσβασης στα διατηρούμενα δεδομένα εξασφαλίζει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα της ποινικής έρευνας και του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων των προσώπων τα οποία αφορά η πρόσβαση αυτή.

128. Τέλος, διευκρινίζω ότι, κατά την άποψή μου, η έλλειψη προηγούμενου ελέγχου από «ανεξάρτητη» διοικητική αρχή κατά την έννοια της απόφασης Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με την ύπαρξη δικαστικού ελέγχου δυνάμενου να διενεργηθεί αφότου επιτραπεί η πρόσβαση (67). Σε αντίθετη περίπτωση, η απαίτηση προηγούμενου ελέγχου θα έχανε τον λόγο ύπαρξής της, ο οποίος συνίσταται στο να εμποδίζεται η παροχή πρόσβασης σε διατηρούμενα δεδομένα η οποία θα ήταν δυσανάλογη με τον σκοπό διερεύνησης, δίωξης και καταστολής των ποινικών αδικημάτων.

129. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η απαίτηση ότι η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα πρέπει να υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο από δικαστήριο ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή δεν πληρούται όταν εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι ο έλεγχος αυτός διενεργείται από την εισαγγελική αρχή, της οποίας καθήκον είναι να διευθύνει την ανακριτική διαδικασία, ενώ μπορεί επίσης να αποτελέσει την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης.

V.      Πρόταση

130. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Riigikohus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Εσθονία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι στα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα την οποία συνιστά η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρεούνται να διατηρούν βάσει εθνικής ρύθμισης, περιλαμβάνονται οι κατηγορίες των σχετικών δεδομένων καθώς και η διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητείται η πρόσβαση αυτή. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, ανάλογα με τη σοβαρότητα της επέμβασης, αν η εν λόγω πρόσβαση ήταν απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού διασφάλισης της πρόληψης, της διερεύνησης, της διαπίστωσης και της δίωξης ποινικών αδικημάτων.

2)      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, έχει την έννοια ότι η απαίτηση ότι η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα πρέπει να υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο από δικαστήριο ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή δεν πληρούται όταν εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι ο έλεγχος αυτός διενεργείται από την εισαγγελική αρχή, της οποίας καθήκον είναι να διευθύνει την ανακριτική διαδικασία, ενώ μπορεί επίσης να αποτελέσει την κατηγορούσα αρχή κατά τη διάρκεια της δίκης.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2002, L 201, σ. 37.


3      ΕΕ 2009, L 337, σ. 11. Στο εξής: οδηγία 2002/58.


4      Στο εξής: Χάρτης.


5      C-203/15 και C-698/15, στο εξής: απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (EU:C:2016:970, σκέψη 120 και σημείο 2 του διατακτικού).


6      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31).


7      RT I 2004, 87, 593.


8      RT I 2003, 27, 166.


9      RT I 1998, 41, 625.


10      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατόπιν συγχώνευσης της ποινής αυτής με την επιβληθείσα από το Viru Maakohus (πλημμελειοδικείο του Viru), με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2016, στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας τεσσάρων ετών και επτά μηνών, στην H. K. επιβλήθηκε τελική συνολική στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας πέντε ετών και ενός μηνός.


11      Πρόκειται για το αδίκημα που συνίσταται στον επηρεασμό της δικαστικής κρίσης. Επισημαίνεται ότι, συναφώς, το Viru Maakohus (πλημμελειοδικείο του Viru) επαναχαρακτήρισε, βάσει του άρθρου 323, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα, τις πράξεις που προσάπτονται στην H. K. ως χρήση βίας κατά μετέχοντος σε ένδικη διαδικασία.


12      C-207/16, στο εξής: απόφαση Ministerio Fiscal, EU:C:2018:788.


13      Σημείο 2 του διατακτικού της απόφασης αυτής.


14      Σκέψεις 53 και 57 της απόφασης αυτής.


15      Σκέψεις 55 έως 57 της απόφασης αυτής.


16      Σκέψη 120 και σημείο 2 του διατακτικού της απόφασης αυτής.


17      Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, συναφώς, τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Uzun κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2010:0902JUD003562305, §§ 71 έως 74), και της 12ης Ιανουαρίου 2016, Szabó και Vissy κατά Ουγγαρίας (CE:ECHR:2016:0112JUD003713814, § 77).


18      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


19      Όπ.π.


20      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


23      Βλ. απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψεις 38 και 39).


24      Βλ. μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, Steffensen (C-276/01, EU:C:2003:228, σκέψη 71). Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο εξετάζει επίσης το ζήτημα αυτό από τη σκοπιά της αρχής της αποτελεσματικότητας ως ορίου της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών (σκέψεις 66 έως 68 της εν λόγω απόφασης).


25      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ministerio Fiscal.


26      Βλ. απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψεις 49 και 50).


27      Απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 112).


28      C-520/18, EU:C:2020:7. Βλ., ειδικότερα, σημεία 72 έως 107 των προτάσεων αυτών.


29      Βλ. απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 113).


30      Βλ. απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 115).


31      Βλ. απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 116).


32      Απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 117).


33      Απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 118).


34      Απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 119).


35      Όπ.π.


36      Απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 120).


37      Όπ.π.


38      Απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 121).


39      Βλ. απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 122).


40      Βλ. απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 53).


41      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 54).


42      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 55).


43      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 56).


44      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 57).


45      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 61).


46      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 59).


47      Όπ.π.


48      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 60).


49      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 62).


50      Βλ. απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 59). Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Ministerio Fiscal (C-207/16, EU:C:2018:300), ο οποίος παρατηρεί ότι το αίτημα των αστυνομικών αρχών αφορούσε «σαφώς προσδιορισμένο και περιορισμένο χρονικό διάστημα, ήτοι δώδεκα ημέρες» (σημείο 33 καθώς και σημείο 84).


51      Απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 56).


52      Άρθρο 1111, παράγραφος 11, του νόμου περί των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και άρθρο 901 του κώδικα ποινικής δικονομίας.


53      Βλ. απόφαση Ministerio Fiscal (σκέψη 53).


54      Καλούμενο επίσης «αρχή της ultima ratio».


55      Απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η υπογράμμιση δική μου. Πρβλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψεις 202 και 208).


56      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C-362/14, EU:C:2015:650, σκέψεις 40 και 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά) της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψη 229).


57      Απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C-288/12, EU:C:2014:237, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


58      Απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C‑288/12, EU:C:2014:237, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


59      Βλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2019, NJ (Εισαγγελία της Βιέννης) (C-489/19 PPU, EU:C:2019:849, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


60      Βλ., εσχάτως, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, JR και YC (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU, EU:C:2019:1077), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι, «στη Γαλλία, οι εισαγγελικοί λειτουργοί έχουν την εξουσία να εκτιμήσουν κατά τρόπο ανεξάρτητο, ιδίως σε σχέση με την εκτελεστική εξουσία, την αναγκαιότητα και τον αναλογικό χαρακτήρα της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και ότι ασκούν την εν λόγω εξουσία αντικειμενικώς, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα επιβαρυντικά ή απαλλακτικά στοιχεία» (σκέψη 55 της απόφασης αυτής).


61      Σχετικά με τις δύο πτυχές της απαίτησης ανεξαρτησίας, βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων που συνδέονται με την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων) (C-192/18, EU:C:2019:924, σκέψεις 108 έως 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


62      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C-509/18, EU:C:2019:457, σκέψεις 39 και 40).


63      Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, X (C-74/95 και C-129/95, EU:C:1996:491, σκέψη 19).


64      Για παράδειγμα, η εισαγγελική αρχή χορηγεί άδεια για την κρυφή παρακολούθηση προσώπου, αντικειμένου ή τόπου καθώς και, σε πολλές περιπτώσεις, για κατ’ οίκον έρευνα.


65      Πρβλ. επίσης άρθρο 30, παράγραφος 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας.


66      C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238.


67      Βάσει των στοιχείων που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το εσθονικό δίκαιο ο δικαστικός αυτός έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί κατά το πέρας της ανακριτικής διαδικασίας, όταν ύποπτος στον οποίο κοινοποιήθηκε η δικογραφία αποφασίσει να αμφισβητήσει πράξη της διαδικασίας αυτής, ή κατά τη διάρκεια της δίκης.