Language of document : ECLI:EU:T:2007:257

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις προοριζόμενες για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών αναδιαρθρώσεως – Ανάκληση προηγούμενης αποφάσεως – Λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως – Ανυπαρξία παραβάσεως ουσιώδους τύπου – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑25/04,

González y Díez, SA, με έδρα τη Villabona-Llanera, Aστουρίες (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους J. Díez-Hochleitner και A. Martínez Sánchez, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης, αρχικώς, από τον J. Buendía Sierra και, εν συνεχεία, από τον C. Urraca Caviedes, επικουρούμενο από τον J. Buendía Sierra, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως των άρθρων 1, 3 και 4 της απόφασης 2004/340/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003, για την κάλυψη των έκτακτων επιβαρύνσεων της επιχείρησης González y Díez, S.A. (ενισχύσεις για το 2001 και καταχρηστική χρήση των ενισχύσεων για το 1998 και 2000) και για την τροποποίηση της απόφασης 2002/827/ΕΚΑΧ (ΕΕ 2004, L 119, σ. 26),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, A. W .H. Meij, N. J. Forwood, I. Pelikánová και Σ. Παπασάββα, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 31ης Ιανουαρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3632/93/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 28ης Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό καθεστώς παρεμβάσεων των κρατών μελών υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα (ΕΕ L 329, σ. 12), έχει ως εξής:

«Ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων επιβαρύνσεων

1. Οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται στις επιχειρήσεις για την κάλυψη των δαπανών οι οποίες προκύπτουν ή προέκυψαν από τον εκσυγχρονισμό, τον εξορθολογισμό και την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας άνθρακα και οι οποίες δεν έχουν σχέση με την τρέχουσα παραγωγή (επιβαρύνσεις που κληρονομούνται από το παρελθόν) μπορούν να θεωρούνται ως συμβατές με την κοινή αγορά εφόσον το ποσόν τους δεν υπερβαίνει τις δαπάνες αυτές. Από τις ενισχύσεις αυτές μπορούν να καλύπτονται:

–        οι δαπάνες που επιβαρύνουν μόνον όσες επιχειρήσεις προβαίνουν ή έχουν προβεί σε αναδιαρθρώσεις,

–        οι δαπάνες που επιβαρύνουν διάφορες επιχειρήσεις.

Οι κατηγορίες δαπανών που προκύπτουν από τον εκσυγχρονισμό, τον εξορθολογισμό και την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας άνθρακα ορίζονται στο Παράρτημα της παρούσας απόφασης.»

2        Το παράρτημα της αποφάσεως 3632/93, που τιτλοφορείται «Καθορισμός των δαπανών που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1», ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«I. Οι δαπάνες που βαρύνουν μόνο τις επιχειρήσεις που προβαίνουν ή έχουν προβεί σε αναδιαρθρώσεις και εξορθολογισμό

Ήτοι αποκλειστικά:

[…]

γ) πληρωμή συντάξεων και αποζημιώσεων, εκτός αυτών που προβλέπει το επίσημο σύστημα ασφαλίσεως, στους εργαζόμενους που στερήθηκαν την εργασία τους λόγω αναδιαρθρώσεων και εξορθολογισμού και σε εκείνους που τις εδικαιούντο προ των αναδιαρθρώσεων·

[…]

ε) υπολειπόμενες επιβαρύνσεις από φορολογικές, νομικές ή διοικητικές διατάξεις·

στ) συμπληρωματικά πρόσθετα έργα ασφαλείας υπεδάφους που προκλήθηκαν από τις αναδιαρθρώσεις·

ζ) ζημιές των ορυχείων, εφόσον καταλογίζονται σε ορυχεία που λειτουργούσαν στο παρελθόν·

η) υπολειπόμενες επιβαρύνσεις που προέρχονται από συνεισφορές σε οργανισμούς παροχής ύδατος και αποχετεύσεως λυμάτων·

θ) άλλες υπολειπόμενες επιβαρύνσεις που προέρχονται από την παροχή ύδατος και την αποχέτευση των λυμάτων·

[…]

ια) μεγάλες ουσιαστικές υποτιμήσεις που οφείλονται στην αναδιάρθρωση της βιομηχανίας (μη λαμβανομένων υπόψη των ανατιμήσεων που επήλθαν από 1ης Ιανουαρίου 1986 και οι οποίες υπερβαίνουν το ποσοστό πληθωρισμού)·

ιβ) οι δαπάνες που συνεπάγεται η διατήρηση της πρόσβασης στα αποθέματα λιθάνθρακα μετά την παύση λειτουργίας του ορυχείου.

[…]»

3        Από το άρθρο 12 της αποφάσεως 3632/93 προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1994 και ότι η ισχύς της έληξε στις 23 Ιουλίου 2002.

4        Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 1407/2002 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2002, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προς τη βιομηχανία άνθρακα (ΕΕ L 205, σ. 1), έχει ως εξής:

«Ενισχύσεις για την κάλυψη έκτακτων δαπανών

1.      Οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται στις επιχειρήσεις που ασκούν ή είχαν ασκήσει δραστηριότητα σχετική με την παραγωγή άνθρακα για την κάλυψη των δαπανών οι οποίες προκύπτουν ή προέκυψαν από τον εξορθολογισμό και την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας άνθρακα και οι οποίες δεν έχουν σχέση με την τρέχουσα παραγωγή ("επιβαρύνσεις που κληρονομούνται από το παρελθόν") μπορούν να θεωρούνται συμβατές με την κοινή αγορά εφόσον το ύψος τους δεν υπερβαίνει τις δαπάνες αυτές. Από τις ενισχύσεις αυτές μπορούν να καλύπτονται:

α) οι δαπάνες που βαρύνουν μόνον τις επιχειρήσεις που προβαίνουν ή έχουν προβεί σε αναδιάρθρωση, μεταξύ άλλων οι αφορώσες την περιβαλλοντική αποκατάσταση παλαιών περιοχών εξόρυξης άνθρακα·

β) οι δαπάνες που βαρύνουν πλείονες επιχειρήσεις.

2.      Οι κατηγορίες δαπανών που προκύπτουν από τον εξορθολογισμό και την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας άνθρακα ορίζονται στο παράρτημα.»

5        Το παράρτημα του κανονισμού 1407/2002, που τιτλοφορείται «Καθορισμός των δαπανών που προβλέπονται στο άρθρο 7», ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1. Δαπάνες και προβλέψεις δαπανών που βαρύνουν μόνο τις επιχειρήσεις που προβαίνουν ή έχουν προβεί σε αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό

Ήτοι αποκλειστικά:

[…]

γ) καταβολή συντάξεων και αποζημιώσεων, εκτός αυτών που προβλέπει το επίσημο σύστημα ασφάλισης, στους εργαζόμενους που στερήθηκαν την εργασία τους λόγω αναδιάρθρωσης και εξορθολογισμού και σε εκείνους που τις εδικαιούντο προ της αναδιάρθρωσης·

[…]

στ) υπολειπόμενες δαπάνες που προκύπτουν από φορολογικές, νομικές ή διοικητικές διατάξεις·

ζ) πρόσθετα έργα ασφαλείας υπεδάφους που προέκυψαν από το κλείσιμο μονάδων παραγωγής·

η) ζημίες των ορυχείων, εφόσον καταλογίζονται σε μονάδες παραγωγής που αποτελούν αντικείμενο μέτρων παύσης λειτουργίας λόγω αναδιάρθρωσης·

θ) δαπάνες σχετιζόμενες με την αποκατάσταση παλαιών περιοχών εξόρυξης άνθρακα, όπως:

–        υπολειπόμενες δαπάνες που προέρχονται από συνεισφορές σε οργανισμούς παροχής ύδατος και αποχέτευσης λυμάτων,

–        άλλες υπολειπόμενες δαπάνες που προέρχονται από την παροχή ύδατος και την αποχέτευση των λυμάτων·

[...]

ια) έκτακτες εγγενείς υποτιμήσεις που οφείλονται στην παύση λειτουργίας μονάδων παραγωγής (μη λαμβανομένων υπόψη των ανατιμήσεων που επήλθαν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και οι οποίες υπερβαίνουν το ποσοστό πληθωρισμού).

[…]»

6        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1407/2002 ορίζει ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται από τις 24 Ιουλίου 2002.

7        Η ανακοίνωση της Επιτροπής 2002/C 152/03 σχετικά με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού συνεπεία της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 2002, C 152, σ. 5) διευκρινίζει τις συνέπειες που η Επιτροπή προτίθεται να συναγάγει από τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσον αφορά, ιδίως, τη διευθέτηση των υποθέσεων σχετικά με κρατικές ενισχύσεις υπέρ της βιομηχανίας άνθρακα.

 Ιστορικό της διαφοράς

8        Η προσφεύγουσα είναι μια μεταλλευτική επιχείρηση της οποίας τα ανθρακωρυχεία ευρίσκονται στις Αστουρίες. Διαθέτει ένα υπαίθριο ανθρακωρυχείο στον τομέα που αποκαλείται «Buseiro» και δύο υπόγεια ανθρακωρυχεία στον τομέα που αποκαλείται «Sorriba», εκ των οποίων το ένα ευρίσκεται στον επιμέρους τομέα που αποκαλείται «La Prohida» και το άλλο στον επιμέρους τομέα που αποκαλείται «Tres Hermanos».

9        Με τις αποφάσεις 98/637/ΕΚΑΧ, της 3ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ L 303, σ. 57), και 2001/162/ΕΚΑΧ, της 13ης Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ 2001, L 58, σ. 24), σχετικά με την παροχή ενισχύσεων από την Ισπανία στη βιομηχανία άνθρακα, αντιστοίχως, το 1998 και το 2000, η Επιτροπή επέτρεψε, ιδίως, στο Βασίλειο της Ισπανίας να χορηγήσει ενίσχυση για την κάλυψη εκτάκτων επιβαρύνσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 της αποφάσεως 3632/93, προοριζόμενη να καλύψει τις τεχνικές δαπάνες κλεισίματος εξορυκτικών εγκαταστάσεων συνεπεία των μέτρων εκσυγχρονισμού, εξορθολογισμού, αναδιάρθρωσης και συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων της ισπανικής βιομηχανίας άνθρακα.

10      Για τα έτη 1998 και 2000, οι ισπανικές αρχές κατέβαλαν στην προσφεύγουσα ποσά ανερχόμενα, αντιστοίχως, σε 651 908 560 ισπανικές πεσέτες (ESP) (ήτοι 3 918 049,35 ευρώ) και σε 463 592 384 ESP (ήτοι 2 786 246,34 ευρώ), τα οποία προορίζονταν για την κάλυψη των τεχνικών δαπανών μείωσης της ετήσιας παραγωγικής ικανότητας κατά 48 000 τόνους το 1998 και κατά 38 000 τόνους το 2000. Οι μειώσεις αυτές παραγωγικής ικανότητας θα έπρεπε να λάβουν χώρα, το 1998, εξ ολοκλήρου στο υπαίθριο ανθρακωρυχείο του Buseiro και, το 2000, στο υπόγειο ανθρακωρυχείο της Sorriba (επιμέρους τομέας La Prohida), μέχρι την ποσότητα των 26 000 τόνων, καθώς και στο υπαίθριο ανθρακωρυχείο του Buseiro, μέχρι την ποσότητα των 12 000 τόνων.

11      Στις 23 Ιουλίου 1998, η εταιρία Mina la Camocha εξαγόρασε το 100 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας. Κατόπιν της δημοσιεύσεως πληροφοριών στον Τύπο, τον Ιούνιο του 1999, οι οποίες οδηγούσαν στη σκέψη ότι οι ενισχύσεις που έλαβε η προσφεύγουσα το 1998 υπερέβαιναν τις δαπάνες της υποτιθέμενης μείωσης της παραγωγικής ικανότητας, δεδομένου ότι οι εν λόγω ενισχύσεις υπολογίσθηκαν ως έσοδα εκμεταλλεύσεως και καταβλήθηκαν στη μητρική εταιρία, η Επιτροπή αποφάσισε να ερμηνεύσει τη χορήγηση των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών υπέρ της προσφεύγουσας και, με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 1999, ζήτησε από το Βασίλειο της Ισπανίας να της παράσχει πληροφορίες επί του θέματος αυτού. Με έγγραφα που απέστειλε μεταγενεστέρως, η Επιτροπή προέβη σε εκτενέστερες αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τις ενισχύσεις για τα έτη 2000 και 2001. Κατά τη διάρκεια ανταλλαγής αλληλογραφίας που διήρκεσε έως τον Απρίλιο του 2002, οι ισπανικές αρχές διαβίβασαν τις πληροφορίες που είχαν ζητηθεί.

12      Με έγγραφο της 21ης Νοεμβρίου 2000, το οποίο συμπληρώθηκε με τα έγγραφα της 19ης και της 21ης Μαρτίου 2001, το Βασίλειο της Ισπανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή τις ενισχύσεις προς τη βιομηχανία άνθρακα, των οποίων είχε προβλέψει τη χορήγηση κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2001. Οι ενισχύσεις αυτές περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, το ποσό των 393 971 600 ESP (2 367 817 ευρώ) για την κάλυψη των δαπανών της προσφεύγουσας σχετικά με τη μείωση της ετήσιας παραγωγικής ικανότητας κατά 34 000 τόνους, η οποία θα έπρεπε να λάβει χώρα το 2001 στον επιμέρους τομέα La Prohida.

13      Με την απόφαση 2002/241/ΕΚΑΧ, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για την παροχή ενισχύσεων από την Ισπανία στη βιομηχανία του άνθρακα το 2001 (ΕΕ 2002, L 82, σ. 11), η Επιτροπή επέτρεψε στο Βασίλειο της Ισπανίας να καταβάλει τις ενισχύσεις που προορίζονταν για την κάλυψη των τεχνικών δαπανών κλεισίματος εξορυκτικών εγκαταστάσεων συνεπεία των μέτρων εκσυγχρονισμού, εξορθολογισμού, αναδιάρθρωσης και συρρίκνωσης της ισπανικής βιομηχανίας άνθρακα, εξαιρουμένων, μεταξύ άλλων, των ενισχύσεων που προορίζονταν για την προσφεύγουσα, ως προς τις οποίες η Επιτροπή τόνισε ότι επρόκειτο να αποφανθεί μεταγενεστέρως. Όσον αφορά τις τελευταίες αυτές ενισχύσεις, η Επιτροπή επροτίθετο να αναλύσει προηγουμένως τις πληροφορίες που επρόκειτο να της γνωστοποιήσουν οι ισπανικές αρχές ως προς τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα για τα έτη 1998 και 2000.

14      Με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2002, το Βασίλειο της Ισπανίας ενημέρωσε την Επιτροπή ότι, ενόψει της εκδόσεως αποφάσεως της τελευταίας επί του ζητήματος αυτού, κατέβαλε στην προσφεύγουσα ποσό ύψους 383 322 896 ESP (2 303 817 ευρώ) για το έτος 2001, το οποίο ήταν χαμηλότερο από το ποσό που αποτέλεσε αντικείμενο κοινοποιήσεως.

15      Με την απόφαση 2002/827/ΕΚΑΧ, της 2ας Ιουλίου 2002, για τη χορήγηση ενισχύσεων από την Ισπανία στην επιχείρηση González y Díez, SA, τα έτη 1998, 2000 και 2001 (ΕΕ L 296, σ. 80), η Επιτροπή έκρινε ότι είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα για την κάλυψη των έκτακτων δαπανών αναδιαρθρώσεως για τα έτη 1998, 2000 και 2001, μέχρι του ποσού των 5 113 245,96 ευρώ (850 772 542 ESP). Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στο ποσό, αφενός, των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν για τα έτη 1998 και 2000, το οποίο ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 2 745 428, 96 ευρώ (456 800 943 ESP), και, αφετέρου, της ενισχύσεως ύψους 2 367 817 ευρώ (393 971 600 ESP), που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή από το Βασίλειο της Ισπανίας για το έτος 2001.

16      Στις 17 Σεπτεμβρίου 2002, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως των άρθρων 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου υπό τον αριθμό T-291/02.

17      Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της ως άνω προσφυγής, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς ορισμένα στοιχεία της διαδικασίας που οδήγησαν στην έκδοση της αποφάσεως 2002/827. Επομένως, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει εκ νέου την επίσημη διαδικασία εξετάσεως ενόψει ανακλήσεως των άρθρων 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 και αντικαταστάσεως της τελευταίας με νέα απόφαση. Με έγγραφο της 19ης Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή κοινοποίησε στο Βασίλειο της Ισπανίας την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Απριλίου 2003 (ΕΕ C 87, σ. 17) πρόσκληση για την υποβολή παρατηρήσεων.

18      Στις 5 Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2004/340/ΕΚ σχετικά με την κάλυψη των έκτακτων επιβαρύνσεων της επιχείρησης González y Díez, SA (ενισχύσεις για το 2001 και καταχρηστική χρήση των ενισχύσεων για το 1998 και 2000) και για την τροποποίηση της απόφασης 2002/827/ΕΚΑΧ (ΕΕ 2004, L 119, σ. 26) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας στις 6 Νοεμβρίου 2003 υπό τον αριθμό C(2003) 3910 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 23ης Απριλίου 2004.

19      Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από το Βασίλειο της Ισπανίας στην προσφεύγουσα, ποσού ύψους 3 131 726,47 ευρώ, για την κάλυψη, δυνάμει του άρθρου 5 της απόφασης 3632/93, των εκτάκτων δαπανών αναδιαρθρώσεως για τα έτη 1998 και 2000, συνιστούν καταχρηστική εφαρμογή των αποφάσεων 98/637 και 2001/162 και είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

20      Το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως κηρύσσει συμβατές με το άρθρο 7 του κανονισμού 1407/2002 τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στην προσφεύγουσα ποσού ύψους 2 249 759,37 ευρώ (374 328 463 ESP) για την κάλυψη, για το έτος 2001, των εκτάκτων δαπανών κλεισίματος που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου 1998-2001.

21      Το άρθρο 3, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 7 του κανονισμού 1407/2002 η ενίσχυση ποσού ύψους 602 146,29 ευρώ (100 188 713 ESP) που χορηγήθηκε για το έτος 2001, για επενδύσεις στις υποδομές ανθρακωρυχείων προς τον σκοπό της εκμεταλλεύσεως του επιμέρους τομέα Tres Hermanos. Το άρθρο 3, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως προσθέτει ότι είναι, επίσης, ασυμβίβαστη με την ίδια διάταξη η ενίσχυση ποσού ύψους 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP) που χορηγήθηκε για το έτος 2001, για τη σύσταση πρόβλεψης με στόχο την κάλυψη μελλοντικών δαπανών σχετικά με το κλείσιμο του επιμέρους τομέα La Prohida και το μερικό κλείσιμο του τομέα Buseiro, που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 1998-2001.

22      Με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, διατάσσεται το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει τις καταβληθείσες για τα έτη 1998 και 2000 ενισχύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 της ίδιας αποφάσεως. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως επιτάσσει την ανάκτηση από την προσφεύγουσα ποσού ύψους 54 057,63 ευρώ (8 994 433 ESP), το οποίο καταβλήθηκε παράνομα πριν από την έγκριση της Επιτροπής για το οικονομικό έτος 2001 και το οποίο αποτελεί επιπλέον ποσό που δεν εγκρίθηκε σε σχέση με τις ενισχύσεις οι οποίες εγκρίθηκαν δυνάμει του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και, ενδεχομένως, κάθε άλλου ποσού το οποίο καταβλήθηκε παράνομα υπό τις ίδιες περιστάσεις.

23      Το άρθρο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι καταργούνται τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827.

24      Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής περί καταργήσεως της δίκης, το Πρωτοδικείο έθεσε τέρμα στη διαδικασία, στην υπόθεση Τ-291/02, με διάταξη της 2ας Σεπτεμβρίου 2004, González y Díez κατά Επιτροπής (που δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή).

 Διαδικασία

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Ιανουαρίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

26      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (δεύτερο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, απηύθυνε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους, στις οποίες αυτοί απάντησαν εμπροθέσμως.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 31ης Ιανουαρίου 2007.

28      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προσκόμισε ένα έγγραφο που περιείχε σχηματικές παραστάσεις του τομέα Sorriba. Αφού το Πρωτοδικείο άκουσε τους διαδίκους, το έγγραφο αυτό κατατέθηκε στη δικογραφία με απόφαση του προέδρου του δευτέρου πενταμελούς τμήματος.

29      Επετράπη στην Επιτροπή να καταθέσει στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου ένα έγγραφο τιτλοφορούμενο «Anexo al informe pericial sobre la ayuda a la reducción de actividad de la empresa Gonzáles y Díez, SA» (παράρτημα της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την ενίσχυση για τη συρρίκνωση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως Gonzáles y Díez, SA), με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 2002. Δόθηκε η δυνατότητα στην προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του εν λόγω εγγράφου, πράγμα που αυτή τέλεσε εμπροθέσμως. Αφού το Πρωτοδικείο άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε να κατατεθεί το έγγραφο στη δικογραφία.

30      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε με απόφαση του προέδρου του δευτέρου πενταμελούς τμήματος της 9ης Μαρτίου 2007.

 Αιτήματα των διαδίκων

31      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τα άρθρα 1, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

33      Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, που αντλούνται αντιστοίχως από αναρμοδιότητα της Επιτροπής για τη θέσπιση των άρθρων 1, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από παράβαση ουσιώδους τύπου κατά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την ανάκληση των άρθρων 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 και για τη θέσπιση της προσβαλλομένης αποφάσεως, από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και από παράβαση ουσιώδους τύπου, καθώς και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από αναρμοδιότητα της Επιτροπής για τη θέσπιση των άρθρων 1, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

34      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ούτε η Συνθήκη ΕΚΑΧ ούτε η Συνθήκη ΕΚ απονέμουν στην Επιτροπή αρμοδιότητα για τη θέσπιση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας ανακλήσεως και για τη θέσπιση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

35      Όσον αφορά τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εν λόγω Συνθήκη δεν μπορούσε να χρησιμεύσει ως νομική βάση μετά τη λήξη της ισχύος της, η οποία επήλθε στις 23 Ιουλίου 2002 (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑172/01 P, C‑175/01 P, C‑176/01 P και C‑180/01 P, International Power κ.λπ. κατά NALOO, Συλλογή 2003, σ. I‑11421, I‑11425, σημείο 48).

36      Όσον αφορά τη Συνθήκη ΕΚ, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 305, παράγραφος 1, ΕΚ, η Συνθήκη αυτή δεν παρείχε στην Επιτροπή νομική βάση προκειμένου το εν λόγω θεσμικό όργανο να λάβει θέση επί των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για τα έτη 1998, 2000 και 2001.

37      Συγκεκριμένα, οι εφαρμοστέες επί των προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ δεν θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν αναδρομικά σε καταστάσεις προγενέστερες της λήξεως της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή νομικών διατάξεων σε καταστάσεις προγενέστερες της θέσεως σε ισχύ των εν λόγω διατάξεων είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της ασφαλείας δικαίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1991, C‑368/89, Crispoltoni, Συλλογή 1992, σ. I‑3695, σκέψη 17· της 15ης Ιουλίου 1993, C‑34/92, GruSa Fleisch, Συλλογή 1993, σ. I‑4147, σκέψη 22· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Léger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1997, C‑223/95, Moksel, Συλλογή 1997, σ. I‑2379, I‑2381, σημεία 40 έως 42). Προς στήριξη του ως άνω ισχυρισμού, η προσφεύγουσα επικαλείται, επίσης, το άρθρο 28 της Συμβάσεως της Βιέννης της 23ης Μαΐου 1969 περί του δικαίου των συνθηκών (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 788, σ. 354), που διατυπώνει την αρχή της μη αναδρομικότητας των συνθηκών. Κατά την προσφεύγουσα, αν τα κράτη μέλη επροτίθεντο να επιτρέψουν την εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚ επί της βιομηχανίας του άνθρακα, όσον αφορά καταστάσεις προγενέστερες της 24ης Ιουλίου 2002, θα το είχαν ορίσει ρητώς.

38      Έτσι, η Επιτροπή δεν μπορεί, στηριζόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και στους κανόνες εφαρμογής του, να καταργεί ή να τροποποιεί ενισχύσεις προς τη βιομηχανία του άνθρακα οι οποίες επετράπησαν υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή ως προς τις οποίες ουδεμία θέση ελήφθη όταν το καθεστώς αυτό ήταν σε ισχύ.

39      Εξάλλου, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1407/2002, το οποίο προβλέπει την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού από τις 24 Ιουλίου 2002, επιβεβαιώνει ότι η Συνθήκη ΕΚ δεν είναι δυνατό να έχει αναδρομική εφαρμογή. Η προσφεύγουσα αναφέρει, επίσης, ότι από το ουσιαστικό περιεχόμενο του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να νομοθετήσει μόνο για το μέλλον, εφόσον καμία από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού δεν διέπει τις ενισχύσεις προς τη βιομηχανία του άνθρακα οι οποίες χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του.

40      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, η αρχή της μη αναδρομικότητας των διατάξεων που εισάγουν περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να αγνοηθεί ούτε από τα κράτη μέλη ούτε από τον κοινοτικό νομοθέτη, δεδομένου ότι η εν λόγω αρχή κατοχυρώνεται από τις συναταγματικές έννομες τάξεις των κρατών μελών.

41      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η Επιτροπή είχε επίγνωση του ότι οι κανόνες της Συνθήκης ΕΚ δεν ήσαν εφαρμοστέοι επί των ενισχύσεων προς τη βιομηχανία του άνθρακα οι οποίες υπάγονταν σε περίοδο προγενέστερη της λήξεως της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Τούτο προκύπτει από το σημείο 25 της ανακοινώσεως 2002/C 152/03, καθώς και από το γεγονός ότι η Επιτροπή ανέφερε, στο σημείο 46 της εν λόγω ανακοινώσεως, ότι θεωρούσε αναγκαία την περάτωση των διαδικασιών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προς τη βιομηχανία του άνθρακα πριν από τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

42      Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι δεν επιδιώκει να επικαλεσθεί την ύπαρξη νομικού κενού κατόπιν της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Ισχυρίζεται μόνον ότι η Επιτροπή όφειλε να ασκήσει τις εξουσίες που της έχουν απονεμηθεί από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ για να ανακαλέσει τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827.

43      Όσον αφορά τη διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί για να εξακριβωθεί η εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ ως προς τις ενισχύσεις που της χορηγήθηκαν για τα έτη 1998, 2000 και 2001, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το άρθρο 226 ΕΚ θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής.

44      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη λυσιτέλεια του άρθρου 3 ΕΕ όσον αφορά το ζήτημα της αρμοδιότητας της Επιτροπής και θεωρεί ότι η διάταξη αυτή είναι ξένη προς το κοινοτικό σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων. Αμφισβητεί, επίσης, τη λυσιτέλεια της αρχής την οποία προέβαλε η Επιτροπή και σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση ανυπαρξίας μεταβατικών διατάξεων, ο νέος κανόνας εφαρμόζεται σε μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό το καθεστώς του παλαιότερου κανόνα. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι αντιτίθεται μόνο στην αναδρομική εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚ σε παρελθούσα, και όχι σε μέλλουσα, κατάσταση που δημιουργήθηκε υπό το καθεστώς ενός κανόνα ο οποίος έχει καταργηθεί. Τέλος, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι είναι δυνατό να γίνει διάκριση μεταξύ των ουσιαστικών κανόνων και των διαδικαστικών κανόνων.

45      Η Επιτροπή παρατηρεί, ευθύς εξ αρχής, ότι το ζήτημα της αρμοδιότητας της Επιτροπής για τη θέσπιση της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να επιλυθεί υπό το πρίσμα της ενότητας της κοινοτικής έννομης τάξεως που περιλαμβάνει τις Συνθήκες ΕΚΑΧ και ΕΚ, οι οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 ΕΕ. Εν συνεχεία, επισημαίνει ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων δεν εγείρει καμία αμφιβολία, δεδομένου ότι αμφότερες οι Συνθήκες ΕΚΑΧ και ΕΚ της έχουν απονείμει ελεγκτικές εξουσίες στον τομέα αυτό.

46      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ελλείψει μεταβατικών διατάξεων, ένας νέος κανόνας εφαρμόζεται πάραυτα στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό το καθεστώς του παλαιότερου κανόνα (προαναφερθείσες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση International Power κ.λπ. κατά NALOO, σημείο 48). Πάντως, καμία μεταβατική διάταξη πρωτογενούς δικαίου δεν έχει θεσπισθεί στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η νομολογία που αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων επί περιπτώσεων καλυπτομένων από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ δυνάμει του άρθρου 305 ΕΚ αφορά την άρση συγκρούσεων μεταξύ κανόνων που ευρίσκονται συγχρόνως σε ισχύ και δεν εφαρμόζεται επί περιπτώσεων στις οποίες οι κανόνες αυτοί ισχύουν διαδοχικά.

47      Η Επιτροπή εκθέτει ότι κατά παράδοση έχει καθιερωθεί μια διάκριση μεταξύ των διαδικαστικών κανόνων και των ουσιαστικών κανόνων. Όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες, εφαρμόζονται εκείνοι που είναι σε ισχύ κατά το χρονικό σημείο της ενάρξεως του εν λόγω σταδίου [απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 1993, C‑121/91 και C‑122/91, CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3873, σκέψη 22]. Έτσι, η εκ νέου κίνηση διαδικασίας που έχει ως αντικείμενο ενισχύσεις χορηγηθείσες πριν από τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ θα πρέπει να διενεργηθεί βάσει του άρθρου 88 ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1).

48      Όσον αφορά το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, η Επιτροπή εκτιμά ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των ενισχύσεων σχετικά με το έτος 2001 και, αφετέρου, των ενισχύσεων σχετικά με τα έτη 1998 και 2000. Ως προς τις ενισχύσεις του 2001, η προσβαλλόμενη απόφαση όφειλε να εφαρμόσει το άρθρο 7 του κανονισμού 1407/2002, συμφώνως προς το σημείο 47 της ανακοινώσεως 2002/C 152/03, προς τη βούληση του νομοθέτη, η οποία εκφράσθηκε στην αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 1407/2002, να εφαρμοσθεί αναδρομικά ο εν λόγω κανονισμός, καθώς και προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιανουαρίου 2002, C‑162/00, Pokrzeptowicz-Meyer (Συλλογή 2002, σ. I‑1049, σκέψη 50), και προς τον ρόλο της lex generalis που το άρθρο 305 ΕΚ αναγνωρίζει στη Συνθήκη ΕΚ σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚΑΧ.

49      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, επίσης, ότι, εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο του άρθρου 7 και του παραρτήματος του κανονισμού 1407/2002 είναι πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 5 και του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93 που ίσχυε προγενεστέρως, εξαιρουμένου μόνον του ότι το νέο καθεστώς επιτρέπει ενισχύσεις για ολικό κλείσιμο παραγωγικών μονάδων, ενώ το καθεστώς της ΕΚΑΧ επέτρεπε, επίσης, ενισχύσεις για μερικό κλείσιμο. Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, εν προκειμένω, οι ενισχύσεις του 2001 είχαν σχέση με το ολικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων του επιμέρους τομέα La Prohida. Έτσι, δεδομένου ότι το εφαρμοστέο καθεστώς ήταν πανομοιότυπο εν προκειμένω, η διαδοχή, από χρονικής απόψεως, των καθεστώτων που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ και στη Συνθήκη ΕΚ δεν προκάλεσε ζημία στην προσφεύγουσα.

50      Όσον αφορά τις ενισχύσεις του 1998 και του 2000, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προέβη σε καμία νέα ανάλυση επί τη βάσει των γενικών κανόνων της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή της Συνθήκης ΕΚ, αλλά περιορίσθηκε να εξακριβώσει αν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που τέθηκαν με τις αποφάσεις 98/637 και 2001/162. Επομένως, η νομιμότητα των ως άνω ενισχύσεων πρέπει να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με τις προϋποθέσεις που καθορίσθηκαν με τις εν λόγω αποφάσεις περί εγκρίσεως, οι οποίες παραμένουν πλήρως σε ισχύ.

51      Ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, το εν λόγω θεσμικό όργανο θεωρεί ότι, αν γίνει δεκτό ότι η Συνθήκη ΕΚ είναι εφαρμοστέα για την εξασφάλιση της τηρήσεως των προϋποθέσεων με τις οποίες συνδέονται οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, που είναι η εφαρμοστέα διάταξη ratione materiae, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

52      Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας, που αντλείται από αναρμοδιότητα της Επιτροπής, θα οδηγούσε στο να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια ούτε για την ανάκληση της αποφάσεως 2002/827 και ότι θα ήταν αδύνατο να επιτευχθεί η ακύρωση αποφάσεως ληφθείσας κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ μετά τη λήξη ισχύος της εν λόγω Συνθήκης, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα των κοινοτικών δικαστηρίων έχει το ίδιο έρεισμα με εκείνη της Επιτροπής.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

53      Οι κοινοτικές Συνθήκες εγκαθίδρυσαν μια ενιαία έννομη τάξη (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, γνωμοδότηση 1/91 του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1991, Συλλογή 1991, σ. I‑6079, σκέψη 21· απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 1991, Τ-120/89, Stahlwerke Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑279, σκέψη 78), στο πλαίσιο της οποίας, όπως τούτο αντανακλάται στο άρθρο 305, παράγραφος 1, ΕΚ, η Συνθήκη ΕΚΑΧ συνιστούσε ειδικό καθεστώς παρεκκλίνον από τους κανόνες γενικού χαρακτήρα τους οποίους έχει θεσπίσει η Συνθήκη ΕΚ.

54      Δυνάμει του άρθρου της 97, η Συνθήκη ΕΚΑΧ έπαυσε να ισχύει στις 23 Ιουλίου 2002. Κατά συνέπεια, στις 24 Ιουλίου 2002, το πεδίο εφαρμογής του γενικού καθεστώτος που απορρέει από τη Συνθήκη ΕΚ επεκτάθηκε στους τομείς που διείποντο αρχικώς από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ.

55      Ναι μεν το γεγονός ότι το νομικό πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ διαδέχθηκε εκείνο της Συνθήκης ΕΚΑΧ επέφερε, από τις 24 Ιουλίου 2002, τροποποίηση των νομικών βάσεων, των διαδικασιών και των εφαρμοστέων ουσιαστικών κανόνων, πλην όμως αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της ενότητας και της συνέχειας της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών της. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η εγκαθίδρυση και η διατήρηση ενός καθεστώτος ελεύθερου ανταγωνισμού, στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η τήρηση κανονικών όρων ανταγωνισμού και από το οποίο απορρέουν, ιδίως, οι κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς τόσο της Συνθήκης ΕΚ (βλ., προσφάτως, υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5977, σκέψη 31) όσο και της Συνθήκης ΕΚΑΧ (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2001, C‑280/99 P έως C‑282/99 P, Moccia Irme κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑4717, σκέψη 33, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1999, Τ-89/96, British Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2089, σκέψη 106). Στο πλαίσιο αυτό, αν και οι κανόνες των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚ που διέπουν τη ρύθμιση σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις διαφέρουν σε ορισμένο βαθμό, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ ανταποκρίνονται στην έννοια της ενισχύσεως κατά το πνεύμα των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Έτσι, η επιδίωξη του σκοπού της διασφαλίσεως ανόθευτου ανταγωνισμού στους τομείς που υπάγονταν αρχικώς στην κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα δεν διεκόπη λόγω της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός επιδιώκεται, επίσης, στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ.

56      Έτσι, η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών που πρυτανεύουν κατά τη λειτουργία της απαιτεί, εφόσον η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διαδέχθηκε την Εευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, και στο δικό της διαδικαστικό πλαίσιο, να εξασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, έναντι των καταστάσεων που δημιουργήθηκαν υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τον σεβασμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που ήσαν επιβεβλημένες eo tempore τόσο στα κράτη μέλη όσο και στους ιδιώτες δυνάμει της Συνθήκης ΕΚΑΧ και των κανόνων που θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή της εν λόγω Συνθήκης. Η απαίτηση αυτή είναι επιβεβλημένη πολλώ μάλλον εφόσον η στρέβλωση του ανταγωνισμού που απορρέει από τη μη τήρηση των κανόνων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις μπορεί να επεκτείνει τα αποτελέσματά της, από χρονικής απόψεως, μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ.

57      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ελέγχει, μετά τις 23 Ιουλίου 2002, τη συμβατότητα προς την κοινή αγορά των κρατικών ενισχύσεων οι οποίες χορηγούνται στο πλαίσιο τομέων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ ratione materiae και ratione temporis, καθώς και την εκ μέρους των κρατών μελών εφαρμογή αποφάσεων περί εγκρίσεως κρατικών ενισχύσεων που θεσπίσθηκαν δυνάμει της Συνθήκης ΕΚΑΧ, έναντι καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της λήξεως ισχύος της εν λόγω Συνθήκης.

58      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η διαδοχή, στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξεως, των κανόνων της Συνθήκης ΕΚ σε έναν τομέα ο οποίος διείπετο αρχικώς από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ πρέπει να λάβει χώρα τηρουμένων των αρχών που διέπουν τη διαχρονική εφαρμογή του δικαίου. Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, ναι μεν θεωρείται γενικώς ότι οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή εφ’ όλων των δικών που ήσαν εκκρεμείς κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των κανόνων αυτών, πλην όμως δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, οι τελευταίοι αυτοί κανόνες, προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να ερμηνεύονται ως έχοντες εφαρμογή επί καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της ενάρξεως της ισχύος τους, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωρισθεί αναδρομική ισχύς (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Salumi, Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9, και της 10ης Φεβρουαρίου 1982, 21/81, Bout, Συλλογή 1982, σ. 381, σκέψη 13· απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Φεβρουαρίου 1998, Τ-42/96, Eyckeler & Malt κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑401, σκέψη 55).

59      Υπό το πρίσμα αυτό, όσον αφορά το ζήτημα των ουσιαστικών διατάξεων που είναι εφαρμοστέες σε μια νομική κατάσταση που έχει οριστικώς διαμορφωθεί προ της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και οι αφορώσες τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτήσεις επιβάλλουν την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ επί των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους ratione materiae και ratione temporis. Το γεγονός ότι, λόγω του ότι η Συνθήκη ΕΚΑΧ έπαυσε να ισχύει, το επίμαχο κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι πλέον σε ισχύ κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο διεξάγεται η εκτίμηση της πραγματικής καταστάσεως δεν μεταβάλλει την ως άνω θεώρηση, εφόσον η εκτίμηση αυτή αφορά μια νομική κατάσταση που έχει οριστικώς διαμορφωθεί σε χρόνο κατά τον οποίο ήσαν εφαρμοστέες οι ουσιαστικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

60      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, κατόπιν διαδικασίας η οποία διεξήχθη σύμφωνα με τον κανονισμό 659/1999. Οι διατάξεις σχετικά με τη νομική βάση και την ακολουθηθείσα έως την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως διαδικασία εμπίπτουν στους διαδικαστικούς κανόνες κατά την έννοια της νομολογίας που αναφέρθηκε στη σκέψη 58 ανωτέρω. Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή ορθώς εφάρμοσε το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και τους διαδικαστικούς κανόνες που περιέχονται στον κανονισμό 659/1999.

61      Όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, και εφόσον τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατατείνουν στο να γίνει επίκληση της ελλείψεως νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω εσφαλμένης, όπως υποστηρίζεται, εφαρμογής του κανονισμού 1407/2002, επιβάλλεται η παρατήρηση, ευθύς εξ αρχής, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά νομικές καταστάσεις που έχουν οριστικώς διαμορφωθεί προ της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, δεδομένου ότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα στο σύνολό τους πριν από τις 23 Ιουλίου 2002. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αντικείμενο την εξέταση, αφενός, της ενδεχομένως καταχρηστικής χρήσεως των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για τα έτη 1998 και 2000 και, αφετέρου, της συμβατότητας προς την κοινή αγορά των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για το έτος 2001 ενόψει της εγκρίσεως της Επιτροπής.

62      Έτσι, ο έλεγχος της χρήσεως των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για τα έτη 1998 και 2000 πρέπει να διενεργηθεί με γνώμονα τις αποφάσεις περί εγκρίσεως 98/637 και 2001/162, εφόσον η χορήγηση των ως άνω ενισχύσεων εξηρτάτο από τις εν λόγω αποφάσεις. Στον βαθμό που οι εν λόγω αποφάσεις περί εγκρίσεως απαιτούν την τήρηση του κανονιστικού πλαισίου που θέσπισε η απόφαση 3632/93, η χρήση των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για τα έτη 1998 και 2000 πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των κανόνων που θέτει η απόφαση αυτή.

63      Ομοίως, η συμβατότητα των χορηγηθεισών για το έτος 2001 κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των κανόνων της αποφάσεως 3632/93. Συγκεκριμένα, καίτοι το κανονιστικό πλαίσιο που θέσπισε η απόφαση αυτή δεν είναι πλέον σε ισχύ από τις 24 Ιουλίου 2002 και δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να προσδιορίσει τη συμβατότητα των χορηγηθεισών μετά την ημερομηνία αυτή ενισχύσεων με την κοινή αγορά, γεγονός παραμένει ότι το εν λόγω κανονιστικό πλαίσιο αποτελούσε το εφαρμοστέο καθεστώς κατά τον χρόνο διεξαγωγής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών.

64      Ωστόσο, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, ναι μεν η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 63, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ήλεγχε τη χρήση των ενισχύσεων που αντιστοιχούν στα έτη 1998 και 2000 υπό το πρίσμα των όρων που καθορίζονται με τις αποφάσεις 98/637 και 2001/162, και, εμμέσως, των κανόνων της αποφάσεως 3632/93, πλην όμως, στην αιτιολογική σκέψη 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το εν λόγω θεσμικό όργανο αποφάσισε να προβεί σε ανάλυση των ενισχύσεων που προορίζονται για την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών αναδιαρθρώσεως στον επιμέρους τομέα La Prohida βάσει του άρθρου 7 και του παραρτήματος του κανονισμού 1407/2002.

65      Ομοίως, ναι μεν, στην αιτιολογική σκέψη 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέφρασε την πρόθεσή της να εξετάσει τις ενισχύσεις που προορίζονται για την κάλυψη των σχετικών με το μερικό κλείσιμο του τομέα Buseiro δαπανών βάσει της αποφάσεως 3632/93, πλην όμως, στις αιτιολογικές σκέψεις 81 έως 83 και 86, το εν λόγω θεσμικό όργανο εξέτασε ρητώς τη συμβατότητα προς την κοινή αγορά ορισμένων από αυτές τις ενισχύσεις βάσει του κανονισμού 1407/2002.

66      Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 63, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 47 της ανακοινώσεως 2002/C 152/03, επροτίθετο να εξετάσει τη συμβατότητα των ενισχύσεων που αντιστοιχούν στο έτος 2001, οι οποίες χορηγήθηκαν ενόψει της εγκρίσεως της Επιτροπής, προς το άρθρο 7 του κανονισμού 1407/2002.

67      Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1407/2002, ο τελευταίος εφαρμόζεται από τις 24 Ιουλίου 2002. Μια εξαίρεση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, παρέχει τη δυνατότητα, κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως κράτους μέλους, να συνεχίσουν οι ενισχύσεις που καλύπτουν τις δαπάνες του έτους 2002 να υπόκεινται στους κανόνες και τις αρχές της αποφάσεως 3632/93, εξαιρουμένων των κανόνων ως προς τις προθεσμίες και τις διαδικασίες. Επομένως, από τη διατύπωση του άρθρου 14 του κανονισμού 1407/2002 προκύπτει σαφώς ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται σε καταστάσεις που διαμορφώθηκαν το ενωρίτερο από τις 24 Ιουλίου 2002.

68      Επομένως, η Επιτροπή αβασίμως απεφάνθη, στο σημείο 47 της ανακοινώσεως 2002/C 152/03, ότι επρόκειτο να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του κανονισμού 1407/2002 επί των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πριν από τις 23 Ιουλίου 2002 χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής.

69      Εξάλλου, τα διάφορα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη του ως άνω ισχυρισμού πρέπει να απορριφθούν. Κατ’ αρχάς, η αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 1407/2002 δεν παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης επροτίθετο να προσδώσει στον κανονισμό αυτό αναδρομική ισχύ (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω) κατά τρόπον ώστε οι διατάξεις του να έχουν εφαρμογή σε καταστάσεις προγενέστερες της 24ης Ιουλίου 2002. Η ως άνω αιτιολογική σκέψη αναγγέλλει, το πολύ, το άρθρο 14 του κανονισμού 1407/2002, το οποίο προβλέπει ότι, καίτοι ο εν λόγω κανονισμός άρχισε να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήτοι στις 2 Αυγούστου 2002, εφαρμόζεται ήδη από τις 24 Ιουλίου 2002.

70      Εν συνεχεία, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί στην προαναφερθείσα απόφαση Pokrzeptowicz-Meyer. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι η αρχή που εκτίθεται στη σκέψη 50 της εν λόγω αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία ένας νέος κανόνας εφαρμόζεται πάραυτα στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως δημιουργηθείσας υπό το κράτος παλαιότερου κανόνα, ισχύει μόνο για τις καταστάσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη κατά το χρονικό σημείο ενάρξεως της ισχύος του νέου κανόνα, και όχι έναντι καταστάσεων οι οποίες, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, έχουν οριστικώς διαμορφωθεί υπό το κράτος παλαιότερου κανόνα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Pokrzeptowicz-Meyer, προπαρατεθείσα, σκέψεις 51 και 52).

71      Τέλος, από τη φύση της Συνθήκης ΕΚ ως lex generalis σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 305 ΕΚ, προκύπτει ακριβώς ότι το ειδικό καθεστώς που απορρέει από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ και από τους κανόνες που θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή της είναι, δυνάμει της αρχής lex specialis derogat legi generali, το μόνο εφαρμοστέο καθεστώς επί των καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της 24ης Ιουλίου 2002.

72      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο κανονισμός 1407/2002 δεν συνιστούσε το κανονιστικό πλαίσιο βάσει του οποίου μπορούσε να εξετασθεί η καταχρηστική χρήση των ενισχύσεων που αφορούν τα έτη 1998 και 2000 ή η συμβατότητα των χορηγηθεισών για το έτος 2001 ενισχύσεων με την κοινή αγορά.

73      Ωστόσο, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενο του άρθρου 7 και του παραρτήματος του κανονισμού 1407/2002 είναι πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 5 και του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93 και ότι η εφαρμογή των κανόνων που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚ αντί των κανόνων που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ δεν προκάλεσε ζημία στην προσφεύγουσα.

74      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η διαπιστωθείσα εν προκειμένω παρατυπία θα είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και, επομένως, την ακύρωσή της, μόνον κατά το μέτρο που η παρατυπία αυτή θα μπορούσε να έχει συνέπειες επί του περιεχομένου της εν λόγω αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αν αποδειχθεί ότι, στην περίπτωση που δεν υφίστατο η ως άνω παρατυπία, η Επιτροπή θα κατέληγε σε ταυτόσημο αποτέλεσμα, κατά το μέτρο που η επίμαχη πλημμέλεια δεν ήταν ικανή, εν πάση περιπτώσει, να επηρεάσει το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν θα υπήρχε λόγος να ακυρωθεί η τελευταία [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, όσον αφορά τις ένδικες διαφορές περί της νομικής βάσεως, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑491/01, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, Συλλογή 2002, σ. I‑11453, σκέψη 98· της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑211/01, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑8913, σκέψη 52, και της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C‑210/03, Swedish Match, Συλλογή 2004, σ. I‑11893, σκέψη 44· βλ. επίσης, υπ’ αυτήν την έννοια, όσον αφορά την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980, 30/78, Distillers κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980, σ. 465, σκέψη 26· της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10821, σκέψη 31, και, προσφάτως, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Τ-314/01, Avebe κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 67].

75      Πάντως, διαπιστώνεται ότι οι ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 1407/2002 βάσει των οποίων εξετάσθηκαν η καταχρηστική χρήση των ενισχύσεων και η συμβατότητά τους με την κοινή αγορά, ήτοι το άρθρο 7 και η παράγραφος 1, στοιχεία γ΄, στ΄, ζ΄, η΄, θ΄ και ια΄, του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού, προβλέπουν κανόνες πανομοιότυπους με εκείνους που θεσπίσθηκαν στο άρθρο 5 και στην παράγραφο Ι, στοιχεία γ΄, ε΄, στ΄, ζ΄, η΄, θ΄ και ια΄, του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα κατέληγε σε πανομοιότυπα συμπεράσματα, αν είχε εφαρμόσει ορθώς την απόφαση 3632/93.

76      Εξάλλου, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή προέβη, παρά ταύτα, σε προσεκτική εφαρμογή της αποφάσεως 3632/93, καθόσον εξέτασε αν ορισμένες δαπάνες υπάγονταν στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1, στοιχείο ιβ΄, του παραρτήματος της εν λόγω αποφάσεως κατηγορία, η οποία αποτελεί μια κατηγορία δαπανών που δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα του κανονισμού 1407/2002.

77      Δεδομένου ότι η εσφαλμένη εφαρμογή του κανονισμού 1407/2002 αντί της αποφάσεως 3632/93 δεν έχει συνέπειες επί της έννοιας και του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν συντρέχει λόγος να θεωρηθεί ότι η παρατυπία αυτή, όσο λυπηρή και αν είναι, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

78      Για τους ανωτέρω λόγους στο σύνολό τους, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από αναρμοδιότητα της Επιτροπής για τη θέσπιση, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί. Το ίδιο ισχύει κατά το μέτρο που, με τον ως άνω πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω εφαρμογής του κανονισμού 1407/2002.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου κατά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την ανάκληση των άρθρων 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 και για τη θέσπιση της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαδικασία την οποία εφάρμοσε η Επιτροπή για τη θέσπιση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ήταν πρόσφορη.

80      Απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το απαράδεκτο του ως άνω λόγου ακυρώσεως και ισχυρίζεται ότι μια απόφαση περί κινήσεως διαδικασίας έρευνας στηριζόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ είναι δεκτική προσβολής στον βαθμό που συνεπάγεται χαρακτηρισμό της ενισχύσεως ως υφισταμένης ή νέας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Τ-126/96 και Τ-127/96, BFM και EFIM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3437, σκέψεις 39 έως 43). Πάντως, αφενός, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό των ενισχύσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο εξετάσεως στην υπό κρίση υπόθεση με την απόφαση 2002/827 και, αφετέρου, η απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2003 περί κινήσεως της διαδικασίας έρευνας δεν τροποποίησε τον εν λόγω χαρακτηρισμό. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε λόγος να ασκηθεί προσφυγή κατά της τελευταίας αποφάσεως.

81      Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ούτε το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ ούτε ο κανονισμός 659/1999 περιέχουν διάταξη που να διευκρινίζει την εφαρμοστέα διαδικασία για την ανάκληση δυσμενούς αποφάσεως. Το άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999 έχει εφαρμογή μόνον επί της ανακλήσεως των ευνοϊκών αποφάσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 ή 3, ή σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφοι 2, 3 ή 4, του εν λόγω κανονισμού, ήτοι των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει είτε την ανυπαρξία ενισχύσεως είτε το ότι μια ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, και τούτο με ή χωρίς προϋποθέσεις. Πάντως, τα ανακληθέντα άρθρα αφορούσαν ενισχύσεις οι οποίες είτε είχαν θεωρηθεί ότι αποτέλεσαν αντικείμενο καταχρηστικής χρήσεως είτε είχαν κηρυχθεί ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά. Εξάλλου, το άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999 προβλέπει την ανάκληση αποφάσεως όταν η εν λόγω απόφαση στηρίζεται σε ανακριβείς πληροφορίες παρασχεθείσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και οι οποίες είχαν καθοριστική σημασία. Πάντως, η ανάκληση των άρθρων 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 δεν οφείλεται σε ανακριβείς πληροφορίες, αλλά στην έλλειψη νομιμότητας που προκλήθηκε από την παράβαση των εφαρμοστέων διαδικαστικών κανόνων.

82      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εφόσον ο κανονισμός 659/1999 δεν προβλέπει καμία διαδικασία για την ανάκληση των παράνομων δυσμενών αποφάσεων, η Επιτροπή όφειλε να προβεί αυτεπαγγέλτως και αμελλητί στην ανάκληση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή, εφαρμόζοντας τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999 προκειμένου να ανακαλέσει τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827, παραβίασε την αρχή της νομιμότητας καθόσον, ενώ αναγνώρισε ότι οι εν λόγω διατάξεις στερούνται νομιμότητας, τις διατήρησε σε ισχύ μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 2003, υποχρεώνοντας, ως εκ τούτου, την προσφεύγουσα να υποβληθεί στις δαπάνες και να αντιμετωπίσει τις δυσχέρειες που συνδέονται με τη διαδικασία εκτέλεσης που κίνησαν οι ισπανικές αρχές. Επίσης, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, μεταξύ άλλων, στην εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

83      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αμφισβητήσει την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως 2002/827, εφόσον έκρινε αναγκαίο να ανακαλέσει τα άρθρα 1, 2 και 5 της εν λόγω αποφάσεως.

84      Επιπλέον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη λυσιτέλεια του γεγονότος ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά του άρθρου 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον η προσφυγή δεν έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της ανακλήσεως που διεξήχθη βάσει της διατάξεως αυτής, αλλά αφορά την εφαρμοσθείσα από την Επιτροπή διαδικασία ανακλήσεως.

85      Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ως άνω λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος λόγω του εκπρόθεσμου χαρακτήρα του. Συγκεκριμένα, η από 19 Φεβρουαρίου 2003 απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας απέκλεισε την άμεση ανάκληση των άρθρων 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα όφειλε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας.

86      Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, εφόσον η προσφυγή δεν στρέφεται κατά του άρθρου 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο ανακαλούνται τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827, η εν λόγω προσφυγή δεν μπορεί να αφορά τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η ως άνω ανάκληση. Σε περίπτωση που η Επιτροπή προέβαινε σε άμεση ανάκληση, θα ήταν υποχρεωμένη, εν πάση περιπτώσει, να κινήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία προκειμένου να εξετάσει εκ νέου αν οι επίμαχες ενισχύσεις ήσαν συμβατές με την κοινή αγορά. Κατά την Επιτροπή, η έλλειψη άμεσης ανακλήσεως ουδόλως επηρεάζει τις διατάξεις που αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής. Επιπλέον, έστω και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 659/199 δεν επιτρέπει την ανάκληση που έλαβε χώρα εν προκειμένω, η εν λόγω έλλειψη νομιμότητας αφορά μόνον το άρθρο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διάταξη την οποία δεν μνημονεύει η υπό κρίση προσφυγή.

87      Εν συνεχεία, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι προέκυψε ότι η απόφαση 2002/827 στηρίζεται σε εν μέρει εσφαλμένες πληροφορίες, κατόπιν των διασαφηνίσεων που παρείχε η προσφεύγουσα όταν προσκόμισε νέες πληροφορίες στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως Η Επιτροπή δέχεται ότι οι λόγοι που την οδήγησαν στο να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία, ήτοι η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως 2002/827 και το ενδιαφέρον για την ενίσχυση των διαδικαστικών εγγυήσεων, δεν προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999. Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, οι περιπτώσεις ανακλήσεως που προβλέπονται από την εν λόγω διάταξη δεν είναι εξαντλητικές. Οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου καθιστούν δυνατή την ανάκληση αρνητικών αποφάσεων όταν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς την ομαλότητα της διαδικασίας θεσπίσεως των εν λόγω αποφάσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1987, 15/85, Consorzio Cooperative d’Abruzzo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1005, σκέψεις 12 και 17).

88      Όσον αφορά τον τρόπο κατά τον οποίο διεξήχθη η εκ νέου εξέταση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι αυτή η εκ νέου εξέταση μπορούσε να επηρεάσει τους ανταγωνιστές της προσφεύγουσας. Επομένως, ο τρόπος της εκ νέου εξετάσεως της καταστάσεως ήταν, κατά το ως άνω θεσμικό όργανο, σύμφωνος προς τις αρχές της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

–       Επί του παραδεκτού

89      Κατά πάγια νομολογία, αποτελούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, τα μέτρα των οποίων τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9· απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Ιουλίου 1998, Τ-81/97, Regione Toscana κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑2889, σκέψη 21, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 1ης Ιουνίου 2003, Τ-276/02, Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2075, σκέψη 39).

90      Όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις η κατάρτιση των οποίων ακολουθεί διάφορα στάδια, ιδίως κατόπιν μιας εσωτερικής διαδικασίας, συνιστούν, κατ’ αρχήν, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν μόνο τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του οικείου κοινοτικού οργάνου μετά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα, σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως (απόφαση IBM κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 10, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1990, Τ-64/89, Automec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑367, σκέψη 42).

91      Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, η εκδοθείσα από την Επιτροπή τελική απόφαση για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ συνιστά πράξη δυναμένη να προσβληθεί βάσει του άρθρου 230 ΕΚ. Πράγματι, η απόφαση αυτή παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον θέτει τέρμα στην επίμαχη διαδικασία και αποφαίνεται οριστικώς επί της συμβατότητας του εξετασθέντος μέτρου με τους εφαρμοστέους στις κρατικές ενισχύσεις κανόνες. Επομένως, τα ενδιαφερόμενα μέρη διαθέτουν πάντοτε τη δυνατότητα να προσβάλουν την τελική απόφαση με την οποία περατώνεται η επίσημη διαδικασία εξετάσεως και, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να μπορούν να αμφισβητήσουν τα διάφορα στοιχεία που θεμελιώνουν την τελικώς υιοθετηθείσα από την Επιτροπή θέση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 2003, Τ-190/00, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5015, σκέψη 45).

92      Η δυνατότητα αυτή είναι ανεξάρτητη από το ζήτημα αν η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως παράγει ή όχι έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα προσβολής της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την αποδυνάμωση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων μερών εμποδίζοντάς τα να προσβάλουν την τελική απόφαση και να επικαλεσθούν προς στήριξη της προσφυγής τους ελαττώματα σχετικά με όλα τα στάδια της διαδικασίας που οδηγεί στην απόφαση αυτή (απόφαση Regione Siciliana κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 46 και 47).

93      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεσθεί το ότι η προσφεύγουσα προέβαλε εκπροθέσμως τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

–       Επί της ουσίας

94      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ουσιώδους τυπικής πλημμέλειας. Συγκεκριμένα, εφόσον η προβλεπόμενη από το άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999 διαδικασία δεν είναι εφαρμοστέα, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως ως εκ του ότι ανακάλεσε τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 μόνο μετά την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που κινήθηκε ενόψει της θεσπίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, και όχι αμέσως, κατά το χρονικό σημείο λήψεως της αποφάσεως περί κινήσεως της εν λόγω επίσημης διαδικασίας.

95      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999 διαδικασία δεν έτυχε εφαρμογής εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, ούτε η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύουν την εφαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999 διαδικασίας. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, εφόσον, με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, εσφαλμένως, εφάρμοσε την προβλεπόμενη στο άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999 διαδικασία, αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

96      Επιπλέον, η ως άνω διαδικασία δεν ήταν εφαρμοστέα, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, από τη διατύπωση του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη διαδικασία εφαρμόζεται αποκλειστικώς για την ανάκληση θετικών αποφάσεων που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2 ή 3, ή του άρθρου 7, παράγραφος 2, 3 ή 4 του κανονισμού αυτού και οι οποίες θεσπίσθηκαν βάσει ανακριβών πληροφοριών που διαβιβάσθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Πάντως, εν προκειμένω, τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συνιστούν αρνητική απόφαση, εφόσον με αυτά διαπιστώνεται, αφενός, η καταχρηστική χρήση ενός ποσού ενισχύσεως που εγκρίθηκε για τα έτη 1998 και 2000 και, αφετέρου, το ασυμβίβαστο των παρανόμως χορηγηθεισών για το έτος 2001 ενισχύσεων προς την κοινή αγορά.

97      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η δυνατότητα της Επιτροπής να ανακαλεί απόφαση με την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο απεφάνθη επί κρατικών ενισχύσεων δεν περιορίζεται στη μόνη περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή αποτελεί απλώς ειδική έκφραση της γενικής αρχής του δικαίου ότι η αναδρομική ανάκληση παρανόμου διοικητικής πράξεως που δημιούργησε υποκειμενικά δικαιώματα επιτρέπεται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1957, 7/56, 3/57 έως 7/57, Αlgera κ.λπ. κατά Συνελεύσεως. Συλλογή τόμος 1957, σ.157, και της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής. Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψη 10· απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2000, Τ-197/99, Gooch κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. σ. I‑A‑271 και II‑1247, σκέψη 53), ιδίως όταν η επίμαχη διοικητική πράξη εκδόθηκε βάσει ψευδών ή ελλιπών ενδείξεων τις οποίες παρείχε ο ενδιαφερόμενος (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1961, 42/59 και 49/59, S.N.U.P.A.T. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1961, σ. 599). Ωστόσο, η δυνατότητα αναδρομικής ανακλήσεως παρανόμου διοικητικής πράξεως που δημιούργησε υποκειμενικά δικαιώματα δεν περιορίζεται στην ως άνω περίσταση και μόνον, δεδομένου ότι μια τέτοια ανάκληση μπορεί πάντοτε να διεξαχθεί, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως, εκ μέρους του εκδόντος την πράξη θεσμικού οργάνου, των προϋποθέσεων σχετικά με την τήρηση ευλόγου προθεσμίας και τον σεβασμό της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του δικαιούχου της πράξεως που βασίσθηκε ενδεχομένως στη νομιμότητα της πράξεως αυτής.

98      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι από την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως προκύπτει ότι ο λόγος κινήσεως της ως άνω επίσημης διαδικασίας δεν αντλήθηκε από εσφαλμένη εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή, με την απόφαση 2002/827, επί του καταχρηστικού χαρακτήρα της χορηγήσεως των ενισχύσεων που εγκρίθηκαν για τα έτη 1998 και 2000 και επί της συμβατότητας των χοτηγηθεισών για το έτος 2001 ενισχύσεων με την κοινή αγορά, αλλά μόνον από ορισμένες αμφιβολίες επί του ζητήματος αν τηρήθηκαν οι εφαρμοστέοι διαδικαστικοί κανόνες.

99      Επιπλέον, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι, κατά το χρονικό σημείο κινήσεως της επίσημης διαδικασίας, η Επιτροπή διέθετε στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 προέβησαν σε εσφαλμένη εκτίμηση της συμβατότητας των επίμαχων ενισχύσεων με την κοινή αγορά.

100    Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι η έλλειψη άμεσης ανακλήσεως των άρθρων 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 δεν ήταν ικανή να ασκήσει οιαδήποτε επίδραση επί του περιεχομένου των άρθρων 1, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ούτε καν ισχυρίσθηκε, ότι η διατήρηση σε ισχύ της αποφάσεως 2002/827 κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως μπορούσε να επηρεάσει τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων μερών να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

101    Περαιτέρω, όσον αφορά το γεγονός, το οποίο επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 82 ανωτέρω), ότι η έλλειψη άμεσης ανακλήσεως την υποχρέωσε να υποβληθεί στις δαπάνες και να υποστεί τις δυσχέρειες της κινηθείσας από τις ισπανικές αρχές διαδικασίας εκτελέσεως, αρκεί να επισημανθεί ότι, ως εκ της φύσεώς του, το γεγονός αυτό δεν έχει επίπτωση στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής ακυρώσεως.

102    Έτσι, έστω και αν θεωρηθεί, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως ως εκ του ότι δεν προέβη στην ανάκληση των άρθρων 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 από το χρονικό σημείο κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, μια τέτοια παρατυπία, έστω και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν θα ήταν ικανή, εν πάση περιπτώσει, να έχει ως συνέπεια την έλλειψη νομιμότητας των άρθρων 1, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

103    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και από παράβαση ουσιώδους τύπου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο προβλήθηκε κυρίως και το δεύτερο προβλήθηκε επικουρικώς.

105    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως διευκρίνιζε ότι η εν λόγω διαδικασία εκινήθη εκ νέου προκειμένου να ανακληθούν τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 και να αντικατασταθεί η τελευταία από νέα τελική απόφαση.

106    Πάντως, η προσβαλλόμενη απόφαση κήρυξε καταχρηστικές και αδικαιολόγητες την ενίσχυση ύψους 513 757,49 ευρώ (85 482 054 ESP), σχετικά με την επιπλέον εκσκαφή στα βόρεια του τομέα Buseiro, και την ενίσχυση ύψους 508 456,24 ευρώ (84 600 000 ESP), σχετικά με τη δημιουργία φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού στον τομέα Sorriba. Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, οι ως άνω ενισχύσεις θεωρήθηκαν συμβατές προς την κοινή αγορά με την απόφαση 2002/827 και, ως εκ τούτου, δεν καλύπτονταν από τα άρθρα 1, 2 και 5.

107    Στον βαθμό που η ευνοϊκή θέση της Επιτροπής όσον αφορά τις προαναφερθείσες ενισχύσεις δεν στηριζόταν σε ανακριβείς πληροφορίες, μία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 59 του κανονισμού 659/1999 δεν επληρούτο. Η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας ανακλήσεως είχε ως μόνη αιτιολογία την παράβαση ουσιώδους τύπου κατά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε προς τον σκοπό της εκδόσεως της αποφάσεως 2002/827. Κατά συνέπεια, εφόσον οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999 δεν επληρούντο, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα μπορούσε νομίμως να θεωρήσει ότι η απόφαση 2002/827 ήταν οριστική στον βαθμό που αφορούσε τις ενισχύσεις που δεν είχαν κηρυχθεί ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

108    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την απόφαση 2002/827 στηρίζεται σε ένα έγγραφο σχετικό με την αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων εργασιών εξορύξεως, το οποίο διευκρίνιζε την κατανομή των δαπανών που προκλήθηκαν από το κλείσιμο ενός μέρους των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων, λαμβανομένου υπόψη ότι οι δαπάνες αυτές περιελάμβαναν ρητώς τις δαπάνες για τις οποίες προοριζόταν το ποσό του 1 022 213,33 ευρώ σχετικά με την επιπλέον εκσκαφή στα βόρεια του τομέα Buseiro και τη δημιουργία φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού στον τομέα Sorriba. Επιπλέον, από την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως προς τον σκοπό της ανακλήσεως της αποφάσεως 2002/827 προκύπτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε το ως άνω έγγραφο προς στήριξη της προκαταρκτικής αναλύσεώς της ως προς τις ενισχύσεις που εισέπραξε η προσφεύγουσα.

109    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η αιτιολογία της αποφάσεως 2002/827 δεν αφορά τις δαπάνες για τις οποίες προοριζόταν το ποσό του 1 022 213,33 ευρώ και υπενθυμίζει ότι η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον το κατά γράμμα περιεχόμενό της αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και τις περιστάσεις της υποθέσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2001, C‑17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 36, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7657, σκέψη 63).

110    Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του ως άνω λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επικουρικώς ότι, στην περίπτωση που το Πρωτοδικείο θεωρήσει ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999 παρείχε τη δυνατότητα, εν προκειμένω, να ανακληθεί η απόφαση 2002/827, η Επιτροπή παραβίασε την εφαρμοστέα διαδικασία δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 659/1999.

111    Η ως άνω διάταξη απαιτεί, προ της ανακλήσεως ευνοϊκής αποφάσεως, να κινήσει η Επιτροπή επίσημη διαδικασία εξετάσεως και να προβεί, με την απόφαση περί κινήσεως της εν λόγω επίσημης διαδικασίας, σε προκαταρκτική αξιολόγηση των στοιχείων της αποφάσεως που προτίθεται να ανακαλέσει, καθώς και να εκφράσει τις αμφιβολίες της ως προς τη συμβατότητα των επίμαχων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Η απαίτηση αυτή έχει ως αντικείμενο να παρασχεθεί στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με την αρχή ότι καμία δυσμενής απόφαση δεν μπορεί να θεσπισθεί χωρίς τα μέρη που βλάπτονται από την πράξη να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς τις αμφιβολίες που διατηρούσε ενδεχομένως η Επιτροπή (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑307, σκέψη 29, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, I‑7876, σημεία 96 και 99, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψεις 142 και 147).

112    Πάντως, η κινηθείσα από την Επιτροπή επίσημη διαδικασία εξετάσεως δεν είχε ως αντικείμενο τις ευνοϊκές για την επιχείρηση απόψεις που διατυπώθηκαν στην απόφαση 2002/827, με την οποία ορισμένες ενισχύσεις κηρύσσονται συμβατές με την κοινή αγορά, αλλά μόνον την ανάκληση των άρθρων 1, 2 και 5 της αποφάσεως αυτής. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία προκαταρκτική αξιολόγηση ούτε εξέφρασε καμία αμφιβολία ως προς τις ενισχύσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο ευνοϊκής διατυπώσεως θέσεως εντός της αποφάσεως 2002/827. Αντιθέτως, κατά την προσφεύγουσα, με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, οι ενισχύσεις που θεωρήθηκαν συμβατές με την κοινή αγορά εντός της αποφάσεως 2002/827 θεωρήθηκαν εκ νέου ως τέτοιες.

113    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, μη ενημερώνοντας τις ισπανικές αρχές και την προσφεύγουσα ούτε για τις αμφιβολίες που διατηρούσε ως προς τις ενισχύσεις που είχαν θεωρηθεί συμβατές με την κοινή αγορά εντός της αποφάσεως 2002/827 ούτε για την πιθανή ανάκληση της τελευταίας σε μέτρο ευρύτερο από μόνα τα άρθρα της 1, 2 και 5, δεν παρείχε στο Βασίλειο της Ισπανίας και στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να υποβάλουν λυσιτελείς παρατηρήσεις επί του ζητήματος αυτού. Κατά συνέπεια, τα άρθρα 1, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως πάσχουν λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας.

114    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

115    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι από την αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως 2002/827 προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση είχε, ιδίως, ως αντικείμενο την εξέταση, αφενός, της ενδεχομένως καταχρηστικής χρήσεως των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών που προβλέπονται στο άρθρο 5 της αποφάσεως 3632/93, οι οποίες χορηγήθηκαν για τα έτη 1998 και 2000 και ανέρχονταν, αντιστοίχως, σε 3 918 049,35 ευρώ (651 908 560 ESP) και σε 2 786 246,34 ευρώ (463 592 384 ESP) και οι οποίες καλύπτονταν από τις αποφάσεις περί εγκρίσεως 98/637 και 2001/162, και, αφετέρου, της συμβατότητας προς την κοινή αγορά των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών που προβλέπονται στο άρθρο 5 της αποφάσεως 3632/93, οι οποίες χορηγήθηκαν για το έτος 2001 ενόψει της αποφάσεως της Επιτροπής και ανέρχονται σε 2 367 817 ευρώ (393 971 600 ESP).

116    Από τα άρθρα 1 και 2 της αποφάσεως 2002/827, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 3 και 19 έως 22 της εν λόγω αποφάσεως, προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι οι ενισχύσεις για την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών, οι οποίες εγκρίθηκαν για τα έτη 1998 και 2000, αποτέλεσαν αντικείμενο καταχρηστικής χρήσεως μέχρι του ποσού των 2 745 428,96 ευρώ (456 800 943 ESP). Όσον αφορά τις ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, οι οποίες χορηγήθηκαν για το έτος 2001, η Επιτροπή θεώρησε ότι το σύνολο των ενισχύσεων αυτών, ήτοι το ποσό των 2 367 817 ευρώ (393 971.600 ESP), ήταν ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά.

117    Επομένως, διαπιστώνεται ότι με τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 κηρύχθηκαν ασυμβίβαστες, στο σύνολό τους, προς την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, οι οποίες χορηγήθηκαν για τα έτη 1998, 2000 και 2001, και διατάχθηκε η ανάκτηση από το Βασίλειο της Ισπανίας του συνόλου των εν λόγω ενισχύσεων, εξαιρουμένου, ωστόσο, του ποσού των 3 958 866,73 ευρώ (658 700 000 ESP), που χορηγήθηκε για τα έτη 1998 και 2000 και ως προς το οποίο δεν διατύπωσαν θέση τα προαναφερθέντα άρθρα και το οποίο, κατά συνέπεια, εξακολουθεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων περί εγκρίσεως 98/637 και 2001/162.

118    Κατά την προσφεύγουσα, τα ποσά των 513 757,49 ευρώ (85 482 054 ESP) και των 508 456,24 ευρώ (84 600 000 ESP), τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την επιπλέον εκσκαφή στα βόρεια του τομέα Buseiro και τη δημιουργία φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού στον τομέα Sorriba, αποτελούν μέρος του ποσού των 3 958 866,73 ευρώ (658 700 000 ESP), το οποίο αντιστοιχεί στο μέρος των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, οι οποίες χορηγήθηκαν για τα έτη 1998 και 2000 και ως προς τις οποίες δεν διαπιστώθηκε ότι αποτέλεσαν αντικείμενο καταχρηστικής χρήσεως.

119    Συναφώς, σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι, ναι μεν, με την απόφαση 2002/827, η Επιτροπή δεν ισχυρίσθηκε ότι το ως άνω μέρος των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, οι οποίες χορηγήθηκαν για τα έτη 1998 και 2000, αποτέλεσε αντικείμενο καταχρηστικής χρήσεως, πλην όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί, a contrario, ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι το ως άνω μέρος των ενισχύσεων αποτέλεσε αντικείμενο χρήσεως σύμφωνης προς τις απαιτήσεις του άρθρου 5 της αποφάσεως 3632/93. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κρίση της, η Επιτροπή θεώρησε μόνον ότι δεν υπήρχε λόγος να διαπιστωθεί η καταχρηστική χρήση των ως άνω ποσών των ενισχύσεων. Έτσι, το γεγονός ότι η απόφαση 2002/827 διαπίστωσε καταχρηστική χρήση μέρους μόνον των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, οι οποίες χορηγήθηκαν για τα έτη 1998 και 2000, δεν παρέχει κανένα πρόσθετο δικαίωμα υπέρ της προσφεύγουσας το οποίο δεν παρείχαν οι αρχικές αποφάσεις περί εγκρίσεως όσον αφορά το άλλο μέρος των επίμαχων ενισχύσεων, το οποίο δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπιστώσεως περί καταχρηστικής χρήσεως. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 117 ανωτέρω, το ως άνω μέρος των ενισχύσεων εξακολούθησε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων περί εγκρίσεως 98/637 και 2001/162 και, ως εκ τούτου, ως προς το μέρος αυτό ισχύει τεκμήριο μη καταχρηστικής χρήσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαΐου 2005, T‑111/01 και T‑133/01, Saxonia Edelmetalle και Zemag κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1579, σκέψη 86).

120    Επιπλέον, στον βαθμό που η Επιτροπή επροτίθετο να ανακαλέσει τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827, ήτοι τις διατάξεις σχετικά με το ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, οι οποίες χορηγήθηκαν για τα έτη 1998, 2000 και 2001, και να θεσπίσει νέα απόφαση επί του ζητήματος αυτού, το εν λόγω θεσμικό όργανο ήταν υποχρεωμένο, όσον αφορά την εξέταση της ενδεχομένως καταχρηστικής χρήσεως των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για τα έτη 1998 και 2000, να επαναλάβει την εξέταση αυτή επί πανομοιότυπης βάσεως, από απόψεως πραγματικών περιστατικών, με εκείνη που υφίστατο κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της αποφάσεως 2002/827. Ομοίως, στον βαθμό που το σύνολο των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, οι οποίες χορηγήθηκαν για το έτος 2001, κηρύχθηκε ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει εκ νέου το σύνολο των εν λόγω ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, η διεξαγόμενη στο πλαίσιο της νέας επίσημης διαδικασίας εξέταση έπρεπε να αφορά το σύνολο των ποσών των ενισχύσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο της πρώτης εξετάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως 2002/827. Πάντως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 115 ανωτέρω, από την αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως 2002/827 προκύπτει ότι το αντικείμενο της αποφάσεως αυτής συνίστατο στην εξέταση, αφενός, της ενδεχομένως καταχρηστικής χρήσεως των ποσών των 3 918 049,35 ευρώ (651 908 560 ESP) και των 2 786 246,34 ευρώ (463 592 384 ESP), που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα, αντιστοίχως, για τα έτη 1998 και 2000, στο πλαίσιο του άρθρου 5 της αποφάσεως 3632/93 και, αφετέρου, του αν συνάδει προς την ίδια διάταξη η καταβολή του ποσού των 2 367 817 ευρώ (393 971 600 ESP), το οποίο χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα για το έτος 2001, ενόψει της αποφάσεως της Επιτροπής.

121    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως εκ του ότι τα ποσά των ενισχύσεων που δεν θεωρήθηκαν ότι αποτέλεσαν αντικείμενο καταχρηστικής χρήσεως στο πλαίσιο της αποφάσεως 2002/827 δεν υπάγονταν στο πεδίο εξετάσεως της Επιτροπής εντός του πλαισίου της νέας επίσημης διαδικασίας της οποίας η απόφαση περί κινήσεως κοινοποιήθηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας με έγγραφο της 19ης Φεβρουαρίου 2003.

122    Για τους λόγους αυτούς, έστω και αν θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι τα ποσά των 513 757,49 ευρώ (85 482 054 ESP) και των 508 456,24 ευρώ (84 600 000 ESP), τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την επιπλέον εκσκαφή στα βόρεια του τομέα Buseiro και τη δημιουργία φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού στον τομέα Sorriba, δεν καλύπτονταν από τα άρθρα 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827, δεν συντρέχει λόγος, εν πάση περιπτώσει, να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που πηγάζει από το γεγονός ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της τελευταίας αποφάσεως, θεώρησε ότι τα ως άνω ποσά των ενισχύσεων ήσαν συμβατά με την κοινή αγορά.

123    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

124    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της εφαρμοστέας δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 659/1999 διαδικασίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας πρέπει να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να μετάσχουν κατά τρόπο αποτελεσματικό στην επίσημη διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους. Προς τον σκοπό αυτόν, αρκεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν τη συλλογιστική που οδήγησε την Επιτροπή να θεωρήσει προσωρινώς ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε ενδεχομένως ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2002, T‑195/01 και T‑207/01, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2309, σκέψη 138, και της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑269/99, T‑271/99 και T‑272/99, Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑4217, σκέψη 105).

125    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη, κατά τη διεξαγωγή διαδικασίας εξετάσεως μιας κρατικής ενισχύσεως, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που δημιούργησαν οι περιεχόμενες στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας εξετάσεως ενδείξεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 2001, T-6/99, ESF Elbe-Stahlwerke Feralpi κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1523, σκέψη 126) και, στη συνέχεια, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη καθόσον η Επιτροπή δεν στηρίζει την τελική απόφαση στην ανυπαρξία στοιχείων που τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν είχαν κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των ενδείξεων αυτών, ότι έπρεπε να της προσκομίσουν.

126    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η Επιτροπή δεν εξέφρασε καμία αμφιβολία ως προς τη συμβατότητα προς την εσωτερική αγορά των ποσών των 513 757,49 ευρώ (85 482 054 ESP) και των 508 456,24 ευρώ (84 600 000 ESP), τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την επιπλέον εκσκαφή στον τομέα Buseiro και τη δημιουργία φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού στον τομέα Sorriba.

127    Ωστόσο, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως περιέχει ενδείξεις ικανές να παράσχουν τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να προβάλουν τα επιχειρήματά τους ως προς τη συμβατότητα των εν λόγω ποσών των ενισχύσεων προς την κοινή αγορά.

128    Όσον αφορά την ενίσχυση που προορίζεται για την κάλυψη του ποσού των 513 757,49 ευρώ (85 482 054 ESP), το οποίο αφορά την επιπλέον εκσκαφή στον τομέα Buseiro, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, στο σημείο 5 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας, που τιτλοφορείται «Αίτηση παροχής πληροφοριών», η Επιτροπή ζήτησε να της κοινοποιηθεί μια έκθεση ανεξαρτήτων μεταλλειολόγων εμπειρογνωμόνων, η οποία περιέχει, μεταξύ άλλων, «τη δικαιολόγηση του ζητήματος αν οι δαπάνες μετατόπισης του εδάφους στο υπαίθριο ορυχείο του Buseiro εγγράφηκαν στο οικονομικό έτος εκτέλεσης ως δαπάνες εκμετάλλευσης ή ως δαπάνες επένδυσης».

129    Πάντως, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή με τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, από το άρθρο 5 της αποφάσεως 3632/93 προκύπτει ότι μόνον οι δαπάνες που δεν έχουν σχέση με την τρέχουσα παραγωγή μπορούν να επωφεληθούν από ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών. Ο κανόνας αυτός, ο οποίος έχει ως σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η ίδια δαπάνη να επωφεληθεί σωρευτικώς από ενισχύσεις για την παραγωγή και από ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, εφαρμόζεται στο σημείο V, τέταρτο εδάφιο, της αποφάσεως 98/637, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 41 της αποφάσεως 2001/162.

130    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να αγνοεί, λαμβανομένου υπόψη του εφαρμοστέου κανονιστικού πλαισίου, του οποίου οι κανόνες υπομνήσθηκαν με τις αποφάσεις περί εγκρίσεως 98/637 και 2001/162, ότι η εγγραφή, στους λογαριασμούς της επιχειρήσεως, της δαπάνης για τη μετατόπιση του εδάφους στον τομέα Buseiro ως δαπάνης παραγωγής μπορούσε να οδηγήσει την Επιτροπή να θεωρήσει ότι οι ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων επιβαρύνσεων που προορίζονταν για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 5 της αποφάσεως 3632/93.

131    Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, ναι μεν η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι αφορώσες τη μετατόπιση του εδάφους στον τομέα Buseiro δαπάνες απορρέουν από το κλείσιμο των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων, πλην όμως δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι δαπάνες αυτές καλύφθηκαν εν μέρει από ενισχύσεις για τη λειτουργία κατά την έννοια του άρθρου 3 της αποφάσεως 3632/93 και ότι, κατά συνέπεια, οι εν λόγω δαπάνες αποτέλεσαν αντικείμενο σωρεύσεως ενισχύσεων.

132    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 128 ανωτέρω, ήταν ικανή να παράσχει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να προβάλει τα επιχειρήματά της και να προσκομίσει τα στοιχεία που ενδεχομένως έκρινε αναγκαία επί του ζητήματος αυτού με πλήρη επίγνωση της καταστάσεως.

133    Ως προς την ενίσχυση που προορίζεται για την κάλυψη του ποσού των 508 456,24 ευρώ (84 600 000 ESP), το οποίο αφορά τη δημιουργία φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού στον τομέα Sorriba, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, στο σημείο 4.2 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, το οποίο αφορά τις ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών για το έτος 2001, η Επιτροπή επισήμανε ότι «οι δαπάνες που αντιστοιχούν σε έργα για την ασφάλεια στο εσωτερικό του ορυχείου δεν αντιστοιχ[ούσαν] [...] στην αναδιάρθρωση του 1998-2001, λαμβανομένου υπόψη ότι τα έργα αυτά [ήσαν] φρέατα εξαερισμού αναγκαία για την εκμετάλλευση άλλων αποθεμάτων του τομέα Sorriba».

134    Εξάλλου, στο σημείο 5 της ως άνω αποφάσεως, το οποίο αφορά την αίτηση παροχής πληροφοριών, η Επιτροπή ζήτησε όπως η έκθεση εμπειρογνωμόνων των ανεξαρτήτων μεταλλειολόγων παράσχει επεξηγήσεις επί του ζητήματος αν ο σκοπός των εργασιών εκσκαφής του έτους 2001, οι οποίες προορίζονται να εγγυηθούν την ασφάλεια των γειτονικών τομέων και να μεταβάλουν το κύκλωμα εξαερισμού, συνίστατο στο να εξασφαλισθεί η ασφάλεια των εγκαταλελειμμένων εγκαταστάσεων ή μάλλον σε αναγκαίες εργασίες για την εκμετάλλευση νέων αποθεμάτων.

135    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν συνάδουν προς το άρθρο 5 της αποφάσεως 3632/93 οι ενισχύσεις που προορίζονται για την κάλυψη των δαπανών που αφορούν τη δημιουργία φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού στον τομέα Sorriba. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα μπορούσε να υποβάλει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

136    Δεδομένου ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό, αυτό το σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

137    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως

138    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως ως εκ του ότι κήρυξε επτά ποσά ενισχύσεων ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά. Το Πρωτοδικείο θα εξετάσει διαδοχικά τις αιτιάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα σε σχέση με καθένα από τα ως άνω ποσά ενισχύσεων.

 Επί του ποσού των 295 409,47 ευρώ (49.152.000 ESP), το οποίο αφορά την κατασκευή 1 030 m στοών στον επιμέρους τομέα La Prohida

–       Η προσβαλλόμενη απόφαση

139    Στην αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε, μεταξύ άλλων, ότι η δαπάνη για την κατασκευή των 1 030 m στοών που ήσαν αναγκαίες για την εκμετάλλευση των 170 000 εγκαταλελειμμένων τόνων άνθρακα είχε καταλογισθεί, εντός των λογαριασμών της επιχείρησης, στις δαπάνες εκμετάλλευσης. Στον βαθμό που το 40 % των τελευταίων αυτών δαπανών καλύφθηκε από κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή θεώρησε ότι, προκειμένου να αποφευχθεί σώρευση ασυμβίβαστων ενισχύσεων, το ποσοστό του 60 %, το πολύ, των δαπανών κατασκευής των ως άνω 1 030 m στοών μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένο, ήτοι 443 114,21 ευρώ (73 728 000 ESP). Επομένως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το εναπομένον ποσό, ήτοι 295 409,47 ευρώ (49 152 000 ESP), δεν ήταν συμβατό με την κοινή αγορά.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

140    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εκτίμηση της Επιτροπής είναι αδικαιολόγητη, λαμβανομένης υπόψη της οριστικής παύσεως του συνόλου της εκμεταλλεύσεως του επιμέρους τομέα La Prohida και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο θεώρησε συμβατές με την κοινή αγορά τις ενισχύσεις που προορίζονταν για την κάλυψη των δαπανών σχετικά με την οριστική εγκατάλειψη ενός συνόλου 3 070 m στοών σε άλλες τοποθεσίες του επιμέρους τομέα La Prohida.

141    Ναι μεν η Επιτροπή θεωρεί ότι ο υπολογισμός του κόστους κατασκευής των ως άνω 1 030 m στοών είναι υπερβολικός, πλην όμως δεν γνωστοποίησε κανένα συγκριτικό κριτήριο που να παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορισθεί ποιο έπρεπε να είναι το κόστος αυτό υπό τις συνθήκες της αγοράς.

142    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι ένα σημαντικό μέρος των 1 030 m εγκαταλελειμμένων στοών χρησιμοποιήθηκε για την εξόρυξη άνθρακα και παρατηρεί ότι η Επιτροπή δεν μνημονεύει το ακριβές τμήμα των στοών που χρησιμοποιήθηκε για την προβαλλομένη εκμετάλλευση των αποθεμάτων άνθρακα ούτε τη διάρκεια της ως άνω προβαλλομένης χρήσεως. Η προσφεύγουσα εμμένει στο γεγονός ότι η προαναφερθείσα στοά εστερείτο κάθε πρακτικής χρησιμότητας πριν από το κλείσιμό της, στον βαθμό που είχε διανοιχθεί αποκλειστικώς προς τον σκοπό της προσβάσεως σε 170 000 τόνους άνθρακα του οποίου η εξόρυξη είχε εγκαταλειφθεί και, για τον λόγο αυτό, η αξιοποίηση της στοάς αυτής πραγματοποιήθηκε σε συνάρτηση με το κόστος κατασκευής της.

143    Απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής, σύμφωνα με τα οποία το 40 % των δαπανών σχετικά με την οριστική εγκατάλειψη των 1 030 m στοών στον επιμέρους τομέα La Prohida καλύφθηκε από ενισχύσεις για τη λειτουργία, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι ενισχύσεις για τη λειτουργία και οι ενισχύσεις που προορίζονται για την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών έχουν διακριτούς σκοπούς και πρέπει, κατά συνέπεια, να αποτελέσουν αντικείμενο διαφοροποιήσεως. Το γεγονός ότι οι ως άνω δαπάνες εγγράφηκαν ως δαπάνες εκμετάλλευσης στους ετήσιους λογαριασμούς δεν αποτελεί εμπόδιο για την εξομοίωσή τους προς τις έκτακτες δαπάνες, εφόσον οι ως άνω δαπάνες δεν απορρέουν από την τρέχουσα παραγωγή, αλλά από το κλείσιμο των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων.

144    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των προβληθέντων από την προσφεύγουσα επιχειρημάτων.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

145    Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, με τα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα δέχεται ρητώς ότι οι δαπάνες σχετικά με την κατασκευή των 1 030 m στοών εμφαίνονται, στους λογαριασμούς της επιχείρησης, ως δαπάνες εκμετάλλευσης. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε το γεγονός, το οποίο αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δαπάνες αυτές καλύφθηκαν από ενισχύσεις για τη λειτουργία κατά την έννοια του άρθρου 3 της αποφάσεως 3632/93. Στον βαθμό που, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ισχυρίσθηκε ότι η αναλογία των δαπανών που καλύφθηκαν από ενισχύσεις για τη λειτουργία δεν αποδείχθηκε με επαρκή ακρίβεια από την Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να παρέχει τη δυνατότητα να αποδειχθεί η ύπαρξη πλάνης εκ μέρους του θεσμικού οργάνου.

146    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι δέχθηκε τη συμβατότητα προς την κοινή αγορά των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών μόνο μέχρι ποσοστού 60 % των δαπανών που ελήφθησαν υπόψη. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η αποδοχή των ενισχύσεων για το κλείσιμο σε ποσοστό 100 % των ως άνω δαπανών θα έδιδε λαβή για τη σώρευση ενισχύσεων που θα έφθαναν το 140 %, η οποία θα ήταν προδήλως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

147    Εξάλλου, πρέπει να θεωρηθεί ότι, εφόσον ο λόγος για τον οποίο το επίμαχο ποσό της ενισχύσεως κηρύχθηκε ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά αντλείται από το ότι η δαπάνη σχετικά με την κατασκευή των 1 030 m στοών καταλογίσθηκε στις δαπάνες εκμετάλλευσης, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, με το οποίο προβάλλει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε ότι η δαπάνη κατασκευής των εν λόγω στοών ήταν υπερβολική, είναι αλυσιτελές.

148    Τέλος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί ούτε το ότι η Επιτροπή δέχθηκε τη συμβατότητα προς την κοινή αγορά των ενισχύσεων που προορίζονται για την κάλυψη των δαπανών σχετικά με την οριστική εγκατάλειψη ενός συνόλου 3 070 m στοών σε άλλες τοποθεσίες του επιμέρους τομές La Prohida. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ενέκρινε τις ως άνω ενισχύσεις λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι σχετικές δαπάνες υπάγονταν, εντός των λογαριασμών της επιχειρήσεως, στα πάγια χρηματοπιστωτικά στοιχεία του ενεργητικού.

149    Κατά συνέπεια, η ως άνω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί του ποσού των 513 757,49 ευρώ (85 482 054 ESP), το οποίο αφορά τη μετατόπιση 1 005 080 m³ εδάφους στον τομέα Buseiro

–       Η προσβαλλόμενη απόφαση

150    Στην αιτιολογική σκέψη 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι το ποσό του 1 902 805,52 ευρώ (316 600 200 ESP), το οποίο συνδέεται με τη μετατόπιση 1 005 080 m³ εδάφους στον τομέα Buseiro, είχε εγγραφεί στους λογαριασμούς της επιχειρήσεως ως δαπάνη εκμετάλλευσης. Η Επιτροπή παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει ενισχύσεις προοριζόμενες για την κάλυψη των ζημιών εκμετάλλευσης, οι οποίες ανέρχονταν στο 27 % των δαπανών παραγωγής. Κατά συνέπεια, το 27 % των 1 902 805,52 ευρώ (316 600 200 ESP) που αντιστοιχεί στις δαπάνες μετατόπισης που δικαιολογήθηκαν από την επιχείρηση, ήτοι σε 513 757,49 ευρώ, δεν μπορούσε να καλυφθεί από ενίσχυση για το κλείσιμο, εφόσον είχε ήδη καλυφθεί από ενισχύσεις προοριζόμενες για την αποκατάσταση των ζημιών της εκμετάλλευσης υπαίθριου ορυχείου.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

151    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή περιορίσθηκε να θεωρήσει ότι ο συμπληρωματικός όγκος εδάφους που μετατοπίσθηκε είχε υπερτιμηθεί, χωρίς, ωστόσο, να προσκομίσει στοιχεία που να παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιορισθεί ο όγκος του οποίου η μετατόπιση θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογη. Συναφώς, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη λυσιτέλεια του επιχειρήματος της Επιτροπής, που αντλείται από το ότι η εγκαταλειφθείσα φλέβα άνθρακα παρουσίαζε υψηλό επίπεδο τέφρας, εφόσον, ανεξαρτήτως του ποσοστού τέφρας των εγκαταλελειμμένων αποθεμάτων 585 000 τόνων, ο όγκος εδάφους που μετατοπίσθηκε για την πρόσβαση στο επίπεδο της στάθμης των 545 m από το επίπεδο της θάλασσας, όπου ευρίσκοντο τα αποθέματα αυτά, δεν είχε μεταβληθεί.

152    Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η συμπληρωματική δαπάνη μετατόπισης 1 005 080 m³ εδάφους, ήτοι 315 ESP ανά m³, ήταν σύμφωνη με τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρονικό σημείο της πραγματοποίησής της, όπως επιβεβαίωσε η έκθεση των ανεξαρτήτων μεταλλειολόγων εμπειρογνωμόνων. Προσθέτει ότι η τιμή αυτή είναι χαμηλότερη από τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα για τις εργασίες εκσυγχρονισμού, δρομολόγησης, φόρτωσης και μεταφοράς χώματος το 1995 και το 1996, η οποία ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 352,6 ESP ανά m³.

153    Απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής, σύμφωνα με τα οποία το 27 % των δαπανών σχετικά με τη μετατόπιση εδάφους στον τομέα Buseiro καλύφθηκε από ενισχύσεις για τη λειτουργία, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι ενισχύσεις για τη λειτουργία και οι ενισχύσεις που προορίζονται για την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών έχουν διακριτούς σκοπούς και πρέπει, κατά συνέπεια, να αποτελέσουν αντικείμενο διαφοροποιήσεως. Το γεγονός ότι οι ως άνω δαπάνες εγγράφηκαν στους ετήσιους λογαριασμούς ως δαπάνες εκμετάλλευσης δεν αποτελεί εμπόδιο για την εξομοίωσή τους προς έκτακτες δαπάνες, εφόσον οι ως άνω δαπάνες δεν απορρέουν από την τρέχουσα παραγωγή, αλλά από το κλείσιμο των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων.

154    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

155    Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, με τα δικόγραφά της, η προσφεύγουσα δέχεται ρητώς ότι οι δαπάνες σχετικά με τη μετατόπιση των 1 005 080 m³ εδάφους εμφαίνονται στους λογαριασμούς της επιχείρησης ως δαπάνη εκμετάλλευσης, όπως μνημονεύεται, εξάλλου, στην έκθεση των ανεξαρτήτων μεταλλειολόγων εμπειρογνωμόνων. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε το γεγονός, το οποίο αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δαπάνες αυτές καλύφθηκαν μέχρι ποσοστού περίπου 27 % από ενισχύσεις για τη λειτουργία. Όπως έκρινε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 145 ανωτέρω, στον βαθμό που, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ισχυρίσθηκε ότι η αναλογία των δαπανών που καλύφθηκαν από ενισχύσεις για τη λειτουργία δεν αποδείχθηκε με επαρκή ακρίβεια από την Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να παρέχει τη δυνατότητα να αποδειχθεί η ύπαρξη πλάνης εκ μέρους του θεσμικού οργάνου.

156    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν συντρέχει λόγος να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι δέχθηκε τη συμβατότητα προς την κοινή αγορά των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών μόνο μέχρι ποσοστού 73 % του συνολικού κόστους της επίμαχης μετατόπισης των 1 005 080 m³ εδάφους. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η αποδοχή των ενισχύσεων για το κλείσιμο σε ποσοστό 100 % των δαπανών αυτών θα έδιδε λαβή για τη σώρευση ενισχύσεων που θα έφθαναν το 127 %, η οποία θα ήταν προδήλως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

157    Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, εφόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο λόγος για τον οποίο το ποσό των 513 757,49 ευρώ κηρύχθηκε ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά αντλείται από το ότι οι δαπάνες σχετικά με τη μετατόπιση εδάφους καταλογίσθηκαν ως δαπάνες εκμετάλλευσης εντός των λογαριασμών της επιχειρήσεως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, που κατατείνουν στο να αμφισβητηθούν οι θεωρήσεις της Επιτροπής που εκτίθενται ως εκ περισσού και οι οποίες αφορούν την υπερτίμηση του όγκου εδάφους που μετατοπίσθηκε και του κόστους των εν λόγω εργασιών, είναι αλυσιτελή.

158    Κατά συνέπεια, η ως άνω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί του ποσού των 547 066,46 ευρώ (91 024 200 ESP), το οποίο αντιστοιχεί στις εγγυήσεις που έχουν συναφθεί με την Κυβέρνηση των Αστουριών για την αποκατάσταση των εδαφών

–       Η προσβαλλόμενη απόφαση

159    Στην αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η δαπάνη των 547 066,46 ευρώ (91 024 200 ESP), που αντιστοιχεί στις εγγυήσεις οι οποίες έχουν συναφθεί με την Κυβέρνηση των Αστουριών για την αποκατάσταση των εδαφών μετά το πέρας της εκμεταλλεύσεως του κοιτάσματος υπαίθριου ορυχείου, εμπίπτει στις δαπάνες παραγωγής του εξορυχθέντος άνθρακα στη δυτική πλευρά του τομέα Buseiro. Η Επιτροπή θεώρησε ότι «η αποκατάσταση των εδαφών αποτελ[ούσε] το τελευταίο στοιχείο του παραγωγικού κύκλου ενός υπαίθριου ορυχείου και [ότι] το κόστος αυτής της αποκατάστασης [ήταν] συνιστώσα του συνολικού κόστους του εξορυχθέντος άνθρακα». Η Επιτροπή επισήμανε ότι η προσφεύγουσα «δεν δικαιολογ[ούσε] ότι η εγκατάλειψη του σωρού στείρων συνεπαγ[όταν] πρόσθετες δαπάνες αποκατάστασης» και ότι δικαιολογούσε, αντιθέτως, τις δαπάνες αυτές «από τη νόμιμη υποχρέωση η οποία θεσπίζεται με το βασιλικό διάταγμα 1116/1984, της 9ης Μαΐου 1984, και το διάταγμα του Υπουργείου Βιομηχανίας και Ενέργειας της 13ης Ιουνίου 1984 που το συμπληρώνει, σύμφωνα με το οποίο, μετά την εκμετάλλευση, τα εν λόγω εδάφη [έπρεπε] να αποκατασταθούν». Η Επιτροπή σημείωσε ότι «[η] επιχείρηση [είχε λάβει] κρατικές ενισχύσεις για την κάλυψη του συνόλου των ζημιών εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης και της αποκατάστασης του υπαίθριου ορυχείου του Buseiro, [και ότι] [η] νέα ενίσχυση θα ερχόταν να προστεθεί σε εκείνες που έχουν ληφθεί για την κάλυψη των δαπανών εκμετάλλευσης». Κατά συνέπεια, το θεσμικό όργανο θεώρησε ότι το ποσό των 547 066,46 ευρώ (91 024 200 ESP) δεν μπορούσε να εγκριθεί.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

160    Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι το βασιλικό διάταγμα 1116/1984, της 9ης Μαΐου 1984, και η απόφαση περί εφαρμογής, της 13ης Ιουνίου 1984, του Υπουργείου Βιομηχανίας και Ενέργειας επιβάλλουν στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις να αποκαταστήσουν τα εδάφη που ευρίσκονται εντός των υπαίθριων ανθρακωρυχείων που έχουν εγκαταλειφθεί.

161    Η προσφεύγουσα ανέλαβε την αποκατάσταση των 77 εκταρίων των εκτάσεων γης τις οποίες αφορά η εκμετάλλευση του υπαίθριου κοιτάσματος του Buseiro. Ένα τμήμα της επιφάνειας αυτής, ήτοι 24,87 εκτάρια, αντιστοιχεί στην επιφάνεια ενός σωρού στείρων εντός της ανατολικής ζώνης του κοιτάσματος του Buseiro που είχε εγκαταλειφθεί λόγω του νέου επιπέδου της στάθμης. Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι, σύμφωνα με τις κανονιστικές υποχρεώσεις της, συνήψε εγγυήσεις συνολικού ποσού ύψους 1 693 504,15 ευρώ (281 775 381 ESP) για την αποκατάσταση των εδαφών, και ότι η δαπάνη των εργασιών αποκαταστάσεως των 24,87 εκταρίων του σωρού στείρων υπολογίσθηκε αναλογικώς σε συνάρτηση με τις κατ’ αυτόν τον τρόπο συναφθείσες εγγυήσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι η δαπάνη αυτή ανέρχεται, ως εκ τούτου, σε 547 066,46 ευρώ (91.024.200 ESP).

162    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εγκατάλειψη και η αποκατάσταση των εδαφών οφείλονταν στον εκσυγχρονισμό, στον εξορθολογισμό και στην αναδιάρθρωση που είχε αναλάβει προκειμένου να επωφεληθεί από τις ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών που προβλέπονται από το άρθρο 5 της αποφάσεως 3632/93, και όχι στο τέλος του παραγωγικού κύκλου του άνθρακα της τοποθεσίας του Buseiro. Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι δεν είναι λογικό το να θεωρεί η Επιτροπή ως δικαιολογημένες τις δαπάνες σχετικά με την εγκατάλειψη ενός σωρού στείρων και όχι τις δαπάνες σχετικά με την αποκατάστασή του, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία συνδέεται άμεσα με την εγκατάλειψη του σωρού στείρων.

163    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο συλλογισμός της Επιτροπής οδηγεί στο να θεωρηθεί ότι οποιαδήποτε δαπάνη που πραγματοποιείται σε εκτέλεση υποχρεώσεως κανονιστικής φύσεως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έκτακτη δαπάνη κατά την έννοια του άρθρου 5 της αποφάσεως 3632/93, πράγμα που προϋποθέτει ότι η παράγραφος Ι, στοιχείο ε΄, του παραρτήματος της εν λόγω αποφάσεως, που χαρακτηρίζει ως έκτακτες δαπάνες τις υπολειπόμενες δαπάνες που προκύπτουν από φορολογικές, νομικές ή διοικητικές διατάξεις, εστερείτο πρακτικού περιεχομένου.

164    Απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιείχε σφάλμα, κατά το μέτρο που στην εν λόγω απόφαση μνημονεύθηκε ότι τα επίμαχα 24,87 εκτάρια του σωρού στείρων ευρίσκοντο εντός της δυτικής ζώνης του τομέα Buseiro, ενώ αυτά ευρίσκοντο στην πραγματικότητα εντός της ανατολικής ζώνης του εν λόγω τομέα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι τα εδάφη αυτά δεν ήσαν αναγκαία για τις δραστηριότητες εξόρυξης που πραγματοποιούνταν στη δυτική ζώνη του τομέα Buseiro και ότι δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτό. Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε εκ νέου στον ισχυρισμό αυτό και τόνισε ότι τα επίμαχα εδάφη είχαν χρησιμοποιηθεί για την απόθεση των υπολειμμάτων εξορύξεως άνθρακα στο δυτικό τμήμα του τομέα Buseiro.

165    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

166    To Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα ισχυρίζεται μόνον ότι η εγκατάλειψη και η αποκατάσταση των εδαφών οφείλονταν στις αναδιαρθρώσεις που είχε αναλάβει προκειμένου να επιτύχει τη λήψη των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 5 της αποφάσεως 3632/93.

167    Στον βαθμό που, σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα 1116/1984, της 9ης Μαΐου 1984, και όπως τούτο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, οι δαπάνες αποκαταστάσεως των εδαφών πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να βαρύνουν τις επιχειρήσεις κατά το πέρας του παραγωγικού κύκλου, οι εν λόγω δαπάνες είναι σύμφυτες με τη δραστηριότητα των ανθρακωρυχείων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, να θεωρήσει ότι οι δαπάνες αυτές υπάγονταν συνήθως στις δαπάνες παραγωγής.

168    Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα έλαβε ενισχύσεις για την κάλυψη των ζημιών εκμετάλλευσης, η Επιτροπή μπορούσε να θεωρήσει ότι οι δαπάνες αυτές είχαν ήδη καλυφθεί από ενισχύσεις για τη λειτουργία και ότι μια ενίσχυση για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών επρόκειτο να προστεθεί στις ληφθείσες ενισχύσεις για την κάλυψη των ζημιών εκμετάλλευσης.

169    Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, αυτή παρείχε πληροφορίες στην Επιτροπή που να κατατείνουν στο να δικαιολογηθεί ότι, λόγω εγκαταλείψεως της εκμεταλλεύσεως ενός μέρους των αποθεμάτων του τομέα Buseiro, ένα μέρος των δαπανών σχετικά με την αποκατάσταση των 24,87 εκταρίων του επίμαχου σωρού στείρων δεν είχε καλυφθεί από το προϊόν των δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης.

170    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι θεώρησε ότι η ενίσχυση ύψους 547 066,46 ευρώ (91 024 200 ESP) ήταν ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

171    Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα, το οποίο αντλείται από το ότι οι δαπάνες αποκαταστάσεως των εδαφών έπρεπε να μπορούν να επωφελούνται από ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών εφόσον άλλες δαπάνες σχετικά με την εγκατάλειψη σωρού στείρων θεωρήθηκαν δικαιολογημένες, αρκεί να επισημανθεί ότι οι δαπάνες αποκαταστάσεως συνίστανται σε επιβαρύνσεις τις οποίες η προσφεύγουσα όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να υποστεί κατά το πέρας του παραγωγικού κύκλου. Έτσι, η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε αντίφαση, να εκτιμήσει, αφενός, ότι άλλες δαπάνες σχετικά με την εγκατάλειψη του σωρού στείρων μπορούσαν να καλυφθούν από ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση εφόσον οι εν λόγω δαπάνες δεν θα έπρεπε να βαρύνουν την προσφεύγουσα αν αυτή δεν είχε προβεί σε μείωση της παραγωγικής ικανότητάς της, και, αφετέρου, ότι οι δαπάνες αποκαταστάσεως των 24,87 εκταρίων του εδάφους υπάγονταν συνήθως στη δαπάνη εκμετάλλευσης κατά το μέτρο που, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 167 ανωτέρω, οι δαπάνες αυτές έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να βαρύνουν την προσφεύγουσα όταν ο παραγωγικός κύκλος θα έφθανε στη λήξη του.

172    Εξάλλου, η προσφεύγουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι ο συλλογισμός της Επιτροπής θα οδηγούσε στο να στερηθεί πρακτικού περιεχομένου η παράγραφος Ι, στοιχείο ε΄, του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93. Συγκεκριμένα, ο συλλογισμός της Επιτροπής στηρίζεται στο γεγονός ότι οι δαπάνες αποκαταστάσεως των εδαφών έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να βαρύνουν την προσφεύγουσα σε κάποιο χρονικό σημείο, εφόσον οι εργασίες αυτές υπάγονταν στο τελευταίο στάδιο του παραγωγικού κύκλου. Ωστόσο, η παράγραφος Ι, στοιχείο ε΄, του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93 καθιστά δυνατή την κάλυψη δαπανών που προκύπτουν από φορολογικές, νομικές ή διοικητικές διατάξεις, τις οποίες η επιχείρηση ουδέποτε θα έφερε στην περίπτωση που δεν υφίσταντο μέτρα αναδιαρθρώσεως.

173    Κατά συνέπεια, η ως άνω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί του ποσού των 372 176,75 ευρώ (61 925 000 ESP), το οποίο αντιστοιχεί στην αγοραία αξία των όμορων εκτάσεων γης της δυτικής ζώνης του τομέα Buseiro που εγκαταλείφθηκαν κατόπιν της μεταβολής του επιπέδου της στάθμης

–       Η προσβαλλόμενη απόφαση

174    Στην αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:

«Οι εκτάσεις γης που αγοράστηκαν από την επιχείρηση για την εκμετάλλευση υπαίθριου ορυχείου εμφαίνονται στα πάγια χρηματοπιστωτικά στοιχεία του ενεργητικού της επιχείρησης αλλά δεν πρόκειται για αγαθά που υποτιμώνται. Η Επιτροπή δεν μπορεί να εγκρίνει ενίσχυση ποσού ύψους 372 176,75 ευρώ (61 925 000 [ESP]) που αντιστοιχεί στην αξία αγοράς των εδαφών, τα οποία δεν θεωρούνται ως απολεσθέντα περιουσιακά στοιχεία δεδομένου ότι η ενίσχυση δεν αντιστοιχεί σε κανένα από τα σημεία του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) 1407/2002».

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

175    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αγορά των επίμαχων εκτάσεων γης καθιστούσε δυνατή την εκτέλεση των εργασιών εκσκαφής και την κατασκευή των αναχωμάτων που ήσαν αναγκαία για την εκμετάλλευση του κοιτάσματος σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο. Πάντως, οι εργασίες αυτές απώλεσαν τη χρησιμότητά τους έπειτα από τη μεταβολή του επιπέδου της στάθμης στη δυτική ζώνη του κοιτάσματος. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι η απόκλιση της τιμής μεταξύ των εκτάσεων γης που αγοράσθηκαν οφείλεται στην υψηλότερη τιμή απ’ ό,τι θα ίσχυε υπό τις συνθήκες της αγοράς, την οποία ο πωλητής επέτυχε να επιβάλει λόγω του επείγοντος που κυριαρχούσε κατά την αγορά μιας εκτεταμένης ιδιοκτησίας.

176    Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι οι ως άνω εκτάσεις γης δεν είναι απολεσθέντα περιουσιακά στοιχεία και δεν συνιστούν αγαθά που υποτιμώνται. Κατά την προσφεύγουσα, οι εν λόγω δαπάνες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως μεγάλες ουσιαστικές υποτιμήσεις κατά την έννοια της παραγράφου Ι, στοιχείο ια΄, του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93.

177    Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή αντιφάσκει καθόσον, για να θεωρήσει ως δικαιολογημένη την ενίσχυση που προορίζεται για την κάλυψη της υπολειπόμενης αξίας του επιμέρους τομέα La Prohida που ανέρχεται σε 2 053 495,41 ευρώ (341 672 888 ESP), το θεσμικό όργανο συμπεριέλαβε τη δαπάνη αγοράς των εκτάσεων γης που εγκαταλείφθηκαν έπειτα από το κλείσιμο του επιμέρους τομέα για ποσό 10 436 600 ESP.

178    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

179    Η παράγραφος Ι, στοιχείο ια΄, του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93 καθιστά δυνατή την κάλυψη, από τις ενισχύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 της αποφάσεως αυτής, των δαπανών σχετικά με τις «μεγάλες ουσιαστικές υποτιμήσεις που οφείλονται στην αναδιάρθρωση της βιομηχανίας (μη λαμβανομένων υπόψη των ανατιμήσεων που επήλθαν από 1ης Ιανουαρίου 1986 και οι οποίες υπερβαίνουν το ποσοστό πληθωρισμού)».

180    Εν προκειμένω, αρκεί να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα δέχεται, με τα δικόγραφά της, ότι οι επίμαχες εκτάσεις γης δεν αποτέλεσαν αντικείμενο υποτιμήσεως μετά την παύση των δραστηριοτήτων για τις οποίες είχαν διατεθεί. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι οι δαπάνες αυτές μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία που προβλέπεται από την παράγραφο Ι, στοιχείο ια΄, του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93.

181    Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι δέχθηκε ότι οι επίμαχες δαπάνες δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τις ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση.

182    Ωστόσο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η πρακτική της Επιτροπής είναι ασυνεπής και αντιφατική, κατά το μέτρο που το εν λόγω θεσμικό όργανο δέχθηκε ότι η ενίσχυση που προορίζεται για την κάλυψη της υπολειπόμενης αξίας του επιμέρους τομέα La Prohida καλύπτει, επίσης, τη δαπάνη αγοράς των εκτάσεων γης που εγκαταλείφθηκαν. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλει την προαναφερθείσα διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι θεώρησε ότι η αγοραία αξία των εκτάσεων γης που αγοράσθηκαν από την επιχείρηση για το υπαίθριο ορυχείο δεν αντιστοιχούσε σε μεγάλη ουσιαστική υποτίμηση, που προβλέπεται στην παράγραφο Ι, στοιχείο ια΄, του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι οι ως άνω εκτάσεις γης δεν αποτελούσαν αγαθά που υποτιμώνται.

183    Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, στον βαθμό που η Επιτροπή θα δεχόταν ότι δαπάνες για τις εκτάσεις γης που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο υποτιμήσεως καλύπτονται από ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών βάσει της παραγράφου Ι, στοιχείο ια΄, του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93, ή βάσει ισοδύναμης διατάξεως του κανονισμού 1407/2002, μια τέτοια παραδοχή δεν θα είχε ως συνέπεια το να βαρύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως επί του ζητήματος αυτού. Περαιτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι δέχθηκε ότι η δαπάνη αγοράς εκτάσεων γης που δεν είχαν υποτιμηθεί και οι οποίες είχαν εγκαταλειφθεί έπειτα από το κλείσιμο του επιμέρους τομέα La Prohida μπορεί να καλυφθεί από ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών. Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, δυνάμει της αρχής της νομιμότητας, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί υπέρ αυτής παρανομία που διαπράχθηκε στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συμβατότητας άλλων ποσών ενισχύσεων προς την κοινή αγορά (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ-327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1373, σκέψη 160).

184    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί του ποσού των 1 403 316,30 ευρώ (233 492.186 ESP), το οποίο αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν της επιστροφής των επιδοτήσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του PEAC

–       Η προσβαλλόμενη απόφαση

185    Στην αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά το ποσό των 1 403 316,30 ευρώ (233 492 186 ESP) σχετικά με τις επιστρεπτέες επιδοτήσεις που έλαβε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του προγράμματος που τιτλοφορείται «Plan Estratégico de Acción Competitiva» (PEAC) (στρατηγικό πρόγραμμα ανταγωνιστικής δράσης), το οποίο αποσκοπεί στην προώθηση της παραγωγής άνθρακα υπό προσοδοφόρες οικονομικά συνθήκες και στην αύξηση της παραγωγικότητας, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα δάνεια αυτά είχαν χορηγηθεί «στη διάρκεια της περιόδου 1990-1993, στη διάρκεια της οποίας [είχαν εκτελεσθεί] τα σχέδια», και ότι από το παράρτημα ΙΙΙ της συμφωνίας που υπογράφηκε με το Υπουργείο Βιομηχανίας και Ενέργειας προέκυπτε ότι το επιστρεπτέο δάνειο ύψους 315 500 000 ESP προοριζόταν κατά προτεραιότητα για την εφαρμογή ενός νέου συστήματος εκμετάλλευσης «με υποσκαφή». Κατά την Επιτροπή, «το παράρτημα ΙΙΙ της συμφωνίας σχετικά με το PEAC αναφερ[όταν] σε ‘σαφείς ενδείξεις έξοχης παραγωγής υπαίθριων ορυχείων, πράγμα το οποίο [ενίσχυε] την εκτιμώμενη απόδοση του συνόλου’ και σε έναν στόχο ετήσιας παραγωγής 240 000 εμπορεύσιμων τόνων, τον οποίο υπερέβη».

186    Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εξόφληση των 233 492.186 ESP (1 403 316 ευρώ) το 1999 και το 2000 αντιστοιχούσε στην εξόφληση των δανείων που ελήφθησαν μεταξύ του 1990 και του 1993 και δεν είχε καμία σχέση με το πρόγραμμα συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή για την περίοδο 1998 έως 2001. Η Επιτροπή τόνισε, επίσης, ότι από το έγγραφο του Υπουργείου Βιομηχανίας και Ενέργειας, το οποίο φέρει ημερομηνία πρωτοκόλλησης εξόδου 22 Δεκεμβρίου 1997, καθώς και από άλλα έγγραφα που της διαβιβάσθηκαν, προέκυπτε ότι οι εξοφλήσεις τις οποίες πραγματοποίησε η επιχείρηση το 1999 και το 2000 ήσαν σαφώς ανώτερες από τις προβλέψεις του αρχικού προγράμματος λόγω των καθυστερήσεων πληρωμών. Η Επιτροπή επισήμανε ότι το επιστρεπτέο δάνειο ύψους 313 500 000 ESP συνοδευόταν από μη επιστρεπτέες επιδοτήσεις ύψους 209 εκατομμυρίων ESP και 23 εκατομμυρίων ESP που προορίζονταν για τις επενδυτικές δραστηριότητες και την τεχνολογική ανάπτυξη.

187    Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η προσφεύγουσα ελάμβανε κάθε έτος ενισχύσεις προοριζόμενες για την κάλυψη του 40 % περίπου των δαπανών της υπόγειας εκμετάλλευσης, καθώς και του 27 % των δαπανών της εκμετάλλευσης υπαίθριου ανθρακωρυχείου. Εξάλλου, το σύνολο της υπολειπόμενης αξίας στις 31 Δεκεμβρίου 2000 των ακινήτων χρηματοπιστωτικών στοιχείων του ενεργητικού του επιμέρους τομέα La Prohida και ενός σημαντικού μέρους του τομέα Buseiro επρόκειτο να εγκριθεί στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Έτσι, η Επιτροπή θεώρησε ότι η ενίσχυση ποσού ύψους 233 492 186 ESP (181 292 186 ESP για το έτος 1998 και 52 200 000 ESP για το έτος 2000) που αντιστοιχεί στην εξόφληση των επιδοτήσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του PEAC, η οποία θα μπορούσε να περιλάβει τις επενδύσεις σε έργα ανθρακωρυχείων του επιμέρους τομέα La Prohida, θα επέφερε σώρευση ενισχύσεων ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

188    Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι έλαβε, μεταξύ άλλων, ποσό 313 500 000 ESP ως επιστρεπτέα επιδότηση η οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση που συνήφθη στις 30 Δεκεμβρίου 1989 με το Υπουργείο Βιομηχανίας και Ενέργειας, διατέθηκε για τις εγκαταστάσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για την αύξηση της παραγωγής των ορυχείων. Η λήξη της προθεσμίας για την επιστροφή του ως άνω ποσού κάλυπτε την περίοδο μεταξύ 1994 και 2000. Κατά τη διάρκεια των ετών 1999 και 2000, η προσφεύγουσα επέστρεψε, συνολικά, 233 492 186 ESP.

189    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υποχρεώθηκε να επιστρέψει το ως άνω ποσό, το οποίο προοριζόταν, αρχικώς, για την αύξηση της παραγωγικής ικανότητάς της, κινώντας παράλληλα μια διαδικασία βαθμιαίας συρρίκνωσης της εν λόγω παραγωγικής ικανότητας κατά τη διάρκεια των ετών 1998 και 2000 στα κοιτάσματα Buseiro και La Prohida. Επομένως, ήταν αδύνατο για την προσφεύγουσα το να προβεί σε αντιστάθμιση και απόσβεση της επιστροφής του προαναφερθέντος ποσού μέσω αυξήσεως της ικανότητας εξορύξεως που αυτή διέθετε.

190    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

191    Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η έγκριση των ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση θα οδηγούσε σε ασυμβίβαστη σώρευση ενισχύσεων εφόσον, αφενός, η επιχείρηση έλαβε ενισχύσεις προοριζόμενες για την κάλυψη του 40 % περίπου των δαπανών της υπόγειας εκμετάλλευσης και του 27 % των δαπανών της εκμετάλλευσης υπαίθριου ανθρακωρυχείου και, αφετέρου, οι ενισχύσεις που προορίζονται για την κάλυψη του συνόλου της υπολειπόμενης αξίας, στις 31 Δεκεμβρίου 2000, των ακινήτων χρηματοπιστωτικών στοιχείων του ενεργητικού του επιμέρους τομέα La Prohida και ενός σημαντικού μέρους του τομέα Buseiro έχουν εγκριθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε ότι οι εξοφλήσεις τις οποίες πραγματοποίησε το 1999 και το 2000 είναι σαφώς υψηλότερες από τις προβλέψεις του αρχικού προγράμματος λόγω των καθυστερήσεων πληρωμών.

192    Εξάλλου, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα δεν δικαιολογεί ότι ανακοίνωσε στην Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ακριβείς πληροφορίες που να παρέχουν στο εν λόγω θεσμικό όργανο τη δυνατότητα, ενδεχομένως, να καθορίσει το μέρος του χορηγηθέντος στο πλαίσιο του PEAC δανείου, το οποίο δεν είχε ήδη αποσβεσθεί από την αύξηση της ικανότητας εξορύξεως που σημειώθηκε πριν από τη θέσπιση των μέτρων αναδιαρθρώσεως και το οποίο δεν περιελήφθη, περαιτέρω, στην υπολειπόμενη αξία των έργων ανθρακωρυχείων που καλύπτονται από τις ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών.

193    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν διέπραξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στην αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως εκ του ότι αρνήθηκε να εγκρίνει το ποσό των 1 403 316,30 ευρώ (233 492 186 ESP) σχετικά με τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν της επιστροφής των χορηγηθεισών στο πλαίσιο του PEAC επιδοτήσεων.

194    Κατά συνέπεια, η ως άνω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί του ποσού των 602 146,29 ευρώ (100 188 713 ESP), το οποίο αφορά την κατασκευή φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού στον τομέα Sorriba

–       Η προσβαλλόμενη απόφαση

195    Στις αιτιολογικές σκέψεις 83 και 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η ενίσχυση ποσού ύψους 602 146,29 ευρώ (100 188 713 ESP), η οποία είχε ως αντικείμενο την κατασκευή φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού για τον τομέα Tres Hermanos, αντιστοιχούσε σε επενδύσεις σε υποδομές ανθρακωρυχείων. Η Επιτροπή θεώρησε ότι οι νέες επενδύσεις δεν μπορούσαν να εκληφθούν ως επιβαρύνσεις που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1407/2002 ή κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 3632/93. Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε ότι από την κοινοποίηση του Βασιλείου της Ισπανίας της 19 Δεκεμβρίου 2002 προέκυπτε ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε την πρόθεση να χορηγήσει, στο πλαίσιο του προγράμματος 2003-2007 αναδιάρθρωσης των ανθρακωρυχείων, επενδυτικές ενισχύσεις του τύπου που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1407/2002. Κατά την Επιτροπή, μια τέτοιου είδους επενδυτική ενίσχυση θα ήταν άλλωστε ασυμβίβαστη με τις ενισχύσεις που προορίζονται να καλύψουν τις ζημίες εκμετάλλευσης του τομέα Sorriba και τις οποίες το Βασίλειο της Ισπανίας χορηγεί στην προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, η ενίσχυση αυτή δεν ανταποκρινόταν στην παράγραφο Ι, στοιχείο ια΄, του παραρτήματος της αποφάσεως 3632/93, καθόσον οι εν λόγω επενδύσεις είχαν ως αντικείμενο την εκμετάλλευση των αποθεμάτων του επιμέρους τομέα Tres Hermanos. Η εν λόγω ενίσχυση δεν ανταποκρινόταν ούτε στο παράρτημα του κανονισμού 1407/2002. Επομένως, κατά την Επιτροπή, οι νέες επενδύσεις δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως επιβαρύνσεις που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

196    Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι η βαθμιαία εγκατάλειψη του επιμέρους τομέα La Prohida προϋπέθετε την αναπροσαρμογή του υφιστάμενου συστήματος εξαερισμού στο ορυχείο που παρέμενε ενεργό. Έτσι, κατασκευάστηκαν 463 m φρεάτων εξαερισμού για συνολικό ποσό 581 825,70 ευρώ (96 807 659,90 ESP).

197    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι θεώρησε εσφαλμένως ότι οι εργασίες εξαερισμού χρησίμευαν για την εκμετάλλευση του επιμέρους τομέα Tres Hermanos. Υπογραμμίζει ότι η εγκατάλειψη του επιμέρους τομέα La Prohida πραγματοποιήθηκε σταδιακά, καθιστώντας αναγκαία τη βαθμιαία προσαρμογή του εσωτερικού συστήματος εξαερισμού για τις στοές που παρέμεναν προσωρινά σε λειτουργία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ισπανικής νομοθεσίας. Στον βαθμό που τα φρέατα εξαερισμού και οι στοές, στις οποίες είχαν τοποθετηθεί τα εν λόγω φρέατα, είναι σήμερα κλειστές, δεν συντρέχει λόγος να θεωρηθεί ότι η προσαρμογή του συστήματος εξαερισμού συνιστούσε νέα επένδυση.

198    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, πέραν της κατασκευής των προαναφερθέντων φρεάτων εξαερισμού και της ανακτήσεως συγκλίνουσας στοάς, άλλες εργασίες, οι οποίες ήσαν αναγκαίες για την αποκατάσταση του εξαερισμού του ορυχείου, πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να επικοινωνεί το τέταρτο επίπεδο του επιμέρους τομέα Tres Hermanos με το πρώτο επίπεδο του επιμέρους τομέα La Prohida. Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι η κατασκευή των ως άνω φρεάτων εξαερισμού αποτελούσε συνέπεια της εγκαταλείψεως του επιμέρους τομέα La Prohida και δεν θα ελάμβανε χώρα αν ο εν λόγω επιμέρους τομέας δεν είχε κλείσει οριστικά.

199    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι, μέχρι το χρονικό εκείνο σημείο, το σύστημα εξαερισμού του επιμέρους τομέα Tres Hermanos ήταν πάντοτε σε λειτουργία και στηριζόταν σε έναν εξαεριστήρα που ήταν τοποθετημένος στον επιμέρους τομέα La Prohida, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός ο επιμέρους τομέας αποτέλεσε, έκτοτε, αντικείμενο ολικού κλεισίματος.

200    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

201    Από το άρθρο 5 της αποφάσεως 3632/93 προκύπτει ότι οι ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών έχουν ως σκοπό να καλύψουν τις δαπάνες οι οποίες προκύπτουν ή προέκυψαν από τον εκσυγχρονισμό, τον εξορθολογισμό ή την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας άνθρακα και οι οποίες δεν έχουν σχέση με την τρέχουσα παραγωγή.

202    Όπως δέχεται η προσφεύγουσα, η εγκατάλειψη του επιμέρους τομέα La Prohida καθιστούσε αναγκαία την εκτέλεση ορισμένων εργασιών προκειμένου να εξασφαλισθεί ο εξαερισμός του επιμέρους τομέα Tres Hermanos, ο οποίος παρέμενε ενεργός. Έτσι, οι επίμαχες εργασίες εξαερισμού, έστω και αν υποτεθεί ότι οφείλονται στο κλείσιμο του ορυχείου La Prohida, εξακολουθούν να έχουν σχέση με την τρέχουσα παραγωγή του ορυχείου Tres Hermanos, κατά την έννοια του άρθρου 5 της αποφάσεως 3632/93.

203    Καίτοι η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω εργασίες ήσαν αναγκαίες προκειμένου να εξασφαλισθεί ο εξαερισμός του επιμέρους τομέα La Prohida κατά τον προ της εγκαταλείψεως του τομέα αυτού χρόνο, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως μεταξύ των ποσών που επενδύθηκαν και του προσωρινού χαρακτήρα του εξαερισμού του επιμέρους τομέα La Prohida κατά την περίοδο που ο εν λόγω τομέας ήταν υπό εγκατάλειψη, η Επιτροπή εκτίμησε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι οι εργασίες αυτές είχαν, στην πραγματικότητα, ως αντικείμενο το να εξασφαλισθεί ο εξαερισμός στον επιμέρους τομέα Tres Hermanos και, επομένως, ότι οι εν λόγω εργασίες είχαν σχέση με την τρέχουσα παραγωγή. Η ως άνω εκτίμηση της Επιτροπής ενισχύεται από το γεγονός, το οποίο επιβεβαίωσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το επίμαχο σύστημα εξαερισμού είναι πάντοτε σε λειτουργία και εξασφαλίζει τον εξαερισμό στον επιμέρους τομέα Tres Hermanos.

204    Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι αρνήθηκε να εγκρίνει το ποσό των 602 146,29 ευρώ (100 188 713 ESP), το οποίο αφορά την κατασκευή φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού στον τομέα Sorriba.

205    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί του ποσού των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP), το οποίο προοριζόταν για την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών αναδιαρθρώσεως που θα προέκυπταν στο μέλλον από το κλείσιμο του επιμέρους τομέα La Prohida

–       Η προσβαλλόμενη απόφαση

206    Στις αιτιολογικές σκέψεις 84 και 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η πρόβλεψη ποσού 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP) για την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών αναδιαρθρώσεως που θα προέκυπταν στο μέλλον από το κλείσιμο του επιμέρους τομέα La Prohida, από το μερικό κλείσιμο του τομέα Buseiro ή από το κλείσιμο αμφοτέρων, δεν είχε περιληφθεί στην κοινοποίηση των ενισχύσεων που προέβλεπε το Βασίλειο της Ισπανίας για το έτος 2001. Κατά την Επιτροπή, το ποσό αυτό δεν μπορούσε να κηρυχθεί συμβατό, εφόσον υπερέβαινε αυτό που κοινοποιήθηκε και αυτό που είχε καταβληθεί προκαταβολικά από το Βασίλειο της Ισπανίας για το εν λόγω έτος.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

207    Η προσφεύγουσα προβάλλει, ευθύς εξ αρχής, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι θεώρησε ότι η επίμαχη πρόβλεψη αφορούσε όχι μόνον τον επιμέρους τομέα La Prohida, αλλά και τον τομέα Buseiro. Συναφώς, από την έκθεση των ανεξαρτήτων μεταλλειολόγων εμπειρογνωμόνων προκύπτει ότι η εν λόγω πρόβλεψη προοριζόταν αποκλειστικώς για την κάλυψη των μελλοντικών δαπανών του υπόγειου κοιτάσματος του επιμέρους τομέα La Prohida.

208    Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι κοινοποιήσεις στις οποίες προέβη το Βασίλειο της Ισπανίας όσον αφορά τις ενισχύσεις των οποίων η χορήγηση προβλέπεται για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών δεν διαχωρίζουν τις θέσεις των δαπανών σε συνάρτηση με τον προορισμό τους. Οι εν λόγω κοινοποιήσεις αφορούσαν τα ολικά ποσά των ενισχύσεων προς τη βιομηχανία άνθρακα, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής περί εγκρίσεως αφορούσαν ολικά ποσά και δεν παρουσίαζαν ανάλυση των ειδικών δαπανών καθεμίας από τις επιχειρήσεις για τις οποίες προορίζονταν οι ενισχύσεις. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η απόφαση 341/94/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2004, περί εφαρμογής της απόφασης 3632/93 (ΕΕ L 49, σ. 1), δεν επέβαλλε στα κράτη μέλη να αναφέρουν τις ακριβείς δαπάνες για τις οποίες προορίζονταν οι ενισχύσεις για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών, λαμβανομένου υπόψη ότι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 5 της αποφάσεως 3632/93 ενισχύσεις κοινοποιούνται στην κατά κρίση προσφορότερη μορφή δυνάμει της παραγράφου 3 του παραρτήματος 2 της αποφάσεως 341/94. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η πρόβλεψη του ποσού των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP), στην οποία προέβη η προσφεύγουσα για την κάλυψη των μελλοντικών δαπανών σχετικά με τις ζημίες επιφάνειας, δεν περιλαμβανόταν στην κοινοποίηση των ενισχύσεων που είχε προβλέψει το Βασίλειο της Ισπανίας για το έτος 2001.

209    Εξάλλου, οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα το 1998, το 2000 και το 2001 όχι μόνο λαμβάνοντας υπόψη τις δαπάνες που όντως πραγματοποιήθηκαν, αλλά και σε συνάρτηση με τις προβλέψεις μελλοντικών δαπανών.

210    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, επίσης, ότι η επίμαχη πρόβλεψη συνιστούσε απλώς αύξηση της προβλέψεως στην οποία είχε προβεί το 2001. Συγκεκριμένα, οι ετήσιοι λογαριασμοί της προσφεύγουσας για το έτος 2001 πιστοποιούσαν ότι μια πρόβλεψη 70 000 000 ESP είχε διατυπωθεί για την κάλυψη των δαπανών που απορρέουν από την παύση της δραστηριότητας του επιμέρους τομέα La Prohida. Ωστόσο, το ποσό αυτό αποδείχθηκε ανεπαρκές για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών.

211    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ως άνω πρόβλεψη δεν αντιστοιχεί σε καμία ενίσχυση που κοινοποιήθηκε και όντως χορηγήθηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας. Πρόκειται για απόπειρα της προσφεύγουσας να επιτύχει την κήρυξη ως συμβατού με την κοινή αγορά ενός μέρους των ενισχύσεων, οι οποίες κηρύχθηκαν καταχρηστικές και ασυμβίβαστες, συνδέοντας τις εν λόγω ενισχύσεις με αόριστες μελλοντικές δαπάνες ως προς τις οποίες η Επιτροπή δεν μπορεί να εξακριβώσει αν αυτές αντιστοιχούν στις πραγματικές δαπάνες κλεισίματος. Για τον λόγο αυτό, καμία συναφής ενίσχυση δεν μπορεί να εγκριθεί. Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι ενισχύσεις που εγκρίθηκαν εν προκειμένω καλύπτουν γενναιόδωρα τις δαπάνες κλεισίματος, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να διατυπωθούν προβλέψεις για συμπληρωματικές μελλοντικές δαπάνες. Εξάλλου, οι ισοδύναμες δαπάνες σε άλλα κράτη μέλη είναι πολύ χαμηλότερες.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

212    Επιβάλλεται η παρατήρηση, ευθύς εξ αρχής, ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι το ποσό των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP) δεν περιελήφθη στην κοινοποίηση των ενισχύσεων που προέβλεπε το Βασίλειο της Ισπανίας για το έτος 2001. Κατά συνέπεια, αμφισβητεί, επίσης, ότι το ως άνω ποσό δεν περιελήφθη στις ενισχύσεις που όντως χορηγήθηκαν για το έτος 2001 ενόψει της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

213    Εν συνεχεία, πρέπει να επισημανθεί ότι από τις απαντήσεις της Επιτροπής στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας κοινοποίησε, για το έτος 2001, ενίσχυση προς όφελος της προσφεύγουσας ανερχόμενη σε 393 971.600 ESP, ήτοι σε 2 367 817 ευρώ. Πάντως, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως κηρύσσει συμβατή με την κοινή αγορά την ενίσχυση ποσού 2 249 759,37 ευρώ (374 328 463 ESP) για την κάλυψη, για το έτος 2001, των εκτάκτων δαπανών κλεισίματος.

214    Κατά συνέπεια, η έγκριση, εκ μέρους της Επιτροπής, του ποσού των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP) θα έφερε, καθ’ υπόθεση, το ολικό ποσό των ενισχύσεων για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών για το έτος 2001, οι οποίες κηρύχθηκαν συμβατές με την κοινή αγορά, σε επίπεδο υψηλότερο από το ποσό που κοινοποιήθηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας, καθώς και από το ποσό των 2 303 817 ευρώ (383 322 896 ΕSP) που όντως καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα.

215    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι ένα μέρος του ποσού των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP), ήτοι το ποσό των 54 057,63 ευρώ (8 994 433 ESP), παραμένει χαμηλότερο από το ολικό ποσό των 2 303 817 ευρώ (383 322 896 ESP) που όντως καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα.

216    Πάντως, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι το ως άνω ποσό των 54 057,63 ευρώ δεν περιελήφθη στο ολικό ποσό της ενισχύσεως που κοινοποιήθηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας στην Επιτροπή.

217    Στον βαθμό που ένα μέρος του ποσού των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP) που διατέθηκε για τη σύσταση της επίμαχης προβλέψεως εξακολουθούσε, ενδεχομένως, να καλύπτεται από τις ενισχύσεις που όντως χορηγήθηκαν στην επιχείρηση, εναπέκειτο στην Επιτροπή να προσδιορίσει αν το ως άνω ποσό των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP) ή, τουλάχιστον, το σχετικό μέρος του εν λόγω ποσού, το οποίο ανερχόταν σε 54 057,63 ευρώ (8 994 433 ESP), πληρούσε τις κανονιστικές προϋποθέσεις για να είναι επιλέξιμο για τη λήψη ενισχύσεως προς κάλυψη εκτάκτων δαπανών.

218    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε τέτοια εξέταση. Συγκεκριμένα, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν εξέτασε το ποσό που διατέθηκε για τη σύσταση της επίμαχης προβλέψεως ούτε υπό το πρίσμα του άρθρου 5 της αποφάσεως 3632/93 ούτε υπό το πρίσμα του άρθρου 7 του κανονισμού 1407/2002. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 206 ανωτέρω, το θεσμικό όργανο περιορίσθηκε να διαπιστώσει, στις αιτιολογικές σκέψεις 84 και 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ποσό των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP) υπερέβαινε αυτό που είχε κοινοποιηθεί και αυτό που είχε καταβληθεί προκαταβολικά.

219    Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή παρέβη τις εφαρμοστέες διατάξεις ως εκ του ότι παρέλειψε να εξετάσει αν, τουλάχιστον, το ποσό των 54 057,63 ευρώ (8 994 433 ESP), το οποίο περιλαμβάνεται στο ολικό ποσό των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP) που διατέθηκε για τη σύσταση προβλέψεως αποσκοπούσας στην κάλυψη των εκτάκτων δαπανών αναδιαρθρώσεως που θα προέκυπταν στο μέλλον από το κλείσιμο του επιμέρους τομέα La Prohida, μπορούσε να λάβει ενίσχυση για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών.

220    Στον βαθμό που η Επιτροπή ισχυρίζεται ακόμη, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, ότι η επίμαχη πρόβλεψη αποτελεί απόπειρα εκ μέρους της προσφεύγουσας να επιτύχει την κήρυξη ως συμβατού με την κοινή αγορά ενός μέρους των ενισχύσεων που κηρύχθηκαν καταχρηστικές και ασυμβίβαστες, αρκεί να επισημανθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Εξάλλου, δεδομένου ότι η περίσταση αυτή δεν περιλαμβάνεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επί της οποίας αιτιολογίας στηρίζεται η άρνηση της Επιτροπής να κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά την ενίσχυση που προορίζεται, καθ’ υπόθεση, για την κάλυψη του ποσού της επίμαχης προβλέψεως, η έλλειψη αιτιολογίας επί του σημείου αυτού δεν δύναται να καλυφθεί κατά τη διάρκεια της δίκης (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22).

221    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

222    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός όσον αφορά την αιτίαση που αναφέρεται στο ποσό των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP), το οποίο αντιστοιχεί στην πρόβλεψη που προορίζεται για την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών αναδιαρθρώσεως που θα προέκυπταν στο μέλλον από το κλείσιμο του επιμέρους τομέα La Prohida, τούτο δε εντός του ορίου του ποσού των 54 057,63 ευρώ (8 994 433 ESP). Ωστόσο, πρέπει να απορριφθούν κατά τα λοιπά η αιτίαση αυτή και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Συμπέρασμα

223    Για όλους τους ανωτέρω λόγους, το άρθρο 3, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον περιλαμβάνει το ποσό των 54 057,63 ευρώ (8 994 433 ESP), καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να ακυρωθούν. Κατά τα λοιπά, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

224    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

225    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα έγινε εν μέρει δεκτή, το Πρωτοδικείο εκτιμά, κατόπιν δίκαιης εκτιμήσεως των περιστάσεων της υποθέσεως, ότι η προσφεύγουσα πρέπει να φέρει τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών της εξόδων και τα τέσσερα πέμπτα των εξόδων της Επιτροπής και ότι η τελευταία πρέπει να φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών της εξόδων και το ένα πέμπτο των εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 3, στοιχείο β΄, καθόσον αφορά το ποσό των 54 057,63 ευρώ (8 994 433 ESP), και το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της απόφασης 2004/340/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003, για την κάλυψη των έκτακτων επιβαρύνσεων της επιχείρησης González y Díez, SA (ενισχύσεις για το 2001 και καταχρηστική χρήση των ενισχύσεων για το 1998 και 2000) και για την τροποποίηση της απόφασης 2002/827/ΕΚΑΧ.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Η προσφεύγουσα φέρει τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών της εξόδων και τα τέσσερα πέμπτα των εξόδων της Επιτροπής και η τελευταία φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών της εξόδων και το ένα πέμπτο των εξόδων της προσφεύγουσας.



Pirrung

Meij

Forwood

Pelikánová

 

       Παπασάββας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. Pirrung

Πίνακας περιεχομένων

Νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από αναρμοδιότητα της Επιτροπής για τη θέσπιση των άρθρων 1, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου κατά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την ανάκληση των άρθρων 1, 2 και 5 της αποφάσεως 2002/827 και για τη θέσπιση της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

– Επί του παραδεκτού

– Επί της ουσίας

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και από παράβαση ουσιώδους τύπου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως

Επί του ποσού των 295 409,47 ευρώ (49.152.000 ESP), το οποίο αφορά την κατασκευή 1 030 m στοών στον επιμέρους τομέα La Prohida

– Η προσβαλλόμενη απόφαση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του ποσού των 513 757,49 ευρώ (85 482 054 ESP), το οποίο αφορά τη μετατόπιση 1 005 080 m³ εδάφους στον τομέα Buseiro

– Η προσβαλλόμενη απόφαση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του ποσού των 547 066,46 ευρώ (91 024 200 ESP), το οποίο αντιστοιχεί στις εγγυήσεις που έχουν συναφθεί με την Κυβέρνηση των Αστουριών για την αποκατάσταση των εδαφών

– Η προσβαλλόμενη απόφαση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του ποσού των 372 176,75 ευρώ (61 925 000 ESP), το οποίο αντιστοιχεί στην αγοραία αξία των όμορων εκτάσεων γης της δυτικής ζώνης του τομέα Buseiro που εγκαταλείφθηκαν κατόπιν της μεταβολής του επιπέδου της στάθμης

– Η προσβαλλόμενη απόφαση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του ποσού των 1 403 316,30 ευρώ (233 492.186 ESP), το οποίο αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν της επιστροφής των επιδοτήσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του PEAC

– Η προσβαλλόμενη απόφαση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του ποσού των 602 146,29 ευρώ (100 188 713 ESP), το οποίο αφορά την κατασκευή φρεάτων και άλλων έργων εξαερισμού στον τομέα Sorriba

– Η προσβαλλόμενη απόφαση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του ποσού των 601 012,10 ευρώ (100 000 000 ESP), το οποίο προοριζόταν για την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών αναδιαρθρώσεως που θα προέκυπταν στο μέλλον από το κλείσιμο του επιμέρους τομέα La Prohida

– Η προσβαλλόμενη απόφαση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Συμπέρασμα

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.