Language of document : ECLI:EU:T:2013:229

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 6ης Μαΐου 2013 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασία διαγωνισμού – Παροχή στο ECDC υπηρεσιών συστηματικής εξετάσεως και συμβουλών εμπειρογνωμόνων σχετικών με την αποτελεσματικότητα όσον αφορά τη δημόσια υγεία της μοριακής τυποποίησης των παθογενειών που οφείλονται σε ιούς – Απόρριψη της προσφοράς υποψηφίου – Προσφυγή εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Στην υπόθεση T‑577/11,

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενο από τον Σ. Γκαρίπη, δικηγόρο,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (ECDC), εκπροσωπούμενου από τη R. Trott, επικουρούμενη από τους D. Waelbroeck και Ε. Μπουρτζάλα, δικηγόρους,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του ECDC της 25ης Αυγούστου 2011, περί απορρίψεως της προσφοράς του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της διαδικασίας διαγωνισμού PROC/2001/041 όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών συστηματικής εξετάσεως και συμβουλών εμπειρογνωμόνων σχετικών με την αποτελεσματικότητα όσον αφορά τη δημόσια υγεία της μοριακής τυποποίησης των παθογενειών που οφείλονται σε ιούς (ΕΕ 2011/S 109-179084),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka (εισηγήτρια) και M. Prek, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το προσφεύγον, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι ένα ελληνικό δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

2        Με προκήρυξη της 8ης Ιουνίου 2011, δημοσιευθείσα στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011/S 109-179084) με τα στοιχεία PROC/2011/041, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (ECDC) δημοσίευσε διαγωνισμό με αντικείμενο σύμβαση-πλαίσιο για την παροχή υπηρεσιών συστηματικής εξετάσεως και συμβουλών εμπειρογνωμόνων επί της αποτελεσματικότητας όσον αφορά τη δημόσια υγεία της μοριακής τυποποίησης των παθογενειών που οφείλονται σε ιούς (στο εξής: επίμαχος διαγωνισμός).

3        Το σημείο 2.5 της προκήρυξης του επίμαχου διαγωνισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«2.5      Κριτήρια επιλογής

Οι υποψήφιοι πρέπει να αποδείξουν τη νομική, οικονομική, τεχνική και επαγγελματική ικανότητά τους προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους εκ της συμβάσεως.

[…]

2.5.3      Τεχνική και επαγγελματική ικανότητα

Προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται

Η τεχνική και επαγγελματική ικανότητα του υποψηφίου θα εκτιμηθεί με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

A)      καταλληλότητα του οργανισμού και το[υ] διαθέσιμο[υ] στελεχιακ[ού] δυναμικ[ού] για τις δραστηριότητες που καλύπτει η σύμβαση·

B)      σχετικά προσόντα στους τομείς της μικροβιολογίας, της ιολογίας, της μοριακής τυποποίησης, της δημόσιας υγείας, της συστηματικής ανάλυσης και της σχεδίασης κατευθυντήριων γραμμών. Επιπρόσθετα, η εξειδίκευση [των προσώπων που θα αναλάβουν την εκτέλεση του προγράμματος] σε τεχνική εμπειρία, γνώση και ικανότητα στο [πεδίο των τομέων] της μελέτης όσο και στην ικανότητα προετοιμασίας και παρουσίασης καθαρών και συνοπτικών αναφορών στην αγγλική γλώσσα μπροστά σε διεθνές ακροατήριο·

C)      συμμετοχή σε […] ερευνητικές δραστηριότητες [στους ανωτέρω τομείς], ιδίως στον τομέα της υγείας·

D)      οι [διαγωνιζόμενοι], περιλαμβανομένων όλων των μελών των κοινοπραξιών και των υπεργολάβων τους, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να έχουν συγκρουόμενα συμφέροντα σχετικά με την εκπλήρωση της σύμβασης.

Απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία

Τα ακόλουθα έγγραφα ή πληροφορίες πρέπει να παρουσιάζονται ως ένδειξη της συμμόρφωσης με τα κριτήρια τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας:

A)      λεπτομέρειες της δομής του οργανισμού (συμπεριλαμβανομένου του αριθμού [των εργαζομένων]) και των σχετικών υπεργολάβων·

B)      επαγγελματικές διαπιστεύσεις ή συστάσεις για τον διαγωνιζόμενο και τους σχετικούς υπεργολάβους· βιογραφικά σημειώματα των βασικών εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση της μελέτης (κατά προτίμηση ακολουθώντας το πρότυπο του παραρτήματος [ΙV], τα οποία καλύπτουν την επαγγελματική εμπειρία, την εκπαίδευση και την κατάρτιση, τις οργανωτικές και τεχνικές δεξιότητες, καθώς και το υψηλό επίπεδο των γνώσεων της αγγλικής, προς πιστοποίηση των δεξιοτήτων σε γραπτό και προφορικό λόγο·

C)      κατάλογος και περιγραφή των πρόσφατων δραστηριοτήτων (των τελευταίων τριών χρόνων) στον τομέα της δημόσιας υγείας, της συστηματικής ανάλυσης, της αξιολόγησης των προτύπων και των μεθόδων δοκιμών, περιλαμβάνοντας δύο παραδείγματα ερευνητικών έργων σε διεθνές περιβάλλον αναφορικά με θέματα που σχετίζονται με τον παρόντα διαγωνισμό.»

4        Στις 22 Ιουλίου 2011 το προσφεύγον υπέβαλε προσφορά για τον επίμαχο διαγωνισμό.

5        Με έγγραφο της 25ης Αυγούστου 2011, αποσταλέν στο προσφεύγον στις 7 Σεπτεμβρίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το ECDC πληροφόρησε το προσφεύγον ότι η προσφορά του απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι αυτή δεν ικανοποιούσε τα κριτήρια επιλογής που περιλαμβάνονται στο σημείο 2.5.3 της προκηρύξεως του διαγωνισμού με τίτλο «Τεχνική και επαγγελματική ικανότητα».

6        Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως εξής:

«Οι λόγοι απόρριψης της προσφοράς σας είναι: […] Η [επιτροπή αξιολόγησης] κατέληξε [στο συμπέρασμα] ότι ‟αναφορικά με την παράγραφο [2].5.3 των όρων της προκήρυξης (Τεχνική και επαγγελματική ικανότητα), η προσφορά του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν ανταποκρινόταν στα κριτήρια επιλογής. Επιπλέον, στο κείμενο της προσφοράς δεν υπήρχε τεκμηριωμένη αναφορά στην προηγούμενη εμπειρία των αιτούντων όσον αφορά την εκτέλεση μιας συστηματικής ανάλυσης ή την περιγραφή μιας εφαρμοσμένης ιατρικής προσέγγισης βασισμένης σε αποδείξεις για την εκτέλεση του έργου”.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Νοεμβρίου 2011 το προσφεύγον άσκησε την παρούσα προσφυγή.

8        Το προσφεύγον ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να διατάξει το ECDC να επανεξετάσει την προσφορά του·

–        να καταδικάσει το ECDC στα δικαστικά έξοδα.

9        Το ECDC ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

10      Κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

11      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει επαρκώς ενημερωθεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι μπορεί να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

12      Εισαγωγικώς, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα του προσφεύγοντος, με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει το ECDC να επανεξετάσει την προσφορά του, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως στηριζόμενης στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, η αρμοδιότητα του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως και ότι, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων του, δεν μπορεί να απευθύνει διαταγές στα όργανα της Ένωσης. Αν η προσβαλλόμενη πράξη ακυρωθεί, εναπόκειται στο οικείο θεσμικό όργανο να λάβει, βάσει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως περί ακυρώσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαΐου 2009, T-89/07, VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II-1403, σκέψη 112 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

13      Κατά συνέπεια, το δεύτερο αίτημα του προσφεύγοντος είναι προδήλως απαράδεκτο.

14      Προς στήριξη της προσφυγής του περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως το προσφεύγον προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με την προσφορά του προσφεύγοντος. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε παράβαση των διατάξεων της προκηρύξεως του επίμαχου διαγωνισμού. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με την προσφορά του προσφεύγοντος

15      Το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία το ECDC απέρριψε την προσφορά του στερείται ερείσματος. Υποστηρίζει ότι η επιτροπή αξιολόγησης προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων της προσφοράς του όσον αφορά την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα των μελών της ομάδας εργασίας απορρίπτοντας, κατά συνέπεια, την προσφορά του στηριζόμενο σε εσφαλμένη αιτιολογία. Τα βιογραφικά σημειώματα των μελών της ομάδας εργασίας του προσφεύγοντος, που συνάπτονταν σε παράρτημα της προσφοράς του, πιστοποιούσαν την τεχνική και επαγγελματική τους ικανότητα σύμφωνα με όσα επέτασσε η προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού. Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η επιτροπή αξιολόγησης διέθετε, επομένως, όλα τα στοιχεία που βεβαίωναν την πείρα των μελών της ομάδας εργασίας του. Προσθέτει ότι η προσφορά περιείχε τις απαιτούμενες από την προκήρυξη αποδείξεις, καθόσον περιελάμβανε σε παράρτημα εκτενή έκθεση των δραστηριοτήτων της και τα βιογραφικά σημειώματα όλων των ερευνητών που θα μετείχαν στο σχέδιο, με περιγραφή των δραστηριοτήτων τους. Επιπλέον, τα υποβληθέντα σε παράρτημα της προσφοράς έγγραφα σχετικά με τις δραστηριότητες του Π. περιέγραφαν επαρκώς τη συμμετοχή του στη συγγραφή έργων συστηματικής αναλύσεως, καθόσον είναι κοινώς γνωστό ότι ο συνυπογράφων μελέτη δημοσιευθείσα σε επιστημονικό περιοδικό με κριτές έχει ενεργό ρόλο και συμμετοχή στη σχετική μελέτη.

16      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία, το θεσμικό όργανο που προσφεύγει σε διαδικασία διαγωνισμού διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που θα λάβει υπόψη προκειμένου να αποφασίσει να συνάψει σύμβαση κατόπιν προκηρύξεως διαγωνισμού και ότι ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και στην εξέταση της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης και καταχρήσεως εξουσίας (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2007, T‑250/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 15ης Μαρτίου 2012, T-236/09, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 88).

17      Αρκεί να σημειωθεί ότι το προσφεύγον υποστηρίζει ότι το ECDC δεν απέδειξε τη μη τήρηση του κριτηρίου της τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας, δεδομένων των συγκεκριμένων προσόντων των ατόμων που μνημονεύονταν στην προσφορά και, προς απόδειξη των ικανοτήτων αυτών των μελών της ομάδας εργασίας του, παραθέτει στο δικόγραφο της προσφυγής τα αποσπάσματα των βιογραφικών σημειωμάτων που περιλαμβάνονταν σε παράρτημα της προσφοράς του. Περιορίζεται στην προβολή του επιχειρήματος ότι η επιτροπή αξιολόγησης διέθετε τις αναγκαίες πληροφορίες προς εκτίμηση των τεχνικών και επαγγελματικών ικανοτήτων των μελών της ομάδας εργασίας του, δεν προβάλλει όμως κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει πρόδηλη πλάνη της εν λόγω επιτροπής κατά την εκτίμηση της προσφοράς του. Ομοίως, το επιχείρημα ότι οι δραστηριότητες του Π. περιγράφονταν επαρκώς στη σχετική προσφορά δεν αποδεικνύει κάποια πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

18      Επιπροσθέτως, η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να προβεί το ίδιο σε εξέταση των βιογραφικών σημειωμάτων των μελών της ομάδας εργασίας του και των εγγράφων που αφορούν τις δραστηριότητες του Π. Εντούτοις, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε νέα εξέταση της προσφοράς του προσφεύγοντος προκειμένου να προσδιορίσει αν οι τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες των μελών της ομάδας εργασίας του που εκτίθενται με τα βιογραφικά αυτά σημειώματα ήταν επαρκείς ή αν οι δραστηριότητες του Π. περιγράφονταν επαρκώς στην προσφορά.

19      Πράγματι, δεδομένου ότι η απόφαση του ECDC είναι το αποτέλεσμα περίπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων, οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν καταρχήν το αντικείμενο περιορισμένου δικαιοδοτικού ελέγχου, ο οποίος συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει με την εκ μέρους του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκείνη του ECDC (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T-201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-3601, σκέψη 88, και απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 16 ανωτέρω, σκέψη 111).

20      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται ότι «στο κείμενο της προσφοράς δεν υπήρχε τεκμηριωμένη αναφορά στην προηγούμενη εμπειρία των αιτούντων όσον αφορά την εκτέλεση μιας συστηματικής ανάλυσης ή την περιγραφή μιας εφαρμοσμένης ιατρικής προσέγγισης βασισμένης σε αποδείξεις για την εκτέλεση του έργου». Έτσι, οι λόγοι της απορρίψεως της προσφοράς του προσφεύγοντος στηρίζονται στις ανεπάρκειες των βιογραφικών σημειωμάτων που περιλαμβάνονταν στο παράρτημα της προσφοράς αυτής, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι η επιτροπή αξιολόγησης προέβη στην εξέτασή τους.

21      Δεύτερον, καίτοι πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, το προσφεύγον επικαλείται επίσης ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί να σημειωθεί ότι το άρθρο 149, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανόνες εφαρμογής), του οποίου οι διατάξεις επαναλαμβάνονται στο άρθρο 111, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού του ECDC της 14ης Νοεμβρίου 2008, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Οι απορριφθέντες υποψήφιοι ή προσφέροντες μπορούν να λάβουν επιπλέον πληροφορίες για τους λόγους της απόρριψής τους, υποβάλλοντας γραπτώς σχετικό αίτημα με επιστολή, φαξ ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, καθώς και, για κάθε προκριθείσα προσφορά, πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της προσφοράς, όπως και το όνομα του αναδόχου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού. Οι αναθέτουσες αρχές απαντούν εντός το πολύ δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής αίτησης.»

22      Από το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), και από το άρθρο 149 των κανόνων εφαρμογής προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή εκπληρώνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως όταν περιορίζεται, καταρχάς, στο να γνωστοποιήσει αμέσως σε κάθε αποκλεισθέντα υποψήφιο τους λόγους της απορρίψεως της υποψηφιότητάς του και, στη συνέχεια, παρέχει στους απορριφθέντες υποψηφίους που το ζητούν ρητώς συμπληρωματικές πληροφορίες για τους λόγους της απορρίψεως.

23      Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατόπιν της παραλαβής της προσβαλλομένης αποφάσεως, το προσφεύγον δεν ζήτησε από το ECDC να του παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες για τους λόγους της απορρίψεως της προσφοράς του.

24      Με την προσβαλλόμενη απόφαση το ECDC πληροφόρησε το προσφεύγον ότι η προσφορά του απορρίφθηκε διότι δεν πληρούσε το κριτήριο επιλογής σχετικά με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα που περιλαμβάνεται στο σημείο 2.5.3 της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Το ECDC προσέθεσε ακόμη ότι δεν είχαν προσκομιστεί ορισμένες αποδείξεις που απαιτούσε η προκήρυξη.

25      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιεί τις απαιτήσεις αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 149 των κανόνων εφαρμογής.

26      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση των διατάξεων του επίμαχου διαγωνισμού

27      Το προσφεύγον ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η επιτροπή αξιολόγησης εφάρμοσε εσφαλμένα τα κριτήρια επιλογής που περιλαμβάνονται στο σημείο 2.5.3 της προκηρύξεως του επίμαχου διαγωνισμού.

28      Πρώτον, το προσφεύγον φρονεί ότι η επιτροπή αξιολόγησης έδωσε εσφαλμένως προτεραιότητα στη συστηματική ανάλυση, λαμβάνοντάς την ως προεξέχον κριτήριο, ενώ επρόκειτο για ένα κριτήριο επιλογής του ιδίου επιπέδου με τα άλλα κριτήρια τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας.

29      Αρκεί συναφώς η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό του προσφεύγοντος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

30      Πράγματι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ECDC εκθέτει, μεταξύ άλλων, ότι «στο κείμενο της προσφοράς δεν υπήρχε τεκμηριωμένη αναφορά στην προηγούμενη εμπειρία των αιτούντων όσον αφορά την εκτέλεση μιας συστηματικής ανάλυσης». Κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι δόθηκε περισσότερη σημασία στο κριτήριο που αφορούσε τον τομέα της συστηματικής αναλύσεως έναντι των λοιπών κριτηρίων τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας κατά την εκτίμηση της προσφοράς του.

31      Δεύτερον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η επιτροπή αξιολόγησης απέρριψε την προσφορά του βάσει ενός κριτηρίου επιλογής που δεν περιλαμβανόταν στην προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού, ήτοι του κριτηρίου της «μεθόδου εργασίας τεκμηριωμένης ιατρικής (βασισμένης σε αποδείξεις – Evidence Based Medicine)».

32      Το προσφεύγον υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ECDC προσέθεσε το νέο αυτό κριτήριο επιλογής κατά την εκτίμηση της προσφοράς του.

33      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ECDC έκρινε ότι η προσφορά του προσφεύγοντος δεν ικανοποιούσε το κριτήριο επιλογής σχετικά με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα και ότι, επιπλέον, η προσφορά δεν περιελάμβανε απόδειξη της πείρας των υποψηφίων στην περιγραφή μεθόδου εργασίας τεκμηριωμένης ιατρικής.

34      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η «μέθοδος εργασίας τεκμηριωμένης ιατρικής» δεν αποτελεί αυτοτελές κριτήριο, αλλά ένα αναπόσπαστο στοιχείο σε σχέση με την εκτίμηση του κριτηρίου περί τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας των υποψηφίων.

35      Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι, σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού, η επιτροπή αξιολόγησης μπορούσε να λάβει υπόψη την ανεπάρκεια αποδείξεων που περιλαμβάνονταν στην προσφορά όσον αφορά την προηγούμενη πείρα των υποψηφίων «στην περιγραφή μεθόδου εργασίας τεκμηριωμένης ιατρικής» στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του σχετικού με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα κριτηρίου.

36      Συναφώς, το σημείο 2.2.1 της προκηρύξεως του επίμαχου διαγωνισμού, όσον αφορά τους σκοπούς και το περιεχόμενο της συμβάσεως, εκθέτει τα εξής:

«Ο συνολικός [σκοπός] της σύμβασης είναι να παράσχει μια σύνοψη στοιχείων για την αποτελεσματικότητα στη δημόσια υγεία της μοριακής τυποποίησης των ανθρωπίνων παθογενειών που οφείλονται σε ιούς και να αναπτύξει οδηγίες βασισμένες σε αποδείξεις για την επιλογή ανθρωπίνων παθογενειών που οφείλονται σε ιούς και μεθόδων τυποποίησης, των οποίων η συμπερίληψη στα συστήματα επιτήρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα εκτιμηθεί.

Ο σκοπός διαρθρώνεται σε δύο στάδια:

1.      Η εκτέλεση μίας συστηματικής ανάλυσης της βιβλιογραφίας σχετικά με τα διαθέσιμα στοιχεία της αποτελεσματικότητας στη δημόσια υγεία της μοριακής τυποποίησης των ανθρωπίνων παθογενειών που οφείλονται σε ιούς, όπως εφαρμόζονται στην εθνική/διεθνή επιτήρηση και στην εθνική/διεθνή έρευνα, παρακολούθηση και έλεγχο επιδημιών (στάδιο Ι – πρώτο έτος).

2.      Με βάση αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, [η διατύπωση] εξειδικευμέν[ων] οδηγ[ιών] για παθογένειες που οφείλονται σε ιούς, που θα εξετασθούν ώστε να συμπεριληφθούν στην ανάπτυξη των μελλοντικών συστημάτων επιτήρησης και ειδοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τονίζοντας τις καλύτερες επιλογές και ευκαιρίες [από την άποψη οφέλους για τη δημόσια υγεία και] προστιθέμενης αξίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στάδιο 2 – δεύτερο έτος).»

37      Ακόμη, η περιγραφή του σταδίου 2 που περιλαμβάνεται στην προκήρυξη αναφέρεται επανειλημμένα σε «τεκμηριωμένη κατάταξη των παθογενειών που οφείλονται σε ιούς και των μεθόδων τυποποίησης».

38      Εξ αυτού προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του ίδιου του αντικειμένου του επίμαχου διαγωνισμού, όπως προσδιορίζεται στην προκήρυξη, η απόδειξη της προηγούμενης πείρας των υποψηφίων όσον αφορά μια «μέθοδο εργασίας τεκμηριωμένης ιατρικής» περιλαμβανόταν στις αποδείξεις που απαιτούνταν προκειμένου να ικανοποιείται το κριτήριο της τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας, όπως προέβλεπε το σημείο 2.5.3 της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

39      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το προσφεύγον, η «μέθοδος εργασίας τεκμηριωμένης ιατρικής» δεν συνιστά νέο κριτήριο επιλογής το οποίο προσέθεσε το ECDC κατά την εκτίμηση της προσφοράς του.

40      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως

41      Το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι ο επίμαχος διαγωνισμός και η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλουν τις αρχές της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως, καθόσον δεν προβλέπουν τη δυνατότητα ασκήσεως διοικητικής προσφυγής κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφοράς του.

42      Συναφώς, αφενός, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 74 του δημοσιονομικού κανονισμού του ECDC προβλέπει ότι η σύναψη δημοσίων συμβάσεων από το ECDC υπόκειται στις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού και στους κανόνες εφαρμογής. Ωστόσο, ούτε οι εφαρμοστέες διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού και των κανόνων εφαρμογής ούτε ο δημοσιονομικός κανονισμός του ECDC προβλέπουν διαδικασία διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεως περί απορρίψεως μιας προσφοράς. Επομένως, σχετικό επιχείρημα στηριζόμενο σε παραβίαση της αρχής της νομιμότητας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

43      Αφετέρου, η εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο να υποχρεώσει το ECDC να προβλέπει τη δυνατότητα διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεων περί απορρίψεως προσφοράς των υποψηφίων όταν οι εφαρμοστέες διατάξεις δεν προβλέπουν μια τέτοια προσφυγή.

44      Συνεπώς, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

45      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το αίτημα ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

46      Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, εν μέρει ως προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει ως προδήλως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

47      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή το προσφεύγον ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, εκτός από τα δικά του έξοδα, και τα δικαστικά έξοδα του ECDC, σύμφωνα με τα αιτήματα του τελευταίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και εκείνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (ECDC).

Λουξεμβούργο, 6 Μαΐου 2013.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Dittrich


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.