Language of document : ECLI:EU:T:2023:724

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 15ης Νοεμβρίου 2023 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Τοποθέτηση σε νέα θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Απόφαση με αναδρομική ισχύ εκδοθείσα σε εκτέλεση αποφάσεων του δικαστή της Ένωσης – Άρθρο 266 ΣΛΕΕ – Άρθρα 22α και 22γ του ΚΥΚ – Πλημμέλεια της προ της ασκήσεως προσφυγής-αγωγής διαδικασίας – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Δικαίωμα ακροάσεως – Αρχή της αμεροληψίας – Εύλογη προθεσμία – Καθήκον μέριμνας – Ευθύνη – Ηθική βλάβη»

Στην υπόθεση T‑790/21,

PL, εκπροσωπούμενος από την N. de Montigny, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την M. Brauhoff και τον L. Vernier,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, H. Kanninen και M. Sampol Pucurull (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή-αγωγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων), PL, ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 16ης Φεβρουαρίου 2021 με την οποία αυτός τοποθετήθηκε σε νέα θέση, στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Κινητικότητας και Μεταφορών, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) καθώς και της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2021 με την οποία απερρίφθη εν μέρει η διοικητική του ένσταση (στο εξής: απόφαση περί μερικής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως) και αφετέρου, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

I.      Ιστορικό της διαφοράς

2        Η υπό κρίση διαφορά αφορά την τοποθέτηση του προσφεύγοντος από την αντιπροσωπεία της Επιτροπής στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ (στο εξής: αντιπροσωπεία), όπου εργαζόταν από τις 16 Φεβρουαρίου 2012, σε νέα θέση, στη ΓΔ Κινητικότητας και Μεταφορών, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013 (στο εξής: επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση).

3        Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατόπιν της ακυρώσεως από τον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύο προηγούμενων αποφάσεων οι οποίες διέτασσαν την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση και της ανακλήσεως από την Επιτροπή μιας τρίτης αποφάσεως με το ίδιο περιεχόμενο (στο εξής από κοινού: τρεις πρώτες αποφάσεις περί τοποθετήσεως σε νέα θέση).

4        Το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έκδοση των αποφάσεων αυτών είναι το ακόλουθο.

5        Στις 20 Δεκεμβρίου 2012 ο προσφεύγων ενημερώθηκε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση είχε εγκριθεί την προηγούμενη ημέρα (στο εξής: πρώτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση). Ο προσφεύγων προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (υπόθεση F‑96/13).

6        Οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η πρώτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση περιγράφηκαν στις σκέψεις 2 έως 14 της αποφάσεως της 15ης Απριλίου 2015, PL κατά Επιτροπής (F‑96/13, στο εξής: απόφαση F‑96/13, EU:F:2015:29), ως εξής:

«2      Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) είναι υπάλληλος της Επιτροπής. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, κατείχε τον βαθμό AD 11 και είχε αρχικώς τοποθετηθεί στη μονάδα “Οικονομικοί πόροι” της διευθύνσεως “Κοινοί πόροι” της ΓΔ Κινητικότητας Με απόφαση της [αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ)] της 16ης Ιανουαρίου 2012, μετατέθηκε στη μονάδα “Οικονομικά θέματα, συμβάσεις και έλεγχος” της διευθύνσεως “[Πολιτική γ]ειτονίας” της ΓΔ Ανάπτυξης και συνεργασίας – EuropeAid (στο εξής: ΓΔ Ανάπτυξης και Συνεργασίας) και τοποθετήθηκε ως προϊστάμενος τμήματος στην αντιπροσωπεία […], με ισχύ από την 16η Φεβρουαρίου 2012.

3      Ενώ ο προσφεύγων ασκούσε τα καθήκοντά του ως επικεφαλής του τμήματος “Οικονομικά θέματα, συμβάσεις και έλεγχος” της αντιπροσωπείας, η αντιπροσωπεία υποβλήθηκε σε έλεγχο, κατόπιν αποστολής ελέγχου από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο με αντικείμενο το πρόγραμμα με την ονομασία [εμπιστευτικό] (1). Κατά το πέρας της αποστολής τους, οι ελεγκτές του Ελεγκτικού Συνεδρίου επεσήμαναν ανεπάρκειες ως προς τη διαχείριση του εν λόγω προγράμματος. Κατά το ίδιο διάστημα, ο προσφεύγων εξέφρασε σε διάφορα εμπλεκόμενα μέρη τους προβληματισμούς του σχετικά με φερόμενες παρατυπίες στη διαχείριση του εν λόγω προγράμματος, τις ανησυχίες του σχετικά με τις δραστηριότητες διεθνούς οργανισμού ο οποίος είχε συνάψει πλείονες συμβάσεις με τη ΓΔ Ανάπτυξης και Συνεργασίας, τις αμφιβολίες του ως προς τον κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων λόγω των δεσμών ορισμένων τοπικών υπαλλήλων της αντιπροσωπείας με τον εν λόγω διεθνή οργανισμό και τις υποψίες του περί διαφθοράς στο πλαίσιο της υλοποιήσεως, εκ μέρους του εν λόγω οργανισμού, έργου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ονομασία [εμπιστευτικό]. Εξάλλου, το τμήμα “Οικονομικά θέματα, συμβάσεις και έλεγχος” της αντιπροσωπείας, το οποίο διαχειρίζεται το πρόγραμμα [εμπιστευτικό], αποτέλεσε αντικείμενο ερευνών της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης […], οι οποίες κινήθηκαν το 2011 και το 2013.

4      Στις 15 Οκτωβρίου 2012, [η A], εκπρόσωπος του προσωπικού της αντιπροσωπείας (στο εξής: εκπρόσωπος του προσωπικού), απέστειλε στον επικεφαλής της αντιπροσωπείας σημείωμα, υπογεγραμμένο από 21 μέλη της αντιπροσωπείας […], καταγγέλλοντας την απογοήτευση μέρους του προσωπικού λόγω της αλλαγής προσέγγισης ως προς τον τρόπο λειτουργίας του τμήματος “Οικονομικά θέματα, συμβάσεις και έλεγχος” της αντιπροσωπείας κατά τη διάρκεια των επτά μηνών κατά τους οποίους το διηύθυνε ο προσφεύγων. Αυτή η αλλαγή προσέγγισης προκάλεσε μεγάλες καθυστερήσεις στη διαχείριση των έργων, ακόμη και τη διακοπή ορισμένων εξ αυτών, καθώς και την απώλεια αξιοπιστίας έναντι των εταίρων της Ένωσης. [Η] εκπρόσωπος του προσωπικού επεσήμανε επίσης στο σημείωμα αυτό ότι κατά τους επτά προηγούμενους μήνες είχαν αναφερθεί περιπτώσεις ανάρμοστης συμπεριφοράς που υπονόμευαν την επαγγελματική ακεραιότητα μελών του προσωπικού και ότι οι συμπεριφορές αυτές εξακολουθούσαν να υφίστανται. Το σημείωμα τελείωνε με έκκληση προς τους ιεραρχικώς ανωτέρους να βρουν ταχέως λύση στην κατάσταση αυτή, η οποία, όπως περιγραφόταν, είχε καταστεί αφόρητη.

5      Στις 22 και 23 Οκτωβρίου 2012, ο προϊστάμενος της μονάδας “Οικονομικά θέματα, συμβάσεις και έλεγχος” της διευθύνσεως “[Πολιτική Γ]ειτονίας” της ΓΔ Συνεργασίας και Ανάπτυξης στην οποία υπαγόταν ο προσφεύγων (στο εξής: προϊστάμενος μονάδας του προσφεύγοντος) μετέβη σε αποστολή στην αντιπροσωπεία και συζήτησε με τους συναδέλφους του ενδιαφερομένου, ενώ ο ίδιος απουσίαζε.

6      Σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 25 Οκτωβρίου 2012, παρουσία, μεταξύ άλλων, του προϊσταμένου μονάδας του προσφεύγοντος και του προσφεύγοντος, συζητήθηκε η συμπεριφορά του τελευταίου και τα προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ των τμημάτων “Οικονομικά θέματα, συμβάσεις και έλεγχος” και “Επιχειρήσεις” εντός της αντιπροσωπείας.

7      Στις 9 Νοεμβρίου 2012, [η] εκπρόσωπος του προσωπικού απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον προϊστάμενο μονάδας του προσφεύγοντος προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την περαιτέρω επιδείνωση της συμπεριφοράς του. Σύμφωνα με τ[ην] εκπρόσωπο του προσωπικού, ο προσφεύγων προσήπτε πλέον στο προσωπικό ότι κακώς είχε μιλήσει στον προϊστάμενο μονάδας κατά την αποστολή της 22ας και 23ης Οκτωβρίου 2012. Με το ίδιο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, [η] εκπρόσωπος του προσωπικού ζήτησε τη λήψη προληπτικού μέτρου για την προστασία του προσωπικού από κάθε μορφής παρενόχληση.

8      Μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του επικεφαλής της αντιπροσωπείας και του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΓΔ Ανάπτυξης και Συνεργασίας της 12ης Νοεμβρίου 2012, καθώς και του προϊσταμένου μονάδας του προσφεύγοντος της 13ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους, απευθύνθηκε στον προσφεύγοντα προειδοποίηση ως προς τον ανάρμοστο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του και ως προς τα προβλήματα επικοινωνίας που προκαλούσαν το τμήμα του και ο ίδιος. Σύμφωνα με τους ιεραρχικώς ανωτέρους του προσφεύγοντος, οι δυσχέρειες αυτές επηρέαζαν το έργο της αντιπροσωπείας και τις πολιτικές σχέσεις που διατηρούσε η Ένωση στην περιοχή.

9      Στις 20 Νοεμβρίου 2012, ο προσφεύγων ενημερώθηκε τηλεφωνικώς για την τοποθέτησή του σε νέα θέση, στην έδρα του θεσμικού οργάνου, και έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον προϊστάμενο της μονάδας “Ανθρώπινοι πόροι στις αντιπροσωπείες” της ΓΔ Ανάπτυξης και Συνεργασίας, “το οποίο επιβεβα[ίωνε] την τοποθέτησή [του] σε νέα θέση, στην έδρα του θεσμικού οργάνου, στην αρχική [του] ΓΔ[, τη ΓΔ Κινητικότητας]”. Το ίδιο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου διευκρίνιζε ότι, “[σ]ε λίγες ημέρες, όταν θα ολοκληρώνονταν οι διαδικασίες[,] [θα] λάμβα[νε] επίσημη ειδοποίηση” και τον καλούσε να λάβει το υπόλοιπο της άδειάς του πριν από το τέλος του έτους, ούτως ώστε “να αποχωρήσει προσεχώς από την αντιπροσωπεία”.

10      Με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 28ης και της 29ης Νοεμβρίου 2012, ο προσφεύγων ζήτησε από τον επικεφαλής της αντιπροσωπείας και από τον προϊστάμενο της μονάδας του να του κοινοποιήσουν λεπτομερή κατάλογο των πραγματικών περιστατικών στα οποία αναφέρονταν τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αυτοί απέστειλαν, αντιστοίχως, στις 12 και 13 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, προκειμένου να είναι ο ίδιος σε θέση να απαντήσει σε αυτά.

11      Στις 4 Δεκεμβρίου 2012, ο προσφεύγων ενημέρωσε τον προϊστάμενο της μονάδας “Ανθρώπινοι πόροι στις αντιπροσωπείες” της ΓΔ Ανάπτυξης και Συνεργασίας ότι προετοίμαζε την αποχώρησή του, πλην όμως δεν είχε ακόμη λάβει την επίσημη κοινοποίηση της αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση που μνημονευόταν στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 20ής Νοεμβρίου 2012, ενώ έπρεπε να ολοκληρώσει τις διαδικασίες της μετακόμισης.

12      Στις 6 Δεκεμβρίου 2012, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας απάντησε στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του προσφεύγοντος της 28ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ενημερώνοντάς τον ότι τα προβλήματα για τα οποία έκανε λόγο ο προσφεύγων ήταν επαναλαμβανόμενα και δεν μπορούσε να τα σημειώνει κάθε φορά που λάμβανε καταγγελία που τον αφορούσε.

13      Στις 10 Δεκεμβρίου 2012, ο προσφεύγων ζήτησε εκ νέου από τον επικεφαλής της αντιπροσωπείας να του παράσχει αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τις αιτιάσεις τις οποίες αυτός του προσήπτε. Στις 12 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας τού πρότεινε να απευθυνθεί στην αρμόδια υπηρεσία ανθρωπίνων πόρων για οποιαδήποτε περαιτέρω επικοινωνία.

14      Στις 20 Δεκεμβρίου 2012, υπάλληλος της μονάδας “Διαχείριση σταδιοδρομίας και επαγγελματικές επιδόσεις” της ΓΔ Ανθρωπίνων πόρων και ασφάλειας απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον προσφεύγοντα με το οποίο τον ενημέρωσε ότι η τοποθέτησή του σε νέα θέση, στις “ΓΔ [και] μονάδα: MOVE.SRD (Βρυξέλλες)”, δηλαδή στη ΓΔ Κινητικότητας, “[είχε] εγκριθεί” από τον προϊστάμενο της ομάδας “Μετακινήσεις προσωπικού” της μονάδας “Διαχείριση σταδιοδρομίας και επαγγελματικές επιδόσεις”, υπό την ιδιότητά του ως ΑΔΑ, στις 19 Δεκεμβρίου 2012, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013. Ο συντάκτης του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου διευκρίνιζε επίσης ότι η τοποθέτηση σε νέα θέση είχε ως νομική βάση το άρθρο 7, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε τότε […], ότι “η μετακίνηση αυτή [είχε] καταχωρισθεί και [ήταν] προσβάσιμη [μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος διαχείρισης προσωπικού με την ονομασία] ‘Sys[p]er 2’”, ότι αντίγραφο του εν λόγω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επρόκειτο να περιληφθεί στον φάκελο του προσφεύγοντος και ότι “καμία πράξη δεν [επρόκειτο να] καταρτισθεί σε χαρτί”.»

7        Από την 1η Ιανουαρίου 2013 ο προσφεύγων προήχθη στον βαθμό AD 12 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2013.

8        Στις 16 Ιανουαρίου 2015 ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο).

9        Με την απόφαση F‑96/13, η οποία δημοσιεύθηκε στις 15 Απριλίου 2015, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακύρωσε την πρώτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος.

10      Στις 15 Οκτωβρίου 2015, κατόπιν μακράς ανταλλαγής εγγράφων μεταξύ της Επιτροπής και του προσφεύγοντος, πραγματοποιήθηκε συνάντηση, στο πλαίσιο της εκτελέσεως της αποφάσεως F‑96/13, μεταξύ της προϊσταμένης της μονάδας «Διαχείριση σταδιοδρομίας και επαγγελματικές επιδόσεις» της ΓΔ Ανθρωπίνων πόρων και ασφάλειας (στο εξής: μονάδα ΓΔ HR.B4) και του προσφεύγοντος, παρουσία του δικηγόρου του και δύο άλλων προϊσταμένων μονάδας (στο εξής: συνάντηση της 15ης Οκτωβρίου 2015).

11      Κατά τη συνάντηση εκείνη, η προϊσταμένη της μονάδας ΓΔ HR.B4 ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την πρόθεσή της, ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ), να διατάξει, σε εκτέλεση της αποφάσεως F‑96/13, την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση με αναδρομική ισχύ. Εξήγησε ότι σκοπός της συναντήσεως ήταν να δοθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του πριν η ίδια λάβει την εν λόγω απόφαση.

12      Η προϊσταμένη της μονάδας ΓΔ HR.B4 αναφέρθηκε στον τότε υπάρχοντα φάκελο, από τον οποίο, κατά την άποψή της, προέκυπτε ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους του προσφεύγοντος. Συναφώς, κατά τη συνάντηση μνημονεύθηκαν ορισμένα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που χρονολογούνταν από τις 27 Ιουλίου 2012, τις 18 Σεπτεμβρίου 2012, τις 3, 5 και 14 Οκτωβρίου 2012 και τις 12 και 13 Νοεμβρίου 2012.

13      Ο προσφεύγων σχολίασε το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονταν τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Εξήγησε επίσης την καταγγελία στην οποία προέβη προς τους ιεραρχικώς ανωτέρους του στις 3 Οκτωβρίου 2012 σχετικά με τον διεθνή οργανισμό του οποίου γίνεται μνεία στη σκέψη 6 ανωτέρω. Επιπλέον, επισήμανε ότι, μεταξύ της 13ης και της 20ής Νοεμβρίου 2012, είχαν σημειωθεί γεγονότα τα οποία ο ίδιος ακόμη αγνοούσε και λόγω των οποίων η Διοίκηση διέταξε την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση. Κατά την άποψή του, υφίστατο σύνδεση, επί της οποίας έπρεπε να διεξαχθεί έρευνα, μεταξύ της εν λόγω τοποθετήσεως σε νέα θέση και της καταγγελίας του. Οι λόγοι που επικαλέστηκε η προϊσταμένη της μονάδας ΓΔ HR.B4 κρίθηκαν ανεπαρκείς με την απόφαση F‑96/13.

14      Στις 22 Δεκεμβρίου 2015 η προϊσταμένη της μονάδας ΓΔ HR.B4 διέταξε την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013 (στο εξής: δεύτερη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση).

15      Προς στήριξη της αποφάσεως αυτής, η προϊσταμένη της μονάδας ΓΔ HR.B4 διαπίστωσε μια «εξαιρετικά τεταμένη κατάσταση επικοινωνίας» μεταξύ του προσφεύγοντος και των συναδέλφων του τόσο στην αντιπροσωπεία όσο και στην έδρα, γεγονός που μπορούσε, κατά την άποψή της, να επηρεάσει ουσιωδώς την εύρυθμη λειτουργία της αντιπροσωπείας. Συναφώς, αναφέρθηκε ρητώς στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που χρονολογούνταν από τις 18 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Νοεμβρίου 2012, τα οποία είχε παρουσιάσει η Διοίκηση στον προσφεύγοντα κατά τη συνάντηση της 15ης Οκτωβρίου 2015, παραθέτοντας ορισμένα αποσπάσματα.

16      Ο προσφεύγων προσέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη δεύτερη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση. Με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, PL κατά Επιτροπής (T‑689/16, στο εξής: απόφαση T‑689/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:925), η εν λόγω δεύτερη απόφαση ακυρώθηκε, για τον λόγο ότι εκδόθηκε από αναρμόδια αρχή, λαμβανομένης υπόψη της προστασίας που παρέχει στον προσφεύγοντα το άρθρο 22α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) υπό την ιδιότητά του ως πληροφοριοδότη.

17      Κατόπιν της ακυρώσεως αυτής, ο εκτελών χρέη προϊσταμένου της μονάδας ΓΔ HR.B4 ενέκρινε εκ νέου την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2019, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013 (στο εξής: τρίτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση).

18      Με προσφυγή που άσκησε στις 18 Μαΐου 2020 (υπόθεση T‑308/20), ο προσφεύγων ζήτησε την ακύρωση της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, λόγω, μεταξύ άλλων, αναρμοδιότητας του εκδόντος την πράξη οργάνου.

19      Με επιστολή της 27ης Ιουλίου 2020, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων πόρων και ασφάλειας (στο εξής: γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων) ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την πρόθεσή της να ανακαλέσει την τρίτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση και να την αντικαταστήσει με νέα απόφαση ληφθείσα από την ίδια, υπό την ιδιότητά της ως ΑΔΑ. Διευκρίνισε ότι η απόφαση αυτή θα είχε ως αντικείμενο την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση, αναδρομικώς από την 1η Ιανουαρίου 2013. Η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων κάλεσε τον προσφεύγοντα να υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις του πριν από την έκδοση νέας αποφάσεως.

20      Με επιστολή της 13ης Αυγούστου 2020, ο προσφεύγων ζήτησε από τη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι ο εκτελών χρέη προϊσταμένου της μονάδας ΓΔ HR.B4 δεν ήταν η αρμόδια ΑΔΑ προκειμένου να αποφασίσει για την τοποθέτησή του σε νέα θέση. Λαμβανομένου υπόψη ότι, ενόψει της αναγγελθείσας ανάκλησης της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, εξακολουθούσε να έχει την ιδιότητα του πληροφοριοδότη, ισχυρίστηκε ότι η νέα απόφαση έπρεπε να εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 22α του ΚΥΚ. Εξάλλου, παρατήρησε ότι η ανάκληση της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση θα επηρέαζε το παραδεκτό της προσφυγής που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑308/20. Τέλος, ζήτησε από την Επιτροπή να λάβει θέση επί των ζητημάτων αυτών.

21      Με έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 2020, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων επισήμανε ότι, υπό το πρίσμα του σκεπτικού της αποφάσεως T‑689/16, προέκυπτε ότι η απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση μπορούσε να ληφθεί μόνον από την ίδια. Η γενική διευθύντρια διευκρίνισε επίσης ότι η ανάκληση της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση αποσκοπούσε στην εφαρμογή της αποφάσεως αυτής του Γενικού Δικαστηρίου κατά τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο, πριν την περάτωση της δίκης στην υπόθεση T‑308/20. Προς τούτο, κάλεσε εκ νέου τον προσφεύγοντα να υποβάλει παρατηρήσεις επί της αποφάσεως που σχεδίαζε να λάβει, η οποία μνημονευόταν στο έγγραφο της 27ης Ιουλίου 2020.

22      Με έγγραφο της 17ης Σεπτεμβρίου 2020, ο προσφεύγων υπενθύμισε τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε ληφθεί η πρώτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση. Συγκεκριμένα, ενημερώθηκε για την εν λόγω τοποθέτηση σε νέα θέση στις 20 Νοεμβρίου 2012, ήτοι λιγότερο από ένα μήνα αφότου γνωστοποίησε στους ιεραρχικώς ανωτέρους του τις πιθανές παρατυπίες στη διαχείριση του προγράμματος [εμπιστευτικό], τις ανησυχίες του σχετικά με τις δραστηριότητες οργανισμού που είχε συνάψει πλείονες συμβάσεις με τη ΓΔ Ανάπτυξης και Συνεργασίας – EuropeAid» (στο εξής: ΓΔ Ανάπτυξης και Συνεργασίας), τις αμφιβολίες του ως προς τους κινδύνους συγκρούσεως συμφερόντων λόγω των δεσμών ορισμένων τοπικών και συμβασιούχων υπαλλήλων της αντιπροσωπείας με τον εν λόγω οργανισμό και τις υποψίες του περί διαφθοράς στο πλαίσιο της υλοποιήσεως, εκ μέρους του οργανισμού αυτού, του προγράμματος [εμπιστευτικό]. Ο προσφεύγων υπενθύμισε επίσης τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακύρωσε την πρώτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, παραπέμποντας στις σκέψεις 66 και 67 της απόφασης F‑96/13. Ισχυρίστηκε επίσης ότι, κατά τη συνάντηση της 15ης Οκτωβρίου 2015, η Επιτροπή δεν παρέσχε νέα στοιχεία ούτε προσδιόρισε κάποια αιτίαση που ανέκυψε μετά τις 13 Νοεμβρίου 2012. Επομένως, ο προσφεύγων δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις του. Ο προσφεύγων υπενθύμισε επίσης ότι, από τις 10 Οκτωβρίου 2016, είχε ζητήσει να τύχει ακροάσεως, από τη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων, σχετικά με την κατάστασή του, η οποία χαρακτηριζόταν από επτά τοποθετήσεις προς το συμφέρον της υπηρεσίας, από την 1η Ιανουαρίου 2013, σε νέες θέσεις που δημιουργήθηκαν ειδικά για τον σκοπό αυτόν και καταργήθηκαν μετά την αποχώρησή του. Η τρίτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση εκδόθηκε επίσης χωρίς να δοθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις του. Αν, όπως ανακοίνωσε η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων, η απόφαση αυτή επρόκειτο να ανακληθεί αργότερα, η Επιτροπή όφειλε να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα τους ακριβείς λόγους της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση, ώστε να είναι αυτός σε θέση να διατυπώσει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις του. Η Επιτροπή έπρεπε επίσης να βεβαιωθεί ότι η νέα απόφαση θα λαμβανόταν τηρουμένων των διατάξεων που διέπουν την ιδιότητά του ως πληροφοριοδότη. Λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υποθέσεως, η οποία χρονολογείται από το 2012, ο προσφεύγων ζήτησε να συναντηθεί με τη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων προκειμένου να εξεταστούν, αρχικώς σε ανεπίσημη βάση, τα στοιχεία που θα μπορούσαν να θέσουν τέρμα στην κατάσταση αυτή.

23      Με έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2020, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων επισήμανε στον προσφεύγοντα ότι αυτός διέθετε όλα τα κρίσιμα στοιχεία που του παρείχαν τη δυνατότητα να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμά του να ακουστεί. Συναφώς, μνημόνευσε τα πρακτικά της συναντήσεως της 15ης Οκτωβρίου 2015 που συνετάχθησαν από τη Διοίκηση και τον προσφεύγοντα, από τα οποία προέκυπταν, κατά την άποψή της, οι λόγοι τους οποίους έλαβε υπόψη η προϊσταμένη της μονάδας ΓΔ HR.B4 για την έκδοση της δεύτερης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση. Η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων υπενθύμισε ότι η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο αποκλειστικώς λόγω της αναρμοδιότητας του εκδόντος οργάνου. Ως εκ τούτου, κάλεσε τον προσφεύγοντα να της γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις του, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, επισύναψε δε τα πρακτικά στο έγγραφο. Επιπλέον, κοινοποίησε στον προσφεύγοντα την απόφαση περί ανακλήσεως της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση. Διευκρίνισε ότι η ανάκληση σκοπούσε στην άρση της υφιστάμενης πλημμέλειας που συνδεόταν με την αναρμοδιότητα του εκδόντος την απόφαση αυτή οργάνου και ότι, μετά την εν λόγω ανάκληση, θα ακολουθούσε η έκδοση νέας αποφάσεως περί τοποθετήσεως του προσφεύγοντος σε νέα θέση, κατόπιν ακροάσεώς του.

24      Με έγγραφο της 31ης Οκτωβρίου 2020, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι, όπως προέκυπτε από τις σκέψεις 60, 61 και 66 της αποφάσεως F‑96/13, οι ιεραρχικώς ανώτεροί του είχαν διατυπώσει αιτιάσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του μετά τις 13 Νοεμβρίου 2012, τις οποίες δεν είχε τη δυνατότητα να αντικρούσει. Τα μεταγενέστερα της ημερομηνίας αυτής γεγονότα δεν διευκρινίστηκαν κατά τη συνάντηση της 15ης Οκτωβρίου 2015, κατά την οποία η Επιτροπή περιορίστηκε στην εκ νέου ανάγνωση των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του προσφεύγοντος και του επικεφαλής της αντιπροσωπείας, αφενός, και του προϊσταμένου της μονάδας του στη ΓΔ Ανάπτυξης και Συνεργασίας αφετέρου. Ο προσφεύγων υπενθύμισε ότι είχε ζητήσει ανεπιτυχώς πρόσβαση σε σημείωμα φέρον σφραγίδα με την ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 2012, το οποίο απευθυνόταν στα μέλη της επιτροπής για τη διαχείριση των πόρων στις αντιπροσωπείες (στο εξής: Comdel) και το οποίο τον αφορούσε, καθώς και στο σύνολο των σχετικών εγγράφων και, ειδικότερα, σε εκείνα που διαβιβάστηκαν το 2012 από τη ΓΔ Ανάπτυξης και Συνεργασίας στη Νομική Υπηρεσία της Επιτροπής και σε εκείνα που είχε στην κατοχή της η τελευταία. Κατά τον προσφεύγοντα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε οριστικά ότι οι λόγοι που αφορούν το διάστημα πριν από τις 13 Νοεμβρίου 2012 δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νόμιμη αιτιολογία για την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση. Κατά την άποψή του, οι πληροφορίες που είχε παράσχει στους ιεραρχικώς ανωτέρους του, χωρίς καμία αντίδραση εκ μέρους τους, είχαν διαβιβαστεί από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), η οποία τον κάλεσε τέσσερις φορές. Βάσει των ίδιων αυτών στοιχείων, η Επιτροπή ακύρωσε όλες τις συμβάσεις έμμεσης διαχείρισης που είχαν συναφθεί με τον επίμαχο οργανισμό στο πλαίσιο του προγράμματος [εμπιστευτικό]. Λόγω των ίδιων αυτών στοιχείων, ο αρχηγός της αποστολής ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναφέρθηκε ρητώς, κατά τη διάρκεια συναντήσεως, σε διαφθορά, απάτη, νεποτισμό και συμπαιγνία. Ως προϊστάμενος του τμήματος «Οικονομικά θέματα, συμβάσεις και έλεγχος» στην αντιπροσωπεία, ο προσφεύγων ήταν υποχρεωμένος να λάβει μέτρα ικανά να διαφυλάξουν τα συμφέροντα της Ένωσης. Επομένως, η αιτιολογία μιας ενδεχόμενης νέας αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, η οποία, κατά την άποψή του, δεν προκύπτει από το έγγραφο της 27ης Ιουλίου 2020, έπρεπε να είναι αντικειμενική, σαφής και ακριβής ώστε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να αμφισβητήσει την ορθότητά της κατά τη διάρκεια ακροάσεως με την αρμόδια ΑΔΑ, την οποία ζητούσε ως πληροφοριοδότης, προκειμένου να τακτοποιηθεί η διοικητική του κατάσταση και να αποκατασταθεί η τιμή του και η επαγγελματική του αξιοπρέπεια.

25      Με διάταξη της 25ης Νοεμβρίου 2020, PL κατά Επιτροπής (T‑308/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:571), το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφυγή που άσκησε ο προσφεύγων κατά της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση κατέστη άνευ αντικειμένου κατόπιν της ανακλήσεώς της. Η Επιτροπή καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα, διότι θεωρήθηκε ότι, ανακαλώντας την τρίτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, αναγνώρισε σιωπηρώς ότι η διαδικασία εκδόσεώς της δεν ήταν άψογη.

26      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης Δεκεμβρίου 2020, ο προσφεύγων επανέλαβε ενώπιον της γενικής διευθύντριας της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων το αίτημά του να τύχει ακροάσεως στο πλαίσιο συναντήσεως.

27      Στις 16 Φεβρουαρίου 2021 η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

28      Στις τρεις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων επισήμανε ότι στα διάφορα έγγραφα που ανταλλάχθησαν το 2012 μεταξύ του προσφεύγοντος και των ιεραρχικώς ανωτέρων του, είτε στη ΓΔ Ανάπτυξης και Συνεργασίας στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) είτε εντός της αντιπροσωπείας, γινόταν λόγος για μια «κατάσταση εσωτερικών σχέσεων […] η οποία καθίστατο ολοένα και πιο αφόρητη» και ότι, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση εντός της αντιπροσωπείας, έπρεπε να ληφθεί απόφαση περί της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση, δεδομένου ότι η Διοίκηση διέθετε ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την οργάνωση των υπηρεσιών της.

29      Στη συνέχεια, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων υπενθύμισε τις διαδικασίες που κατέληξαν στην έκδοση των τριών πρώτων αποφάσεων περί τοποθετήσεως σε νέα θέση και τους λόγους που δικαιολόγησαν, κατά περίπτωση, την ακύρωσή τους από τον δικαστή της Ένωσης ή την ανάκλησή της από την Επιτροπή.

30      Στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων εκτίμησε ότι ο προσφεύγων ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 22α του ΚΥΚ και ότι, κατά συνέπεια, η ίδια ήταν η ΑΔΑ που είχε αρμοδιότητα να αποφασίσει την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση.

31      Αφού έκρινε ότι ο προσφεύγων ήταν σε θέση να ασκήσει το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο της ανταλλαγής εγγράφων που περιγράφεται στις σκέψεις 19 έως 24 ανωτέρω, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων επισήμανε, στην τελευταία αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να «τακτοποιηθεί η διοικητική κατάσταση» του προσφεύγοντος με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013, με την έκδοση νέας αποφάσεως έχουσας το ίδιο περιεχόμενο με τη δεύτερη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση και στηριζόμενης στους ίδιους λόγους, οι οποίοι εκτίθενται στις τρεις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως.

32      Με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο διαβιβάστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο έφερε επίσης την ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 2021, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων επισήμανε στον προσφεύγοντα ότι, κατά τη διάρκεια των ετών που προηγήθηκαν της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, αυτός είχε πολλές φορές την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του σχετικά με την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση και τους λόγους που τη δικαιολογούσαν, με αποτέλεσμα να μην της φαίνεται αναγκαία μια διμερής συνάντηση μεταξύ της ίδιας και του προσφεύγοντος.

33      Στις 17 Μαΐου 2021 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ζητώντας, μεταξύ άλλων, την ανάκλησή της, την ακύρωση όλων των άλλων αποφάσεων που ελήφθησαν σε σχέση με αυτόν από αναρμόδιες αρχές, δεδομένης της ιδιότητάς του ως πληροφοριοδότη, και τη διαγραφή από το ηλεκτρονικό σύστημα διαχείρισης προσωπικού της Επιτροπής με την ονομασία «Sysper 2» κάθε άλλης διοικητικής αποφάσεως που ελήφθη παρατύπως μεταξύ 2013 και 2022, καθώς και την καταβολή των ποσών των 100 000 και 250 000 ευρώ λόγω, αντιστοίχως, της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που ισχυριζόταν ότι υπέστη.

34      Η διοικητική ένσταση υποβλήθηκε μέσω συνοδευτικού εντύπου, το οποίο παρέπεμπε στο άρθρο 22γ του ΚΥΚ και έπρεπε να απευθύνεται στη μονάδα «Προσφυγές και παρακολούθηση υποθέσεων» της ΓΔ Ανθρωπίνων πόρων και ασφάλειας (στο εξής: μονάδα ΓΔ HR.E2) της Επιτροπής. Το έντυπο και η διοικητική ένσταση συνοδεύονταν από επιστολή του προσφεύγοντος προς τη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων, στην οποία αναγραφόταν ότι επρόκειτο για διοικητική ένσταση στηριζόμενη στο άρθρο 22γ του ΚΥΚ. Το έντυπο, η διοικητική ένσταση και η επιστολή εστάλησαν από κοινού με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη μονάδα ΓΔ HR.E2.

35      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 31ης Μαΐου 2021, με αποδέκτη τον προσφεύγοντα, η μονάδα ΓΔ HR.E2 επιβεβαίωσε την παραλαβή των εγγράφων που εστάλησαν στις 17 Μαΐου 2021, αναφερόμενη στη διοικητική ένσταση «που υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ» και επισυνάπτοντας έγγραφο με τίτλο «Δήλωση εμπιστευτικότητας σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Με το ίδιο μήνυμα, ο προσφεύγων κλήθηκε να υποβάλει, εφόσον το έκρινε σκόπιμο, κάθε νέο έγγραφο σχετικό με τη διοικητική του ένσταση εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών.

36      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Ιουνίου 2021, ο προσφεύγων ζήτησε από τη μονάδα ΓΔ HR.E2 να διευκρινιστούν ορισμένες πτυχές του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 31ης Μαΐου 2021, κατόπιν επικυρώσεως από τη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων ως αρμόδιας ΑΔΑ. Πρώτον, παρατήρησε ότι η διοικητική ένσταση είχε υποβληθεί βάσει του άρθρου 22γ του ΚΥΚ. Δεύτερον, ζήτησε να του κοινοποιηθούν οι εσωτερικοί κανόνες που προβλέπονται από την ΑΔΑ για την εξέταση των διοικητικών ενστάσεων δυνάμει της διατάξεως αυτής. Τρίτον, ζήτησε να ανασταλεί η προθεσμία των δεκαπέντε ημερών που του είχε χορηγηθεί για να προσκομίσει κάθε χρήσιμο έγγραφο εν αναμονή της απαντήσεως στο αίτημά του περί παροχής διευκρινίσεων. Εξάλλου, ζήτησε να τηρηθεί η εμπιστευτικότητα που εγγυάται ο ΚΥΚ για τέτοιου είδους υποθέσεις.

37      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Ιουνίου 2021, υπάλληλος της μονάδας ΓΔ HR.E2 διευκρίνισε ότι η διοικητική ένσταση που είχε υποβάλει ο προσφεύγων βάσει του άρθρου 22γ του ΚΥΚ θα εξεταζόταν από τη μονάδα αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και σύμφωνα με τα οριζόμενα στη Διοικητική Ανακοίνωση υπ’ αριθ. 79-2013, της 19ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την υποβολή αιτήσεων δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, διοικητικών ενστάσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και αιτήσεων αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, η οποία επισυναπτόταν.

38      Με την απόφαση περί μερικής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, το υπεύθυνο για τους ανθρώπινους πόρους και την ασφάλεια μέλος της Επιτροπής (στο εξής: υπεύθυνο για τη ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων μέλος της Επιτροπής), ενεργώντας ως ΑΔΑ, δέχθηκε εν μέρει τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος συμφωνώντας να διαγραφούν από τον φάκελό του στο Sysper 2 η τρίτη απόφαση περί επανατοποθετήσεως και όλες οι αναφορές που αφορούσαν το άρθρο 22α του ΚΥΚ σχετικά με τις αποφάσεις περί τοποθετήσεως σε νέα θέση. Η διοικητική ένσταση απορρίφθηκε κατά τα λοιπά. Όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως που υποβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση, το υπεύθυνο για τη ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων μέλος της Επιτροπής έκρινε ότι δεν υφίστατο σύνδεσμος με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι η προβαλλόμενη ζημία οφειλόταν, κατά την άποψή του, σε σειρά γεγονότων που συνέβησαν από το 2013 και μετά. Κατά συνέπεια, το μέρος αυτό της διοικητικής ενστάσεως χαρακτηρίστηκε ως αίτηση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Το υπεύθυνο για τη ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων μέλος της Επιτροπής επισήμανε ότι δεν ήταν η ΑΔΑ που είχε αρμοδιότητα να εξετάσει την εν λόγω αίτηση και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η απάντηση στην αίτηση αυτή θα δινόταν με διαφορετική απόφαση.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

39      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, την απόφαση περί μερικής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει τα μέτρα εκτελέσεως των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16 σεβόμενη το σκεπτικό τους και ότι παραβίασε το δεδικασμένο·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει αποζημίωση ύψους 250 000 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

40      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του αντικειμένου της προσφυγής-αγωγής

41      Με το πρώτο αίτημα, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, «εφόσον κριθεί αναγκαίο», την ακύρωση της αποφάσεως περί μερικής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

42      Σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, ο δικαστής δύναται να αποφασίσει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως ειδικά όσον αφορά το αίτημα που βάλλει κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, όταν διαπιστώνει ότι το αίτημα αυτό δεν είναι αυτοτελές και, στην πραγματικότητα, συγχέεται με το αίτημα που βάλλει κατά της αποφάσεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, Τ-584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω, το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως περί μερικής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν συγχέεται με το αίτημα περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, προς στήριξη του πρώτου ακυρωτικού αιτήματος, ο προσφεύγων προβάλλει ειδικώς μη τήρηση των εγγυήσεων που παρέχονται στους πληροφοριοδότες από το άρθρο 22γ του ΚΥΚ όσον αφορά την εξέταση των διοικητικών ενστάσεων που υποβάλλουν στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας. Αφενός, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η διοικητική ένσταση δεν εξετάστηκε από αρμόδια ΑΔΑ. Αφετέρου, προς στήριξη του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ισχυρίζεται ότι δεν διασφαλίστηκε η ιδιαίτερη μεταχείριση της διοικητικής του ένστασης, την οποία εγγυάται το άρθρο 22γ του ΚΥΚ.

44      Ο προσφεύγων πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει τον έλεγχο, από τον δικαστή της Ένωσης, της νομιμότητας της διαδικασίας της διοικητικής ενστάσεως, η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει δυνατό και να ευνοήσει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ του υπαλλήλου και της Διοικήσεως και στο να υποχρεώσει την αρχή στην οποία υπάγεται ο υπάλληλος να επανεξετάσει την απόφασή της, τηρώντας τους κανόνες, υπό το πρίσμα των τυχόν αντιρρήσεών του (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2015, Z κατά Δικαστηρίου, T‑88/13 P, EU:T:2015:393, σκέψεις 143 έως 146 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί όχι μόνον επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά και επί του αιτήματος ακυρώσεως που αφορά την απόφαση περί μερικής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

46      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, με το δεύτερο αίτημά του, ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει τα μέτρα εκτελέσεως των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16, σεβόμενη το σκεπτικό τους, και ότι παραβίασε το δεδικασμένο.

47      Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων διευκρίνισε ότι το δεύτερο αίτημά του αφορούσε μία από τις παρανομίες στις οποίες στηριζόταν το αίτημα αποζημιώσεως, το οποίο προβάλλεται με το τρίτο αίτημά του.

48      Επομένως, το δεύτερο και το τρίτο αίτημα πρέπει να ερμηνευθούν από κοινού ως ένα ενιαίο αποζημιωτικό αίτημα.

Β.      Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

49      Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους, οι οποίοι αφορούν:

–        ο πρώτος, αναρμοδιότητα της διοικητικής αρχής που απέρριψε τη διοικητική ένσταση·

–        ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, παραβίαση του δεδικασμένου και της αρχής της μη αναδρομικότητας, καταστρατήγηση της διαδικασίας, παράβαση των διαδικαστικών εγγυήσεων, καθώς και προσβολή του δικαιώματός του να ακουστεί κατά τρόπο αποτελεσματικό και σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο από το δικαίωμα αυτό σκοπό·

–        ο τρίτος, παράβαση του άρθρου 22α του ΚΥΚ, παράβαση του καθήκοντος αρωγής και μέριμνας στο πλαίσιο της διαδικασίας τοποθετήσεως σε νέα θέση, παράβαση του άρθρου 22γ του ΚΥΚ και μη παροχή προστασίας στους πληροφοριοδότες, παράβαση των καθηκόντων επιμέλειας, ουδετερότητας, αμεροληψίας, αντικειμενικότητας, προσβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος να τύχει ο φάκελός του δίκαιης εξέτασης εκ μέρους της Διοίκησης, προσβολή των δικαιολογημένων προσδοκιών του και καταστρατήγηση διαδικασίας.

1.      Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

50      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζονται οι υποχρεώσεις που υπέχει η Διοίκηση όταν αποφασίζει την τοποθέτηση υπαλλήλου σε νέα θέση.

51      Οι αποφάσεις περί τοποθετήσεως σε νέα θέση υπόκεινται, όσον αφορά την προάσπιση των δικαιωμάτων και των εννόμων συμφερόντων των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, στους κανόνες του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, η ΑΔΑ τοποθετεί, με διορισμό ή μετάθεση, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και μόνον και χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιθαγένεια, κάθε υπάλληλο σε θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί στον βαθμό του.

52      Στο πλαίσιο αυτό, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί καθώς και ως προς την τοποθέτηση, για τις ανάγκες της εν λόγω αποστολής, του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση, όμως, αφενός, ότι η τοποθέτηση αυτή γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, αφετέρου, ότι τηρείται η αντιστοιχία μεταξύ βαθμού και θέσεως εργασίας (βλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2022, ΕΚ κατά Επιτροπής των Περιφερειών, C‑539/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:840, σκέψη 44).

53      Οι δυσχέρειες που αφορούν εσωτερικές σχέσεις, όταν αποτελούν αιτία εντάσεων που βλάπτουν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, δικαιολογούν την τοποθέτηση του υπαλλήλου σε νέα θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας, χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, κατά μείζονα λόγο όταν η υπηρεσία αυτή είναι επιφορτισμένη με διπλωματικές αποστολές. Ένα τέτοιο μέτρο μπορεί ακόμη και να ληφθεί ανεξαρτήτως του ζητήματος της ευθύνης για τα σχετικά συμβάντα (βλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2022, Paesen κατά ΕΥΕΔ, T‑88/21, EU:T:2022:631, σκέψη 213 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Δεδομένου ότι ο προσφεύγων θεωρήθηκε λογικός και έντιμος πληροφοριοδότης κατά την έννοια του άρθρου 22α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, πρέπει επίσης να υπομνησθούν οι εγγυήσεις των οποίων απολαύει στο πλαίσιο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

55      Η προστασία που προβλέπεται στο άρθρο 22α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ παρέχεται, χωρίς διατυπώσεις, στους υπαλλήλους που έχουν παράσχει πληροφορίες σχετικά με γεγονότα βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας, για τον λόγο και μόνον ότι έχουν παράσχει τις εν λόγω πληροφορίες (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, AN κατά Επιτροπής, T‑512/13 P, EU:T:2014:1073, σκέψεις 30 και 31).

56      Εφόσον μια δυσμενής για μόνιμο ή μη υπάλληλο απόφαση έπεται χρονικά της εκ μέρους του γνωστοποιήσεως πληροφοριών βάσει του άρθρου 22α του ΚΥΚ, το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής, πρέπει να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των διατάξεων αυτών. Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω διάταξη δεν προστατεύει τον υπάλληλο κατά κάθε αποφάσεως που μπορεί να τον θίγει αλλά μόνον κατά των αποφάσεων που συνδέονται με τις καταγγελίες στις οποίες προέβη (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, CJ κατά ECDC, T‑692/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:894, σκέψεις 109 και 110).

57      Όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, το σημείο 3 της ανακοίνωσης SEC(2012) 679 final του αντιπροέδρου Šefčovič προς την Επιτροπή, της 6ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διαβίβαση πληροφοριών σε περίπτωση σοβαρών δυσλειτουργιών (whistleblowing) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για την καταγγελία δυσλειτουργιών), διευκρινίζει ότι εναπόκειται στο πρόσωπο που προβαίνει στη λήψη δυσμενούς μέτρου εις βάρος του πληροφοριοδότη να αποδείξει ότι οι λόγοι που δικαιολογούν το μέτρο αυτό δεν συνδέονται με τη γνωστοποίηση δυσλειτουργιών.

58      Τέλος, το άρθρο 22γ του ΚΥΚ προβλέπει ότι η ΑΔΑ κάθε θεσμικού οργάνου υποχρεούται να ορίσει εσωτερικούς κανόνες, μεταξύ άλλων σχετικά με την παροχή, στους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, πληροφοριών για τον χειρισμό ζητημάτων που αναφέρονται από αυτούς, την προστασία των νόμιμων συμφερόντων των υπαλλήλων αυτών και της ιδιωτικής τους ζωής, και τη διαδικασία εξέτασης των διοικητικών ενστάσεών τους. Οι ενστάσεις αυτές πρέπει να εξετάζονται εμπιστευτικά και, εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, πριν από τη λήξη των προθεσμιών που καθορίζονται στο άρθρο 90.

59      Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών, πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι που προβάλλει ο προσφεύγων προς στήριξη των αιτημάτων περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως περί μερικής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

2.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται αναρμοδιότητα της διοικητικής αρχής που απέρριψε τη διοικητική ένσταση

60      Ο προσφεύγων αμφισβητεί την αρμοδιότητα του υπεύθυνου για τη ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων μέλους της Επιτροπής να απορρίψει τη διοικητική του ένσταση, η οποία υποβλήθηκε, κατά την άποψή του, δυνάμει του άρθρου 22γ του ΚΥΚ και όχι βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Κατά τον προσφεύγοντα, η εν λόγω αρμοδιότητα δεν αναγνωρίζεται σε κανένα κανονιστικό κείμενο. Εξάλλου, η αρμοδιότητα αυτή δεν αναγνωρίστηκε από τον προσφεύγοντα με τη διοικητική του ένσταση. Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων προσέθεσε ότι η μονάδα ΓΔ HR.E2 ήταν αυτή που εξέτασε τη διοικητική ένσταση, ενώ το υπεύθυνο για τη ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων μέλος της Επιτροπής απλώς την υπέγραψε. Εντούτοις, η εν λόγω ανάθεση αρμοδιοτήτων ή διοικητική υποστήριξη δεν προβλέπονται από το εφαρμοστέο δίκαιο.

61      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος, τα οποία θεωρεί ότι είναι είτε απαράδεκτα, ως εκπρόθεσμα, είτε αβάσιμα.

62      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς ανάθεση αρμοδιοτήτων, από τη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων ως αρμόδια ΑΔΑ, σύμφωνα με τους κανόνες που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 47 και 48 της αποφάσεως T‑689/16.

63      Σύμφωνα με το σημείο 12 του πίνακα V του παραρτήματος I της αποφάσεως (2013) 3288 της Επιτροπής, της 4ης Ιουνίου 2013, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται από τον ΚΥΚ στην ΑΔΑ και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή (ΑΣΣΠΑ), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2014) 9864 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2014 (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής για την ΑΔΑ/ΑΣΣΠΑ), οι διοικητικές ενστάσεις που υποβάλλονται κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται έναντι των υπαλλήλων όλων των βαθμών υποβάλλονται κανονικά ενώπιον της γενικής διευθύντριας της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων. Εντούτοις, η υποσημείωση 2 που αφορά το σημείο 12 του πίνακα προβλέπει ότι, εάν η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων εκδώσει απόφαση χωρίς ανάθεση αρμοδιοτήτων, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (βλ. σκέψη 62 ανωτέρω), η απάντηση στην υποβληθείσα διοικητική ένσταση πρέπει να δοθεί από το υπεύθυνο για τη ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων μέλος της Επιτροπής.

64      Βεβαίως, το σημείο 12 του πίνακα V του παραρτήματος Ι της αποφάσεως της Επιτροπής για την ΑΔΑ/ΑΣΣΠΑ αφορά διοικητικές ενστάσεις που στηρίζονται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ενώ ο προσφεύγων επικαλείται επίσης το άρθρο 22γ του ΚΥΚ.

65      Εντούτοις, το ίδιο το άρθρο 22γ του ΚΥΚ αναφέρεται στις διοικητικές ενστάσεις υπαλλήλων που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο οι υπάλληλοι αυτοί αντιμετωπίστηκαν μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το άρθρο 22α του ΚΥΚ ή ως συνέπειά της εκπλήρωσης αυτής και παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 90 του ΚΥΚ.

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, το υπεύθυνο για τη ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων μέλος της Επιτροπής ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος.

67      Όσον αφορά την αιτίαση του προσφεύγοντος σχετικά με την εξέταση της διοικητικής ενστάσεως από τη μονάδα ΓΔ HR.E2, διαπιστώνεται ότι ούτε το άρθρο 22γ του ΚΥΚ, ούτε η απόφαση της Επιτροπής για την ΑΔΑ/ΑΣΣΠΑ, ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές για την καταγγελία δυσλειτουργιών αποκλείουν την παροχή υποστήριξης εκ μέρους της μονάδας αυτής στην αρμόδια ΑΔΑ. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν παρέχει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει το επιχείρημά του ότι το υπεύθυνο για τη ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων μέλος της Επιτροπής περιορίστηκε στην υπογραφή του σχεδίου αποφάσεως που πρότειναν οι υπηρεσίες. Επομένως, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το εκπρόθεσμο της προβολής τους, πρέπει να κριθεί ότι οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες.

68      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, παραβίαση του δεδικασμένου και της αρχής της μη αναδρομικότητας, καταστρατήγηση της διαδικασίας και παράβαση των διαδικαστικών εγγυήσεων, καθώς και προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

69      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως έχει τρία σκέλη.

70      Με το πρώτο σκέλος προβάλλεται «προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, μη διεξαγωγή διοικητικής έρευνας, παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και της αρχής της ισότητας των όπλων, παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, καθώς και υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας».

71      Με το δεύτερο και το τρίτο σκέλος, τα οποία το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει από κοινού, προβάλλονται, κατ’ ουσίαν, πλείονες παραβάσεις σχετικές με τον τρόπο εκτελέσεως των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16 εκ μέρους της Επιτροπής.

α)      Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως, μη διεξαγωγή διοικητικής έρευνας, παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων, παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως καθώς και υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας

72      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, όπως ισχυρίζεται και η Επιτροπή, ότι, στον τίτλο του σκέλους αυτού, ο προσφεύγων προβάλλει παραβίαση των αρχών της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ισότητας των όπλων, αρχών συμφυών προς τα δικαιώματα άμυνας, τα οποία επίσης μνημονεύονται. Ωστόσο, οι αιτιάσεις αυτές δεν αναπτύσσονται περαιτέρω. Δυνάμει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται καθώς και συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών. Δεδομένου ότι το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής δεν πληροί, όσον αφορά τις αιτιάσεις αυτές, τις απαιτήσεις της διατάξεως αυτής, οι εν λόγω αιτιάσεις πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτες.

73      Προς στήριξη του σκέλους αυτού, ο προσφεύγων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις, που αφορούν, πρώτον, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και, δεύτερον, προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) λόγω της μη διεξαγωγής διοικητικής έρευνας και λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

1)      Επί της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως

74      Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι οι τρεις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχουν αναδρομική ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν περιλαμβανόταν στις τρεις πρώτες αποφάσεις περί τοποθετήσεως σε νέα θέση και σε σχέση με την οποία δεν ακούστηκε. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν ενημερώθηκε, πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση, για το γεγονός ότι η αρμόδια ΑΔΑ επρόκειτο να λάβει υπόψη την αλληλογραφία που αυτός είχε με τους ιεραρχικώς ανωτέρους του το 2012.

75      Ο προσφεύγων προσθέτει ότι η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων αρνήθηκε τη διεξαγωγή συνεντεύξεως μαζί του, μολονότι η Επιτροπή είχε δηλώσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑308/20 ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα εκδιδόταν μετά από προσήκουσα ακρόασή του. Κατά τον προσφεύγοντα, κατά τη διάρκεια της συνεντεύξεως αυτής, θα μπορούσε, για πρώτη φορά, να τύχει ακροάσεως από την αρμόδια ΑΔΑ ως προς τη σύνδεση μεταξύ των πληροφοριών που είχε γνωστοποιήσει βάσει του άρθρου 22α του ΚΥΚ, οι οποίες ήταν ευαίσθητες και εμπιστευτικές έναντι των υπηρεσιών, και της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση, την οποία είχαν ζητήσει απλώς και μόνον ως αντίποινα οι πρώην ιεραρχικώς ανώτεροί του στην αντιπροσωπεία, οι οποίοι είχαν ερευνηθεί από την OLAF.

76      Εντούτοις, αντί να ακούσει τον προσφεύγοντα κατά τη διάρκεια διμερούς συνεντεύξεως, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων αρκέστηκε να λάβει υπόψη την ανταλλαγή εγγράφων που είχε το 2015 ο προσφεύγων με τη Διοίκηση σχετικά με τις αιτιάσεις των ιεραρχικώς ανωτέρων του, στο πλαίσιο διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας ο προσφεύγων δεν έτυχε των εγγυήσεων που παρέχει το άρθρο 22α του ΚΥΚ, όσον αφορά την εμπιστευτικότητα, ενώπιον αρμόδιας ΑΔΑ. Ο προσφεύγων δεν έτυχε των εγγυήσεων αυτών ούτε στο πλαίσιο της εκ μέρους του ανταλλαγής εγγράφων με τη Διοίκηση αμέσως μετά την ανάκληση της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση.

77      Τέλος, ο προσφεύγων εκτιμά ότι δεν είχε τη δυνατότητα να τύχει προσήκουσας ακροάσεως σχεδόν εννέα έτη μετά τα προσαπτόμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά.

78      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθούν.

79      Συναφώς, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι το περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματος ακροάσεως συνίσταται στη δυνατότητα του ενδιαφερόμενου να επηρεάσει την επίμαχη διαδικασία λήψης απόφασης, ώστε να διασφαλισθεί, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση θα είναι αποτέλεσμα ενδεδειγμένης στάθμισης του συμφέροντος της υπηρεσίας προς το προσωπικό συμφέρον του ενδιαφερόμενου (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, CJ κατά ECDC, T‑692/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:894, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Εν προκειμένω, σύμφωνα με τη νομολογία, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων, υπό την ιδιότητά της ως ΑΔΑ, όφειλε, προκειμένου να λάβει απόφαση σε εκτέλεση των ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων, να αναχθεί στον χρόνο έκδοσης της πρώτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, CJ κατά ECDC, T‑692/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:894, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, δύναται να ληφθεί απόφαση μόνον αν έχει γίνει σεβαστό το δικαίωμα ακροάσεως, πρέπει να παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή του για το σχεδιαζόμενο μέτρο, στο πλαίσιο γραπτής ή προφορικής επικοινωνίας κατόπιν πρωτοβουλίας της Διοίκησης, την οποία επικοινωνία η Διοίκηση φέρει το βάρος να αποδείξει (βλ. απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2019, RY κατά Επιτροπής, T‑160/17, EU:T:2019:1, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Παρατηρείται ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση διαπιστώθηκε από τον δικαστή της Ένωσης στην απόφαση F‑96/13 υπό τις περιστάσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 6 ανωτέρω. Ειδικότερα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε ότι, μολονότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να αγνοεί το 2012 την αρνητική αντίληψη που είχαν για τη συμπεριφορά του οι συνάδελφοί του και οι ιεραρχικώς ανώτεροί του, η σχεδιαζόμενη από την ΑΔΑ συνέπεια, ήτοι η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση, δεν είχε εκτεθεί πριν από την έκδοση της πρώτης αυτής αποφάσεως, με αποτέλεσμα ο προσφεύγων να μην είναι σε θέση να εκθέσει την άποψή του. Εξάλλου, κατά τον δικαστή της Ένωσης, από τη δικογραφία προέκυπτε ότι οι ιεραρχικώς ανώτεροι του προσφεύγοντος είχαν διατυπώσει αιτιάσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του μετά τις 13 Νοεμβρίου 2012, τις οποίες ο προσφεύγων δεν είχε τη δυνατότητα να αντικρούσει.

83      Η προσβαλλόμενη απόφαση, ωστόσο, δεν εκδόθηκε υπό τις ίδιες συνθήκες.

84      Πράγματι, κατά τη συνάντηση της 15ης Οκτωβρίου 2015, η οποία μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, στον προσφεύγοντα ότι τα στοιχεία που περιέχονταν σε διαδοχικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που χρονολογούνται από την περίοδο μεταξύ 18 Σεπτεμβρίου έως 13 Νοεμβρίου 2012 ήταν ικανά να δικαιολογήσουν την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση. Η Επιτροπή δεν επισήμανε κανένα στοιχείο μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής. Όπως προκύπτει από τα λεπτομερή πρακτικά της εν λόγω συναντήσεως, ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του επί των στοιχείων αυτών και να εξηγήσει το πλαίσιο εντός του οποίου είχαν αποσταλεί τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, συμπεριλαμβανομένων των υποψιών του σχετικά με τον οργανισμό που μνημονεύεται στη σκέψη 6 ανωτέρω και των πληροφοριών που είχε γνωστοποιήσει στους ιεραρχικώς ανωτέρους του από τις 3 Οκτωβρίου 2012.

85      Στο πλαίσιο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων έλαβε υπόψη τα πρακτικά των εν λόγω συναντήσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων ο προσφεύγων είχε εκθέσει την άποψή του. Εξάλλου, αφού ανακοίνωσε την ανάκληση της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων κάλεσε τον προσφεύγοντα τρεις φορές να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με το πλαίσιο εντός του οποίου είχαν ληφθεί η πρώτη και η δεύτερη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση και το οποίο προέκυπτε, κατά την άποψή της, από τα πρακτικά αυτά.

86      Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα ακροάσεως που υπομνήσθηκε στη σκέψη 79 ανωτέρω έχει γίνει σεβαστό.

87      Τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό.

88      Πρώτον, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, οι τρεις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν περιέχουν νέα αναδρομική ερμηνεία των επίδικων πραγματικών περιστατικών. Πράγματι, όπως προκύπτει από την τελευταία αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως αυτής, οι εν λόγω τρεις αιτιολογικές σκέψεις απλώς επαναλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενο της δεύτερης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση που περιγράφεται στη σκέψη 15 ανωτέρω.

89      Δεύτερον, με το έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2020, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων κοινοποίησε στον προσφεύγοντα τα πρακτικά της συναντήσεως της 15ης Οκτωβρίου 2015, στα οποία γίνεται λόγος περί αλληλογραφίας μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του ίδιου και των ιεραρχικώς ανωτέρων του. Από την επιστολή αυτή προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων σκόπευε να λάβει υπόψη τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα πρακτικά αυτά, επί των οποίων κάλεσε τον προσφεύγοντα να υποβάλει παρατηρήσεις.

90      Τρίτον, όπως προκύπτει από τη διάταξη της 25ης Νοεμβρίου 2020, PL κατά Επιτροπής (T‑308/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:571), η Επιτροπή διευκρίνισε βεβαίως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι σκόπευε να ακούσει τον προσφεύγοντα μετά την ανάκληση της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση. Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 81 ανωτέρω, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως δεν απαιτεί να γνωστοποιεί ο ενδιαφερόμενος την άποψή του κατά τη διάρκεια συναντήσεως, δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις του μπορούν να υποβληθούν στο πλαίσιο γραπτής επικοινωνίας, όπως συνέβη εν προκειμένω.

91      Τέταρτον, είναι αληθές ότι, υπό την ιδιότητα του ως πληροφοριοδότη, ο προσφεύγων έτυχε ακροάσεως, κατά τη συνάντηση της 15ης Οκτωβρίου 2015, από αναρμόδια ΑΔΑ. Εντούτοις, τα στοιχεία που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση αυτή περιγράφηκαν λεπτομερώς σε δύο πρακτικά, ένα εκ των οποίων συντάχθηκε από τον ίδιο τον προσφεύγοντα. Επομένως, τα πρακτικά αυτά μπορούσαν νομοτύπως να ληφθούν υπόψη από τη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφού είχε παρασχεθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να προσκομίσει συμπληρωματικά στοιχεία.

92      Πέμπτον, όπως ισχυρίζεται και η Επιτροπή, τίποτε δεν εμπόδιζε τον προσφεύγοντα να παράσχει, ανταποκρινόμενος στις τρεις προσκλήσεις της γενικής διευθύντριας της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων, διευκρινίσεις σχετικά με τις παρατυπίες που κατήγγειλε όταν εργαζόταν στην αντιπροσωπεία. Οι εν λόγω καταγγελίες, υπό τη μορφή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απευθύνονταν στους ιεραρχικώς ανωτέρους του, είχαν ήδη μνημονευθεί στο πλαίσιο της συνάντησης της 15ης Οκτωβρίου 2015 και ενώπιον του δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο των υποθέσεων F‑96/13 και T‑689/16. Εξάλλου, η τήρηση των προβαλλόμενων από τον προσφεύγοντα εγγυήσεων σχετικά με την ιδιότητά του ως πληροφοριοδότη θα εξεταστεί κατωτέρω στο πλαίσιο της ανάλυσης του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

93      Τέλος, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι δεν είχε τη δυνατότητα να τύχει προσήκουσας ακροάσεως σχεδόν εννέα έτη μετά τα πραγματικά περιστατικά πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πράγματι, ο προσφεύγων είχε εκτενή ανταλλαγή εγγράφων με την Επιτροπή από το 2013 και έπειτα ως προς το ζήτημα της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση, μεταξύ άλλων και ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Επομένως, παρά τον χρόνο που παρήλθε, ο προσφεύγων ήταν σε θέση να εκθέσει λυσιτελώς την άποψή του στη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων επί των περιστάσεων υπό τις οποίες είχε εκδοθεί η πρώτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση.

94      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι η αιτίαση με την οποία προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί της παραβάσεως του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη λόγω της μη διεξαγωγής διοικητικής έρευνας και λόγω υπερβάσεως της εύλογης προθεσμίας

95      Πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων αποφάνθηκε το 2021 επί της καταστάσεώς του μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2013 και της 16ης Ιανουαρίου 2015, ημερομηνίας της τοποθετήσεώς του σε νέα θέση, στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Λονδίνο, χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί ευλόγως και νομίμως το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, κατά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι οι διαδοχικές παρανομίες της Επιτροπής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το χρονικό αυτό διάστημα. Κατά την άποψή του, δεν ήταν δυνατό να τακτοποιηθεί εκ των υστέρων η κατάστασή του και έπρεπε να του καταβληθεί αποζημίωση.

96      Δεύτερον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, απαιτούσε λεπτομερή, αποτελεσματική και συγκεκριμένη ανάλυση όλων των στοιχείων, κατά τρόπο επιμελή, η οποία προϋπέθετε την εκ μέρους της Επιτροπής συλλογή όλων των πραγματικών και νομικών στοιχείων που ήταν αναγκαία για την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Κατά την άποψή του, στο πλαίσιο της τήρησης των υποχρεώσεων αυτών η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων όφειλε να διεξαγάγει διοικητική έρευνα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έλαβαν χώρα πριν από εννέα έτη, αντί να στηρίξει το συμπέρασμά της στα πρακτικά της συναντήσεως της 15ης Οκτωβρίου 2015, που πραγματοποιήθηκε από αναρμόδια ΑΔΑ, κατά τη διάρκεια της οποίας μνημονεύθηκαν ελλιπώς ορισμένα στοιχεία της αλληλογραφίας μεταξύ του προσφεύγοντος και των ιεραρχικώς ανωτέρων του, προγενέστερα της 13ης Νοεμβρίου 2012, κατά παράβαση των κανόνων προστασίας που συνδέονται με την ιδιότητα του πληροφοριοδότη.

97      Τρίτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων όφειλε να εξετάσει τον φάκελό του μόνη της, χωρίς τη συνδρομή των υπηρεσιών της, και ότι έφερε το βάρος να αποδείξει ότι η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση ουδόλως απέρρεε, άμεσα ή έμμεσα, από τα πραγματικά περιστατικά λόγω των οποίων του αναγνωρίστηκε η ιδιότητα του πληροφοριοδότη. Ο ιεραρχικώς προϊστάμενός του ήταν πρόσωπο το οποίο αφορούσαν τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας της OLAF, η οποία συνδεόταν με τις πληροφορίες τις οποίες ο προσφεύγων είχε διαβιβάσει υπό την ιδιότητά του ως πληροφοριοδότης.

98      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος είτε ως απαράδεκτα, διότι προβλήθηκαν εκπροθέσμως, είτε ως αβάσιμα.

99      Πρέπει καταρχάς να εξεταστούν η δεύτερη και η τρίτη αιτίαση του προσφεύγοντος, οι οποίες αφορούν τον τρόπο με τον οποίο η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων εξέτασε την κατάστασή του, πριν αναλυθεί η πρώτη αιτίαση, η οποία αφορά υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

100    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση του προσφεύγοντος που αφορά την υποχρέωση της γενικής διευθύντριας της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων να διεξαγάγει έρευνα, υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει οι διοικητικές διαδικασίες να διεξάγονται τηρουμένων των εγγυήσεων που παρέχει η αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως και να συγκεντρώνει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, καθώς και να διασφαλίζει την ομαλή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών που εφαρμόζει (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, BP κατά FRA, T‑888/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:493, σκέψη 162 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Εν προκειμένω, μολονότι τα επίδικα πραγματικά περιστατικά χρονολογούνται από το 2012, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων διέθετε τα αναγκαία στοιχεία για την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Ειδικότερα, έλαβε υπόψη τα λεπτομερή πρακτικά της συναντήσεως της 15ης Οκτωβρίου 2015, κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκε με τον προσφεύγοντα η κατάσταση στην αντιπροσωπεία. Βεβαίως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 91 ανωτέρω, η συνάντηση αυτή διεξήχθη ενώπιον αναρμόδιας ΑΔΑ. Εντούτοις, τα πρακτικά αναφέρουν συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στην αιτιολογία της δεύτερης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, επί των οποίων ο προσφεύγων κλήθηκε να λάβει εκ νέου θέση από τη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων στις 9 Οκτωβρίου 2020. Εξάλλου, οι διαπιστώσεις του δικαστή στην απόφαση F‑96/13 συνέβαλαν επίσης στην εξακρίβωση των επίδικων πραγματικών περιστατικών.

102    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων ότι κακώς δεν διεξήγαγε έρευνα μετά την ανάκληση της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση.

103    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση του προσφεύγοντος, που προβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως, κατά την οποία η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων όφειλε να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς τη συνδρομή των υπηρεσιών της, διαπιστώνεται, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο εκπρόθεσμος χαρακτήρας της, ότι η αιτίαση αυτή δεν αφορά προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, αλλά προσβολή των εγγυήσεων των οποίων απολαύει υπό την ιδιότητά του ως πληροφοριοδότης. Η αιτίαση αυτή διατυπώνεται επίσης, κατ’ ουσίαν, από τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των άρθρων 22α και 22γ του ΚΥΚ, και συνεπώς θα εξεταστεί στο πλαίσιο του λόγου αυτού.

104    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση του προσφεύγοντος, με την οποία προβάλλεται υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας στο πλαίσιο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση τήρησης εύλογης διάρκειας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας τον σεβασμό διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης και η οποία περιέχεται, εξάλλου, ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη (βλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2020, T‑173/19, AV και AW κατά Κοινοβουλίου, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:535, σκέψη 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που ακολούθησε το θεσμικό όργανο, τη συμπεριφορά των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως καθώς και το διακύβευμα της ένδικης διαφοράς για τα ενδιαφερόμενα μέρη (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, AE κατά Επιτροπής, F‑79/09, EU:F:2010:99, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

106    Εν προκειμένω, η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αφορά την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση οκτώ και πλέον έτη μετά τα προσαπτόμενα στον προσφεύγοντα πραγματικά περιστατικά, εξηγείται κυρίως από την ακύρωση της πρώτης και της δεύτερης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση και από την ανάκληση από την Επιτροπή της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση.

107    Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, μόνον τέσσερις μήνες μεσολάβησαν μεταξύ της ανακλήσεως αυτής και της προσβαλλομένης αποφάσεως.

108    Ωστόσο, πρόκειται απλώς για το τελευταίο στάδιο μιας διοικητικής διαδικασίας που χρειάστηκε να επαναληφθεί, λόγω του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή με την τρίτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, σε εκτέλεση της αποφάσεως T‑689/16, η οποία εκδόθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2018.

109    Η παρέλευση χρονικού διαστήματος άνω των δύο ετών μεταξύ της αποφάσεως T‑689/16, η εκτέλεση της οποίας δεν ήταν πολύπλοκη, και της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι εύλογη.

110    Το ίδιο ισχύει για το χρονικό διάστημα άνω των οκτώ ετών που παρήλθε μεταξύ των προσαπτομένων στον προσφεύγοντα πραγματικών περιστατικών και της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2021 με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013.

111    Βεβαίως, το χρονικό αυτό διάστημα οφείλεται εν μέρει στις διακοπές που προκλήθηκαν λόγω του δικαστικού ελέγχου και στην εκτενή ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής στο πλαίσιο της εκτελέσεως των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16.

112    Ωστόσο, η Επιτροπή αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η ανάκληση της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση που ελήφθη σε εκτέλεση της αποφάσεως T‑689/16 συνέβαλε στην καθυστέρηση της περάτωσης της διοικητικής διαδικασίας. Λόγω δε των διαδοχικών σφαλμάτων που διέπραξε η Επιτροπή και τα οποία διαπιστώθηκαν στις αποφάσεις F‑96/13 και T‑689/16, η διαδικασία αυτή είχε ήδη διαρκέσει μακρό χρονικό διάστημα.

113    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε εντός εύλογης προθεσμίας.

114    Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται ότι η παραβίαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης διάρκειας της διαδικασίας δεν δικαιολογεί, κατά κανόνα, την ακύρωση αποφάσεως ληφθείσας κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας. Πράγματι, μόνον όταν η παρέλευση υπερβολικά μεγάλου χρονικού διαστήματος μπορεί να έχει επιπτώσεις στο ίδιο το περιεχόμενο της αποφάσεως που ελήφθη κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας επηρεάζεται το κύρος της διοικητικής διαδικασίας η μη τήρηση της αρχής της εύλογης διάρκειας (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2018, Επιτροπή κατά AV, T‑701/16 P, EU:T:2018:276, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Σε αντίθετη περίπτωση, η ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως θα είχε ως κύρια πρακτική συνέπεια το παράδοξο αποτέλεσμα να επιμηκυνθεί ακόμη περισσότερο η διαδικασία με την αιτιολογία ότι η διάρκειά της ήταν ήδη υπερβολική (πρβλ. απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2013, Nardone κατά Επιτροπής, F‑111/12, EU:F:2013:140, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115    Εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, η παρέλευση υπερβολικά μεγάλου χρονικού διαστήματος δεν είχε επίπτωση στο ίδιο το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

116    Πράγματι, όπως κρίθηκε στη σκέψη 93 ανωτέρω, το χρονικό διάστημα μεταξύ των προσαπτόμενων στον προσφεύγοντα πραγματικών περιστατικών και της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν εμπόδισε τον προσφεύγοντα να εκθέσει στη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων την άποψή του επί της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση. Ομοίως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 101 ανωτέρω, παρά την πάροδο του χρόνου, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων διέθετε όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να λάβει την απόφασή της.

117    Επομένως, η παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

118    Επομένως, το πρώτο σκέλος που προβάλλεται προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του δευτέρου και τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορούν την εκτέλεση των αποφάσεων F96/13 και T689/16

119    Το δεύτερο σκέλος που προβάλλεται προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως φέρει τον τίτλο «Mη αμφισβητούμενα δεδομένα της νομολογίας, καθ’ ομολογία μη τήρηση του σκοπού της διαδικασίας και καταστρατήγησή της, αθέτηση του καθήκοντος μέριμνας και της υποχρέωσης παροχής προστασίας στον πληροφοριοδότη».

120    Με το τρίτο σκέλος προβάλλεται «παραβίαση των αρχών και παράβαση των κανόνων περί αναδρομικότητας και περί ασφάλειας δικαίου, προσβολή των αρχών της αμεροληψίας (αντικειμενικής και υποκειμενικής), πρόθεση να εκδοθεί πανομοιότυπη απόφαση, έχουσα το ίδιο περιεχόμενο και στηριζόμενη στους ίδιους λόγους, αντί να αντισταθμισθεί η απώλεια της ευκαιρίας να γίνουν σεβαστά τα διαδικαστικά δικαιώματά του εγκαίρως και κατά αποτελεσματικό τρόπο».

121    Στο πλαίσιο των δύο αυτών σκελών, τα οποία το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει από κοινού, ο προσφεύγων προβαίνει σε σειρά διαπιστώσεων και καταγγέλλει σειρά παραβάσεων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εκτέλεσε τις αποφάσεις F‑96/13 και T‑689/16.

122    Τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη των δύο σκελών είναι επαναλαμβανόμενα και, πλην εξαιρέσεων, δεν συνδέονται συγκεκριμένα με τις παραβάσεις που προβάλλονται στους τίτλους των σκελών. Ωστόσο, είναι δυνατόν να προσδιοριστούν δύο ομάδες επιχειρημάτων.

123    Η πρώτη ομάδα επιχειρημάτων που προβάλλει ο προσφεύγων μπορεί να συνδεθεί με την καταστρατήγηση της διαδικασίας, την αθέτηση του καθήκοντος μέριμνας και την παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας.

124    Η δεύτερη ομάδα επιχειρημάτων προβάλλεται προς στήριξη της παραβίασης της αρχής της μη αναδρομικότητας, καθώς και της παράβασης του άρθρου 266 ΣΛΕΕ και της υποχρέωσης παροχής προστασίας στον πληροφοριοδότη.

125    Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς η δεύτερη αυτή ομάδα επιχειρημάτων.

1)      Επί της παραβιάσεως των αρχών της μη αναδρομικότητας και της ασφάλειας δικαίου, καθώς και της παράβασης του άρθρου 266 ΣΛΕΕ και της υποχρέωσης παροχής προστασίας στον πληροφοριοδότη στο πλαίσιο της εκτελέσεως των αποφάσεων F96/13 και T689/16

126    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρεξέκλινε από την αρχή της μη αναδρομικότητας, ενώ δεν ήταν πλέον τη δυνατό να εξετάσει μια κατάσταση τόσο παλαιά και οριστικώς περατωθείσα, και μάλιστα κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των διαδικαστικών εγγυήσεων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως πληροφοριοδότη. Επομένως, για την εκτέλεση των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16 η Επιτροπή έπρεπε να απόσχει από την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση και να αποζημιώσει τον προσφεύγοντα.

127    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος, τα οποία θεωρεί ότι είναι είτε απαράδεκτα είτε αβάσιμα.

128    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί η πάγια νομολογία κατά την οποία, προκειμένου να συμμορφωθεί με ακυρωτική δικαστική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το θεσμικό όργανο υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνο το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που κατέληξε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. Πράγματι, στο σκεπτικό αυτό, αφενός, προσδιορίζεται ποια ακριβώς διάταξη κρίνεται παράνομη και, αφετέρου, παρατίθενται για ποιους ακριβώς λόγους διαπιστώθηκε το διατακτικό η παρανομία, τους οποίους το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της πράξεως που ακυρώθηκε. Εξάλλου, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επιβάλλει στο οικείο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να μεριμνήσει ώστε η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα να μην ενέχει τις πλημμέλειες τις οποίες εντόπισε η ακυρωτική απόφαση. Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται κατά μείζονα λόγο όταν η ακυρωτική απόφαση έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2010, ΓΕΕΑ κατά Simões Dos Santos, T‑260/09 P, EU:T:2010:461, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

129    Προκειμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση που του επιβάλλει το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα ικανά να άρουν την παρανομία που διαπράχθηκε εις βάρος του οικείου προσώπου. Επομένως, κατά τη νομολογία, δεν μπορεί, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση αυτή, να προβάλει πρακτικές δυσκολίες τις οποίες συνεπάγεται ενδεχομένως η επαναφορά του προσφεύγοντος στη νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας πράξεως (βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2014, Cwik κατά Επιτροπής, F‑4/13, EU:F:2014:263, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

130    Επικουρικώς και μόνον, όταν η εκτέλεση ακυρωτικής αποφάσεως προσκρούει σε σημαντικά εμπόδια, το οικείο θεσμικό όργανο μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του λαμβάνοντας μια απόφαση ικανή να αντισταθμίσει δικαίως το μειονέκτημα που προκάλεσε στον ενδιαφερόμενο η ακυρωθείσα απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, η Διοίκηση μπορεί να διεξαγάγει διάλογο με αυτόν προς επίτευξη συμφωνίας διασφαλίζουσας δίκαιη αντιστάθμιση για την παρανομία της οποίας υπήρξε θύμα (βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2014, Cwik κατά Επιτροπής, F‑4/13, EU:F:2014:263, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

131    Τέλος, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 80 ανωτέρω προκύπτει ότι η ακύρωση αποφάσεως έχει αναδρομικό αποτέλεσμα, το όποιο συνεπάγεται την υποχρέωση της αρχής να αναχθεί, προκειμένου να λάβει απόφαση, στον χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας αποφάσεως. Εντούτοις πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ του ζητήματος αυτού και του ζητήματος του αναδρομικού χαρακτήρα της νέας αποφάσεως που εκδίδει η Διοίκηση για να αντικαταστήσει την πράξη που ακυρώθηκε. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας των εννόμων καταστάσεων, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, αντιτίθεται, κατά γενικό κανόνα, στον καθορισμό ενάρξεως της χρονικής ισχύος των πράξεων σε ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεώς τους. Κατά πάγια νομολογία, επιτρέπεται εντούτοις, κατ’ εξαίρεση, το αντίθετο, όταν το επιβάλλει ο επιδιωκόμενος σκοπός και όταν η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων γίνεται πλήρως σεβαστή (βλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2014, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, T‑471/11, EU:T:2014:739, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η εμπιστοσύνη αυτή γεννάται όταν η Διοίκηση παρέχει στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές, οι οποίες του δημιουργούν βάσιμες ελπίδες. Οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του ΚΥΚ και προς τους γενικώς εφαρμοστέους κανόνες (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, Cortivo κατά Κοινοβουλίου, F‑52/12, EU:F:2013:173, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

132    Εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ εξηγείται επαρκώς στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι παραδεκτή.

133    Σύμφωνα με τις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 128 και 129 ανωτέρω, η Επιτροπή όφειλε να εκτελέσει τις αποφάσεις F‑96/13 και T‑689/16, σεβόμενη όχι μόνο το διατακτικό τους, αλλά και το σκεπτικό που κατέληξε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα, αίροντας την παρανομία που διαπράχθηκε εις βάρος του προσφεύγοντος και φροντίζοντας ώστε η νέα απόφαση να μην ενέχει τις ίδιες πλημμέλειες με εκείνες που εντοπίστηκαν στις αποφάσεις αυτές.

134    Με την απόφαση F‑96/13, ο δικαστής της Ένωσης διαπίστωσε μόνον την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος υπό τις περιστάσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 82 ανωτέρω, και κατά συνέπεια ακύρωσε την πρώτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση. Όσον αφορά την απόφαση T‑689/16, ο δικαστής της Ένωσης επισήμανε μόνον την αναρμοδιότητα της προϊσταμένης της μονάδας ΓΔ HR.B4 να εκδώσει τη δεύτερη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση.

135    Επομένως, προκειμένου να εκτελέσει τις αποφάσεις F‑96/13 και T‑689/16, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων όφειλε, υπό την ιδιότητά της ως αρμόδια ΑΔΑ, να εξετάσει την κατάσταση του προσφεύγοντος κατά την ημερομηνία εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του ως προς τις προβαλλόμενες εντάσεις και ως προς τις συνέπειες που σκόπευε να επιβάλει υπό την ιδιότητά της ως αρμόδια ΑΔΑ, ήτοι την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013.

136    Μετά από την ακρόαση του προσφεύγοντος, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων επιβεβαίωσε ότι οι εντάσεις που παρατηρήθηκαν στην αντιπροσωπεία είχαν δημιουργήσει μια εσωτερική κατάσταση ολοένα και πιο αφόρητη και ότι η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση ήταν δικαιολογημένη. Επομένως, κατά την άποψή της, ήταν επιβεβλημένη η επιβεβαίωση της πρώτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση και η τακτοποίηση της διοικητικής καταστάσεως του προσφεύγοντος. Ο σκοπός αυτός επέβαλλε να έχει αναδρομική ισχύ η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 131 ανωτέρω.

137    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, χωρίς να προβάλει συγκεκριμένα επιχειρήματα συναφώς, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν παραβιάστηκε από το αναδρομικό αυτό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι ούτε ο δικαστής της Ένωσης ούτε η Διοίκηση αμφισβήτησαν ποτέ το σύννομο της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση από το 2012 ούτε, κατά μείζονα λόγο, παρείχαν στον προσφεύγοντα συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 131 ανωτέρω.

138    Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ τηρουμένων των κριτηρίων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 131 ανωτέρω.

139    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η εκτέλεση των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16 δεν προσέκρουε σε σημαντικά εμπόδια κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 130 ανωτέρω. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 93 και 101 ανωτέρω, η πάροδος του χρόνου δεν εμπόδισε τον προσφεύγοντα να ασκήσει πλήρως το δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον της γενικής διευθύντριας της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων, ούτε εμπόδισε τη γενική διευθύντρια να έχει στη διάθεσή της όλα τα στοιχεία του γενικότερου πλαισίου προκειμένου να αποφανθεί επί των επίμαχων πραγματικών περιστατικών και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή ήταν σε θέση να θεραπεύσει τις παρανομίες που διαπιστώθηκαν με τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις εκδίδοντας νέα απόφαση και δεν ήταν υποχρεωμένη να παράσχει δίκαιη αντιστάθμιση στον προσφεύγοντα. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη τηρουμένου του άρθρου 266 ΣΛΕΕ.

140    Τέλος, ο προσφεύγων δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το γεγονός ότι πρέπει να εξεταστεί μια τόσο παλαιά κατάσταση σε εκτέλεση των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16 δεν διασφαλίζει την προστασία των διαδικαστικών εγγυήσεων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως πληροφοριοδότη.

141    Επί της βάσεως αυτής, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη ομάδα επιχειρημάτων που προβάλλει ο προσφεύγων προς στήριξη του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

2)      Επί της καταστρατηγήσεως της διαδικασίας, της αθέτησης του καθήκοντος μέριμνας και της παραβιάσεως της αρχής της αμεροληψίας

142    Προς στήριξη της πρώτης ομάδας επιχειρημάτων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 123 ανωτέρω σχετικά με την καταστρατήγηση διαδικασίας, την αθέτηση του καθήκοντος μέριμνας και την παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, κατά την εκτέλεση των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16, η Επιτροπή ουδέποτε είχε την παραμικρή πρόθεση να αναθεωρήσει τη θέση της όσον αφορά την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση.

143    Κατά τον προσφεύγοντα, το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως είχε ανακοινωθεί εξαρχής στην προηγηθείσα αλληλογραφία. Αντιμέτωπη με ένα τετελεσμένο γεγονός, η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων περιορίστηκε στην έκδοση της ίδιας αποφάσεως με αναδρομική ισχύ, επισημοποιώντας μια τοποθέτηση σε νέα θέση που ήταν παράνομη από την 1η Ιανουαρίου 2013. Η ανάγκη να «τακτοποιηθεί» η διοικητική κατάσταση του προσφεύγοντος, περί της οποίας γίνεται μνεία στην προσβαλλόμενη απόφαση, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η πρώτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση έπρεπε να επισημοποιηθεί μετά την έκδοσή της στις 20 Νοεμβρίου 2012, καθώς και από τον ισχυρισμό της Επιτροπής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης στην υπόθεση T‑689/16 ότι εθεωρείτο «σχεδόν απίθανο» να εκδοθεί εκ μέρους της γενικής διευθύντριας της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων το 2015 διαφορετική απόφαση σε σχέση με την απόφαση που έλαβε η προϊσταμένη της μονάδας ΓΔ HR.B4. Ο προσφεύγων φρονεί ότι η επιδιωκόμενη αναδρομικότητα επηρέασε το περιεχόμενο της πράξεως και όχι το αντίστροφο. Η Επιτροπή δεν έδειξε έμπρακτο ενδιαφέρον για τον σκοπό που επιδιωκόταν με τα «επιβαλλόμενα διαδικαστικά στάδια» σύμφωνα με τις αποφάσεις F‑96/13 και T‑689/16, και συγκεκριμένα για την παροχή στον προσφεύγοντα μιας πραγματικής ευκαιρίας να επηρεάσει την ΑΔΑ στο πλαίσιο αντικειμενικής και αμερόληπτης αναλύσεως. Εν προκειμένω, η ακρόαση του προσφεύγοντος ήταν απλώς τυπική.

144    Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι ο προσφεύγων προβάλλει κατ’ ουσίαν τα ίδια επιχειρήματα προς στήριξη όλων των προβαλλομένων παραβάσεων, ενώ οι έννοιες της «αμεροληψίας», της «καταστρατηγήσεως διαδικασίας» και του «καθήκοντος μέριμνας» έχουν πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο.

145    Η επιταγή περί αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, υπό την έννοια ότι κανένας επιφορτισμένος με την υπόθεση υπάλληλος του οικείου θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, η δε προσωπική αμεροληψία τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, υπό την έννοια το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης σχετικής αμφιβολίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2021, PL κατά Επιτροπής, T‑586/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:370, σκέψεις 107 και 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

146    Η έννοια της «κατάχρησης εξουσίας» αναφέρεται στην εκ μέρους μιας διοικητικής αρχής χρήση των εξουσιών της για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο της έχουν απονεμηθεί. Μια απόφαση έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν από αντικειμενικές, λυσιτελείς και συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι αποσκοπεί στην επίτευξη αποτελέσματος διαφορετικού από εκείνο το οποίο δηλώνεται ότι επιδιώκει (βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2013, BY κατά EASA, F‑81/11, EU:F:2013:82, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

147    Τέλος, το καθήκον μέριμνας που υπέχει η Διοίκηση έναντι των υπαλλήλων της αποτελεί αντανάκλαση της ισορροπίας μεταξύ των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα. Το καθήκον αυτό, καθώς και η αρχή της χρηστής διοικήσεως, επιβάλλουν ιδίως στην αρμόδια αρχή, όταν αποφαίνεται ως προς την κατάσταση ενός υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της και, στο πλαίσιο αυτό, να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2003, Pyres κατά Επιτροπής, T‑72/01, EU:T:2003:176, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

148    Τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των αρχών αυτών.

149    Πρώτον, δεν μπορεί να προσαφθεί στη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων ότι κακώς εξέθεσε στον προσφεύγοντα, στο πλαίσιο της ανταλλαγής εγγράφων που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 19 έως 24 ανωτέρω, το περιεχόμενο της αποφάσεως που σκόπευε να λάβει. Πράγματι, η παράλειψη της Διοίκησης να γνωστοποιήσει την εν λόγω πληροφορία πριν από την έκδοση της πρώτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση αποτέλεσε δικαιολογητικό λόγο για την ακύρωσή της από τον δικαστή της Ένωσης στην απόφαση F‑96/13, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος.

150    Δεύτερον, η χρήση του όρου «τακτοποίηση» στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν υποδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις εκ μέρους της γενικής διευθύντριας της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων, ούτε την ύπαρξη καταστρατηγήσεως διαδικασίας. Πράγματι, οι παρανομίες της πρώτης και της δεύτερης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, οι οποίες διαπιστώθηκαν από τον δικαστή της Ένωσης στις αποφάσεις F‑96/13 και T‑689/16, δεν αφορούσαν το σύννομο της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση, αλλά τις συνθήκες εκδόσεως των αποφάσεων αυτών. Μολονότι ο δικαστής της Ένωσης δεν απέκλεισε στις υποθέσεις αυτές την έκδοση διαφορετικής αποφάσεως της Διοίκησης σε εκτέλεση των αποφάσεών του, η εν λόγω εκτέλεση σήμαινε τη θεραπεία των διαπιστωθεισών παρανομιών, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 128 και 129 ανωτέρω.

151    Τρίτον, οι συνθήκες εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, οι οποίες κρίθηκαν πλημμελείς με την απόφαση F‑96/13, δεν επηρεάζουν τις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, η απόφαση αυτή εκδόθηκε με σκοπό τη θεραπεία των διαπιστωθεισών πλημμελειών.

152    Τέταρτον, ο ισχυρισμός της Επιτροπής στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑689/16 ότι ήταν σχεδόν απίθανο να εκδοθεί εκ μέρους της γενικής διευθύντριας της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων το 2015 απόφαση διαφορετική από εκείνη που έλαβε η προϊσταμένη της μονάδας ΓΔ HR.B4 συνιστά απλώς τη θέση που έλαβε η νομική υπηρεσία στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας, η οποία, εξάλλου, δεν αποκλείει ένα διαφορετικό αποτέλεσμα.

153    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η ακρόασή του από τη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων ήταν απλώς τυπική, τούτο δεν στηρίζεται σε καμία αντικειμενική ένδειξη.

154    Αντιθέτως, διαπιστώνεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 85 ανωτέρω, ο προσφεύγων κλήθηκε τρεις φορές να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί της προθέσεως της γενικής διευθύντριας της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων να τακτοποιήσει τη διοικητική του κατάσταση επιβεβαιώνοντας την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση.

155    Επομένως, η πρώτη ομάδα επιχειρημάτων που προβάλλει ο προσφεύγων προς στήριξη του δεύτερου και τρίτου σκέλους είναι αβάσιμη.

156    Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 22α του ΚΥΚ, παράβαση του καθήκοντος αρωγής και μέριμνας, παράβαση του άρθρου 22γ του ΚΥΚ, παράβαση των καθηκόντων επιμέλειας, ουδετερότητας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, προσβολή του δικαιώματος να τύχει ο φάκελος του προσφεύγοντος δίκαιης μεταχείρισης, προσβολή των δικαιολογημένων προσδοκιών του και καταστρατήγηση της διαδικασίας

157    Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη, με το πρώτο εκ των οποίων προβάλλεται παράβαση του άρθρου 22γ του ΚΥΚ, με το δεύτερο παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, με το τρίτο παραβίαση των αρχών της αντικειμενικότητας, αμεροληψίας και ουδετερότητας της αρμόδιας ΑΔΑ, καθώς και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, και με το τέταρτο παράβαση των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την καταγγελία δυσλειτουργιών.

158    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, όπως ισχυρίζεται και η Επιτροπή, ότι, μολονότι η παράβαση του καθήκοντος αρωγής προβάλλεται στον τίτλο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, δεν γίνεται επίκληση κανενός επιχειρήματος προς στήριξη του λόγου αυτού στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής. Επομένως, η αιτίαση αυτή δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας και πρέπει, ως εκ τούτου, να κηρυχθεί απαράδεκτη. Το ίδιο ισχύει και για την αιτίαση με την οποία προβάλλεται προσβολή των δικαιολογημένων προσδοκιών του προσφεύγοντος. Η αιτίαση αυτή μνημονεύεται στον τίτλο του λόγου ακυρώσεως, αλλά δεν αναπτύσσεται με επαρκή σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής.

159    Κατόπιν των διευκρινίσεων αυτών, πρέπει πρώτα να αναλυθούν το πρώτο και το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων, πριν εξεταστούν τα λοιπά δύο σκέλη.

α)      Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 22γ του ΚΥΚ

160    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το άρθρο 22γ του ΚΥΚ προβλέπει ότι η Επιτροπή πρέπει να ορίσει κανόνες για την εμπιστευτική εξέταση των διοικητικών ενστάσεων που υποβάλλονται από πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του πληροφοριοδότη όταν θεωρεί ότι είναι θύμα αντιποίνων. Κατά τον προσφεύγοντα, οι κανόνες αυτοί πρέπει να καλύπτουν τις τρεις πτυχές που προβλέπονται στο άρθρο 22γ, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Ωστόσο, δεν υφίσταται κανένας κανόνας που να περιλαμβάνει τις τρεις αυτές πτυχές. Οι μόνοι κανόνες που θέσπισε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 22γ του ΚΥΚ αφορούν τις προθεσμίες εξέτασης, το βάρος απόδειξης και την αρμοδιότητα της γενικής διευθύντριας, και όχι των υπηρεσιών, να αποφασίζει ως ΑΔΑ.

161    Ο προσφεύγων προσθέτει ότι η ιδιαίτερη μεταχείριση των αιτήσεων των πληροφοριοδοτών, την οποία εγγυάται το άρθρο 22γ του ΚΥΚ, συνεπάγεται την υποχρέωση της αρμόδιας ΑΔΑ να ενεργεί μόνη, χωρίς τη συνδρομή των υπηρεσιών, και την υποχρέωση παροχής προστασίας στον πληροφοριοδότη, διασφαλιζομένου ότι αυτός δεν υπόκειται στους ίδιους κανόνες με τους άλλους μονίμους ή μη μονίμους υπαλλήλους ώστε αυτός να μην οφείλει να αποκαλύπτει συστηματικά την ιδιότητά του ως πληροφοριοδότη και τους λόγους που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτή.

162    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

163    Προκαταρκτικώς, σημειώνεται ότι δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 22γ του ΚΥΚ έπρεπε να τηρηθεί στο πλαίσιο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

164    Το άρθρο 22γ του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«Σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 90, κάθε όργανο θέτει σε εφαρμογή μια διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών υπαλλήλων που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή ως συνέπειά της δυνάμει του άρθρου 22α ή του άρθρου 22β. Το οικείο όργανο μεριμνά ώστε οι καταγγελίες αυτές να εξετάζονται εμπιστευτικά και, εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, πριν από τη λήξη των προθεσμιών που καθορίζονται στο άρθρο 90.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου ορίζει εσωτερικούς κανόνες, μεταξύ άλλων σχετικά με:

–        την παροχή, στους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 22a παράγραφος 1, ή στο άρθρο 22β, πληροφοριών για το χειρισμό ζητημάτων που αναφέρονται από αυτούς,

–        την προστασία των νόμιμων συμφερόντων των υπαλλήλων αυτών και της ιδιωτικής τους ζωής, και

–        τη διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου.»

165    Το άρθρο 22γ του ΚΥΚ προστέθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15), με σκοπό να επιβάλει στην ΑΔΑ κάθε θεσμικού οργάνου την υποχρέωση να θεσπίσει εσωτερικούς κανόνες για την παροχή εγγυήσεων σε πληροφοριοδότες, συμπεριλαμβανομένης μιας διαδικασίας για την εξέταση των διοικητικών ενστάσεων που αφορούν με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το άρθρο 22α ή το άρθρο 22β του ΚΥΚ ή ως συνέπειά της.

166    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, το άρθρο 22γ, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ δεν απαιτεί όλοι οι κανόνες που εφαρμόζονται στους πληροφοριοδότες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την υποβολή διοικητικών ενστάσεων, να προβλέπονται σε μία ενιαία πράξη.

167    Όσον αφορά την Επιτροπή, ορισμένες από τις εγγυήσεις του άρθρου 22γ του ΚΥΚ προβλέπονταν ήδη πριν από την έναρξη ισχύος της διατάξεως αυτής στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών για την καταγγελία δυσλειτουργιών.

168    Στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προβλέπονται διάφορα μέτρα προστασίας των πληροφοριοδοτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η εμπιστευτικότητα της ταυτότητας του πληροφοριοδότη, την οποία η Επιτροπή δεσμεύεται να τηρεί. Δυνάμει του κανόνα αυτού, το όνομά του δεν αποκαλύπτεται στα πρόσωπα που ενδεχομένως εμπλέκονται στις επιλήψιμες πράξεις ούτε σε οποιονδήποτε άλλο ο οποίος δεν έχει απόλυτη ανάγκη να το γνωρίζει, εκτός αν ο πληροφοριοδότης επιτρέπει προσωπικά την αποκάλυψη της ταυτότητάς του ή αν αυτό απαιτείται στο πλαίσιο ποινικής δίωξης που θα μπορούσε να προκύψει από τις πράξεις αυτές. Οι κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως, οι οποίοι μνημονεύονται στη σκέψη 57 ανωτέρω και τους οποίους επικαλείται ο προσφεύγων, προβλέπονται επίσης ως μέτρο προστασίας των πληροφοριοδοτών. Εξάλλου, διευκρινίζεται ότι, προκειμένου η Επιτροπή να είναι σε θέση να λάβει μέτρα προστασίας, το ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού πρέπει να δηλώσει στο θεσμικό όργανο ότι είναι πληροφοριοδότης.

169    Η απόφαση της Επιτροπής για την ΑΔΑ/ΑΣΣΠΑ, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 63 ανωτέρω, προβλέπει επίσης ειδικούς κανόνες σχετικά με τις αποφάσεις περί τοποθετήσεως σε νέα θέση υπαλλήλου που έχει καταγγείλει δυσλειτουργίες σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται προς τούτο. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 47 και 48 της αποφάσεως T‑689/16, τέτοιες αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται μόνον από τη γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων, χωρίς ανάθεση αρμοδιοτήτων. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 63 ανωτέρω, η απόφαση της Επιτροπής για την ΑΔΑ/ΑΣΣΠΑ καθορίζει επίσης την αρμοδιότητα του υπεύθυνου για τη ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων μέλους της Επιτροπής να αποφαίνεται επί των διοικητικών ενστάσεων που υποβάλλει ο υπάλληλος αυτός κατά της αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση.

170    Οι κανόνες αυτοί συμπληρώνονται από τη μνημονευόμενη στη σκέψη 37 ανωτέρω Διοικητική Ανακοίνωση υπ’ αριθ. 79-2013. Η τελευταία αναθέτει στη μονάδα ΓΔ HR.D2 (η οποία πλέον ονομάζεται ΓΔ HR.E2) την αρμοδιότητα να εξετάζει όλα τα αιτήματα και τις διοικητικές ενστάσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποβάλλονται από πληροφοριοδότες, με σκοπό τη λήψη απόφασης από την αρμόδια ΑΔΑ. Η ανακοίνωση αυτή προβλέπει ότι στις διοικητικές ενστάσεις που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 22γ του ΚΥΚ πρέπει να δίδεται, εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, αιτιολογημένη απάντηση εντός προθεσμιών πιο σύντομων σε σχέση με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 90 του ΚΥΚ. Προβλέπεται επίσης ότι οι διοικητικές ενστάσεις που αφορούν ευαίσθητα θέματα δεν αποτελούν αντικείμενο συζήτησης κατά τη διάρκεια διυπηρεσιακών διαβουλεύσεων.

171    Οι κανόνες αυτοί συμπληρώνονται περαιτέρω από εκείνους που περιλαμβάνονται στην προαναφερθείσα στη σκέψη 35 δήλωση εμπιστευτικότητας σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη δήλωση αυτή, η οποία παραπέμπει επίσης στο άρθρο 22γ του ΚΥΚ, η πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη διοικητική ένσταση παρέχεται μόνο στο εξουσιοδοτημένο προσωπικό το οποίο την έχει απόλυτη ανάγκη. Έχουν τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμοί για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η περιορισμένη πρόσβαση, εντός της ΓΔ Ανθρωπίνων πόρων και ασφάλειας, στον σκληρό δίσκο της μονάδας ΓΔ HR.E2. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι τα μέλη της μονάδας αυτής δεσμεύονται από το καθήκον εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας.

172    Τέλος, επισημαίνεται ότι η διοικητική ένσταση που προέρχεται από πληροφοριοδότη μπορεί να υποβληθεί, όπως συνέβη εν προκειμένω, μέσω συνοδευτικού εντύπου που παραπέμπει στο άρθρο 22γ του ΚΥΚ. Η παραπομπή στη διάταξη αυτή με το έντυπο της διοικητικής ενστάσεως παρέχει τη δυνατότητα στη μονάδα ΓΔ HR.E2 να εντοπίσει ήδη από την υποβολή της τον ευαίσθητο χαρακτήρα της και να διασφαλίσει την τήρηση των μέτρων προστασίας των πληροφοριοδοτών, τα οποία υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 165 έως 171 ανωτέρω.

173    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, η Επιτροπή έχει θεσπίσει ειδικούς κανόνες σχετικά με την εξέταση των διοικητικών ενστάσεων που υποβάλλονται από πληροφοριοδότες, σύμφωνα με το άρθρο 22γ του ΚΥΚ.

174    Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η αρμόδια ΑΔΑ έπρεπε να ενεργήσει χωρίς τη συνδρομή των υπηρεσιών, τέτοια απαίτηση δεν επιβάλλεται ούτε από το άρθρο 22γ του ΚΥΚ ούτε από κάποιον άλλο από τους εσωτερικούς κανόνες που μνημονεύονται στις σκέψεις 167 έως 172 ανωτέρω. Εξάλλου, η εμπιστευτικότητα της ταυτότητας του πληροφοριοδότη προστατεύεται επαρκώς από τους κανόνες αυτούς.

175    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η προστασία που παρέχεται στα πρόσωπα που κατήγγειλαν δυσλειτουργίες αποσκοπεί στο να διασφαλιστεί ότι τα πρόσωπα αυτά δεν υποχρεώνονται να αποκαλύπτουν συστηματικά την ιδιότητά τους ως πληροφοριοδότες και τους λόγους που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτή σε κάθε πρόσωπο επιφορτισμένο με την εξέταση των διοικητικών ενστάσεων, οι κανόνες που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 168 έως 172 ανωτέρω δεν απαιτούν από τα πρόσωπα αυτά να περιγράφουν λεπτομερώς στις διοικητικές τους ενστάσεις τις καταγγελθείσες δυσλειτουργίες. Αντιθέτως, όπως προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές για την καταγγελία δυσλειτουργιών, τα πρόσωπα αυτά πρέπει να δηλώσουν στο θεσμικό όργανο ότι είναι πληροφοριοδότες, ώστε οι υπηρεσίες να μπορούν να διασφαλίσουν την εφαρμογή των μέτρων προστασίας που προβλέπονται από τους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 22γ του ΚΥΚ.

176    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του τετάρτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την καταγγελία δυσλειτουργιών

177    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το σημείο 3 των κατευθυντήριων γραμμών για την καταγγελία δυσλειτουργιών, το πρόσωπο που προβαίνει στη λήψη δυσμενούς μέτρου εις βάρος του πληροφοριοδότη φέρει το βάρος να αποδείξει ότι ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ των πληροφοριών που έχουν διαβιβαστεί βάσει των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 22α του ΚΥΚ και του μέτρου αυτού. Η Επιτροπή όμως, επιδιώκοντας την τακτοποίηση παρελθούσας περιόδου, ουδέποτε προσπάθησε να προστατεύσει τον προσφεύγοντα από την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση, μολονότι αυτή ήταν εξαιρετικά επιζήμια.

178    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος ως απαράδεκτα ή ως αβάσιμα.

179    Προκαταρκτικώς, παρατηρείται ότι ο προσφεύγων δεν προέβαλε την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως προκειμένου να αμφισβητήσει την ορθότητα της διαπιστώσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, περί της υπάρξεως δυσχερειών στις εσωτερικές σχέσεις εντός της αντιπροσωπείας.

180    Ο προσφεύγων υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι οι κανόνες σχετικά με το βάρος αποδείξεως που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την καταγγελία δυσλειτουργιών παραβιάστηκαν λόγω του ότι η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων δεν απέδειξε την έλλειψη σύνδεσης μεταξύ της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση και των καταγγελιών του.

181    Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι οι κανόνες περί του βάρους αποδείξεως που προβλέπονται στο σημείο 3 των κατευθυντήριων γραμμών για την καταγγελία δυσλειτουργιών, οι οποίοι μνημονεύονται στη σκέψη 57 ανωτέρω, εφαρμόζονται εν προκειμένω.

182    Το σημείο 3 των κατευθυντήριων γραμμών για την καταγγελία δυσλειτουργιών ορίζει τα εξής:

«Κάθε μέλος του προσωπικού που αναφέρει σοβαρή παρατυπία προστατεύεται από αντίποινα, υπό την προϋπόθεση ότι ενεργεί λογικά και έντιμα και σύμφωνα με τις διατάξεις των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών. Όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, εναπόκειται στο πρόσωπο που προβαίνει στη λήψη δυσμενούς μέτρου εις βάρος του πληροφοριοδότη να αποδείξει ότι το μέτρο αυτό δικαιολογείται από λόγους που δεν συνδέονται με τη γνωστοποίηση δυσλειτουργιών.»

183    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση εδικαιολογείτο από λόγους που δεν συνδέονται με την καταγγελία δυσλειτουργιών εκ μέρους του προσφεύγοντος.

184    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως συμπληρώθηκε με την απόφαση περί μερικής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση δικαιολογείται από λόγους που συνδέονται με τις δυσχέρειες στις εσωτερικές σχέσεις, οι οποίες προέκυπταν από διάφορα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που χρονολογούνταν από το διάστημα μεταξύ 18 Σεπτεμβρίου και 13 Νοεμβρίου 2012. Σε απάντηση στη διοικητική ένσταση, εκτίθεται ότι η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση δεν στηρίχθηκε σε λόγους που συνδέονταν με τις καταγγελίες που διατύπωσε ο προσφεύγων το 2012. Επιπλέον, μνημονεύονται τα διαπροσωπικά προβλήματα μεταξύ του προσφεύγοντος και των συναδέλφων του.

185    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η καταγγελία του προσφεύγοντος της 3ης Οκτωβρίου 2012 κατέστησε δυσχερέστερες τις σχέσεις μεταξύ του τελευταίου, των ιεραρχικώς ανωτέρων του και των συναδέλφων του, εν προκειμένω επρόκειτο για προβλήματα διαπροσωπικά και συμπεριφοράς εντός της αντιπροσωπείας που προηγήθηκαν της καταγγελίας αυτής και τα οποία μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 52 και 53 ανωτέρω.

186    Όπως επισήμανε η Επιτροπή, τα προβλήματα αυτά τονίζονται, μεταξύ άλλων, στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το οποίο απέστειλε ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας στον προσφεύγοντα στις 18 Σεπτεμβρίου 2012 και περί του οποίου έγινε λόγος κατά τη συνάντηση της 15ης Οκτωβρίου 2015 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω).

187    Με το μήνυμα αυτό, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας επισήμανε στον προσφεύγοντα ότι επρόκειτο για τη δεύτερη φορά εντός σύντομου χρονικού διαστήματος που ζητούσε από τους συναδέλφους του να ζητήσουν συγνώμη. Ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας διερωτήθηκε τον λόγο για τον οποίο οι συνάδελφοι αυτοί διατύπωσαν ορισμένα σχόλια και υπενθύμισε στον προσφεύγοντα ότι ο σεβασμός είναι αμφίδρομος, υπονοώντας ότι ο προσφεύγων δεν ήταν άμεμπτος συναφώς. Εξάλλου, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας υπερασπίστηκε το πρόσωπο το οποίο ο προσφεύγων ζητούσε να απολογηθεί. Επομένως, μολονότι το πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν μπορεί να προσδιοριστεί από την ανάγνωσή του και μόνον, εντούτοις το μήνυμα αυτό καθιστά δυνατό να διαπιστωθεί η ύπαρξη διαπροσωπικών προβλημάτων που επηρέαζαν την αντιπροσωπεία και τα οποία προηγήθηκαν της καταγγελίας.

188    Ομοίως, στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Νοεμβρίου 2012 που απευθυνόταν στον προσφεύγοντα, περί του οποίου έγινε επίσης λόγος κατά τη διάρκεια τη συναντήσεως της 15ης Οκτωβρίου 2015 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω), ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας αναφέρθηκε σε προβλήματα επικοινωνίας καθώς και στις καταγγελίες πολλών συναδέλφων του, σύμφωνα με τις οποίες ο προσφεύγων είχε επιδείξει ανάρμοστη λεκτική και μη λεκτική συμπεριφορά. Με το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας ζήτησε επίσης από τον προσφεύγοντα να μεταβάλει αμέσως τη στάση του, τη συμπεριφορά του καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του.

189    Από τα εν λόγω μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προκύπτει ότι τα περιστατικά συνδέονταν με τη στάση του προσφεύγοντος και δεν ήταν μεμονωμένα, ενώ ο προσφεύγων είχε επανειλημμένως λάβει προειδοποιήσεις για τις δυσχέρειες αυτές στις σχέσεις του.

190    Στηριζόμενη στα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε δυνάμει των κανόνων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 181 και 182 ανωτέρω, αποδεικνύοντας ότι η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση δικαιολογούνταν από λόγους που δεν συνδέονταν με τη γνωστοποίηση δυσλειτουργιών στην οποία προέβη ο προσφεύγων βάσει του άρθρου 22α του ΚΥΚ.

191    Επομένως, το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί.

γ)      Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του καθήκοντος μέριμνας

192    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο της τοποθετήσεως του σε διαδοχικές πλεονάζουσες νέες θέσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν από το 2013, ενώ έπρεπε επίσης να ληφθούν υπόψη το προσωπικό του συμφέρον και η ιδιότητά του ως πληροφοριοδότη, κατόπιν ακροάσεώς του επί του ζητήματος αυτού με σκοπό την εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής προστασίας του.

193    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

194    Υπενθυμίζεται ότι ο προσφεύγων επικαλέστηκε επίσης παράβαση του καθήκοντος μέριμνας στο δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο συνδέεται με προβαλλόμενη κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας. Προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών, οι οποίες απορρίφθηκαν (βλ. σκέψεις 142 έως 155 ανωτέρω), ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι, κατά την εκτέλεση των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16, η Επιτροπή ουδέποτε είχε την παραμικρή πρόθεση να αναθεωρήσει τη θέση της σχετικά με την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση.

195    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση του καθήκοντος μέριμνας για άλλο λόγο, ο οποίος συνδέεται με το ότι δεν ελήφθη υπόψη το προσωπικό του συμφέρον.

196    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι, δυνάμει του καθήκοντος μέριμνας, η αρμόδια αρχή υποχρεούται, κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της, ιδίως δε το συμφέρον του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, η συνεκτίμηση του προσωπικού συμφέροντος του υπαλλήλου δεν μπορεί να φθάνει μέχρι την απαγόρευση στην ΑΔΑ να τοποθετήσει υπάλληλο σε νέα θέση παρά τη θέλησή του, αν αυτό εξυπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας (βλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2004, Meister κατά ΓΕΕΑ, T‑76/03, EU:T:2004:319, σκέψη 192 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

197    Όπως προκύπτει από την ανάλυση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, δόθηκε επανειλημμένως στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του επί της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση. Η τοποθέτηση αυτή δεν εμπόδισε την προαγωγή του στον βαθμό AD 12 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2013. Όσον αφορά το συμφέρον της υπηρεσίας, ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί τις προβαλλόμενες από την Επιτροπή δυσχέρειες στις σχέσεις του.

198    Υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων αυτών, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

δ)      Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της ουδετερότητας της αρμόδιας ΑΔΑ, καθώς και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων

199    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η Διοίκηση παραδέχθηκε ότι ενήργησε αποκλειστικά προκειμένου να διορθώσει τις διαδοχικές παρανομίες, χωρίς να έχει σκοπό να του παράσχει την προστασία που του αρμόζει λόγω της ιδιότητάς του ως πληροφοριοδότη, κατά παράβαση του καθήκοντος ουδετερότητας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας.

200    Ο προσφεύγων προσθέτει ότι η ΑΔΑ έπρεπε να έχει διαβουλευθεί με την Comdel. Αν η επιτροπή αυτή είχε ενημερωθεί ήδη από το 2012 για την εσφαλμένη αιτιολογία της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση και για την ιδιότητα του προσφεύγοντος ως πληροφοριοδότη, καθώς και για τις υποψίες του περί διαφθοράς όσον αφορά τον οργανισμό που αναφέρεται στη σκέψη 6 ανωτέρω, πιθανώς να είχε ληφθεί άλλη απόφαση. Πράγματι, η ΓΔ Προϋπολογισμού είναι μέλος της επιτροπής αυτής και οι υπηρεσίες της είναι εκείνες που είχαν καταχωρίσει επίσημη προειδοποίηση κατά του διεθνούς αυτού οργανισμού.

201    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος ως απαράδεκτα ή αβάσιμα.

202    Όσον αφορά τις αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλεται παράβαση των καθηκόντων ουδετερότητας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, επισημαίνεται, όπως ισχυρίζεται και η Επιτροπή, ότι ο προσφεύγων επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που ήδη εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, προς στήριξη της αιτιάσεως περί παραβιάσεως της αρχής της αμεροληψίας, σύμφωνα με τα οποία η Επιτροπή περιορίστηκε στην τακτοποίηση της διοικητικής καταστάσεως του προσφεύγοντος, χωρίς να έχει ως σκοπό την επανεξέταση της καταστάσεώς του. Για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 144 έως 155 ανωτέρω, οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες.

203    Όσον αφορά την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως διακρίσεων, η οποία μνημονεύεται στον τίτλο του παρόντος σκέλους, η Επιτροπή ορθώς παρατηρεί ότι ο προσφεύγων δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών, με αποτέλεσμα το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής να μην πληροί, ως προς το σημείο αυτό, τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επομένως, οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες.

204    Τα μόνα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη του σκέλους αυτού, τα οποία δεν εξετάστηκαν στο πλαίσιο άλλων λόγων ακυρώσεως, αφορούν την έλλειψη διαβουλεύσεως με την Comdel.

205    Συναφώς, διαπιστώνεται, όπως ισχυρίζεται και η Επιτροπή, ότι ο προσφεύγων δεν προβάλλει παράβαση συγκεκριμένης διατάξεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 10ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τη διαχείριση των πόρων της στις αντιπροσωπείες της Ένωσης, η οποία ρυθμίζει τα σχετικά με την Comdel και τους κανόνες περί διαβουλεύσεως.

206    Τα επιχειρήματα που αφορούν την Comdel αποσκοπούν στη στήριξη της αιτιάσεως περί παραβιάσεως των αρχών της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της ουδετερότητας της αρμόδιας ΑΔΑ, η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους. Συναφώς, ο προσφεύγων διευκρινίζει, στο υπόμνημα απαντήσεως, ότι η παρέμβαση της Comdel θα προσέδιδε τουλάχιστον ένα αντικειμενικό στοιχείο φαινομενικής ουδετερότητας και αντικειμενικότητας στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι ένας τρίτος θα μπορούσε να διατυπώσει την εκτίμησή του επί του φακέλου.

207    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής μπορεί να θεωρηθεί ότι, ως προς το σημείο αυτό, πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, παρατηρείται ότι η αρμοδιότητα της γενικής διευθύντριας της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων να αποφαίνεται επί των τοποθετήσεων σε νέες θέσεις προσώπων που έχουν καταγγείλει δυσλειτουργίες, η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της αποφάσεως T‑689/16, αποσκοπεί ακριβώς στο να παράσχει στους πληροφοριοδότες τις πρόσθετες εγγυήσεις αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας που ζητεί ο προσφεύγων.

208    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι είχε προηγηθεί διαβούλευση με την Comdel πριν από την έκδοση της πρώτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση. Σε εκτέλεση της αποφάσεως F‑96/13, η Επιτροπή όφειλε μόνο να θεραπεύσει την παρανομία από την οποία έπασχε η απόφαση αυτή και η οποία αφορούσε την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος.

209    Επιπλέον, ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων έπρεπε να διαβουλευθεί με την Comdel πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι μια διαδικαστική πλημμέλεια δεν συνεπάγεται την ακύρωση, εν όλω ή εν μέρει, της απόφασης παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι, αν δεν υπήρχε η πλημμέλεια αυτή, η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και, κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, T‑70/05, EU:T:2010:55, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

210    Ωστόσο, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι, σε περίπτωση νέας διαβουλεύσεως με την Comdel, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 184 έως 190 ανωτέρω, η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση δικαιολογούνταν από τις δυσχέρειες στις σχέσεις εντός της αντιπροσωπείας και δεν συνδεόταν με τη γνωστοποίηση δυσλειτουργιών ως προς τις οποίες η ΓΔ Προϋπολογισμού θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αντιδράσει εντός της Comdel.

211    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος και, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

212    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι τα ακυρωτικά αιτήματα πρέπει να απορριφθούν.

Γ.      Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

213    Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει αποζημίωση 250 000 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη και ποσό 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την προβαλλόμενη ηθική βλάβη.

214    Όσον αφορά τις προβαλλόμενες παρανομίες, καταρχάς, ο προσφεύγων αναφέρεται στις τρεις πρώτες αποφάσεις περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, υποστηρίζοντας ότι οι αποφάσεις αυτές ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν διαδοχικώς διότι ήταν παράνομες.

215    Εν συνεχεία, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη, μεταξύ άλλων, κατά προσβολή του δικαιώματός του ακροάσεως και των δικαιωμάτων του άμυνας, χωρίς να τηρηθούν οι κανόνες σχετικά με την προστασία των πληροφοριοδοτών, των οποίων η ιδιότητα έχει ήδη διευκρινιστεί από τον δικαστή της Ένωσης όπως και το περιεχόμενο και η απουσία χρονικού περιορισμού της προστασίας που τους παρέχεται. Κατά τον προσφεύγοντα, οι τρεις πρώτες αποφάσεις περί τοποθετήσεως σε νέα θέση ενέχουν τις ίδιες παρανομίες. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων διευκρίνισε ότι το αίτημα αποζημιώσεως στηρίζεται και στην πλημμελή εκτέλεση των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16, κατά παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ.

216    Τέλος, ο προσφεύγων προβάλλει σειρά λόγων ελλείψεως νομιμότητας. Ισχυρίζεται ότι τοποθετήθηκε επτά φορές παρά τη θέλησή του από το 2013 σε πλεονάζουσες νέες θέσεις που δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν, χωρίς ποτέ να έχει ληφθεί πλήρως υπόψη το περιεχόμενο των διαδοχικών ακυρώσεων. Η ΓΔ Ανθρωπίνων πόρων και ασφάλειας δεν παρείχε καμία υποστήριξη κατά τη διάρκεια των τοποθετήσεων αυτών σε νέες θέσεις. Η γενική διευθύντρια της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων αρνήθηκε συστηματικά να τον συναντήσει, μολονότι ο δικαστής της Ένωσης έκρινε ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι τοποθετήσεως σε νέα θέση ενείχαν υποκειμενική χροιά, η οποία συνεπαγόταν την υποχρέωση της αρμόδιας ΑΔΑ να ακούσει η ίδια τη δυνατότητα τον προσφεύγοντα. Κατά την άποψή του, συμπεριελήφθη σε μαύρη λίστα και καταχωρήθηκε ως «δικομανής», χωρίς η Διοίκηση να προσπαθήσει να κατανοήσει την κατάστασή του ως πληροφοριοδότη. Οι αιτήσεις αρωγής που υπέβαλε απορρίφθηκαν, ενώ δεν θεσπίστηκε κανένας κανόνας σχετικά με την εφαρμογή της προστασίας που πρέπει να παρέχεται στον πληροφοριοδότη. Υπήρξε συστηματική παραβίαση της εμπιστευτικότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν λόγω των αποφάσεων περί τοποθετήσεως σε νέα θέση. Με εξαίρεση την προσβαλλόμενη απόφαση, οι διαδοχικές αποφάσεις περί τοποθετήσεως σε νέα θέση εκδόθηκαν από αναρμόδια αρχή.

217    Όσον αφορά την προβαλλόμενη ζημία, αφενός, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη ηθική βλάβη, εκτιμώμενη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε 100 000 ευρώ, η οποία οφείλεται σε τρεις παράγοντες. Πρώτον, ο προσφεύγων καταγγέλλει προσβολή της φήμης του, της προσωπικής και επαγγελματικής του αξιοπρέπειας, καθώς και της επαγγελματικής αξιοπιστίας του, λόγω του ότι η Επιτροπή διατηρούσε παρανόμως την παράτυπη κατάστασή του, αρνούμενη το περιεχόμενο των συμπερασμάτων των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν διαδοχικώς. Δεύτερον, ο προσφεύγων αναφέρεται στην αβεβαιότητα της διοικητικής καταστάσεώς του επί εννέα και πλέον έτη, λόγω της διαδοχής των παράνομων αποφάσεων περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, δύο εκ των οποίων ακυρώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, γεγονός που καταδεικνύει την κακοδιοίκηση και την έλλειψη επιμέλειας που του προκάλεσαν ανησυχία και άγχος. Τρίτον, ο προσφεύγων καταγγέλλει τις διαδοχικές μεταβολές θέσεως και καθηκόντων μετά την πρώτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, χωρίς ιδιαίτερη στήριξη παρά την ιδιότητά του ως πληροφοριοδότη.

218    Αφετέρου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπέστη υλική ζημία, εκτιμώμενη σε 250 000 ευρώ, η οποία συνδέεται, πρώτον, με τα προ της ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής έξοδα, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν μετά την ακύρωση της πρώτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, δεύτερον, με την κατάσταση δικαστικής και διοικητικής αβεβαιότητας, η οποία χαρακτηρίζεται από την τοποθέτησή του από το 2013 σε πλεονάζουσες θέσεις, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει η εξέλιξη της σταδιοδρομίας του και να εκληφθεί από τους ιεραρχικώς ανωτέρους του ως ενοχλητικό «μαύρο πρόβατο» και, τρίτον, με το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν είχε τη δυνατότητα να υπαχθεί στις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα Χ του ΚΥΚ και να έχει διεθνή σταδιοδρομία, ούτε να προαχθεί βάσει των αποτελεσμάτων της επαγγελματικής του συμβολής.

219    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί το αίτημα αποζημιώσεως είτε ως απαράδεκτο είτε ως αβάσιμο.

220    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως που ασκείται από υπάλληλο ή μέλος του προσωπικού, η στοιχειοθέτηση της ευθύνης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων οι οποίες αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο όργανο αυτό συμπεριφοράς, το υποστατό της προβαλλομένης ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας. Οι τρεις προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης είναι σωρευτικές, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι, εφόσον δεν πληρούται μία εξ αυτών, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του θεσμικού οργάνου [βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2021, CE κατά Επιτροπής των Περιφερειών, T‑355/19, EU:T:2021:369, σκέψη 142 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

221    Υπενθυμίζεται επίσης ότι η προ της ασκήσεως αγωγής διαδικασία στο πλαίσιο αγωγών αποζημιώσεως διαφέρει αναλόγως του αν η ζημία της οποίας ζητείται αποκατάσταση οφείλεται σε βλαπτική πράξη, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ή σε συμπεριφορά της Διοικήσεως η οποία δεν συνιστά απόφαση. Στην πρώτη περίπτωση, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να υποβάλει στη Διοίκηση, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, διοικητική ένσταση κατά της συγκεκριμένης πράξεως. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, η προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία πρέπει να κινηθεί με την υποβολή αιτήσεως, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, με την οποία ζητείται αποζημίωση, και να συνεχιστεί, ενδεχομένως, με την υποβολή διοικητικής ένστασης κατά της ρητής ή σιωπηρής απόρριψης αυτής της αιτήσεως (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, A κατά Επιτροπής, T‑595/11 P, EU:T:2012:694, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

222    Όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως που συνδέεται με την εκτέλεση του δεδικασμένου σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι οι εκδοθείσες αποφάσεις καθιστούν δυνατή τη μερική μόνον αντιστάθμιση των συνεπειών της διαπραχθείσας παρανομίας, το εν λόγω αίτημα μπορεί επίσης να υποβληθεί με τη διοικητική ένσταση κατά των αποφάσεων αυτών, χωρίς το παραδεκτό της αγωγής να εξαρτάται από την υποβολή αιτήσεως βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, AA κατά Επιτροπής, F‑101/09, EU:F:2011:133, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

223    Τέλος, κατά πάγια νομολογία, υπάλληλος ο οποίος παρέλειψε να ασκήσει, εντός των προθεσμιών που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, προσφυγή για την ακύρωση βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως δεν μπορεί, μέσω αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη αυτή, να θεραπεύσει την παράλειψή του και να επιτύχει, κατά τον τρόπο αυτό, την έναρξη νέων προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής. Επίσης, στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως, δεν μπορεί να επικαλεστεί την προβαλλόμενη παρανομία της πράξεως. Γενικώς, ο υπάλληλος δεν μπορεί, μέσω της αγωγής αποζημιώσεως, να επιδιώξει να επιτύχει ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο που θα του παρείχε η ευδοκίμηση μιας προσφυγής ακυρώσεως την οποία παρέλειψε να ασκήσει εμπροθέσμως (βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2014, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑156/12, EU:F:2014:247, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

224    Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστούν καταρχάς οι λόγοι ελλείψεως νομιμότητας που μνημονεύονται στη σκέψη 216 ανωτέρω, το παραδεκτό των οποίων αμφισβητείται από την Επιτροπή, πριν εξεταστούν οι προβαλλόμενες από τον προσφεύγοντα παρανομίες όσον αφορά τις διαδοχικές αποφάσεις σχετικά με την επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση που περιγράφονται στις σκέψεις 214 και 215 ανωτέρω.

225    Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι οι ισχυρισμοί που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 216 ανωτέρω αποτελούσαν απλώς το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται οι προσφυγές που οδήγησαν σε διαδοχικές ακυρώσεις από τον δικαστή της Ένωσης.

226    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η περιγραφή, στους ισχυρισμούς αυτούς, της μεταχείρισης της οποίας έτυχε εκ μέρους της Διοίκησης μετά την πρώτη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση παρέχει χρήσιμα από χρονολογικής απόψεως στοιχεία προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει αν εν προκειμένω είχε τηρηθεί η εύλογη διάρκεια της διαδικασίας. Επιπλέον, οι αποφάσεις που έλαβε η Διοίκηση εις βάρος του από την 1η Ιανουαρίου 2013 πάσχουν από την ίδια παρανομία με αυτήν την οποία ενέχει η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση και η οποία συνίσταται στο ότι δεν ελήφθη υπόψη η ιδιότητά του ως πληροφοριοδότη. Εξάλλου, η εν λόγω τοποθέτηση σε νέα θέση και το γεγονός ότι θεωρήθηκε ως «μαύρο πρόβατο» κατόπιν των καταγγελιών του αποτέλεσαν την αιτία των διαδοχικών τοποθετήσεων σε νέα θέση.

227    Όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 216 ανωτέρω είναι απαράδεκτοι, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 221 έως 223 ανωτέρω. Πράγματι, η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση όσον αφορά τους ως άνω λόγους ελλείψεως νομιμότητας δεν απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε από την εκτέλεση των αποφάσεων F‑96/13 και T‑689/16, αλλά από σειρά συμπεριφορών της Διοικήσεως που δεν είχαν τον χαρακτήρα αποφάσεως, καθώς και από άλλες βλαπτικές πράξεις προγενέστερες της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες ο προσφεύγων παρέλειψε να προσβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

228    Εν πάση περιπτώσει, οι λόγοι αυτοί ελλείψεως νομιμότητας είναι αβάσιμοι. Πράγματι, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, στην παραδοχή ότι η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση αναδρομικώς από την 1η Ιανουαρίου 2013, αποφασίστηκε λόγω των καταγγελιών του και, ως εκ τούτου, επηρέασε τη μετέπειτα σταδιοδρομία του.

229    Όπως διαπιστώθηκε όμως στη σκέψη 190 ανωτέρω, η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε και απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η επίδικη τοποθέτηση σε νέα θέση δικαιολογούνταν από λόγους που δεν συνδέονταν με τις καταγγελίες του προσφεύγοντος. Εξάλλου, στις αποφάσεις που εκδόθηκαν στις υποθέσεις F‑96/13 και T‑689/16, ο δικαστής της Ένωσης δεν αμφισβήτησε το σύννομο της επίδικης τοποθετήσεως σε νέα θέση.

230    Όσον αφορά τις παρανομίες που μνημονεύονται στη σκέψη 215 ανωτέρω, ο προσφεύγων τις επικαλέστηκε επίσης προς στήριξη των αιτημάτων περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως περί μερικής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

231    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το αίτημα για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας ή για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτεται εφόσον παρουσιάζει στενό σύνδεσμο με ακυρωτικό αίτημα που, όπως εν προκειμένω, έχει απορριφθεί, αυτό καθεαυτό, ως απαράδεκτο ή ως αβάσιμο (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

232    Τέλος, όσον αφορά την έκδοση διαδοχικών παράνομων αποφάσεων περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 214 ανωτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει, ορθώς, ότι τα αιτήματα αποζημιώσεως που συνδέονται με τις παρανομίες οι οποίες διαπιστώθηκαν στις αποφάσεις F‑96/13 και T‑689/16 και από τις οποίες έπασχαν η πρώτη και η δεύτερη απόφαση περί τοποθετήσεως σε νέα θέση έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί από τον δικαστή της Ένωσης με τις αποφάσεις αυτές. Επομένως, οι αιτιάσεις αυτές προσκρούουν στο δεδικασμένο και είναι απαράδεκτες.

233    Όσον αφορά την ανάκληση, κατά τη διάρκεια ένδικης διαδικασίας, της τρίτης αποφάσεως περί τοποθετήσεως σε νέα θέση λόγω ελλείψεως νομιμότητας (υπόθεση T‑308/20), από την ανάλυση που εκτίθεται στις σκέψεις 109 έως 113 ανωτέρω προκύπτει ότι η ανάκληση αυτή συνέβαλε στην καθυστέρηση μιας ήδη μακράς διοικητικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να μην εκδοθεί εντός εύλογης προθεσμίας, κατά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη.

234    Ωστόσο, η παρανομία αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της (βλ. σκέψεις 115 έως 117 ανωτέρω).

235    Εντούτοις, κατά τη νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, λόγω της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, να υποχρεώσει τη Διοίκηση, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε από την παράβαση αυτή (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, Α κατά Επιτροπής, F‑12/09, EU:F:2011:136, σκέψεις 225 και 226 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

236    Εν προκειμένω, προς στήριξη του αιτήματός του περί καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, ο προσφεύγων υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι, λόγω των διαδοχικών σφαλμάτων των τριών πρώτων αποφάσεων περί τοποθετήσεως σε νέα θέση, η Επιτροπή δημιούργησε μια κατάσταση αβεβαιότητας η οποία εξακολουθούσε να υφίσταται όσον αφορά την κατάστασή του, πράγμα που συνιστά περίπτωση κακοδιοικήσεως και ελλείψεως επιμέλειας που του προκάλεσε ανησυχία και άγχος πέραν εκείνου που μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογο.

237    Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 100 000 ευρώ για το σύνολο της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, χωρίς να διακρίνει τα επιμέρους κεφάλαιά της.

238    Μολονότι ο προσφεύγων δεν παρέσχε στοιχεία που να καθιστούν δυνατό τον ακριβή ποσοτικό προσδιορισμό της ζημίας που συνδέεται με την παρατεταμένη κατάσταση αβεβαιότητας που τον αφορούσε, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι το γεγονός αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα καθορισμού, κατά δίκαιη και εύλογη κρίση (ex æquo et bono), ποσού ικανού να αποκαταστήσει μια τέτοια ζημία, η ύπαρξη της οποίας, εν προκειμένω, μπορεί να αποδειχθεί.

239    Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ιδιαίτερα μεγάλη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως οκτώ και πλέον έτη μετά τα πραγματικά περιστατικά, οφείλεται στα διαδοχικά σφάλματα της Διοικήσεως, τα οποία είναι δυνατόν να δημιούργησαν στον προσφεύγοντα κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας όσον αφορά την κατάστασή του, πολλώ δε μάλλον δεδομένου ότι αυτός επικαλούνταν την ιδιότητά του ως πληροφοριοδότης.

240    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, κατ’ ορθή εκτίμηση, η χρηματική ικανοποίηση για την προκληθείσα ηθική βλάβη πρέπει να καθοριστεί, ex æquo et bono, στο ποσό των 3 000 ευρώ.

241    Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό, για το ποσό των 3 000 ευρώ, και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

242    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

243    Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή πρέπει να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος, ο οποίος πρέπει να φέρει το υπόλοιπο ήμισυ των δικαστικών εξόδων του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλει στον PL αποζημίωση ύψους 3 000 ευρώ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

3)      Η Επιτροπή, πέραν των δικαστικών εξόδων της, φέρει και το ήμισυ των εξόδων του PL, ο οποίος φέρει το υπόλοιπο ήμισυ των δικαστικών εξόδων του.

Truchot

Kanninen

Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Νοεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία.