Language of document : ECLI:EU:T:2010:154

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 22ας Απριλίου 2010 (*)

«ΕΓΤΕ – Εκκαθάριση των λογαριασμών των οργανισμών πληρωμών των κρατών μελών σχετικά με τις χρηματοδοτούμενες από το ΕΓΤΕ δαπάνες – Ποσά δυνάμενα να ανακτηθούν από την Ιταλική Δημοκρατία λόγω μη εισπράξεώς τους εντός των προβλεπομένων προθεσμιών – Έννοια των οικονομικών συνεπειών – Συνυπολογισμός των τόκων – Άρθρο 32, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑274/08 και T‑275/08,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους F. Jimeno Fernández και P. Rossi,

καθής,

με αντικείμενο, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑274/08, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2008/396/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2008, για την εκκαθάριση των λογαριασμών των οργανισμών πληρωμών των κρατών μελών [όσον αφορά τις δαπάνες] που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) για το οικονομικό έτος 2007 (ΕΕ L 139, σ. 33), καθό μέτρο στα επιβαρύνοντα τον προϋπολογισμό του ιταλικού Δημοσίου, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1), ποσά περιλαμβάνονται και τόκοι, και, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑275/08, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2008/394/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2008, για την εκκαθάριση των λογαριασμών ορισμένων οργανισμών πληρωμών της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Σλοβακίας σχετικά με τις δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 2006 (ΕΕ L 139, σ. 22), καθό μέτρο στα επιβαρύνοντα τον προϋπολογισμό του ιταλικού Δημοσίου, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1290/2005, ποσά, περιλαμβάνονται και τόκοι,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, M. Prek (εισηγητή) και V. M. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν των ακροάσεων της 25ης Νοεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Κανονιστική ρύθμιση αφορώσα τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής

1        Η διέπουσα τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής βασική κανονιστική ρύθμιση, όσον αφορά τις πραγματοποιηθείσες από 1ης Ιανουαρίου 2007 δαπάνες, απαντά στον κανονισμό (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός).

2        Δυνάμει του άρθρου 49 του βασικού κανονισμού:

«Ο [βασικός κανονισμός] εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2007 […]

Πάντως, οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται από τις 16 Οκτωβρίου 2006:

–        […]

–        άρθρο 32, για τις περιπτώσεις οι οποίες γνωστοποιούνται στο πλαίσιο του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 595/91 και για τις οποίες η πλήρης ανάκτηση δεν έχει ακόμη συντελεστεί στις 16 Οκτωβρίου 2006,

–        […]».

3        Σύμφωνα με την 25η αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού:

«Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του κοινοτικού προϋπολογισμού, τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα ώστε να βεβαιώνονται για την πραγματική και ορθή εκτέλεση των πράξεων που χρηματοδοτούνται από τα ταμεία. Είναι επίσης αναγκαίο τα κράτη μέλη να προλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά κάθε παρατυπία που διαπράττεται από δικαιούχο.»

4        Η αιτιολογική σκέψη 26 του βασικού κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Σε περίπτωση ανακτήσεως ποσών που έχουν καταβληθεί από το ΕΓΤΕ, τα ανακτώμενα ποσά θα πρέπει να επιστρέφονται στο ταμείο, εφόσον πρόκειται για δαπάνες οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με την κοινοτική νομοθεσία και για τις οποίες δεν θεμελιώνεται κανένα δικαίωμα. Θα πρέπει να προβλεφθεί ένα σύστημα οικονομικής ευθύνης για τις περιπτώσεις όπου έχουν διαπραχθεί παρατυπίες και δεν έχει ανακτηθεί το σύνολο του ποσού. Για τον σκοπό αυτό, ενδείκνυται να θεσπιστεί διαδικασία που θα επιτρέπει στην Επιτροπή να προστατεύει τα συμφέροντα του κοινοτικού προϋπολογισμού, αποφασίζοντας να καταλογίσει εις βάρος του εμπλεκόμενου κράτους μέλους ένα μέρος των ποσών που απωλέσθησαν εξαιτίας παρατυπιών και δεν ανακτήθηκαν εντός εύλογης προθεσμίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις αμελείας του κράτους μέλους, δικαιολογείται ο καταλογισμός του συνόλου του ποσού στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος. Πάντως, υπό την επιφύλαξη της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων των κρατών μελών που απορρέουν από τις εσωτερικές διαδικασίες τους, ενδείκνυται να μπορούν να κλείνονται οι λογαριασμοί των κρατών μελών έναντι του κοινοτικού προϋπολογισμού μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, με δίκαιη κατανομή της οικονομικής επιβαρύνσεως μεταξύ της Κοινότητας και του κράτους μέλους.»

5        Το άρθρο 30, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, «[π]ριν από τις 30 Απριλίου του έτους που ακολουθεί το εξεταζόμενο οικονομικό έτος, η Επιτροπή αποφασίζει σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών […] με βάση τα στοιχεία που γνωστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σημείο iii».

6        Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σημείο iii, του βασικού κανονισμού, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσον αφορά τις δράσεις οι οποίες συνδέονται με τις χρηματοδοτούμενες από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) πράξεις, «τους ετήσιους λογαριασμούς των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών, [στους οποίους προστίθεται] δήλωση αξιοπιστίας υπογεγραμμένη από τον υπεύθυνο του διαπιστευμένου οργανισμού πληρωμών, συνοδευόμενους από τα απαραίτητα για την εκκαθάρισή τους στοιχεία καθώς και από έκθεση πιστοποιήσεως καταρτιζόμενη από τον οργανισμό πιστοποιήσεως».

7        Κατά το άρθρο 32, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, «[τ]α ποσά που ανακτώνται ως επακόλουθο παρατυπιών ή αμελείας και οι τόκοι που αυτά αποφέρουν καταβάλλονται στους οργανισμούς πληρωμών, οι οποίοι τα εγγράφουν στα έσοδα που διατίθενται στο ΕΓΤΕ για τον μήνα της πραγματικής εισπράξεώς τους».

8        Κατά το άρθρο 32, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, κατά τη διαβίβαση των ετήσιων λογαριασμών που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σημείο iii, ανακεφαλαιωτική κατάσταση των διαδικασιών ανακτήσεως που κίνησαν κατόπιν παρατυπιών, με ανάλυση των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί μέσω διοικητικής ή/και δικαστικής διαδικασίας και για κάθε έτος αντιστοιχούν στην πρώτη διοικητική ή δικαστική πράξη με την οποία διαπιστώθηκε η παρατυπία.

9        Σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού:

«[…] η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταλογίσει τα προς ανάκτηση ποσά στο κράτος μέλος, εφόσον:

α)      το κράτος μέλος δεν κίνησε όλες τις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που προβλέπονται από την εθνική και από την κοινοτική νομοθεσία με σκοπό την ανάκτηση των ποσών κατά τη διάρκεια του έτους που ακολουθεί την πρώτη διοικητική ή δικαστική πράξη διαπιστώσεως·

β)      η πρώτη διοικητική ή δικαστική πράξη διαπιστώσεως δεν συντάχθηκε ή συντάχθηκε με καθυστέρηση ικανή να υπονομεύσει την ανάκτηση ή εφόσον η παρατυπία δεν καταχωρίσθηκε στην ανακεφαλαιωτική κατάσταση […] για το έτος της πρώτης διοικητικής η δικαστικής πράξεως διαπιστώσεως.»

10      Το άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

«Εφόσον η ανάκτηση δεν πραγματοποιηθεί εντός τεσσάρων ετών από την ημερομηνία της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής πράξεως διαπιστώσεως ή οκτώ ετών, εάν η ανάκτηση αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής στα εθνικά δικαστήρια, οι οικονομικές συνέπειες της [μη] ανακτήσεως βαρύνουν κατά 50 % το εμπλεκόμενο κράτος μέλος και κατά 50 % τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Το κράτος μέλος αναφέρει χωριστά στην ανακεφαλαιωτική κατάσταση που προβλέπεται στην παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, τα ποσά που δεν ανακτήθηκαν εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

H κατανομή του δημοσιονομικού βάρους που απορρέει από τη [μη] ανάκτηση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο δεν θίγει την υποχρέωση του εμπλεκόμενου κράτους μέλους να κινήσει τις διαδικασίες ανακτήσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, του παρόντος κανονισμού. Τα ποσά που ανακτώνται με τον τρόπο αυτό καταβάλλονται στο ΕΓΤΕ σε ποσοστό 50 %, μετά την παρακράτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2.

Εάν, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακτήσεως, διαπιστωθεί με οριστική διοικητική ή δικαστική πράξη ότι δεν έχει διαπραχθεί παρατυπία, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δηλώνει στο ΕΓΤΕ ως δαπάνη τη δημοσιονομική επιβάρυνσή του δυνάμει του πρώτου εδαφίου.

Ωστόσο, εάν, για λόγους που δεν μπορούν να αποδοθούν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, η ανάκτηση δεν μπόρεσε να [πραγματοποιηθεί] εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, και το προς ανάκτηση ποσό υπερβαίνει το 1 εκατ. ευρώ, η Επιτροπή μπορεί, έπειτα από αίτηση του κράτους μέλους, να [παρεκτείνει] τις προθεσμίες κατά 50 % κατ’ ανώτατο όριο των αρχικών προθεσμιών.»

11      Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90), «[ο]ι ετήσιοι λογαριασμοί που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σημείο iii, του [βασικού] κανονισμού […] περιλαμβάνουν: τον πίνακα των προς ανάκτηση ποσών κατά τη λήξη του οικονομικού έτους, σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα III».

 Κανονιστική ρύθμιση αφορώσα τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

12      Σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), «[ο]ι όροι υπό τους οποίους οφείλονται τόκοι υπερημερίας στις Κοινότητες προσδιορίζονται στους κανόνες εφαρμογής».

13      Δυνάμει του άρθρου 86, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του [δημοσιονομικού κανονισμού] (ΕΕ L 357, σ. 1), «[υπό] την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή της τομεακής ρυθμίσεως, κάθε απαίτηση που δεν έχει πληρωθεί […] παράγει τόκους».

 Ιστορικό των διαφορών

14      Στο διάστημα από 27 έως 30 Νοεμβρίου 2007, πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία αποστολή ελέγχου εκ μέρους των υπαλλήλων της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Γεωργία» της Επιτροπής με σκοπό την πιστοποίηση των οικονομικών ετών 2006 και 2007 ορισμένων ιταλικών οργανισμών πληρωμής, ειδικότερα δε της Agenzia per le erogazioni in agricoltura (AGEA, Αρχή για τη χορήγηση ενισχύσεων στον γεωργικό τομέα), σύμφωνα με το άρθρο 30 του βασικού κανονισμού, και προκειμένου να καταρτιστεί η ανακοίνωση προς την Επιτροπή των αιτηθεισών πληροφοριών. Η ανωτέρω αποστολή είχε ως αντικείμενο τον προσδιορισμό των προς αποστολή στην Επιτροπή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τα αφορώντα τις παρατυπίες ποσά, παρατυπίες για τις οποίες είχε ήδη κινηθεί διαδικασία ανακτήσεως.

15      Με έγγραφα της 1ης Φεβρουαρίου 2008, η AGEA απέστειλε στην Επιτροπή τις ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις των διαδικασιών ανακτήσεως τις οποίες είχε κινήσει κατόπιν παρατυπιών, συνοδευόμενες από επεξηγηματικές σημειώσεις όπου βεβαίωνε ότι «επιφυλάσσεται του δικαιώματος να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία προς προστασία των οικονομικών συμφερόντων του ιταλικού Δημοσίου για τη ρύθμιση των ποσών τα οποία θα προκύψουν ότι δεν οφείλοντο κατόπιν της εφαρμογής των οριζόμενων για τον υπολογισμό των τόκων κριτηρίων καθώς και των τόκων τους οποίους αξιώνει η Κοινότητα».

16      Στις 28 Μαρτίου (υπόθεση T‑274/08) και στις 22 Απριλίου (υπόθεση T‑275/08) του έτους 2008, η Επιτροπή διαβίβασε στην Ιταλική Δημοκρατία σημείωμα με το οποίο υποδείκνυε τους λογαριασμούς των οργανισμών πληρωμών τους οποίους επρόκειτο να προτείνει για την εκκαθάριση και με το οποίο διευκρινιζόταν ότι τα οριζόμενα ποσά, εν συνεχεία των οικονομικών συνεπειών των απορρεουσών από τη μη ανάκτηση των οφειλομένων ποσών λόγω παρατυπιών, είχαν υπολογιστεί βάσει πληροφοριών τις οποίες είχε αποστείλει η AGEA.

17      Η Επιτροπή, στηριζόμενη στις παρασχεθείσες από τους οργανισμούς πληρωμής των κρατών μελών πληροφορίες, εξέδωσε στις 30 Απριλίου 2008 την απόφαση 2008/396/ΕΚ, για την εκκαθάριση των λογαριασμών των οργανισμών πληρωμών των κρατών μελών [όσον αφορά τις δαπάνες] που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ για το οικονομικό έτος 2007 (ΕΕ L 139, σ. 33) (υπόθεση T‑274/08), καθώς και την απόφαση 2008/394/ΕΚ, για την εκκαθάριση των λογαριασμών ορισμένων οργανισμών πληρωμών της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Σλοβακίας, σχετικά με τις δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα «Εγγυήσεις», για το οικονομικό έτος 2006 (ΕΕ L 139, σ. 22) (υπόθεση T-275/08).

18      Στις αποφάσεις 2008/396 και 2008/394 παρατίθενται τα προς ανάκτηση από κάθε κράτος μέλος ποσά ή τα ποσά τα οποία πρέπει να του καταβληθούν, συμπεριλαμβανομένων των προερχομένων από την εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

19      Όσον αφορά την Ιταλική Δημοκρατία, οι αποφάσεις 2008/396 και 2008/394 προβλέπουν αντιστοίχως μειώσεις επί των προκαταβολών ύψους 114 581 208,51 ευρώ και 99 839 568,22 ευρώ ως ποσών προς ανάκτηση λόγω παρατυπιών ή αμελειών. Τα ανωτέρω ποσά συμπεριλαμβάνουν και ποσά αντιστοιχούντα στις οικονομικές συνέπειες που βαρύνουν την Ιταλική Δημοκρατία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, αν η ανάκτηση των οφειλομένων λόγω παρατυπιών ή αμελειών ποσών δεν χώρησε εντός τεσσάρων ετών από την ημερομηνία της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής πράξεως διαπιστώσεως, ή οκτώ ετών αν η ανάκτηση αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 11 Ιουλίου 2008 και πρωτοκολλήθηκαν υπό τους αριθμούς υποθέσεων T-274/08 και T-275/08, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε τις υπό κρίση προσφυγές.

21      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία σε αμφότερες τις υποθέσεις.

22      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις υποβληθείσες από το Πρωτοδικείο ερωτήσεις κατά τις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις της 25ης Νοεμβρίου 2009.

23      Δεδομένου ότι οι διάδικοι ακούστηκαν επί του σημείου αυτού κατά τις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) εκτιμά ότι συντρέχει λόγος συνενώσεως των δύο υποθέσεων για τους σκοπούς εκδόσεως της αποφάσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 1, του Κανονισμού του Διαδικασίας.

24      Στο πλαίσιο της υποθέσεως T-274/08, η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση 2008/396, καθόσον στα επιβαρύνοντα τον προϋπολογισμό του ιταλικού δημοσίου για το οικονομικό έτος 2007, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ποσά περιλαμβάνονται και τόκοι επ’ αυτών των ποσών.

25      Στο πλαίσιο της υποθέσεως T-275/08, η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση 2008/394, καθόσον στα επιβαρύνοντα τον προϋπολογισμό του ιταλικού δημοσίου για το οικονομικό έτος 2006, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ποσά περιλαμβάνονται και τόκοι επ’ αυτών των ποσών.

26      Στις υποθέσεις T‑274/08 και T-275/08, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αντίστοιχες προσφυγές·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

27      Προς στήριξη των προσφυγών της, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει ένα και μόνον λόγο αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ερμήνευσε πεπλανημένως το άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Κατ’ ουσίαν, προσάπτει στην Επιτροπή ότι της ζήτησε να καταβάλει ποσά, δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως, εμπεριέχοντα τόκους, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία, σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο, είναι αδύνατη η λογιστική εγγραφή των τόκων ελλείψει δικαστικής αποφάσεως.

29      Πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι το άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού έχει την έννοια ότι αφορά μόνον τα ποσά και όχι τους τυχόν τόκους τους οποίους θα μπορούσαν να παραγάγουν αυτά. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά την τοκοφορία, ενώ η πρώτη παράγραφος αυτής αναφέρεται ρητώς στους τόκους. Εξ αυτού συνάγει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν η ρύθμιση δύο διαφορετικών καταστάσεων με τις παραγράφους 1 και 5 του άρθρου 32 του βασικού κανονισμού. Η πρώτη παράγραφος του εν λόγω άρθρου αναφέρεται στις καταστάσεις εκείνες όπου ολοκληρώνεται η διαδικασία ανακτήσεως, οι δε τόκοι έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους. Κατόπιν αυτού θα αντεδείκνυτο το κράτος να δύναται να τους «αποταμιεύει». Αντιθέτως, το 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αναφέρεται στις εκκρεμείς διαδικασίες, στο πλαίσιο των οποίων ο συνυπολογισμός των τόκων καθώς και η ημερομηνία ενάρξεως της τοκοφορίας παραμένουν αβέβαια.

30      Επιπλέον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, καθ’ ο μέτρο το άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ενέχει εξαιρετικό χαρακτήρα και εμφανίζεται ως παρέκκλιση από την εξαγγελλόμενη στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου γενική αρχή, θα έπρεπε να ερμηνευθεί συσταλτικώς, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο όρος «τόκοι» δεν αναφέρεται ρητώς.

31      Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι η ανωτέρω ερμηνεία λαμβάνει υπόψη τη νομική αδυναμία κράτους μέλους να καθορίσει το ποσό των τόκων ενόσω η αφορώσα τον δικαιούχο των ποσών πίστωση δεν έχει βεβαιωθεί διά της δικαστικής οδού, καθόσον, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2033 του codice civile (ιταλικού αστικού κώδικα), εναπόκειται στον δικαστή να ορίσει το σημείο αφετηρίας της τοκοφορίας ανάλογα με το αν ο δικαιούχος των ποσών είναι καλόπιστος ή κακόπιστος. Επίσης, η Ιταλική Δημοκρατία εκτιμά ότι ο συνυπολογισμός των τόκων μόνον εφόσον τα οφειλόμενα ποσά καταλογίζονται οριστικώς αντιστοιχεί στην καλύτερη των περιπτώσεων στη ratio του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, από την ανάγνωση του τρίτου, τετάρτου και πέμπτου εδαφίου του οποίου καταδεικνύεται ότι πρόκειται για προσωρινή κατ’ αποκοπήν εκκαθάριση, υποκείμενη σε μεταγενέστερες ρυθμίσεις.

32      Τρίτον, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε απεδέχθη, ακόμη και σιωπηρώς, τα επιβληθέντα από την Επιτροπή κριτήρια υπολογισμού. Συγκεκριμένα, αφενός, ο ιταλικός οργανισμός πληρωμής υποστήριζε ανέκαθεν ότι, οσάκις διαδικασίες ανακτήσεως αμφισβητούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οφειλόμενα από το κράτος μέλος ποσά, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, δεν πρέπει να περιλαμβάνουν τους τόκους και, αφετέρου, ενημέρωσε συναφώς ρητώς την Επιτροπή κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, επιφυλασσόμενη του δικαιώματος να προσφύγει στα κοινοτικά δικαστήρια. Κατόπιν αυτού, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο οργανισμός πληρωμής συμπεριέλαβε, κατά τη διαβίβαση στην Επιτροπή των αναγκαίων για την εκκαθάριση των λογαριασμών εγγράφων, τους τόκους στα οφειλόμενα δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ποσά.

33      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας και εκτιμά ότι δεν προέβη σε πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

34      Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, στο πλαίσιο του μόνου λόγου της ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία επιδιώκει να καταδείξει ότι επιβάλλεται η ακύρωση των αποφάσεων 2008/396 και 2008/394 καθόσον η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τους τόκους δυνάμει του άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, ερμήνευσε πεπλανημένως την ανωτέρω διάταξη. Δεδομένου ότι η Επιτροπή επέβαλε στην Ιταλική Δημοκρατία μειώσεις επί των προκαταβολών, δυνάμει του άρθρου 32 του βασικού κανονισμού, ύψους 114 581 208,51 ευρώ (υπόθεση T-274/08) και 99 839 568,22 ευρώ (υπόθεση T-275/08), μειώσεις περιλαμβάνουσες ποσά δυνάμει της παραγράφου 5 της ανωτέρω διατάξεως, η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή το ότι υπολόγισε τα επίδικα ποσά λαμβάνοντας υπόψη τους τόκους.

35      Το άρθρο 32 του βασικού κανονισμού αφορά τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά την ανάκτηση ποσών από δικαιούχους οι οποίοι διέπραξαν παρατυπίες ή επέδειξαν αμέλεια.

36      Το άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αφορά τις ειδικές καταστάσεις, στο πλαίσιο των οποίων το κράτος μέλος δεν ανέκτησε τα ποσά είτε εντός προθεσμίας τεσσάρων ετών από την ημερομηνία της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής πράξεως διαπιστώσεως, είτε εντός προθεσμίας οκτώ ετών εάν η ανάκτηση αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Σε παρόμοιες καταστάσεις, διευκρινίζεται ότι «οι οικονομικές συνέπειες της [μη ανακτήσεως] βαρύνουν κατά 50 % το εμπλεκόμενο κράτος μέλος και κατά 50 % τον κοινοτικό προϋπολογισμό».

37      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι επιδιωκόμενοι με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος στόχοι (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2005, C‑17/03, VEMW κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑4983, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2005, T‑22/02 και T‑23/02, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4065, σκέψη 47).

38      Υπό το φως των ανωτέρω αρχών πρέπει να εξεταστεί αν η απαντώσα στο άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού έκφραση «οικονομικές συνέπειες» πρέπει να εκληφθεί ως αφορώσα αποκλειστικά τα αποτελέσαντα αντικείμενο ανακτήσεως ποσά ή ως αφορώσα τόσο τα ανωτέρω ποσά όσο και τους συναφείς τόκους.

39      Πρώτον, η επί του ερωτήματος αυτού απάντηση μπορεί να συναχθεί από γραμματική ερμηνεία του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, υπό το φως της σαφηνείας της εκφράσεως «οικονομικές συνέπειες». Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εν λόγω έκφραση έχει ευρύ περιεχόμενο καθόσον είναι ικανή να συμπεριλάβει όλες τις συνδεόμενες με τη μη ανάκτηση των παρατύπως καταβληθέντων ποσών επιπτώσεις οικονομικής φύσεως. Μεταξύ αυτών καταλέγονται κατ’ ανάγκην οι τόκοι που θα έπρεπε να καταβληθούν δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

40      Δεύτερον, η γραμματική αυτή ερμηνεία επιρρωννύεται από το άρθρο 34, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο «θεωρούνται ως έσοδα που διατίθενται, κατά την έννοια του άρθρου 18 του [δημοσιονομικού] κανονισμού […] τα ποσά που πρέπει να πιστώνονται στον κοινοτικό προϋπολογισμό κατ’ εφαρμογή των άρθρων 31, 32 και 33 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των τόκων τους».

41      Η δοθείσα ανωτέρω στη σκέψη 39 ερμηνεία συνάδει επίσης προς τη γενική οικονομία της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών. Πράγματι, επιβάλλεται η ανάγνωση του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού υπό το φως του άρθρου 32, παράγραφος 1, αυτού, διατάξεως η οποία συνιστά το γενικό πλαίσιο σε θέματα επιστροφής στην Κοινότητα των οφειλομένων, κατόπιν παρατυπιών ή αμελειών στη χρήση των πιστώσεων, ποσών. Στον βαθμό κατά τον οποίο η παράγραφος 5 του εν λόγω άρθρου ουδόλως τροποποιεί την αρχή της λογιστικής εγγραφής των τόκων, αλλά περιορίζεται στον καταμερισμό της οικονομικής ευθύνης μεταξύ του κράτους μέλους και του κοινοτικού προϋπολογισμού σε περίπτωση μη ανακτήσεως των οφειλομένων ποσών εντός ευλόγων προθεσμιών, εξ αυτού συνάγεται ασφαλώς ότι οι απαντώσες στο άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού «οικονομικές συνέπειες» περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα κυρίως ποσά καθώς και τους τόκους τους.

42      Εξάλλου, όσον αφορά το αντλούμενο από τη μη αναφορά της λέξεως «τόκοι» στην παράγραφο 5 του άρθρου 32 επιχείρημα ότι είναι ενδεικτικό της βουλήσεως του νομοθέτη να συμπεριλάβει κατάσταση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 του ιδίου άρθρου, καθόσον η εν λόγω παράγραφος 5 αφορά αποκλειστικώς κατ’ αποκοπή και προσωρινή εκκαθάριση, τούτο είναι επίσης απορριπτέο. Ασφαλώς, είναι ακριβές ότι, κατ’ εφαρμογή του τρίτου εδαφίου της συγκεκριμένης παραγράφου 5, το κράτος μέλος οφείλει να κινήσει τις διαδικασίες ανακτήσεως. Εξ αυτού συνάγεται κατ’ ανάγκη ότι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενεστέρων διορθώσεων το ποσό των οικονομικών συνεπειών. Εντούτοις, η ανωτέρω δυνατότητα μεταγενεστέρων διορθώσεων αφορά το σύνολο των οικονομικών συνεπειών, υπολογιζομένων δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των αφορώντων τα κυρίως ποσά τόκων. Άρα, ουδεμία υφίσταται αντίφαση μεταξύ του ότι ελήφθησαν υπόψη οι τόκοι λόγω των οικονομικών συνεπειών στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και του προσωρινού χαρακτήρα της συγκεκριμένης εκκαθαρίσεως.

43      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απόρριψη των διαφόρων επιχειρημάτων της Ιταλικής Δημοκρατίας τα οποία αντλούνται, αφενός, από το γεγονός ότι μόνον το άρθρο 32, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αναφέρεται ρητώς στη λογιστική εγγραφή τόκων και, αφετέρου, από το γεγονός ότι το άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού παρίσταται ως παρέκκλιση του άρθρου 32, παράγραφος 1, και ως εκ τούτου πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικώς, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο όρος «τόκοι» δεν αναφέρεται ρητώς στη συγκεκριμένη διάταξη.

44      Τρίτον, όπως προκύπτει από το προοίμιο του βασικού κανονισμού, και ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 25 και 26 αυτού, το σύστημα της οικονομικής συνυπευθυνότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, σκοπεί στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων του κοινοτικού προϋπολογισμού καταλογίζοντας στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος τμήμα των οφειλομένων λόγω παρατυπιών ποσών, τα οποία δεν ανακτήθηκαν εντός εύλογης προθεσμίας. Όπως υπογραμμίζει ορθώς η Επιτροπή, η υποχρέωση ανακτήσεως των ληξιπροθέσμων τόκων μεταξύ της διαπιστώσεως της παρατυπίας και της πραγματικής ανακτήσεως των εν λόγω ποσών είναι αντισταθμιστικής φύσεως καθ’ ο μέτρο οι τόκοι ανάγονται στην προσωρινή ζημία την οποία υφίσταται ο κοινοτικός προϋπολογισμός λόγω της μη εισπράξεως πιστώσεως εγγραφείσας λογιστικώς υπέρ αυτού. Κατόπιν τούτου, ο αποκλεισμός τους από το προς ανάκτηση ποσό, και κατά συνέπεια η μείωση του επιβαρύνοντος το εμπλεκόμενο κράτος μέλος ποσού, είναι ασυμβίβαστος προς την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του κοινοτικού προϋπολογισμού, καθόσον ο τελευταίος φέρει υπό την έννοια αυτή το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών συνεπειών από τη μη ανάκτηση, εντός ευλόγων προθεσμιών, των οφειλομένων κατόπιν παρατυπιών ποσών.

45      Τέταρτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αρχή, βάσει της οποίας οι τόκοι είναι παρεπόμενοι του κυρίως ποσού και ακολουθούν το λογιστικό καθεστώς αυτού, έχει γενική ισχύ στο πλαίσιο της αφορώσας τον κοινοτικό προϋπολογισμό κανονιστικής ρυθμίσεως, όπως καταμαρτυρεί το άρθρο 86, παράγραφος 1, του κανονισμού 2342/2002, ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 71, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού, διάταξη η οποία διευκρινίζει ότι, «υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή της τομεακής ρυθμίσεως, κάθε απαίτηση που δεν έχει πληρωθεί […] παράγει τόκους».

46      Υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, επομένως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει εσφαλμένως ότι η Επιτροπή ερμήνευσε πεπλανημένως το άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού περιλαμβάνοντας στα οφειλόμενα δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως ποσά τόκους.

47      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι τελεί σε αδυναμία να εφαρμόσει το άρθρο 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού λόγω του άρθρου 2033 του αστικού κώδικα, βάσει του οποίου είναι ανέφικτος ο μετ’ ακριβείας προσδιορισμός του σημείου αφετηρίας για τον υπολογισμό των τόκων ενόσω δεν έχει βεβαιωθεί δικαστικώς πίστωση.

48      Πρώτον, παρόμοια αναπομπή στο εθνικό δίκαιο είναι αλυσιτελής όσον αφορά το μοναδικό εν προκειμένω ζήτημα στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, ήτοι αυτό της ερμηνείας του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και, ειδικότερα, το ζήτημα αν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως, τόκοι.

49      Δεύτερον, ασφαλώς είναι ακριβές ότι οι αφορώσες την ανάκτηση ποσών, αχρεωστήτως καταβληθέντων δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, διαφορές πρέπει, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων, να επιλύονται από τα εθνικά δικαστήρια, τηρουμένων των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, υπό την έννοια ότι οι προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο λεπτομέρειες εφαρμογής δεν μπορεί να καταλήγουν στο να καθιστούν στην πράξη αδύνατη την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως και η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας πρέπει να χωρεί κατά τρόπο μη εισάγοντα δυσμενή διάκριση σε σχέση με τις αφορώσες την επίλυση των εθνικών διαφορών της ιδίας μορφής διαδικασίες (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2008, C‑383/06 έως C‑385/06, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑1561, σκέψεις 48 έως 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Καίτοι εξ αυτού συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι κάθε παρεπόμενο ζήτημα, αφορών την εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ποσών, ανάκτηση μη διεπόμενη από τις κοινοτικές διατάξεις, πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με τους συναφείς κανόνες του εθνικού δικαίου, παρόμοια ερμηνεία δεν μπορεί να θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχή του συνυπολογισμού τόκων δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

50      Τέλος, κατά τρίτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ορθώς ότι το γεγονός ότι ο οργανισμός πληρωμής συμπεριέλαβε τους τόκους στα ποσά που του κοινοποιήθηκαν προκειμένου η Επιτροπή να υπολογίσει τα ποσά στα οποία αναφέρονται οι αποφάσεις 2008/396 και 2008/394 είναι ενδεικτική του ότι δεν είναι ανέφικτος ο συνυπολογισμός των οικείων τόκων με τα ποσά τα οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να επιστρέψουν δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή το σύνολο των οφειλομένων, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, ποσών, πέραν των κεφαλοποιημένων τόκων.

51      Από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 32, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, εκτιμώντας ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι τόκοι με τα οφειλόμενα από το κράτος μέλος, δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως, ποσά.

52      Κατόπιν αυτού, οι προσφυγές είναι απορριπτέες στο σύνολό τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου.

54      Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Συνενώνει τις υποθέσεις T-274/08 και T-275/08 για τους σκοπούς της εκδόσεως αποφάσεως.

2)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

3)      Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Απριλίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.