Language of document : ECLI:EU:T:2010:154

Υποθέσεις T-274/08 και T-275/08

Ιταλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«ΕΓΤΕ – Εκκαθάριση των λογαριασμών των οργανισμών πληρωμών των κρατών μελών σχετικά με τις χρηματοδοτούμενες από το ΕΓΤΕ δαπάνες – Ποσά δυνάμενα να ανακτηθούν από την Ιταλική Δημοκρατία λόγω μη εισπράξεώς τους εντός των προβλεπομένων προθεσμιών – Έννοια των οικονομικών συνεπειών – Συνυπολογισμός των τόκων – Άρθρο 32, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005»

Περίληψη της αποφάσεως

Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Χρηματοδότηση από το ΕΓΤΕ – Διαδικασία εκκαθάρισης των λογαριασμών

(Κανονισμός 1290/2005 του Συμβουλίου, άρθρο 32 § 5)

Το άρθρο 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1290/2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής, αφορά τις ειδικές καταστάσεις, στο πλαίσιο των οποίων το κράτος μέλος δεν ανέκτησε τα οφειλόμενα λόγω παρατυπιών ή αμελείας ποσά είτε εντός προθεσμίας τεσσάρων ετών από την ημερομηνία της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής πράξεως διαπιστώσεως, είτε εντός προθεσμίας οκτώ ετών εάν η ανάκτηση αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Σε παρόμοιες καταστάσεις, διευκρινίζεται ότι οι οικονομικές συνέπειες της μη ανακτήσεως βαρύνουν κατά 50 % το εμπλεκόμενο κράτος μέλος και κατά 50 % τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Για την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι επιδιωκόμενοι με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος στόχοι. Πρώτον, η έκφραση «οικονομικές συνέπειες» έχει ευρύ περιεχόμενο καθόσον είναι ικανή να συμπεριλάβει όλες τις συνδεόμενες με τη μη ανάκτηση των παρατύπως καταβληθέντων ποσών επιπτώσεις οικονομικής φύσεως. Μεταξύ αυτών καταλέγονται κατ’ ανάγκην οι τόκοι που θα έπρεπε να καταβληθούν δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

Δεύτερον, η γραμματική αυτή ερμηνεία επιρρωννύεται από το άρθρο 34, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005, σύμφωνα με το οποίο θεωρούνται ως έσοδα που διατίθενται, κατά την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα ποσά που πρέπει να πιστώνονται στον κοινοτικό προϋπολογισμό κατ’ εφαρμογή των άρθρων 31, 32 και 33 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των τόκων τους. Η ερμηνεία αυτή συνάδει επίσης προς τη γενική οικονομία της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών. Πράγματι, επιβάλλεται η ανάγνωση του άρθρου 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1290/2005 υπό το φως του άρθρου 32, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, διατάξεως η οποία συνιστά το γενικό πλαίσιο σε θέματα επιστροφής στην Κοινότητα των οφειλομένων, κατόπιν παρατυπιών ή αμελειών στη χρήση των πιστώσεων, ποσών. Στον βαθμό κατά τον οποίο η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού ουδόλως τροποποιεί την αρχή της λογιστικής εγγραφής των τόκων, αλλά περιορίζεται στον καταμερισμό της οικονομικής ευθύνης μεταξύ του κράτους μέλους και του κοινοτικού προϋπολογισμού σε περίπτωση μη ανακτήσεως των οφειλομένων ποσών εντός ευλόγων προθεσμιών, εξ αυτού συνάγεται ασφαλώς ότι οι απαντώσες στο άρθρο 32, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού οικονομικές συνέπειες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα κυρίως ποσά καθώς και τους τόκους τους.

Τρίτον, όπως προκύπτει από το προοίμιο του κανονισμού 1290/2005, και ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 25 και 26 αυτού, το σύστημα της οικονομικής συνυπευθυνότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 32, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, σκοπεί στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων του κοινοτικού προϋπολογισμού καταλογίζοντας στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος τμήμα των οφειλομένων λόγω παρατυπιών ποσών, τα οποία δεν ανακτήθηκαν εντός εύλογης προθεσμίας. Η υποχρέωση ανακτήσεως των ληξιπροθέσμων τόκων μεταξύ της διαπιστώσεως της παρατυπίας και της πραγματικής ανακτήσεως των εν λόγω ποσών είναι αντισταθμιστικής φύσεως καθ’ ο μέτρο οι τόκοι ανάγονται στην προσωρινή ζημία την οποία υφίσταται ο κοινοτικός προϋπολογισμός λόγω της μη εισπράξεως πιστώσεως εγγραφείσας λογιστικώς υπέρ αυτού.

Τέταρτον, η αρχή, βάσει της οποίας οι τόκοι είναι παρεπόμενοι του κυρίως ποσού και ακολουθούν το λογιστικό καθεστώς αυτού, έχει γενική ισχύ στο πλαίσιο της αφορώσας τον κοινοτικό προϋπολογισμό κανονιστικής ρυθμίσεως, όπως καταμαρτυρά το άρθρο 86, παράγραφος 1, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002, ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 71, παράγραφος 4, του τελευταίου αυτού κανονισμού, διάταξη η οποία διευκρινίζει ότι, υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή της τομεακής ρυθμίσεως, κάθε απαίτηση που δεν έχει πληρωθεί παράγει τόκους.

(βλ. σκέψεις 36-37, 39-41, 44-45)