ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
TAMARA ĆAPETA
της 3ης Φεβρουαρίου 2022 (1) (i)
Υπόθεση C‑500/20
ÖBB-Infrastruktur Aktiengesellschaft
κατά
Lokomotion Gesellschaft für Schienentraktion mbH
[αίτηση του Oberster Gerichtshof
(Ανώτατου Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Διεθνείς συμφωνίες – Σιδηροδρομικές μεταφορές – Σύμβαση για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές (COTIF) – Ενιαίοι Κανόνες για τη χρήση της υποδομής στις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές (CUI) – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο μεταφορέας για τη μίσθωση σιδηροδρομικών μηχανών αντικατάστασης κατόπιν των ζημιών που υπέστησαν οι δικές του μηχανές – Συμβαλλόμενα μέρη τα οποία διευρύνουν την έκταση της ευθύνης τους μέσω παραπομπής στο εθνικό δίκαιο»
I. Εισαγωγή
1. Τον Ιούλιο του 2015 εκτροχιάστηκε στον σταθμό Kufstein (Αυστρία) αμαξοστοιχία αποτελούμενη από έξι σιδηροδρομικές μηχανές με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών σε δύο από αυτές. Για την επισκευή των εν λόγω μηχανών απαιτήθηκαν έξι και οκτώ μήνες, αντιστοίχως, και κατά τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος ο μεταφορέας μίσθωσε σιδηροδρομικές μηχανές αντικατάστασης. Στο επίκεντρο της παρούσας ένδικης διαδικασίας βρίσκονται η νομική βάση και η έκταση της ευθύνης για τις δαπάνες μίσθωσης που προέκυψαν.
2. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε από το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) αφορά την ερμηνεία του τμήματος της Σύμβασης για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές (Convention concerning International Carriage by Rail, στο εξής: COTIF), της 9ης Μαΐου 1980, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο του Βίλνιους της 3ης Ιουνίου 1999, σχετικά με την ευθύνη του διαχειριστή της σιδηροδρομικής υποδομής. Προκαταρκτικώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας διατάξεων της COTIF, την οποία έχουν υπογράψει και συνάψει τόσο η Ένωση όσο και τα κράτη μέλη της στον τομέα των μεταφορών και στην οποία η Ένωση και τα κράτη μέλη έχουν συντρέχουσα αρμοδιότητα. Η υπό κρίση υπόθεση δεν αποτελεί την πρώτη περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της αρμοδιότητάς του όσον αφορά μια μικτή συμφωνία (2). Λαμβανομένης δε υπόψη της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει τον μικτό χαρακτήρα στην εξωτερική δράση (3), κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είναι και η τελευταία.
3. Στην περίπτωση που θεωρήσει ότι είναι αρμόδιο, το Δικαστήριο καλείται περαιτέρω να ερμηνεύσει την έκταση της ευθύνης των διαχειριστών σιδηροδρομικών υποδομών σύμφωνα με τους Ενιαίους Κανόνες για τη χρήση της υποδομής στις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές (στο εξής: Ενιαίοι Κανόνες CUI) (4), καθώς και τις πιθανές παρεκκλίσεις από αυτήν. Μέχρι στιγμής, το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί της ερμηνείας των Ενιαίων Κανόνων CUI.
II. Το νομικό πλαίσιο
4. Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην της Δημοκρατίας της Κύπρου και της Δημοκρατίας της Μάλτας, είναι συμβαλλόμενα μέρη στην COTIF, με την οποία ιδρύθηκε ο Διακυβερνητικός Οργανισμός για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές (OTIF). Η Ευρωπαϊκή Ένωση επικύρωσε την COTIF με ισχύ από 1ης Ιουλίου 2011 (5).
Α. Οι Ενιαίοι Κανόνες CUI
5. Οι Ενιαίοι Κανόνες CUI (6) έχουν εφαρμογή σε κάθε σύμβαση χρήσης των σιδηροδρομικών υποδομών για διεθνείς μεταφορές, όπως η σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης.
6. Το άρθρο 4 των Ενιαίων Κανόνων CUI, το οποίο επιγράφεται «Αναγκαστικό δίκαιο», ορίζει τα εξής:
«Εκτός αντίθετης ρήτρας στους παρόντες Ενιαίους Νομικούς Κανόνες, κάθε όρος ο οποίος άμεσα ή έμμεσα θα παρέκκλινε από αυτούς τους Ενιαίους Νομικούς Κανόνες, είναι άκυρος και ανίσχυρος. Η ακυρότητα τέτοιων όρων δεν επιφέρει την ακυρότητα των άλλων διατάξεων του συμβολαίου μεταφοράς. Παρ’ όλα αυτά, ένας μεταφορέας δύναται να αναλάβει μία ευθύνη και υποχρεώσεις μεγαλύτερες από αυτές που προβλέπονται στους παρόντες Ενιαίους Νομικούς Κανόνες.»
7. Το άρθρο 8 των Ενιαίων Κανόνων CUI, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευθύνη του διαχειριστή», ορίζει στις παραγράφους 1 και 4 τα εξής:
«1. Ο διαχειριστής είναι υπεύθυνος:
α) για σωματικές βλάβες (θάνατος, τραυματισμοί ή οποιαδήποτε άλλη προσβολή της φυσικής ή ψυχικής ακεραιότητας),
β) για υλικές ζημίες (καταστροφή ή βλάβη κινητών και ακίνητων αγαθών),
γ) για χρηματικές ζημίες που απορρέουν από την αποζημίωση που οφείλει ο μεταφορέας δυνάμει των Ενιαίων Νομικών Κανόνων CIV και των Ενιαίων Νομικών Κανόνων CIM,
που προκλήθηκαν στον μεταφορέα ή στους βοηθούς του κατά τη χρήση της υποδομής και οι οποίες έχουν την αιτία τους στην υποδομή.
[…]
4. Τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν εάν και σε ποιο βαθμό ο διαχειριστής είναι υπεύθυνος για τις ζημίες που προκλήθηκαν στον μεταφορέα από μία καθυστέρηση ή μία διαταραχή στην εκμετάλλευση.»
8. Το άρθρο 19 των Ενιαίων Κανόνων CUI, το οποίο επιγράφεται «Άλλες αξιώσεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«1. Σε όλες τις περιπτώσεις που εφαρμόζονται οι παρόντες Ενιαίοι Νομικοί Κανόνες, κάθε αξίωση περί ευθύνης, με οποιοδήποτε χαρακτήρα και αν είναι, δεν δύναται να ασκηθεί κατά του διαχειριστή ή κατά του μεταφορέα παρά μόνον εντός των όρων και των περιορισμών αυτών των Ενιαίων Νομικών Κανόνων.»
Β. Η Συμφωνία για την προσχώρηση
9. Η Συμφωνία για την προσχώρηση (7) καθορίζει, μεταξύ άλλων, τη σχέση μεταξύ των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και εκείνων που απορρέουν από την COTIF και τα παραρτήματά της. Ειδικότερα, το άρθρο 2 ορίζει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη του στόχου και του σκοπού της σύμβασης για την προώθηση, βελτίωση και διευκόλυνση των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών, καθώς και με την επιφύλαξη της πλήρους εφαρμογής της έναντι των λοιπών μερών της σύμβασης, στις αμοιβαίες σχέσεις τους, τα μέρη της σύμβασης που είναι κράτη μέλη της Ένωσης εφαρμόζουν τους ενωσιακούς κανόνες και, συνεπώς, δεν εφαρμόζουν του κανόνες που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση παρά μόνο στο[ν] βαθμό που δεν υπάρχει ενωσιακός κανόνας ο οποίος διέπει το συγκεκριμένο ζήτημα.»
10. Επιπλέον, το άρθρο 7 της Συμφωνίας για την προσχώρηση αποσαφηνίζει τη μέθοδο καθορισμού του εύρους των αρμοδιοτήτων της Ένωσης:
«Το εύρος των αρμοδιοτήτων που εκχωρούνται στην Ένωση περιγράφεται με γενικούς όρους σε γραπτή δήλωση που πραγματοποιείται από την Ένωση κατά τη σύναψη της παρούσας συμφωνίας. Η εν λόγω δήλωση μπορεί να τροποποιηθεί, εφόσον κριθεί σκόπιμο, με κοινοποίηση της Ένωσης προς την OTIF. Η δήλωση δεν αντικαθιστά ούτε περιορίζει κατά οιονδήποτε τρόπο τα θέματα που μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο των κοινοποιήσεων ενωσιακής αρμοδιότητας που προηγούνται της λήψης αποφάσεων στους κόλπους της OTIF, με επίσημη ψηφοφορία ή με άλλη διαδικασία.»
Γ. Η απόφαση 2013/103 (8)
11. Η αιτιολογική σκέψη 2 της απόφασης 2013/103 αναφέρει τα εξής:
«Η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα ή επιμερισμένη αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη της σε τομείς που καλύπτονται από τη σύμβαση περί των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών (COTIF) της 9ης Μαΐου 1980, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του Βίλνιους στις 3 Ιουνίου 1999 […]».
12. Επιπλέον, το παράρτημα I της απόφασης 2013/103 περιέχει τη δήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 7 της συμφωνίας για την προσχώρηση (στο εξής: δήλωση). Η δήλωση περιέχει ένα προσάρτημα στο οποίο απαριθμούνται νομικές πράξεις στο πλαίσιο των οποίων η Ένωση έχει ασκήσει μέχρι και σήμερα την αρμοδιότητά της.
Δ. Το αυστριακό δίκαιο
13. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα άρθρα 1293 επ. του αυστριακού Αστικού Κώδικα (Allgemeines bürgerliches Gesetzbuch, στο εξής: ABGB) ρυθμίζουν την αδικοπρακτική ευθύνη λόγω πταίσματος του ζημιώσαντος. Στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων, απόκειται στον οφειλέτη να αποδείξει ότι η μη εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων δεν οφείλεται σε πταίσμα του (άρθρο 1298 ABGB). Ο οφειλέτης ευθύνεται για το πταίσμα των προστηθέντων του (βοηθών εκπληρώσεως) (άρθρο 1313a ABGB). Κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον το πταίσμα δύναται να καταλογισθεί στην αναιρεσείουσα, πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση για τις προβαλλόμενες δαπάνες μίσθωσης των μηχανών αντικατάστασης.
III. Το ιστορικό της διαφοράς και τα προδικαστικά ερωτήματα
14. Τον Δεκέμβριο του 2014, η Lokomotion Gesellschaft für Schienentraktion mbH, ιδιωτική σιδηροδρομική επιχείρηση εδρεύουσα στη Γερμανία (στο εξής: Lokomotion), και η ÖBB-Infrastruktur Aktiengeselschaft, αυστριακή επιχείρηση σιδηροδρομικών υποδομών (στο εξής: ÖBB-Infrastruktur), συνήψαν σύμβαση με αντικείμενο τη χρήση των σιδηροδρομικών υποδομών για διεθνείς μεταφορές, έναντι καταβολής αντιτίμου από τη Lokomotion.
15. Τμήμα της σύμβασης αυτής αποτελούν οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών σχετικά με τη σύμβαση χρήσης υποδομών της ÖBB‑Infrastruktur (στο εξής: ΓΟΣ).
16. Οι ΓΟΣ προβλέπουν ότι το ζήτημα της ευθύνης ρυθμίζεται από τον ABGB, τον Unternehmensgesetzbuch (κώδικα εταιριών), τον Eisenbahn- und Kraftfahrzeughaftpflichtgesetz (αυστριακό νόμο περί ευθύνης σιδηροδρομικών και μηχανοκίνητων οχημάτων) και τους Ενιαίους Κανόνες CUI, εκτός εάν αυτοί αντίκεινται στους ΓΟΣ.
17. Κατόπιν του εκτροχιασμού των έξι σιδηροδρομικών μηχανών της Lokomotion στις 15 Ιουλίου 2015, δύο εξ αυτών που υπέστησαν ζημίες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια των εργασιών επισκευής τους. Η Lokomotion μίσθωσε δύο σιδηροδρομικές μηχανές αντικατάστασης και, ως εκ τούτου, υποβλήθηκε στις αντίστοιχες δαπάνες.
18. Η Lokomotion αξιώνει από την ÖBB-Infrastruktur το ποσό των 629 110,00 ευρώ (πλέον τόκων και εξόδων) για τις δαπάνες μίσθωσης των σιδηροδρομικών μηχανών αντικατάστασης συνεπεία του ατυχήματος. Υποστηρίζει ότι το ατύχημα οφείλεται σε ελάττωμα της σιδηροδρομικής υποδομής που είχε διατεθεί από την ÖBB‑Infrastruktur. Η τελευταία, κατά τη Lokomotion, παρέβη παρανόμως και υπαιτίως τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του σιδηροδρομικού δικαίου υποχρεώσεις της περί ορθής κατασκευής, ελέγχου, συντήρησης και επισκευής των σιδηροδρομικών γραμμών. Κατά συνέπεια, οι δαπάνες μίσθωσης των μηχανών αντικατάστασης πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστούν υλικές ζημίες κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI.
19. Αντιθέτως, η ÖBB-Infrastruktur αντιτάσσει ότι το ατύχημα οφείλεται στη χαλάρωση ενός αγκίστρου ζεύξης στις σιδηροδρομικές μηχανές που εκτροχιάστηκαν, το οποίο ήταν ήδη υπερβολικά επιβαρυμένο πριν από τον εκτροχιασμό και ότι η σχετική υπαιτιότητα βαρύνει τη Lokomotion. Επιπλέον, η ÖBB-Infrastruktur υποστηρίζει ότι η ζημία έχει αμιγώς περιουσιακό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποκατασταθεί δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI.
20. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της Lokomotion με απόφαση περατώνουσα εν μέρει τη διαδικασία, κρίνοντας ότι εφαρμοστέοι είναι μόνον οι Ενιαίοι Κανόνες CUI, οι οποίοι αποκλείουν την εφαρμογή των σχετικών με την ευθύνη διατάξεων του ABGB. Ακολούθως, συντάχθηκε με την άποψη της ÖBB-Infrastruktur και έκρινε ότι οι δαπάνες μίσθωσης δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «υλικές ζημίες» κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI.
21. Ωστόσο, το εφετείο εξαφάνισε την περατώνουσα εν μέρει τη διαδικασία απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και το κάλεσε να αποφανθεί εκ νέου μετά τη διενέργεια συμπληρωματικής διαδικασίας. Έκρινε δε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI πρέπει να τύχει ευρείας ερμηνείας και πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει και την έννοια «παρεπόμενη υλική ζημία».
22. Η ÖBB-Infrastruktur άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της απόφασης αυτής ζητώντας από το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) να την αναιρέσει.
23. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρμόδιο για την ερμηνεία των [Ενιαίων Κανόνων CUI];
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
Έχει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των [Ενιαίων Κανόνων CUI] την έννοια ότι στην ευθύνη του διαχειριστή της υποδομής για υλικές ζημίες, όπως ρυθμίζεται με τη διάταξη αυτή, εμπίπτουν και οι δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται ο μεταφορέας για τη μίσθωση άλλων σιδηροδρομικών μηχανών σε αντικατάσταση των δικών του που υπέστησαν ζημίες;
3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:
Έχουν τα άρθρα 4 και 19, παράγραφος 1, των [Ενιαίων Κανόνων CUI] την έννοια ότι οι συμβαλλόμενοι μπορούν εγκύρως να διευρύνουν την ευθύνη τους με γενική παραπομπή στο εθνικό δίκαιο εάν, σύμφωνα με το τελευταίο, η έκταση της ευθύνης είναι μεν μεγαλύτερη, πλην όμως –κατά παρέκκλιση από την αντικειμενική ευθύνη που προβλέπεται από τους [ενιαίους κανόνες CUI]– προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης είναι η ύπαρξη υπαιτιότητας;»
24. Γραπτές παρατηρήσεις κατατέθηκαν από τους διαδίκους της κύριας δίκης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
IV. Ανάλυση
1. Πρώτο προδικαστικό ερώτημα: είναι το Δικαστήριο αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας των Ενιαίων Κανόνων CUI;
25. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας των Ενιαίων Κανόνων CUI, οι οποίοι αποτελούν μέρος της COTIF, ήτοι μιας διεθνούς συμφωνίας που συνήφθη υπό τη μορφή μικτής συμφωνίας.
26. Οι μικτές συμφωνίες είναι διεθνείς συμφωνίες οι οποίες συνάπτονται ταυτόχρονα τόσο από την Ένωση όσο και από όλα ή ορισμένα από τα κράτη μέλη της (9). Καίτοι δεν προβλέπονται ρητώς από τις Συνθήκες, οι μικτές συμφωνίες αποτελούν δημιουργήματα της πολιτικής και νομικής πραγματικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντικατοπτρίζουν δε τη μοναδικότητα και την πολυπλοκότητα της δημιουργίας μιας ολοκληρωμένης Ευρώπης (10).
27. Όταν μια διεθνής συμφωνία ρυθμίζει τομείς τόσο εντός όσο και εκτός των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί, η Ένωση στερείται της συνταγματικής εξουσίας που απαιτείται για τη σύναψη της συμφωνίας αυτής στο σύνολό της. Για τον λόγο αυτό, τα κράτη μέλη πρέπει να συμμετέχουν ως συμβαλλόμενα μέρη από κοινού με την Ένωση προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκυρη σύναψη της συμφωνίας όσον αφορά τομείς που υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Αυτός ο αποκαλούμενος «υποχρεωτικός μικτός χαρακτήρας» (11) είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής της αρχής της δοτής αρμοδιότητας (12), η οποία διέπει τις εξουσίες της Ένωσης τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική της δράση (13).
28. Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, ο μικτός χαρακτήρας αποτελεί επιλογή. Αυτός ο αποκαλούμενος «προαιρετικός μικτός χαρακτήρας» (14) προκύπτει όταν η αρχή της δοτής αρμοδιότητας ικανοποιείται ως προς το σύνολο της συμφωνίας. Τούτο σημαίνει ότι η Ένωση διαθέτει τις απαραίτητες αρμοδιότητες επί του συνόλου των διατάξεων μιας διεθνούς συμφωνίας, ακόμη και αν μερικές εξ αυτών των αρμοδιοτήτων δεν έχουν ακόμη ασκηθεί και, συνεπώς, έχουν απλώς δυνητικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, ο προαιρετικός μικτός χαρακτήρας δεν οφείλεται στην εφαρμογή της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, όπως ο υποχρεωτικός, αλλά αντιθέτως συνιστά ζήτημα που άπτεται της άσκησης των απονεμόμενων αρμοδιοτήτων.
29. Στην περίπτωση που η Ένωση, στους τομείς που καλύπτονται από τη συμφωνία, μοιράζεται τις αρμοδιότητες με τα κράτη μέλη της, η συγκεκριμένη συμφωνία μπορεί να συναφθεί, όπως έχει επιβεβαιωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, είτε ως μικτή συμφωνία είτε από μόνη την Ένωση (15). Όπως θα εξηγήσω λεπτομερέστερα στο τμήμα 2 των παρουσών προτάσεων, τούτο σημαίνει επίσης ότι η Ένωση μπορεί να ασκήσει τις συντρέχουσες αρμοδιότητές της όχι μόνο μέσω της έκδοσης εσωτερικών νομοθετικών πράξεων, αλλά και μέσω της σύναψης διεθνών συμφωνιών σχετικών με ζητήματα επί των οποίων δεν υφίσταται ακόμη εσωτερική νομοθεσία.
30. Συνεπώς, οι προαιρετικές μικτές συμφωνίες αποτελούν τη συνέπεια μιας πολιτικής επιλογής σχετικά με τον τρόπο άσκησης των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων που έχουν εκχωρηθεί.
31. Η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση συμφωνία είναι μια προαιρετική μικτή συμφωνία στον τομέα της πολιτικής μεταφορών, έναν τομέα στον οποίον η Ένωση έχει συντρέχουσες αρμοδιότητες με τα κράτη μέλη της (16). Κανένα τμήμα της επίμαχης συμφωνίας δεν ανήκει σε τομέα αποκλειστικής αρμοδιότητας των κρατών μελών, το γεγονός δε αυτό δεν αμφισβητείται στην υπό κρίση υπόθεση. Με άλλα λόγια, όλοι οι τομείς που καλύπτονται από την COTIF μπορούν να ρυθμιστούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρκετά δε από τα σχετικά ζητήματα ρυθμίζονταν πράγματι εσωτερικώς σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και πριν από την προσχώρηση της Ένωσης στην COTIF (17).
32. Ωστόσο, οι Ενιαίοι Κανόνες CUI καλύπτουν έναν τομέα ο οποίος, κατά τον χρόνο προσχώρησης της Ένωσης στην COTIF, ενέπιπτε στις εν δυνάμει συντρέχουσες αρμοδιότητες (18). Τούτο σημαίνει ότι η αρμοδιότητα νομοθέτησης στον εν λόγω τομέα είχε μεν απονεμηθεί στην Ένωση, πλην όμως η τελευταία δεν είχε (ακόμη) κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής. Υπό μία ακριβέστερη διατύπωση, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι εάν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τμήματα μιας μικτής συμφωνίας σχετικής με αντικείμενο για το οποίο έχουν απονεμηθεί από τις Συνθήκες οι σχετικές αρμοδιότητες στην Ένωση, πλην όμως η Ένωση δεν έχει προβεί ακόμη στην έκδοση εσωτερικών νομοθετικών πράξεων επί του συγκεκριμένου ζητήματος.
33. Στο ερώτημα αυτό δεν έχει δοθεί ακόμη σαφής απάντηση.
34. Το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου επί των μικτών συμφωνιών έχει εξεταστεί σε έναν παραδόξως μικρό αριθμό αποφάσεων και για διαφορετικούς λόγους (19). Η νομολογία του Δικαστηρίου δεν έχει παράσχει ακόμη μια γενική απάντηση ως προς την αιτιολόγηση και τα όρια της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου επί των μικτών συμφωνιών. Αντιθέτως, αρκετοί γενικοί εισαγγελείς (20) και ακαδημαϊκοί (21) έχουν επισημάνει τις δυσχέρειες που ανακύπτουν από την προσέγγιση που ακολουθεί το Δικαστήριο όσον αφορά την αρμοδιότητά του, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι αυτή δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου ως προς τα εφαρμοστέα κριτήρια.
35. Τούτο καθίσταται προφανές και από το εύρος των απαντήσεων που δόθηκαν από τους μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Η Lokomotion διατείνεται ότι το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο, προβάλλοντας ότι οι Ενιαίοι Κανόνες CUI δεν αποτελούν τμήμα των Συνθηκών, καθόσον δεν είναι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, και ότι, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο ουδέποτε προέβη στην ερμηνεία των Ενιαίων Κανόνων CUI και, ως εκ τούτου, στερείται της σχετικής αρμοδιότητας. Κατ’ αντιδιαστολή, η ÖBB-Infrastruktur και η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί επί της ερμηνείας των Ενιαίων Κανόνων CUI. Ωστόσο, στηρίζονται σε διαφορετικές επιχειρηματολογίες και παραπέμπουν σε διαφορετική νομολογία. Αφενός, η ÖBB-Infrastruktur παραπέμπει στην απόφαση COTIF I (22) και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τους Ενιαίους Κανόνες CUI λόγω του γεγονότος ότι η Ένωση έχει αρμοδιότητα όσον αφορά την COTIF. Η Επιτροπή, αφετέρου, υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η Ένωση διαθέτει αρμοδιότητα δεν επαρκεί μεν, αλλά αφ’ ης στιγμής οι Ενιαίοι Κανόνες CUI αφορούν τομέα ο οποίος, σε μεγάλο βαθμό, καλύπτεται από την νομοθεσία της Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί να θεμελιώσει δικαιοδοσία. Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει κυρίως στην απόφαση Lesoochran árske zoskupenie (23).
36. Κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη η πολυπλοκότητα της συνταγματικής κατανομής των αρμοδιοτήτων, στην οποία στηρίζονται οι μικτές συμφωνίες. Ως εκ τούτου, στην απάντηση σχετικά με το εάν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο όσον αφορά συγκεκριμένη διάταξη μικτής συμφωνίας, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι λόγοι για τους οποίους η Ένωση κατέστη συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω συμφωνία. Κατ’ εμέ, το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα μόνον επί των διατάξεων μικτής συμφωνίας κατά την υιοθέτηση της οποίας η Ένωση άσκησε τις αρμοδιότητές της.
37. Παρά την έλλειψη ρητής σχετικής διευκρίνισης, φρονώ ότι η υφιστάμενη νομολογία μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο δεν καθίσταται αυτομάτως αρμόδιο για το σύνολο των διατάξεων μιας μικτής συμφωνίας, πλην όμως μπορεί να ερμηνεύει τις διατάξεις εκείνες για τις οποίες η Ένωση άσκησε τις αρμοδιότητές της. Θα αναπτύξω τη σχετική ανάλυση στο τμήμα 1 των παρουσών προτάσεων.
38. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι μόνον εφικτή βάσει της υφιστάμενης νομολογίας, αλλά, κατά τη γνώμη μου, είναι και η μοναδική εξήγηση που μπορεί να γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τις Συνθήκες συνταγματική κατανομή των αρμοδιοτήτων. Τούτο ωστόσο εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον μπορεί η Ένωση να ασκεί τις αρμοδιότητές της σε εξωτερικό επίπεδο, καθώς και ποιες είναι οι συνέπειες που απορρέουν από την άσκηση των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων της. Θα εξετάσω τα ζητήματα αυτά στο τμήμα 2 των παρουσών προτάσεων.
39. Ακολούθως, στο τμήμα 3, εφαρμόζω τη συλλογιστική αυτή στην υπό κρίση υπόθεση και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας των Ενιαίων Κανόνων CUI, διότι η Ένωση, με την προσχώρησή της στην COTIF, άσκησε τις αρμοδιότητές της όσον αφορά τους εκεί προβλεπόμενους κανόνες, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ρυθμίζουν την ευθύνη των διαχειριστών σιδηροδρομικών υποδομών.
1. Επανεξέταση της νομολογίας σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί της ερμηνείας μικτών συμφωνιών
40. Η αιτιολόγηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της ερμηνείας διεθνών συμφωνιών ανάγεται στην απόφαση Haegeman το 1974 (24). Η υπόθεση εκείνη αφορούσε την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύει διεθνείς συμφωνίες γενικώς και όχι μόνο μικτές συμφωνίες. Το ζήτημα ανέκυψε διότι το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 267 ΣΛΕΕ) δεν μνημονεύει ρητώς τις διεθνείς συμφωνίες ως πράξεις τις οποίες δύναται να ερμηνεύσει το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας της Συμφωνίας προσχώρησης που υπογράφηκε μεταξύ ΕΟΚ και Ελλάδος, διότι αυτή συνήφθη από το Συμβούλιο και, ως εκ τούτου, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης (25). Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Timmermans, «η ενσωμάτωση μιας μικτής συμφωνίας στην έννομη τάξη της Ένωσης δεν συνεπάγεται […] την απεριόριστη αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί του συνόλου της εν λόγω συμφωνίας» (26).
41. Το ζήτημα σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της ερμηνείας μικτών συμφωνιών, λόγω του ότι αυτές αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ή, αντιθέτως, επειδή η συγκεκριμένη προς ερμηνεία διάταξη εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ένωσης, ανέκυψε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της υπόθεσης Demirel (27). Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να ερμηνεύσει διατάξεις της μικτής συμφωνίας με την Τουρκία για τις οποίες τα κράτη μέλη είχαν ασκήσει τις δικές τους αρμοδιότητες (28). Το Δικαστήριο απάντησε στην ως άνω επιχειρηματολογία διευκρινίζοντας ότι το επίμαχο ζήτημα δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και απέρριψε ως αλυσιτελές, χωρίς να εξηγήσει τον λόγο, το επιχείρημα ότι η Ένωση δεν είχε ακόμη ασκήσει την εν δυνάμει αρμοδιότητά της (29).
42. Καίτοι η απόφαση Demirel θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο στοιχειοθέτησε με αυτήν την αρμοδιότητά του να αποφαίνεται επί της ερμηνείας του συνόλου των διατάξεων μιας μικτής συμφωνίας, πλην εκείνων που καλύπτουν τομείς οι οποίοι εξακολουθούν να υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις, το Δικαστήριο ούτε διατύπωσε με σαφήνεια ούτε εξήγησε την ανωτέρω διαπίστωση. Συνεπώς, η πρώιμη αυτή απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτυπώνει την τελική θέση επί του γενικού ζητήματος της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της ερμηνείας μικτών συμφωνιών (30).
43. Οι μεταγενέστερες αποφάσεις σχετικά με τις ερμηνευτικές αρμοδιότητες του Δικαστηρίου διακρίνονται, κατά τη γνώμη μου, σε δύο βασικές κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγονται οι αποφάσεις εκείνες με τις οποίες προτείνεται η ευρεία ερμηνεία της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι οι μικτές συμφωνίες αποτελούν τμήμα του σώματος του δικαίου της Ένωσης και, ως τέτοιες, χρήζουν ομοιόμορφης ερμηνείας. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει αρκετές αποφάσεις σχετικές με τη Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (στο εξής: Συμφωνία TRIPS), όπως η απόφαση Hermès (31) και η απόφαση Dior (32), η απόφαση Lesoochranárske zoskupenie (33), σχετικά με τη Σύμβαση του Άαρχους, και η πρόσφατη απόφαση Δημοκρατία της Μολδαβίας (34), σχετικά με τη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας (στο εξής: ΣΧΕ). Η δεύτερη κατηγορία υποθέσεων υιοθετεί μια πιο συντηρητική προσέγγιση και, προκειμένου να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, επικεντρώνεται στον σύνδεσμο που υφίσταται μεταξύ της διάταξης της οποίας ζητείται η ερμηνεία και της άσκησης της αρμοδιότητας της Ένωσης. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτει η απόφαση Merck (35), η οποία αφορά επίσης τη Συμφωνία TRIPS, καθώς και αρκετές αποφάσεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας επί παραβάσει, όπως η απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (36), σχετικά με τη Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, η απόφαση Etang de Berre (37), σχετικά με τη Σύμβαση για την προστασία της Μεσογείου από τη ρύπανση, ή η απόφαση MOX Plant (38), σχετικά με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας.
44. Στις υποθέσεις αυτές, το ζήτημα της αρμοδιότητας ανέκυψε για διαφορετικούς λόγους και, ως εκ τούτου, οι σχετικές αποφάσεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν ορθώς εκτός των συγκεκριμένων πλαισίων στα οποία εντάσσονται. Ωστόσο, μπορούν όλες, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καταδεικνύουν ότι το Δικαστήριο συνδέει την αρμοδιότητά του επί συγκεκριμένης διάταξης μιας μικτής συμφωνίας με την άσκηση της αρμοδιότητας της Ένωσης.
45. Η ερμηνεία αυτή δεν καθίσταται αμέσως προφανής, ιδίως υπό το πρίσμα της πρώτης κατηγορίας αποφάσεων. Ως εκ τούτου, θα επιχειρήσω να εξηγήσω τη δήλωσή μου με βάση την απόφαση Hermès (39). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο αντιμετώπισε μια κατάσταση στην οποία δεν ήταν σαφές κατά πόσον μια εθνική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων η οποία αφορούσε εμπορικό σήμα της Benelux εμπίπτει στο άρθρο 50 της Συμφωνίας TRIPS, το οποίο ρυθμίζει τα προσωρινά μέτρα. Η μοναδική νομοθετική πράξη της Ένωσης στον τομέα που κάλυπτε η σχετική διάταξη της Συμφωνίας TRIPS ήταν ο κανονισμός για το κοινοτικό σήμα (40). Ωστόσο, η ένδικη διαφορά είχε ως αντικείμενο εμπορικό σήμα της Benelux και όχι κοινοτικό σήμα. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο έκρινε εαυτό αρμόδιο, καθόσον το άρθρο 50 της Συμφωνίας TRIPS μπορεί να εφαρμοστεί τόσο σε καταστάσεις που εμπίπτουν στο εθνικό δίκαιο όσο και σε καταστάσεις που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης. Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, η ομοιόμορφη ερμηνεία του ως άνω άρθρου ήταν σαφώς προς το συμφέρον της Ένωσης (41).
46. Η εκ μέρους του Δικαστηρίου επίκληση της έννοιας «συμφέρον για ομοιόμορφη ερμηνεία» συνηγορεί, ενδεχομένως, υπέρ του συμπεράσματος ότι το συμφέρον αυτό αποτέλεσε τη βασική αιτιολογία για τη θεμελίωση της αρμοδιότητας επί της ερμηνείας του άρθρου 50 της Συμφωνίας TRIPS.
47. Ωστόσο, στην υπόθεση εκείνη, καθώς και σε άλλες υποθέσεις που συγκαταλέγονται στην πρώτη κατηγορία, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει δύο επιμέρους ζητήματα σχετικά με την αρμοδιότητά του, τα οποία πρέπει να διακρίνονται μεταξύ τους. Το πρώτο είναι κατά πόσον το Δικαστήριο είναι, κατ’ αρχήν, αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας συγκεκριμένης διάταξης μιας μικτής συμφωνίας (επί του άρθρου 50 της Συμφωνίας TRIPS στην απόφαση Hermès). Το δεύτερο ζήτημα είναι εάν το Δικαστήριο μπορεί να ερμηνεύσει τις σχετικές διατάξεις της μικτής συμφωνίας όταν η ερμηνεία αυτή πρόκειται να εφαρμοστεί σε ένδικη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, η οποία εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.
48. Απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το στοιχείο που του παρέχει τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει την αρμοδιότητά του είναι η άσκηση εξουσιών από την Ένωση όσον αφορά τη διάταξη της μικτής συμφωνίας για την οποία ζητήθηκε ερμηνεία. Με την προσχώρηση στη Συμφωνία TRIPS, το άρθρο 50 της συμφωνίας αυτής κατέστη τμήμα του δικαίου της Ένωσης στο πεδίο του κοινοτικού σήματος. Συνεπώς, η προσχώρηση της Ένωσης στη Συμφωνία TRIPS κατέστησε το άρθρο 50 της εν λόγω συμφωνίας τμήμα του δικαίου της Ένωσης.
49. Το Δικαστήριο επικαλέστηκε την έννοια «συμφέρον για την ομοιόμορφη ερμηνεία» απλώς και μόνο για να αιτιολογήσει το δεύτερο ζήτημα σχετικά με την αρμοδιότητά του. Τούτο ήταν αναγκαίο, καθόσον η ένδικη διαφορά που ήχθη ενώπιον του εθνικού δικαστή δεν αφορούσε κοινοτικό σήμα, αλλά σήμα της Benelux. Συνεπώς, στην υπόθεση εκείνη, το άρθρο 50 της Συμφωνίας TRIPS έπρεπε να εφαρμοστεί ως εθνικό δίκαιο και όχι ως δίκαιο της Ένωσης. Μνημονεύοντας και εφαρμόζοντας τη νομολογία που αναπτύχθηκε με τις αποφάσεις Dzodzi (42), Leur-Bloem (43) και Giloy (44), το Δικαστήριο αιτιολόγησε την αρμοδιότητά του να αποφαίνεται επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης σε περιπτώσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού, επικαλούμενο την ανάγκη να αποφευχθούν οι αποκλίνουσες ερμηνείες του δικαίου της Ένωσης που ενδέχεται να προκύψουν εάν το Δικαστήριο δεν παράσχει τη συνδρομή του στους εθνικούς δικαστές σε εσωτερικές καταστάσεις. Τούτο ωστόσο κατέστη δυνατόν αποκλειστικά και μόνον επειδή το άρθρο 50 της Συμφωνίας TRIPS είχε καταστεί εκ των προτέρων τμήμα του δικαίου της Ένωσης.
50. Παρόμοια συλλογιστική εφαρμόστηκε σε όλες τις υποθέσεις που ανέφερα ότι συγκαταλέγονται στην πρώτη κατηγορία. Σε όλες, ο λόγος στον οποίον στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να αιτιολογήσει την αρμοδιότητά του να αποφανθεί επί της ερμηνείας του άρθρου 50 της Συμφωνίας TRIPS, του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Άαρχους ή των διατάξεων της ΣΧΕ για τις ξένες άμεσες επενδύσεις, αντιστοίχως, έγκειται στην εκ μέρους της Ένωσης επιλογή να καταστήσει τις διατάξεις αυτές τμήμα του δικαίου της Ένωσης μέσω της προσχώρησής της στις αντίστοιχες μικτές συμφωνίες.
51. Η λογική αυτή αποτυπώνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια στη δεύτερη κατηγορία υποθέσεων, στις οποίες το Δικαστήριο προέβη σε ακόμη πιο άμεση σύνδεση μεταξύ του περιεχομένου της συμφωνίας και της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Στις υποθέσεις αυτές, η αρμοδιότητα θεμελιώθηκε στο γεγονός ότι το καλυπτόμενο από τη μικτή συμφωνία ζήτημα ρυθμιζόταν ήδη από υφιστάμενους κανόνες της Ένωσης ή, σε διαφορετική περίπτωση, στο ότι θεωρήθηκε ότι ενέπιπτε σε τομέα ο οποίος καλυπτόταν ήδη σε μεγάλο βαθμό από τους κανόνες της Ένωσης. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που δεν διαπιστώθηκε τέτοιου είδους σύνδεσμος, το Δικαστήριο έκρινε ότι στερείται ερμηνευτικής αρμοδιότητας, ακόμη και αν, κατά τις Συνθήκες, υπήρχαν εν δυνάμει συντρέχουσες αρμοδιότητες.
52. Τούτο ίσχυε στην περίπτωση της υπόθεσης Merck (45). Από το Δικαστήριο ζητήθηκε για μία ακόμη φορά να ερμηνεύσει τη Συμφωνία TRIPS, αυτή τη φορά το άρθρο 33 της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο διέπει τη διάρκεια της προστασίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρμοδιότητά του εξαρτάται από το κατά πόσον η Ένωση έχει ασκήσει τις αρμοδιότητές της στον σχετικό τομέα της Συμφωνίας TRIPS. Κατόπιν της διαπίστωσης ότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν ρυθμίζονταν (ή ρυθμίζονταν μόνον περιστασιακά) από το δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να κρίνει εάν το άρθρο 33 της Συμφωνίας TRIPS έχει άμεσο αποτέλεσμα. Κατά τη διατύπωση του ίδιου του Δικαστηρίου, «πρέπει να συναχθεί ότι, εφόσον το άρθρο 33 της [Συμφωνίας TRIPS] εμπίπτει σε τομέα για τον οποίο τα κράτη μέλη εξακολουθούν, στην παρούσα φάση εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, να είναι κυρίως αρμόδια, είναι θεμιτό να αναγνωρίζουν τα ίδια άμεσο ή μη άμεσο αποτέλεσμα στην ως άνω διάταξη» (46).
53. Με όρους δικαιοδοσίας, τούτο σήμαινε ότι το Δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 33 της Συμφωνίας TRIPS, διότι η Ένωση δεν είχε ασκήσει ακόμη τις συντρέχουσες αρμοδιότητές της στον τομέα της προστασίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.
54. Αρκετές από τις αποφάσεις που απαριθμούνται στο σημείο 43 των παρουσών προτάσεων, οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών επί παραβάσει και όχι στο πλαίσιο προδικαστικών παραπομπών, συνδέουν επίσης την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Στις αποφάσεις αυτές, το ζήτημα της δικαιοδοσίας τίθεται υπό έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο. Το ζήτημα επί του οποίου κλήθηκε να απαντήσει το Δικαστήριο στις υποθέσεις αυτές ως προκαταρκτικό ζήτημα συνίστατο στο κατά πόσον η φερόμενη ως παραβιασθείσα διάταξη μικτής συμφωνίας αποτελεί ή όχι τμήμα του δικαίου της Ένωσης. Μόνο στην πρώτη περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ότι το κράτος μέλος «παρέβη τις απορρέουσες από τις Συνθήκες υποχρεώσεις του». Με τις αποφάσεις αυτές εισήχθη ένα φαινομενικά νέο στοιχείο: αρμοδιότητα θεμελιώνεται και στην περίπτωση που ο επίμαχος τομέας καλύπτεται ήδη σε μεγάλο βαθμό από τη νομοθεσία της Ένωσης (47).
55. Η διαπίστωση ότι ένας τομέας πολιτικής καλύπτεται ήδη σε μεγάλο βαθμό από το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται ως δείκτης ο οποίος παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να κρίνει ότι, με την προσχώρησή της σε μια μικτή συμφωνία, η Ένωση επέλεξε επίσης να ασκήσει τις συντρέχουσες αρμοδιότητές της σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, το οποίο δεν ρυθμίζεται από την εσωτερική της νομοθεσία. Συνεπώς, η άσκηση της αρμοδιότητας λαμβάνει χώρα με τη σύναψη της επίμαχης μικτής συμφωνίας (48). Αυτό είναι το στοιχείο που καθιστά το Δικαστήριο αρμόδιο.
56. Εφόσον ερμηνευθούν υπό τον προτεινόμενο τρόπο, αμφότερες οι προαναφερθείσες τάσεις της νομολογίας συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της ερμηνείας διάταξης μιας μικτής συμφωνίας ως προς την οποία η Ένωση δεν έχει ακόμη ασκήσει τις αρμοδιότητές της σε εσωτερικό επίπεδο, εξαρτάται από τη διαπίστωση ότι η Ένωση έχει ήδη ασκήσει τις αρμοδιότητές της επί του συγκεκριμένου ζητήματος με τη σύναψη της μικτής συμφωνίας.
57. Θα εξηγήσω ακολούθως για ποιον λόγο το συμπέρασμα αυτό είναι όχι μόνον επιβεβλημένο, αλλά και το μόνο δυνατό σύμφωνα με την ισχύουσα συνταγματική τάξη της Ένωσης.
2. Ο απαραίτητος σύνδεσμος μεταξύ της διάταξης της οποίας ζητείται η ερμηνεία και της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης
58. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων τις οποίες μοιράζεται η Ένωση με τα κράτη μέλη της ρυθμίζεται από τις Συνθήκες. Η συνταγματική επιλογή του τρόπου με τον οποίον οργανώνονται οι αρμοδιότητες αυτές αποτελεί τόσο την αιτιολογική βάση όσο και το όριο της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της ερμηνείας μικτών συμφωνιών.
α) Ως προς τον τρόπο με τον οποίον οι κανόνες της ΣΛΕΕ σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων δικαιολογούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου
59. Η άσκηση της αρμοδιότητας της Ένωσης μπορεί να λάβει χώρα είτε σε εσωτερικό επίπεδο, μέσω της θέσπισης εσωτερικής νομοθεσίας, είτε σε εξωτερικό επίπεδο, μέσω του ίδιου του γεγονότος της προσχώρησης σε διεθνή συμφωνία η οποία ρυθμίζει τομείς συντρεχουσών αρμοδιοτήτων. Η δυνατότητα σύναψης μικτής συμφωνίας σε τομέα για τον οποίον προβλέπονται συντρέχουσες αρμοδιότητες δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αρμοδιότητα αυτή είχε ήδη ασκηθεί σε εσωτερικό επίπεδο. Μπορεί να ασκηθεί το πρώτον με τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας.
60. Η συγκεκριμένη άποψη έχει ήδη διατυπωθεί από διάφορους γενικούς εισαγγελείς. Στην υπόθεση Mox Plant, ο γενικός εισαγγελέας M. Poiares Maduro έκρινε ότι «η σύναψη διεθνούς συμφωνίας μπορεί να αποτελεί αφ’ εαυτής μια μορφή ασκήσεως μη αποκλειστικής αρμοδιότητας της Κοινότητας, ανεξάρτητα από την προηγούμενη έκδοση κοινοτικής εσωτερικής νομοθεσίας» (49).
61. Δύο πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου, η COTIF I (50) και η Antarctic MPAs (51), επιβεβαιώνουν ότι η συντρέχουσα αρμοδιότητα μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά μέσω της σύναψης διεθνούς συμφωνίας (52). Στην απόφαση COTIF I, το Δικαστήριο διέλυσε τις αμφιβολίες που είχαν δημιουργηθεί από μια δήλωση στη γνωμοδότηση 2/15 (53) και επιβεβαίωσε ότι η Ένωση μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιλέξει (54) να συνάψει μόνη μια διεθνή συμφωνία σε τομέα συντρέχουσας αρμοδιότητας (55). Τούτο σημαίνει ότι η Ένωση μπορεί να ασκήσει τη συντρέχουσα αρμοδιότητά της το πρώτον με την υπογραφή μιας διεθνούς συμφωνίας.
62. Ως εκ τούτου, σε κάθε περίπτωση στην οποία μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Ένωση επέλεξε να ασκήσει (τις μέχρι και τη στιγμή εκείνη εν δυνάμει μόνο) συντρέχουσες αρμοδιότητές της, οι σχετικές διατάξεις της συμφωνίας καθίστανται ασκηθείσες αρμοδιότητες της Ένωσης και, συνεπώς, τμήμα του δικαίου της Ένωσης, από τη στιγμή συνάψεως της εν λόγω συμφωνίας.
63. Κατά τα φαινόμενα, η παρεξήγηση οφείλεται στο γεγονός ότι το ζήτημα της άσκησης των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων σε εξωτερικό επίπεδο (με τη σύναψη μιας διεθνούς συμφωνίας) συγχέεται με το ζήτημα κατά πόσον οι εξωτερικές αρμοδιότητες είναι αποκλειστικές. Τούτο οφείλεται στον τρόπο με τον οποίον ενσωματώθηκε στο ισχύον άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ η αρχή AETR (56). Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι η Ένωση έχει «αποκλειστική» αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας όταν η σύναψη αυτή μπορεί να επηρεάσει ή να μεταβάλει τις αρμοδιότητες εκείνες που έχουν ασκηθεί ήδη μέσω κοινών κανόνων.
64. Σε αντίθεση με τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης, όσον αφορά τις εσωτερικές καταστάσεις, η ΣΛΕΕ αναφέρεται σε αποκλειστικές ή συντρέχουσες αρμοδιότητες. Οι αποκλειστικές αρμοδιότητες αποτρέπουν τα κράτη μέλη από το να δράσουν, αλλά, ομοίως, και οι συντρέχουσες αρμοδιότητες, αφ’ ης στιγμής ασκηθούν από την Ένωση, επίσης δεν επιτρέπουν στα κράτη μέλη να δράσουν. Ωστόσο, στην εσωτερική σφαίρα, τούτο δεν αποκαλείται αποκλειστική αρμοδιότητα· ονομάζεται προτεραιότητα, καίτοι στη ΣΛΕΕ δεν χρησιμοποιείται ρητώς αυτή η έκφραση. Η προτεραιότητα προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
65. Η αδυναμία των κρατών να συνάψουν διεθνείς συμφωνίες εάν η σύναψη αυτή ενδέχεται να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες αποτελεί επίσης αποτέλεσμα της προτεραιότητας. Ωστόσο, στην οργάνωση των Συνθηκών, η προτεραιότητα τοποθετείται στη διάταξη σχετικά με τις αποκλειστικές αρμοδιότητες (άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ). Αυτός ενδέχεται να είναι ο λόγος για τον οποίον η άσκηση των αρμοδιοτήτων στις εξωτερικές σχέσεις συχνά αντιμετωπίζεται και εξηγείται διαφορετικά από την άσκηση των αρμοδιοτήτων στις εσωτερικές σχέσεις.
66. Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ εξετάζει την προτεραιότητα στην περίπτωση που η συντρέχουσα αρμοδιότητα έχει ασκηθεί πρώτα σε εσωτερικό επίπεδο. Ορίζει ότι η Ένωση, και όχι τα κράτη μέλη, είναι αυτή η οποία πρέπει να συνάψει τη συμφωνία στον τομέα στον οποίον η αρμοδιότητά της προηγείται έναντι αυτής των κρατών μελών. Ωστόσο, το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν απαντά στο ζήτημα των συνεπειών που επέρχονται όταν η συντρέχουσα αρμοδιότητα ασκείται το πρώτον εξωτερικώς.
67. Στην περίπτωση που χρησιμοποιηθεί η καταλληλότερη ορολογία της προτεραιότητας (57), τα πράγματα καθίστανται σαφέστερα. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, στο πεδίο των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων, τα κράτη μέλη μπορούν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον βαθμό που δεν έχει ασκήσει την αρμοδιότητά της η Ένωση. Για να το διατυπώσω αντιστρόφως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να ασκήσουν την αρμοδιότητά τους (δεν έχουν συναφώς προτεραιότητα) εάν η Ένωση έχει ασκήσει την αρμοδιότητα αυτή επί συγκεκριμένου ζητήματος. Κατά συνέπεια, εάν η Ένωση έχει ασκήσει μια συντρέχουσα αρμοδιότητα σε εσωτερικό επίπεδο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να ενεργήσουν κατά τρόπον ο οποίος ενδέχεται να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες, είτε με την έκδοση εσωτερικής νομοθεσίας είτε με τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η αρχή AERT ενσωματώθηκε στο άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
68. Ανεξαρτήτως του αν η Ένωση ασκεί μια συντρέχουσα αρμοδιότητα με τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας ή με την έκδοση νομοθεσίας εντός της έννομης τάξης της, το αποτέλεσμα πρέπει να είναι το ίδιο: τα κράτη μέλη δεν μπορούν να μεταβάλουν μονομερώς τον κανόνα αυτόν. Συνεπώς, ουδεμία επιρροή ασκεί συναφώς το εάν η Ένωση άσκησε την αρμοδιότητά της σε εσωτερικό ή εξωτερικό επίπεδο. Ο λόγος για τον οποίο δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να μεταβάλουν μονομερώς τις διατάξεις μιας διεθνούς συμφωνίας εντός της εσωτερικής έννομης τάξης τους είναι ο ίδιος με αυτόν για τον οποίον δεν τους επιτρέπεται να μεταβάλουν μονομερώς τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί εντός της έννομης τάξης της Ένωσης: η διασφάλιση της συνεκτικής και ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.
69. Η επίκληση της έννοιας της προτίμησης επιτρέπει την αποσαφήνιση μιας ακόμη κοινής σύγχυσης που επικρατεί όσον αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης, ήτοι αυτής που συνίσταται στο κατά πόσον η σιωπηρή εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης συγκρούεται με το ζήτημα της αποκλειστικότητας της εξωτερικής της αρμοδιότητας (58). Δηλαδή το κατά πόσον η Ένωση έχει σιωπηρή εξωτερική αρμοδιότητα σε όλους τους τομείς στους οποίους διαθέτει εσωτερική αρμοδιότητα (είτε αποκλειστική είτε συντρέχουσα). Η άσκηση μιας αρμοδιότητας που σε εσωτερικό επίπεδο χαρακτηρίζεται ως συντρέχουσα δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να ασκήσουν την ίδια αρμοδιότητα είτε σε εσωτερικό είτε σε εξωτερικό επίπεδο (59).
70. Από τα προαναφερθέντα καθίσταται προφανές ότι ο έλεγχος της ύπαρξης υφιστάμενων εσωτερικών κανόνων της Ένωσης ή η εκτίμηση του αν ο συγκεκριμένος τομέας καλύπτεται ήδη σε μεγάλο βαθμό από τους κανόνες της Ένωσης, εξυπηρετούν στο να διαπιστωθεί κατά πόσον δεν έχουν προηγηθεί προσπάθειες των κρατών μελών να ρυθμίσουν το επίμαχο ζήτημα. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί επίσης την ερμηνευτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
71. Οι κοινοί κανόνες ενδέχεται να επηρεάζονται όχι μόνον από τη θέσπιση αντίθετων κανόνων ή την τροποποίηση του γράμματός τους, αλλά και από την ερμηνεία τους. Η ανεξάρτητη ερμηνεία των κοινών κανόνων από τις αρχές των κρατών μελών δύναται να τους επηρεάσει ή να τους μεταβάλει. Στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ένωσης, το Δικαστήριο είναι αυτό που έχει την τελική αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί της ερμηνείας διατάξεων διεθνών συνθηκών, οι οποίες καθίστανται κοινοί κανόνες επειδή η Ένωση άσκησε τη συντρέχουσα αρμοδιότητά της προσχωρώντας στην οικεία διεθνή συμφωνία.
72. Ως εκ τούτου, η άποψη ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας διατάξεων διεθνούς συνθήκης μέσω της οποίας η Ένωση άσκησε τη συντρέχουσα αρμοδιότητά της ισοδυναμεί με την άποψη ότι το Δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να ερμηνεύσει έναν κανονισμό ή μια οδηγία που εκδόθηκε από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Τα αντίστοιχα τμήματα αυτής της διεθνούς συμφωνίας αντιμετωπίζονται από την έννομη τάξη της Ένωσης ως εσωτερικό παράγωγο δίκαιο. Η δε αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αποτελεί φυσικό επακόλουθο.
β) Ως προς τον τρόπο με τον οποίον οι κανόνες της ΣΛΕΕ για την άσκηση των αρμοδιοτήτων περιορίζουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου
73. Η αναγνώριση της εξουσίας της Ένωσης να ασκεί τη συντρέχουσα αρμοδιότητά της για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο είναι ευαίσθητη από συνταγματικής άποψης, καθόσον η επιλογή αυτή επηρεάζει τη ρυθμιστική δυνατότητα των κρατών μελών στον επίμαχο τομέα. Και τούτο, λόγω του αποτρεπτικού αποτελέσματος της πλειονότητας των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων βάσει των Συνθηκών: αφ’ ης στιγμής η Ένωση έχει ρυθμίσει ένα ζήτημα, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να το ρυθμίσουν τα ίδια για όσο χρονικό διάστημα παραμένει σε ισχύ η ρύθμιση της Ένωσης.
74. Η απλοποίηση του ζητήματος της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου μέσω της επέκτασής της σε όλες τις διατάξεις μια μικτής συμφωνίας, για τον λόγο και μόνον ότι η συμφωνία αυτή κατέστη τμήμα του δικαίου της Ένωσης και ότι αυτό ενισχύει την ομοιομορφία κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (60), αποτελεί μια ιδιαιτέρως ελκυστική ιδέα. Ωστόσο, όπως ορθώς υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας Γ. Κοσμάς (61), αυτό το ενδιαφέρον της Ένωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατάργηση της υφιστάμενης κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της. Η κατανομή αυτή προβλέπεται από τις Συνθήκες, ήτοι τον συνταγματικό χάρτη του νομικού και πολιτικού συστήματος της Ένωσης. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η σύνδεση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου καθιστά το τελευταίο «όμηρο της πολυπλοκότητας» της πρώτης (62), η συγκεκριμένη αδυναμία από μόνη της δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παράβλεψη των συνταγματικών επιλογών που έχουν υιοθετηθεί όσον αφορά τον τρόπο οριοθέτησης των εξουσιών της Ένωσης και των κρατών μελών της.
75. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον το Δικαστήριο μπορεί να θεμελιώσει αρμοδιότητα μόνο για τις διατάξεις εκείνες της μικτής συμφωνίας σε σχέση με τις οποίες η Ένωση έχει ασκήσει τη ρυθμιστική της αρμοδιότητα. Στην εσωτερική νομοθεσία που έχει θεσπιστεί σε έναν τομέα συντρέχουσας αρμοδιότητας είναι πάντοτε σαφές ότι η Ένωση έχει ως στόχο να ρυθμίσει όλα τα ζητήματα που περιλαμβάνονται στις πράξεις αυτές. Αντιθέτως, στις μικτές συμφωνίες, αυτό δεν είναι αυταπόδεικτο, αλλά πρέπει να επιβεβαιωθεί μέσω της ανάλυσης κάθε επιμέρους συμφωνίας εντός του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται.
76. Η απόφαση σχετικά με το εάν η κατά προτεραιότητα συντρέχουσα αρμοδιότητα, η οποία δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να δράσουν, πρέπει να ασκηθεί ή όχι από την Ένωση αποτελεί πολιτική επιλογή (63). Ωστόσο, η επιλογή αυτή διέπεται από τις συνταγματικές αρχές της Ένωσης. Πρώτον, η Ένωση μπορεί να δράσει μόνον προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς των ενωσιακών πολιτικών (64). Δεύτερον, μπορεί να ασκήσει μια συντρέχουσα αρμοδιότητα μόνον εφόσον πληρούνται οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Οι αρχές αυτές διέπουν την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο (65).
77. Η αρχή της επικουρικότητας διασφαλίζει τη λήψη αποφάσεων σε επίπεδο κρατών μελών. Τούτο αποκτά ιδιαίτερη σημασία εάν ληφθεί υπόψη ότι, αφ’ ης στιγμής οι συντρέχουσες αρμοδιότητες ασκηθούν σε επίπεδο Ένωσης τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να δράσουν. Εάν η Ένωση ασκήσει την αρμοδιότητά της σε εξωτερικό επίπεδο, η αρχή της επικουρικότητας δεν διασφαλίζεται από τις ίδιες διαδικασίες με αυτές που ισχύουν στο εσωτερικό επίπεδο λήψης αποφάσεων (66). Παρά ταύτα, η συγκεκριμένη αρχή πρέπει να τηρείται. Συνεπώς, η παράβασή της μπορεί να προβάλλεται ως ex ante λόγος αμφισβήτησης της συμβατότητας διεθνούς συμφωνίας με τις Συνθήκες στην προβλεπόμενη από το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ διαδικασία ή, συνακόλουθα, στη διαδικασία ακυρώσεως ή προδικαστικής παραπομπής.
78. Ο γενικός εισαγγελέας Γ. Κοσμάς επισήμανε άλλο ένα συνταγματικό χαρακτηριστικό το οποίο δεν πρέπει να παραγνωρίζεται κατά τη διαπίστωση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου επί των μικτών συμφωνιών. Αυτό αφορά την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων στον οριζόντιο άξονα, μεταξύ του Δικαστηρίου και των λοιπών θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας Γ. Κοσμάς, καίτοι το δικαιοπλαστικό έργο είναι εγγενές στον γενικότερο ρόλο του Δικαστηρίου, εντούτοις, τούτο δεν συνεπάγεται ότι το Δικαστήριο πρέπει να αναλαμβάνει δικαιοπαραγωγικές πρωτοβουλίες (67). Η απόφαση σχετικά με την ενδεχόμενη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών σε έναν συγκεκριμένο τομέα –στην υπό κρίση υπόθεση, στην ευθύνη των διαχειριστών σιδηροδρομικών υποδομών– ανήκει στα πολιτικά θεσμικά όργανα της Ένωσης και η διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι αυτή που προβλέπεται από τις Συνθήκες. Εάν το Δικαστήριο συνήγε αυτοδικαίως το συμπέρασμα ότι όλες οι διατάξεις μιας μικτής συμφωνίας είναι το αποτέλεσμα της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης (ως συνέπεια μιας αυτομάτως θεμελιούμενης αρμοδιότητας του Δικαστηρίου), τότε θα υποκαθιστούσε κατ’ ουσίαν με την εκτίμησή του την εκτίμηση των αρμόδιων πολιτικών θεσμικών οργάνων της Ένωσης ως προς το αν είναι αναγκαία ή όχι η εναρμόνιση στον συγκεκριμένο τομέα.
79. Στην υπόθεση COTIF I, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξε ότι η άσκηση συντρέχουσας αρμοδιότητας σε εξωτερικό επίπεδο, χωρίς πρώτα να ασκηθεί η αρμοδιότητα αυτή στο εσωτερικό επίπεδο, ενέχει τον κίνδυνο μη συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και παράκαμψης της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας (68). Υπό το πρίσμα της συνταγματικής τάξης της Ένωσης, το επιχείρημα αυτό έχει την αξία του.
80. Ωστόσο, η προβλεπόμενη από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ διαδικασία διασφαλίζει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, όταν ασκούν τις αρμοδιότητές τους στις εξωτερικές σχέσεις, διαθέτουν εξουσίες παρόμοιες με εκείνες που διαθέτουν στο πλαίσιο των εσωτερικών νομοθετικών διαδικασιών. Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει το γεγονός αυτό με τη νομολογία του. Επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο v, ΣΛΕΕ (69) ορίζει την εφαρμοστέα νομοθεσία στην περίπτωση των συμφωνιών που καλύπτουν τους τομείς στους οποίους εφαρμόζεται η συνήθης νομοθετική διαδικασία (70). Έκρινε δε ότι οι δύο διαδικασίες διασφαλίζουν παρόμοιες θεσμικές ισορροπίες (71). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η Επιτροπή διαθέτει την εξουσία ανάληψης της πρωτοβουλίας, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία και απαιτείται η συναίνεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
81. Δεδομένης της συνταγματικής σημασίας της σύνδεσης της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει μια μικτή συμφωνία με την άσκηση των εξουσιών της Ένωσης κατά τη σύναψη της συμφωνίας αυτής, το μοναδικό πιθανό συμπέρασμα είναι ότι, προκειμένου να κριθεί η ύπαρξη ερμηνευτικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, θεωρείται επιβεβλημένη η εκτίμηση των λόγων και των περιστάσεων υπό τις οποίες συνήφθη η οικεία συμφωνία ως μικτή. Τούτο, ασφαλώς, προϋποθέτει ότι το Δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του συνόλου της συμφωνίας προκειμένου να αποφασίσει ποιες από τις διατάξεις της αποτελούν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Αυτή η ερμηνευτική αρμοδιότητα έχει πράγματι επιβεβαιωθεί ήδη από το Δικαστήριο (72).
82. Το έργο του προσδιορισμού των διατάξεων μιας μικτής συμφωνίας για τις οποίες η Ένωση έχει ασκήσει τη συντρέχουσα αρμοδιότητά της είναι σύνθετο και μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον κατά περίπτωση. Μπορεί να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα από μόνο το γεγονός ότι μια συμφωνία συνήφθη ως μικτή; Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα κράτη μέλη συμμετέχουν σε μια τέτοια συμφωνία διότι έχει ήδη αποφασιστεί ότι ορισμένες μόνον από τις συντρέχουσες αρμοδιότητες θα ασκηθούν από την Ένωση, ενώ οι υπόλοιπες θα αποτελέσουν αντικείμενο της ρυθμιστικής ευθύνης των κρατών μελών.
83. Ειδάλλως, ποιος μπορεί να είναι ο λόγος συμμετοχής των κρατών μελών στη συμφωνία; Κατά τη γνώμη μου, τα κράτη μέλη μπορεί να έχουν και άλλους λόγους για τους οποίους επιθυμούν να συμμετάσχουν σε μια διεθνή συμφωνία ως συμβαλλόμενα μέρη με την Ένωση, ακόμη και αν αυτή η συμφωνία έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση της μονομερούς δράσης τους σε όλους τους τομείς που αυτή καλύπτει. Για παράδειγμα, τα κράτη ενδέχεται να επιθυμούν να διατηρήσουν τον έλεγχο επί των διαπραγματεύσεων μιας τέτοιας συμφωνίας, ακόμη και αν τελικώς τον απολέσουν μετά τη σύναψή της. Επίσης, ενδέχεται τα κράτη να επιθυμούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε διεθνές επίπεδο. Τέλος, ενδέχεται η συμμετοχή τους να είναι επιβεβλημένη από το διεθνές δίκαιο (όχι το δίκαιο της Ένωσης). Ως εκ τούτου, φρονώ ότι δεν μπορούν να εξαχθούν ιδιαίτερα συμπεράσματα από το γεγονός και μόνον ότι μια συμφωνία έχει συναφθεί ως μικτή.
84. Οι μικτές συμφωνίες στις οποίες η Ένωση εισέρχεται ως συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ποικίλλουν αρκετά (73). Ενδέχεται να είναι διμερείς ή πολυμερείς, να έχουν τεθεί σε διαπραγμάτευση ως νέες συμφωνίες ή να προϋπήρχαν του χρόνου κατά τον οποίον η Ένωση απέκτησε την αρμοδιότητα να προσχωρήσει σε αυτές. Οι σχετικές με τη σύναψη κάθε μεμονωμένης συμφωνίας περιστάσεις ενδέχεται να διαφέρουν. Η απάντηση στο ερώτημα εάν η Ένωση άσκησε τη συντρέχουσα αρμοδιότητά της είναι ιδιαιτέρως δύσκολη στις περιπτώσεις πολυμερών συμφωνιών στις οποίες τα κράτη μέλη ήταν συμβαλλόμενα μέρη πριν από την προσχώρηση της Ένωσης σε αυτές. Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας μιας μικτής συμφωνίας δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να κριθεί εκ των προτέρων υπό τη μορφή ενός γενικού κανόνα που έχει εφαρμογή σε κάθε συμφωνία.
85. Το Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει όλες τις περιστάσεις που συνδέονται με τη συμμετοχή της Ένωσης σε μια συμφωνία προκειμένου να αποφανθεί εάν η Ένωση άσκησε τη συντρέχουσα αρμοδιότητά της όσον αφορά συγκεκριμένη διάταξη της εν λόγω συμφωνίας. Εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο, το Δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας της εν λόγω διάταξης της μικτής συμφωνίας για τους σκοπούς εφαρμογής της εντός της έννομης τάξης της Ένωσης.
86. Είναι πιθανόν το Δικαστήριο να μην μπορεί να συναγάγει από τα προπαρασκευαστικά έγγραφα, από τη διαδικασία που οδήγησε στη σύναψη, από το γράμμα της μικτής συμφωνίας ή από τις λοιπές κρίσιμες περιστάσεις, ότι η Ένωση προτίθετο να ασκήσει ορισμένες από τις συντρέχουσες αρμοδιότητές της με την προσχώρηση στην επίμαχη συμφωνία. Φρονώ ότι, σε αυτή την περίπτωση, το Δικαστήριο πρέπει να συμπεράνει, σεβόμενο τη συνταγματική οργάνωση των αρμοδιοτήτων, ότι οι σχετικές εξουσίες έχουν παραμείνει στα κράτη μέλη. Σε αυτή την περίπτωση, το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει εαυτό αναρμόδιο. Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
3. Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των Ενιαίων Κανόνων CUI
87. Όπως διευκρινίστηκε στο προοίμιο των παρουσών προτάσεων, η COTIF, συμπεριλαμβανομένων των Ενιαίων Κανόνων CUI, είναι μια μικτή συμφωνία στον τομέα των μεταφορών, στον οποίον οι Συνθήκες ορίζουν ότι η Ένωση έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη. Όλα τα ζητήματα που καλύπτονται από την COTIF ενέπιπταν στην αρμοδιότητα της Ένωσης, είτε αποκλειστική είτε συντρέχουσα, κατά τον χρόνο που η Ένωση προσχώρησε στην εν λόγω συμφωνία. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κανένας τομέας στον οποίον τα κράτη μέλη να έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα.
88. Είκοσι πέντε κράτη μέλη της Ένωσης αποτελούσαν ήδη συμβαλλόμενα μέρη στην COTIF πριν από την προσχώρηση της Ένωσης ως συμβαλλόμενου μέρους το 2011. Είναι σαφές ότι η Ένωση ανέλαβε την ευθύνη για τα τμήματα εκείνα της COTIF επί των οποίων είχε αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα δυνάμει της εσωτερικής νομοθεσίας (μέσω της προτεραιότητας) (74). Κατάλογος των σχετικών νομοθετικών πράξεων της Ένωσης προσαρτάται στη δήλωση (75).
89. Η δήλωση, ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εξαντλητικό κατάλογο των τομέων στους οποίους η Ένωση άσκησε τις αρμοδιότητές της όταν προσχώρησε στην COTIF, δεδομένου ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων από την Ένωση σε εσωτερικό επίπεδο εξελίσσεται διαρκώς (76). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η ερμηνεία ότι η Ένωση άσκησε τις συντρέχουσες αρμοδιότητές της (για πρώτη μάλιστα φορά) μέσω της ίδιας της πράξης προσχώρησης στην COTIF.
90. Οι Ενιαίοι Κανόνες CUI, ως τμήμα της COTIF, καλύπτουν έναν τομέα της πολιτικής μεταφορών της Ένωσης ο οποίος ακόμη δεν είχε (ή είχε μερικώς μόνον (77)) ρυθμιστεί σε εσωτερικό επίπεδο. Οι Ενιαίοι Κανόνες CUI αφορούν τις συμβάσεις για τη χρήση των υποδομών των σιδηροδρομικών γραμμών και την ευθύνη αποζημίωσης που ενδέχεται να ανακύψει κατά τη διάρκεια της χρήσης αυτής και βαρύνει είτε τους φορείς εκμετάλλευσης είτε τους διαχειριστές των σιδηροδρομικών δικτύων.
91. Άσκησε η Ένωση, μέσω της προσχώρησής της στους Ενιαίους Κανόνες CUI ως τμήματος της COTIF, τη συντρέχουσα αρμοδιότητά της στον τομέα των μεταφορών και απέκτησε προτεραιότητα έναντι των κρατών μελών όσον αφορά τη ρύθμιση των συμβάσεων χρήσης των σιδηροδρομικών υποδομών και της συνακόλουθης ευθύνης αποζημίωσης σε περιπτώσεις συμβάσεων εντός της Ένωσης; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το Δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της ερμηνείας των σχετικών διατάξεων των Ενιαίων Κανόνων CUI.
92. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι Ενιαίοι Κανόνες CUI, με την εναρμόνιση, αφενός, της σύναψης συμβάσεων για τη χρήση των υποδομών των σιδηροδρομικών δικτύων και, αφετέρου, της ευθύνης των συμβαλλόμενων μερών στις διασυνοριακές μεταφορές εντός της Ένωσης, προάγουν τους σχετικούς με την πολιτική μεταφορών σκοπούς της Ένωσης.
93. Η εναρμονισμένη ρύθμιση της ευθύνης εξαλείφει τις αποκλίσεις στη διασυνοριακή λειτουργία των σιδηροδρομικών μεταφορών, συμβάλλοντας, με τον τρόπο αυτόν, στην άρση των εμποδίων της ομαλής λειτουργίας των διασυνοριακών μεταφορών, ήτοι επιδιώκει έναν σκοπό ο οποίος δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί εάν αφεθεί στις αποκλίνουσες μεταξύ τους νομοθεσίες των κρατών μελών. Συνεπώς, η δράση στο επίπεδο της Ένωσης μπορεί να αιτιολογηθεί υπό την έννοια ότι εμπίπτει σε έναν εκ των σκοπών της πολιτικής μεταφορών και ικανοποιεί την αρχή της επικουρικότητας.
94. Το άρθρο 2 της Συμφωνίας προσχώρησης ορίζει τα εξής: «Με την επιφύλαξη του στόχου και του σκοπού της σύμβασης για την προώθηση, βελτίωση και διευκόλυνση των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών, καθώς και με την επιφύλαξη της πλήρους εφαρμογής της έναντι των λοιπών μερών της σύμβασης, στις αμοιβαίες σχέσεις τους, τα μέρη της σύμβασης που είναι κράτη μέλη της Ένωσης εφαρμόζουν τους ενωσιακούς κανόνες και, συνεπώς, δεν εφαρμόζουν του κανόνες που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση παρά μόνο στο βαθμό που δεν υπάρχει ενωσιακός κανόνας ο οποίος διέπει το συγκεκριμένο ζήτημα» (78).
95. Θεωρώ ότι το άρθρο 2 της συμφωνίας προσχώρησης εκφράζει τη βούληση της Ένωσης να ρυθμίσει την ευθύνη που σχετίζεται με την εκτέλεση των συμβάσεων χρήσης των σιδηροδρομικών δικτύων στις διασυνοριακές μεταφορές εντός της Ένωσης, εφαρμόζοντας στις σχέσεις αυτές τους Ενιαίους Κανόνες CUI. Με άλλα λόγια, η Ένωση αποφάσισε να ρυθμίσει την ευθύνη των διαχειριστών σιδηροδρομικών δικτύων αποδεχόμενη ότι οι Ενιαίοι Κανόνες CUI θα έχουν εφαρμογή και στις καταστάσεις που ανακύπτουν στο εσωτερικό της Ένωσης.
96. Επιπλέον, το παράρτημα II της απόφασης 2013/103 (79) επεξηγεί το νόημα της υπογραμμισμένης φράσης ως ακολούθως: «Ο όρος “διέπουν το συγκεκριμένο ζήτημα” νοείται ως ισχύων στη συγκεκριμένη περίπτωση η οποία διέπεται από διάταξη της σύμβασης περιλαμβανομένων και των προσαρτημάτων της, και δεν διέπεται από τη νομοθεσία της ΕΕ».
97. Η φράση «παρά μόνο στο βαθμό που δεν υπάρχει ενωσιακός κανόνας ο οποίος διέπει το συγκεκριμένο ζήτημα» πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Ένωση είχε ως στόχο να χρησιμοποιήσει την COTIF ως μηχανισμό προστασίας των κανόνων που διέπουν τις μεταφορές εντός της Ένωσης. Συνεπώς, η Ένωση εφαρμόζει τη σύμβαση αυτή σε τομείς τους οποίους δεν έχει ακόμη ρυθμίσει εσωτερικώς, προκειμένου να ρυθμίσει και καταστάσεις εντός της Ένωσης στις οποίες η αρμοδιότητά της είναι συντρέχουσα.
98. Η εν λόγω σύμβαση περιλαμβάνει τους Ενιαίους Κανόνες CUI, όπερ σημαίνει ότι η Ένωση έχει αποφασίσει να εφαρμόζει τους κανόνες αυτούς σε σχέση με την ευθύνη των διαχειριστών σιδηροδρομικών υποδομών σε καταστάσεις εντός της Ένωσης. Παράλληλα, είναι σαφές ότι, με την επιλογή αυτή, η Ένωση δεν έχει αποποιηθεί τη δυνατότητά της να μεταβάλει τους εν λόγω κανόνες όσον αφορά τις μεταφορές στο εσωτερικό της Ένωσης. Ως εκ τούτου, οι Ενιαίοι Κανόνες CUI έχουν εφαρμογή στις εντός της Ένωσης σχέσεις μόνον εάν και για όσο χρονικό διάστημα δεν υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες οι οποίοι να έχουν θεσπιστεί από την Ένωση. Πάντως, μέχρι τη θέσπιση των κανόνων αυτών, οι Ενιαίοι Κανόνες CUI αποτελούν επίσης δίκαιο της Ένωσης.
99. Για τον λόγο αυτόν, φρονώ ότι η Ένωση άσκησε τη συντρέχουσα με εκείνη των κρατών μελών αρμοδιότητά της στον τομέα της πολιτικής των μεταφορών, η οποία συνίσταται στην εφαρμογή του καθεστώτος ευθύνης των διαχειριστών σιδηροδρομικών υποδομών που προβλέπεται από τους Ενιαίους Κανόνες CUI και στις εντός της Ένωσης καταστάσεις. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει προτεραιότητα έναντι των ρυθμιστικών εξουσιών των κρατών μελών στον εν λόγω τομέα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας των Ενιαίων Κανόνων CUI.
Β. Δεύτερο προδικαστικό ερώτημα: Καλύπτεται από τους Ενιαίους Κανόνες CUI η ζημία που επήλθε λόγω της μίσθωσης των σιδηροδρομικών μηχανών αντικατάστασης;
100. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο διερωτάται εάν το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI περιλαμβάνει τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται ο μεταφορέας προκειμένου να μισθώσει σιδηροδρομικές μηχανές αντικατάστασης κατά τη διάρκεια της περιόδου επισκευής των σιδηροδρομικών μηχανών που υπέστησαν ζημίες. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει την έννοια των υλικών ζημιών κατά την οικεία διάταξη. Όπως αναφέρθηκε ήδη στην εισαγωγή των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο δεν είχε μέχρι στιγμής τη δυνατότητα να ερμηνεύσει τους Ενιαίους Κανόνες CUI.
101. Η ÖBB-Infrastruktur υποστηρίζει ότι οι δαπάνες μίσθωσης των σιδηροδρομικών μηχανών συνδέονται με τη ζημία που υπέστη η περιουσία της Lokomotion και όχι με τη ζημία που υπέστησαν οι ίδιες οι σιδηροδρομικές μηχανές και, συνεπώς, πρέπει να διακριθούν από τις δαπάνες που αφορούν τη ζημία που υπέστησαν οι ίδιες οι σιδηροδρομικές μηχανές. Επιπλέον, διατείνεται ότι η όλη οικονομία των Ενιαίων Κανόνων CUI στηρίζεται στην αντικειμενική ευθύνη του διαχειριστή της σιδηροδρομικής υποδομής, γεγονός το οποίο συνηγορεί υπέρ της στενής ερμηνείας της έκτασης της ευθύνης κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI. Η ÖBB‑Infrastruktur επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με το άρθρο 15 των Ενιαίων Κανόνων CUI (80), το οποίο επιτρέπει την υπέρβαση των ορίων ευθύνης σε περίπτωση που αποδεικνύεται πταίσμα, η απαίτηση αντικειμενικής ευθύνης που απορρέει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI επιτάσσει τη στενή ερμηνεία της έννοιας «υλικές ζημίες».
102. Η Επιτροπή τάσσεται υπέρ της ερμηνείας αυτής, επισημαίνοντας ότι η διάρθρωση της COTIF και των Ενιαίων Κανόνων CUI συνηγορεί υπέρ της διάκρισης μεταξύ υλικών και περιουσιακών ζημιών, εκ των οποίων μόνον οι πρώτες καλύπτονται από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI.
103. Η Lokomotion, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι οι δαπάνες μίσθωσης των σιδηροδρομικών μηχανών αντικατάστασης αποτελούν τμήμα των δαπανών που οφείλονται στις προβλεπόμενες από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI υλικές ζημίες, δεδομένου ότι και αυτές συμβάλλουν στην επαναφορά των σιδηροδρομικών μηχανών στην αρχική τους κατάσταση.
104. Δεν συμφωνώ.
105. Στο πλαίσιο της ερμηνείας διάταξης διεθνούς συνθήκης, το Δικαστήριο έχει επικαλεστεί κατά το παρελθόν (81) το άρθρο 31 της Σύμβασης της Βιέννης της 23ης Μαΐου 1969, περί του δικαίου των συνθηκών (82), και το άρθρο 31 της Σύμβασης της Βιέννης της 21ης Μαρτίου 1986, περί του δικαίου των συνθηκών μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών (83), τα οποία καταγράφουν το διεθνές εθιμικό δίκαιο. Κατά τις διατάξεις αυτές, οι συνθήκες πρέπει να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που αποδίδεται στους όρους τους σε συνάρτηση με τα συμφραζόμενα και υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού τους (84).
106. Κατ’ αρχάς, και αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Lokomotion, από κανένα στοιχείο της δομής και του περιεχομένου του άρθρου 8, παράγραφος 1, των Ενιαίων Κανόνων CUI δεν προκύπτει ότι σκοπός του είναι η πλήρης επαναφορά του φορέα εκμετάλλευσης στην αρχική του κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της άρσης κάθε εμποδίου στη συνήθη λειτουργία της επιχείρησής του, το οποίο οφείλεται στην περιουσιακή του ζημία.
107. Αντιθέτως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI αναφέρεται στις σωματικές βλάβες (όπως είναι ο θάνατος, ο τραυματισμός ή οποιαδήποτε άλλη βλάβη της σωματικής ή ψυχικής υγείας). Για παράδειγμα, σε περίπτωση τραυματισμού μέλους του προσωπικού του φορέα εκμετάλλευσης, θεωρώ ότι δεν συνάδει με την οικεία διάταξη να μπορεί ο μεταφορέας να αξιώσει τις δαπάνες που απαιτούνται για την πρόσληψη πρόσθετου προσωπικού λόγω του τραυματισμού αυτού.
108. Στο ίδιο πνεύμα, οι δαπάνες που πρέπει να αποδοθούν δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI είναι οι δαπάνες επισκευής στις οποίες υποβλήθηκε η Lokomotion. Κατά τη γνώμη μου, η μίσθωση των σιδηροδρομικών μηχανών αντικατάστασης δεν συνδέεται με τις υλικές ζημίες, αλλά αποτελεί πρόσθετη δαπάνη που προέκυψε λόγω της πρόθεσης της Lokomotion να εξακολουθήσει να προσφέρει αδιάλειπτα τις υπηρεσίες της.
109. Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI είναι η μοναδική διάταξη που αναφέρεται σε χρηματικές ζημίες (ήτοι στις ζημίες εκείνες που βαίνουν πέραν των συγκεκριμένων ζημιών σε πρόσωπα ή πράγματα) τις οποίες ο μεταφορέας μπορεί να μετακυλίσει στον διαχειριστή της υποδομής.
110. Επιπλέον, κατά το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI, ο διαχειριστής (στην υπό κρίση υπόθεση η ÖBB-Infrastruktur) «είναι υπεύθυνος», συνεπώς, καθιερώνεται αυστηρή (αντικειμενική) ευθύνη. Συντάσσομαι με την άποψη της ÖBB‑Infrastruktur και της Επιτροπής ότι η ύπαρξη αντικειμενικής ευθύνης επιτάσσει τη στενή ερμηνεία της έννοιας «υλικές ζημίες».
111. Τέλος, θεωρώ επίσης ότι το άρθρο 8, παράγραφος 4, των Ενιαίων Κανόνων CUI είναι λυσιτελές όσον αφορά τη συσταλτική ερμηνεία του βαθμού της ευθύνης του διαχειριστή κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των εν λόγω κανόνων. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή επιτρέπει τη διεύρυνση της έκτασης της ευθύνης του διαχειριστή «για τις ζημίες που προκλήθηκαν στον μεταφορέα από μία καθυστέρηση ή μία διαταραχή στην εκμετάλλευση». Σε αυτού του είδους τις ζημίες υποβάλλεται ο μεταφορέας όταν αδυνατεί να χρησιμοποιήσει το κατεστραμμένο ή ζημιωθέν όχημα εγκαίρως και κατά κανονικό τρόπο.
112. Δεν υποστηρίζω ότι οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Lokomotion εμπίπτουν στη συγκεκριμένη διάταξη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν τεθεί στη διάθεση του Δικαστηρίου, η εκμετάλλευση της επιχείρησής της ουδόλως καθυστέρησε ή διαταράχθηκε. Ωστόσο, δαπάνες για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση πέραν των ίδιων των υλικών ζημιών του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI είναι μόνον αυτές που απαριθμούνται εξαντλητικά στο σύστημα των κανόνων αυτών.
113. Τέλος, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI αναφέρεται σε «χρηματικές ζημίες που απορρέουν από την αποζημίωση που οφείλει ο μεταφορέας δυνάμει των Ενιαίων Νομικών Κανόνων CIV (85) και των Ενιαίων Νομικών Κανόνων CIM» (86). Οι χρηματικές ζημίες που μπορούν να αναζητηθούν δυνάμει της (αυστηρής) αντικειμενικής ευθύνης είναι αυτές οι οποίες ανέκυψαν για τον μεταφορέα ως συνέπεια της αδυναμίας του να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση μεταφοράς σύμφωνα με τους Ενιαίους Κανόνες CIV και CIM. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω χρηματικές ζημίες μπορούν να μετακυλιστούν στον διαχειριστή των υποδομών.
114. Θεωρώ ότι η ερμηνεία αυτή συνάδει και με την επεξηγηματική έκθεση σχετικά με τους Ενιαίους Κανόνες CUI (87), στην οποία επισημαίνεται ότι οι περιουσιακές ζημίες δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI.
115. Είναι αληθές ότι δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτό ότι με τη μίσθωση των σιδηροδρομικών μηχανών αντικατάστασης στοιχειοθετούνται περιουσιακές ζημίες όπως αυτές που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ή το άρθρο 8, παράγραφος 4, των Ενιαίων Κανόνων CUI. Παρά ταύτα, τούτο δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω ζημίες καλύπτονται από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI.
116. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι οι δαπάνες μίσθωσης των σιδηροδρομικών μηχανών αντικατάστασης δεν εμπίπτουν στην έννοια των υλικών ζημιών κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI.
Γ. Τρίτο προδικαστικό ερώτημα: Μπορούν τα μέρη να προβλέψουν σε μια σύμβαση μεγαλύτερη ευθύνη μέσω γενικής παραπομπής στο εθνικό δίκαιο;
117. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν, στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI δεν έχει εφαρμογή στις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Lokomotion για την αντικατάσταση των σιδηροδρομικών μηχανών που υπέστησαν ζημίες, η γενική παραπομπή της σύμβασης στον ABGB συνιστά έγκυρη ανάληψη μεγαλύτερης ευθύνης από εκείνη που προβλέπεται από τα άρθρα 4 και 19, παράγραφος 1, των Ενιαίων Κανόνων CUI.
118. Το ερώτημα αυτό απαιτεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της αναγκαίας εξισορρόπησης μεταξύ της ελευθερίας των συμβάσεων και του υποχρεωτικού χαρακτήρα των Ενιαίων Κανόνων CUI όσον αφορά την ευθύνη (88).
119. Όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν να συμπεριλάβουν τους ΓΟΣ στη σύμβασή τους σχετικά με τη χρήση των σιδηροδρομικών υποδομών (89). Οι όροι αυτοί παραπέμπουν σε διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένου του ABGB, ο οποίος με τη σειρά του απαιτεί μεν την ύπαρξη πταίσματος ως προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης, πλην όμως κάνει δεκτή τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των αξιώσεων, όπως είναι οι δαπάνες μίσθωσης στην υπό κρίση υπόθεση.
120. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέρη, περιλαμβάνοντας στη σύμβαση τη δυνατότητα επικουρικής εφαρμογής του ABGB, συμφώνησαν στην αποδοχή μεγαλύτερης ευθύνης όπως επιτρέπεται από το άρθρο 4 των Ενιαίων Κανόνων CUI;
121. Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική.
122. Το άρθρο 4 των Ενιαίων Κανόνων CUI επιτρέπει στα συμβαλλόμενα μέρη να αναλαμβάνουν ευθύνη ή υποχρεώσεις μεγαλύτερες από αυτές που προβλέπονται στους Ενιαίους Κανόνες CUI.
123. Κατ’ αρχάς, δεν θεωρώ ότι η διάταξη αυτή απαιτεί τόσο η αιτιολογική βάση όσο και η έκταση της ευθύνης να είναι μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες από τους Ενιαίους Κανόνες CUI. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 4 των Ενιαίων Κανόνων CUI αναγνωρίζει στα συμβαλλόμενα μέρη την ελευθερία να συμφωνήσουν τη διεύρυνση της ευθύνης.
124. Η ερμηνεία αυτή ευθυγραμμίζεται με την επεξηγηματική έκθεση για το άρθρο 4 των Ενιαίων Κανόνων CUI, το οποίο ορίζει ότι σκοπός του εν λόγω άρθρου είναι να επιτρέπει στα συμβαλλόμενα μέρη να «διευρύνουν την ευθύνη τους» (90). Η επεξηγηματική έκθεση ουδόλως διακρίνει μεταξύ της αιτιολογικής βάσης και της έκτασης της ευθύνης.
125. Ως εκ τούτου, τα μέρη μπορούν να προβλέπουν στη μεταξύ τους σύμβαση τη διεύρυνση της ευθύνης του διαχειριστή του δικτύου για τις ζημίες που υφίσταται ο φορέας εκμετάλλευσης λόγω της μίσθωσης σιδηροδρομικών μηχανών αντικατάστασης κατά τη διάρκεια του διαστήματος που απαιτείται για την επισκευή των μηχανών που υπέστησαν ζημίες. Ομοίως, η ευθύνη αυτή μπορεί να στηρίζεται στην ύπαρξη πταίσματος.
126. Η ÖBB-Infrastruktur προβάλλει το επιχείρημα ότι η γενική παραπομπή των ΓΟΣ σε αρκετές πράξεις της εθνικής νομοθεσίας δεν παρέχει έναν εξαντλητικό κατάλογο, αλλά έναν κατάλογο με παραδείγματα, ο οποίος, λόγω της συνακόλουθης αοριστίας του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παρέκκλιση κατά το άρθρο 4 των Ενιαίων Κανόνων CUI. Η ÖBB-Infrastruktur υποστηρίζει επίσης ότι οι ΓΟΣ παραπέμπουν σε αρκετούς εθνικούς νόμους που θα μπορούσαν να έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, με συνέπεια να προκύπτει η ανάγκη εφαρμογής των Ενιαίων Κανόνων CUI ως μόνης πράξης που ρυθμίζει την απορρέουσα από τη σύμβαση ευθύνη.
127. Το άρθρο 4 των Ενιαίων Κανόνων CUI δεν περιορίζει τον τρόπο με τον οποίον μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών η διευρυμένη ευθύνη. Από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι τούτο δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη γενική παραπομπή στους κανόνες του εθνικού συστήματος. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να κρίνει εάν αυτή ήταν όντως η πρόθεση των μερών στη μεταξύ τους σύμβαση.
128. Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ούτε από το άρθρο 19, παράγραφος 1, των Ενιαίων Κανόνων CUI, το οποίο προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή των Ενιαίων Κανόνων CUI στις λοιπές σχετικές με την ευθύνη αξιώσεις. Στην επεξηγηματική έκθεση για το άρθρο 19, παράγραφος 1, των Ενιαίων Κανόνων CUI (91) ορίζεται ότι σκοπός του είναι «η πλήρης προστασία του καθεστώτος ευθύνης […] διά του περιορισμού των εξωσυμβατικών αξιώσεων». Ωστόσο, φρονώ ότι η ένδικη διαφορά της κύριας δίκης έχει ως αντικείμενό της συμβατικές αξιώσεις (τη διεύρυνση της ευθύνης) οι οποίες προβλέπονται βάσει των όσων επιτρέπει το άρθρο 4 των Ενιαίων Κανόνων CUI. Εξ αυτού συνάγεται ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, των Ενιαίων Κανόνων CUI δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.
129. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα ότι τα άρθρα 4 και 19, παράγραφος 1, των Ενιαίων Κανόνων CUI παρέχουν στα συμβαλλόμενα μέρη τη δυνατότητα να συμφωνήσουν τη διεύρυνση της ευθύνης μέσω της γενικής παραπομπής στο εθνικό δίκαιο. Η διεύρυνση αυτή μπορεί να προβλέπει ευθύνη μεγαλύτερου βαθμού η οποία, ωστόσο, εξαρτάται από την ύπαρξη υπαιτιότητας.
V. Πρόταση
130. Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που του υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) ως ακολούθως:
1) Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να ερμηνεύει τους Ενιαίους Κανόνες για τη χρήση της υποδομής στις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές («CUI») – Προσάρτημα E στη Σύμβαση για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές («COTIF»).
2) Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των Ενιαίων Κανόνων CUI πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται ο μεταφορέας συνεπεία της μίσθωσης σιδηροδρομικών μηχανών προκειμένου να αντικαταστήσει τις υφιστάμενες μηχανές του λόγω ζημιών που αυτές υπέστησαν.
3) Τα άρθρα 4 και 19, παράγραφος 1, των Ενιαίων Κανόνων CUI πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν στα συμβαλλόμενα μέρη να αναλαμβάνουν κατ’ ουσίαν μεγαλύτερη ευθύνη μέσω γενικής παραπομπής στο εθνικό δίκαιο, ακόμη και αν τούτο έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του βαθμού ευθύνης, η οποία, ωστόσο, εξαρτάται από την ύπαρξη υπαιτιότητας.
i Στις παρούσες προτάσεις έγινε τροποποίηση μορφολογικής φύσεως μετά την αρχική τους ανάρτηση στην ψηφιακή Συλλογή της Νομολογίας.