Language of document : ECLI:EU:T:2007:24

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 31ης Ιανουαρίου 2007

Υπόθεση T-166/04

C

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Εκτέλεση αποφάσεως του Πρωτοδικείου – Προσφυγή ακυρώσεως – Κατάργηση της δίκης – Αγωγή αποζημιώσεως – Υπηρεσιακό πταίσμα – Απώλεια δυνατότητας»

Αντικείμενο: Προσφυγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος, η οποία αφορούσε την εκτέλεση αποφάσεως του Πρωτοδικείου, καθώς και, καθόσον είναι αναγκαίο, της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής του ενστάσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2004 και, αφετέρου, αίτημα αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας και της ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης που φέρεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί του αιτήματος ακυρώσεως. Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα C το ποσό των 15 000 ευρώ. Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον

(Άρθρο 233 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως

(Άρθρο 233 ΕΚ)

3.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων

(Άρθρο 233 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.      Κατ’ αρχήν, ο τρόπος κατά τον οποίο θεσμικό όργανο εκτελεί δικαστική απόφαση, με την οποία ακυρώνεται πράξη που αυτό εξέδωσε, αφορά άμεσα τον αποδέκτη της αποφάσεως αυτής. Ο αποδέκτης νομιμοποιείται, επομένως, να ζητήσει από τον κοινοτικό δικαστή να διαπιστώσει ενδεχόμενη παράβαση του οργάνου όσον αφορά τις υποχρεώσεις που αυτό υπέχει από τις εφαρμοστέες διατάξεις.

Εντούτοις, προκειμένου περί αιτήματος ακυρώσεως το οποίο προβλήθηκε στο πλαίσιο προσφυγής κατά του τρόπου εκτελέσεως από θεσμικό όργανο δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για πλήρωση κενής θέσεως, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, εφόσον αυτός συνταξιοδοτήθηκε κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής. Ειδικότερα, το εν λόγω όργανο δεν δύναται εκ των πραγμάτων να επανεξετάσει την αίτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, μόνο δε δυνατό μέτρο εκτελέσεως είναι η καταβολή αποζημιώσεως. Όταν όμως η υπό κρίση προσφυγή περιλαμβάνει επιπροσθέτως αίτημα αποζημιώσεως, για την κρίση επί της νομιμότητας της προσαπτόμενης συμπεριφοράς του θεσμικού οργάνου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι ακυρώσεως και οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως.

(βλ. σκέψεις 25 έως 27 και 29)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 28 Φεβρουαρίου 1989, 341/85, 251/86, 258/86, 259/86, 262/86, 266/86, 222/87 και 232/87, Van der Stijl κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 511, σκέψη 18· ΠΕΚ, 22 Απριλίου 1999, T‑148/96 και T‑174/96, Brognieri κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑65 και II‑329, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Συνιστά παράβαση του άρθρου 233 ΕΚ και υπηρεσιακό πταίσμα δυνάμενο να στοιχειοθετήσει ευθύνη της διοικήσεως, η εκ μέρους αυτής συμπεριφορά που συνίσταται αφενός στην αποχή, λόγω αδυναμίας εκτελέσεως, από οποιοδήποτε μέτρο εκτελέσεως ακυρωτικής αποφάσεως, αφετέρου στην παράλειψη οποιασδήποτε ενέργειας έναντι του προσφεύγοντος-ενάγοντος σκοπούσας τη διερεύνηση δυνατότητας διακανονισμού. Ειδικότερα, εάν αντικειμενικές περιστάσεις καθιστούν αδύνατη την στην πράξη εκτέλεση ακυρωτικής αποφάσεως, η αρχή της αρωγής επιβάλλει στη διοίκηση την έγκαιρη ενημέρωση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, καθώς και την έναρξη διαλόγου προς δίκαιη αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη.

(βλ. σκέψεις 49 και 52)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑11/00, Hautem κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2000, σ. II‑4019, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Σε περίπτωση υπηρεσιακού πταίσματος της διοικήσεως λόγω παραλείψεως εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για την πλήρωση κενής θέσεως, η συνεπεία του μη διορισμού προκληθείσα αποθετική ζημία (μη καταβληθείσες επιπλέον αποδοχές και μη αποκτηθέντα επιπλέον συνταξιοδοτικά δικαιώματα) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αρκούντως βεβαία για τη θεμελίωση αξιώσεως προς αποζημίωση. Ειδικότερα, ακόμη και αν ο λόγος ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας για την πλήρωση κενής θέσεως εξέλιπε, ο προσφεύγων-ενάγων ουδεμία είχε βεβαιότητα για τον τελικό του διορισμό· κατά το μέτρο που προϋποθέτει την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή σε θέματα προσλήψεων και προαγωγών και ιδίως όσον αφορά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων και τη διοργάνωση της διαδικασίας προσλήψεως, η έκδοση πράξεως διορισμού είναι εκ φύσεως υποθετική.

Αντιθέτως, από ηθικής απόψεως, η προκληθείσα από την παράνομη πράξη της διοικήσεως βλάβη έχει χαρακτήρα πραγματικό και βέβαιο. Τα προσόντα του προσφεύγοντος-ενάγοντος δεν εξετάστηκαν δεόντως, με αποτέλεσμα αυτός να υποστεί ηθική βλάβη, αφού, λόγω της παράνομης πράξεως της διοικήσεως, απώλεσε τη δυνατότητα αφενός να καταλάβει την εν λόγω θέση, αφετέρου να αναγνωρισθούν οι επαγγελματικές του ικανότητες. Εφόσον η διοίκηση ουδέν έλαβε μέτρο για την εξέταση της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος κατά τρόπο νόμιμο, η απώλεια δυνατότητας που του προσφερόταν κατέστη οριστική και βεβαία κατά την ημερομηνία αρνήσεως εκτελέσεως της ακυρωτικής αποφάσεως.

Η διοίκηση δεν δύναται συναφώς να επικαλεστεί τη νομολογία κατά την οποία η ακύρωση από τον κοινοτικό δικαστή πράξεως που προκάλεσε ηθική βλάβη αρκεί, κατ’ αρχήν, ως ικανοποίηση λόγω της βλάβης αυτής. Η ως άνω ερμηνεία ερείδεται επί της υποχρεώσεως της διοικήσεως να λάβει τα απαραίτητα για την εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως μέτρα.

(βλ. σκέψεις 66, 68 και 70 έως 72)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 27 Οκτωβρίου 1977, 126/75, 34/76 και 92/76, Giry κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1977, σ. 609, σκέψη 28· ΠΕΚ, 11 Ιουνίου 2002, T‑365/00, AICS κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑2719, σκέψεις 79 και 80