Language of document : ECLI:EU:T:2019:888

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (*)

«ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση – Αποσυνδεμένες άμεσες ενισχύσεις – Κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση – Άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 – Άρθρο 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 907/2014 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Εκτίμηση της ζημίας – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T-14/18,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Κανελλόπουλο, την Ε. Λευθεριώτου και την Α.‑Ε. Βασιλοπούλου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου και D. Bianchi,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2017/2014 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2017, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2017, L 292, σ. 61), κατά το μέρος που αφορά την Ελληνική Δημοκρατία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και Κ. Ηλιόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: Ε. Αρτεμίου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Ιουνίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Από τις 3 έως τις 8 Νοεμβρίου 2014, η Επιτροπή διενήργησε την έρευνα με στοιχεία AA/2014/009/GR σχετικά με την ορθή εφαρμογή, εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, των κανόνων σχετικά με τις ενισχύσεις σε βοσκοτόπους. Η έρευνα διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (EE 2005, L 209, σ. 1), το οποίο είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο έναρξης της έρευνας.

2        Κατόπιν της ως άνω έρευνας, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549). Το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 είχε εφαρμογή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, δυνάμει του άρθρου 119, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013. Η διαδικασία εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013 και έχει εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2015, σύμφωνα με το άρθρο 121 του κανονισμού 1306/2013, αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στη διαδικασία που προέβλεπε το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005.

3        Με έγγραφο της 5ης Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ελληνικές αρχές τις διαπιστώσεις της (στο εξής: κοινοποίηση της 5ης Ιανουαρίου 2015), κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 908/2014 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2014, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1306/2013 όσον αφορά τους οργανισμούς πληρωμών και άλλους οργανισμούς, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκκαθάριση λογαριασμών, τους κανόνες σχετικά με τους ελέγχους, τις εγγυήσεις και τη διαφάνεια (ΕΕ 2014, L 255, σ. 59).

4        Στην εισαγωγή της κοινοποίησης της 5ης Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή ανέφερε ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των υπηρεσιών της, ορισμένες δαπάνες δεν είχαν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, επισήμανε στις ελληνικές αρχές ότι, στην απάντησή τους στις διαπιστώσεις που περιείχε η κοινοποίηση αυτή, θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 907/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, όσον αφορά τους οργανισμούς πληρωμών και άλλους οργανισμούς, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκκαθάριση λογαριασμών, τις εγγυήσεις και τη χρήση του ευρώ (ΕΕ 2014, L 255, σ. 18), καθώς και στο άρθρο 34, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014.

5        Επιπλέον, από το παράρτημα της κοινοποίησης της 5ης Ιανουαρίου 2015 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της έρευνας που διενεργήθηκε τον Νοέμβριο του 2014, διαπιστώθηκε ότι οι εκτάσεις που είχαν καταγραφεί στο σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων (στο εξής: ΣΑΑ) ως επιλέξιμες εξακολουθούσαν να ενέχουν σφάλματα. Ειδικότερα, εξακολουθούσαν να περιλαμβάνονται στο ΣΑΑ αγροτεμάχια που καλύπτονταν από θάμνους, υψηλούς θάμνους, βράχους κ.λπ., τα οποία θα έπρεπε να έχουν αφαιρεθεί (ή τουλάχιστον να λαμβάνονται μόνο μερικώς υπόψη βάσει του σχεδίου δράσης που είχε συμφωνηθεί με τις ελληνικές αρχές, ώστε να αντικατοπτρίζεται ορθότερα η παρουσία αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών).

6        Με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2015, οι ελληνικές αρχές απάντησαν στις διαπιστώσεις που περιείχε η κοινοποίηση της 5ης Ιανουαρίου 2015.

7        Με έγγραφο της 21ης Απριλίου 2015, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές σε διμερή σύσκεψη στις Βρυξέλλες (Βέλγιο), η οποία διεξήχθη στις 16 Ιουνίου 2015.

8        Με έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2015, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ελληνικές αρχές τα πρακτικά της διμερούς σύσκεψης. Από τα πρακτικά προκύπτει μεταξύ άλλων ότι, κατά τη σύσκεψη αυτή, η Επιτροπή σημείωσε προκαταρκτικώς ότι, αν και είχε ζητηθεί με την κοινοποίηση της 5ης Ιανουαρίου 2015, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν προσκομίσει καμία αξιολόγηση κινδύνου για το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (στο εξής, από κοινού: Ταμεία).

9        Με έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015, οι ελληνικές αρχές, αφενός, διαβίβασαν συμπληρωματικά στοιχεία που κατ’ αυτές αποδείκνυαν ότι η βλάβη για τα Ταμεία ήταν μηδενική και, αφετέρου, ζήτησαν να μην επιβληθεί καμία δημοσιονομική διόρθωση (στο εξής: έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015).

10      Στο έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015, οι ελληνικές αρχές ανέφεραν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Προκειμένου να τεκμηριώσουμε ότι για το έτος υποβολής 2014 ο κίνδυνος για το Ταμείο είναι κατά πολύ μικρότερος από την επιβαλλόμενη μείωση των επιστροφών των μηνιαίων πληρωμών με τη με αριθμ. C(2014)8997/2-02.12.2014 απόφαση της Επιτροπής, σας υποβάλλουμε τα αναλυτικά στοιχεία σε επίπεδο γεωργού (με δήλωση βοσκοτόπων) όπως έχουν συμπεριληφθεί στα επίσημα στατιστικά στοιχεία που υπέβαλε η Ελλάδα [...].

Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία [...]:

–        ο αριθμός των γεωργών που δήλωσαν βοσκότοπο στην Ενιαία Αίτηση Ενίσχυσης για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014 είναι 79 664.

–        η συνολική δηλωθείσα έκτασή τους είναι 1 682 222,89 ΗΑ από την οποία τα 1 265 662,52 ΗΑ αφορούν εκτάσεις βοσκοτόπων.

–        η δε συνολική αιτηθείσα έκταση για την ενιαία ενίσχυση 1 088 952,43 ΗΑ από την οποία τα 719 479,30 αφορούν εκτάσεις βοσκοτόπων.

Συγκεκριμένα, 20 897 γεωργοί ενεργοποίησαν τα εκτατικά τους δικαιώματα χωρίς τη χρήση των 181 447,16 ΗΑ βοσκοτόπων που δήλωσαν. Για τους υπόλοιπους 58 750 γεωργούς τα 719 479,30 ΗΑ βοσκοτόπων αποτελούν μέρος της αιτηθείσας έκτασής τους. Σε 4 286 γεωργούς της δεύτερης κατηγορίας παρατηρήθηκαν διαφορές στις εκτάσεις τους κατά 5 235 ΗΑ και τους υπολογίστηκαν ποινές -2 507 596,25 ευρώ.

Με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία, θεωρούμε ότι τεκμηριώνεται απόλυτα η θέση των ελληνικών αρχών για πλήρη συμμόρφωση και εξομάλυνση των διαδικασιών επιβολής κυρώσεων για το έτος υποβολής 2014 στον τομέα της προσαρμογής της επιλεξιμότητας των βοσκοτόπων.»

11      Στις 14 Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή κοινοποίησε τα πορίσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34, παράγραφος 2, και του άρθρου 40, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 (στο εξής: πορίσματα της 14ης Ιανουαρίου 2016), από τα οποία προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή ενέμεινε στη θέση της ότι, για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014, ορισμένες δαπάνες δεν είχαν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

12      Κατ’ αρχάς, στο σημείο 1 των πορισμάτων της 14ης Ιανουαρίου 2016, με τίτλο «Λόγοι του αποκλεισμού», η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, ενώ η Ελληνική Δημοκρατία συνέχιζε την ενημέρωση του ΣΑΑ με περαιτέρω αφαίρεση μη επιλέξιμων βοσκοτόπων από αυτό, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν, στο πλαίσιο αποστολής στις αρχές Νοεμβρίου 2014, ότι οι εκτάσεις που είχαν καταγραφεί στο ΣΑΑ ως επιλέξιμες εξακολουθούσαν να ενέχουν σφάλματα. Ειδικότερα, εξακολουθούσαν να περιλαμβάνονται αγροτεμάχια που καλύπτονταν από θάμνους, υψηλούς θάμνους, βράχους, κ.λπ., τα οποία θα έπρεπε να έχουν αφαιρεθεί (ή τουλάχιστον να λαμβάνονται μόνο μερικώς υπόψη βάσει του σχεδίου δράσης που είχε συμφωνηθεί με τις ελληνικές αρχές, ώστε να αντικατοπτρίζεται ορθότερα η παρουσία αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών). Η Επιτροπή επισήμανε ότι ενέμενε στην άποψη ότι η κατάσταση που είχε διαπιστωθεί εξακολουθούσε να αποτελεί αδυναμία στη λειτουργία ενός βασικού ελέγχου, καθώς οι διασταυρωτικοί έλεγχοι και οι επιτόπιοι έλεγχοι δεν διενεργήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, λόγω της εσφαλμένης ερμηνείας του τι είναι μη επιλέξιμη έκταση. Επιπλέον, η Επιτροπή παρέθεσε την πληροφορία που παρασχέθηκε από τις ελληνικές αρχές στο έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015 ότι 79 664 γεωργοί είχαν δηλώσει βοσκοτόπους στην αίτησή τους για ενίσχυση για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014.

13      Εν συνεχεία, στο σημείο 2 των πορισμάτων της 14ης Ιανουαρίου 2016, με τίτλο «Δημοσιονομικές επιπτώσεις», η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν συμμεριζόταν τη θέση που διατύπωσαν οι ελληνικές αρχές στο έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015 ότι, κατ’ ουσίαν, από τα διαβιβασθέντα στοιχεία τεκμηριωνόταν η πλήρης συμμόρφωση της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τους κανόνες και η εξομάλυνση των διαδικασιών επιβολής κυρώσεων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, είχαν ανευρεθεί αγροτεμάχια τα οποία είχαν καταγραφεί για εσφαλμένη μέγιστη επιλέξιμη έκταση στο ΣΑΑ, γεγονός που επηρέαζε την ορθή λειτουργία των διασταυρωτικών ελέγχων και είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν παράτυπες πληρωμές. Επιπλέον, κατά την άποψη της Επιτροπής, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν αποδείξει επαρκώς ότι, σε όσες περιπτώσεις ήταν αναγκαίο, επιβλήθηκαν οι κυρώσεις που προβλέπονταν από τις οικείες ρυθμίσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπέρανε ότι, ελλείψει αναλυτικού υπολογισμού ή ποσοτικού προσδιορισμού του κινδύνου για τα Ταμεία ο οποίος να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, η επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ήταν ο καλύτερος τρόπος εκτίμησης του κινδύνου για τα Ταμεία.

14      Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 8, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 για την εφαρμογή χαμηλότερου συντελεστή κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διόρθωσης. Συνεπώς, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, η επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης 5 %, λόγω αδυναμίας στη λειτουργία βασικού ελέγχου, ήταν ο καλύτερος τρόπος εκτίμησης του κινδύνου για τα Ταμεία. Πρότεινε, ως εκ τούτου, να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ποσό 18 293 398,42 ευρώ.

15      Με έγγραφο της 23ης Φεβρουαρίου 2016, οι ελληνικές αρχές ζήτησαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 36 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, να κινηθεί διαδικασία ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού.

16      Με την αίτηση για την κίνηση διαδικασίας ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού, οι ελληνικές αρχές προσήψαν, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή ότι είχε απομονώσει το συμπέρασμα που διατυπωνόταν στο έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015, παραβλέποντας όλες τις εξηγήσεις που δίδονταν στο εν λόγω έγγραφο, καθώς και τα στοιχεία που το συνόδευαν. Συγκεκριμένα, υποστήριξαν ότι η Επιτροπή είχε αγνοήσει το γεγονός ότι υποβλήθηκαν εκ μέρους των ελληνικών αρχών αναλυτικά στοιχεία σε επίπεδο γεωργού (με δήλωση βοσκοτόπων), όπως είχαν συμπεριληφθεί στα επίσημα στατιστικά στοιχεία που είχε υποβάλει η Ελληνική Δημοκρατία και τα οποία είχαν επιβεβαιωθεί από τον φορέα πιστοποίησης. Κατά την άποψη των ελληνικών αρχών, από τα στοιχεία αυτά προέκυπτε ότι για 4 286 γεωργούς, στην αιτηθείσα έκταση των οποίων περιλαμβάνονταν βοσκότοποι, παρατηρήθηκαν διαφορές στις εκτάσεις κατά 4 897 εκτάρια, στις οποίες αντιστοιχεί ποσό ενίσχυσης 1 784 529,99 ευρώ, το οποίο δεν τους καταβλήθηκε, και, επιπλέον, τους επιβλήθηκαν κυρώσεις ύψους 2 240 840,14 ευρώ.

17      Συνεπώς, τα υποβληθέντα στοιχεία, όχι μόνον πληρούσαν, κατά τις ελληνικές αρχές, τις απαιτήσεις του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, αλλά αποδείκνυαν ότι το μη επιλέξιμο ποσό δεν είχε καταβληθεί, ότι είχαν επιβληθεί οι προβλεπόμενες κυρώσεις και ότι παρασχέθηκε αναλυτικός υπολογισμός και ποσοτικός προσδιορισμός του κινδύνου για τα Ταμεία, ο οποίος ήταν μηδενικός.

18      Με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, η Επιτροπή διαβίβασε την από 18 Ιουλίου 2016 έκθεση του οργάνου συμβιβασμού με την οποία το τελευταίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατος ο συμβιβασμός των απόψεων των δύο μερών. Το όργανο συμβιβασμού εξέθεσε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Σε περίπτωση που οι [ελληνικές] αρχές εμμείνουν στην άποψη ότι οι τελικές πληρωμές για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014 βασίζονταν στο επικαιροποιημένο ΣΑΑ μετά την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου δράσης, και ότι η εκδοχή αυτή είναι ίδια με εκείνη που έγινε δεκτή από τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της έρευνας του 2015, το Όργανο Συμβιβασμού προτείνει να καθορίσουν τα μέρη, επειγόντως, μία μέθοδο τεκμηρίωσης η οποία να περιλαμβάνει την καταχώριση των επικαιροποιήσεων του ΣΑΑ κατά την εν λόγω περίοδο. Αν αποδειχθεί, κατά τρόπο που να ικανοποιεί τις υπηρεσίες, ότι οι εκδοχές είναι πανομοιότυπες, το Όργανο Συμβιβασμού θα αναμένει να επαναξιολογηθεί η αιτιολόγηση της διόρθωσης.

Το Όργανο Συμβιβασμού, σημειώνοντας ότι οι υπηρεσίες αποδέχονται ότι ο κίνδυνος για το Ταμείο δεν αφορά το σύνολο του πληθυσμού, προτείνει επίσης στα μέρη να εξετάσουν αν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια ο πληθυσμός που παρουσιάζει κίνδυνο και να αξιολογήσουν το επίπεδο διόρθωσης επί της βάσεως αυτής.

Ως προς τον συνδυασμό της μείωσης των πληρωμών που προέκυψε από την απόφαση C(2014) 8997 και δημοσιονομικής διόρθωσης, το Όργανο Συμβιβασμού αντιλαμβάνεται ότι η ακαθάριστη διόρθωση, όπως προτείνεται από τις υπηρεσίες, θα μειωθεί κατά τις μειώσεις που έχουν ήδη εφαρμοστεί· αυτό με τη σειρά του θα οδηγήσει σε πολύ χαμηλότερη καθαρή διόρθωση.»

19      Κατόπιν της έκθεσης του οργάνου συμβιβασμού, η Επιτροπή κάλεσε, με έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2016, τις ελληνικές αρχές να υποβάλουν πέντε κατηγορίες συμπληρωματικών πληροφοριών, τις οποίες συνόψισε ως εξής:

«–      Επιβεβαίωση ότι οι τελικές πληρωμές, που πραγματοποιήθηκαν για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014, βασίζονταν στα ίδια στοιχεία με εκείνα του έτους υποβολής αιτήσεων 2015 και, ως εκ τούτου, είναι “πανομοιότυπες”, [...]

–        Επιβεβαίωση ότι [...] αυτό ισχύει για το σύνολο της Ελληνικής επικράτειας, και αν όχι, ποιες πληρωμές “καλύπτονταν” από πρόσφατες φωτογραφίες (δηλαδή μετά το 2012). Υπενθυμίζεται ότι το σχέδιο δράσης βασιζόταν σε παλαιότερα (παρωχημένα) στοιχεία και ότι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ανέκυψαν προβλήματα κατά τη διάρκεια των ελέγχων (η μετρηθείσα κατά τον επιτόπιο έλεγχο επιλέξιμη έκταση διέφερε σημαντικά το 2014 από εκείνη των φωτογραφιών, π.χ. του 2007-2008). Παραπέμπουμε σχετικά στην έκθεση του Οργάνου Συμβιβασμού [κατά την οποία] “Το Όργανο διατύπωσε τη γνώμη ότι οι αρχές θα πρέπει να τεκμηριώσουν το περιεχόμενο και τις ενδεχόμενες επικαιροποιήσεις του ΣΑΑ για το διάστημα μεταξύ των 2 ερευνών προκειμένου να τεκμηριώσουν το σημείο αυτό.”

–        Απόδειξη ότι η ανάκτηση του συνόλου των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (συμπεριλαμβανομένων των κανονιστικών κυρώσεων) έχει ξεκινήσει για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014, το 2015 (και 2016), βάσει των νέων διαθέσιμων φωτογραφιών σε σχέση με εκείνες που είχαν χρησιμοποιηθεί στο πρόγραμμα δράσης [...].

–        Τις απόψεις και τα αποδεικτικά στοιχεία των ελληνικών αρχών όσον αφορά το σημείο [όπου αναφέρεται ότι “οι] υπηρεσίες αποδέχονται ότι ο κίνδυνος για το Ταμείο δεν αφορά το σύνολο του πληθυσμού, [το Όργανο Συμβιβασμού] προτείνει επίσης στα μέρη να εξετάσουν αν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια ο πληθυσμός που παρουσιάζει κίνδυνο και να αξιολογήσουν το επίπεδο διόρθωσης επί της βάσεως αυτής”.

Πρωτίστως, και βάσει των στοιχείων που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας συνδιαλλαγής, δηλαδή της χρήσης επικαιροποιημένων φωτογραφιών, οι ελληνικές αρχές καλούνται να δηλώσουν, για να προσδιοριστεί ακριβέστερα η οικονομική ζημία που υπέστη το Ταμείο, αν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν εναλλακτικοί υπολογισμοί αντί της εφαρμογής κατ’ αποκοπήν διόρθωσης, χωρίς να απαιτείται δυσανάλογη προσπάθεια (βλέπε άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013).»

20      Οι ελληνικές αρχές απέστειλαν συμπληρωματικές πληροφορίες στην Επιτροπή με έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2017 (στο εξής: έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2017).

21      Με έγγραφο της 15ης Μαΐου 2017, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ελληνικές αρχές την τελική της θέση.

22      Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε τις δημοσιονομικές διορθώσεις συνοψίζονται στη συνοπτική έκθεση της 20ής Οκτωβρίου 2017, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που πραγματοποίησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση (στο εξής: συνοπτική έκθεση).

23      Με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2017/2014 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2017, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2017, L 292, σ. 61, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απέκλεισε από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, ποσό 12 482 555,68 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε δαπάνες που δηλώθηκαν από αυτήν στον τομέα των στρεμματικών ενισχύσεων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 2018, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

25      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της με το οποίο αποκλείονται από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δαπάνες της Ελληνικής Δημοκρατίας που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα των στρεμματικών ενισχύσεων κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2014 και αντιστοιχούν σε ποσοστό 5 % του συνολικού ποσού των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για ενισχύσεις σε βοσκοτόπους, καθαρού ύψους 12 482 555,68 ευρώ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

27      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται δύο λόγους ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλει:

–        με τον μεν πρώτο λόγο ακυρώσεως, ότι η δημοσιονομική διόρθωση σε ποσοστό 5 % για τις στρεμματικές ενισχύσεις που αφορούν βοσκοτόπους επιβλήθηκε αναιτιολόγητα, κατά πλάνη περί τα πράγματα και κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας·

–        με τον δε δεύτερο λόγο ακυρώσεως, παράβαση των διατάξεων των άρθρων 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1290/2005 και του άρθρου 52, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1306/2013, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 12, παράγραφοι 1 έως 6 και 8, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, καθώς και παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών, αφενός, του εγγράφου VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – Τομέας Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97), και, αφετέρου, της ανακοίνωσης C(2015) 3675 final της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2015, Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση και δημοσιονομικής εκκαθάρισης των λογαριασμών [στο εξής: ανακοίνωση C(2015) 3675 final]. Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει επίσης ανεπίτρεπτη σώρευση διπλής διόρθωσης για την ίδια αιτία καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

28      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία προέβαλε λόγο ακυρώσεως σχετικά με την εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του όρου «μόνιμος βοσκότοπος».

1.      Επί του παραδεκτού του λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση

29      Με τον λόγο ακυρώσεως που προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η έννοια του όρου «μόνιμοι βοσκότοποι», όπως προκύπτει από την απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑341/17 P, EU:C:2019:409), θα έπρεπε να είχε οδηγήσει την Επιτροπή στην «ανάκληση» της προσβαλλόμενης απόφασης. Επισήμανε ότι η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να την επικαλεστεί με το δικόγραφο της προσφυγής. Σε κάθε περίπτωση, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι η έννοια του όρου «μόνιμος βοσκότοπος», όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, πρέπει να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο ως λόγος δημοσίας τάξεως.

30      Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλλει ένσταση απαραδέκτου ως προς τον λόγο αυτόν ακυρώσεως, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ερμηνεία του όρου «μόνιμος βοσκότοπος», όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑341/17 P, EU:C:2019:409), δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ως προς το ζήτημα αυτό ότι, κατά το Δικαστήριο, το αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της έννοιας του «μόνιμου βοσκότοπου» δεν είναι το είδος της βλάστησης που καλύπτει τη γεωργική έκταση, αλλά η πραγματική χρήση της εν λόγω έκτασης για γεωργική δραστηριότητα η οποία είναι χαρακτηριστική για τους «μόνιμους βοσκότοπους». Ως εκ τούτου, κατά την άποψή της, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική, κατά το μέτρο που η πρακτική της Επιτροπής ουδόλως έρχεται σε αντίθεση με τον ορισμό αυτόν.

31      Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, ενώ απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, ο ισχυρισμός ή ο λόγος που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού ή λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ευθέως ή εμμέσως, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2015, Petropars Iran κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑433/13, EU:T:2015:255, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Προκειμένου να θεωρηθεί ως ανάπτυξη ισχυρισμού ή λόγου που είχε προβληθεί προηγουμένως, ένα νέο επιχείρημα πρέπει να έχει αρκούντως στενό σύνδεσμο με τους ισχυρισμούς ή τους λόγους που είχαν αρχικώς αναπτυχθεί στο εισαγωγικό δικόγραφο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της φυσιολογικής εξέλιξης της συζήτησης στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2013, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C‑58/12 P, EU:C:2013:770, σκέψη 31).

33      Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι με τον ως άνω λόγο ακυρώσεως η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ένας τέτοιος λόγος δεν είναι δημοσίας τάξεως, είναι δε παραδεκτός μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 31 και 32 ανωτέρω (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 67, της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑272/12 P, EU:C:2013:812, σκέψη 28, και της 20ής Μαρτίου 2014, Rousse Industry κατά Επιτροπής, C‑271/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:175, σκέψη 18).

34      Εν προκειμένω, υπογραμμίζεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία ουδόλως υποστηρίζει ότι ο λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως. Ειδικότερα, δήλωσε ρητώς ότι με κανέναν από τους εκτιθέμενους στην υπό κρίση προσφυγή λόγους δεν προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του όρου «μόνιμος βοσκότοπος», δεδομένου ότι η διαδικασία αφορούσε αποκλειστικά την ορθή εκτέλεση του σχεδίου δράσης που είχε καταρτιστεί από τις ελληνικές αρχές σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Συνεπώς, είναι αναμφισβήτητο ότι η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αφορούσε το ζήτημα της εσφαλμένης ερμηνείας της έννοιας του όρου «μόνιμος βοσκότοπος».

35      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, τίποτα δεν εμπόδιζε την Ελληνική Δημοκρατία να προβάλει με το δικόγραφο της προσφυγής λόγο ακυρώσεως σχετικά με εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του όρου «μόνιμος βοσκότοπος», όπως εξάλλου αναγνώρισε και η ίδια εμμέσως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι δεν προέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής λόγο ακυρώσεως σχετικά με την έννοια του όρου «μόνιμοι βοσκότοποι», με το σκεπτικό ότι είχε ήδη θέσει το ζήτημα αυτό στις υποθέσεις T‑112/15, T‑506/15, και T‑272/16, και, συνεπώς, το ζήτημα αυτό ήταν γνωστό στο Γενικό Δικαστήριο. Για τον ως άνω λόγο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να θέσει το ζήτημα αυτό με το δικόγραφο της προσφυγής της.

36      Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε τη δυνατότητα να τον προβάλει κατά την άσκηση της προσφυγής, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά την έννοια του όρου «μόνιμος βοσκότοπος» πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

37      Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν ήταν παραδεκτός, ο λόγος αυτός θα έπρεπε να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

38      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι η εφαρμογή συντελεστή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης 5 % δικαιολογείται στη συνοπτική έκθεση κατ’ επίκληση των αδυναμιών του ΣΑΑ που επηρέαζαν την αποδεικτική αξία των διασταυρωτικών και των επιτόπιων ελέγχων. Κατά την Επιτροπή, όπως συνέβη και κατά τα προηγούμενα έτη, το ΣΑΑ παρουσίαζε αδυναμίες, επειδή περιελάμβανε εκτάσεις οι οποίες δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1290/2005, (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 (ΕΕ 2009, L 30, σ. 16), κατά το μέτρο που αυτές δεν χρησιμοποιούνταν για γεωργικές δραστηριότητες.

39      Στα πορίσματα της 14ης Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή επισήμανε μεταξύ άλλων ότι, ενώ η Ελληνική Δημοκρατία συνέχιζε την ενημέρωση του ΣΑΑ με περαιτέρω αφαίρεση μη επιλέξιμων βοσκοτόπων από αυτό, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν, στο πλαίσιο αποστολής στις αρχές Νοεμβρίου 2014, ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν σφάλματα όσον αφορά τις εκτάσεις που είχαν καταγραφεί στο ΣΑΑ ως επιλέξιμες. Ειδικότερα, όπως και κατά τα προηγούμενα έτη εξακολουθούσαν να περιλαμβάνονται εκεί αγροτεμάχια που καλύπτονταν από θάμνους, υψηλούς θάμνους, βράχους κ.λπ., τα οποία θα έπρεπε να έχουν αφαιρεθεί ή τουλάχιστον να λαμβάνονται μόνο μερικώς υπόψη βάσει του σχεδίου δράσης που είχε συμφωνηθεί με τις ελληνικές αρχές, ώστε να αντικατοπτρίζεται ορθότερα η παρουσία αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών.

40      Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το ζητούμενο, όσον αφορά το σχέδιο δράσης που εφαρμόστηκε εν προκειμένω, δεν ήταν να διαπιστωθεί αν ορισμένο αγροτεμάχιο μπορούσε να εμπίπτει στην έννοια του μόνιμου βοσκότοπου όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑341/17 P, EU:C:2019:409), αλλά να καθοριστεί σε τι ποσοστό μπορούσε ένα αγροτεμάχιο να θεωρηθεί βοσκότοπος, στην περίπτωση, για παράδειγμα, που ένα τμήμα του δεν ήταν προσβάσιμο ή καλυπτόταν από δέντρα ή βράχους και, επομένως, δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί και να χρησιμοποιηθεί για γεωργικές δραστηριότητες.

2.      Επί της ουσίας

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, πλάνη περί τα πράγματα και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

41      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, διότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή επέβαλε τη δημοσιονομική διόρθωση χωρίς να τοποθετηθεί συγκεκριμένα, στη συνοπτική έκθεση ή στην τελική της θέση, επί των συμπληρωματικών στοιχείων που παρασχέθηκαν από τις ελληνικές αρχές με τα έγγραφα της 31ης Ιουλίου 2015 και της 9ης Ιανουαρίου 2017.

42      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει επίσης κατ’ ανάγκην πλάνη περί τα πράγματα και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, διότι εκδόθηκε, αφενός, κατά παραγνώριση των διαβιβασθέντων συμπληρωματικών στοιχείων και άρα χωρίς να συνεκτιμηθεί το σύνολο των δεδομένων που παρασχέθηκαν και, αφετέρου, χωρίς να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές είχαν ήδη εντοπίσει και αποκαταστήσει τον κίνδυνο για τα Ταμεία.

43      Εξάλλου, με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή, αμφισβητώντας τον πρόσφορο χαρακτήρα των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία η ίδια απαίτησε και αρνούμενη ότι η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε τεκμηριωμένο υπολογισμό του κινδύνου, παραβίασε την αρχή non venire contra factum proprium και την αρχή της καλής πίστης.

44      Τέλος, με το υπόμνημα απαντήσεως η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι είναι απαράδεκτος ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι, κατ’ ουσίαν, η μείωση των εκτάσεων μεταξύ του 2014 και του 2015, που οφείλεται στη διαφοροποίηση των συντελεστών επιλεξιμότητας μεταξύ των δύο ετών, δεν σημαίνει ότι το ΣΑΑ δεν παρουσίαζε αδυναμίες για το 2014. Ειδικότερα, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, ο ισχυρισμός αυτός δεν περιλαμβάνεται ούτε στη συνοπτική έκθεση ούτε σε άλλο έγγραφο της Επιτροπής προς την ίδια και προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

45      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

1)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

46      Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης. Υπό το πρίσμα αυτό, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξης και από αυτήν πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο το σκεπτικό του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C-521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψεις 146 και 147).

47      Ειδικότερα, η υποχρέωση αιτιολόγησης βλαπτικής πράξης, η οποία συνιστά αναγκαία συνέπεια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό να παράσχει, αφενός, στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως ενέχει πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβήτησης του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξης αυτής (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, FLS Plast κατά Επιτροπής, C-243/12 P, EU:C:2014:2006, σκέψη 49). Επομένως, η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν αποτελεί απλώς έκφανση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, αλλά συμβάλλει στην εξυπηρέτηση ενός ευρύτερου σκοπού, δηλαδή του σκοπού να διασφαλιστεί ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης ενώπιόν του πράξης (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Bensada Benallal, C‑161/15, EU:C:2016:3, σημείο 99).

48      Ωστόσο, η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία. Πράγματι, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας απόφασης πληροί τις απαιτήσεις που εκτέθηκαν στη σκέψη 46 ανωτέρω πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑367/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:933, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά πάγια επίσης νομολογία, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, στην αιτιολογία των αποφάσεών της, να λαμβάνει θέση εφ’ όλων των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία. Πράγματι, αρκεί η Επιτροπή να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της απόφασης (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 1993, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑7/92, EU:T:1993:52, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Ως προς το ζήτημα αυτό, πρώτον, επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής περί εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση λαμβάνονται βάσει της συνοπτικής έκθεσης καθώς και της αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Στο ιδιαίτερο αυτό πλαίσιο της έκδοσης των αποφάσεων περί συμμόρφωσης, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να λογίζεται επαρκής εφόσον το κράτος αποδέκτης μετείχε ενεργά στη διαδικασία έκδοσης της απόφασης αυτής και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει τα Ταμεία με τα επίδικα ποσά (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑367/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:933, σκέψη 112).

50      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογήσει την απόρριψη της προταθείσας από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αξιολόγησης του δημοσιονομικού αντίκτυπου των διαπιστωθεισών ελλείψεων πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τους αναπτυχθέντες ισχυρισμούς και την εξέλιξη της επιχειρηματολογίας των μερών, στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράσταση διαδικασίας που προηγείται της τελικής απόφασης της Επιτροπής, σκοπός της οποίας είναι να επιτευχθεί, με βάση τις πληροφορίες που έχει προσκομίσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, συμφωνία επί του συντελεστή δημοσιονομικής διόρθωσης ή, ελλείψει συμφωνίας, να υπάρξει συμβιβασμός των αντίστοιχων θέσεων των εν λόγω μερών, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του κανονισμού 1306/2013.

51      Περαιτέρω, η Επιτροπή υποχρεούται να αιτιολογήσει μόνον την απόρριψη των αρκούντως ακριβών στοιχείων αξιολόγησης που πρότειναν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Πράγματι, ενώ στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη παράβασης των κανόνων της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών, στο κράτος μέλος εναπόκειται, απεναντίας, εφόσον η ως άνω παράβαση αποδειχθεί, να αποδείξει, ενδεχομένως, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη ως προς τις εξ αυτής δυνάμενες να συναχθούν δημοσιονομικές συνέπειες. Επομένως, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να προσκομίσει τις κατά το δυνατόν λεπτομερέστερες και πληρέστερες αποδείξεις σχετικά με την αλήθεια των σχετικών αριθμητικών στοιχείων και, ενδεχομένως, την ανακρίβεια των υπολογισμών της Επιτροπής (απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑153/01, EU:C:2004:589, σκέψη 67).

52      Η κατανομή αυτή του βάρους αποδείξεως σχετικά με τις δημοσιονομικές συνέπειες από τις διαπιστωθείσες ελλείψεις οφείλεται στο γεγονός ότι η διαχείριση της χρηματοδότησης από τα Ταμεία απόκειται κυρίως στις εθνικές διοικητικές αρχές, στις οποίες έχει ανατεθεί η μέριμνα για την αυστηρή τήρηση των κανόνων της Ένωσης, και στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών αρχών και των αρχών της Ένωσης. Μόνον το κράτος μέλος είναι σε θέση να γνωρίζει και να καθορίζει με ακρίβεια τα αναγκαία για την επεξεργασία των λογαριασμών των Ταμείων στοιχεία, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει την απαιτούμενη εγγύτητα προς τους οικονομικούς φορείς προκειμένου να λαμβάνει από αυτούς τις πληροφορίες που χρειάζεται (πρβλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Αυστρία κατά Επιτροπής, T-368/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:305, σκέψη 182 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Δεύτερον, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η αρχή της Ένωσης, εν προκειμένω η Επιτροπή, οφείλει να απαντήσει ρητώς στα ακριβή και λεπτομερή πληροφοριακά στοιχεία που προσκομίζει το κράτος μέλος το οποίο, κατά τη διοικητική διαδικασία, επιδιώκει να ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως που φέρει ως προς τις δημοσιονομικές συνέπειες των διαπιστωθεισών ελλείψεων, αναπτύσσοντας προς τον σκοπό αυτό διάλογο με την Επιτροπή ώστε να ανευρεθεί η πλέον σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του εφαρμοστέου κανονιστικού πλαισίου λύση.

54      Η αιτίαση που αφορά έλλειψη αιτιολογίας πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της νομολογίας που εκτέθηκε στις σκέψεις 46 έως 53 ανωτέρω.

2)      Επί της έλλειψης αιτιολογίας

55      Προκαταρκτικώς, υπογραμμίζεται ότι, όσον αφορά την αιτιολόγηση της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης αυτής καθεαυτήν, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία μετείχε στη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι το ζήτημα των αδυναμιών κατά τον προσδιορισμό των επιλέξιμων μόνιμων βοσκοτόπων οι οποίες δικαιολόγησαν την κατ’ αποκοπήν διόρθωση τέθηκε ρητώς στην κοινοποίηση της 5ης Ιανουαρίου 2015, στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού και στην τελική θέση της Επιτροπής, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που αντάλλαξαν η Επιτροπή και η Ελληνική Δημοκρατία, από τη γνώμη του οργάνου συμβιβασμού και από τη συνοπτική έκθεση. Ειδικότερα, όσον αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι ελληνικές αρχές τελούσαν σε γνώση της φύσης των αιτιάσεων της Επιτροπής και, επομένως, ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν λυσιτελώς την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, με αποτέλεσμα να μην είναι αναγκαία μια πιο εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση.

56      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας κατά το μέτρο που η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί των συμπληρωματικών στοιχείων που παρασχέθηκαν με τα έγγραφα της 31ης Ιουλίου 2015 και της 9ης Ιανουαρίου 2017.

1)      Επί της αιτιολογίας όσον αφορά τα συμπληρωματικά στοιχεία που παρασχέθηκαν από τις ελληνικές αρχές με το έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015

57      Με τα δικόγραφά της, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, κατά το μέτρο που υπέβαλε, με το έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015, αναλυτικά ποσοτικά στοιχεία σε επίπεδο γεωργού και προέβη σε επανέλεγχο των αγροτεμαχίων αναφοράς, εντοπίζοντας τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά τα οποία επέστρεψε στην Επιτροπή και εκμηδενίζοντας οποιονδήποτε κίνδυνο για τα Ταμεία, το θεσμικό αυτό όργανο όφειλε να τοποθετηθεί ειδικά επί των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων.

58      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, με το έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015, οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν στοιχεία σχετικά με τους 79 664 γεωργούς που είχαν δηλώσει βοσκοτόπους στην ενιαία αίτηση ενίσχυσης για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014, τη συνολική έκταση που δηλώθηκε από τους γεωργούς, τη συνολική έκταση την οποία αφορά η αίτηση για την ενιαία ενίσχυση και, τέλος, τα ποσά των κυρώσεων που επιβλήθηκαν κατόπιν της επανεξέτασης των αγροτεμαχίων αναφοράς μόνιμου βοσκότοπου. Κατά τις ελληνικές αρχές, τα στοιχεία αυτά τεκμηρίωναν τη θέση τους για πλήρη συμμόρφωση προς τους κανόνες (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω).

59      Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή τοποθετήθηκε επί των στοιχείων αυτών και τα έλαβε υπόψη.

60      Αφενός, από τα πορίσματα της 14ης Ιανουαρίου 2016 (βλ. σκέψεις 12 και 13 ανωτέρω) προκύπτει ότι η Επιτροπή, αφού αναφέρθηκε στην πληροφορία που παρασχέθηκε από τις ελληνικές αρχές στο έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015 ότι 79 664 γεωργοί είχαν δηλώσει βοσκοτόπους στην αίτησή τους για ενίσχυση για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014, επισήμανε κατ’ αρχάς ότι, για τον προσδιορισμό των δημοσιονομικών συνεπειών, έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι η ορθότητα των στοιχείων στο ΣΑΑ είχε βελτιωθεί σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, ότι, σε αντίθεση με τα προηγούμενα έτη, είχαν επιβληθεί κυρώσεις σε ορισμένες περιπτώσεις και ότι εξακολουθούσε να υπάρχει σημαντικός αριθμός γεωργών των οποίων οι πληρωμές δεν ενείχαν κάποιο σφάλμα. Εν συνεχεία, η Επιτροπή κατέστησε σαφές ότι δεν συμμεριζόταν τη θέση που διατύπωσαν οι ελληνικές αρχές στο έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015 ότι από τα διαβιβασθέντα στοιχεία τεκμηριωνόταν η πλήρης συμμόρφωση της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τους κανόνες και η εξομάλυνση των διαδικασιών επιβολής κυρώσεων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014. Τέλος, η Επιτροπή υπενθύμισε ως προς το ζήτημα αυτό ότι είχαν ανευρεθεί αγροτεμάχια ως προς τα οποία είχε καταγραφεί εσφαλμένη μέγιστη επιλέξιμη έκταση στο ΣΑΑ, γεγονός που επηρέαζε την ορθή λειτουργία των διασταυρωτικών ελέγχων και είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν παράτυπες πληρωμές. Εξάλλου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν αποδείξει επαρκώς ότι εφαρμόστηκαν σε όλες τις περιπτώσεις που ήταν αναγκαίο οι κυρώσεις που προβλέπονταν από τις οικείες ρυθμίσεις. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή συμπέρανε ότι, ελλείψει αναλυτικού υπολογισμού ή ποσοτικού προσδιορισμού του κινδύνου για τα Ταμεία ο οποίος να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, η επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ήταν ο καλύτερος τρόπος εκτίμησης του κινδύνου για τα Ταμεία.

61      Αφετέρου, όπως προκύπτει από την τελική της θέση και από τη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν με το έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015, αφού, όπως συνομολογεί και η Ελληνική Δημοκρατία, αφαιρέθηκαν από τη σχεδιαζόμενη δημοσιονομική διόρθωση τα ποσά που είτε δεν είχαν καταβληθεί στους δικαιούχους είτε είχαν ανακτηθεί από αυτούς.

62      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση με την οποία προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν τοποθετήθηκε επί των συμπληρωματικών στοιχείων που παρασχέθηκαν με το έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015.

2)      Επί της αιτιολογίας όσον αφορά τα συμπληρωματικά στοιχεία που παρασχέθηκαν από τις ελληνικές αρχές με το έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2017

63      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι η τελική θέση της Επιτροπής και η συνοπτική έκθεση δεν περιέχουν αιτιολογία ή μνεία των στοιχείων υπολογισμού που διαβιβάστηκαν με το έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2017. Προσάπτει στην Επιτροπή ότι στην τελική της θέση εξέθεσε απλώς ότι, με βάση τις παρασχεθείσες εκ μέρους των ελληνικών αρχών συμπληρωματικές πληροφορίες, ενέμενε στη γνώμη της ότι, παρά τη βελτίωση της κατάστασης σε σχέση με τα προηγούμενα έτη υποβολής αιτήσεων, εξακολουθούσε να υπάρχει απαράδεκτα υψηλός αριθμός μη επιλέξιμων εκτάσεων στο ΣΑΑ που χρησιμοποιήθηκε για τον έλεγχο των αιτήσεων του 2014 και ότι η συμπερίληψη αυτών των μη επιλέξιμων εκτάσεων στο ΣΑΑ είχε προκαλέσει καθ’ υπέρβαση πληρωμές για τις άμεσες στρεμματικές ενισχύσεις στο πλαίσιο των Ταμείων. Επιπλέον, όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι αρκέστηκε σε επανάληψη της γενικής αιτιολογίας περί αδυναμίας των ελληνικών αρχών να προβούν σε αναλυτικό ή ποσοτικό προσδιορισμό του κινδύνου για τα Ταμεία και ότι επανέλαβε τη στερεότυπη διατύπωση ότι «οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν μετά το συμβιβασμό δεν επιτρέπουν άλλη μέθοδο εκτίμησης του κινδύνου, εκτός αυτής που προτείνεται στην επιστολή κοινοποίησης της διόρθωσης».

64      Πριν από την εξέταση του βασίμου της αιτίασης που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθούν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

i)      Υπόμνηση των πραγματικών περιστατικών

65      Λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση του οργάνου συμβιβασμού, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές, με έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2016, να της υποβάλουν πέντε κατηγορίες πληροφοριών (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω), διευκρινίζοντας όμως ότι σημαντικότερη ήταν η πέμπτη, στο πλαίσιο της οποίας, για να προσδιοριστεί ακριβέστερα η οικονομική ζημία που υπέστησαν τα Ταμεία, η Επιτροπή ζητούσε από τις ελληνικές αρχές να δηλώσουν αν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν, χωρίς δυσανάλογη προσπάθεια, εναλλακτικοί υπολογισμοί αντί της εφαρμογής κατ’ αποκοπήν διόρθωσης.

66      Σε απάντηση του εγγράφου αυτού οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν με το έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2017 τις κατωτέρω συμπληρωματικές πληροφορίες.

67      Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία πληροφοριών, οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν, αφενός, δύο πίνακες στους οποίους απεικονιζόταν το πλήθος των ενοτήτων αναφοράς καθώς και το εμβαδόν τους σε εκτάρια, όπως αυτά προέκυψαν με την εφαρμογή τεσσάρων κατηγοριών συντελεστών επιλεξιμότητας για το 2014 και πέντε κατηγοριών συντελεστών επιλεξιμότητας για το έτος 2015, και, αφετέρου, δύο πίνακες οι οποίοι περιείχαν τους συντελεστές επιλεξιμότητας βοσκοτόπων για τα έτη 2014 και 2015. Κατά τις ελληνικές αρχές, με βάση τα αναλυτικά στοιχεία των τεσσάρων πινάκων οι μειώσεις κατά 61 832,03 εκτάρια το 2015 που παρατηρήθηκαν όσον αφορά το εμβαδόν των βοσκοτοπικών ενοτήτων οφείλονταν στο γεγονός ότι οι συντελεστές επιλεξιμότητας από τέσσερις κατηγορίες το 2014 αυξήθηκαν σε πέντε το 2015 και στην επικαιροποίηση του ΣΑΑ. Σημείωσαν επίσης ότι συνεπεία της επικαιροποίησης του ΣΑΑ δεν εισήχθησαν καινούργιες εκτάσεις βοσκοτόπων.

68      Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία πληροφοριών, οι ελληνικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τα στοιχεία που αναγράφονταν στους δύο πίνακες στους οποίους απεικονιζόταν το πλήθος των ενοτήτων αναφοράς καθώς και το εμβαδόν τους σε εκτάρια ίσχυαν για το σύνολο της ελληνικής επικράτειας και ότι όλες οι πληρωμές του έτους υποβολής αιτήσεων 2014 πραγματοποιήθηκαν με βάση τα στοιχεία που αναγράφονταν σε αυτούς. Επιπλέον, επισήμαναν ότι οι συνεχείς επικαιροποιήσεις του ΣΑΑ για το διάστημα 2012 έως 2015 είχαν ήδη αξιολογηθεί από τους ελεγκτές της Επιτροπής στο πλαίσιο των συνεχών ελέγχων αξιολόγησης της πορείας εφαρμογής του σχεδίου δράσης, γεγονός που αναγνωρίστηκε από την Επιτροπή σε επιστολής περαίωσης αναφορικά με έρευνα για το έτος υποβολής αιτήσεων 2015.

69      Όσον αφορά την τρίτη κατηγορία πληροφοριών, οι ελληνικές αρχές ανέφεραν ότι, επιπλέον των στοιχείων που είχαν προσκομιστεί κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση για την έρευνα, θα αποστελλόταν πίνακας με το σύνολο των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και των πολυετών κυρώσεων που συμψηφίστηκαν με τις πληρωμές των ετών 2015-2016 και επιστράφηκαν σε ευρώ. Προσέθεσαν επιπλέον ότι τα ποσά αυτά αφορούσαν παραγωγούς που είχαν δηλώσει βοσκοτόπους κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2014 και για τους οποίους είχαν διαπιστωθεί υπερβάσεις. Το συνολικό ποσό των 4 397 533,97 ευρώ διαχωριζόταν σε ποσό 3 153 402,20 ευρώ για αχρεωστήτως καταβληθείσες αποζημιώσεις και σε ποσό 1 244 131,77 ευρώ για πολυετείς κυρώσεις. Τέλος, οι ελληνικές αρχές σημείωσαν, αφενός, ότι στα ποσά του πίνακα δεν συμπεριλαμβάνονταν οι ποινές στα αρχικώς ζητηθέντα ποσά οι οποίες είχαν επιβληθεί απευθείας στην πληρωμή των παραγωγών με αποτέλεσμα τη μείωση του τελικώς καταβληθέντος ποσού και, αφετέρου, ότι η ανωτέρω διαδικασία επιστροφής ποσών συνεχιζόταν και τα τυχόν μη ανακτηθέντα ποσά θα επιστρέφονταν μέσω των μηνιαίων δηλώσεων δαπανών.

70      Όσον αφορά την τέταρτη και την πέμπτη κατηγορία πληροφοριών, οι ελληνικές αρχές δεν απέστειλαν κανένα πληροφοριακό στοιχείο.

71      Σε συνέχεια του εγγράφου της 9ης Ιανουαρίου 2017, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ελληνικές αρχές την τελική της θέση με έγγραφο της 15ης Μαΐου 2017.

72      Πρώτον, η Επιτροπή υπενθύμισε τα συμπεράσματα του οργάνου συμβιβασμού.

73      Δεύτερον, στο σημείο 2.1 της τελικής θέσης, με τίτλο «Αίτηση παροχής πληροφοριών κατόπιν της έκθεσης του Οργάνου Συμβιβασμού», η Επιτροπή αναφέρθηκε σε όλες τις απαντήσεις των ελληνικών αρχών όσον αφορά τις πέντε κατηγορίες πληροφοριών που είχε ζητήσει με το έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2016, προσθέτοντας ενίοτε σχόλια. Όσον αφορά την εκτεθείσα στη σκέψη 67 ανωτέρω απάντηση σχετικά με την πρώτη κατηγορία πληροφοριών, η Επιτροπή τόνισε ότι η μείωση των εκτάσεων δεν αναιρεί τη διαπίστωση περί αδυναμίας, αλλά, στον βαθμό που οι μειώσεις των εκτάσεων το 2015 είχαν χρησιμοποιηθεί για την αναδρομική επανεξέταση των πληρωμών του 2014, το στοιχείο αυτό έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Όσον αφορά τις απαντήσεις σχετικά με τη δεύτερη και την τρίτη κατηγορία πληροφοριών, η Επιτροπή δεν προέβη σε κανένα σχόλιο. Τέλος, όσον αφορά την τέταρτη και την πέμπτη κατηγορία πληροφοριών, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν παράσχει καμία πληροφορία.

74      Τρίτον, στο σημείο 2.2 της τελικής θέσης, με τίτλο «Αξιολόγηση των συμπληρωματικών πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί», η Επιτροπή εξέθεσε ότι, με βάση όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, ήταν της γνώμης ότι, παρά τη βελτίωση της κατάστασης σε σχέση με τα προηγούμενα έτη υποβολής αιτήσεων, εξακολουθούσε να υπάρχει απαράδεκτο επίπεδο μη επιλέξιμων εκτάσεων καταγεγραμμένο στο ΣΑΑ που χρησιμοποιήθηκε για τον έλεγχο των αιτήσεων του 2014. Η συμπερίληψη αυτών των μη επιλέξιμων εκτάσεων στο ΣΑΑ που αποτελεί τη βάση για την εκτέλεση των διασταυρωτικών ελέγχων προκάλεσε καθ’ υπέρβαση πληρωμές για τις άμεσες στρεμματικές ενισχύσεις στο πλαίσιο των Ταμείων. Κατά την άποψη της Επιτροπής, υπήρχε συνεπώς ανεπάρκεια όσον αφορά βασικό έλεγχο.

75      Επιπλέον, όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου, η Επιτροπή ανέφερε ότι, ελλείψει αναλυτικού υπολογισμού ή ποσοτικού προσδιορισμού του κινδύνου για τα Ταμεία που να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, οι πληροφορίες που είχαν παρασχεθεί μετά τη διαδικασία ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού δεν επέτρεπαν άλλη μέθοδο εκτίμησης του κινδύνου εκτός αυτής που προτεινόταν στο έγγραφο κοινοποίησης της διόρθωσης. Κατά την Επιτροπή, η κατ’ αποκοπήν διόρθωση ήταν ο καλύτερος τρόπος εκτίμησης του κινδύνου για τα Ταμεία. Όσον αφορά τον συντελεστή της διόρθωσης, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο τον καθορισμό του σε ποσοστό 5 % δεδομένου ότι η αδυναμία που διαπιστώθηκε συνιστούσε ανεπάρκεια στη λειτουργία βασικού ελέγχου (ανακριβείς πληροφορίες του ΣΑΑ που οδηγούν σε δυσλειτουργία των διασταυρωτικών ελέγχων και, κατά συνέπεια, σε παράτυπες πληρωμές).

76      Τέλος, τέταρτον, στο σημείο 3 της τελικής θέσης, με τίτλο «Υπολογισμός της δημοσιονομικής διόρθωσης», η Επιτροπή καθόρισε το ποσό της διόρθωσης λαμβάνοντας υπόψη τα ποσά των μειώσεων και των κυρώσεων που είχαν παρατεθεί στις συμπληρωματικές πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τις ελληνικές αρχές με τα έγγραφα της 31ης Ιουλίου 2015 και της 9ης Ιανουαρίου 2017.

ii)    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

77      Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία ως προς το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, κατ’ ουσίαν, η μείωση των εκτάσεων μεταξύ του 2014 και του 2015, που οφείλεται στη διαφοροποίηση των συντελεστών επιλεξιμότητας μεταξύ των δύο ετών, δεν σημαίνει ότι το ΣΑΑ δεν παρουσίαζε αδυναμίες για το 2014 (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω). Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι το ως άνω επιχείρημα προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι από το σημείο 2.1 της τελικής θέσης της Επιτροπής προκύπτει σαφώς ότι έγινε αναφορά σε αυτό κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης.

78      Από το περιεχόμενο της τελικής θέσης προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή τοποθετήθηκε επί των στοιχείων που παρασχέθηκαν με το έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2017.

79      Πρώτον, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι στην τελική θέση η Επιτροπή εξέθεσε απλώς ότι, παρά τις συμπληρωματικές πληροφορίες που είχαν παρασχεθεί, ενέμενε στη γνώμη της. Ομοίως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή non venire contra factum proprium καθώς και την αρχή της καλής πίστης, επειδή αμφισβήτησε το πρόσφορο των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία η ίδια απαίτησε. Η Επιτροπή διαπίστωσε, όσον αφορά την τέταρτη και την πέμπτη κατηγορία πληροφοριών που ζήτησε, ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν παράσχει καμία πληροφορία. Έλαβε δε υπόψη τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν ως απάντηση στο αίτημα παροχής πληροφοριών της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης κατηγορίας. Πράγματι, όπως προκύπτει αδιαμφισβήτητα από την τελική θέση, η Επιτροπή αναφέρθηκε στους τέσσερις πίνακες που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της απάντησης στο αίτημα παροχής πληροφοριών της πρώτης κατηγορίας και στους οποίους γινόταν σύγκριση των επιλέξιμων εκτάσεων του 2014 και του 2015. Εντούτοις, η Επιτροπή έλαβε σαφώς θέση ως προς τη σημασία των τεσσάρων αυτών πινάκων και των σχολίων που τους συνόδευαν εκθέτοντας ότι αυτή καθεαυτήν η μείωση των εκτάσεων που προέκυπτε από αυτούς δεν αναιρούσε την ύπαρξη της διαπιστωθείσας αδυναμίας. Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά την απάντηση των ελληνικών αρχών στο αίτημα παροχής πληροφοριών της τρίτης κατηγορίας, με την οποία οι εν λόγω αρχές αναφέρθηκαν σε αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά και σε επιβληθείσες κυρώσεις, η Επιτροπή, μολονότι δεν παρέθεσε συγκεκριμένο σχόλιο ως προς το σημείο αυτό, εντούτοις έλαβε δεόντως υπόψη την ως άνω απάντηση. Πράγματι, τα ποσά αυτά αφαιρέθηκαν από τη σχεδιαζόμενη διόρθωση, όπως προκύπτει τόσο από το σημείο 3 της τελικής θέσης της Επιτροπής όσο και από τη συνοπτική έκθεση.

80      Δεύτερον, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι η Επιτροπή περιορίστηκε στην επανάληψη μιας γενικής αιτιολογίας προς στήριξη της εκτίμησής της ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν προσδιορίσει τον κίνδυνο για τα Ταμεία. Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι από τις διάφορες ανταλλαγές εγγράφων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης προκύπτει σαφής και ρητή αιτιολογία. Η αιτιολογία αυτή παρείχε στις ελληνικές αρχές τη δυνατότητα να γνωρίζουν ότι η Επιτροπή σκόπευε να προβεί σε κατ’ αποκοπήν διορθώσεις, επειδή ήταν της γνώμης ότι τα στοιχεία που υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία δεν της έδιναν τη δυνατότητα να προσδιορίσει τη ζημία με επαρκή ακρίβεια.

81      Πράγματι, από τα διάφορα στάδια της διαδικασίας εκκαθάρισης, στην οποία, όπως τονίστηκε στη σκέψη 55 ανωτέρω, είχαν ενεργό συμμετοχή οι ελληνικές αρχές, προκύπτει ότι η Επιτροπή τις κάλεσε να παράσχουν λεπτομερείς πληροφορίες προκειμένου να προσδιοριστεί όσο το δυνατόν ακριβέστερα η οικονομική ζημία που υπέστησαν τα Ταμεία.

82      Στην εισαγωγή της κοινοποίησης της 5ης Ιανουαρίου 2015, ζητήθηκε ρητώς από τις ελληνικές αρχές να λάβουν υπόψη στην απάντησή τους όσον αφορά τις διαπιστώσεις που περιελάμβανε η κοινοποίηση αυτή τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 και στο άρθρο 34, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014. Πλην όμως, οι διατάξεις αυτές έχουν ιδίως ως σκοπό να δώσουν τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να παράσχουν στην Επιτροπή λεπτομερείς πληροφορίες οι οποίες να αποδεικνύουν ότι η πραγματική έκταση της μη συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία ή του κινδύνου για τα Ταμεία είναι μικρότερη από αυτήν που ανέφερε η Επιτροπή.

83      Περαιτέρω, από τα πρακτικά της διμερούς σύσκεψης προκύπτει ότι, κατά τη σύσκεψη αυτή, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, αν και τους είχε ζητηθεί με την κοινοποίηση της 5ης Ιανουαρίου 2015, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν προσκομίσει καμία αξιολόγηση κινδύνου για τα ταμεία και ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο σκόπευε να προβεί σε δημοσιονομική διόρθωση.

84      Εξάλλου, η Επιτροπή, απαντώντας στο έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015, με το οποίο οι ελληνικές αρχές είχαν διαβιβάσει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τους 79 664 γεωργούς που περιλαμβάνονταν στις επίσημες στατιστικές, επισήμανε στα πορίσματα της 14ης Ιανουαρίου 2016 ότι τα στοιχεία αυτά δεν ήταν ικανά να τεκμηριώσουν την πλήρη συμμόρφωση της Ελληνικής Δημοκρατίας με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ούτε να αποδείξουν ότι σε όσες περιπτώσεις ήταν αναγκαίο επιβλήθηκαν οι προβλεπόμενες από τις οικείες ρυθμίσεις κυρώσεις. Συνεπώς, η Επιτροπή επανέλαβε τη θέση της ότι, ελλείψει αναλυτικού υπολογισμού ή ποσοτικού προσδιορισμού του κινδύνου για τα Ταμεία, ο οποίος να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, η επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ήταν ο καλύτερος τρόπος εκτίμησης του κινδύνου για τα Ταμεία (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

85      Εν συνεχεία, οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν αίτηση για την κίνηση διαδικασίας ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού, με την οποία προσήπταν στην Επιτροπή ότι δεν είχε λάβει υπόψη τα αναλυτικά στοιχεία που είχαν προηγουμένως διαβιβάσει, ενώ, κατά την άποψή τους, τα στοιχεία αυτά, αφενός, πληρούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 και, αφετέρου, περιείχαν αναλυτικό υπολογισμό και ποσοτικό προσδιορισμό του κινδύνου για τα Ταμεία. Εντούτοις, το όργανο συμβιβασμού, όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από την έκθεσή του, όχι μόνο δεν επιβεβαίωσε την άποψη των ελληνικών αρχών ως προς τη σημασία των διαβιβασθεισών πληροφοριών, αλλά έκρινε σκόπιμο να ζητήσει διευκρινίσεις σχετικά με την εκδοχή του ΣΑΑ βάσει της οποίας έγιναν οι πληρωμές για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014.

86      Από την εξέταση της αλληλογραφίας μεταξύ των ελληνικών αρχών και της Επιτροπής καθίσταται συνεπώς σαφές ότι η δεύτερη είχε ρητώς επισημάνει, στα διάφορα στάδια της διοικητικής διαδικασίας και, εν συνεχεία, στην συνοπτική έκθεση, ότι οι ελληνικές αρχές δεν της είχαν διαβιβάσει αρκούντως ακριβή στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να υπολογίσει εκ νέου τα ποσά των ενισχύσεων που έπρεπε να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση των Ταμείων. Εξάλλου, από την ίδια αλληλογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή τόνισε ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν διαβιβάσει όλες τις ζητηθείσες πληροφορίες και, συγκεκριμένα, τις σημαντικότερες από αυτές, ήτοι εκείνες που αφορούσαν την πέμπτη κατηγορία πληροφοριών στο πλαίσιο της οποίας τους ζητήθηκε να δηλώσουν, για να προσδιοριστεί ακριβέστερα η οικονομική ζημία που υπέστησαν τα Ταμεία, αν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν εναλλακτικοί υπολογισμοί αντί της εφαρμογής κατ’ αποκοπήν διόρθωσης.

87      Υπενθυμίζεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε, σύμφωνα με την πάγια νομολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 51 ανωτέρω, να προσκομίσει τις κατά το δυνατόν λεπτομερέστερες και πληρέστερες αποδείξεις σχετικά με την αλήθεια των παρασχεθέντων αριθμητικών στοιχείων και, κατά περίπτωση, σχετικά με την ανακρίβεια των εκτιμήσεων και των υπολογισμών της Επιτροπής.

88      Πρέπει να προστεθεί ότι δεν ασκεί καμία επιρροή ως προς το σημείο αυτό ότι οι εξηγήσεις δόθηκαν στο πλαίσιο διαφόρων επαφών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης και όχι μόνο στην τελική θέση της Επιτροπής ή στη συνοπτική έκθεση, κατά το μέτρο που, όπως τονίστηκε στη σκέψη 55 ανωτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία μετείχε στη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

89      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή, αφενός, παραβίασε την αρχή non venire contra factum proprium και την αρχή της καλής πίστης, αρνούμενη ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε προσκομίσει τεκμηριωμένο υπολογισμό του κινδύνου, και, αφετέρου, δεν τοποθετήθηκε ούτε στην τελική θέση ούτε στη συνοπτική έκθεση επί των στοιχείων υπολογισμού που παρασχέθηκαν με το έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2017, επιβάλλεται να γίνει δεκτή η διαπίστωση της Επιτροπής ότι το έγγραφο αυτό ουδόλως περιέχει υπολογισμό του κινδύνου για τα Ταμεία. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι το έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015 περιέχει τέτοια στοιχεία υπολογισμού. Είναι αληθές ότι οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν στοιχεία σχετικά με τις εκτάσεις που περιελάμβανε το ΣΑΑ, τους 79 664 γεωργούς που είχαν δηλώσει βοσκοτόπους στην ενιαία αίτηση ενίσχυσης για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014, τη συνολική έκταση που δηλώθηκε από τους γεωργούς, τη συνολική έκταση την οποία αφορά η αίτηση για την ενιαία ενίσχυση και, τέλος, τα ποσά των κυρώσεων που επιβλήθηκαν κατόπιν της επανεξέτασης των αγροτεμαχίων αναφοράς μόνιμου βοσκότοπου. Εντούτοις, ουδόλως προκύπτει ότι πρόκειται για υπολογισμό ή για ακριβή προσδιορισμό του ως άνω κινδύνου. Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, τα δύο αυτά έγγραφα δεν περιέχουν καμία μέθοδο υπολογισμού ή εκτίμησης του κινδύνου. Η ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή η επιβολή κυρώσεων ή ακόμη το γεγονός ότι οι εκτάσεις που περιείχε το ΣΑΑ για το 2014 συμπίπτουν με εκείνες που περιείχε για το 2015 δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι όλες οι λοιπές πληρωμές ήταν νομότυπες και αντιστοιχούσαν πράγματι σε ελεγχθείσες επιλέξιμες εκτάσεις. Εν πάση περιπτώσει, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να το αποδείξει και, λαμβανομένης υπόψη της έλλειψης συγκεκριμένων επιχειρημάτων και αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τον ακριβή υπολογισμό του κινδύνου για τα Ταμεία, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι αιτιολόγησε ανεπαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση την επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση.

90      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής non venire contra factum propium και της αρχής της καλής πίστης. Πρέπει επίσης να απορριφθούν οι δύο αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει κατ’ ανάγκην πλάνη περί τα πράγματα και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επειδή εκδόθηκε κατά παραγνώριση των συμπληρωματικών στοιχείων που διαβιβάστηκαν με τα έγγραφα της 31ης Ιουλίου 2015 και της 9ης Ιανουαρίου 2017. Πράγματι, όπως κρίθηκε στις σκέψεις 77 έως 89 ανωτέρω, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα εν λόγω συμπληρωματικά στοιχεία.

91      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1290/2005 και του άρθρου 52, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1306/2013, παραβίαση των κατευθυντήριων γραμμών του εγγράφου VI/5330/97 και της ανακοίνωσης C(2015) 3675 final, επιβολή διπλής διόρθωσης, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

92      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι επέβαλε κατ’ αποκοπήν διόρθωση, κατά παράβαση του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1290/2005, του άρθρου 52, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1306/2013, καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών του εγγράφου VI/5330/97 και της ανακοίνωσης C(2015) 3675 final (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές). Υποστηρίζει ότι δεν ήταν δυνατή η επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2014, είχε διαβιβαστεί στην Επιτροπή το σύνολο των απαραίτητων στοιχείων για να προσδιοριστεί ακριβέστερα, χωρίς δυσανάλογη προσπάθεια, η οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση. Κατά την άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα στοιχεία αυτά όχι μόνον πληρούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, αλλά αποδείκνυαν ότι το μη επιλέξιμο ποσό δεν είχε καταβληθεί, ενώ είχαν επιβληθεί οι προβλεπόμενες κυρώσεις. Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, υποβάλλοντας αναλυτικό υπολογισμό και ποσοτικό προσδιορισμό του κινδύνου για τα Ταμεία, ο οποίος ήταν μηδενικός, ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε. Επιπλέον, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, εφόσον η ίδια προέβη σε διόρθωση και αποκατάσταση των σφαλμάτων, εξαλείφοντας κάθε κίνδυνο για τα Ταμεία, η επιβολή της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ισοδυναμεί με την επιβολή διπλής διόρθωσης για την ίδια αιτία, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

93      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

94      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 προβλέπει τα εξής:

«Η Επιτροπή εκτιμά τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν με βάση τη σοβαρότητα της διαπιστούμενης μη συμμόρφωσης. Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το είδος της παράβασης και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση. Βασίζει τον αποκλεισμό στον προσδιορισμό των αχρεωστήτως δαπανηθέντων ποσών και, σε περίπτωση που ο υπολογισμός των εν λόγω ποσών απαιτεί δυσανάλογη προσπάθεια, δύναται να εφαρμόζει διορθώσεις κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπήν. Οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις εφαρμόζονται μόνο όταν, λόγω της φύσης της περίπτωσης ή επειδή το κράτος μέλος δεν διαβίβασε στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες, δεν είναι εφικτό, με μια λογική προσπάθεια, να προσδιοριστεί ακριβέστερα η οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση.»

95      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία ορθώς υποστηρίζει ότι το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 προβλέπει τρία είδη διόρθωσης, ήτοι την «εφάπαξ», την «κατά παρεκβολή» και την «κατ’ αποκοπήν» και ότι η τελευταία έχει τον χαρακτήρα έσχατου μέσου. Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, εφάπαξ διόρθωση επιβάλλεται όταν είναι δυνατός ο ακριβής προσδιορισμός των αχρεωστήτως δαπανηθέντων ποσών.

96      Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 προβλέπει ότι, «[γ]ια την έκδοση της απόφασης, δυνάμει του άρθρου 52 παράγραφος 1 του κανονισμού [...] 1306/2013, σχετικά με τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, η Επιτροπή διακρίνει μεταξύ αυτών των ποσών ή τμημάτων των ποσών που χαρακτηρίζονται αδικαιολογήτως δαπανηθέντα και εκείνων που προσδιορίζονται με την εφαρμογή κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπή διορθώσεων».

97      Περαιτέρω, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 907/2014 προβλέπει τα εξής:

«Η Επιτροπή βασίζει τον αποκλεισμό στον προσδιορισμό των αδικαιολογήτως δαπανηθέντων ποσών, μόνον εάν τα ποσά αυτά μπορούν να προσδιορισθούν με λογική προσπάθεια. Όταν η Επιτροπή δεν μπορεί να προσδιορίσει τα αδικαιολογήτως δαπανηθέντα ποσά με λογική προσπάθεια, τα κράτη μέλη μπορούν, εντός των προθεσμιών που καθορίζονται από την Επιτροπή στη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, να υποβάλουν στοιχεία σχετικά με την επαλήθευση των ποσών αυτών βάσει εξέτασης όλων των μεμονωμένων περιπτώσεων που ενδεχομένως επηρεάζονται από τη μη συμμόρφωση.»

98      Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, «[ό]ταν τα αδικαιολογήτως δαπανηθέντα ποσά δεν μπορούν να προσδιορισθούν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η Επιτροπή μπορεί να προσδιορίσει τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν εφαρμόζοντας κατά παρεκβολή διορθώσεις». Κατά την ίδια διάταξη, η κατά παρεκβολή διόρθωση στηρίζεται σε υπολογισμό του ποσού που πρέπει να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, με παρεκβολή, βάσει στατιστικών μέσων, των αποτελεσμάτων των ελέγχων που διενεργήθηκαν σε αντιπροσωπευτικό δείγμα των εν λόγω περιπτώσεων.

99      Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα όσον αφορά τις δημοσιονομικές συνέπειες των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν (απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑387/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:71, σκέψη 61).

100    Εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Ελληνική Δημοκρατία, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές και το άρθρο 52 του κανονισμού 1360/2013 για την εφαρμογή εφάπαξ διόρθωσης για την παρατυπία που διαπίστωσε η Επιτροπή.

101    Πράγματι, από τις κατευθυντήριες γραμμές, καθώς και από το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 και από το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 προκύπτει ότι προϋπόθεση της εφάπαξ διόρθωσης είναι ο ακριβής προσδιορισμός των ποσών που αναγνωρίζονται ως δαπανηθέντα κατά τρόπο μη σύμφωνο με τους εφαρμοστέους κανόνες. Με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο η διαπιστωθείσα παρατυπία να σχετίζεται, ως εκ της φύσεώς της, με συγκεκριμένα ποσά. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώνει ότι σε κάτοχο γεωργικής εκμετάλλευσης ή σε ομάδα τέτοιων κατόχων χορηγήθηκε ενωσιακή ενίσχυση ενώ δεν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή, αρκεί η Επιτροπή να πληροφορηθεί τα ποσά που εισέπραξαν οι εν λόγω κάτοχοι εκμεταλλεύσεων προκειμένου να επιβάλει την κατάλληλη διόρθωση εις βάρος του κράτους μέλους το οποίο δεν ενήργησε προκειμένου να εμποδίσει τη χορήγηση ενωσιακής ενίσχυσης σε αυτούς (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, T‑627/16, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:538, σκέψη 138).

102    Αντιθέτως, όταν οι διαπιστώσεις της Επιτροπής αφορούν ελλείψεις οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, δεν σχετίζονται άμεσα με συγκεκριμένο ποσό αλλά δημιουργούν αβεβαιότητα ως προς το νομότυπο των δαπανών με τις οποίες επιβαρύνθηκε το οικείο Ταμείο, με αποτέλεσμα την πρόκληση κινδύνου ζημιών για αυτό, είναι ενδεδειγμένη η εφαρμογή κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης σύμφωνα με τις ειδικότερες διακρίσεις του άρθρου 12, παράγραφοι 3 έως 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, T‑627/16, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:538, σκέψη 139).

103    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι από τις διαπιστώσεις της Επιτροπής κατά την έρευνα που διενεργήθηκε από τις 3 έως τις 8 Νοεμβρίου 2014 καταδεικνύεται η ύπαρξη συστημικών ελλείψεων στους ελέγχους που έπρεπε να διεξαχθούν από την Ελληνική Δημοκρατία. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η κατάσταση που είχε διαπιστωθεί αποτελούσε αδυναμία στη λειτουργία ενός βασικού ελέγχου, καθώς οι διασταυρωτικοί έλεγχοι και οι επιτόπιοι έλεγχοι δεν διενεργήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, λόγω της εσφαλμένης ερμηνείας του τι είναι μη επιλέξιμη έκταση (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω). Οι συγκεκριμένοι έλεγχοι είχαν συνεπώς ως σκοπό την επαλήθευση του νομότυπου χαρακτήρα των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν υπό τη μορφή ενισχύσεων στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής. Όσον αφορά τη φύση τους, οι διαπιστωθείσες ελλείψεις εμπόδιζαν, εκ πρώτης όψεως, να εκτιμηθεί με την απαιτούμενη ακρίβεια αν ορισμένοι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις ώστε να δικαιούνται να λάβουν τα ποσά της ενίσχυσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, T‑627/16, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:538, σκέψη 140).

104    Κατά συνέπεια, παρά τον χαρακτήρα της ως έσχατου μέσου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λόγω της φύσης της περίπτωσης, η Επιτροπή βασίμως συμπέρανε ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, ελλείψει πληροφοριών οι οποίες να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, ο καλύτερος τρόπος εκτίμησης του κινδύνου για τα Ταμεία ήταν η επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης.

105    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν με τα έγγραφα της 31ης Ιουλίου 2015 και της 9ης Ιανουαρίου 2017 ήταν αρκούντως ακριβείς, ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, και ότι παρείχαν τη δυνατότητα προσδιορισμού των αδικαιολογήτως δαπανηθέντων ποσών σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013, ούτε από το επιχείρημα με το οποίο υποστηρίζει ότι απέδειξε ότι ο κίνδυνος για τα Ταμεία είχε εκμηδενιστεί.

106    Πράγματι, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

107    Ειδικότερα, το άρθρο 12, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ έως δʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 ορίζει, κατ’ ουσίαν, τις απαιτήσεις αξιοπιστίας τις οποίες πρέπει να πληρούν τα δεδομένα που διαβιβάζει το κράτος μέλος. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, για να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογεί τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό ή την παρεκβολή, οι οποίες περιγράφονται με σαφήνεια από τα κράτη μέλη να ελέγχει την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 3, να ελέγχει το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα του προσδιορισμού ή της παρεκβολής που υποβλήθηκαν και, τέλος, να αποκτά επαρκή και κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία λογιστικού ελέγχου σχετικά με τα υποκείμενα δεδομένα.

108    Συνεπώς, αποτελεί εγγενές στοιχείο του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 το ότι, εάν ένα κράτος μέλος επιθυμεί να κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο άρθρο αυτό, οφείλει να παράσχει στην Επιτροπή, κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι πρέπει να εφαρμοστεί εφάπαξ ή κατά παρεκβολή διόρθωση αντί της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης.

109    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αλήθεια του ισχυρισμού της Επιτροπής ότι το κράτος μέλος αυτό δεν προσκόμισε κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης κανέναν υπολογισμό ή προσδιορισμό του κινδύνου ο οποίος να πληροί τα κριτήρια του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014.

110    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η μέθοδος υπολογισμού του σφάλματος και της ζημίας των Ταμείων περιγραφόταν με σαφήνεια ιδίως στα έγγραφα της 31ης Ιουλίου 2015 και της 9ης Ιανουαρίου 2017, επειδή σε αυτά γινόταν παράθεση συγκεκριμένων ποσών και μεγεθών εξαγόμενων από επίσημα και αντικειμενικά στοιχεία, όπως οι στατιστικές ελέγχου του οργανισμού πληρωμών, οι οποίες είναι αποδεκτά αποδεικτικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014. Ομοίως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα ότι κανένα επιπλέον στοιχείο δεν χρειαζόταν κατ’ επίκληση του ότι από τον συνδυασμό των δεδομένων του πίνακα των 79 664 εγγραφών που διαβιβάστηκαν με το έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015 και των δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονταν στο έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2017 προκύπτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρασχέθηκαν από τις ελληνικές αρχές ήταν άμεσα επαληθεύσιμα.

111    Πράγματι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απλή παράθεση αριθμητικών στοιχείων και δεδομένων σχετικά με τους 79 664 γεωργούς ή τα αχρεωστήτως καταβληθέντα και ανακτηθέντα ποσά, χωρίς εξηγήσεις ως προς τον εσφαλμένο χαρακτήρα των διαπιστώσεων της Επιτροπής και του εκ μέρους της υπολογισμού του δημοσιονομικού αντίκτυπου, δεν αρκεί προκειμένου να κλονίσει τις διαπιστώσεις αυτές και τον ως άνω υπολογισμό. Υπενθυμίζεται, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αντικρούει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίζει τα δικά του επιχειρήματα σε στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑588/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:688, σκέψη 74).

112    Εν προκειμένω, οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν, με το έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2015, στοιχεία σχετικά με τις εκτάσεις που περιελάμβανε το ΣΑΑ, τους 79 664 γεωργούς που είχαν δηλώσει βοσκοτόπους στην ενιαία αίτηση ενίσχυσης για το έτος υποβολής αιτήσεων 2014, τη συνολική έκταση που δηλώθηκε από τους γεωργούς, τη συνολική έκταση την οποία αφορά η αίτηση για την ενιαία ενίσχυση και, τέλος, τα ποσά των κυρώσεων που επιβλήθηκαν κατόπιν της επανεξέτασης των αγροτεμαχίων αναφοράς μόνιμου βοσκότοπου (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω). Οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν επίσης, με το έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2017, πίνακες στους οποίους γινόταν, κατ’ ουσίαν, σύγκριση των επιλέξιμων εκτάσεων του 2014 και του 2015, καθώς και των ποσών και των κυρώσεων που επιβλήθηκαν (βλ. σκέψεις 67 και 69 ανωτέρω).

113    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το σύνολο των δεδομένων που διαβίβασαν οι ελληνικές αρχές προκύπτει σαφώς ότι, κατόπιν διορθωτικών μέτρων που έλαβαν, είτε ανακτήθηκαν ποσά σε ικανό αριθμό περιπτώσεων είτε δεν πραγματοποιήθηκαν πληρωμές. Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή αφαίρεσε τα ανακτηθέντα ή μη καταβληθέντα ποσά από την αρχική εκτίμηση του κινδύνου ζημίας για τα Ταμεία.

114    Εντούτοις, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, τα δύο αυτά έγγραφα δεν περιέχουν καμία περιγραφή της μεθόδου υπολογισμού ή εκτίμησης του κινδύνου, παρά τα όσα ρητώς προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014. Ομοίως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορούν να αξιοποιηθούν για να προσδιοριστεί μια εφάπαξ διόρθωση βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές έδωσαν διευκρινίσεις ως προς τα στατιστικά στοιχεία από τα οποία εξήχθησαν τα επιμέρους δεδομένα για τους 79 664 γεωργούς ή ως προς τη μέθοδο που εφαρμόστηκε για την εξαγωγή των δεδομένων αυτών. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι η ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή η επιβολή κυρώσεων ή ακόμη το γεγονός ότι οι εκτάσεις που περιείχε το ΣΑΑ για το 2015 συμπίπτουν με εκείνες που περιείχε για το 2014 δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι όλες οι λοιπές πληρωμές ήταν νομότυπες και αντιστοιχούσαν πράγματι σε ελεγχθείσες επιλέξιμες εκτάσεις, τη στιγμή που αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο της αιτίασης της Επιτροπής.

115    Όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, ελλείψει διευκρινίσεων ως προς τα χρησιμοποιηθέντα στατιστικά στοιχεία και την εφαρμοσθείσα μέθοδο για την επαλήθευση των διαφόρων επιμέρους περιπτώσεων, η ίδια ουδόλως ήταν σε θέση, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, να αξιολογήσει τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν ή να ελέγξει το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα των οποίων γινόταν επίκληση από τις ελληνικές αρχές προς στήριξη του επιχειρήματός τους ότι ο κίνδυνος για τα Ταμεία είχε εκμηδενιστεί.

116    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα στοιχεία που διαβίβασαν οι ελληνικές αρχές κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις αξιοπιστίας του άρθρου 12, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 και, κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν βάσει αυτών να προσδιοριστούν τα αδικαιολογήτως δαπανηθέντα ποσά, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013, και να γίνει δεκτό ότι είχε εκμηδενιστεί ο κίνδυνος για τα Ταμεία, όπως υποστήριζαν οι ελληνικές αρχές.

117    Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι, εφόσον η ίδια προέβη σε διόρθωση και αποκατάσταση των σφαλμάτων, χωρίς να παραμένει κανένας κίνδυνος για τα Ταμεία, η επιβολή της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ισοδυναμεί με την επιβολή διπλής διόρθωσης για την ίδια αιτία, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

118    Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία κατά την οποία η αρχή αυτή, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει να μη βαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πέραν αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση. Επομένως, όταν υπάρχει η δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001, Jippes κ.λπ., C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 81, και της 6ης Μαΐου 2010, Comune di Napoli κατά Επιτροπής, T‑388/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:177, σκέψη 143).

119    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει λόγος για διπλή διόρθωση για την ίδια αιτία, δεδομένου ότι η μέθοδος υπολογισμού που υιοθέτησε η Επιτροπή αποσκοπεί ακριβώς στην αποφυγή της εν λόγω σωρευτικής επιβολής διορθώσεων. Πράγματι, όπως προκύπτει από την τελική θέση και από τη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή, αφενός, αφαίρεσε τα ποσά που δεν κατέβαλαν ή ανέκτησαν οι ελληνικές αρχές και, αφετέρου, ανέφερε ότι τα ποσά που ενδεχομένως ανακτώνται από τους δικαιούχους μετά τις 30 Απριλίου 2017, σε σχέση με τις ελλείψεις για τις οποίες πρότεινε τη δημοσιονομική διόρθωση, θα καταγράφονταν αλλά δεν θα πιστώνονταν στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Επομένως, η Επιτροπή καθόρισε το ποσό της επίμαχης διόρθωσης επιδιώκοντας ακριβώς να αποφευχθεί η επιβολή διόρθωσης δυσανάλογης προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

120    Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να βάλλει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης επικαλούμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

121    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1290/2005 και του άρθρου 52, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1306/2013, παραβίαση των κατευθυντήριων γραμμών του εγγράφου VI/5330/97 και της ανακοίνωσης C(2015) 3675 final, επιβολή διπλής διόρθωσης, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

122    Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

123    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Δεκεμβρίου 2019.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

R. da Silva Passos


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.