Language of document : ECLI:EU:T:2011:363

Υποθέσεις T-141/07, T-142/07, T-145/07 και T-146/07

General Technic-Otis Sàrl κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά εγκαταστάσεως και συντηρήσεως ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Παρέμβαση στη διαδικασία υποβολής προσφορών – Κατανομή των αγορών – Καθορισμός τιμών»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 %

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

2.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 % – Παραβίαση της αρχής της εξατομίκευσης των ποινών – Δεν υφίσταται – Παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

3.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Έμμεση αιτιολογία – Επιτρέπεται

(Άρθρο 253 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 % – Θυγατρική που ανήκει σε ενδιάμεση εταιρία χαρτοφυλακίου – Περίσταση ανεπαρκής να ανατρέψει το τεκμήριο

(Άρθρο 81 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 % – Αυτοτέλεια της συμπεριφοράς των μισθωτών υπαλλήλων των θυγατρικών σε σχέση με τις θυγατρικές αυτές – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Αποδέκτες – Επιχειρήσεις – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Νομικό πρόσωπο που διαθέτει πλειοψηφική συμμετοχή σε εταιρία και αναμειγνύεται στη διαχείριση της εν λόγω εταιρίας – Περιλαμβάνεται

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Μη γνωστοποίηση εγγράφου που δεν ασκεί επιρροή για τη θεμελίωση αιτιάσεως – Βάρος αποδείξεως

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Νομική φύση

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση – Υποχρέωση συνεκτίμησης του πραγματικού αντίκτυπου στην αγορά – Δεν υφίσταται – Πρωταρχικός ρόλος του κριτηρίου που αντλείται από τη φύση της παράβασης

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Υποχρέωση συνεκτίμησης του μεγέθους της αγοράς – Δεν υφίσταται

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 2, τρίτη περίπτωση)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Συνεκτίμηση της πραγματικής οικονομικής δυνατότητας της επιχείρησης να προξενήσει ζημία

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως – Παραβάσεις μακράς διαρκείας – Αυτόματη προσαύξηση του αρχικού ποσού κατά 10 % ετησίως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 B, εδ. 1, πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Κριτήρια εκτιμήσεως του αποτρεπτικού αποτελέσματος – Συνεκτίμηση του μεγέθους και του συνόλου των διαθέσιμων πόρων της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται πρόστιμο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Προϋποθέσεις – Σημαντική προστιθέμενη αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

15.    Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Αιτίαση που διατυπώνεται σε υποσημείωση του εισαγωγικού δικογράφου – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ)

16.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Εφαρμογή της ανακοίνωσης για τη συνεργασία – Μείωση λόγω μη αμφισβήτησης πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης για τη συνεργασία

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04 και 2002/C 45/03)

17.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Μείωση λόγω μη αμφισβήτησης πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης για τη συνεργασία – Αναλογικότητα

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

18.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

1.      Η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτοτελή τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κυρίως τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών ενοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, αυτό συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής ενότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση. Συνεπώς, το γεγονός ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση.

Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιορίζεται στη διαπίστωση του ότι μια επιχείρηση μπορεί να ασκήσει αποφασιστική επιρροή σε άλλη επιχείρηση, χωρίς να χρειάζεται να εξακριβωθεί αν η εν λόγω επιρροή πράγματι ασκήθηκε. Αντιθέτως, εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στην Επιτροπή να αποδείξει μια τέτοια αποφασιστική επιρροή βάσει ενός συνόλου πραγματικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων, ειδικότερα, περιλαμβάνεται η ενδεχόμενη εξουσία μιας των εν λόγω επιχειρήσεων να διευθύνει την άλλη.

Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής, προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

Επιπλέον, η εκτίμηση του αν οι μητρικές εταιρίες ασκούν ενδεχομένως από κοινού έλεγχο στη θυγατρική τους πρέπει να γίνεται με βάση τις περιστάσεις εκάστης υποθέσεως. Κατά συνέπεια, οι εκτιμήσεις στις οποίες κατέληξε η Επιτροπή όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά προηγουμένων υποθέσεων δεν μπορούν να ισχύουν σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, καθόσον οι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις μπορούν να έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι τα πραγματικά στοιχεία των υποθέσεων δεν είναι πανομοιότυπα.

Επομένως, όταν, κατά τη διάρκεια της περιόδου εντός της οποίας διαπράχθηκαν οι παραβάσεις, μια μητρική εταιρία κατέχει ευθέως το 100 % του κεφαλαίου θυγατρικής της και εμμέσως, μέσω της εν λόγω θυγατρικής, το 100 % του κεφαλαίου άλλων εταιριών ευρισκόμενων σε διάφορα κράτη μέλη, ορθώς τεκμαίρει η Επιτροπή ότι, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η μητρική ασκούσε αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική των εταιριών αυτών.

(βλ. σκέψεις 56-60, 69-70, 108, 381)

2.      Δυνάμει της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης, σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τις πράξεις που της προσάπτονται ατομικώς. Εντούτοις, η αρχή αυτή πρέπει να συμβιβάζεται με την έννοια της επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, αυτό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία ομίλου επιχειρήσεων δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην εν λόγω παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης, η δε αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε και από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και από το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών.

Στο πλαίσιο αυτό, το τεκμήριο αυτό δεν θεωρείται ότι παραβιάζεται από έναν κανόνα που διέπει τον καταλογισμό της ευθύνης για παράβαση, όπως είναι το τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία που κατέχει το 100 % του κεφαλαίου θυγατρικών της ασκεί αποφασιστική επιρροή σε αυτές. Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν απαγορεύει τα νομικά ή πραγματικά τεκμήρια που περιλαμβάνονται σε νόμους που επιβάλλουν κυρώσεις αλλά επιτάσσει στα κράτη μέλη να περιορίζουν τα τεκμήρια αυτά σε λογικά όρια, τα οποία να λαμβάνουν υπόψη τη σοβαρότητα του διακυβεύματος και τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, όταν, σε διαδικασίες ανταγωνισμού, συνάγονται ορισμένα συμπεράσματα κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες επιχειρήσεις έχουν την ευχέρεια να ανατρέψουν τα συμπεράσματα αυτά.

(βλ. σκέψεις 71, 73, 77)

3.      Από την επιβαλλόμενη με το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική της αρχής της Ένωσης που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του.

Το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία μιας αποφάσεως είναι σύμφωνη με τις επιταγές της ανωτέρω διατάξεως πρέπει να κρίνεται βάσει όχι μόνον του γράμματος της πράξεως αυτής, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα.

Εξάλλου, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε Γενικό Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του.

(βλ. σκέψεις 80, 97, 301-302)

4.      Η ιδιότητα μητρικής εταιρίας ως εταιρίας χαρτοφυλακίου επικεφαλής ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο του οποίου η μητρική επιβλέπει τις δραστηριότητες μιας εκ των θυγατρικών της μόνον στον βαθμό που αυτό επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις που υπέχει έναντι των δικών της μετόχων, δεν συνιστά στοιχείο ικανό να ανατρέψει το τεκμήριο ευθύνης για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης το οποίο λειτουργεί εις βάρος της μητρικής εταιρίας που κατέχει το 100 % του κεφαλαίου των θυγατρικών της. Συγκεκριμένα, εντός ενός ομίλου εταιριών, η εταιρία χαρτοφυλακίου έχει ως αποστολή να συγκεντρώσει τις συμμετοχές σε διάφορες εταιρίες, προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία διεύθυνση.

(βλ. σκέψη 84)

5.      Όσον αφορά το τεκμήριο ευθύνης την οποία υπέχει μητρική εταιρία που κατέχει το 100 % του κεφαλαίου των θυγατρικών της για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης που διαπράττουν οι θυγατρικές αυτές, το γεγονός ότι ορισμένοι υπάλληλοι των θυγατρικών αυτών ενήργησαν κατά παράβαση των οδηγιών της μητρικής εταιρίας, ιδίως καθόσον απέκρυψαν τις ενέργειές τους από τους προϊσταμένους τους και από τη μητρική, δεν μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο ελλείψεως αυτοτέλειας των οικείων θυγατρικών. Συναφώς, η διάκριση μεταξύ των θυγατρικών και των υπαλλήλων τους, οι οποίοι διέπραξαν τις παραβάσεις αποκρύπτοντας τις ενέργειές τους από τους προϊσταμένους τους και από τη μητρική, είναι τεχνητή. Οι εν λόγω υπάλληλοι συνδέονται με τις θυγατρικές στις οποίες απασχολούνται με σχέση εργασίας που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι παρέχουν τις οικείες υπηρεσίες υπέρ εκάστης των επιχειρήσεων αυτών και υπό τη διεύθυνσή τους και εντάσσονται, κατά τη διάρκεια της σχέσεως αυτής, στις εν λόγω επιχειρήσεις, σχηματίζοντας επομένως οικονομική ενότητα με κάθε μία από αυτές.

(βλ. σκέψη 87)

6.      Στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της επιχειρήσεως περιλαμβάνει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Η απλή κατοχή μεριδίων συμμετοχής, έστω πλειοψηφικών, δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ως οικονομική η δραστηριότητα του νομικού προσώπου που κατέχει τα μερίδια αυτά, εφόσον η δραστηριότητα αυτή συνίσταται μόνο στην άσκηση των μετοχικών ή εταιρικών δικαιωμάτων ή και στην είσπραξη μερισμάτων, που αποτελούν απλώς καρπούς της ιδιοκτησίας του αγαθού. Αντιθέτως, ένα νομικό πρόσωπο που, μέσω της πλειοψηφικής συμμετοχής του σε εταιρία, αναμειγνύεται ευθέως ή εμμέσως στη διαχείριση της εν λόγω εταιρίας θεωρείται ότι μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα της ελεγχομένης επιχειρήσεως. Για να εξακριβωθεί αν όντως ασκείται τέτοιος έλεγχος στο πλαίσιο της αναλύσεως της σχετικής με την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής ενότητας αποτελούμενης από διάφορες εταιρίες μέλη ενός ομίλου, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη η επιρροή της μητρικής εταιρίας στην πολιτική των τιμών, τις δραστηριότητες παραγωγής και διανομής, τους στόχους πωλήσεων, τα περιθώρια μικτού κέρδους, τα έξοδα πωλήσεως, τα στοιχεία του ενεργητικού, τα αποθέματα και το marketing, αλλά και όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τους οργανωτικούς, οικονομικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση και τα οποία, επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξαντλητικής απαριθμήσεως.

(βλ. σκέψεις 101, 103)

7.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων, ιδίως προστίμων ή χρηματικών ποινών, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, που πρέπει να τηρείται, ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα. Συναφώς, η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί τη δικονομική εγγύηση περί εφαρμογής της εν λόγω θεμελιώδους αρχής. Η αρχή αυτή επιβάλλει ιδίως να περιλαμβάνει η ανακοίνωση των αιτιάσεων την οποία απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδεται και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η μη γνωστοποίηση επιβαρυντικού εγγράφου συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδείξει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της που αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Αν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά έγγραφα τα οποία γνωστοποιήθηκαν στους ενδιαφερομένους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και επί των οποίων συγκεκριμένα στηρίχθηκαν τα συμπεράσματα της Επιτροπής, το γεγονός ότι είναι απαράδεκτο ως αποδεικτικό στοιχείο το μη γνωστοποιηθέν ενοχοποιητικό έγγραφο δεν αναιρεί το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώνονται με την επίδικη απόφαση. Επομένως, εναπόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 122-124, 197)

8.      Μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, εντούτοις περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει εφεξής στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, αυτοπεριορίστηκε κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις συνέπειες της παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επιπλέον, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο τη μέθοδο που η Επιτροπή αυτοδεσμεύτηκε να ακολουθεί όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων και κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 137-139)

9.      Η σοβαρότητα των παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να αποδεικνύεται βάσει ικανού αριθμού στοιχείων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη.

Σύμφωνα με το σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ, η Επιτροπή οφείλει, στο πλαίσιο αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, να εξετάζει τον πραγματικό αντίκτυπο επί της αγοράς μόνον εφόσον προκύπτει ότι ο αντίκτυπος αυτός δύναται να εκτιμηθεί. Για να εκτιμήσει τον αντίκτυπο αυτό, η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιήσει ως μέτρο τον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό κανονικές συνθήκες αν δεν είχε διαπραχθεί η παράβαση. Επομένως, όταν οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι ο πραγματικός αντίκτυπος των συμπράξεων μπορεί να εκτιμηθεί, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη τον πραγματικό αντίκτυπο των παραβάσεων για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους. Συγκεκριμένα, το αποτέλεσμα μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων. Στοιχεία σχετικά με το ζήτημα της προθέσεως μπορεί να έχουν μεγαλύτερη σημασία από εκείνα που αφορούν τις επιπτώσεις, κυρίως όταν πρόκειται για εγγενώς σοβαρές παραβάσεις όπως είναι η κατανομή των αγορών. Επομένως, η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδίως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών». Από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, ιδίως, στην κατανομή αγορών μπορούν να χαρακτηριστούν, βάσει της φύσεώς τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να έχουν οι συμπεριφορές αυτές κάποιον ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αγορά ή να επηρεάζουν συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι, ενώ η περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων αναφέρεται ρητώς στον αντίκτυπο στην αγορά και στα αποτελέσματα σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, η περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων, αντιθέτως, δεν απαιτεί να υπάρχει συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά ή συνέπειες σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Οι εν λόγω παραβάσεις περιλαμβάνονται επίσης στα παραδείγματα συμπράξεων που το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ΕΚ έχει ρητώς κηρύξει ασύμβατες με την κοινή αγορά. Πέραν της σοβαρής στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκαλούν οι εν λόγω συμπράξεις, στο μέτρο που υποχρεώνουν τα συμβαλλόμενα μέρη να εξυπηρετούν χωριστές αγορές οι οποίες συχνά οριοθετούνται από τα εθνικά σύνορα, προκαλούν απομόνωση των εν λόγω αγορών, υποσκάπτοντας με τον τρόπο αυτό την επίτευξη του κύριου σκοπού της Συνθήκης, ήτοι τη δημιουργία ενιαίας κοινοτικής αγοράς. Επιπλέον, παραβάσεις τέτοιου είδους, ιδίως όταν πρόκειται για οριζόντιες συμπράξεις, χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως «πολύ σοβαρές» ή ως «κατάφωρες».

Εξάλλου, η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αντιπροσωπεύει μόνον ένα από τα τρία λυσιτελή κριτήρια, σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, για τη συνολική εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Μεταξύ αυτών των αλληλεξαρτωμένων κριτηρίων, η έκταση της γεωγραφικής αγοράς δεν είναι αυτοτελές κριτήριο, υπό την έννοια ότι μόνον παραβάσεις που αφορούν την πλειονότητα των κρατών μελών θα μπορούσαν να λάβουν τον χαρακτηρισμό «πολύ σοβαρές». Ούτε η Συνθήκη, ούτε ο κανονισμός 1/2003, ούτε οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές αλλά ούτε και η νομολογία παρέχουν τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι μόνον πολύ εκτεταμένοι, από γεωγραφικής απόψεως, περιορισμοί μπορούν να λάβουν τέτοιο χαρακτηρισμό. Άλλωστε, το συνολικό έδαφος ενός κράτους μέλους, έστω και αν είναι, σε σύγκριση με τα άλλα κράτη μέλη, σχετικά μικρό, αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς.

(βλ. σκέψεις 135, 151-152, 156, 158-160, 163-164, 180, 182-184, 195, 202, 206)

10.    Όσον αφορά τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλει πρόστιμα, το μέγεθος της οικείας αγοράς δεν αποτελεί κατ’ αρχήν υποχρεωτικό στοιχείο, αλλά απλώς ενδεικτικό, μεταξύ άλλων, στοιχείο προς εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, η δε Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται να προβαίνει σε οριοθέτηση της οικείας αγοράς ή σε εκτίμηση του μεγέθους της οσάκις η επίμαχη παράβαση έχει σκοπό αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Πράγματι, οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ δεν προβλέπουν ότι το ποσό των προστίμων υπολογίζεται με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών ή τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στη σχετική αγορά. Ωστόσο, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν αποκλείουν ούτε και το να λαμβάνονται υπόψη τέτοιοι κύκλοι εργασιών κατά την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου, προκειμένου να τηρηθούν οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.

Επιπλέον, η Επιτροπή καθορίζει κατά τρόπο συνεπή τα γενικά αρχικά ποσά των προστίμων που επιβάλλει για παραβάσεις διαπραττόμενες σε περισσότερα κράτη μέλη καθόσον, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους των επηρεαζόμενων αγορών, όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος των αγορών αυτών τόσο υψηλότερα είναι και τα γενικά αρχικά ποσά που καθορίζει το θεσμικό αυτό όργανο, χωρίς ωστόσο να χρησιμοποιεί ακριβή μαθηματικό τύπο.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν χρειάζεται ούτε να μειωθεί το γενικό αρχικό ποσό προστίμου που επιβλήθηκε για παράβαση διαπραχθείσα στο Λουξεμβούργο και το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του κατώτατου ορίου που προβλέπουν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές για παράβαση που χαρακτηρίζεται πολύ σοβαρή ούτε να θεωρηθεί ότι το ποσό αυτό είναι υπερβολικό.

(βλ. σκέψεις 168-172, 174, 176-177, 180, 203)

11.    Στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η διαφοροποιημένη μεταχείριση των σχετικών επιχειρήσεων είναι σύμφυτη με την άσκηση των εξουσιών που η διάταξη αυτή αναθέτει στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας, η Επιτροπή καλείται να εξατομικεύσει την κύρωση με γνώμονα τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά των σχετικών επιχειρήσεων προκειμένου να διασφαλίσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης. Επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ προβλέπουν ότι, για μια παράβαση συγκεκριμένης σοβαρότητας, είναι ενδεχομένως σκόπιμο, στις περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις, όπως στους συνασπισμούς επιχειρήσεων, να προσαρμόζεται το γενικό αρχικό ποσό, προκειμένου να ορίζεται ένα ειδικό αρχικό ποσό που να λαμβάνει υπόψη το ειδικό βάρος και, επομένως, τον πραγματικό αντίκτυπο της παράνομης συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως στον ανταγωνισμό, ιδίως όταν υφίστανται σημαντικές διαφορές μεγέθους μεταξύ των επιχειρήσεων που διαπράττουν το αυτό είδος παραβάσεως. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα των επιχειρήσεων που διαπράττουν την παράβαση να προξενήσουν σημαντική ζημία σε άλλες επιχειρήσεις, καθώς και στους καταναλωτές.

Επιπλέον, κατά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, η αρχή της επιβολής ισοδύναμων κυρώσεων για την ίδια συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει στον καθορισμό διαφορετικών ποσών για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή να ανταποκρίνεται σε κάποιον αριθμητικό υπολογισμό.

Επομένως, στο μέτρο που η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις διαφορές που χαρακτηρίζουν, αφενός, την κατάσταση επιχειρήσεως που μετείχε σε μια μόνο πτυχή συμπράξεως που κρίθηκε αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και, αφετέρου, την κατάσταση επιχειρήσεων που μετείχαν σε διάφορες πτυχές της εν λόγω συμπράξεως, και, ως εκ τούτου, διαφορετικούς κύκλους εργασιών για τις δύο κατηγορίες ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, το θεσμικό αυτό όργανο ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

(βλ. σκέψεις 210-212, 220-221)

12.    Kατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν κριθεί υπεύθυνες παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, καθόσον οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ καθιερώνουν διάκριση μεταξύ των παραβάσεων σύντομης διάρκειας (κατά κανόνα μικρότερης του έτους), για τις οποίες δεν προβλέπεται προσαύξηση του ποσού που έχει καθοριστεί βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως, των παραβάσεων μέσης διάρκειας (κατά κανόνα από ένα έως πέντε έτη), για τις οποίες η προσαύξηση μπορεί να φθάσει έως το 50 %, και των παραβάσεων μεγάλης διάρκειας (κατά κανόνα άνω των πέντε ετών), για τις οποίες το ποσό αυτό μπορεί να προσαυξηθεί κατά 10 % για κάθε έτος. Επομένως, η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή κανόνων που το ίδιο αυτό θεσμικό όργανο αυτοδεσμεύτηκε να τηρεί με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, μπορεί να προβαίνει σε προσαύξηση κατά 80 %, ήτοι κατά 10 % ανά έτος, του αρχικού ποσού του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως που εκτείνεται σε περίοδο μεγαλύτερη των οκτώ ετών, χωρίς η προσαύξηση αυτή να μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως δυσανάλογη σε σχέση προς τη μακρά διάρκεια της παραβάσεως.

Επιπλέον, στην περίπτωση ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως χαρακτηριζόμενης από το γεγονός ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, οι μετέχοντες σε αυτήν επεδίωκαν κοινό σκοπό που συνίστατο ιδίως στην κατανομή των έργων και τον περιορισμό της ατομικής εμπορικής συμπεριφοράς τους στο πλαίσιο της υποβολής προσφορών και η οποία, ως εκ τούτου, έχει πολύ σοβαρό χαρακτήρα καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να εφαρμόσει τον ίδιο συντελεστή προσαυξήσεως για όλη τη διάρκεια της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 225-226, 228-229, 232)

13.    Η ανάγκη διασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, όταν δεν δικαιολογεί τη γενική αύξηση των προστίμων στο πλαίσιο της υλοποιήσεως μιας πολιτικής ανταγωνισμού, απαιτεί το ποσό του προστίμου να προσαρμόζεται για να λαμβάνει υπόψη το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα επί της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται, τούτο δε προκειμένου το πρόστιμο να μην καταστεί αμελητέο, αλλά ούτε και υπερβολικό, ιδιαιτέρως λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής δυνατότητας της οικείας επιχειρήσεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που απορρέουν, αφενός, από την ανάγκη να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του προστίμου και, αφετέρου, από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

Συναφώς, η Επιτροπή δικαιούται να χρησιμοποιεί τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών κάθε επιχειρήσεως που μετέχει σε σύμπραξη ως πρόσφορο κριτήριο για τον καθορισμό πολλαπλασιαστικού συντελεστή αποτροπής. Επομένως, το μέγεθος και οι πόροι που διαθέτει μια επιχείρηση σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελούν τα πρόσφορα κριτήρια υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, που συνίσταται στο να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του προστίμου μέσω προσαρμογής του ποσού του αναλόγως των πόρων της επιχειρήσεως σε παγκόσμιο επίπεδο και της ικανότητάς της να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την καταβολή του εν λόγω προστίμου. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός του συντελεστή προσαυξήσεως του αρχικού ποσού προς διασφάλιση επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου αποβλέπει μάλλον στο να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του προστίμου παρά να αντικατοπτρίσει τον επιζήμιο χαρακτήρα της παραβάσεως για την υπό κανονικές συνθήκες λειτουργία του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, τη σοβαρότητα της παραβάσεως αυτής.

Επιπλέον, η ενδεχόμενη μη εκτίμηση της πιθανότητας υποτροπής της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως ουδόλως επηρεάζει το κύρος του πολλαπλασιαστικού συντελεστή. Συγκεκριμένα, ο σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, του μεγέθους και των συνολικών πόρων των επιχειρήσεων και, αφετέρου, της ανάγκης διασφαλίσεως του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Συναφώς, μια επιχείρηση μεγάλου μεγέθους, η οποία διαθέτει σημαντικούς οικονομικούς πόρους σε σχέση με εκείνους των άλλων μελών της συμπράξεως, μπορεί να χρησιμοποιήσει ευκολότερα τους αναγκαίους πόρους για την πληρωμή του προστίμου της, γεγονός που δικαιολογεί, προς διασφάλιση αρκούντως αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, την επιβολή, ιδίως με την εφαρμογή πολλαπλασιαστή, προστίμου αναλογικά πολύ υψηλότερου σε σχέση με αυτό που επιβάλλεται για την ίδια παράβαση, εφόσον τη διαπράττει επιχείρηση που δεν διαθέτει τέτοιους πόρους.

Τέλος, δεδομένου ότι η προσαύξηση του αρχικού ποσού προς διασφάλιση επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου αποσκοπεί ιδίως στο να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του προστίμου λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του πολλαπλασιαστικού συντελεστή, να λαμβάνει υπόψη την εκ μέρους της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως κατάρτιση προγράμματος συμμορφώσεως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 239-242, 245, 247)

14.    Η ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων συνιστά πράξη προοριζόμενη να διευκρινίσει, τηρουμένων των υπέρτερων κανόνων δικαίου, τα κριτήρια που πρόκειται να εφαρμόσει η Επιτροπή στο πλαίσιο ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κατά τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλει για παραβάσεις των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Εξ αυτού προκύπτει ένας αυτοπεριορισμός της εξουσίας αυτής, ο οποίος ωστόσο δεν είναι ασυμβίβαστος με τη διατήρηση ουσιώδους περιθωρίου εκτιμήσεως για την Επιτροπή.

Επομένως, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να αξιολογήσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει επιχείρηση που έχει εκφράσει την επιθυμία να τύχει εφαρμογής της ανακοινώσεως για τη συνεργασία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία υπό την έννοια του σημείου 21 της εν λόγω ανακοινώσεως.

Ομοίως, η Επιτροπή, αφού διαπιστώσει ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να καθορίσει το ακριβές ποσοστό κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί το ποσό του προστίμου προς όφελος της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, το σημείο 23, στοιχείο βʹ, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως για τη συνεργασία προβλέπει όρια μεταξύ των οποίων κυμαίνεται η μείωση του ποσού του προστίμου, με βάση τις διάφορες κατηγορίες επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο σημείο αυτό.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει όταν χορηγεί μείωση εντός των εν λόγω ορίων, οσάκις τα αποδεικτικά στοιχεία, ανεξαρτήτως της ποιότητας και της χρησιμότητάς τους, κοινοποιούνται στην Επιτροπή σε χρονικό σημείο κατά το οποίο το θεσμικό αυτό όργανο έχει ήδη στην κατοχή του τις αναγκαίες πληροφορίες για να αποδείξει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, έχει ήδη διενεργήσει σειρά ελέγχων και έχει ήδη λάβει αίτηση δυνάμει της εν λόγω ανακοινώσεως από άλλη εταιρία.

(βλ. σκέψεις 260-261, 263-265, 270, 273-274, 278, 282-284, 289, 291, 295, 298, 309-312, 322-323, 326, 328-332, 345-349, 375, 377)

15.    Η αιτίαση που διατυπώνεται σε υποσημείωση του δικογράφου της προσφυγής και ουδόλως αναπτύσσεται από τις προσφεύγουσες δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας και, συνεπώς, είναι απαράδεκτη.

(βλ. σκέψη 338)

16.    Το δικαίωμα επικλήσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αναγνωρίζεται σε κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο, με το να του παρέχει ακριβείς εξασφαλίσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Αντιθέτως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αν η διοίκηση δεν του παρέσχε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Συνιστούν δε τέτοιες διαβεβαιώσεις οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές.

Στο πλαίσιο καθορισμού του ποσού ενός προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, η εκ μέρους της Επιτροπής γνωστοποίηση, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι προτίθεται να χορηγήσει μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων δεν μπορεί να συνιστά συγκεκριμένη διαβεβαίωση ως προς το εύρος ή το ποσοστό της μειώσεως που πρόκειται ενδεχομένως να χορηγηθεί στις οικείες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, η δήλωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργήσει συναφώς την παραμικρή δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

Επιπλέον, ούτε η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 359-364)

17.    Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, τα δε προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς.

Συναφώς, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας απόφαση με την οποία η Επιτροπή χορηγεί μόνον ελάχιστη μείωση του προστίμου κατά 1 %, λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών, και λαμβανομένης υπόψη της ελάχιστης αξίας της συνεργασίας που προσφέρεται μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, δεδομένου ότι η μείωση αυτή προστίθεται στις μειώσεις που χορηγήθηκαν προγενέστερα στο πλαίσιο της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων.

(βλ. σκέψεις 366, 370, 383)

18.    Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο καθορισμού του ποσού των προστίμων για παραβάσεις των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, τα πρόστιμα αυτά δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μια επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τη σοβαρότητα της παραβάσεως αυτής. Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή δικαιολογημένα λαμβάνει υπόψη την αναγκαιότητα να διασφαλιστεί το αρκούντως αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων αυτών.

(βλ. σκέψη 384)