Language of document : ECLI:EU:T:2010:531

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 16ης Δεκεμβρίου 2010

Υπόθεση T-143/09 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Nicole Petrilli

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα — Σύμβαση ορισμένου χρόνου — Κανόνες για την ανώτατη διάρκεια προσλήψεως του μη μόνιμου προσωπικού στις υπηρεσίες της Επιτροπής — Απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) στις 29 Ιανουαρίου 2009, F–98/07, Petrilli κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑13 και II‑A‑1‑41).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκε η Nicole Petrilli στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού — Συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα — Διάρκεια πρόσληψης — Ερμηνεία

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 88, εδάφιο 1, στοιχείο β΄)

2.      Υπάλληλοι — Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού — Συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα — Διάρκεια πρόσληψης — Εξουσία εκτιμήσεως του οργάνου

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 88, εδάφιο 1, στοιχείο β΄)

3.      Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Προϋποθέσεις

1.      Η διατύπωση «η πραγματική διάρκεια της απασχόλησης σε ένα όργανο» του άρθρου 88, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς του υπολογισμού της ανώτατης επιτρεπτής περιόδου απασχόλησης, μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον η συνολική διάρκεια απασχόλησης του ενδιαφερόμενου ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα κατά την έννοια του άρθρου 3β του εν λόγω καθεστώτος, αποκλειομένης κάθε άλλης απασχόλησής του ως μη μόνιμου υπαλλήλου.

(βλ. σκέψη 33)

2.      Το άρθρο 88, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, κατά το οποίο η πραγματική διάρκεια απασχόλησης του συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα κατά την έννοια του άρθρου 3β του εν λόγω καθεστώτος δεν μπορεί να υπερβεί τα τρία έτη, δεν δημιουργεί δικαίωμα του ενδιαφερομένου να προσληφθεί για αυτήν την ανώτατη περίοδο, λαμβανομένης υπόψη της ελευθερίας των συμβάσεων και της εξουσίας του οργάνου να συνάψει ή να ανανεώσει τις συμβάσεις αυτές για μικρότερη διάρκεια από τη μέγιστη επιτρεπόμενη δυνάμει της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κατά την οργάνωση των υπηρεσιών του με γνώμονα την αποστολή που του έχει ανατεθεί και κατά την τοποθέτηση, προς εκπλήρωση της αποστολής αυτής, του προσωπικού που έχει στη διάθεσή του, υπό τον όρο πάντως ότι η τοποθέτηση αυτή γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Εντούτοις, κατ’ αρχήν, το όργανο διαθέτει την ελευθερία αυτή όχι μόνο σε ατομικές περιπτώσεις, αλλά και στο πλαίσιο μιας γενικής πολιτικής, που θεσπίζεται με εσωτερική απόφαση γενικής εφαρμογής, όπως είναι οι γενικές διατάξεις εφαρμογής, με την οποία οριοθετεί την άσκηση εκ μέρους του της εξουσίας εκτιμήσεως. Παρ’ όλ’ αυτά, μία τέτοια εσωτερική απόφαση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, αφενός, να παραιτηθεί εξ ολοκλήρου το όργανο από την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 88 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού να συνάπτει ή να ανανεώνει, αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων, τη σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα κατά την έννοια του άρθρου 3β του εν λόγω καθεστώτος μέχρι την ανώτατη περίοδο των τριών ετών και, αφετέρου, να μην τηρήσει τις γενικές αρχές του δικαίου, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές αυτές, η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων αρχή δεν μπορεί να παραιτηθεί από την εξουσία εκτιμήσεως που της παρέχει το άρθρο 88 του καθεστώτος επί του λοιπού προσωπικού εφαρμόζοντας εξ ορισμού το ανώτατο όριο των έξι ετών του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004, περί της μέγιστης διάρκειας χρησιμοποιήσεως μη μόνιμου προσωπικού στις υπηρεσίες της Επιτροπής —δηλαδή χωρίς να εξετάσει τον φάκελο υποψηφιότητας προσώπου που είναι επιλέξιμος να προσληφθεί ως συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα και το συμφέρον που έχει η υπηρεσία να τον προσλάβει— για να δικαιολογήσει τον περιορισμό της πρόσληψής του για περίοδο μικρότερη από την επιτρεπόμενη από το άρθρο 88 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού. Συγκεκριμένα, παραιτούμενη με τον τρόπο αυτό από την εξουσία εκτιμήσεως, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή θα ενεργεί κατά παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και της αρχής της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες επιτάσσουν να εξετάσει το θεσμικό όργανο, επιμελώς, πλήρως και αμερόληπτα, κάθε φάκελο υποψηφιότητας όσον αφορά τα προσόντα και τις ικανότητες του οικείου υποψηφίου και τις ειδικές απαιτήσεις της προς πλήρωση θέσεως εργασίας.

Αν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει ως μη μόνιμος υπάλληλος, σε περίοδο δώδεκα ετών, περιόδους υπηρεσίας που υπερβαίνουν τα τρία έτη, η εξ ορισμού εφαρμογή του κανόνα των έξι ετών έχει ως αποτέλεσμα τον εξαρχής περιορισμό της άσκησης από την αρχή που είναι αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων της εξουσίας της εκτιμήσεως, βάσει του άρθρου 88, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄ του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, όσον αφορά ενδεχόμενη εξάντληση της ανώτατης επιτρεπόμενης περιόδου των τριών ετών, δεδομένου ότι μια τέτοια εφαρμογή σαφώς απαγορεύεται από τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004, σε συνδυασμό με το σημείο ΙΙ του παραρτήματός της και την αιτιολογική σκέψη 4, κατά την οποία δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση συναφώς. Επομένως, στον βαθμό που το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως παραβιάζει τους εν λόγω ανώτερους κανόνες δικαίου, ο κανόνας των έξι ετών είναι παράνομος και πρέπει να μην εφαρμοστεί.

(βλ. σκέψεις 34 έως 36)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 28 Ιουνίου 2005, C–189/02 P, C–202/02 P, C–205/02 P έως C–208/02 P και C–213/02 P, Dansk Rǿrindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I–5425, σκέψη 211

ΓΔΕΕ, 27 Νοεμβρίου 2003, T–331/00 και T–115/01, Bories κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I–A–309 και II–1479, σκέψη 72· 1 Μαρτίου 2005, T–258/03, Mausolf κατά Europol, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I–A–45 και II–189, σκέψη 25· 20 Σεπτεμβρίου 2007, T–375/03, Fachvereinigung Mineralfaserindustrie κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 141· 15 Οκτωβρίου 2008, T–160/04, Ποταμιάνος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I–A–2–309 και IΙ–A–2–469, σκέψη 30· 2 Απριλίου 2009, T–473/07 P, Επιτροπή κατά Berrisford, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I–Β–1–17 και IΙ–Β–1–85, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 8 Σεπτεμβρίου 2009, T–404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II–2841, σκέψη 215

3.      Η δημοσιοϋπαλληλική δίκη βάσει του άρθρου 236 ΕΚ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένης της δίκης με αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε υπάλληλο, υπόκειται σε συγκεκριμένους και ειδικούς κανόνες σε σχέση με τους κανόνες που απορρέουν από τις γενικές αρχές οι οποίοι διέπουν τη μη συμβατική ευθύνη της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 235 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ. Συγκεκριμένα, από τον ΚΥΚ προκύπτει ιδίως ότι, αντιθέτως προς τους άλλους εργαζόμενους, ο υπάλληλος της Ένωσης συνδέεται με το όργανο στο οποίο εργάζεται με νομική σχέση που περιλαμβάνει συγκεκριμένη ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, γεγονός που αντανακλάται από το καθήκον αρωγής του κοινοτικού οργάνου έναντι του ενδιαφερόμενου. Η ισορροπία αυτή αποσκοπεί κυρίως στη διαφύλαξη της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των οργάνων και των υπαλλήλων τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί στους πολίτες η εκπλήρωση των καθηκόντων γενικού συμφέροντος που έχει ανατεθεί στα όργανα. Κατά συνέπεια, η Ένωση, όταν ενεργεί ως εργοδότης, υπέχει αυξημένη ευθύνη, η οποία εκδηλώνεται στην υποχρέωση για την αποκατάσταση των ζημιών που προξένησε στο προσωπικό της από οποιαδήποτε παρανομία που διέπραξε ως εργοδότης.

(βλ. σκέψη 46)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 29 Ιουνίου 1994, C–298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. I–3009, σκέψη 38· 6 Μαρτίου 2001, C–274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I–1611, σκέψεις 44 έως 47

ΓΔΕΕ, 12 Ιουνίου 2002, T–187/01, Mellone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I–A–81 και II–389, σκέψη 74· 14 Οκτωβρίου 2004, T–1/02, Polinsky κατά Δικαστηρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47· 10 Δεκεμβρίου 2008, T–57/99, Nardone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I–A–2–83 και IΙ–A–2–505, σκέψη 162